Jump to content

Το Κάλεσμα


Throgos

Recommended Posts

Έτεινε το χέρι του και κοίταξε δειλά την ώρα· ήταν εντεκάμιση. Έμενε ακόμα μισή ώρα μέχρι την άφιξη του μυστηριώδους καλεσμένου. Δεν τον είχε δει ποτέ του· μόλις χθες το βράδυ τον είχε γνωρίσει. Είχε πάρει τηλέφωνο και του είχε συστηθεί ως «Ο Αδύνατος». Ο Γιώργος γενικά δεν εμπιστευόταν κανέναν έξω από τον κύκλο των φίλων του και των συγγενών του, και πόσο μάλλον κάποιον που του έδινε ψευδώνυμο και όχι πραγματικό όνομα· αυτόν όμως τον εμπιστεύτηκε. Τον εμπιστεύθηκε γιατί του είχε υποσχεθεί δυο πράγματα που γι’ αυτόν ήταν ακαταμάχητα: πλούτη και φήμη. Τα λόγια του ξένου φάνηκαν εντελώς ειλικρινή και αληθινά στον Γιώργο, γι’ αυτό και δε δίστασε καθόλου να δεχθεί την πρόσκληση. Άλλωστε ποιος διστάζει όταν του υπόσχονται απλόχερα αυτά τα δύο πολύτιμα αγαθά;

 

Το μόνο που του είχε ζητήσει ο «Αδύνατος» ήταν να εμφανιστεί στις δώδεκα το βράδυ στη γωνιά δυο δρόμων κάπου κοντά στου Ψυρρή. Ήταν δυο κακοφωτισμένα δρομάκια γεμάτα παλιές βιοτεχνίες και εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά των οποίων οι στέγες είχαν καταρρεύσει πριν χρόνια. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το νιαούρισμα των αδέσποτων γάτων και απόμακρα μουγκρίσματα αυτοκινήτων, αν και ήταν πολύ πιθανό να υπήρχαν ναρκομανείς εκεί γύρω. Τον Γιώργο όμως δεν τον πείραζε, ούτε φοβόταν γιατί πάντα είχε πάνω του τον σουγιά του και ένα σπρέι για τα μάτια (για το οποίο όλοι οι φίλοι του τον κορόιδευαν, καθώς η συνηθισμένη του θέση είναι μέσα σε γυναικείες τσάντες).

 

Τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά αργά. Λες και ο χρόνος κυλούσε πιο αργά στη θέση που βρισκόταν. Ούτε μία ανθρώπινη παρουσία δε φαινόταν· ή μάλλον ούτε ίχνος πολιτισμού. Ίσως ο ξένος να είχε διαλέξει επίτηδες αυτή το σημείο για συνάντηση. Γιατί όμως τέτοια μυστικότητα;

 

Ο Γιώργος δεν μπόρεσε να κρατηθεί και ξανακοίταξε το ρολόι του· έντεκα και τριάντα ένα. Φτου! Και του φάνηκε πως είχαν περάσει ώρες. Μην αντέχοντας άλλο, αποφάσισε να κάνει μια βόλτα γύρω στην περιοχή μήπως και βρει κανένα περίπτερο ή κάπου να κάτσει μέχρι να περάσει η ώρα. Το ένα δρομάκι είχε μια σβησμένη ταμπέλα που τελείωνε σε «...ρχου» ενώ στο άλλο η ταμπέλα έλεγε «Γραβιάς». Αποφάσισε να πάρει τη Γραβιάς.

 

Καθώς περπατούσε μέσα στο ημίφως, άρχισε να νιώθει άβολα. Τα παράθυρα των γκρεμισμένων σπιτιών ήταν κατάμαυρα, και φαίνονταν να τον κοιτούν. Μερικά δέντρα απλώνονταν στις χορταριασμένες αυλές σαν να ήταν βγαλμένα από ταινία τρόμου. Ο Γιώργος προσπαθούσε να καθησυχάσει τον εαυτό του: δεν υπάρχει τίποτα εδώ... μόνο αδέσποτες γάτες και ποντίκια.

 

Κάποια στιγμή φύσηξε ένα κρύο ρεύμα αέρα και έβαλε τα χέρια στις τσέπες του παλτού του. Τι ήρθα εδώ τώρα; Δεν καθόμουν σπίτι να χαλαρώσω και να δω λίγο τηλεόραση; Εν τω μεταξύ ούτε ίχνος περίπτερου ή κανενός άλλου μαγαζιού δε φαινόταν πουθενά. Ο δρόμος πήγαινε όλο ίσια· ούτε φαινόταν πουθενά κάποιος κάθετος δρόμος.

 

Ξάφνου κάτι του τράβηξε το βλέμμα: ένα από τα παράθυρα στον δεύτερο όροφο ενός ερειπίου είχε φως. Όχι πολύ δυνατό, σαν να ερχόταν από κερί ή σαν να ήταν χαμηλής έντασης. Ποιος βρισκόταν τέτοια ώρα σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι στην πιο έρημη περιοχή της Αθήνας; Πολύ παράξενο. Αυτό το φως όμως του ενέπνεε μια ζεστασιά και μια οικειότητα που τον τράβηξε. Ίσως να έφταιγε και η υπερβολική του περιέργεια. Πλησίασε λοιπόν και έκατσε κάτω από το παράθυρο μήπως και ακούσει τίποτα.

 

Άκουσε δυο φωνές να συζητούν: μια γυναικεία που η χροιά της θύμιζε έντονα καθηγήτρια φιλόλογο και μια αντρική που έδειχνε ότι ο κάτοχός της πιθανότατα ήταν γιατρός ή πολιτικός. Εξ’ άλλου δεν υπάρχει και μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών των δύο.

 

«Μα δεν είναι σωστό...δεν είναι ηθικά σωστό...δεν σκέφτεσαι το μέλλον τους; Δεν σκέφτεσαι το τι θα μπορούσαν να κάνουν στο μέλλον; Μόνο οι ψήφοι σ’ ενδιαφέρουν λοιπόν;»

 

Χα, πολιτικός έτσι όπως το φαντάστηκα, σκέφτηκε ο Γιώργος και χαμογέλασε.

 

«Δεν μπορείς να καταλάβεις, αγαπητή μου Φιλάνδρεια, το πώς λειτουργεί η πολιτική. Δεν είναι τόσο εύκολο όσο νομίζεις. Για να κερδίσει ο λαός πρέπει επίσης και να θυσιάσει. Εγώ είμαι απλά το μέσον, το εκτελεστικό όργανο. Ζήτησε ο λαός λεφτά; Πρέπει να πληρώσει. Ζήτησε άνεση; Πρέπει να ταλαιπωρηθεί. Αυτό είναι νόμος.»

 

Ο Γιώργος αποφάσισε να πλησιάσει αθόρυβα για να ακούει καλύτερα.

 

«Μα αν είναι δυνατόν, φίλε Κλεο...»

 

Κρακ. Ένα κλαδί έσπασε κάτω από τα πόδια του.

 

«...Κάτι άκουσα! Κάποιος είναι έξω!»

 

«Ησύχασε αγαπητή μου Φιλάνδρεια. Πιθανότατα να έχεις δίκιο. Μην ταράζεσαι όμως, ας πάμε κάπου αλλού να συζητήσουμε.»

 

Το φως αμέσως έσβησε, και κανένας ήχος δεν ακούστηκε μετά, ούτε καν βήματα. Η περιέργεια όμως του Γιώργου ακόμα δεν είχε σβήσει, αντιθέτως είχε αναζωπυρωθεί. Αποφάσισε να μπει στο σπίτι και να δει τι γινόταν.

 

Η πόρτα ήταν ασφαλισμένη με μια σκουριασμένη αλυσίδα, αλλά τα πορτόφυλλα είχαν βγει από τους μεντεσέδες (ή μήπως οι μεντεσέδες από τον τοίχο;). Εύκολα απομάκρυνε το ένα και μπήκε μες στο σπίτι.

 

Αμέσως τη μύτη του χτύπησε μια μυρωδιά έντονης μούχλας και αποσύνθεσης. Έβγαλε τον αναπτήρα του και η φλόγα του φώτισε αμυδρά τον χώρο. Σπασμένα έπιπλα και παντού αράχνες. Οι σοβάδες είχαν πέσει και απεκάλυπταν τα τούβλα από κάτω, αλλά το ταβάνι ακόμα έστεκε. Υπήρχαν δυο πόρτες αριστερά και δεξιά και στο βάθος μια ξύλινη σκάλα που φαινόταν κάτι περισσότερο από ετοιμόρροπη.

 

Μαζεύοντας θάρρος, προχώρησε προς τα εκεί με αργά βήματα. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική· σίγουρα υπήρχαν νεκροί αρουραίοι και άλλα πεθαμένα ζώα. Ήταν θαύμα που η φλόγα του αναπτήρα άντεχε, καθώς μέσα σίγουρα υπήρχε ελάχιστο οξυγόνο. Χωρίς να πιαστεί από το κάγκελο που είχε φαγωθεί, άρχισε να ανεβαίνει ένα ένα τα σκαλιά. Περίεργα τριξίματα και ξύλινοι ήχοι ερχόντουσαν από διάφορα σημεία της σκάλας. Μόλις έφτασε στην κορυφή της έβγαλε έναν στεναγμό ανακούφισης. Είχε ανέβει άθικτος.

 

Πριν προλάβει να κοιτάξει γύρω του ένας ήχος ξεκολλήματος ακούστηκε και ολόκληρη η σκάλα κατέρρευσε με έναν τρομερό πάταγο. Η σκόνη που σηκώθηκε δημιούργησε ένα τεράστιο σύννεφο που κάλυψε το δωμάτιο στο οποίο βρισκόταν. Άρχισε να βήχει και προχώρησε προς το παράθυρο για να αναπνεύσει καθαρό αέρα.

 

Μόλις εισέπνευσε αρκετό οξυγόνο, και ευχαρίστησε την μεγάλη τύχη του, περίμενε να κατακαθίσει λίγο η σκόνη και κοίταξε γύρω του. Το ίδιο σκηνικό: εγκατάλειψη και βρομιά. Πώς ήταν δυνατόν να εμφανιστούν εδώ ένας πολιτικός και μια φιλόλογος; Και από πού είχε έρθει το φως;

 

Με το μυαλό γεμάτο ερωτηματικά προχώρησε προς μια κλειστή πόρτα. Όπως υπολόγισε, εκεί πρέπει να βρισκόντουσαν πριν λίγη ώρα τα δύο άτομα που συνομιλούσαν. Έπιασε το σκονισμένο πόμολο και η πόρτα με ένα τρίξιμο άνοιξε αποκαλύπτοντας τίποτα περισσότερο από σοβάδες και περισσότερη σκόνη.

 

Περιεργάστηκε λίγο το δωμάτιο: δεν υπήρχε πουθενά πόρτα απ’ όπου θα μπορούσαν να φύγουν οι δυο άνθρωποι, εκτός από αυτήν που είχε περάσει λίγο πριν και οδηγούσε στην ετοιμόρροπη (και τώρα πια γκρεμισμένη) σκάλα. Και το φως; Από πού προερχόταν;

 

Ανάμεσα σε μερικά παλιά ξύλα βρήκε την πηγή του: ένα σκουριασμένο λυχνάρι, του οποίου το φιτίλι κάπνιζε ακόμα και έβγαζε μια ανεπαίσθητη μυρωδιά καμένου λαδιού. Ήταν φανερό ότι είχε σβήσει πριν πολύ λίγη ώρα. Χαμήλωσε το χέρι με τον αναπτήρα και το άναψε προσεκτικά.

 

Αμέσως μια διαπεραστική μυρωδιά έφτασε στα ρουθούνια του, και γαλάζιος καπνός άρχισε να αναδύεται από το λυχνάρι. Η μυρωδιά αυτή θύμιζε βανίλια, ωστόσο είχε μια ελαφρώς όξινη αίσθηση. Ο Γιώργος σήκωσε αργά το λυχνάρι και προχώρησε λίγο προς την πόρτα... Όμως ένιωθε ένα βάρος στο σώμα του, μια κούραση σαν να είχε διανύσει χιλιόμετρα περπατώντας... Κατάρα! Κάτι υπνωτικό έχει αυτό το λυχνάρι! σκέφτηκε, αλλά ήταν πια αργά για να μπορέσει να κάνει τίποτα. Σωριάστηκε στο ξύλινο έδαφος.

Link to comment
Share on other sites

Όταν λες ατέλειωτη ιστορία τι ακριβώς εννοείς; Ότι δεν την έχεις τελειώσει ακόμα, ότι δε πρόκειται να την προχωρήσεις άλλο ή ότι θα τη γράφεις για την υπόλοιπη ζωή σου;

Πέρα από αυτό φαίνεται μια καλή αρχή, το κείμενο ρέει ομαλά και δε φαίνονται να υπάρχουν σημαντικά λάθη.

Link to comment
Share on other sites

Η συχνή επανάληψη του ονόματος του ήρωα είναι ένα από τα αρνητικά της ιστορίας σου.

 

Όμως έχει όμορφη ροή και σίγουρα υποθέτω και συνέχεια, αφού αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα!

 

Κάτι νοηματικό: σίγουρα δε μιλούν όλες οι φιλόλογοι ή όλοι οι γιατροί με τον ίδιο τρόπο και μου φαίνεται μάλλον δύσκολο ένας άνθρωπος που περπατά σε ένα σκοτεινό κι ανατριχιαστικό δρομάκι να είναι τόσο ψύχραιμος ώστε να σκεφτεί τον επαγγελματικό προσανατολισμό του ομιλιτή και να μην έχει το νου του μήπως βρεθεί μπροστά σε κάποιο άξαφνο γεγονός.

 

Δηλαδή, ο ήρωάς σου μου φάνηκε υπερβολικά ψύχραιμος για κάποιον χωρίς κάποια ιδιαίτερη κλίση σε μυστήρια κλπ (τουλάχιστον δε φαίνεται κάτι τέτοιο): είναι δηλαδή ένας απλός καθημερινός άνθρωπος ο οποίος θέλει να πιάσει την καλή και ως τέτοιος μάλλον θα έχει περισσότερες αδυναμίες.

 

Αναμένω συνέχεια... :book:

Link to comment
Share on other sites

  • 4 years later...

Συμφωνώ ότι ο χαρακτήρας είναι παράδοξα ψύχραιμος, υπάρχουν όμως τα στοιχεία που εξηγούν (φαινομενικά τουλάχιστον) τη συμπεριφορά του.

 

Ενδιαφέρουσα αλλά ημιτελής, μια ιστορία που πιθανότατα δε θα μάθουμε ποτέ πώς τελειώνει...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..