oimoderatorseinai Posted September 20, 2023 Share Posted September 20, 2023 Ο Αντώνης φέτος έκλεινε τα 20 χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Ήταν 3 παρά 10 το απόγευμα και ο κ. Μιχάλης, ένα από τα 2 αδέρφια που είχαν κληρονομήσει το εργοστάσιο από τους γονείς τους, χτύπησε το κουδούνι σηματοδοτώντας την λήξη της βάρδιας. Κανονικά 4 ήταν η επίσημη λήξη αλλά ο κ. Μιχάλης και ο αδερφός του, ο Αλέξανδρος, ήθελαν να διώξουν κακήν κακώς τον Αντώνη και τους άλλους 3 παλιούς εργάτες της βιομηχανίας παραγωγής μεταλλικών μικροεξαρτημάτων, ώστε να φύγουν και να κλειδώσουν μέχρι τις 3, τις πελώριες μεταλλικές πόρτες από που φρουρούσαν μηχανήματα επίσης καμωμένα από μέταλλο. Το μέταλλο προστατεύει άλλο μέταλλο από μέταλλα (λοστούς διαρρηκτών και μηχανήματα οξυγονοκόλλησης για άνοιγμα βιομηχανικών πορτών). "Τραγική ειρωνία" σκέφτηκε ο Αντώνης, καθώς ανάβοντας ένα τσιγάρο και σκουπίζοντας με την ανάποδη του χεριού του, τον ξεραμένο σχεδόν ιδρώτα του μετώπου του. Ήταν τέτοια η εναλλαγή ζέστης και κρύου στο εργοστάσιο, που πλέον δεν καταλάβαινε καν πότε ίδρωνε και απλά σκουπιζόταν μηχανικά, όπως έκανε στην αρχή, 2 δεκαετίες πριν όταν έπιασε την δουλειά, τη πρώτη δουλειά μετά το λύκειο και την στρατιωτική θητεία του. Παιδί από φτωχή οικογένεια και μέτριος μαθητής, δεν είχε πολλές φιλοδοξίες, όνειρα ή ελπίδες για το μέλλον: στο εργοστάσιο ήταν καλά, έπαρνε τον βασικό μισθό, ένσημα και ασφάλιση, μισή ώρα διάλειμμα στη μέση της βάρδιας,πενθήμερη εργασία Δευτέρα με Παρασκευή, 7 με 3. Δεν ήθελε κάτι παραπάνω, δεν ένιωθε πως αξίζει κάτι παραπάνω, δεν του έμαθαν να κυνηγάει το κάτι παραπάνω. Κοίταξε τους ρόζους και τις γραμμές στα χέρθα του ήταν τόσο βαθουλωμένες που ήξερε πως ποτέ δε θα μπορούσε να παίξει πιάνο, να χαϊδέψει απαλά το μάγουλο μίας γυναίκας χωρίς να τη γδάρει, να δώσει το χέρι για χειραψία σε κάποιον χωρίς να νιώθει σαν να δίνει ένα κομμάτι ξύλο. Δεν υπήρχε χώρος στο εργοστάσιο για συναισθηματισμούς, ποίηση, ονειροπόληση και χαβαλέ: ερχόταν στις 6:30, ετοίμαζε τον καφέ του στην κουζινούλα που βούλιαζε μέσα σε απόνερα τα οποία είχαν προέλθει από έναν σπασμένο αγωγό που κάποτε, τα 2 αδέρφια θα έφτιαχναν, (ένα "κάποτε" που 20 χρόνια παραμένει ακόμα μελλοντικό) , πάσης φύσεως έντομα (και το πιο πιθανό και τρωκτικά στο υπόγειο) και ήταν σαν να είχε βομβαρδιστεί σε κάποιον πόλεμο, τον έπινε καπνίζοντας συνοδευτικά ένα τσιγάρο, έριχνε μία ματιά δεξιά αριστερά να σιγουρευτεί πως αν υπήρχε κάποιος άστεγος που ήρθε να βρει καταφύγιο ή ναρκωμανής που ήρθε να κάνει εδώ τη δόση του, έχει πλέον φύγει ή τουλάχιστον, σεβόμενος την παρουσία του εργάτη, πήγε σε κάποιο άλλο τμήμα του αχανούς εργοστασίου το οποίο ήθελες 1 ώρα για να το γυρίσεις περιμετρικά με τα πόδια, και έπιανε δουλειά, αφήνοντας όποια ρομαντική σκέψη στην άκρη: όσο βρισκόταν εδώ ήταν ένας εργάτης βιομηχανίας, σε κανένα μηχάνημα δεν ενδιαφέρει τι σκέψεις κάνει για τον έρωτα, για τον Τσιτσάνη, για τα εξωτικά ταξίδια, για την Αγκάθα Κρίστι, για την κομπόστα, για τον Φρανκ Σινάτρα, για το οτιδήποτε. Πατούσε το κουμπί της έναρξης της κάθε μηχανής, μουρμουρίζοντας μία "Καλημέρα". Είχε δεθεί συναισθηκατικά σε αυτά τα 20 χρόνια με κάθε μηχανή και πλέον δεν τις έβλεπε ως μηχανές, για αυτόν ήταν κάτι ζωντανό: τα μπιτόνια ήταν φλέβες, τα γρανάζια ήταν βραχίονες, οι ερπύστριες ήταν πόδια, το πετρέλαιο μέσα τους ήταν το αίμα, η σκουριά πάνω τους ήταν ρυτίδες καθώς και αυτές μεγάλωσαν με τα χρόνια, μεγάλωσαν μαζί με τον Αντώνη. Είχε ένα ραδιοφωνάκι πάντα μαζί του το οποίο έπιανε μόνο 3 σταθμούς, έναν που έπαιζε παλιά ελληνικά λαϊκά, έναν που έπαιζε all-time classic κυρίως ροκ-σόουλ και ποπ, και έναν ειδησεογραφικό τον οποίον ο Κώστας άκουγε πάντα πρώτο καθώς ήθελε να γνωρίζει τι συμβαίνει στο κόσμο: δε θα του άρεσε η ιδέα να τελείωνε τη βάρδιά του και φεύγοντας από το εργοστάσιο να μην έλεπε κανέναν περαστικό στο δρόμο επειδή θα είχαν σκοτωθεί όλοι από πτώση μετεωρίτη, πυρηνικό πόλεμο ή οτιδήποτε μεγάλης κλίμακας: το εργοστάσιο ήταν κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, 15 μέτρα σε ύψος και 7.200 τ.μ. σε διαστάσεις, τα μηχανήματα όταν λειτουργούσαν δεν άκουγες κάποιον εκτός άμα φώναζε με όλη του την δύναμη στο μισό μέτρο από το αυτί σου, τα όποια παράθυρα ήταν καλυμμένα από παμπάλαια χαρτόκουτα ("κάποτε θα τα φτιάξουμε και αυτά" υπόσχονταν τα 2 αδέρφια), δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε στον έξω κόσμο σε αυτές τις 8 ώρες της βάρδιάε του. Για 8 ώρες ήταν σαν να υπήρχε μόνο το εργοστάσιο και τίποτα άλλο. Τα πάντα καλύπτοταν από ένα πέπλο σκόνης, τα μηχανήματα ήταν σκουριασμένα και το ελάχιστο ημίφως που έπεφτε από τα παράθυρα έκανε το όλο μέρος να μοιάζει από μία άλλη εποχή, και ας ήταν μόλις 53 χρόνια εν λειτουργία. Ο χρόνος είναι αμείλικτος εχθρός και δεν λογαριάζει κανέναν και τίποτα. Όλα τα διαλύει και ισοπεδώνει στο πέρασμά του, είτε είναι εργατικές πολυκατοικίες, είτε ουρανοξύστες, είτε βίλες, είτε εργοστάσια. Ο Αντώνης έβαλε στο ραδιοφωνάκι του τον σταθμό all-time classic και πέτυχε ένα αγαπημένο του τραγούδι, το You're my world σε ερμηνεία Tom Jones. Μουρμούρισε σκεφτικά στο μηχάνημα που κονιορτοποιούσε το σίδερο και το έκοβε σε μικρότερα μέρη (δούλευε τώρα πάνω στη παραγωγή μεταλλικών καλαμακίων για καφέδες, πολλαπλών χρήσεων, τα τελευταία 5-6 χρόνια είχαν πολύ ζήτηση επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος είχε σύγχρονες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες) ενώ άκουγε το τραγούδι "ωραία και η πρώτη εκτέλεση της Cilla Black, αλλά η ερμηνεία του Tom Jones είναι κάπως πιο εύθυμη θα έλεγα". Η μηχανή δεν απάντησε. Δεν κατασκευάστηκε σε κάποιο άλλο εργοστάσιο, για να απαντάει σε ερωτήματα πέρι μουσικής. Η δουλειά της ήταν πολύ συγκεκριμένη και δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τον Αντώνη. Κλανγκ κλανγκ ζζζζαφ κλανγκ, απάντησε η μηχανή, αντί για κάποιο σχόλιο στα προηγούμενα. Έτοιμη η νέα παρτίδα. Την έβγαλε, την αποθήκευσε, ο Χρήστος και ο Δημήτρης θα έκαναν τα άλλα. Αυτός δούλευε στο τμήμα του και τι έκανα οι άλλοι στα δικά τους ούτε που ήξερε. Για αυτόν ήταν ένα μυστήριο. Πέρα από τα τυπικά δεν έλεγαν κάτι άλλο. Άρχισε να τραγουδάει τα λόγια του ρεφραίν μαζί με τον Tom Jones ενώ κοιτούσε την μηχανή στα "μάτια" της, τα διάφορα μέτρα ένδειξης της πίεσης, θερμοκρασίας και ταχύτητας παραγωγής: You're my world, you are my night and day You're my world, you're every prayer I pray If our love ceases to be Then it's the end of my world for me... Κλανγκ κλανγκ. Η μηχανή παρακαλούσε να σταματήσει να τραγουδάει και να την ταϊσει λίγο μέταλλο ακόμα. Ο Αντώνης υπάκουσε. "Ό,τι θέλει η καλή μου, δε χαλάω χατήρι, σε 2 μέρες κλείνουμε επέτειο 20 ετών, σου έχω ετοιμάσει κάτι σπέσιαλ" σκεφτόμενος το νέο βιομηχανικό γράσο και λιπαντικό 2 σε 1 που αγόρασε με δικά του χρήματα (άλλο ένα "κάποτε" των 2 αδερφών που παραμελούσαν την μηχανή) για να την πασαλείψει, χαρίζοντάς την ένα αναζωογονητικό μασάζ που θα ζήλευε και φυσικοθεραπευτής. Την αγαπούσε τη μηχανή, την σεβόταν, αλλά και την έτρεμε παράλληλα καθώς μία φορά, όντας απρόσεκτος, παραλίγο να του έτρωγε το χέρι. Από τότε φορούσε ειδικά βιομηχανικά γάντια όταν χρειαζόταν να έρθει σε επαφή μαζί της κατά τον ανεδοφιασμό μετάλλου, τα οποία έβγαζε μόνο στο διάλειμμά του και στη λήξη της βάρδιας. Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε παιδιά, δεν είχε αδέρφια. Ταϊζε τον Κέρβερο, το πελώριο ντόπερμαν που είχαν για φύλακα στο εργοστάσιο, αλλά μία φορά τον είδαν τα 2 αδέρφια και του έκαναν παρατήρηση: εδώ ήταν για να δουλεύει, όχι για φιλοζωϊκή δράση. Ήταν ένας εργάτης. Στην βιομηχανία ήταν όσο αναλώσιμος ήταν και ένα γρανάζι ή μία μηχανή άμα χαλούσε ο μηχανισμός της. Θα τον έδιωχναν και θα τον αντικαταστούσαν με άλλον εργάτη. Ο Αντώνης δεν είχε κανέναν να μιλάει και χαιρόταν που μπορούσε να τραγουδάει όσο ήθελε μιας και με τον εκκωφαντικό ήχο των μηχανημάτων αλλά και τον απέραντο κενό χώρο του εργοστασίου, δεν έφτανε τίποτα στα αυτιά των άλλων 2 συναδέλφων του. Για αυτούς ήταν σαν να μην υπήρχε, όπως και για αυτόν οι άλλοι. Πήγε τουαλέτα να κάνει την ανάγκη του και είδε πίσω από την πόρτα, μία κομμένη φωτογραφία μίας γυναίκας από ένα παλιό τεύχος του Playboy. Πρέπει να ήταν από τις αρχές του 1990, αν έκρινε από το κιτρίνισμα στο φύλλο από όπου είχε κοπεί. Χαμογέλασε στην ιδέα ότι για κάποιον εργάτη, πολύ πριν από αυτόν, υπήρξε μία συντροφιά, ένα είδος ψυχαγωγίας. Μπορεί να αυνανίστηκε μία φορά με την φωτογραφία και μετά να την ξέχασε, μπορεί και να της μιλούσε για πολλά χρόνια, χωρίς ποτέ να το μάθει κανείς. Έγραφε στο κάτω δεξιά μέρος της φωτογραφίας τα αρχικά Γ.Ε. Ένας Γιώργος ή Γιάννης ίσως, κάποτε σε αυτό το ερειπωμένο πια εργοστάσιο, την είχε υμνήσει επανειλημμένα την γυναίκα αυτή. Μπορεί να είχε γυναίκα εκείνη την εποχή αλλά αυτή η άγνωστη γυναίκα στη φωτογραφία υπήρξε κάτι περισσότερο από μία άτυπη ερωμένη: υπήρξε μία διέξοδο στη μοναξιά του. Ο Αντώνης αν και ένιωθε την ανάγκη να νιώσει την ερωτική σπίθα, δεν ήθελε να αυνανιστεί με την φωτογραφία αυτή. Αυτή ήταν του Γ.Ε. και αν αυτός την είχε πλέον απαρνηθεί ή ξεχάσει, παρέμενε εκεί, κολλημένη στην ξεχαρβαλωμένη πόρτα της τουαλέτας του σκονισμένου εργοστασίου, και τον περίμενε σε μία αιώνια χαμογελαστή στάση. Ποτέ κανείς δεν θα την αγαπούσε όσο την αγάπησε ο Γ.Ε., ποτέ δε θα σήμαινε για κάποιον ό,τι σήμαινε για τον άγνωστο Γ.Ε. Το τσιγάρο σιγόκαιγε ακόμα. Όταν βγήκε από την τουαλέτα, έκανε μία τελευταία τζούρα και το έσβησε μέσα στο πλαστικό μπουκάλι της Coca Cola στο οποίο πετούσε τα αποτσίγαρά του. Πάτησε το κουμπί και η μηχανή έβγαλε ένα τελευταίο αγκομαχητό προτού σταματήσει να λειτουργεί. Πήρε το ραδιοφωνάκι του, την ζακέτα του, και πριν φύγει, χαιρέτησε την μηχανή. Τα λέμε αύριο, καλή συνέχεια και καλή ξεκούραση. Τα 2 αδέρφια τον περίμεναν για να κλειδώσουν τις πόρτες. Τους χαιρέτησε και πέταξε και ένα τυπικό "καλή συνέχεια" στους άλλους 2 εργάτες οι οποίοι θα πηγαίνανε να πιουν ρετσίνες για να ξεχάσουν την άδεια ζωή τους. Εκείνος θα πήγαινε σε ένα άδειο σπίτι χωρίς ζωή. Η μόνη του παρηγοριά ήταν η μουσική. Ήταν 38 χρονών. Είχε ακόμα περιθώρια για έρωτες και αγάπες, ποτέ δεν είναι αργά εξάλλου. Σε 2 μέρες που θα έκλεινε τα 20 χρόνια, θα άλειφε με γράσο τη μηχανή και θα την αποχαιρέτιζε μία τελευταία φορά. Μετά θα πήγαινε στο γραφείο των αφεντικών του και θα δήλωνε την παραίτησή του. Θα έβρισκε κάποια άλλη δουλειά, οποιαδήποτε στην οποία θα μπορούσε να μιλάει με άλλους ανθρώπους, να νιώθει ζωντανός. Δεν ήρθε ποτέ αυτή η μέρα. Την επομένη, πήγε κανονικά στις 6:30 για δουλειά και αντίκρυσε αυτοκίνητα της πυροσβεστικής και της αστυνομίας έξω από το εργοστάσιο. Πλησίασε και είδε τους 2 συναδέρφους του. Ο ένας του είπε πως άστεγοι που είχαν μπει στο εργοστάσιο, για να ζεσταθούν είχαν ανάψει μία φωτιά. Φαίνεται ήταν κοντά σε κάποιο εύφλεκτο υγρό ή λιπαντικό και αμέσως φούντωσε, ξεφεύγοντας από τον έλεγχό τους. Κάηκε ό,τι μπορούσε να καεί. Τα μηχανήματα αχρηστεύθηκαν. Τα 2 αδέρδια θα πουλούσαν τον χώρο του εργοστασίου και θα έβγαιναν στην σύνταξη, με τα λεφτά που είχαν ήδη και με όσα θα κονομούσαν από την πώληση, θα μπορούσαν να ζήσουν μια άνετη ζωή μέχρι το τέλος των ημερών τους. Ο Αντώνης θα έβρισκε δουλειά κάπου αλλού, όπως και οι άλλοι 2 εργάτες και όλα θα έπαιρναν σιγά σιγά τον δρόμο τους. Αφού έφυγε η πυροσβεστική, παρακάλεσε τα 2 αδέρφια να μπει στο εργοστάσιο μία τελευταία φορά. Τα 2 αδέρφια απρόθυμα του έδωσαν την άδεια και παραξενεμένα είδαν τον Αντώνη να ξαναβγαίνει, έπειτα από λίγο, ενώ κρατούσε στο χέρι ένα πολύ μικρό γρανάζι, από μία από τις μηχανές. Οι 2 βιομήχανοι αλληλοκοιταχτήκανε και μισογέλασαν ειρωνικά: δεν είχε καμία αξία το καμμένο, σκουριασμένο, και αχρηστευμένο γρανάζι μίας μηχανής. Τζαμπα το πήρε. "Χάρισμά του", γέλασαν με κακεντρέχεια και σνομπισμό. Μέχρι το βράδυ της ίδιας μέρας είχαν ήδη ξεχάσει την ύπαρξη του Αντώνη, τι ήταν εξάλλου αυτός αν όχι μία ανθρώπινη μηχανή, ένας αναλώσιμος στο εργοστάσιό τους; Το γρανάζι της μηχανής βρίσκεται στο δωμάτιο του Αντώνη σε περίοπτη θέση, σαν να είναι πτυχίο πανεπιστημίου μέσα σε κορνίζα. Δε μπορεί να τα δει κανείς από μακριά, αλλά στην άκρη του γραναζιού υπάρχουν 2 ψιλά γραμματάκια χαραγμένα: Α.Δ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.