Jump to content

Το σχόλιο στο YouTube


oimoderatorseinai

Recommended Posts

 Πήγε να γράψει σχόλιο για ένα τραγούδι που άκουσε στο ραδιόφωνο και το λάτρεψε, μία συγκεκριμένη εκτέλεση, ελάχιστα γνωστή, από μία συναυλία σε μία πόλη της Αμερικής. Δεν ήξερε τον ακριβή τίτλο αν και το τραγούδι ήταν τόσο αγαπητό σε αυτόν.

Στο comment section υπήρχαν άλλα 182 σχόλια και τα διάβασε ένα-ένα καθώς πάντα του άρεσε να μαθαίνει τις απόψεις των άλλων για οτιδήποτε ο ίδιος λατρεύει.

Τα 181 ήταν θετικά και εξυμνούσαν το τραγούδι. Το 1 ήταν αρνητικό. Δεν έβριζε, πρόσβαλε ή ειρωνευόταν, απλά έγραφε "i don't like this song...".

 Το σχόλιο είχε γραφτεί πριν 12 χρόνια.

Σκέφτηκε τι να γράψει ως απάντηση. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να γράψει κιόλας, γιατί να τον νοιάζει τι 1 άτομο (που το πιο πιθανό να μη το γνωρίζει ποτέ όσο ζει) πιστεύει;

Αλλά το τραγούδι ήταν από τα αγαπημένα του, είχε καιρό να το ακούσει. Την τελευταία φορά που το άκουσε ήταν στην αγκαλιά μίας Αμερικανίδας τουρίστριας την οποία τυχαία γνώρισε στις διακοπές του στην Σαντορίνη, πριν 15 χρόνια, το λιγότερο.

Ήταν ένα σύντομο ειδύλλιο και ήξεραν εξ αρχής πως δεν είχε μέλλον το μεταξύ τους: βρισκόταν στο νησί για 1 βδομάδα και οι δύο για τελείως διαφορετικούς λόγους (εκείνη ήταν ταξιδιωτικός φωτογράφος και έβγαζε φωτογραφίες του νησιού για κάποιο ξένο περιοδικό, εκείνος αρχιτέκτονας που επέβλεπε την ανακαίνιση ενός παλιού ξενοδοχείου) και μετά την γνωριμία τους σε εκείνο το μπαράκι, έζησαν μία υπέροχη βδομάδα, την καλύτερη της έως τότε ζωής τους αν και δεν ήξεραν πως ποτέ δε θα ένιωθαν ξανά την ίδια ένταση στο συναίσθημα σε άλλες αγκαλιές, ήταν ο μεγάλος έρωτάς του, ήταν ο μεγάλος έρωτάς της, και τελείωσε προτού καλά καλά αρχίσει.

 Άναψε τσιγάρο και ενώ το κάπνιζε θυμόταν εκείνη τη βραδιά του αποχαιρετισμού τους που ήταν και οι δύο αγκαλιά και έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα.

 Εκείνη πρότεινε να βγουν μαζί μία φωτογραφία ώστε να μην την ξεχάσει ποτέ αυτή και ό,τι έζησαν σε αυτό το σύντομο διάστημα. Εκείνος αρνήθηκε: η φωτογραφία στην καλύτερη θα τον έκανε να νιώθει άσχημα που τελείωσε και στην χειρότερη θα τον κάνει να θέλει να ψάξει να την βρει. Δε γινόταν να την βρει επειδή η ίδια δεν ήθελε να βρεθεί: ήταν παντρεμένη και δεν είχε σκοπό ούτε να μετακομίσει μόνιμα στην Ελλάδα αλλά ούτε και να χωρίσει.

 Ήταν ευτυχισμένη στον γάμο της και δεν ήθελε να τον εγκαταλείψει απλά ήθελε να ζήσει μία περιπέτεια, να έχει και αυτή ένα ένοχο μυστικό, κάτι που να το θυμάται μετά από καιρό και να χαμογελάει στην ιδέα οτί για κάποιον Έλληνα σε μία πολύ μακρινή χώρα που το πιο πιθανό είναι να μην επισκεφτεί ποτέ ξανά αποτελεί μία ηδονική ανάμνηση, αυτός θα την έχει για πάντα κλεισμένη μέσα στη καρδιά του και επειδή σε μία βδομάδα δε μπόρεσε να μάθει τίποτα απολύτως για αυτήν (ήταν συμφωνία όταν γνωρίστηκαν να μη πουν τα ονόματά τους, να είναι έτσι πιο εύκολος ο αποχωρισμός) , θα αποτελεί πάντα ένα μυστήριο, ένα αίνιγμα.

 Στα χρόνια που πέρασαν από τότε, εκείνη χώρισε, ξαναπαντρεύτηκε, ξαναχώρισε, ξαναπαντρεύτηκε και ξαναχώρισε. Δεν έκανε ποτέ παιδιά λόγω της αφοσίωσής της στη καριέρα της (που πλέον από απλή φωτογράφος κατάφερε να αναρριχηθεί μέχρι την θέση της επιμελήτριας εκδόσεων) αλλά ήταν ανάδοχος γονέας σε 3 ορφανά από την Αφρική και ασχολούνταν ενεργά με τον ακτιβισμό και την περιβαλλοντολογική δράση στον ελεύθερό της χρόνο. Εκείνος δεν παντρεύτηκε ποτέ, ούτε έκανε άλλη σχέση από τότε. Πέρασαν πολλές γυναίκες της μίας βραδιάς από το κρεβάτι του αλλά με καμία δεν ήθελε να δεσμευτεί, καμία δεν τον είχε κερδίσει, καμία δεν είχε αυτό το κάτι που είχε εκείνη που να τον κάνει να θέλει να τα παρατήσει όλα για χάρη της και να την ακολουθήσει στην Αμερική, ξεκινώντας από την αρχή μία νέα ζωή και εργασία. Με πολλές ένιωσε γνήσια ευτυχία, με αρκετές ένιωσε χημεία, με λίγες ένιωσε ικανοποίηση αλλά με καμία δεν ένιωσε  παράφορα ερωτευμένος και  γεμάτος παιδικό ενθουσιασμό για μακρινά ταξίδια και θαυμαστές περιπέτειες, καμίας το χέρι δε κράτησε και κοιτώντας την στα μάτια δεν την παρακάλεσε, σχεδόν ικέτεψε, να τον αφήσει να αποτελέσει μέρος των ονείρων της. Ήταν όλες ενδιαφέρουσες προσωπικότητες αλλά καμία δεν συντάραξε το Είναι του όσο εκείνη.

Το τσιγάρο έκαψε τα χείλη του, είχε αφαιρεθεί και ξέχασε να πετάξει την στάχτη που είχρ δημιουργηθεί.

Ένιωθε ντροπιασμένος, στην ηλικία του να κάθεται να καπνίζει νοσταλγικά τσιγάρα και να αναπολεί τον ολιγοήμερο έρωτά του με μία τουρίστρια πριν πόσα χρόνια ενώ αυτή προφανώς τον είχε ξεχάσει και συνέχισε τη ζωή της χωρίς να κοιτάξει πίσω:  της είχε δώσει το κινητό του, το σταθερό του, και τη διεύθυνσή του, ώστε να μπορέσει όποτε θέλει να έρθει σε επικοινωνία. Δεν το έκανε. Τα χρόνια πέρασαν και είχε πολύ καιρό να την θυμηθεί, μερικές φορές εκούσια κλειδαμπαρώνουμε στο αρχείο του μυαλού μας  τις ή πολύ οδυνηρές ή πολύ ευχάριστες αναμνήσεις: τις πρώτες για να μπορέσουμε να ζήσουμε στο τώρα, τις δεύτερες για να μην αφήνουμε τα περασμένα μεγαλεία να επισκιάζουν τις όποιες μικρές απολαύσεις μας.

 Να'ναι καλά όπου και αν είναι...

Σκέφτηκε να κάνει άλλο ένα τσιγάρο αλλά ήταν τόσο αργά που ήταν σχεδόν νωρίς, 4 το πρωί. Έβαλε το τραγούδι να παίζει σε επανάληψη και όσο το άκουγε και μισοτραγουδούσε τα λόγια, ήπιε ουίσκι, όχι αρκετό για να μεθύσει αλλά αρκετό για να ξεχάσει. Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να γράψει την απάντηση στο σχόλιο του χρήστη, πληκτρολογούσε μία λέξη και εξαιτίας της ζαλάδας του, έπρεπε να την διορθώσει δύο φορές. Μετά από 5 λεπτά προσπάθειας τα παράτησε, ό,τι και αν είχε γράψει ή δε θα έβγαζε νόημα και δε θα το καταλάβαινε ο χρήστης, ή δε θα το διάβαζε καν. Πάτησε την αποστολή, σηκώθηκε παραπατώντας και ξεράθηκε στον καναπέ του.

 Την άλλη μέρα σηκώθηκε στις 7 το απόγευμα. Πλέον ήταν συνταξιούχος έτσι και αλλιώς και δεν τον ένοιαζε τι ώρα θα σηκωνόταν, αρκεί να ήταν πριν τις 8 που άρχιζε η αγαπημένη του αστυνομική σειρά στην τηλεόραση. Έκανε έναν δυνατό γλυκό καφέ, έναν διπλό Ελληνικό και παρήγγειλε ένα κλαμπ σάντουιτς.

 Πήγε και έβαλε μία playlist στο Youtube να παίζει, οτιδήποτε, δεν είχε σημασία, απλά να γεμίζει την καταθλιπτική σιωπή, και άναψε τσιγάρο. Άνοιξε σε νέα καρτέλα την ειδησεογραφική ιστοσελίδα από την οποία παρακολουθούσε τις νεότερες εξελίξεις και μία ακόμα καρτέλα με επιτραπέζια παιχνίδια, ντάμα, σκάκι, χαρτιά, μπιλιάρδο, στην οποία ήταν χρόνια μέλος και έπαιζε ενώ έκανε chat με άλλους χρήστες συζητώντας περί ανέμων και υδάτων.

 Ήρθε το ντελίβερι, έδωσε 10€ και όταν ο ντελιβεράς πήγε να του δώσει τα ρέστα εκείνος του είπε να τα κρατήσει, να πιει έναν καφέ κερασμένο από αυτόν.
 

Κλαμπ σάντουιτς, σουβλάκια, πίτσες, κρέπες, σούσι. Κάθε μέρα παράγγελνε από κάτι, ο ίδιος δεν μαγείρευε και ποτέ δε μπήκε στο κόπο να ανοίξει έναν τσελεμεντέ ή να δει βίντεο με tutorial συνταγών. Μία ζωή έτρωγε υγιεινά και τι κατάλαβε; Όσες γυναίκες γνώρισε καμία δεν νοιάστηκε για τους κοιλιακούς και τα μπράτσα του, όπως δε νοιάζονταν για την πάντα περιποιημένη εμφάνισή του και τα ακριβά του πουκάμισα, για τα χρήματά του, για το ακριβό του καμπριολέ αμάξι, για τα ταξίδια σε εξωτικούς προορισμούς, γισ τα ακριβά δώρα, κοσμήματα και αρώματα, για το οτιδήποτε επιφανειακό και οποιαδήποτε πολυτέλεια. Δεν ήθελαν κάτι από αυτόν πέρα από την συντροφιά του και την αγάπη του, τα μοναδικά δύο πράματα που δε μπορούσε να τους παρέχει μιας και η καρδιά του έπαψε να χτυπά την μέρα που αποχαιρέτησε στο λιμάνι την Αμερικανίδα. Θυμήθηκε τα τελευταία τους λόγια εκείνη την ημέρα, την ανυπομονησία του καπετάνιου να επιβιβαστεί επιτέλους η Αμερικανίδα ώστε να μπορέσει να ξεκινήσει το πλοίο, να συντομεύουν, εκτός άμα θέλει να μείνει αυτή και να πάρει το επόμενο δρομολόγιο που θα έφευγε την επόμενη μέρα.

Καταραμένε μαλάκα, είχε ψιθυρίσει ενώ τον κοίταζε και ενώ έσφιγγε τη γροθιά του, θα αγοράσω όλα τα ξενοδοχεία του νησιού και θα κάνω μποϊκοτάζ στο καραβάκι σου, θα σε συκοφαντήσω τόσο πολύ, που σε λίγο καιρό θα μείνεις χωρίς δουλειά και θα φτάσεις να παρακαλάς τον ίδιο τον Ποσειδώνα να προκαλέσει κάποια τρικυμία ώστε να υπάρξει η ανάγκη της αξιοποίησης σου ως ένας απλός μούτσος στα διασωστικά πλοία. Η Αμερικανίδα θα φύγει όποτε πω εγώ πως θα φύγει, κατάλαβες;

Ο καπετάνιος ήξερε πως δεν ήταν απειλές του αέρα: ήταν ο μοναδικός κληρονόμος της ξακουστής οικογένειας του νησιού που είχαν σχεδόν μονοπωλήσει το εμπόριο στο νησί τα τελευταία 30 χρόνια, όταν θα πέθαινε η μητέρα του και μοναδική επιζήσα του οίκου τους, θα γινόταν ένας πολύ πλούσιος και ισχυρός άνθρωπος και σίγουρα δε θα ήθελε να θυμηθεί αυτή την ημέρα.

Μμ-μάλιστα!  τραύλισε, απλά νν-να, δηλαδή,  συντομεύευτε, δδ-δηλαδή αν θέλετε φυσικά...λένε πως ο καιρός θα χαλάσει και ήδη έχουμε 4 μποφόρ, πρέπει να ταξιδέψουμε με ασφάλεια..φφ-φυσικά με την άδειά σας...

Εκείνος είχε γυρίσει και είχε πάρει στην αγκαλιά του την Αμερικανίδα. Της έδωσε ένα φιλί για κάθε ναυτικό μίλι που θα έκανε μέχρι να γυρίσει στη χώρα της, μία αγκαλιά για κάθε χώρα που θα περνούσε.

Δεν ξέρω το όνομα σου...δεν έχει σημασία...για μένα είσαι κάτι παραπάνω από ένα όνομα.... να προσέχεις..

Εκείνη ένιωθε την ανάγκη να πλαντάξει, να ξεσπάσει σε δάκρυα και να πάει στη πρώτη ταβέρνα που θα έβρισκε και να έπαιρνε υπερατλαντικό τηλέφωνο τον σύζυγό της και να του τα έλεγε όλα, με το νι και με το σίγμα. Ήξερε πως με το καιρό θα καταλάβαινε, ήξερε πως κάποια άλλη θα έπαιρνε τη θέση της. Αλλά αποφάσισε να φανεί δυνατή και να κρύψει το ευαίσθητο της πρόσωπο, μία άλλη φορά είχε βρεθεί σε αντίστοιχη θέση και εκείνος τελικά αποδείχτηκε βάναυσος απέναντί της και την κακοποιούσε επανειλημμένα λεκτικά, ψυχολογικά, σωματικά. Όχι, δε θα έκανε ξανά το ίδιο λάθος, δε θα εμπιστευόταν ξανά, όσο και αν το ήθελε, όσο και αν ένιωθε τη  ανάγκη να αφεθεί στον Έλληνα που την κοιτούσε με μάτια γεμάτα ειλικρίνεια και παράκληση να του χαρίσει τα κλειδιά της καρδιάς της.. 

I'm sorry... i have to go..Goodbye..

 Φόρεσε τα μαύρα γυαλιά ηλίου της ώστε να μην την δει που έκλαιγε, δεν έπρεπε η τελευταία της εικόνα να είναι αυτή μίας γυναίκας που κλαίει, δεν έπρεπε ο αποχαιρετισμός να ήταν σπαρακτικός: ήταν μία βδομάδα κατασκευασμένη από το υλικό των ονείρων, και τα όνειρα δε πρέπει να γίνονται εφιάλτες.

Εκείνος κατάλαβε, ή έστω έδειξε πως καταλαβαίνει. Φόρεσε και αυτός τα μαύρα γυαλιά ηλίου του. Ήταν και οι δύο σαν να ήταν παρευρισκόμενοι σε κάποια κηδεία, την κηδεία του ονείρου ίσως...

Την φίλησε και της ψιθύρισε με όσο πιο χαρούμενη φωνή μπορούσε Goodbye..

Αυτή έκανε μεταβολή, μπήκε στο πλοίο, και απομακρύνθηκε από την πρύμνη: δεν ήθελε να αναγκαστεί να έχει τον στερεοτυπικό μελοδραματικό τελευταίο αποχαιρετισμό δύο εραστών που είχε δει τόσες και τόσες φορές στις ταινίες, δεν ήθελε αυτό που έζησαν να μαγαριστεί με οποιοδήποτε στερεότυπο ή κλισέ.

 Ούτε και εκείνος ήθελε να τελειώσει έτσι. Κοίταξε τον καπετάνιο που σαν σκυλάκι περίμενε πρόθυμα την εντολή του αφεντικού του. Του κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Είχε πλέον την άδεια να αναχωρήσει. Ήταν όλοι ευχαριστημένοι και δυστυχισμένοι ταυτόχρονα.

 Για τελευταίο θέαμα διάλεξε το τοπίο.

Ήξερε πως θα το έβλεπε και αυτή, πάντα κοιτάμε μία τελευταία φορά το νησί το οποίο  πρόκειται να αφήσουμε για κάποιο άλλο μέρος, είτε αυτό είναι μία κοντινή πόλη είτε μία μακρινή χώρα στην άλλη άκρη της Γης.

Κοίταξε ολόγυρά του, κάθε σύννεφο, κάθε κύμα, κάθε δέντρο, κάθε κόκκο άμμου. Δεν ήξερε που ακριβώς θα έπεφτε η ματιά της αγάπης του αλλά ήθελε να είναι σίγουρος πως θα έβλεπαν τα ίδια. Εκείνη ήταν και η τελευταία του επίσκεψη στο νησί: την ίδια μέρα που απεβίωσε η μητέρα του και ορίστηκε ως κληρονόμος, την ίδια μέρα ρευστοποίησε όλη του την περιουσία και ζήτησε να του στείλουν το ποσό μέσω τράπεζας. Οι τραπεζίτες τον ενημέρωσαν πως με αυτή τη κίνηση θα έπαιρνε πολύ λιγότερα χρήματα απ'όσα θα μπορούσε να πάρει μακροπρόθεσμα και με τις κατάλληλες επενδύσεις αλλά τους είπε πως δεν τον ένοιαζε καν.

Ούτε και αυτοί πολυνοιάστηκαν εδώ που τα λέμε. Δικηγόροι, τραπεζίτες, λογιστές. Πήραν όλοι το μερίδιό που τους αναλογούσε και δε χρειάστηκε να έρθουν καν σε επαφή μαζί του, ούτε ψευτοεγκάρδιες χειραψίες από κρύα προσεγμένα χέρια που βρωμάνε αντισηπτικό, ούτε ψεύτικα χαμόγελα τύπου 'εγώ νοιάζομαι για σένα και όχι για τα λεφτά σου, δε σε βλέπω ως έναν απλό πελάτη αλλά και ως φίλο', χαρτούρα, πολύ χαρτούρα, υπογραφές, γραφειοκρατία, καθυστερήσεις, κτλπ.

Πέρασαν μερικοί μήνες και του ήρθε μήνυμα πως ολοκληρώθηκε η συναλλαγή.

Αυτό ήταν. Έγινε πλουσιότερος κατά 18 εκατομμύρια, και κάτι ψιλά.

Ωραία. Θα μπορώ να τρώω ό,τι μαλακίες θέλω αποδώ και στο εξής, να κοιμάμαι με όποια θέλω, να πίνω όσο θέλω, να καπνίζω όσο αντέχω... τα πάντα αρκεί να ξεχάσω εκείνη.. 18 εκατομμύριους τρόπους να μη σκέφτομαι εκείνη τη μέρα, εκείνον τον μαλάκα καπετάνιο, εκείνα τα μαύρα γυαλιά ηλίου που έκρυβαν τα μάτια της, εκείνο το φέρι μποτ, εκείνο το μουντό τοπίο, εκείνο το ξέσπασμα και εκείνα τα δάκρυα που έριξα όταν γύρισα στο ξενοδοχείο μου και ετοίμασα βαλίτσα για να φύγω καθώς δεν άντεχα άλλο να είμαι στο μέρος εκείνο, να περπατάω στον ίδιο δρόμο που περπάτηδα μαζί της, να τρώω στις ταβέρνες που έτρωγα μαζί της, να βλέπω το ίδιο φεγγάρι που βλέπαμε μαζί.. θα σε ξεχάσω με 18 εκατομμύρια τρόπους...

Άνοιξε το στόμα του να βάλει μία μπουκιά από το κλαμπ σάντουιτς και το ένιωσε κρύο και ξερό : είχαν περάσει 2 ώρες που ονειροπολούσε έτσι, με τον καφέ να έχει ήδη παγώσει στο φλιτζάνι και με το τσιγάρο να έχει σβήσει στα χείλη του, θρυμματισμένο και παραπονεμένο που δεν το είχανε καπνίσει, δεν ασχολήθηκαν μαζί του...

Αποφάσισε να κλείσει τον υπολογιστή και να πάει μία βόλτα, θα του έκανε καλό να τον χτυπήσει λίγος αέρας. Θα έτρωγε κανονικό φαγητό σήμερα σκεφτόταν, αρκετά αμέλησε την υγεία του τα τελευταία χρόνια, θα έτρωγε μαγειρευτό φαγητό. Δεν τον πείραζε να δώσει 7€ για μία μερίδα μουσακά ή 10€ για μπάμιες με κοτόπουλο. Ήθελε να νιώσει διαφορετικά. Ποιος ο λόγος να είναι κανείς πλούσιος άμα τίποτα δεν τον συγκινεί; Κάποτε μπουχτίζεις απ'όλα, ακόνμα και από την ίδια την πολυτέλεια, και καταλήγεις να θέλεις να γυρίσεις τον κόσμο ανάποδα για να γευτείς κάτι που ο μέσος άνθρωπος μασουλάει χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο τυχερός είναι που εκτιμάει κάτι το ανεκτίμητο.

 Για αυτόν ο μουσακάς δεν σήμαινε φαγητό αλλά το πρόσωπο μίας μεσόκοπης μαγείρισσας που σε κάποια στενή κουζινίτσα μαγείρευε για στόματα που δεν ήθελα  απλά να χορτάσουν αλλά να νιώσουν. Αν είχε γυναίκα θα του έφτιαχνε μαγειρευτά και επειδή δεν είχε έτρωγε συνέχεια απ'έξω και το απ'έξω του έκανε εντονότερη την απουσία της γυναίκας και η απουσία της γυναίκας παραπέμπει σε γυναίκα και η γυναίκα παραπέμπει σε εκείνη... έπρεπε να την ξεχάσει.. πέρασαν τόσα χρόνια... πόσο ακόμα θα βουρκώνει όταν θα ακούει το τραγούδι τους;

 Το τραγούδι που έπαιζε εκείνη την νύχτα, της προηγούμενης μέρας πριν αυτή φύγει, στο απόμερο μπαράκι στο οποίο είχαν πάει να τα πιουν. Εκείνης της άρεσε και το σιγοτραγουδούσε με την ζωηρή Αμερικάνικη προφορά της Καλιφόρνιας ενώ είχε βυθιστεί μέσα στα μάτια του.

Έπρεπε να αφήσει την κρυφή του επιθυμία να πεθάνει μαζί με την αποχώρησή της από το νησί, την επιθυμία να κάνει μαζί της οικογένεια... γνωρίζονταν 1 βδομάδα.. αυτά δε μπορείς να τα νιώσεις σε 1 βδομάδα... ή μπορείς;

Έβαλε το παλτό του και ετοιμάστηκε να φύγει, να πάει την βόλτα του και να φάει μαγειρευτό, ανθρώπινο, φαγητό.

Πριν κλείσει τον υπολογιστή είδε +1 στα εισερχόμενα μηνύματα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο.

Κοίταξε την ώρα. 7:21 μ.μ. , είχε χρόνο για όλα, δεν τον πίεζε κανείς εξάλλου.

Νέα απάντηση στο σχόλιο σας στο τραγούδι ...

Μπα; Ποιος απάντησε; Και ποιο "δικό μου σχόλιο" ; Κάτσε...έγραψα εγώ σχόλιο και δε το θυμάμαι; Θυμάμαι μόνο να πίνω ουίσκι και να σκέφτομαι..δε θυμάμαι τι..

Είχε γράψει το εξής:

 Dear whoever you are...i don't know why you disliked this song..it's a wonderful song... i know it's been 12 years since you write it but i'm just curious, please forgive me..

και ως απάντηση, έλαβε το εξής σχόλιο:

It's ok... this song reminds me of an old lover of mine.. i never loved anyone this much.. long time ago, in a tiny island in Greece.. i will never forget the time we had as i experienced more emotions in six days with him than sixty years in my life so far..the last day we said goodbye to each other and that's it -end of story. I wish i could go back in time and stay with him, but even if this will never become reality, i'm just happy knowing that he is somewhere out there and maybe -just maybe- he thinks of me, he remembers me.. take care and never take anything for granted, life is too short to believe you will have another chance in happiness -don't do it! If you find someone who makes you genuine happy, hold him or her tight and stay. Stay. Otherwise, you will end up like me, visiting old songs, relics from the past, dusty old dreams...

  Κοίταξε την ώρα. Ήταν 7:24 μ.μ.

  Άνοιξε καινούρια καρτέλα, πληκτρολόγησε "αεροπορικά εισιτήρια Ελλάδα προς Η.Π.Α." και πάτησε Enter. Ίσα που προλάβαινε την πτήση στις 9.

 Πέταξε 2 αλλαξιές και μερικά ρούχα στη βαλίτσα του και την έκλεισε. Ήπιε την τελευταία γουλιά του καφέ που είχε μείνει. Ήταν το πιο γλυκό κατακάθι που είχε γευτεί ποτέ. 

 Στο αεροδρόμιο καθώς περίμενε για το check in, απάντησε στο σχόλιο στο τραγούδι:

 It is never too late... believe me, i know.. In Santorini you never looked me in the eyes... you wore those black sunglasses but if you didn't wear them, do you know what you would saw in the reflection of my eyes? The will to do anything -ANYTHING- to be with you. I may be changed through the years but my will haven't changed a bit. This time you will see for yourself: when i will arrive in U.S., i won't have any sunglasses with me. No sunglasses this time, my love.  See you soon...

Θα έτρωγε μουσακά μια άλλη μέρα.

spacer.png

 

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..