King_Volsung Posted June 16, 2005 Share Posted June 16, 2005 (edited) Τα βήματά του αντηχούσαν στους σκοτεινούς δρόμους και κατεστραμμένα σπίτια που ορθώνονταν δίπλα του. Ο ήχος του κρύου μετάλλου πάνω στην κρύα πέτρα, το τρίξιμο των αρθρώσεων της μαύρης πανοπλίας του, το ανέμισμα της πορφυρής μπέρτας του. Ήχοι τόσο γνώριμοι και τόσο μακρινοί. Οι χαλαρές πέτρες του πλακόστρωτου δρόμου κουνιόνταν και έβγαιναν από τη θέση τους καθώς τα βαριά του πόδια τις πατούσαν. Κατεστραμμένα και ερειπωμένα κτήρια δεξιά και αριστερά του δρόμου βυθισμένα στον λήθαργο της εγκατάλειψης. Σπασμένες μαρμάρινες κολώνες και χαλασμένες πέτρες κείτονταν στον δρόμο και τον έφραζαν. Χωρίς να τα δώσει σημασία συνέχισε την πορεία του και περνούσε από πάνω τους, σαν να μην υπήρχαν εκεί. Κατεστραμμένος κόσμος…κατεστραμμένη ψυχή… Τι ζητάω εγώ εδώ πάλι; Έχω ξανάρθει, αλλά… ήταν διαφορετικά τότε. Σταμάτησε και κοίταξε ψηλά στον νυχτερινό ουρανό. Τα γυαλιστερά μαύρα μακριά μαλλιά του έπεσαν προς τα πίσω και φανέρωσαν το πάλλευκο πρόσωπό του. Τα γκρίζα μάτια του αντίκρισαν τα κατάμαυρα σύννεφα που ανακατώνονταν από τον αέρα. Το φεγγάρι προσπαθούσε να φανερωθεί από πίσω τους. Πρέπει να είχε πανσέληνο. Συνέχισε το δρόμου του μέσα από τα χαλάσματα. Δεν θυμόταν γιατί πήγε εκεί. Ούτε πώς πήγε. Θυμόταν μόνο την εγκαταλειμμένη αυτή πόλη και τη μαύρη ατμόσφαιρα. Και εκείνο το σιντριβάνι! Ω ναι, το θυμόταν κι αυτό. --------- Οι προσκεκλημένοι ήταν όλοι εκεί, ντυμένοι με πλούσια και χρωματιστά ρούχα. Η ορχήστρα έπαιζε μουσική και πολλοί χόρευαν ήρεμους επίσημους χορούς με τις ντάμες τους. Οι άλλοι κάθονταν στα τραπέζια και συζητούσαν ή έτρωγαν. Ο βασιλιάς πάνω στο θρόνο του παρακολουθούσε ευχαριστημένος τη γιορτή. Δίπλα του η αγαπημένη του και μέλλουσα βασίλισσα. Γίνονταν οι γάμοι τους εκείνη τη μέρα. Μέσα στο γιορτινό αυτό κλίμα με τα δυνατά φώτα και τη μουσική, ο βασιλιάς γύρισε και την φίλησε απαλά στο στόμα. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα,» της είπε. «Κι εγώ,» του απάντησε γλυκά. --------- Δυνατός αέρας φύσηξε και ούρλιαξε μανιασμένος περνώντας από τις χαραμάδες που έβρισκε στα κατεστραμμένα σπίτια. Μια κοτρόνα από ένα ψηλό κτήριο έπεσε και έσκασε με έναν διαπεραστικό κρότο κοντά του. Ξύπνησε απότομα από το όνειρο. Το συνηθισμένο στις μάχες χέρι του έπιασε αμέσως τη λαβή του ξίφους του. Του καταραμένου ξίφους… Το θυμόταν και αυτό. Χαλάρωσε και αναστέναξε. Προχωρούσε στον καταθλιπτικό δρόμο μέχρι που έφτασε σε ένα σταυροδρόμι. Κοίταξε αριστερά και δεξιά και αφουγκράστηκε τους ψιθύρους της μνήμης του. Δεν θυμόταν τίποτα όμως. Ίσως να ήταν απλώς διαίσθηση ή μια εικόνα θαμμένη στο υποσυνείδητο, αλλά ήξερε πως έπρεπε να στρίψει αριστερά. Δεν ήξερε όμως για ποιο λόγο έπρεπε να το κάνει αυτό. Δεν ήξερε τι έψαχνε. Δεν ήξερε τι γύρευε εκεί. Κι όμως, άκουσε το ένστικτό του και πήρε τον δρόμο προς τα αριστερά. Σε πολύ λίγη απόσταση, ο δρόμος ήταν φραγμένος. Τοίχοι από τα διπλανά κτήρια, ο ένας πεσμένος πάνω στον άλλον, σχημάτιζαν ένα μικρό βουνό από χαλάσματα και πέτρες. Χωρίς δισταγμό σκαρφάλωσε προσεκτικά. Πέτρες κυλούσαν κάτω από τα πόδια του και μαύρη σκόνη βρώμιζε το πρόσωπό του Μόλις έφτασε στην κορυφή ατένισε την περιοχή γύρω του. Κανένας. Ησυχία. Μόνο το ερείπιο μιας πεθαμένης ψυχής ανάμεσα στα ερείπια μια πεθαμένης πόλης. Τα μαλλιά του μαστίγωναν το άσπρο ανέκφραστο πρόσωπό του και η μπέρτα του ανέμιζε σαν παλαβή πίσω του. Ένας αγέρωχος Μαύρος Ιππότης. Ένας Καταραμένος. --------- Ένας λαχανιασμένος φρουρός όρμησε μέσα στην αίθουσα χορού και κατευθύνθηκε προς τον βασιλιά. Αυτός σηκώθηκε και τον πλησίασε με ένα πονηρό χαμόγελο στα χείλη του. «Το φέραμε άρχοντά μου!» είπα ο φρουρός και προσπάθησε να βρει την ανάσα του. Το χαμόγελο του βασιλιά μεγάλωσε. Έκανε σήμα στην ορχήστρα να σταματήσει. Όλοι γύρισαν σιωπηλοί και περίεργοι και τον κοίταξαν. Τους είπε να τον ακολουθήσουν όλοι έξω. Οι προσκεκλημένοι άδειασαν την αίθουσα και ακολούθησαν τον βασιλιά στον κήπο. Στέκονταν πίσω του, κοντά στο καινούριο σιντριβάνι. Ήταν τότε μόνο μια φαρδιά πέτρινη γούρνα, διακοσμημένη και λαξευμένη με περίτεχνα ανάγλυφα σχέδια. Μια μεγάλη σκάλα οδηγούσε στο ισόγειο από κάτω τους. Γρυλίσματα και φωνές ακούστηκαν από τον πάτο της. --------- (έχει και συνέχεια αργότερα) edit: Έμπνευση γι αυτό είναι τα Χρονικά της Νάρνια. Συγκεκριμένα το 4ο κεφάλαιο από το 1ο βιβλίο Edited June 16, 2005 by King_Volsung Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Orpheus Posted June 17, 2005 Share Posted June 17, 2005 (edited) >τις πατούσαν Θα έλεγα "πατούσαν πάνω τους". Δεν ακούγεται καλύτερα; (δεν πατάς το δρόμο, πατάς πάνω στο δρόμο - και πολύ σου είναι!) [;] >Χωρίς να τα δώσει σημασία "τους" >Σε πολύ λίγη απόσταση methinks πως δεν το λένε αυτό >Χωρίς δισταγμό σκαρφάλωσε προσεκτικά half-way οξύμωρο(!) >μαύρη σκόνη βρώμιζε το πρόσωπό του Μόλις έφτασε "." :P Ρε Βολς, με αρέσει πάρα πολύ!!! Είναι τι όμορφο, και το κλίμα είναι... ΑΑΑ!!! συνέχεια, *τώρα*._ Edit: Έγραψα τρεις (δυόμισι) χορούς εμπνευσμένους απ'την αίθουσα του θρόνου (και την υπέροχη ατμόσφαιρα του κειμένου αυτού! μπορείτε να το ακούσετε και να το σχολιάσετε εδώ ) Οι Μούσες μαζί σου, -Ορφέας Edited June 17, 2005 by Orpheus Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted June 28, 2005 Author Share Posted June 28, 2005 Δεύτερο μέρος και τελευταίο: -------------------------------- Επανήλθε στην πραγματικότητα. Έψαξε με τα μάτια του την πόλη για να συνειδητοποιήσει και πάλι που βρισκόταν. Ένας ψηλός και λεπτός πύργος ορθωνόταν απειλητικός διακόσια μέτρα πιο πέρα. Η κατεστραμμένη πόλη γύρω του. Ναι… είμαι ακόμη εδώ… Κατέβηκε προσεχτικά το ύψωμα από τα ερείπια και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγο συνάντησε μια μεγάλη πύλη, μαύρη όπως και όλα τα άλλα σε αυτό το μέρος. Ήταν ανοιχτήֹ μια χαραμάδα μόνο από την οποία μόλις χωρούσε να περάσει. Μπήκε μέσα στο μεγάλο κτήριο. Ήταν το παλάτι. Όποια δόξα και πλούτη γνώρισε κάποτε είχαν τώρα χαθεί. Η σκοτεινή και ευρύχωρη αίθουσα μπροστά του με αγάλματα, κολώνες και αψίδες ήταν ρημαγμένη. Δύο σκάλες, μία στα αριστερά και μία στα δεξιά, οδηγούσαν στον πάνω όροφο. Έστρεψε το βλέμμα του στην δεξιά σκάλα. Από εκεί έπρεπε να πάει. Το ένιωθε. Άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα με αργά και βαριά βήματα που ηχούσαν πολύ δυνατά στους πνιγμένους από την ησυχία διαδρόμους και δωμάτια του παλατιού. Αναμνήσεις που ήταν τόσο καιρό καλυμμένες από το βαρύ πέπλο της λήθης τον κυρίευσαν. ----- Τα γρυλίσματα και οι θόρυβοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι. Οι καλεσμένοι στον σκοτεινό κήπο τρόμαξαν. Από τη φωτισμένη σκάλα ξεπρόβαλε ένα τέρας συνοδευόμενο από τέσσερις φρουρούς. Ήταν άσπρο με εντυπωσιακά φτερά, ουρά λιονταριού και κεφάλι γερακιού. Σε ύψος δεν ξεπερνούσε τη μέση των ανθρώπων, αλλά το ράμφος του ήταν πολύ επικίνδυνο. Οι φρουροί, κρατώντας το γερά από τις αλυσίδες, το έφεραν μπροστά στον βασιλιά. «Το αίμα σου, τέρας,» φώναξε ο βασιλιάς με βροντερή φωνή, «θα αναμιχθεί με το νερό μας και θα ποτίσει τη γη μας. Το σώμα σου θα πετρωθεί και θα στολίζει το σιντριβάνι αυτό. Ο θάνατός σου θα ευλογήσει το βασίλειό μου και θα φέρει ευημερία και ευτυχία στους κατοίκους, δόξα και πλούτο σε μένα. Η μαγεία σου θα διαποτίσει τον τόπο αυτό!» Ο βασιλιάς τράβηξε το σπαθί του. Οι φρουροί το έπιασαν και ενώ αυτό γρύλιζε και προσπαθούσε να ξεφύγει, το έβαλαν πάνω στο σιντριβάνι, μέσα στην πέτρινη γούρνα. Ο βασιλιάς υψώνοντας το ξίφος του φώναξε: «Με αυτή τη θυσία εξευμενίζω τους θεούς και σφραγίζω το γάμο μου!» Τότε αυτό ησύχασε και με δαιμονικό ύφος που δεν άρμοζε στην καλοσυνάτη –αν και επικίνδυνη- εμφάνισή του, άρχισε να μιλάει με μια στριγκή φωνή. «Το αίμα που θα τρέξει θα είναι μαύρο και άρρωστο! Θα δηλητηριάσει το βασίλειό σου! Όσοι πιουν το νερό θα πεθάνουν και όσα χωράφια ποτιστούν με αυτό θα μαυρίσουν και θα ερημωθούν!» Ο βασιλιάς σάστισε για μια στιγμή. Δεν μπορούσε να είναι αλήθεια όμως… οι μάγοι και ο μάντης του είπαν να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί να έκαναν αυτοί λάθος. Κοίταξε το τέρας στα κατάμαυρα μάτια του. Έμπηξε τη λεπίδα του μέσα στην κοιλιά του τέρατος. «Καταραμένο να είναι το βασίλειό σου! Καταραμένοι και οι κάτοικοί του! Καταραμένο και αυτό το σπαθί! Και η γυναίκα που αγαπάς να πεθάνει άρρωστη και μίζερη, όπως και τα παιδιά που θα γεννήσει! Καταραμένος να είσαι για πάντα και όποιος σε βλέπει να αρρωσταίνει και όποιος σ’ αγαπήσει να πονάει! Καταραμένοι όλοι σας!» Και με αυτά τα λόγια, πνιγμένα στο αίμα και στο βήχα, άφησε την τελευταία του πνοή πάνω στο σιντριβάνι. Πηχτό, μαύρο αίμα ανάβλυζε από την πληγή του. Όλοι κοιτούσαν έντρομοι και ξαφνιασμένοι. Η βασίλισσα αηδιασμένη φώναζε «Όχι! Όχι! Δεν μπορεί…!» και πισωπατούσε. Έφτασε στη σκάλα. «Μη! Πρόσεχε!» Άλλο ένα βήμα και έπεσε. Τσακίστηκε πολλά σκαλοπάτια πιο κάτω… νεκρή. ----- Ο Μαύρος Ιππότης τα θυμόταν τώρα όλα. Κοιτούσε το σιντριβάνι με τον πέτρινο μαύρο Γρύπα και η μνήμη του ξαναγύρισε, οδυνηρή όσο ποτέ. Αυτός ήταν που σκότωσε τον Γρύπα, η δική του αγάπη πέθανε σε αυτά τα σκαλιά, τα δικά του παιδιά με την δεύτερη γυναίκα του αρρώστησαν και πέθαναν, το δικό του βασίλειο καταστράφηκε. Μετά το θάνατο της βασίλισσας όλοι οι κάτοικοι της πόλης έμαθαν για την κατάρα και έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Όλοι τους αρρώστησαν και όπου πήγαιναν έφερναν επιδημίες και έσπερναν τον θάνατο. Το μέρος όντως μαύρισε και γκρεμίστηκε και τελικά κανένας δεν υπήρχε που να ξέρει γι’ αυτό. Είχαν περάσει τόσοι αιώνες… Ο Μαύρος Ιππότης ζούσε όλον αυτόν τον καιρό, καταραμένος και πικραμένος. Μόνος. Είδε όσους αγαπούσε και τον αγάπησαν να πεθαίνουν αργά και βασανιστικά. Είδε τον πρώτο του έρωτα να σκοτώνεται τόσο άτυχα. Κι όμως δεν μπορούσε να πεθάνει. Ο Χρόνος δεν είχε επίδραση πάνω του και το σώμα του δεν φθειρόταν… Μόνο που το δέρμα του έγινε κάτασπρο και τα μάτια του γκρίζα. Σαν φάντασμα. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Εδώ θα ήταν το μέρος του λυτρωμού του, εδώ θα αναπαυόταν μια και καλή. Μέσα στο πηχτό σκοτάδι, στάθηκε δίπλα από τον Γρύπα. Γονάτισε. Τράβηξε το σπαθί του και το έστρεψε εναντίον του. Κοίταξε το πέτρινο τέρας που στοίχειωνε ακόμη το παλάτι. Έσπρωξε το ξίφος του και καρφώθηκε στην κοιλιά του, εκεί που κάρφωσε και τον Γρύπα πριν από πολλά χρόνια. Η λεπίδα τον διαπέρασε. Πέρασε την μαύρη πανοπλία τόσο εύκολα ενώ κανένα άλλο όπλο δεν τα είχε καταφέρει μέχρι τότε. Ήταν σίγουρα ένα σημάδι. Ένα σημάδι προς τον θάνατό του. Αίμα κύλησε από την τρύπα και έβαψε όλη τη λεπίδα κόκκινη. Τα μάτια του καρφωμένα στο σιντριβάνι. Άγγιξε τη λεπίδα με το χέρι του. Ήταν κρύα και το αίμα καυτό. Σήκωσε το χέρι του και έγραψε με το αίμα στο λευκό του μέτωπο ένα «Λ». «Θα έρθω επιτέλους να σε βρω… Λαέρλια, αγάπη μου.» Το πτώμα του έπεσε μπροστά, μέσα σε μια λίμνη αίματος, με τη λεπίδα να προεξέχει από την πλάτη του. Πριν πεθάνει του φάνηκε πως άκουσε ένα γέλιο. Του φάνηκε πως άκουσε τον Γρύπα. ------------- Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Orpheus Posted June 28, 2005 Share Posted June 28, 2005 Πολύ όμορφο. Δεν ξέρω γιατί τέτοια σιωπή... Σ'αυτό το σημείο >Ο Μαύρος Ιππότης τα θυμόταν τώρα όλα. Κοιτούσε το σιντριβάνι με τον πέτρινο μαύρο Γρύπα και η μνήμη του ξαναγύρισε, οδυνηρή όσο ποτέ. Αυτός ήταν που σκότωσε τον Γρύπα, η δική του αγάπη πέθανε σε αυτά τα σκαλιά, τα δικά του παιδιά με την δεύτερη γυναίκα του αρρώστησαν και πέθαναν, το δικό του βασίλειο καταστράφηκε.< με χάλασες λίγο - θα προτιμούσα να το καταλαβαίναμε (δεν είμαστε και χαζοί, το κοινό!), θα ήταν και πιο ατμοσφαιρικό, ενώ τώρα νομίζω είναι λίγο 'όχι απέριττο'. Πολύ όμορφο. Kαι συγκινητικό. Οι Μούσες μαζί σου, -Ορφέας Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Vikar Posted June 28, 2005 Share Posted June 28, 2005 To keimevo to brnka metrio. Paizeic me mia arketa xrnsimopoinmevn forma, n opoia eivai ndn duvatn apo movn tnc, xwric omwc va mou dwseic pragmatika kati parapavw mesw autnc. Gia paradeigma 8a mevdiefere va parakolou8nsw to xaraktnra priv ftasei pisw stov topo tou: arage leitourgouse n katara kai gia touc upoloipouc osouc gvwrise katopiva;* pwc tov alla3av oi tuyeic pou koubalouse; To movo pou diveic eivai pou tov odngnsav, alla auto ndn to perimevei kaveic apo tn forma (eivai, eipa, arketa xrnsimopoinmevn). Kata talla 8alege va ka8ariseic to keimevo apo mpolikn ekfrastikn 8oloura (polla epi8eta, perittec plnroforiec, uperavalutikec perigrafec) (bl kai Orfea pio pavw). Mia alln idea 8atav va to peic sav paramu8i --vomizw 8a stekotav kalutera me tic plnroforiec pou diveic-- alla tote 8a givotav pragmatika klise. To kalo mauto to dingnma eivai oti to goustarec, omwc stnv prokeimevn periptwsn auto duskola 8a to parei o avagvwstnc, h av 8ec, o 'mn-omotexvoc'. Kavaduo klise pou pragmatika 3everwvouv: - To fivale. - O 8avatoc tnc Laerlia. Kai mia eikova pou marese (8elei omwc ka8arisma): Οι χαλαρές πέτρες του πλακόστρωτου δρόμου κουνιόνταν και έβγαιναν από τη θέση τους καθώς τα βαριά του πόδια τις πατούσαν. ______________________________________ * Edw malista paizei kai kapoia sugxusn (h kai asuvepeia) sxetika me tnv katara, mia kai o Grupac avaferetai rnta stov topo tou basileiou, parolauta omwc, oi katoikoi Όλοι τους αρρώστησαν και όπου πήγαιναν έφερναν επιδημίες και έσπερναν τον θάνατο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted July 16, 2005 Share Posted July 16, 2005 Ω! Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να στο ζητήσω για σενάριο σε ταινία.... Συγγνώμη Vikar, αλλά διαφωνώ, δεν χρειάζεται να εξηγήσει περισσότερα πράγματα (ίσως λιγότερα, εδώ μάλλον συμφωνώ με τον Ορφέα) και ούτε να αλλάξει το ύφος. Κάνα δυο τρία χτενίσματα, ναι οπωσδήποτε, και μου φαίνεται πως έτσι θα έφευγαν και διάφορα μικροστοιχεία που παρακωλύουν τη ροή του λόγου >–αν και επικίνδυνη-, ή > όπως και τα παιδιά που θα γεννήσει! . Κατά τα άλλα όμως εγώ πιστεύω πως το ύφος της γραφής σου ταιριάζει στη φόρμα. Όντως συγκινητικό... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Asgaroth Posted August 1, 2005 Share Posted August 1, 2005 Μοναδικό όντως!Και συγκινιτικό! Πώπω....Είχε δίκιο όταν μου έλεγε ο Ορφευς!Μπράβο. Ωραία αίσθηση μου δημιουργήθηκε όταν σκέφτηκα τα ενδιάμεσα ταξίδια που έκανε μέχρι να ξαναγυρίσει στο βασίλειο.Και το τέλος κατ' εμέ γαμάει!Μπα σε καλό σου ρε Βολσουνγκιε!Καλό και για ταινία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted August 26, 2005 Share Posted August 26, 2005 (edited) Το ξέρω πως είσαι διακοπές και δεν θα το δεις ακόμα αλλά.... ...αλλά τώρα νοιώθω έτσι - τώρα θα γράψω. Τι να πρωτοπώ; Πως έχω δάκρυα στα μάτια νομίζω θα ήταν πρέπον, μιας και αυτό βρίσκεται τη στιγμή αυτή στην κορυφή της στοίβας των συναισθημάτων μου. Έκανα βόλτες στο subforum της μουσικής, να δω τι έχω απαντήσει, τι έχω αφήσει γι αργότερα, να δω καμιά παλιά μου απάντηση, να δω αν τίποτε από όσα έχω πει έχει αλλάξει... Δεν βρήκα κάτι. Βρήκα όμως τους χορούς του Ορφέα γι αυτή την ιστορία, κι αναρωτήθηκα πως μου είχαν ξεφύγει κι αυτοί κι η ιστορία... Τα σχόλια για τη μουσική τα κάνω στο topic που φτιάχτηκε γι αυτό το σκοπό. Τα σχόλια για την ιστορία... τα λένε τα δάκρυα μάλλον. Νομίζω. Ξέρεις έχω μιαν αφύσικη σχεδόν αγάπη - αν και κάτι τέτοιο δεν υπάρχει - για τη Νάρνια. Το πρώτο βιβλίο μάλιστα είναι το αγαπημένο μου, μαζί με τον Ταξιδιώτη της Αυγής. Είχα πολλές φορές σκεφτεί τους μαρμαρωμένους ευγενείς, τον βασιλιά... τις όμορφες γυναίκες, τόση ησυχία, τόσο όμορφα ρούχα, τόσο παράλογη ακινησία - θάνατος, είχα τόσες φορές φτιάξει μέσα σε κλασματα του δευτερολέπτου ιστοριούλες για το παρελθόν τους! Την περιγραφή εκείνου του γέροντα κόσμου, του κόκκινου ήλιου, τη θυμάμαι ακόμα, ανατριχιάζω. Με αυτή την ιστορία με ξαναπήγες πίσω, εκεί στην πρώτη φορά που βρέθηκα στην αίθουσα με το καμπανάκι... πόνεσα. Δε συμφωνώ με τίποτα από όσα λέει ο Vikar - προφανώς, συμφωνώ με τον Ορφέα και τον Asgaroth. Μύρισα τη συνέχεια, εκεί, στο 'για πάντα' της βασίλισσας, γιατί να πονάει άραγε τόσο, και με χίλιους τρόπους, το 'για πάντα'; Άσε, ξέρω, μην απαντήσεις σε αυτό, το ξέρω πολύ καλά (πολύ όπως too). Ίσως να πεις πως μου άρεσε τόσο γιατί έχω τούτη την αδυναμία στη Νάρνια... Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, έχεις βάλει κι εσύ το χέρι σου, αυτό που έγραψες. Αλλά και να ταν η Νάρνια - που μου την έφερε στο νου η ιστορία πριν μάθω πως το έγραψες μ΄αυτήν σαν έμπνευση - που μ' έκανε να κλάψω δεν έχει σημασία. Όλα όσα μας αγγίζουν το κάνουν γιατί κάποτε μας άγγιξε κάτι άλλο... σκέψου. Ακόμα κι αν αυτό το άλλο είναι το φως καθώς χτυπάει στα ξύλινα κάγκελα της βρεφικής μας κούνιας... οι πρώτες συγκινήσεις. Μακρυγορώ, συγνώμη. Θέλω όμως να τα βγάλω όλα αυτά από μέσα μου... Σ' ευχαριστώ που το έγραψες, ίσως υμνήσω τη μνήμη της Λαέρλια και του Βασιλιά με ένα ποίημα. Edited August 26, 2005 by Nienna Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
LordCeleborn Posted August 28, 2005 Share Posted August 28, 2005 Σημερα λοιπον ειχα και εγω τον χρονο να διαβασω και τα δυο κομματια. Υπεροχο πραγματικα... σε ταξιδευει σε ενα τοσο ομορφο μερος. Ευχαριστω πολυ. Θα συμφωνισω με την ιδεα της mini ταινιας Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted August 28, 2005 Share Posted August 28, 2005 Πάρα πολύ όμορφες εικόνες που ταξιδεύουν τη φαντασία σε ένα κόσμο σκοτεινό και γοτθικό. Ίσως ότι καλύτερο έχω διαβάσει από εσένα Αlex. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
King_Volsung Posted August 31, 2005 Author Share Posted August 31, 2005 (edited) Χαίρομαι που άρεσε τόσο πολύ μια ιστορία μου και συγκίνησε και μερικούς! Αν το πέτυχα αυτό, πραγματικά, είμαι ένας ευτυχισμένος συγγραφέας! Σας ευχαριστώ edit: Προσωπικά, είναι από τις αγαπημένες μου ιστορίες. Edited August 31, 2005 by King_Volsung Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.