Guest Posted March 19 Share Posted March 19 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Thodoris Είδος ποιήματος: Φαντασύ/Οικολογικό Αριθμός Στίχων: 100 Ο Μιχάλης κάθονταν σε ένα παγκάκι, δίπλα στην παραλία και μύριζε τον αέρα, άκουγε το γαλήνιο κυμματάκι, απολάμβανε την ηλιόλουστη ημέρα. Άκουσε μία κραυγή, μία οδύνη, είδε έναν κολυμβητή τα χέρια να κουνάει, στην επιφάνεια προσπαθούσε να μείνει, είχε πάθει κράμπα, φαινόταν να πονάει. Ο Μιχάλης έτρεξε και βούτηξε στο κύμα, τον κολυμβητή έτρεξε να βοηθήσει, απ' το κύμα πεταγόταν σαν δελφινιού το σχήμα, δεν περίμενε σκηνικό τέτοιο να αντικρίσει. Ο κολυμβητής αιωρήθηκε και σηκώθηκε στον αφρό, του χαμογέλασε παίρνοντας μορφή άλλη, Ο Μιχάης τα' χασε, "τι γίνεται εδώ;" , μισός ήταν άνθρωπος, μισός καλαμάρι. Ο Μιχάλης τον ρώτησε να μάθει την αλήθεια, ένιωθε πως βλέπει οφθαλμαπάτη, το πλάσμα του χαμογέλασε με καλοήθεια, είχε δόντια λαμπερά σαν μαργαριτάρι. Ο Μιχάλης ήταν ναυτικός, με πυξίδα την καρδιά του, στα νιάτα του ταξίδεψε στις 4 γωνιές της Γης, η γενναιότητα ήταν ριζωμένη βαθιά του, όμως στο πλάσμα ένιωσε αίσθημα ντροπής. "Τι θέλεις από μένα;" ρώτησε το πλάσμα, εκείνο χαμογέλασε και άνοιξε το στόμα, έβγαλε μια φωνή σαν λυρικό άσμα, και τα μάτια του πήραν γαλάζιο χρώμα. "Ήθελα να γνωρίσω έναν σαν εσένα" , του έδειξε προς την καρδιά του, "κάποιον που να μην έχει φόβο κανένα" , τον πλησίασε και τον σήκωσε στην αγκαλιά του. Ο Μιχάλης κοίταξε στα μάτια του και είδε ναυάγια, το πλάσμα να βγει έξω ανάγκασε η υπεραλιεία, από τα βάθη των ωκεανών κατέληξε στα μουράγια, του διηγήθηκε όλη του την ιστορία. "Κάποτε ήμουν βοηθός του Ποσειδώνα" , "υμνούσα την δόξα του στους ανθρώπους", "είδα πλαστικά πολλά και μία σκοτωμένη χελώνα", "οι άνθρωποι έχουν μυαλό όμως όχι και τρόπους". "Προσπάθησα να τους προειδοποιήσω", "να μην μολύνουν τον βυθό" , "δεν ήξερα πως έπρεπε να τους μιλήσω", "δεν έχω ρητορική, ούτε πειθώ". "Αποφάσισα να διαλέξω έναν διαφορετικό" , "έναν που μπορούσε να δει", "να μη τον τρομάζει το διαφορετικό" , "να μην σταματούσε μπροστά στην θέα αυτή" . Ο Μιχάλης έσκυψε το κεφάλι με σεβασμό, ήθελε να βοηθήσει, ήθελε να ακούσει, δεν φοβόταν τον γκρεμό, δεν τρόμαζε στον σεισμό, κοίταξε το πλάσμα και έξυσε το μούσι. "Θα μεταφέρω το μήνυμά σου, θα κάνω ό,τι μπορώ" , "αγαπώ την θάλασσα όπως τα παιδιά μου" , "τα πλάσματα που ζουν στο βυθό" , "τα θεωρώ παιδιά δικά μου" . Το πλάσμα τον πλησίασε, τον άγγιξε στο χέρι, ο Μιχάλης μπόρεσε να δει με τα δικά του μάτια, μία νύχτα χωρίς φεγγάρι ή αστέρι, ο Άνθρωπος έκανε τον υποβρύχιο κόσμο δυό κομμάτια. Ήρθε με μηχανές, ήρθε χωρίς κανένα έλεο(ς) , έψαξε παντού να βρει ό,τι χρειαζόταν, στην αρχή με τα όστρακα, μετά με το πετρέλαιο, σιγά σιγά ο βυθός αγνώριστος γινόταν. Δεν σταματούσε πουθενά, δεν ήθελε να τα παρατήσει, η θάλασσα γέμισε ψάρια μεσ' τα αίματα, κοιτούσε με ελπίδα το ηλιοβασίλεμα και με άγνοια την δύση, δεν καταλάβαινε πόσο ούρλιαζαν τα έγκατα. Σείστηκαν οι τεκτονικές πλάκες, προκλήθηκε τσούναμι , ο άνθρωπος δεν σταμάτησε, είχε απληστία, η θάλασσα έγινε μαύρη σαν κατράμι, εξαφανίσαν πολλά είδη με βάρβαρη ματαιοδοξία. Ο Μιχάλης συγκινήθηκε, τα δάκρυά του ενώθηκαν με το νερό, με τον πόνο του πλάσματος ταυτίστηκε, κατάλαβε πως είχε καθήκον ιερό. "Θα κάνω ό,τι μπορώ, στο ορκίζομαι" , "δεν θα αφήσω κανέναν να σας βλάψει περαιτέρω" , "υπόσχομαι πως δεν θα πάψω να αγωνίζομαι" , "μέχρι την ειρήνη στον βυθό να φέρω". Το πλάσμα τον χαιρέτησε και βούτηξε ξανά, ο Μιχάλης απέμεινε να κοιτάει τις φυσαλίδες, είδε από μακριά ένα σκάφος με πανιά, που ετοίμαζε να ρίξει παγίδες. Κολύμπησε μέχρι εκεί, φώναξε τον καπετάν(ι)ο, άρχισε το σκάφος με δύναμη στη πρύμνη, ο καπετάνιος του έριξε σκάλα, να ανέβει επάνω, ο Μιχάλης ανέβηκε και του είπε τι έπρεπε να γίνει. Ο καπετάνιος τον άκουσε, κούνησε το κεφάλι, προσπάθησε να δικαιολογηθεί, ήταν αναπόφευκτο: μυαλό δεν μπορούσε να βάλει, ανάγκασε με ένα ψαροντούφεκο τον Μιχάλη να παραδοθεί. Ο Μιχάλης δεν υπάκουσε, δεν σήκωσε τα χέρια ψηλά, ο καπετάνιος στόχευσε και προειδοποίησε, ο Μιχάλης χαμογέλασε: έμαθε να ακούει, όχι να μιλά, ο καπετάνιος στον θάνατο τον μύησε. Ο Μιχάλης πέφτοντας έβαψε το νερό κόκκινο, το πλάσμα εμφανίστηκε και τον τράβηξε βαθιά, σε κόσμο υδάτινο, κόσμο ασέληνο, εκεί που δεν υπήρχαν άνθρωποι αλλά υπήρχε ανθρωπιά. Edited March 19 by Thodoris Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Christinalexiou Posted April 18 Share Posted April 18 Τραγικό να μην συναντιουνται οι άνθρωποι με την ανθρωπιά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest Posted April 18 Share Posted April 18 Just now, Christinalexiou said: Τραγικό να μην συναντιουνται οι άνθρωποι με την ανθρωπιά... Ακόμα χειρότερο να μην ακούνε τους "ευγενείς βαρβάρους" σαν τον Μιχάλη, ο οποίος έχει κάτι από τον Ινδιάνο της ταινίας "Ο τελευταίος των Μοικανών" , τουλάχιστον αυτόν σκεφτόμουν όταν το έγραφα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.