Jump to content
Η περίοδος σχολιασμού και ψηφοφορίας για τον 63ο γενικό διαγωνισμό σύντομης ιστορίας λήγει την Παρασκευή 14 Νοεμβρίου. Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ εδώ. ×

Recommended Posts

 Όνομα Συγγραφέα: Thodoris
Είδος: Mystery/Urban fantasy
Βία; Λίγη
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων:  3,708
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Συμμετοχή για τον 62 διαγωνισμό σύντομης ιστορίας με θέμα συνταξιδιώτης-συνοδοιπόρος
Αρχείο:

ΑΨΕΕΚ.pdf

 

Spoiler

Στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο όπου κρυβόταν από την ΟΕΚΕΔΑ (Οργάνωση Εύρεσης Και Εξουδετέρωσης Διαφορετικών Ατόμων) τους τελευταίους 4 μήνες, είχε ποντίκια, κατσαρίδες και απιστευτη υγρασία.

 

Κάθε πρωί έψαχνε στους κάδους των σκουπιδιών έξω από σούπερ μάρκετ όπου συνήθως άφηναν οικογενειακές συσκευασίες από κρουασάν, πατατάκια και κονσέρβες, φαγητά μακράς διαρκείας τα οποία πλησίαζαν στην ημερομηνία λήξης τους.

 

Το μεσημέρι πήγαινε στα συσσίτια του Δήμου και το απόγευμα στην εκκλησία, όχι για να φάει αλλά για να ξαποστάσει, μέρος που ποτέ δεν θα τον έψαχνε κάποιος πράκτορας της ΟΕΚΕΔΑ, ήταν το τελευταίο μέρος όπου θα περίμεναν να είναι.

 

Αν η εκκλησία είχε πολύ κόσμο δεν το διακινδύνευε: θα πήγαινε είτε στο αναγνωστήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, είτε στον ζωολογικό κήπο, μέρος ασφαλές που μόνο ερωτευμένα ζευγαράκια επισκέπτονταν καθώς τα ελάχιστα επικίνδυνα άγρια ζώα, οι αρκούδες και οι λύκοι, ήταν γέρικα και κανένα παιδί δεν θα έμπαινε στον κόπο να κάνει τα γλυκά ματάκια στους γονείς του για να τους τραβολογήσει μέχρι εκεί απλά για να δει τα ελάφια και τα σπάνια εξωτικά πουλιά, κανένα παιδί δεν ενδιαφερόταν για οποιοδήποτε ζώο που ήταν ακίνδυνο και δεν είχε μεγάλα νύχια ή δόντια.

 

Ο Μιχάλης κρατούσε ημερολόγιο όπου έγραφε πολύ περιληπτικά την ημέρα του, τα κύρια γεγονότα και δραστηριότητες καθώς και τυχόν ύποπτες αλληλεπιδράσεις με τους ΑΑΨΙ, τα Άτομα Άνευ Ψυχικών Ικανοτήτων, το 99,99% των ανθρώπων που δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις ψυχικές λειτουργίες του εγκεφάλου τους για να προμηνύουν κάτι πριν αυτό συμβεί, διαβάζοντας τα σημάδια που τους παρείχε η ίδια η Φύση, κατανοώντας τις βαθύτερες αλληγορίες και τα βαθύτερα μηνύματα όπως μπορούσε αυτός.

 

"Σήμερα αντάλλαξα ματιά με τον περιπτερά για 4,5 δευτερόλεπτα στα οποία του είχα πει ποια μάρκα τσιγάρων θέλω και παρέμεινε να με κοιτάει, χωρίς να πει κάτι. Πιθανός πράκτορας της Οργάνωσης ή απλή αφηρημάδα;"

 

Ο Μιχάλης κατέγραφε ορισμένες φορές και γεγονότα που αφορούσαν την παιδική του ηλικία.

 

Το χάρισμα που είχε εξασθενούσε την μνήμη του, ήταν λες και όλες του οι ψυχικές ικανότητες ήταν αφοσιωμένες στην πρόβλεψη των επερχόμενων συμβάντων που αφορούσαν άμεσα ή έμμεσα τον ίδιο, βάζοντας τις άλλες λειτουργίες του εγκεφάλου σε μία κατάσταση αδρανοποίησης.

 

Ως ΑΨΕΕΚ (Άτομο Ψυχικής Ενσυναίσθησης Επερχόμενου Κινδύνου) , πάντα δεχόταν έντονο μπούλινγκ απ' όσο θυμόταν τον εαυτό του.

 

Στο Δημοτικό μία μέρα είδε σαν σε όραμα ότι ο διπλανός στο θρανίο συμμαθητής του, επρόκειτο να κάνει εμετό, αηδιαστική πράξη η οποία θα επηρέαζε και τον ίδιο καθώς θα ξερνούσε στο θρανίο το οποίο στη συνέχεια θα γινόταν εστία μικροβίων, μεταφέροντας τα ξερατά του Γιάννη πάνω στα μολύβια, στα τετράδια και στα βιβλία του Μιχάλη.

 

Πριν καν σκεφτεί ο Γιάννης να αγοράσει την χαλασμένη τυρόπιτα από το κυλικείο που η βαριεστημένη υπάλληλος είχε αμελήσει να πετάξει ("έλα μωρέ, τι πειράζει και ας έληξε; Πεινάνε τόσο πολύ που πάνω στη πείνα τους τρώνε και παξιμάδια με σκατά, σιγά μην χάσω το 1,5€" ) και σε συνδυασμό με τον δυνατό ήλιο του Μαΐου αλλά και με το κυνηγητό που έπαιζε με τα άλλα παιδιά στα διαλείμματα, τον πλησίασε ένα αδύνατο παιδί χωρίς κάποια καμπύλη στα χείλη του, μήτε χαρά μήτε λύπη, σαν να είχε σύνδρομο Άσπεργκερ που τον δυσκόλευε να ταυτιστεί με τα συναισθήματα των άλλων παιδιών.

 

"Μην το φας αυτό" ψιθύρισε στον Γιάννη, κοιτόντας τον σοβαρά στα μάτια, "δεν ξέρω πως να στο εξηγήσω, απλά μην το φας".

 

Ο Γιάννης παρέμεινε αποσβολωμένος για λίγο και μετά τον χτύπησε με όλη του την δύναμη στην κοιλιά και χαχάνιζε σαρδόνια όταν ο Μιχάλης έπεσε στο τσιμέντο και έβαλε τα χέρια του πάνω στο στομάχι του από τον πόνο.

 

Τα άλλα παιδιά μαζεύτηκαν τριγύρω σαν αγέλη από καρχαρίες που μύρισαν αίμα στην επιφάνεια της θάλασσας.

 

"ΞΥ-ΛΟ, ΞΥ-ΛΟ, ΞΥ-ΛΟ, ΞΥ-ΛΟ" επαναλάμβαναν ξανά και ξανά, ασκώντας peer pressure στον Γιάννη για να συνεχίσει να χτυπάει τον πεσμένο στο έδαφος Μιχάλη.

 

Διψούσαν για βία και ξύλο, ήθελαν να δουν από κοντά όσα έβλεπαν στις ταινίες και στις σειρές στην τηλεόραση, όσα άκουγαν στα τραγούδια trap μουσικής και όσα έπαιζαν στα βιντεοπαιχνίδια τους.

 

Ο Μιχάλης μπορούσε να δει από πριν μίνι-οράματα που μπορούσαν να τον προετοιμάσουν για τις επερχόμενες μπουνιές αλλά δεν έπρεπε να αμυνθεί, δεν έπρεπε να προστατεύσει τον εαυτό του.

 

Αν ανταπόδιδε τις μπουνιές θα ήταν στιγματισμένος μία ζωή ως το "φρικιό" του σχολείου, ενώ αν απλά άφηνε τον Γιάννη να τον σακατέψει, θα το ξεχνούσαν σε μερικές ημέρες τα άλλα παιδιά, θα έπαιρναν από αλλού την ημερήσια δόση βίας και αδρεναλίνης τους.

 

Άφησε τον Γιάννη να του δώσει 2 δυνατές γροθιές, μία στην μύτη και μία στο δεξί μάτι και μία κλωτσιά στην κοιλιά.

 

Ο Γιάννης συγκινημένος από το χειροκρότητα των παρευρισκόμενων παιδιών, ένιωθε πως έπρεπε να κάνει κάτι φαντασμαγορικό για το τέλος, κάτι το οποίο θα συζητιόταν για αρκετό καιρό και θα του χάριζε την φήμη του κωλόπαιδου, του αλήτη, μία απαραίτητη φήμη για να μπορέσει να βρει αμέσως παρέα την επόμενη χρονιά που θα πήγαινε στο Γυμνάσιο, κάτι ώστε να τον ακολουθεί και να μην πρέπει να ξεκινήσει από το σημείο μηδέν, κάτι που να κάνει τις κοπέλες να τον κοιτάνε με δέος.

 

Ρούφηξε σάλιο προσπαθόντας να δημιουργήσει μία τεράστια ροχάλα, το σχέδιο ήταν να φτύσει τον πεσμένο και ματωμένο συμμαθητή του και αφού τον πετύχαινε στο πρόσωπο (ήθελε ιδανικά να τον πετύχει ανάμεσα στα μάτια, λίγο πιο κάτω από το μέτωπο, όπως τα headshots στο αγαπημένο του βιντεοπαιχνίδι, το Call of Duty) θα έλεγε κάτι όπως "Now, you are my little bitch!" με φωνή gangster, όπως στις ταινίες των γκέτων στην Αμερική τις οποίες έβλεπε στην τηλεόραση όταν οι γονείς του έλειπαν από το σπίτι.

 

Ο Μιχάλης έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να σκεψτεί κάτι ευχάριστο, ήξερε πως ο Γιάννης θα ανακατευόταν στην προσπάθειά του να σχηματίσει την τέλεια ροχάλα και θα κατάπινε τον ίδιο του τον εμετό, πράξη που θα τον έκανε να ζαλιστεί και να λιποθυμήσει.

 

Θα ήταν ο loser που έφαγε ξύλο αλλά εκείνος θα ήταν ο "εμετούλης" ή "γλίτσας" ή όπως αλλιώς αποφάσιζαν να τον ονομάσουν τα παιδιά κατόπιν αυτού του επικού αυτοσαμποταρίσματός του.

 

Όταν άνοιξε τα μάτια, τα παιδιά ακόμα γελούσαν με τον Γιάννη και ήταν ο μόνος που προσπάθησε να τον τραβήξει για να τον σηκώσει.

 

Το θύμα και ο θύτης έγιναν από εκείνη την ημέρα τα καλύτερα φιλαράκια.

 

Στο Γυμνάσιο, επειδή υπήρχαν 2 Γυμνάσια στην περιοχή, το 21ο και το 22ο, αυτός πήγε στο 21ο ενώ ο Γιάννης στο 22ο, με αποτέλεσμα να χαθούν και να πρέπει να ξεκινήσει πάλι από το μηδέν.

 

Το χάρισμά του τον δυσκόλευε απίστευτα πολύ στο να δημιουργήσει νέες φιλίες, έστω παρέες.

 

Κάθε φορά που έβλεπε κάποιο όραμα, ένιωθε την υποχρέωση να παρέμβει, παρ' όλο που ήξερε πως κάθε παρέμβαση δημιουργούσε συνέπειες, όπως στα Χωροχρονικά ταξίδια που κάποιος Χρονοταξιδευτής μπορεί να πάει στο 1937 και να δολοφονήσει τον Χίτλερ αλλά ως συνέπεια, ίσως να ξεκινήσει μία αλληλουχία συμβάντων η οποία να επιφέρει χειρότερες καταστροφές, μεγαλύτερους πολέμους και περισσότερους νεκρούς απ' ότι ο Χίτλερ.

 

Δεν έπρεπε να παρεμβαίνει, εκτός αν ήταν ζήτημα ζωής ή θανάτου.

 

Μία μέρα μερικά παιδιά αποφάσισαν να πάρουν τηλέφωνο από καρτοτηλέφωνο την Αστυνομία και να ενημερώσουν πως έβαλαν βόμβα στο σχολείο.

 

Αυτή η κακοπροαίετη φάρσα θα τους επέτρεπε να γλυτώσουν μερικές μέρες στις οποίες θα άραζαν με μπύρες και "μαύρο", παίζοντας μπιλιάρδο και κάνονταα κόντρες με τα μηχανάκια τους.

 

Ο Μιχάλης είδε σαν σε όραμα μία κοπέλα ποδοπατημένη η οποία έστεκε άψυχη στην μέση από το προαύλιο: μετά την κλήση για βόμβα, οι πανικόβλητοι μαθητές θα ξεχνούσαν κάθε άσκηση πυρκαγιάς και κάθε συμβουλή περί ήρεμης αποχώρησης από τον χώρο του σχολείου και σαν κάποιος στρατός βαρβάρων, θα έτρεχε να γλυτώσει παρασύροντας οποιονδήποτε στο πέρασμά του, βάζοντας το Εγώ πάνω από το Εμείς.

 

Μία κοπέλα της Β' τάξης είε βγει νωρίτερα από το κουδούνι για το διάλειμμα, είχε πάει τουαλέτα και στον δρόμο του γυρισμού θα ερχόταν αντιμέτωπη με μία ορδή άγριων ζώων, τρεπόμενα σε φυγή σαν άλογα που πήρε φωτιά ο στάβλος.

 

Ο Μιχάλης έπρεπε να κάνει κάτι, να προειδοποιήσει κάποιον.

 

Αλλά ποιον; Και πως;

 

Δοκίμασε να πλησιάσει την παρέα των παιδιών που προετοίμαζαν το σενάριο στο μυαλό τους, δήθεν να ζητήσει ένα τσιγάρο, δήθεν να υποκριθεί πως είναι ένας από αυτούς.

 

Τα παιδιά τον υποδέχτηκαν αμέσως, δεν ήξεραν τίποτα για αυτόν και δεν ήταν προκατειλημμένα: θα μπορούσε να ήταν ένας από αυτούς, ίσως και όχι όμως θα του έδιναν την ευκαιρία να αποδείξει την αξία του.

 

Ο Μιχάλης βάζονταα το τσιγάρο στο στόμα ένιωσε μία αναγούλα όμως δεν έπρεπε να προδοθεί και έβγαλε τον καπνό χωρίς να βήξει ενώ σχολίαζε πόσο καλή μάρκα είναι τα Marlboro.

 

Τα παιδιά γέλασαν και του είπαν πως αν του άρεσαν τόσο, μπορούσε να κάπνιζε μαζί τους στα διαλείμματα.

 

Ο Μιχάλης κόμπλαρε για λίγο αλλά μετά πήρε μία βαθιά ανάσα και τα είπε μαζεμένα, παίρνοντας θάρρος από την επιθυμία του να σώσει την κοπέλα.

 

"Ε ρε γαμώτο...το μάθατε εσείς μάγκες; Το 21ο Γυμνάσιο έκλεισε για 2 μέρες επειδή κάποιος κάλεσε την αστυνομία για βόμβα!"

 

Τα παιδιά κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, δεν είχαν ιδέα για το συμβάν.

 

Το 22ο απείχε 3 χιλιόμετρα από το 21ο και οι μαθητές του ενός με το άλλο δεν είχαν καμία επαφή, το κάθε Γυμνάσιο είχε τα δικα του μαγκάκια, τους δικούς του αθλητές και σπασίκλες, τους δικούς του εσωστρεφείς εφήβους και μακρυμάλληδες ροκάδες με σκουλαρίκια, τον δικό του μικρόκοσμο.

 

"Έλα ρε μαλάκα...αλήθεια τώρα;" ρώτησε τον Μιχάλη ένας ψηλός από την παρέα.

 

Ο Μιχάλης κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι και πρόσθεσε "κι όμως...και το χειρότερο ξέρετε ποιο είναι;" ρώτησε με σοβαρή φωνή ενώ κοιτούσε έναν έναν τον καθένα, αφήνοντας για λίγο την ατμόσφαιρα της αμηχανίας και της προσμονής να αιωρηθεί για λίγο μεταξύ τους, σαν κακός οιωνός.

 

" Ότι μετά έπιασαν αυτούς που το έκαναν και τους έριξαν μία 5ήμερη αποβολή με αποτέλεσμα να μείνουν στην ίδια τάξη από απουσίες...αα και ξέρετε, κάτι τέτοιο -απειλή με βόμβα, έστω και απλή φάρσα- καταγράφεται στα πρακτικά της αστυνομίας, μετά σε θεωρούν ύποπτο και σε έχουν υπό στενή παρακολούθηση, το ποινικό σου μητρώο λεκιάζεται και κανέναα καλός βαθμός ή καλός λόγος από γονείς και δασκάλους δεν το καθαρίζει.."  συνέχισε, ενώ φούμαρε το τσιγάρο του.

 

Όταν τελείωσε το τσιγάρο, κοίταξε έντονα τον καθένα και ψιθύρισε συνωμοτικά, ίσα ίσα για να μπορεί να ακούγεται στα 2 μέτρα: "Η Αστυνομία μπορεί να εντοπίσει τις κλήσεις από απόρρητους αριθμούς, απόκρυψη, καρτοτηλέφωνα, τα πάντα. Όποιος κάνει τέτοια αστεία, θα γελάνε μαζί του στο τμήμα όταν θα παρακαλάει να μην το μάθουν οι γονείς του, όταν θα μυξοκλαίει σαν κοριτσάκι να μην τον βάλουν στο ίδιο κελί που έχουν ληστές τραπεζών και απαγωγείς, σκληρούς αμετανόητους βιαστές και serial killers. Εκεί να δείτε γέλιο από αστυνομικούς..." είπε ενώ κοίταξε το ρολόι του, σαν να είχε κάπου να πάει, σαν να είχε κάποια σημαντική δουλειά η οποία ήταν πολύ υπεράνω των παιδικών καμωμάτων  αυτών των ψευτόμαγκων.

 

"Πρέπει να φύγω, έχω δουλειά. Μιλάμε μετά μάγκες, άντε, τσάο!" χαιρέτησε και όλοι ανταπέδωσαν με σεβασμό τον χαιρετισμό του, σαν να ήταν μεγαλύτερος απ' ότι φαινόταν και πιο δυνατός απ' όσο έδειχνε.

 

Η φάρσα με την βόμβα δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

 

Ο Μιχάλης χαμογελούσε κάθε φορά που έβλεπε αυτή την κοπέλα αν και ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να της γνωστοποιήσει τον κίνδυνο από τον οποίο την γλύτωσε, δεν είχε ανάγκη για εύσημα και μνείες, ούτε παράσημα και μετάλλια: δεν ήθελε να διαφέρει, δεν ήθελε να μάθει κανείς για το τι είναι ικανός.

 

Όσο παρέμεινε σιωπηλός παρατηρητής, θα μπορούσε να σώζει ανθρώπους, όταν μπορούσε χωρίς να γίνεται αντιληπτός.

 

Στο ημερολόγιο κατέγραφε διάφορες αναμνήσεις του από το σχολείο και από την κρυφή του ζωή ως παρατηρητής-μεσολαβητής μεταξύ του θανάτου και της ζωής, έπρεπε κάπου να τα γράφει, το βάρος της ευθύνης που ένιωθε ήταν τόσο πιεστικό που αν δεν τα έγραφε κάπου ένιωθε σαν να είχε βουτήξει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας για αρκετή ώρα και τα πνευμόνια του είχαν γεμίσει νερό: έπρεπε να φωνάξει, να αναπνεύσει, να αποσυμπιέσει το εσωτερικό του χάος.

 

Σε έναν κόσμο φτιαγμένο και κατοικημένο από ΑΑΨΙ, ο κάθε ΑΨΕΕΚ ήταν σαν να μην υπήρχε καν, περιφερόμενος ανάμεσα στους απλούς ανθρώπους σαν κάποιο φάντασμα ενώ έπρεπε να ακούει, να διαβάζει και να βλέπει σχεδόν σε καθημερινή βάση για θαύματα, για αστικούς θρύλους και δοξασίες και τόσα άλλα ανεξήγητα και περίεργα φαινόμενα, φαινόμενα και πίστες σε μυστήρια τα οποία ο ίδιος αναιρούσε με την ύπαρξη και την προέλευσή του καθώς ούτε ήταν αλώβητος από πληγές και χτυπήματα, ούτε είχε κάποιο αποκρυφιστικό σύμβολο ή σημάδι στο σώμα ή στο πρόσωπο, ούτε γεννήθηκε μία συγκεκριμένη μέρα του χρόνου που συνέπεφτε με κάποια αστρική δοξασία ή Ισημερία, ούτε είχε γονείς με παρόμοια χαρίσματα.

 

Οι γονείς του ήταν ΑΑΨΙ, οι συγγενείς του ήταν ΑΑΨΙ, όλα τα μέλη του οικογενειακού του δέντρου ήταν ΑΑΨΙ.

 

Δεν το κληρονόμησε από κάπου, δεν έκανε κάποια προσευχή σε κάποιον Χθόνιο θεό για το χάρισμα της προέβλεψης του Θανάτου και της καταστροφής η οποία εισακούστηκε, δεν το ήθελε καν να το έχει αυτό, δεν ήθελε καν να είναι ΑΨΕΕΚ, να είναι διαφορετικός.

 

Το όραμα δεν μπορούσε να το ελέγξει, ούτε μπορούσε να το προγραμματίσει ή να το προσπεράσει σαν να έκανε ζάπινγκ στην τηλεόραση.

 

Έβλεπε το όραμα που ήταν η συνέπεια κάποιας πράξης και μετά έπρεπε να αποφασίσει αν θα παρέμβει ή όχι.

 

Είδε τις πλημμύρες στη Μάνδρα το 2017, είδε τις πυρκαγιές στο Μάτι το 2018, είδε την πανδημία του covid-19, είδε την τραγωδία στα Τέμπη το 2023.

 

Κάθε μεγάλη και πολύνεκρη καταστροφή συνοδευόταν από τρομερούς εφιάλτες μετά από τους οποίους πεταγόταν καταιδρωμένος στον ύπνο του και ουρλιάζοντας.

 

Προσπαθούσε κάθε φορά να ειδοποιήσει έγκαιρα, έστω ανώνυμα, Αστυνομία, Δήμους και πολίτες των οποίων ήξερε τα ονόματα μέσω των οραμάτων του και ψάχνοντας στο Google και στα social media τυχόν πληροφορίες και στοιχεία επικοινωνίας τους.

 

Όσοι δεν τον θεωρούσαν φαρσέρ, ενοχλημένοι, απειλούσαν με μηνύσεις και αγωγές λόγω παρενόχλησης.

 

Οι γονείς του το απέδωσαν σε κάποια ψυχική νόσο και τον έστειλαν με εισαγγελική εντολή στο ψυχιατρείο, ανήσυχοι μην κάνει κακό στον εαυτό του.

 

Ο Μιχάληα δεν ήξερε πως να περιγράψει εμπειρικά αυτό που βίωνε σε κάποιον ΑΑΨΙ, μπορούσε μόνο να το συγκρίνει με τις ονειρικές περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν και του Πήτερ Παν, γνωρίζοντας από πριν πως η ταμπέλα "μυθομανής" θα εξηγούσε τα ακατανόητα στους ειδικούς της ψυχικής υγείας, θα μπορούσαν να κλείσουν επιτέλους τα βιβλία τους, να έβγαζαν μια ικανοποιητική διάγνωση και να του έδιναν εξιτήριο από το νοσοκομείο, αρκεί βέβαια να ήταν καλό παιδί και να μην ξεχνούσε να παίρνει τα αντιψυχωτικά χάπια του και να επισκέπτεται μία φορά την εβδομάδα τον κ. Λάζαρο, τον ψυχολόγο που όρισε το κράτος για αυτόν.

 

Ο κ. Λάζαρος πάντα του χαμογελούσε ακόμα και αν δεν υπήρχε λόγος και του μιλούσε πάντα με εκείνη την καταπραυντική φωνή των ψυχολόγων που θύμιζε στον Μιχάλη το απαλό πράσινο στους τοίχους του ψυχιατρείου, χρώμα ήπιο που ήταν συνδεδεμένο με την Άνοιξη και Άνοιξη ίσον Ζωή ίσον Ειρήνη ίσον θετικά συναισθήματα, όχι Κόκκινο που προμηνύει οργή ή μαύρο που προμηνύει θάνατο.

 

Το απαλό πράσινο της απαλής αποχαύνωσης των ασθενών που τους ταΐζουν ψυχοφάρμακα σαν να είναι καραμέλες Tic Tac, ενώ έβλεπαν συνέχεια τηλεόλαση χωρίς τηλεχειριστήριο, καταδικασμένοι να ακούνε ξανά και ξανά τις ίδιες διαφημίσεις, παίζοντας τάβλι ή σκάκι με πιόνια  που έλειπαν ή ζάρια φθαρμένα χωρίς να είναι ευανάγνωστος ο αριθμός τους, βυθισμένοι στην μονοτονία σαν τυχοδιώκτης ταξιδευτής που βυθίστηκε σε κινούμενη άμμο και οποιαδήποτε κίνηση και αν κάνει είναι μάταιη, φέρνοντας το τέλος ολοένα και πιο κοντά.

 

Ο κ. Λάζαρος δούλευε 23 χρόνια ως ψυχολόγος, τα είχε δει και τα είχε ακούσει όλα.

 

Ο Μιχάλης δεν ήταν ο πρώτος μυθομανής που θα γιάτρευε.

 

"Είναι φυσιολογικό να ξεφεύγουμε κάπου κάπου, είναι μηχανισμός άμυνας του σύγχρονου ανθρώπου να δραπετεύει από το άγχος της καθημερινότητας, δημιουργόντας με το μυαλό του εικόνες και ταξιδεύοντας ενώ ονειροπολεί. Ο Καρλ Γιουνγκ είχε πει πως..."

 

"Αύριο μην πας με το αμάξι σου στο θέατρο, θα γίνει καραμπόλα. Προφασίσου κάτι για να μην πας." τον διέκοψε ο Μιχάλης.

Ο κ. Λάζαρος τον κοίταξε ερευνητικά, προσπαθώντας να διακρίνει το οποιοδήποτε στοιχείο στο πρόσωπό του που θα του χρησίμευε για να καταλάβει τον λόγο και τα κίνητρα που τον οδηγούσαν στο να πει κάτι τέτοιο, τα ερεθίσματα που έκρυβε στο υποσυνείδητό του και τώρα διστακτικά, σιγά σιγά του αποκάλυπτε.

 

"Ξέρω πως με θεωρείς τρελό, δεν έχει σημασία, θεώρησέ με ό,τι θες. Απλά μην πας αύριο θέατρο. Αν δεν γίνει καραμπόλα, στείλε με ξανά στο τρελάδικο και θα σου στείλω τα χρήματα που έδωσες για την παράσταση που θα χάσεις. Σύμφωνοι;"

 

Ο κ. Λάζαρος χαμογέλασε ενώ έβγαζε τα γυαλιά του, σίγουρος για την έκβαση του στοιχήματος.

 

Την άλλη μέρα ο κ. Λάζαρος έμαθε από τις ειιδήσεις για μία καραμπόλα στον δρόμο απ' όπου θα περνούσε για να πάει στο θέατρο και την ίδια ώρα που υπολόγιζε πως θα βρίσκονταν κάπου εκεί.

 

7 νεκροί.

 

Έτρεξε στο γραφείο του, το κλείδωσε πίσω σιγουρεύοντας πως όντως κλείδωσε και δεν θα μπει ξαφνικά η μικρή του κόρη, έβγαλε από ένα συρτάρι μία μικρή βαλίτσα που ήταν κλειδωμένη με λουκέτο συνδυασμού ασφαλείας, και έβγαλε από μέσα ένα παλιό ημερολόγιο που επίσης ήταν κλειδωμένο με ένα μικρό λουκέτο.

 

Έβγαλε από τον λαιμό του ένα κολιέ με ημιπολύτιμους λίθους, πήρε έναν από αμέθυστο και αφού το τοποθέτησε κοντά στο φως για να σιγουρευτεί από την σκιά του περιεχομένου μέσα του πως ήταν ο σωστός λίθος, πήρε από μία εργαλειοθήκη μία μικρή βαριοπούλα και το χτύπησε ανελέητα μέχρι να σπάσει σε 2 μεγάλα κομμάτια, κομμάτια που κάποτε είχε περίτεχνα κολλήσει μεταξύ τους.

 

Από τον κούφιο λίθο έβγαλε ένα μικρό κλειδί και αφού ξεκλείδωσε την βαλίτσα, με αυτό ξεκλείδωσε το ημερολόγιο, κλειδί χειροποίητο και κατά παραγγελία, αποκλειστικά για το ημερολόγιο αυτό.

 

Στο ημερολόγιο έγραφε τα διάφορα παραρτήματα της  ΟΕΚΕΔΑ ανά τον κόσμο και τους εν ενεργεία πράκτορες, τα τηλέφωνα αυτών, κωδικές λέξεις για την ενργοποίηση τους καθώς και για επαλήθευση της ταυτότητας του καλούντος.

 

Σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε έναν αριθμό.

 

 "Ο αριθμός που καλέσατε δεν υπάρχει. Ευχαριστούμε που καλέσατε!" είπε ο αυτόματος τηλεφωνητής και το έκλεισε.

 

Περίμενε.

 

Ακριβώς 10 λεπτά μετά χτύπησε το τηλέφωνό του.

 

Το σήκωσε και είπε το όνομά του καθώς και την κωδική ονομασία του πράκτορα με τον οποίον ήθελε να έρθει σε επικοινωνία.

 

"Μάλιστα! Αναμείματε!" άκουσε την απόμακρη φωνή ενός υπαλλήλου στο υπόγειο τηλεφωνικό κέντρο της ΟΕΚΕΔΑ, σε κάποιο παλιό, πυρηνικό καταφύγιο ξεχασμένο από τον Ψυχρό Πόλεμο, κάπου στη Ρωσία.

 

"Διατάξτε!" άκουσε την ετοιμοπόλεμη φωνή του πράκτορα.

 

"ΑΨΕΕΚ εντοπίστηκε στην Θεσσαλονίκη, Ελλάδα, αριθμός ταυτότητας: ΑΗ166283, ονοματεπώνυμο: Μιχάλης Μαυρίδης, κάτοικος Ανατολικής Θεσσαλονίκης ετών 26, ύψος: 1,80, βάρος:  περίπου 78 κιλά, μαύρα κοντά μαλλιά, γένια 2 ημερών. Τελευταία φορά εθεάθη στο ιατρείο μου, πριν 24 ώρες και 20 λεπτά. Ζητείται ο άμεσος εντοπισμός του!"

 

"Μάλιστα!" άκουσε τον πράκτορα να φωνάζει στο ακουστικό, καθώς ο σταθμός έκπεμπε παράσιτα για να γίνεται αδύνατη η παρακολούθησή του από τυχόν ερασιτέχνες ραδιοπειρατές, όπως ο ραδιοσταθμός UVB-76.

 

Ο κ. Λάζαρος έκλεισε το τηλέφωνο.

 

Ως ψυχολόγος, είχε την τέλεια κάλυψη για να εντοπίζει τα ΑΨΕΕΚ: αν ήταν όντως μυθομανείς και έβλεπαν οράματα ή όνειρα χωρίς να επαληθεύονται ποτέ, θα τους συνταγογραφούσε ψυχοφάρμακα και μετά από μερικές συνεδρίες θα τους έστελνε σε κανονικό ψυχολόγο, άσχετο με την ΟΕΚΕΔΑ, προφασιζόμενος τα πολλά ραντεβού του/έλλειψη χρόνου ή πως ήταν ανίατη περίπτωση και καλό θα ήταν να ξαναπάνε στο ψυχιατρείο. 

Αν όμως επαληθεύοταν τα οράματά τους, τότε θα ειδοποιούσε την ΟΕΚΕΔΑ και αυτοί θα έστελναν κάποιον πράκτορα με αποστολή να εξουδετερώση αυτή την "ανωμαλία".

Δεν έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι με σούπερ ικανότητες, δεν έπρεπε το 0,01% να φοβίζει το 99,99% και να αποτρέπει την Μοίρα και τον Θάνατό τους.

 

Ο Μιχάλης όταν επέστρεψε από το γυμναστήριο και είδε ένα μαύρο βανάκι με φιμέ τζάμια και χωρίς πινακίδες έξω από το σπίτι του, κατάλαβε τι έγινε και χωρίς να πανικοβληθεί, κατέβασε το καπέλο που φορούσε μέχρι τα μάτια και περπάτησε μέχρι την απέναντι πολυκατοικία.

 

Όταν νύχτωσε, πήρε από ένα καρτοτηλέφωνο τον Γιάννη και του εξήγησε τα πάντα.

 

Του ζήτησε βοήθεια, μερικά ρούχα, χρήματα και φαγητά.

 

Δεν είχαν μιλήσει χρόνια όμως οι μεγάλες φιλίες δεν πεθαίνουν στο πέρασμα του χρόνου, κάποτε ήταν αχώριστοι, σύντροφοι, συνοδοιπόροι στο σχολείο και στην προεφηβική ζωή.

 

Ο Γιάννης τον βοηθούσε όσο μπορούσε, το πρωί δούλευε ως μηχανικός σε μία εταιρία και όταν τελείωνε την βάρδια του, πήγαινε στο εγκατελελειμμένο εργοστάσιο όπου κρυβόταν ο Μιχάλης και του άφηνε φαγητό, λίγα χρήματα και μερικούς καφέδες ώστε να μπορεί να μένει ξάγρυπνος το βράδυ μαζί του και να μπορούν να φυλάνε βάρδιες εναλλάξ ανά 3 ώρες ώστε να προσέχουν μην έρθει κάποιος πράκτορας ή περίεργος.

 

Οι γονείς του Μιχάλη υπέθεταν τα χειρότερα, πως έμπλεξε με τον υπόκοσμο και με ναρκωτικά.

 

Ο Γιάννης προσπάθησε να τους πει τι έγινε όμως το βλέμμα τους ήταν τόσο ειρωνικό που έκανε τον Γιάννη να ταυτιστεί, έστω και λίγο, με τον φίλο του.

 

Όταν έφευγε για την δουλειά του ο Γιάννης, ο Μιχάλης ζούσε σαν άστεγος: ντύνονταν με λεκιασμένα κουρέλια και φορούσε μία ψεύτικη γενειάδα.

 

Το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μερικοί ναρκομανείς το είχαν για στέκι και ο Μιχάλης πάντα τους έδινε μερικά χρήματα και λίγο από το φαγητό του χωρίς να του το ζητήσουν ποτέ, ήθελε να τα έχει καλά με αυτούς.

 

Ήξερε πως ο Δημήτρης θα πέθαινε από υπερβολική δόση ηρωίνης σε 2 βδομάδες και από την στεναχώρια του ο Κώστας θα σνίφαρε λίγη παραπάνω κόκα για να ξεχάσει την απώλεια, θα έπινε και μερικές ρετσίνες με αποτέλεσμα να μην έχει έγνοια του κινδύνου και να περπατάει στη μέση της λεωφόρου στις 2μιση το πρωί.

 

Μία παρέα μεθυσμένων οδηγών τον χτύπησε και ούτε που κατάλαβαν τι έγινε, νόμιζαν πως χτύπησαν κάποια αδέσποτη γάτα ή σκύλο και συνέχισαν τον δρόμο τους.

 

Ο Μιχάλης και ο Γιάννης ήταν οι μόνοι που πήγαν στον τάφο που τελέστηκε η κηδεία.

 

Οι γονείς του Κώστα αγνοούσαν πλήρως το τι έκανε, αν ζούσε και πως, σαν να μην υπήρχε καν, σαν να μην ήταν γιος τους.

 

Ο Μιχάλης το κατάλαβε αυτό, το ένιωσε ως τα τρίσβαθα της καρδιάς του σαν κάποιο κόκκαλο ψαριού που κατάπιες καταλάθος και το νιώθεις να σε πιέζει, να σκίζει την σάρκα σου από μέσα.

 

Κοίταξε τον φίλο του και χαμογέλασε.

 

Δεν έβρισκε το κουράγιο να του πει πως είχε καρκίνο του πνεύμονα 3ου στάδιου και σε 7 μήνες θα αναγκαζόταν να νοσηλευτεί.

 

Σε κάθε προσπάθεια του να τον πείσει να κόψει το τσιγάρο ήταν αρνητικός.

 

Ο Γιάννης ανταπέδωσε το χαμόγελό του.

 

ΑΑΨΙ ή ΑΨΕΕΚ  , τι σημασία είχε;

 

Όλοι ήταν διαφορετικοί, όλοι ήταν μοναδικοί, είτε είχαν επίγνωση της σκληρής Μοίρας τους είτε όχι.

 

"Μου έλειψες, παλιόφιλε!" είπε ο Μιχάλης και έπεσε στην αγκαλιά του Γιάννη.

 

Ο Γιάννης ανακατεύτηκε και θυμήθηκε εκείνη την ημέρα στο Δημοτικό και τον εμετό του.

 

Η αρχή μίας δυνατής φιλίας δεν είναι απαραίτητα καλή.

 

Αυτό που μετράει είναι η πορεία της.

 

Edited by Φάντασμα
Προσθήκη αρχείου PDF.
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα locked this topic
  • Roubiliana unlocked this topic
Spoiler

Η ιστορία σου μου άρεσε πολύ. Τη βρήκα βαθιά συναισθηματική. Παρόλη την ευθύτητα/ωμότητά της σε κάποια σημεία, νομίζω βγάζει ένα παράπονο που προσωπικά με συγκινεί. Η γραφή σου, αρκετά προσεγμένη και στρωτή, θα έλεγα, μάλλον, αυθόρμητη. Κάποια στοιχεία της πιθανώς να μου φάνηκαν περιττά (π.χ. αναφορές σε google, social media, κ.λπ.) αλλά, από την άλλη, δίνουν ένα ιδιαίτερο ύφος που, απ' όσα δικά σου κείμενα ή σχόλια διάβασα, νομίζω ότι σε χαρακτηρίζει.
Δεν κατάλαβα ακριβώς τι έγινε και βγήκε η ιστορία εκτός κατάταξης, δεν ξέρω καν αν θα διαβάσεις αυτό το σχόλιο, αλλά θα ήθελα να πω ότι θα το ήθελα να είχες παίξει μαζί μας μέχρι το τέλος.

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..