Jump to content

Θνητός δαίμονας


Guest

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Thodoris
Είδος: Ψυχολογικού τρόμου/Gore
Βία; Ναι
Σεξ; Ναι
Αριθμός Λέξεων: 7,088
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Η ιστορία απευθύνεται αποκλειστικά σε ενήλικες. Περιλαμβάνει πολύ σοκαριστικές σκηνές βίας και σεξ.


  

Spoiler

Ο Στέφανος πήρε την τελευταία ρουφηξιά από το πουράκι του και το πέταξε πάνω στο κατακρεουργημένο σώμα της Μαρίας, σώμα του οποίου τα απομεινάρια περισσότερο έμοιαζαν με το κονιορτοποιημένο περιεχόμενο σε μία εργοστασιακή μηχανή αλέσματος που χρησιμοποιούν οι χασάπηδες, παρά με σώμα που κάποτε κατοικούνταν από μία ψυχή.

Το πουράκι τσιτσίρισε πάνω στην άμορφη μάζα που κάποτε ήταν το κεφάλι της Μαρίας και ο Στέφανος χασκογέλασε.

Πλησίασε την Μαρία, κατέβασε το παντελόνι του και κατούρησε το πτώμα της.

Όση ώρα κατουρούσε, η ματιά του είχε διασταυρωθεί με τις κατακκόκινες κόρες των ματιών της, των οποίων το τελευταίο θέαμα ήταν το τσεκούρι του Στέφανου να πετσοκόβει ανελέητα το κεφάλι της, σαν να ήταν κορμός δέντρου.

Όταν τελείωσε το κατούρημα, έκλεισε το μάτι του στα ορθάνοιχτα δικά της και μπορούσε σχεδόν να δει την αντανάκλασή του στην γυαλάδα τους.

Πήρε το φρεσκοακονισμένο τσεκούρι του και το ειδικά ενισχυμένο σκοινί με το οποίο την είχε δέσει σε μία στήλη στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, τα έβαλε σε μία βαλίτσα και έβγαλε από μία μικρή σακούλα ένα μπουκάλι 500ml που είχε κάποτε αδειάσει το περιεχόμενό του και το αντικατέστησε με βενζίνη.

Πλησίασε το πτώμα της Μαρίας, της υπαλλήλου του περίπτερου της γειτονιάς του την οποία προσπαθούσε να φλερτάρει κάθε φορά που πήγαινε να αγοράσει τα πουράκια Meharis του και η οποία πάντα αδιαφορούσε για αυτόν, ακόμα και το χαμόγελό της ήταν τεντωμένο σαν να το έπιανε με τσιμπιδάκια, ίσα ίσα για τα τυπικά.

 

Περιέλουσε την Μαρία με το εύφλεκτο υγρό και την ίδια ώρα σιγοτραγουδούσε το ρεφραίν από το "Αγάπες μου περαστικές" του Μανώλη Αγγελόπουλου.

 

Έβγαλε ένα πουράκι και το άναψε ενώ θυμόταν το πόσο εύκολο ήταν να την απαγάγει εκείνη την βροχερή μέρα που δυσκολευόταν να ανοίξει την ομπρέλα της και προθυμοποιήθηκε να την πάρει με το αυτοκίνητό του.

Μπορεί να μην τον έβλεπε ποτέ ερωτικά ή έστω φιλικά, δεν ήταν ο τύπος της, όμως θα ήταν χρήσιμη η βοήθειά του και το θεώρησε καρμικό να τύχει να περνάει εκείνη την ώρα με το αμάξι.

Εκείνος ήταν ευγενικός και σφύριζε κεφάτα τον ρυθμό του παλιού τραγουδιού που έπαιζε εκείνη την ώρα στο ραδιόφωνο.

Εκείνη προσπαθούσε να μην κοιτάει τον καθρέφτη του οδηγού από τον φόβο της αμηχανίας μη τυχόν και διασταυρωθούν οι ματιές του: θα της έκανε απλά μία εξυπηρέτηση και θα του έλεγε ένα "ευχαριστώ" όταν θα άνοιγε την πόρτα για να βγει όμως δεν θα άλλαζε κάτι μεταξύ τους, ούτε θα του συμπεριφερόταν διαφορετικά κάθε φορά που εκείνος θα ερχόταν στο  περίπτερο.

Όταν σταμάτησε το αμάξι ακριβώς έξω από την πολυκατοικία της, ο Στέφανος έκλεισε το ραδιόφωνο, γύρισε και την κοίταξε.

"Εδώ δεν κατεβαίνεις, ε;" την ρώτησε ενώ ένα περίεργο μειδίαμα άρχισε να σχηματίζεται στις άκρες του προσώπου του και σιγά σιγά, σαν χέλι, μετακινούνταν προς τα χείλη του, σαν να ζωντάνευε τα ακίνητα σαν αγάλματος χατακτηριστικά του προσώπου του.

Η Μαρία κοίταξε σιγά σιγά προς τον καθρέφτη του οδηγού όπου είδε έναν Στέφανο που χαμογελούσε για πρώτη φορά εδώ και χρόνια στα οποία αγνοούσε την δυνατότητά του για να νιώσει αισθήματα, τόσο παγερός της φαινόταν, τόσο μηχανικά έλεγε "Καλημέρα" , ζητούσε τα πουράκια του και χαιρετούσε φεύγοντας (όταν δεν είχαν σε απόθεμα τα πουράκια του, τα παράγγελνε online).

"Θέλεις να μάθεις πως το ξέρω, ότι μένεις εδώ, Μαρία;" την ρώτησε και χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση, πάτησε το κουμπί με το οποίο κλείδωσαν  αυτόματα οι πόρτες του συνοδηγού.

Οι κραυγές της δεν ακούστηκαν από κανέναν γείτονα: η βροχή δεν επέτρεπε την διασπορά του ήχου και ο Στέφανος γνώριζε αρκετά από ηχομόνωση ώστε να καλύψει με ειδική τσόχα το εσωτερικό του αμαξιού του, σαν την ηχοαπορροφητική τσόχα που έχουν στα studio ηχογράφησης.

 

Ο Στέφανος την νάρκωσε με μυοχαλαρωτική υποδέρμια ένεση και με χλωροφόρμιο.

Κάποτε δούλευε ως βοηθός νοσηλευτή σε νοσοκομείο και είχε μάθει αρκετά πράματα τα οποία του είχαν φανεί χρήσιμα στους σκοτωμούς, πως να κόβει και ασκώντας την τάδε πίεση, πως να ακονίζει τα εργαλεία του θανάτου και πως να τα καθαρίζει από δαχτυλικά αποτυπώματα, από που να προμηθεύεται χειρουργικά γάντια μίας χρήσης από πολυουρεθάνη χωρίς να κινεί τις υποψίες, ποια μέρη του σώματος είναι τα πιο ευάλωτα.

Στο εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο μπορούσε να κάνει ό,τι θέλει και με το πάσο του, είχε βάλει ανιχνευτές κίνησης στις κύριες εισόδους οπότε όποιος και αν έμπαινε, είτε ήταν απλά περίεργος που έκανε αστική εξερεύνηση, άστεγος ή ναρκομανής, οι μίνι συσκευές τον  προειδοποιούσαν 10 λεπτά νωρίτερα.

Το πουράκι είχε σβήσει από ώρα και ο Στέφανος όση ώρα ονειροπολούσε το μασούσε υποσυνείδητα, αφήνοντας στο στόμα του ένα μούδιασμα και μία απόγευση σαν παλιό πεπιεσμένο χαρτί.

Έφτυσε το πουράκι στο χώμα μπροστά της και μάζεψε την βαλίτσα με όλα του τα πράματα και τους mini ανιχνευτές.

Άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στην άμορφη μάζα.

Καθώς πήρε αμέσως φωτιά, άρχισε να απομακρύνεται όλως πριν γυρίσει για να φύγει ψιθύρισε "Αντίο, Μαρία... ήσουν από τις αγαπημένες μου".

Είχε ένα βαζάκι μέσα στο οποίο έβαζε λίγες κομμένες τρίχες από τα μαλλιά του κάθε του θύματος και απ' έξω, στην ετικέτα περιγραφής έγραφε το όνομά του καθώς και την ημερομηνία.

Αν το θύμα είχε κάτι το ιδιαίτερο, το θεωρούσε καθήκον του, ως φόρο τιμής, να το συλλέξει και αυτό.

Αν κάποια κοπέλα είχε ελιά πάνω στις ρόγες ή αν κάποιος είχε λαγόχειλο, τα θεωρούσε εκλεκτά αποκτήματα.

Όταν γύρισε σπίτι του από την δουλειά του, φροντιστής ατόμων με αναπηρία, καθόταν και τα κοιτούσε ενώ έπαιζε στο χέρι του το ζάρι, το ζάρι που έριχνε κάθε φορά ώστε να αποφασίσει ποια μέρα και ποιου μήνα θα σκότωνε ξανά.

Έριχνε το ζάρι και άφηνε την Μοίρα να αποφασίσει για τα άλλα: αν το ζάρι κατέληγε σε 5, αυτό σήμαινε πως την 5η μέρα.

Μετά έπαιρνε 2 όστινα ζάρια και τα έριχνε μέχρι να σχηματίσουν τον μήνα, από άσσο μέχρι 12. 

Τις ημέρες που δεν δούλευε κατασκόπευε το επόμενο θύμα του, φροντίζοντας πάντα να είναι διαφορετικό από το προηγούμενο για να μπερδεύει τους ψυχολόγους που συνεργαζόμενοι με την αστυνομία και τους ντετέκτιβ, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν το ψυχογραφικό του προφίλ.

Διαφορετική ηλικία, διαφορετικό φύλο, διαφορετική δουλειά, διαφορετική περιοχή εξαφάνισης και απαγωγής, όλα διαφορετικά, κανένα κοινό μοτίβο.

Ο Στέφανος πήρε το βαζάκι της Μαρίας και το σήκωσε στο φως μπροστά του: τα χρυσοκάστανα μαλλιά της έλαμπαν σαν παγιδευμένη ηλιαχτίδα στο λυκόφως.

Άνοιξε το βάζο το οποίο περιείχε νερό, φορμόλη και λίγο ροδόνερο και το μύρισε.

Πήρε μία βαθιά ανάσα και κοίταξε στον τοίχο την κρεμασμένη παλιά φωτογραφία της μητέρας του.

"Όσες και αν σκοτώσω, καμιά δεν θα σε αναπληρώσει Μητέρα" μουρμούρισε ο Στέφανος ενώ τοποθέτησε ευλαβικά το βάζο με τις τρίχες από τα μαλλιά της Μαρίας πάνω στο σεμέ, κάτω από την φωτογραφία της.

Μικρό τον κακοποιούσε η μητέρα του όμως κάθε φορά τον χάιδευε και του ζητούσε συγνώμη μετά, του αγόραζε Μίκυ Μάους, καραμέλες και παιχνίδια και τον αγκάλιαζε.

Την ίδια την βίαζε σε καθημερινή βάση ο πατέρας του, ένας μόνιμως μέθυσος φορτηγατζής που όταν δεν έλειπε σε δουλειά, βίαζε και έδερνε την μητέρα του μπροστά στα μάτια του μικρού Στέφανου ενώ γελούσε όσο αυτός έκλαιγε.

"Κοίτα γιε μου, έτσι πρέπει να φέρεσαι στις γυναίκες, το γουστάρουν αυτό! Κοίτα πως την γαμάω ενώ της σφίγγω το λαιμό, κοίτα πως παλεύει να ανασάνει και συγχρόνως κόβονται οι ανάσες της από τον πόνο! Κράτα σημειώσεις!".

Η μητέρα του έβλεπε στο πρόσωπο του Στέφανου τον σύζυγό της και προσπαθούσε να τον πληγώσει όπως την πλήγωνε ο άντραα της όμως μετά ένιωθε τύψεις και ήθελε να την συγχωρέσει.

Ο πατέρας του σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό μία μέρα που είχε πιει παραπάνω απ' όσο άντεχε και πέρασε με κόκκινο, πέφτωντας πάνω σε κάποιο άλλο φορτηγό.

Από τότε μητέρα του του ετοίμαζε πρωινό πριν φύγει για το σχολείο και ήταν στοργική απέναντί του όμως κάθε νύχτα άνοιγε την πόρτα του δωματίου του και τον ανάγκαζε να την αγγίζει, τραβούσε τα χέρια του πάνω της και έβαζε τον πούτσο του μέσα στο στόμα της ακόμα και αν ο Στέφανος έκλαιγε ενώ τον διάταζε να της τραβάει τα μαλλιά και να την χτυπάει.

Στο σχολείο ο Στέφανος δεν έκανε παρέα με κανέναν και όλοι αγνοούσαν την ύπαρξή του.

Ήταν ο καλύτερος μαθητής αλλά δεν τον ένοιαζε καν, το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει κακό σε κάποιον, διψούσε για αίμα και εκδίκηση, ήθελε να σκοτώσει κάποιον που θα έμοιαζε στον πατέρα του.

Ο καθηγητής της Ιστορίας του ήταν σχεδόν ολόιδιος με τον πατέρα του και μία μέρα ο Στέφανος περίμενε να φύγουν τα άλλα παιδιά και να μείνουν μόνοι τους.

Έκλεισε την πόρτα και έτρεξε πάνω στον κ. Νίκο φωνάζοντας "ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΟΛΑ ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ!!!".

Ο κ. Νίκος δεν κατάλαβε καν τι συνέβαινε, νόμιζε πως επρόκειτο για φάρσα.

Ο Μιχάλης είχε κρύψει στη τσέπη του παντελονιού του ένα ψαλίδι και με αυτό χτυπούσε τον αποσβωλομένο κ. Νίκο ξανά και ξανά, σαν να ήταν παιχνίδι πινιάτας.

Κάθε φορά που τον μαχαίρωνε φώναζε "συγνώμη" και το πρόσωπό του ήταν σαν σατυρικό προσωπείο αρχαίου θεάτρου, μισό χαρούμενο και μισό λυπημένο.

Μετά την 51η μαχαιριά και αφού ο κ. Νίκος δεν αντιδρούσε, ο Στέφανος ξάπλωσε δίπλα του και πήρε το χέρι του κ. Νίκου, το πέρασε γύρω από το κεφάλι του, πήρε εμβρυϊκή στάση και αποκοιμήθηκε, νιώθοντας ασφάλεια και θαλπωρή.

 

Δεν αντέδρασε, ούτε κουνήθηκε όταν άκουσε τις φωνές των παιδιών και τις σειρήνες των περιπολικών, παρέμεινε εκεί μέχρι που 2 γεροδεμένοι αστυνομικοί της ΟΠΚΕ τον τράβηξαν με δύναμη, λεα και ήταν κούκλα και δεν ζύγιζε παραπάνω από 2 κιλά.

"ΟΧΙ!! ΟΧΙ!! ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΚΑΤΩ, ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ ΡΕ ΜΠΑΣΤΑΡΔΑ!!!" ούρλιαζε ικετευτικά στους αστυνομικούς της αντιτρομοκρατικής.

"ΜΠΑΜΠΑ, ΠΕΣ ΤΗΝ ΜΑΜΑ ΟΤΙ ΘΑ ΑΡΓΗΣΩ ΝΑ ΓΥΡΙΣΩ ΣΠΙΤΙ!! ΝΑ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ!!" φώναζε καθώς οι αστυνομικοί τον τραβούσαν ανάμεσα από τους συμμαθητές τους που περίεργα κοιτούσαν το θέαμα χωρίς να λένε κάτι, μερικοί ψιθύριζαν μόνο πως "ήταν ο καλύτερος μαθητής" λες και αυτό καθιστούσε το όλο περιστατικό αποκύημα της φαντασίαα τους, πως ήταν παράλογο και απίστευτο ένας καλός μαθητής να έκανε ένα τόσο φρικτό έγκλημα.

Ο Στέφανος κατέληξε στις ψυχιατρικές φυλακές όπου πέρασε 4 δύσκολα χρόνια μέσα στην απόγνωση και την κατάθλιψη, με μόνη παρέα τους κάτασπρους τείχους, την τηλεόραση που έπαιζε συνέχεια το ίδιο κανάλι και τους άλλους τρόφιμους οι οποίοι δεν μιλούσαν ποτέ για την μητέρα και τον πατέρα του, επομένως δεν τον ενδιέφεραν οι προσωπικές τους ανησυχίες και φόβοι.

Η μητέρα του πέθανε από εγκεφαλικό όταν το έμαθε, κάτι που οι ψυχολόγοι δεν του το είπαν όσο ήταν τρόφιμος, δεν έπρεπε η είδηση αυτή να σαμποτάρει την όποια (φαινομενική έστω) πρόοδό του.

Ο Στέφανος όταν πήρε εξιτήριο το πρώτο πράμα που έκανε ήταν να πάει στον τάφο της και να τον ξεθάψει.

Ήταν μόνος του στο νεκροταφείο η σειρά στην οποία βρίσκονταν ο τάφος της ήταν πιο μακριά από τους υπόλοιπους.

Όταν τον ξέθαψε, έσπασε με μία πέτρα το μάρμαρο μέχρι να κάνει ρωγμές και μετά άρχισε να χοροπηδάει μέχρι να υποχωρήσει και το υπόλοιπο.

Άνοιξε τον τάφο και έβγαλε έξω τον σκελετό της μητέρας του.

Τον αγκάλιασε και άρχισε να λικνίζεται μαζί του σαν να χόρευαν σε κάποια αργη μουσική.

"Πόσο λυπάμαι...τα χρόνια που πήγαν χαμένα...μέχρι να γνωρίσω εσένα...που πρόσμενα καιρό..."  ψιθύριζε το αγαπημένο τραγούδι της μητέρας του.

Άρχισε να φιλάει την νεκροκεφαλή της και γύρισε απότομα καθώς άκουσε να πλησιάζουν βιαστικά βήματα.

Ο νεκροθάφτης που είχε να ξεθάψει έναν τάφο εκεί κοντά πριν από μία κηδεία, τον είδε από μακριά να κάνει περίεργες κινήσεις που δεν αρμόζουν σε ένα μέρος σαν αυτό, δεν αρμόζουν στην σοβαρότητα του νεκρικού βασιλείου, τόπος μνήμης και δόξας των περασμένων.

"Τι κάνετε εκεί;" φώναξε από μακριά στον Στέφανο.

Ο Στέφανος έβαλε κάτω την νεκροκεφαλή της μητέρας του λέγοντάς της με ερωτικό τόνο "περίμενε λιγάκι μανούλα, έχω να διευθετήσω κάτι, δεν θα αργήσω".

Πήρε ένα οστό, μία κνήμη, και πλησίασε τον νεκροθάφτη.

"Έχω μία ερώτηση για εσάς" φώναξε παίρνοντας σκεφτικό ύφος, σαν να τον προβλημάτιζε καιρό.

Ο νεκροθάφτης πλησιάζοντας προα τον Στέφανο αντίκρυσε τον ανοιγμένο τάφο και χλώμιασε.

Αμέσω έχασε την ισορροπία του και έπεσε κάτω.

Δυσκολευόταν να αναπνεύσει, εκλιπαρόντας τον Στέφανο να του δώσει από την τσέπη του παντελονιού του την συσκευή σπρέι που είχε για το άσθμα του.

Ο Στέφανος τον πλησίασε ενώ τον παρατηρούσε ανεπηρέαστος από το θέαμα, απολαμβάνοντας την ησυχία του τοπίου και την μυρωδιά των κυπαρισσιών, σαν να είχε πάει κάποια εκδρομή στη φύση μακριά από το άγχος και την βιασύνη της πόλης.

"Όταν εσείς οι νεκροθάφτες πεθαίνετε, οι νεκροθάφτες οι οποίοι σας θάβουν είναι φιλαράκια σας και συνάδερφοί σας; Δεν είναι λίγο αστείο αυτό αν το σκεφτείς;" ρώτησε τον πεσμένο νεκροθάφτη ο οποίος είχε κοκκινήσει σαν ντομάτα και έπιανε με το ένα χέρι τον λαιμό του ενώ με το άλλο έδειχνε την συσκευή που είχε πάρει ο Στέφανος από το παντελόνι του και την κρατούσε μπροστά στο πρόσωπό του σε απόσταση τέτοια όχι αρκετή για να την φτάσει αλλά ούτε και πολύ μακριά, έτσι ώστε όταν τεντωνόταν να απείχε μόλις μερικά εκατοστά από τα χέρια του.

Ο Στέφανος χαμογέλασε.

Ρούφηξε ένα φους από το σπρέι για το άσθμα και σκύβοντας στον νεκροθάφτη, του έδωσε ένα φιλί.

"Υποθέτω πως δεν λειτουργεί έτσι, σωστά;" ρώτησε ρητορικά και την ίδια στιγμή άρχισε να τον κοπανάει με το οστό από την κνήμη της μητέρας του.

Όσο πεταγόταν τα αίματα στο πρόσωπό του, αυτός με την γλώσσα του τα έγλυφε σαν να ήταν κάποια σως.

"Κάναμε καλή δουλειά, μανούλα!" φώναξε χαρούμενα στο τέλος, χαιδεύοντας απαλά το κόκκαλο.

Πλησίασε τον ανοιγμένο τάφο της και απόθεσε ευλαβικά το κόκκαλο, σχηματίζοντας σαν να ήταν παζλ, την εικόνα του σκελετού όπως ήταν σωστά ανατομικά.

Έκανε τον σταυρό του ενώ την σκεφτόταν.

"Να' σαι καλά εκεί πάνω. Θα ανταμώσουμε σύντομα. Ελπίζω να αργήσουν να με πιάσουν αλλά όταν θα ξαναειδωθούμε, υπόσχομαι πως θα έχω πολλές ιστορίες να σου πω".

 

Πήρε αγκαλιά την νεκροκεφαλή της και την φίλησε αποχαιρετίζοντάς την.

"Αντίο μανούλα... Σ' αγαπώ πολύ..".

 

Άλλαξε το ονοματεπώνυμο του ώστε να μην φαίνεται στο σύστημα το ποινικό του μητρώο.

Πέταξε όλα τα ψυχοφάρμακα για την θεραπεία της σχιζοφρένειας στον νιπτήρα του σπιτιού της μητέρας του το οποίο του άφησε στην διαθήκη της.

Καθώς τα πετούσε μουρμούριζε "κανείς δεν θα μας χωρίσει ξανά μανούλα, κανείς, κανείς, κανείς...".

Έβαλε δυνατά να παίζει metal μουσική, Iron Maiden και Megadeth και χόρευε γυμνός μέσα στο σπίτι.

Ένιωθε σαν λύκος που το έσκασε από κάποιον ζωολογικό κήπο.

Είχε βγάλει 3 δόντια από την νεκροκεφαλή της μητέραα του στα οποία χάραξε αριθμούς για να μοιάζουν σαν ζάρια τα οποία είχε πάντα μαζί του όπου και αν βρίσκονταν.

Η νοσηρή του ανάγκη για να σκοτώνει απαιτούσε χρήματα, χρήματα για εξοπλισμό, εργαλεία, αυτοκίνητο, σκοινιά και μυοχαλαρωτικά-αναισθητικά φάρμακα και σύριγγες.

Η μητέρα του όσο ζούσε έκανε οικονομίες ξοδεύοντας μόνο για τα απολύτως απαραίτητα και αποταμίευε όσα χρήματα της έδινε ο πατέρας του.

Κληρονόμησε ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που ανερχόταν στο μισό εκατομμύριο ευρώ.

Ο Στέφανος δεν είχε πρόβλημα να τρέφεται ακόμα και με παξιμάδια και έτοιμες κομμένες φέτες τυποποιημένου ζαμπόν και κασεριού, δεν είχε κάποια ανάγκη πέρα από την εκπλήρωση του στόχου του, αυτού του να δημιουργεί τις συνθήκες και τα ερεθίσματα τα οποία βίωνε κατά την παιδική του τραυματική ηλικία.

Όσο αναπαριστούσε τον ίδιο πόνο στους άλλους, ένιωθε ξανά παιδί, ένιωθε οικειότητα, θαλπωρή και γαλήνη.

Το πρώτο του θύμα ήταν ο Γιώργος, ένας άστεγος ο οποίος κοιμόταν πάνω σε κάτι χαρτόνια, ψάχνωντας τα σκουπίδια για να βρει τυχόν αποφάγια, ζώντας με την επαιτεία.

Ο Στέφανος τον πλησίασε με ύφος καλού σαμαρείτη και του πρότεινε να τον ακολουθήσει στο σπίτι του στο οποίο θα έκανε μπάνιο, θα ξυριζόταν και θα έτρωγε ό,τι και όσο ήθελε.

Ο Γιώργος αν και διστακτικός, ακολούθησε τον Στέφανο.

Το σπίτι μύριζε άσχημα, μούχλα και σκόνη μαζί, σαν να μην είχε αεριστεί και καθαριστεί εδώ και χρόνια όμως ο Γιώργος είχε συνηθίσει στην δυσωδία των δρόμων και δεν είχε καθόλου προσδοκίες.

Ο Στέφανος του έδωσε ένα ποτήρι χυμό πορτοκαλάδα στο οποίο έριξε μερικά αναβράζοντα δισκία λέγοντας πως είναι βιταμίνες και θα βοηθήσουν τον Γιώργο να αναζωογονήσει τις δυνάμεις του.

Περίμενε τον Γιώργο να το πιει ενώ κοιτούσε έντονα, σαν κάποιος που φιλοξένησε έναν στο σπίτι του για φαγοπότι και νιώθει προσβεβλημένος σαν οικοδεσπότης αν ο καλεσμένος δεν φάει και την τελευταία μπουκιά από το φαγητό του και πιει και την τελευταία γουλιά από το ποτό του.

Ο Γιώργος το αισθάνθηκε αυτό και θέλοντας να υποκύψει στις ιδιοτροπίες του ανθρώπου που προμυθοποιήθηκε τόσο αλληλέγγυα να τον βοηθήσει, ήπιε μονορούφι το υγρό στο ποτήρι.

Όταν ήπιε την τελευταία γουλιά ρεύτηκε και ο Στέφανος γέλασε, χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

Πήρε το ποτήρι του και πήγε να το πλύνει, μία εκκεντρικότητα ή εμμονή με την καθαριότητα την οποία δεν σχολίασε ο Γιώργος, ούτε παραξενεύτηκε που ο Στέφανος δεν είχε άλλα ποτήρια ή πιάτα στη κουζίνα του η οποία έμοιαζε σαν τις κουζίνες των ψεύτικων σπιτιών που χρησιμοποιούνταν για τις πυρηνικές δοκιμές στην Αμερική στη δεκαετία του  1950 όπου είχαν μέσα κούκλες σε πραγματικό μέγεθος ανθρώπων για καλύτερα αποτελέσματα και στατιστικές των ερευνών για την μέτρηση της αποτελεσματικότητας των βομβών καθώς και του ωστικού κύματός τους.

Πλησίασε τον ανοιγμένο υπολογιστη του Στέφανου ο οποίος ήταν ανοιγμένος στην ιστοσελίδα WatchPeopleDie ενώ έπαιζε ένα βίντεο από έναν αποκεφαλισμό: μερικοί στρατιώτες της ISIS αποκεφάλιζαν στο όνομα του Αλλάχ έναν άπιστο όμηρό τους.

Είχε και άλλες σελίδες ανοιχτές, την SeeGore, την DocumentingReality, την Kaotic, την Gorecenter, την effedupmovies και άλλες ιστοσελίδες.

Ο Γιώργος άρχισε να νιώθει περίεργα, σαν να του ερχόταν αναγούλα, όμως δεν ήθελε να στεναχωρήσει τον Στέφανο κάνοντας εμετό στο πάτωμα.

"Που είναι το μπάνιο;" ρώτησε διστακτικά.

Ο Στέφανος χαμογέλασε.

"Ακολούθησέ με" είπε προστακτικά, αφήνοντας μηδενικό περιθώριο για συζήτηση.

Ο Γιώργος καθώς περπατούσε ακολουθώντας τον οικοδεσπότη του άρχισε να νιώθει κρύο ιδρώτα χωρίς να κρυώνει, σαν να είχε πυρετό ενώ ήταν Μάϊος και δεν δικαιολογούσε η εποχή αυτή την ψύχρα.

Οι τοίχοι του σπιτιού του ήταν γεμάτοι από χαρακιές, σαν κάποιος να τις έκανε με τα νύχια.

Ο Στέφανος του έδειξε την μπανιέρα και του είπε να ξεντυθεί.

"Μα...δεν θέλω να κάνω μπάνιο.. να κατουρήσω θέλω.." τραύλισε ο άστεγος.

Ο Στέφανος χαμογέλασε.

"Ένα μπάνιο πρώτα να ξεβρωμίσεις και εγώ θα σου πλύνω τα ρούχα, θα μοσχοβολάνε, θα δεις. Έλα, μπες μέσα στη μπανιέρα" είπε στοργικά παροτρύνοντας τον Γιώργο να ακολουθήσει την δική του εμμονή περί καθαριότητας.

Ο Γιώργος ξεντύθηκε και μπήκε στη μπανιέρα νιώθοντας περίεργα που ο οικοδεσπότης παρέμενε εκεί και τον κοιτούσε.

Ο Στέφανος άνοιξε το ζεστό νερό και έριξε μέσα αρκετό αφρόλουτρο, άδειασε ολόκληρο μπουκάλι.

Οι μπουρμπουλήθρες γρήγορα γέμισαν κάθε εκατοστό της μπανιέρας και ο Στέφανος έσκυψε και πήρε ένα σφουγγάρι.

Άρχισε να τρίβει τα πόδια του Γιώργου ο οποίος έβγαλε μία κραυγή απελπισίας ενώ ένιωθε το σώμα του μουδιασμένο, μη μπορώντας να κουνήσει τα χέρια και τα πόδια του.

"Σσσς...ησύχασε πατέρα...θα σε καθαρίσω εγώ, δεν θα είσαι πια βρώμικος...σσσς..." ψιθύρισε ο Στέφανος ενώ παράλληλα πατήσε το τηλεχειριστήριο του cd player για να αρχίσει να παίζει δυνατά metal μουσική, πνίγοντας τις εκκλήσεις για βοήθεια του Γιώργου.

"Σσσς" ψιθύρισε απαλά ο Στέφανος σαν να διηγιόταν κάποιο νανούρισμα σε μικρό παιδί, "ηρέμησε.... όλα θα πάνε καλά...".

Ο Γιώργος σύντομα αποκοιμήθηκε χωρίς να το καταλάβει.

Όταν άνοιξε τα μάτια, ο Στέφανος ήταν από πάνω του και τον ξύριζε.

Του είχε ξυρίσει τα χέρια, τα πόδια, το στήθος και τώρα του ξύριζε τα μαλλιά.

"Τι κάνεις ρε μαλάκα!!!" προσπάθησε να ουρλιάξει ο Γιώργος αλλά δεν βγήκε ούτε κιχ από το στόμα του, δεν μπορούσε να μιλήσει.

Ο Στέφανος είχε κολλήσει με βιομηχανική σούπερ κόλλα τα χείλη μεταξύ τους.

Ο Γιώργος έκλαιγε και ο Στέφανος χαμογελούσε όσο σκούπιζε τα δάκρυά του με ένα χαρτομάντηλο.

"Γιατί κλαις μπαμπάκα; Αφού σου αρέσει αυτό...σσσς..." του φίλησε το ξυρισμένο κεφάλι του.

Άναψε ένα πουράκι, πήρε μία τζούρα και μετά το έσβησε στο δεξί μάτι του Γιώργου.

"Μην κουνιέσαι, μπαμπάκα" ψιθύρισε απαλά.

Συνέχισε για 10 λεπτά ακόμα να τον ξυρίζει και να τον πλένει.

"Τώρα είσαι καθαρός μπαμπάκα!" ανήγγειλε με ενθουσιασμό.

Έβγαλε μία διπλωμένη φαλτσέτα από την τσέπη του και έπιασε τα ξυρισμένα αρχίδια του Γιώργου.

"Πες μου ότι δεν θα ξαναβιάσεις την μαμά μπαμπάκα... ΠΕΣ ΤΟ!!!" ούρλιαξε στον Γιώργο ο οποίος είχε γουρλώσει τα μάτια και προσπαθούσε να φωνάξει σε βοήθεια.

"Δεν το λες, ε μπαμπάκα;"  ρώτησε με παραπονιάρικο τόνο ο Στέφανος.

Έσφιξε με όλη του την δύναμη τα αρχίδια του Γιώργου στην χούφτα του, ο οποίος από τον πόνο κατάφερε να ανοίξει το στόμα του που την ίδια ώρα μάτωσε εξαιτίας της ισχυρής κόλλας.

"Δεν μ' αγαπάς, ε μπαμπάκα;" ρώτησε ο Στέφανος με ένα βλέμμα σαν να ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα.

Τράβηξε τα αρχίδια του Γιώργου και έκοψε μία σχισμή ανάμεσά τους.

Μετά τα πίεσε και με τα δύο χέρια και αυτά βγήκαν ενώ την ίδια στιγμή ανέβηκαν στην επιφάνεια του νερού.

Ο Γιώργος τα κοίταξε και λιποθύμησε.

"Σσσς... όλα καλά, όλα καλά μπαμπάκα..." ψιθύρισε ο Στέφανος.

Έριξε και άλλο μπουκάλι αφρόλουτρο και το κόκκινο που αναδυόταν από την τομή που του είχε κάνει σιγά σιγά διαλυόταν μέσα σε ένα ήπιο άρωμα βανίλιας και σανταλόξυλου.

Πήρε τα ξεριζωμένα αρχίδια και τα έβαλε σε ένα βαζάκι ενώ έγραψε από έξω την ημερομηνία.

Έκοψε τα άκρα και το κεφάλι του Γιώργου και τα έβαμε σε 2 μεγάλες μαύρες σακούλες σκουπιδιών και τα υπολείμματα σε άλλες 2.

Πήγε το βράδυ και τα πέταξε στον σκουπιδοτενεκέ απ' όπου έβρισκε το φαγητό του ο Γιώργος.

Έριξε τα ματωμένα ζάρια και έτυχε 4 και 6.

4 Ιουνίου θα ήταν το επόμενο θύμα του.

 

Ο Στέφανος ονειροπολούσε ενώ έβλεπε τα αρχίδια του Γιώργου να αιωρούνται μέσα στο βαζάκι με νερό, φορμόλη και ροδόνερο που είχε κάτω από την κορνίζα της φωτογραφίας της μητέρας του.

 

Ήταν γυμνός, φορώντας μόνο το βελούδινο μπουρνούζι του σε χρώμα βαθυκόκκινο, ενώ κάπνιζε τα πουράκια του και έβλεπε ταινία στον υπολογιστή.

Έβλεπε την "Σιωπή των Αμνών" και γελούσε κάθε φορά που ο Χάνιμπαλ Λέκτερ μιλούσε για το πόσο νόστιμη είναι η ανθρώπινη σάρκα.

 

Στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών, ο Βασίλης, ντετέκτιβ επί 15 χρόνια, είχε αναλάβει πολλές υποθέσεις κατά συρροήν δολοφόνων όμως η περίπτωση του Στέφανου ήταν περίεργη.

Χτυπούσε σε τυχαίες ημερομηνίες, τα θύματά του διέφεραν αρκετά μεταξύ τους και δεν άφηνε ποτέ ίχνη, με μοναδική εξαίρεση τα μισοσβησμένα πουράκια που το τμήμα αυτοψιών και ερευνών του τόπων των εγκλημάτων (γνωστό στο κοινό μέσων των αστυνομικών σίριαλ της τηλεόρασης ως CSI -Crime Scene Investigation- ) θεωρούσε αδύνατον να οδηγήσουν σε κάποιο δρόμο, καθώς, σε αντίθεση με τα τσιγάρα, τα πούρα και τα πουράκια φτιάχνονται από 100% οργανικά ταμπακόφυλλα μέσα στα οποία μπαίνει ο καπνός και το λίπος που αφήνει η θερμότητα του σώματος και φανερώνεται μέσω των δαχτυλικών απωτυπωμάτων, καθιστούν αδύνατη την όποια εξακρίβωση και σύγκριση.

Το μόνο που μπορούσαν να πουν με απόλυτη βεβαιότητα είναι πως ήταν πουράκια μάρκας Meharis και αυτό επειδή σε 2 περιπτώσεις δολοφονιών, σε κάδο σκουπιδιών σε κοντινή απόσταση βρέθηκε το τσαλακωμένο κουτί τους.

Ο δράστης ήταν ψυχοπαθής αλλά δεν ήταν χαζός: ήξερε για τα δαχτυλικά αποτυπώματα και έπαιρνε τις προφυλάξεις του χρησιμοποιώντας ειδικά γάντια μίας χρήσης.

Στο κουτί συσκευασίας δεν βρήκαν κανένα δαχτυλικό αποτύπωμα όμως ήταν βέβαιος ο Βασίλης πως ανήκαν στον δράστη.

"Στα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια συχνάζουν άστεγοι και ναρκομανείς. Δεν νομίζω να έχει  να δίνει πάνω από 10€ για τα πουράκια, καμία από τις δύο κοινωνικές ομάδες. Είναι δικά του, το ξέρω πως είναι δικά του, το νιώθω, απλά το νιώθω" έλεγε ο Βασίλης στην συνεργάτριά του, την Σοφία, καθώς τελείωνε την ενημέρωση των βοηθών, αστυνομικών, μυστικών αστυνομικών και εθελοντών.

Η Σοφία δεν είχε ξαναδουλέψει σε παρόμοια υπόθεση όμως ήξερε πως μπορούσε να φανεί χρήσιμη με κάποιον τρόπο.

Η καριέρα της στην Άμεση Δράση ήταν πολλά υποσχόμενη και όταν έδωσε τις εξετάσεις για να περάσει στη σχολή των ερευνητών, ήξερε καλά τους κινδύνους που την περίμεναν και ήταν συνειδητή απόφαση, δεν κυνηγούσε απλά την καριέρα, πίστευε σε αυτό, πίστευε στον σκοπό της Υπηρεσίας.

Μπορεί να ήταν 10 χρόνια μικρότερη από τον Βασίλη όμως έδειχνε μεγαλύτερο ζήλο και επιμονή για να μάθει νέα πράματα ώστε να βοηθήσει περισσότερο με τις έρευνες απ' ότι έδειχναν συνάδερφοί της με τα διπλάσια χρόνια εμπειρίας στην Υπηρεσία.

 

Μπήκαν στο υπηρεσιακό αμάξι και ξεκίνησαν για να συναντήσουν τον πρώτο και μοναδικό αυτόπτη μάρτυρα, έναν άστεγο ονόματι Παναγιώτη.

Ο Παναγιώτης ήταν φίλος με έναν από τα θύματα, τον Γιώργο, ο οποίος είχε εξαφανιστεί, σαν να άνοιξε η γη και να τον κατάπιε, εδώ και 7 μήνες.

Στην αρχή φοβόταν να μιλήσει με την αστυνομία, πίστευε πως ίσως να τον προσήγαγαν στο τμήμα επειδή είχε ζήσει για ένα διάστημα στην Αμερική και εκεί τους αστέγους τους θεωρούν παράνομους αν επαιτούν ή αν κοιμούνται έξω, σε παγκάκια και σε πάρκα.

Όμως εξαφανίστηκαν και άλλα άτομα και ο Παναγιώτης ένιωθε φόβο κάθε φορά που έπεφτε το σκοτάδι και περιφερόταν μονάχος του στους δρόμους, κάθε νέα είδηση για κάποιον δολοφονημένο ή εξαφανισμένο τον έκανε να νιώθει ένα ρίγος να τον διαπερνάει, σαν τον θανατηφόρο ηλεκτρισμό της ηλεκτρικής καρέκλας στους φυλακισμέμους που πρόκειται να εκτελεστούν για τα αποτρόπαια εγκλήματα που τέλεσαν.

Όταν σταμάτησε το μαύρο υπηρεσιακό αμάξι με φιμέ τζάμια και χωρίς πινακίδες δίπλα στον Παναγιώτη, εκείνος άρχισε να φωνάζει για βοήθεια νομίζοντας πως ήταν ο δολοφόνος.

"Ησύχασε, είμαστε οι καλοί" του είπε η Σοφία μέσα από το παράθυρο.

Ανακουφισμένος, ο Παναγιώτης πλησίασε  το αυτοκίνητο και τους χαιρέτησε.

Δεν μπορούσε να συνεισφέρει πολύ στην έρευνα, η μόνη πληροφορία που μπορούσε να τους δώσει ήταν πως μία μέρα τον πλησίασε ένας τύπος, περίπου 22 χρονών, αρκετά ψηλός, περίπου 1,90, με μακριά μαύρα μαλλιά σαν να είχε να κουρευτεί χρόνια και με ένα πουράκι στην άκρη του στόματός του, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να του δώσει κάτι να φάει, ρούχα και χρήματα, αν τον ακολουθούσε στο σπίτι του.

Κάτι δεν άρεσε στον Παναγιώτη πάνω του, είχε ένα σκοτεινό χαμόγελο, σαν αυτά τα αγάλματα στους εξώστες των Μεσαιωνικών κάστρων, κάτι το ακατανόητα δυσοίωνο, παρ' όλο που είχε κάτασπρα δόντια, ευγενική φυσιογνωμία σαν αριστοκράτης και μιλούσε με μία προφορά σαν να μεγάλωσε σε σπίτι καλλιτεχνών.

Τα πάντα πάνω του ήταν γοητευτικά εκτός από το χαμόγελό του και ο Παναγιώτης ευγενικά αρνήθηκε την πρόταση του.

"Εκείνος επέμενε και όταν του είπα να με αφήσει ήσυχο μου απεύθηνε τον λόγο σαν να ήμουν αδερφός ή πολύ καλός φίλος του, σε κάποια φάση, απορημένος για την άρνησή μου, με ρώτησε στεναχωρημένος "γιατί δεν μ' αγαπάς, μπαμπά;" και μετά πανικοβλήθηκε και άρχισε να τρέχει προς τα εκεί" είπε ο Παναγιώτης δείχνοντας προς την κατεύθυνση που οδηγούσε στην γειτονιά του Στέφανου.

"Μπαμπά;" μουρμούρησε απορημένα η Σοφία, κοιτάζοντας ερευνητικά τον Βασίλη σε μία προσπάθειά της να καταλάβει από την αντίδρασή του, αν εκείνος σκεφτόταν κάτι συγκεκριμένο.

"Τέλος πάντων, ευχαριστούμε όπως και να έχει" είπε σε φιλικό τόνο ο Βασίλης στον Παναγιώτη και του έδωσε 5€ να πάρει κάτι να φάει.

Του έδωσε και η Σοφία 2€ που είχε σε ψιλά και τους ευχαρίστησε και τους 2, δίνοντας ευχές για μία έρευνα που θα καρποφορούσε και ελπίδες για την σύλληψη του δράστη που του στέρησε έναν καλό και έμπιστο φίλο, κάτι το εξαιρετικά δυσέυρετο στο πεζοδρόμιο, στον ωμό πεζοδρόμιο της ζωής των δρόμων που όλοι μαχαιρώνουν όλους για μερικά ευρώ και οι λέξεις "φιλία" , "ανθρωπιά" , "καλοσύνη" και "αλληλεγγυή" απουσιάζουν από το λεξιλόγιο.

Τον χαιρέτησαν και ξεκίνησαν οτ αμάξι προς άγνωστη διαδρομή, απλά περιφέρονταν στους δρόμους της γειτονιάς, μήπως δουν κάτι που φαινόταν λάθος, σαν να μην ανήκε εκεί, κάτι που ίσως το αξιοποιούσαν ως ίχνος το οποίο ίσως να οδηγούσε σε άλλο ίχνος, στο κυνήγι του θησαυρού που ονομαζόταν "έρευνα".

Μερικά πράματα τα αισθάνεσαι ως ντετέκτιβ, μερικές γειτονιές μυρίζουν θάνατο και απειλή ενω είναι πιο φωτισμένες και από γκαλά δεξιώσεων, μερικές εικόνες ξινίζουν τα εκπαιδευμένα μυαλά ακόμα και αν περνούν ως απαρατήρητα και αδιάφορα στον απλό διαβάτη.

Η Σοφία ήταν αμίλητη και συνοφρυωμένη.

Ο Βασίλης ήξερε πως αν μιλούσε θα διέκοπτε τον ειρμό των σκέψεών της και προτίμησε να της δώσει τον χρόνο να ντύσει με λέξεις τις χαώδεις σκέψεις της.

"Ποιος άνθρωπος έχοντας ψυχολογικά, ποιος άνθρωπος όντας σαδιστής, καπνίζει πουράκια και μιλάει σαν κουλτουριάρης μποέμ σε τυχαίους αστέγους στον δρόμο όμως ταυτόχρονα ξεφεύγει από τον ρόλο του και μετά από λίγο τα χάνει, ξεσκεπάζει την νοσηρή του φύση και μιλάει σε έναν άγνωστο σαν να έχουν συγγένεια;" μουρμούρησε στοχαστικά χωρίς να περιμένει κάποια απάντηση.

Ο Βασίλης απέμεινε σκεφτικός.

"Ένα άτομο που δέχτηκε έντονο τράυμα σε παιδική ηλικία. Μπορεί να μην χρειάζεται να παίζει ρόλους σε καθημερινή βάση αν έχει λύσει το βιοποριστικό του ζήτημα, αν έχει αρκετά χρήματα στην άκρη ώστε να μην παρασυρθεί σε κάποια έξαρσή του και γίνει αντιληπτός στην εργασία του. Αυτό εξηγεί και τα πουράκια και ίσως τα μακριά μαλλιά, κάποιος ο οποίος αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές θα ήταν ακόμα πιο δύσκολο να γίνει αντιληπτός, όσο περίεργα και αν συμπεριφερόταν".

Η Σοφία κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι της και έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό της.

Πήρε τον ασύρματο και συνδέθηκε με το κέντρο.

"Ψάχνουμε κάποιο νεαρό άτομο, χωρίς κάποια ιδιαίτερη δυσμορφία ή χαρακτηριστικό σημάδι στο πρόσωπο, γύρω στα 22 συν πλην,  1,90 συν πλην, κάτοικο της μόνιμο περιοχής από την οποία εκπέμπω τώρα το σήμα μου. Το άτομο αυτό πρέπει να είναι αρκετά ευκατάστατο και αντικοινωνικό, άτομο που αν τραυματιστεί θα προτιμήσει να δέσει ο ίδιος με επίδεσο την πληγή του από το να πρέπει να πάει στο κοντινότερο νοσοκομείο".

Γύρισε και κοίταξε τον Βασίλη ο οποίος δυσκολευόταν να κρύψει ένα χαμόγελο ειρωνίας.

"Ξέρεις πολύ καλά πως με το διαδίκτυο, οι περισσότεροι αποξενώθηκαν μεταξύ τους, αν εξαιρέσουμε τα πουράκια, δεν υπάρχει κάποιο ίχνος αλήθειας στις γενικές περιγραφές του αστέγου. Δε νομίζω να μπορούμε να συλλάβουμε κανέναν με μοναδική αφορμή τα μακριά μαλλιά του ή την αντικοινωνικότητά του".

Η Σοφία αναστέναξε δυνατά.

"Κάτι είναι και αυτό" μουρμούρησε.

Ξανασήκωσε τον ασύρματο μετά από λίγο.

"Κέντρο, εγώ είμαι πάλι. Προσθέστε στις λέξεις-κλειδιά και το "ψυχιατρείο" ή "ψυχολόγο". Το άτομο που ψάχνουμε θα έχει κάποιο ιστορικό σχετικό με ψυχιατρεία".

"Μάλιστα" άκουσε την επιβεβαίωση της εντολής από το κέντρο.

 

Ο Στέφανος ήταν ακριβώς απέναντι από το αμάξι και από τον 3ο όροφο παρατηρούσε με τα κυάλια του τυχόν υποψήφια θύματα.

Είχε δει τον Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι ενώ έτρωγε δημητριακά με γάλα, προσπαθώντας να ακολουθεί την συμβουλή της μητέρας του, να μην γελάει ενώ τρώει, αλλιώς θα πνιγεί.

Όμως ήταν τόσο μακάβρια αστείο για αυτόν: ένας δολοφόνος αφαιρούσε το δέρμα από τα πρόσωπα των θυμάτων του και μετά κυνηγούσε τους φίλους τους ενώ τα φορούσε.

"Μα γιατί τρέχετε να σωθείτε από τον φίλο σας;;; Το φιλαράκι σας είναι από πριν, δεν βλέπεται την φάτσα του;;" χαχάνιζε ενώ στην οθόνη του υπολογιστή έβλεπε αίματα και βγαλμένα δόντια.

 

Η έρευνα με την περιγραφή της Σοφίας δεν οδήγησε κάπου, δεν κατάφεραν να βρουν κάποιον με τα στοιχεία που τους έδωσε.

"Και αν έχει αλλάξει όνομα;" ρώτησε στον Βασίλη που ήταν δίπλα της στον υπολογιστή του Αρχείου στο οποίο υπήρχε το ψηφιακό αρχείο όλων των παλιών ερευνών, αποδείξεων όπως και τίτλων αλλά και αποκομμάτων εφημερίδων με συγκεκριμένες λέξεις-κλειδιά.

Ο Βασίλης την κοίταξε σκεφτικός.

"Αν έχει αλλάξει όνομα, αυτόματα μπαίνει στο αρχείο. Το ξέρεις αυτό, το κάνουν κακοποιοί που αποφυλακίστηκαν και δεν βρίσκουν δουλειά λόγω προκατάληψης, είναι απολύτωε νόμιμο. Επίσης το κάνουν και κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών ώστε να μην μπαίνουν στο στόχαστρο διαρρηκτών, απαγωγέων και ληστών, έχοντας ένα tabula rasa όνομα το οποίο δεν παραπέμπει σε πλούτο, εξουσία και διασυνδέσεις".

Ο Βασίλης πληκτρολόγησε κάτι στον υπολογιστή και η Σοφία παρατηρούσε τα πλήκτρα με θαυμασμό και δέος μαζί.

"Όσο σκέφτομαι ότι όλα είναι εφικτό να τα βρεις πλέον με την τεχνολογία, αρκεί να ξέρεις πως να τα ψάξεις...υπάρχει κάπου εδώ μέσα" είπε δείχνοντας τον υπολογιστή, "και εμείς απλά προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να ξεσκαρτάρουμε τις άχρηστες χιλιάδες τυχαίες πληροφορίες που έχουν ομοιότητα με αυτή την μία χρήσιμη στοχευμένη πληροφορία που θα μας οδηγήσει κάπου...."  αναστέναξε ενώ έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο τσιγάρα και ψάχνοντας να βρει τον αναπτήρα της.

Ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε απότομα.

"Μπράβο!!! Αυτό είναι!!" φώναξε με ενθουσιασμό.

Η Σοφία τον κοιτούσε μπερδεμένη ενώ άναβε το τσιγάρο της.

"Θέλεις ένα;" τον ρώτησε τείνοντας το πακέτο.

Ο Βασίλης χαμογέλασε.

"Κρατάς στο χέρι σου την μόνη λέξη-κλειδί, την μόνη αδιαμφισβήτητη πληροφορία, το μοναδικό στοιχείο που έχουμε στη κατοχή μας και ούτε καν κατάλαβες την σπουδαιότητά του" μουρμούρησε με την έμπειρη εκείνη αταραξία ενός ντετέκτιβ που σαν ένας καλός ψαράς, έχει την υπομονή να εξηγήσει ξανά και ξανά κάποιο συμπέρασμα σε όποιον δεν το κατάλαβε με την πρώτη.

Μία λάμψη πέρασε από τα μάτια της Σοφίας, μία λάμψη από την οποία πήρε κουράγιο Βασίλης, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της μία εξαιρετική βοηθό η οποία ευτυχώς δεν χαραμίστηκε σε κάποιο γραφείο πίσω από ολόκληρες βιβλιοθήκες με ανεξιχνίαστες υποθέσεις, να παίζει ντάμα και ναρκαλιευτή σκοτώνοντας τον καιρό της, μετρώντας αργά αλλά σταθερά πόσα ακόμα χρόνια, μήνες, μέρες, ώρες, λεπτά, μένουν μέχρι να συνταξιοδοτηθεί, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι συνάδερφοί του που επέλεξαν να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι όχι λόγω της υψηλής αίσθησής τους περί σωστού και δίκαιου αλλά για τον μισθό όπως και τα προνόμια, όπως το υπηρεσιακό αμάξι και την macho φήμη.

"Μα ναι! Τα πουράκια! Αναζητάμε τόση ώρα κάτι που ίσως να μην το βρούμε και ποτέ ή ίσως να βρούμε δεκάδες χιλιάδες αποτελέσματα και το καθένα να είναι εξίσου χρονοβόρο για την εξακρίβωσή του ενώ θα έπρεπε να αναζητάμε αυτό το οποίο είναι μοναδικό".

"Μπίνγκο!" αναφώνησε ο Βασίλης, κλείνοντας το μάτι.

Έψαξε στο διαδίκτυο τους προμηθευτές πούρων και πουρακίων στην Ελλάδα.

Υπήρχαν αρκετές ιστοσελίδες οι οποίες πουλούσαν καπνικά προϊόντα όμως μόνο 2 οι κύριοι προμηθευτές πούρων και πουρακίων από την Κούβα, την Αμερική και τις χώρες της Λατινικής Αμερικής.

Βρήκε τα τηλέφωνά τους και τους κάλεσε αμέσως.

Δεν είχε σημασία αν άλλαξε ονοματεπώνυμο: εφόσον κάπνιζε πουράκια, προϊόν εισαγωγής από το εξωτερικό, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει μία υπαρκτή διεύθυνση ώστε ο αποστολέας της courier με την οποία συνεργάζονταν οι εισαγωγείς καπνικών ειδών, να του φέρει την παραγγελία.

Τους έστειλαν κατόπιν εισαγγελικής, τα ονοματεπώνυμα όλων των πελατών τους.

Από τα 6,298 άτομα που είχαν παραγγείλει πουράκια τον τελευταίο χρόνο, οι 129 έμεναν στην περιοχή στην οποία συνάντησαν τον Παναγιώτη, σε μία ακτίνα συν πλην 5 χιλιομέτρων, για κάθε ενδεχόμενο.

Από τα 129 ονοματεπώνυμα που έψαξαν στο ληξιαρχείο του Δήμου, μόνο 1 άτομο δεν υπήρχε με τα στοιχεία που δήλωνε στις παραγγελίες που έκανε, μόνο ένα άτομο δεν γεννήθηκε ποτέ, δεν απέκτησε ΙΚΑ, ΑΦΜ ή ταυτότητα ποτέ, μόνο ένα άτομο υπήρχε χωρίς να αλληλεπιδράει με τους υπόλοιπους κατοίκους του πληθυσμού, σαν φάντασμα.

Κάποιος, κάποτε, άλλαξε το ονοματεπώνυμό του από Αντώνης Χαραλαμπίδης σε Στέφανος Χαραλαμπόπουλος.

Είχαν την διεύθυνσή του.

Στο δρόμο για το σπίτι του, η Σοφία διάβαζε φωναχτά τις πληροφορίες που υπήρχαν γύρω από το ονοματεπώνυμο αυτό.

 

"Αντώνης Χαραλαμπίδης, γεννημένος στις 12/8/2003. Μαχαίρωσε μέχρι θανάτου με ένα ψαλίδι τον καθηγητή του, Νίκο Ψαρρά. Νοσηλεύτηκε στις ψυχιατρικές φυλακές του Κορυδαλλού για 4 χρόνια. Μετά το εξιτήριό και την απελευθέρωσή του, άλλαξε το ονοματεπώνυμό του σε  Στέφανος Χαραλαμπόπουλος και εκεί σταματούν οι πληροφορίες" τελείωσε η Σοφία τον μονόλογό της, χτυπώντας το εκτυπωμένο χαρτί μαζί με το εισαγγελικό ένταλμα τα οποία κρατούσε σφιχτά στο χέρι της.

"Τον βρήκαμε τον μπάσταρδο!" αναφώνησε και ο Βασίλης συμμερίστηκε την ευτυχία της, παρ' όλο που ακόμα δεν είχαν καταφέρει τίποτα στην πράξη, παρ' όλο που θα μπορούσε κάλλιστα τελευταία στιγμή να το σκάσει ή να αυτοκτονήσει όταν θα του χτυπούσαν την πόρτα για να διαβάσουν το εισαγγελικό ένταλμα.

"Δεν θα έλεγα όχι σε ένα τσιγάρο για να γιορτάσουμε την στιγμή αυτή" απάντησε αφού κοίταξε στον καθρέφτη του οδηγού τα μάτια της Σοφίας που έλαμπαν από την ανυπομονησία για την απονομή της δικαιοσύνης και την δικαίωση των αδικοχαμένων ψυχών.

Η Σοφία γέλασε.

"Αφού τον μπαγλαρώσουμε, κερνάω τσιγάρα και εσύ κερνάς μπύρες στο μπαράκι της γειτονιάς. Deal?"

"Deal" συμφώνησε ο Βασίλης.

 

Πάρκαραν 2 τετράγωνα πιο κάτω από την πολυκατοικία του Στέφανου.

Πήγαν με τα πόδια μέχρι την εξώπορτα και αυτό που περίμεναν επαληθεύτηκε μπροστά τους: μόνο ένα κουδούνι ήταν κενό, σαν να μην έμενε κάποιος ένοικος εκεί.

Μόνο ένα φαινομενικά ακατοίκητο διαμέρισμα από έναν φαινομενικά πέραν πάσης υποψίας αντικοινωνικού μακρυμάλλη νεαρού ενήλικα δεν θα έκανε κάποιον να υποψιαστεί το παραμικρό για την δράση του, ακόμα και αν είχε όλα τα στοιχεία που είχαν οι δύο ντετέκτιβς.

Χτύπησαν 3- 4τυχαία κουδούνια ώστε να τους ανοίξει κάποιος, χωρίς να γνωστοποιήσουν πως ήταν αστυνόμοι: δεν έπρεπε να ταράξουν την πολυκατοικία, δεν έπρεπε να ακούσει κάποιον ύποπτο θόρυβο o Στέφανος πριν την τελική αναμέτρηση και σύλληψη.

Τους άνοιξε μία θεία που ρωτούσε "Ποιος είναι;" για πολύ ώρα αφ' ότου είχε κλείσει η εξώπορτα, φοβούμενη τυχόν διαρρήκτες.

Κάλεσε την αστυνομια επειδή την στιγμή που κοιτούσε από το ματάκι της εξώπορτας του διαμερίσματός της στον 1ο όροφο, πέρασε ένας άντρας και μία γυναίκα, μαυροφορεμένοι και κρατώντας από ένα φακό και κάτι που της φάνηκε σαν όπλο ή γκλομπ.

Ο Βασίλης χτύπησε δυνατά την εξώπορτα του διαμερίσματος του Στέφανου.

Κόλλησε το αυτί του στην πόρτα και άκουσε βήματα να πλησιάζουν.

Έβαλε το χέρι του στο ματάκι ώστε να μην μπορεί να δει από μέσα ο Στέφανος ποιος ήταν απ' έξω.

"Ποιος είναι;" ρώτησε μία νεανική φωνή, τόσο γλυκιά και αθώα που ο Βασίλης κατάλαβε αμέσως πως δεν τον είχαν εντοπίσει τόσο καιρό: ένας λύκος μεταμφιεσμένος σε πρόβατο.

Πλησίασε την Σοφία και της ψιθύρισε κάτι στο αυτί.

Εκείνη συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της.

"Είμαι η Ελένη, από τον 2ο. Έχουμε ένα πρόβλημα διαρροής και καλέσαμε υδραυλικό ο οποίος ζήτησε να μας ανοίξετε ώστε να διαπιστώσε αν υπάρχει κάποιος σωλήνας ο οποίος έχει σπάσει και αν η βλάβη είναι δικιά μας ή δικιά σας".

Κοίταξε τον Βασίλη φοβισμένη ο οποίος της έδωσε θάρρος χτυπώντας την ελαφρά στον ώμο, σαν να της έλεγε "τα πήγες καλά, μην ανησυχείς".

Ο Στέφανος έμεινε σιωπηλός για μερικά δευτερόλεπτα τα οποία φάνηκαν αιώνες στους δύο ντετέκτιβς φοβούμενοι τα χειρότερα.

"Δεν πειράζει. Αν η βλάβη προέρχεται από εμένα, θα την επισκευάσω μόνος μου. Αν προέρχεται από εσάς, θα σας αφήσω στην εξώπορτα σας αύριο 200€ , νομίζω υπερκαλύπτουν κάθε κόστος επισκευής. Λυπάμαι αλλά αυτή την στιγμή είμαι πολύ απασχολημένος με κάτι".

Η Σοφία έσπασε τον ρόλο της.

"ΑΚΟΥΣΕ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΕΙΤΕ ΠΡΟΤΙΜΑΣ ΤΟ ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΙΤΕ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΟΣ! ΕΧΕΙΣ 10 ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΜΠΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑ ΔΕΙΣ ΤΙ ΕΧΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ!" φώναξε προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της.

Δεν ακούστηκε τίποτα για απάντηση και η Σοφία κοίταξε αγχωμένη τον Βασίλη νιώθοντας πως έκανε βλακεία.

Κατάπιε και ξερόβηξε, παίρνοντας πιο βαθιά και μπάσα φωνή, ενώ είχε στο μυαλό της ταινίες του Κλιντ Ιστγουντ στον ρόλο του σκληροτράχηλου αστυνομικού, την απόλυτη ενσάρκωση του Νόμου.

Άρχισε να μετράει αντίστροφα και κάθε αριθμό τον φώναζε λίγο πιο δυνατά, δίνοντας την εντύπωση πως στο "μηδέν" θα έσκαγαν πυροτεχνήματα και θα ερχόταν ουρανοκατέβατος ο Ράμπο με ένα machine gun να τον γαζώσει.

"ΔΕΚΑ....ΕΝΝΙΑ...ΟΚΤΩ....ΕΦΤΑ...ΕΞΙ..."

Η πόρτα ήταν ασφαλείας και δεν είχαν κάποιο εργαλείο για να την σπάσουν, ούτε όργανα οξυγονοκόλλησης για να κόψουν τον ενσωματωμένο στον τοίχο σύρτη.

Αν δεν τους άνοιγε αυτός για να του διαβάσουν το εισαγγελικό ένταλμα και μετέπειτα να τον συλλάβουν, θα έπρεπε να καλέσουν την ΟΠΚΕ και έτσι θα του έδιναν χρόνο και να γλυτώσει αλλά και ίσως κινδύνευε κάποιος αθώος και ανυποψίαστος πολίτης.

Προς έκπληξη και των δύο, άκουσαν την πόρτα να ξεκλειδώνει.

Τους άνοιξε ένας ψηλός, ολόγυμνος νεαρός με μαύρα μακριά μαλλιά που έφταναν ως την μέση του, ο οποίος βρισκόταν σε στύση.

Η Σοφία κοίταξε άθελά της προς τα κάτω και αμέσως απέστρεψε το βλέμμα.

Ο Στέφανος χαμογέλασε.

"Σ' αρέσει μωρό μου;" την ρώτησε βγάζοντας την γλώσσα του σαν εξωτική σαύρα.

Η Σοφία του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι το οποίο προς έκπληξη και των δύο, προκάλεσε στον Στέφανο ακόμα μεγαλύτερη στύση.

Ο Βασίλης τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

Πριν σε μαζέψουμε, φόρα κάτι πάνω σου.

Η Σοφία ξερόβηξε και άρχισε να απαγγέλει το εισαγγελικό ένταλμα.

Όση ώρα διάβαζε, ο Στέφανος χαμογελούσε.

Όταν τελείωσε την απαγγελία και του ανακοίνωσε πως συλλαμβάνετε, ο Στέφανος άρχισε να γελάει νευρικά.

 

"Άμα θέλω!" φώναξε και έσπρωξε την Σοφία ενώ αμέσως μετά κλώτσησε με όλη του την δύναμη τον Βασίλη στα αρχίδια.

Η Σοφία έπεσε στις σκάλες και χτύπησε στον αυχένα της.

Δεν ξανακουνήθηκε χωρίς την βοήθεια κάποιου μηχανήματος από τότε.

Τον Βασίλη τον τράβηξε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.

Το περιπολικό που έφτασε 2 λεπτά μετά στην πολυκατοικία ήταν το περιπολικό το οποίο ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της ηλικιωμένης από τον 1ο όροφο.

Όταν οι αστυνομικοί βρήκαν την λιπόθυμη γυναίκα με τα διακριτικά των ντετέκτιβς πάνω στις σκάλες, κάλεσαν αμέσως την ΟΠΚΕ και ειδοποίησαν όλους τους ένοικους χτυπώντας τα θυροτηλέφωνά τους να κατέβουν και να αποχωρήσουν από την πολυκατοικία.

Ο Στέφανος τράβηξε τον Βασίλη μπροστά στην φωτογραφία της μητέρας του που τον κοιτούσε βλοσυρή, σαν να ήταν ο πίνακας στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, λες και ήξερε τι έμελλε να κάνει ο γιος της, λες και μπορούσε να δει μέσα στην άβυσσο της ζοφερής ψυχής του.

"Κοίτα ποιον βρήκα μαμά!! Ήρθε ο μπαμπάς!!! Επιτέλους γύρισε σπίτι!!" φώναζε και χοροπηδούσε σχεδόν από την χαρά του.

Έβαλε τέρμα δυνατά το CD player με την metal μουσική, τόσο δυνατά που την άκουγαν καθαρά μέχρι και οι αστυνομικοί της Άμεσης Δράσης και οι δημοσιογράφοι που είχαν μαζευτεί κάτω στην πολυκατοικία.

"Δεν θα φύγεις ποτέ ξανά μπαμπά!!!" ούρλιαζε στο πρόσωπο του Βασίλη ο οποίος νόμιζε πως ζούσε σε κάποιον εφιάλτη.

Πήρε ένα μαχαίρι και το έμπηξε στην κοιλιά του Βασίλη.

Τράβηξε με τα δυό του χέρια ώστε να μεγαλώσει το κενό και μετά πήρε ένα κουτί αλάτι και άδειασε το περιεχόμενό του μέσα.

Το ουρλιαχτό του Βασίλη συναγωνίστηκε της έντασης της μουσικής.

"Σσσσς... μην κλαις μπαμπάκα...θα το κάνω μάκια να περάσει..." είπε τρυφερά ο Στέφανος και άρχισε να του δαγκώνει την πληγή, έκοβε με τα δόντια του ολόκληρα κομμάτια κρέας και γελούσε.

Πλησίασε τον ημιλυπόθυμο Βασίλη και έχοντας ένα κομμάτι των εντέρων του στο στόμα, τον φίλησε ενώ ταυτόχρονα του το μετέφερε, όπως ταίζουν τα πουλιά τους νεοσσούς τους.

"Να, φάε αυτό μπαμπάκα να πάρεις ενέργεια!" είπε παίρνοντας ένα σαρδόνιο χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.

Η ΟΠΚΕ χτυπούσε με πολιορκητικούς κριούς την εξώπορτα προσπαθώντας να την σπάσει και άκουγε τον ήχο της οξυγονοκόλλησης.

Είχε ακόμα μερικά λεπτά στη διάθεσή του.

Πλησίασε στην φωτογραφία της μητέρας του, την κατέβασε από τον τοίχο και άρχισε να την φιλάει στο σημείο όπου βρίσκονταν το στόμα της.

"Σ' αγαπώ μανούλα, σ' αγαπώ, σ' αγαπώ...".

Άκουσε τα αγκομαχητά του Βασίλη και γύρισε απότομα.

"Με συγχωρείς" είπε με αμηχανία, "σε ξέχασα τελείως".

Τον πλησίασε και του έβγαλε με μία τανάλια τα πάνω μπροστινά δόντια.

"Κάτι να έχω από εσένα" του είπε χαμογελώντας, ενώ έβαζε τα δόντια στην τσέπη του.

Πήρε την φωτογραφία της μητέρας του και έτρεξε στο μπαλκόνι να δει την κατάσταση.

Τη στιγμή που είχε καθαρό στόχο και κατόπιν διαταγής από τα κεντρικά, ο ελεύθερος σκοπευτής της αστυνομίας άνοιξε πυρ τρυπώντας τον θώρακα του Στέφανου.

Εκείνος χαμογέλασε σαν σκακιστής που χάνει από τον αντίπαλό του σε ένα τίμιο παιχνίδι, αναγνωρίζοντας την ήττα του χωρίς δράματα και ενστάσεις.

"Τα λέμε σύντομα μανούλα" ψιθύρισε καθώς γέρνοντας προς τα μπροστά, έπεσε μπρούμυτα πάνω σε ένα βανάκι ενός τηλεοπτικού συνεργείου.

Ο καμεραμάν έκανε zoom στο ματωμένο πρόσωπο του Στέφανου για έξτρα μελοδραματισμό και η δημοσιογράφος φτιάχνοντας λίγο τα μαλλιά της και καθαρίζοντας την φωνή της, ετοιμάστηκε να βγει στον αέρα και να μιλήσει απευθυνόμενη προς όλη την χώρα για ένα τέρας που τόσο καιρό ζούσε ανάμεσά τους, ένα τέρας τόσο τρομακτικό που οι ίδιοι του οι γείτονες αγνοούσαν την ύπαρξή του.

 

Edited by Φάντασμα
Μορφοποίηση φόρμας ιστορίας.
Link to comment
Share on other sites

Τρομακτικά ρεαλιστικό... 

Ίσως γι'αυτό δεν υπάρχει η κάθαρση στο τέλος... 

Μου άρεσε η ειρωνεία στο κλείσιμο. 

Link to comment
Share on other sites

37 minutes ago, Christinalexiou said:

Τρομακτικά ρεαλιστικό... 

Ίσως γι'αυτό δεν υπάρχει η κάθαρση στο τέλος... 

Μου άρεσε η ειρωνεία στο κλείσιμο. 

Άμα διαβάσεις αυτή μου την ιστορία

 

 και αυτή

 

 

θα παρατηρήσεις ορισμένες ομοιότητες :D 

 

(και αυτή

αφορά ψυχολογική πάθηση αλλά όχι κάτι το ψυχωτικό)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..