Jump to content

Φλερτάρωντας με τον θάνατο


Guest

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Thodoris
Είδος: Δραματικό
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 4,043
Αυτοτελής; Ναι

 

Ο Στέλιος γούσταρε τις μηχανές από μικρή ηλικία.

Είχε μία Kawasaki Ninja 400 και κάθε βράδυ έκανε κόντρες με την παρέα του.

Στα 20 του είχε μία εκρηκτική ενέργεια για την ζωή και έναν εθισμό στην αδρεναλίνη που λίγοι καταλάβαιναν.

Οι περισσότεροι συνομήλικοί του είχαν άλλα ενδιαφέροντα και επιδίδονταν σε πιο ασφαλείς δραστηριότητες, όπως τις κοπέλες, το ποδόσφαιρο, τα μπιλιαρδάδικα και τις μπαρότσαρκες.

Ο Στέλιος δεν έβρισκε συγκίνηση σε τίποτα από αυτά, μόνο οι έντονες στιγμές τον γοήτευαν, μόνο το γκάζι τον έκανε να νιώθει ζωντανός.

Όταν δεν έτρεχε με 200 χιλιόμετρα ανά ώρα, η καθημερινότητα του φαινόταν τόσο προβλεπόμενη και βαρετή που έπληττε ό,τι και αν έκανε.

Δούλευε σε βενζινάδικο τις απογευματινές ώρες και το πρωί συνήθως πήγαινε για περπάτημα, έκανε γυμναστική μόνος του, κυρίως κάμψεις και έλξεις σε κάτι υπαίθρια μονόζυγα στο πάρκο της γειτονιάς του.

Προετοιμαζόταν ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει η σωματική του αντοχή στις υψηλές προσδοκίες των Ειδικών Δυνάμεων.

Είχε πάει για 1 βδομάδα στο πεζικό και αμέσως πήρε αναβολή καθώς ένιωθε πως χαραμίζεται εκεί πέρα, περνώντας τις περισσότερες ώρες της ημέρας καθαρίζοντας, κάνοντας λάντζα και στρώνοντας τα σεντόνια.

Ο απλός στρατός δεν μπορούσε να του δημιουργήσει κάποιο ερέθισμα, ένιωθε σαν να προετοιμαζόταν περισσότερο για δουλειά δημοσίο υπαλλήλου όπου θα σκότωνε μύγες πίσω από ένα γραφείο το οποίο θα το σκέπαζαν παλιοί κιτρινισμένοι φάκελοι ανεκπλήρωτων υποσχέσεων και γραφειοκρατικών λαβύρινθων παρά για έναν μελλοντικό πόλεμο.

Ήθελε δράση και κανένα υποκατάστατο δεν ένιωθε πως μπορούσε να την αναπληρώσει.

Από μικρός έβλεπε ταινίες δράσης όπως το Επικίνδυνη Αποστολή με τον Τομ Κρουζ, το Ρόνιν με τον Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και το Ράμπο με τον Συλβέστερ Σταλόνε.

Όταν μία μέρα στο δημοτικό τον ρώτησαν τι ήθελε να γίνει όταν μεγαλώσει, εκείνος κοίταξε ειρωνικά την γραβάτα του δασκάλου του που στα δικά του μάτια έμοιαζε σαν θηλιά, σύμβολο υπακουής και δουλοπρέπειας, και απάντησε απλά "όχι σαν εσάς, κάτι διαφορετικό, κάτι ζωντανό" και κέρδισε την πρώτη του παρατήρηση, φορώντας την σαν παράσημο στο στήθος του και περπατώντας σαν βετεράνοα του πολέμου ανάμεσα στα άλλα παιδιά που φοβόνταν έστω να κοιτάξουν τους δασκάλους τους στα μάτια.

Στο γυμνάσιο άρχισε να ασχολείται με το γυμναστήριο και με τις πολεμικές τέχνες, και τα 2 τον έκαναν να νιώθει ευτυχισμένος αλλά μόνο όσο κινδύνευε να χτυπήσει παίζοντας ξύλο με κάποιον άλλον αντίπαλο στον αθλητικό σύλλογο kickboxing της γειτονιάς του.

Μία μέρα, σε κάποιον αγώνα με αντίπαλο σύλλογο, αγωνίστηκε με έναν πολύ ικανό μαχητή ο οποίος τον χτύπησε με μία γονατιά στο φρύδι με αποτέλεσμα να ματώσει τόσο πολύ που μετά γλιστρούσαν και οι 2 όταν πατούσαν πάνω στο αίμα που είχε γεμίσει το ρινγκ.

Ο αντίπαλός του, δείχνοντας αθλητικό ήθος, τον ρώτησε αν είναι καλά, μήπως να σταματούσαν τον αγώνα και να έδιναν rematch κάποια άλλη φορά;

Αν σταματούσαν τον αγώνα από κοινή απόφαση, θεωρούνταν ισοπαλία και κανείς δεν θα ανακηρυσσόταν νικητής ή ηττημένος, για τα πρακτικά θα ήταν σαν αυτός ο αγώνας να μην τελέστηκε ποτέ.

Ο Στέλιος χαμογέλασε ενώ έσταζε το αίμα του στάλα στάλα πάνω στο χαμόγελό του.

"Είμαι καλύτερα από ποτέ, πιο ζωντανός από ποτέ! Ας συνεχίσουμε!" απάντησε γεμάτος όρεξη να το πάει μέχρι τέλους, μέχρι είτε να έβγαινε ο ένας από τους δύο νοκ άουτ είτε να παραδινόταν, κάτι που ο ίδιος ποτέ δεν θα έκανε ακόμα και αν δεν είχε δυνάμεις να συνεχίσει.

Ο αντίπαλός του χλώμιασε.

Είδε μπροστά του έναν σαδομαζοχιστή που δεν φοβόταν το ξύλο ούτε τον πόνο, απεναντίας τον επιδίωκε.

Προφασίστηκε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει και ο αγώνας διεκόπη, ανακηρύσσοντας τον Στέλιο ως νικητή.

Μετά τον αγώνα, πήγε μαζί με τον προπονητή του στο νοσοκομείο και εκεί του έκαναν 4 ράμματα στο φρύδι το οποίο είχε ανοίξει τόσο πολύ που ο νοσοκόμος του είπε πως θα του έμενε σημάδι για πάντα, πως ακόμα και το καλοκαίρι που θα μαύριζε από τον ήλιο, σε εκείνο το σημείο θα έκανε αντίθεση και θα φαινόταν πιο άσπρο από το υπόλοιπο.

"Ωραία!" αναφώνησε ο Στέλιος σοκάροντας τον νοσοκόμο αλλά ικανοποιώντας τον προπονητή του ο οποίος ήθελε τέτοια άτομα για αθλητές, άτομα που μπροστά στη θέα του αίματος, του πόνου και των τραυματισμών γελούσαν κυνικά, άτομα φτιαγμένα από την στόφα των πρωταθλητών.

Ο Στέλιος δεν σκεφτόταν ποτέ το μετά ή το πριν, τα είχε βάλει με τον χρόνο.

Μόνο το "εδώ και τώρα" υπήρχε για αυτόν.

Το παρελθόν δε μπορούσε να το αλλάξει και σνόμπαρε την ιστορία και οτιδήποτε είχαν καταφέρει οι προηγούμενες γενιες ανθρώπων και το μέλλον δεν μπορούσε να τον αγχώσει επειδή ήξερε ότι κάποτε έτσι και αλλιώς θα πέθαινε, οπότε δεν είχε σημασία να το φιλοσοφεί, έπρεπε να το ζει, έπρεπε να ζει κάθε μέρα σαν να πρόκειται να πεθάνει την επόμενη μέρα, σαν κάθε μέρα να ήταν η τελευταία του.

Καθώς έκανε γυμναστική, έπινε ενεργειακά ποτά, Redbull και Monster Energy, όχι τόσο για την καφείνη και τις βιταμίνες που αυτά είχαν, όσο για το ότι έκαναν τους καρδιακούς του παλμούς να ανεβαίνουν και να χτυπάει η καρδιά του γρήγορα και έντονα, σαν  δεξιοτέχνης Άραβας μουσικός που χτυπάει μανιασμένα ένα τουμπερλέκι.

Του άρεσε αυτό, μία μικρή δόση αναζωογόνησης, μία μικρή υπενθύμιση πως είναι θνητός.

Στο λύκειο είχε γίνει περιζήτητος από τις κοπέλες όμως αυτός αδιαφορούσε: δεν του άρεσε το εύκολο κυνήγι, προτιμούσε το θήραμά του να ήταν δύσκολο να πιαστεί, να τον εξαντλήσει ψυχικά.

Όσες του άρεσαν ήταν καλές μαθήτριες που δεν κοιτούσαν τα αλητόπαιδα που κάπνιζαν τσιγάρα έξω από το σχολικό κτήριο του λυκείου και έκαναν κόντρες με τις μηχανές τους.

Ο Στέλιος τότε είχε μία Yamaha crypton x-135 με την οποία πηγαινοερχόταν στο σχολείο αλλά και χρησιμοποιούσε στην τότε  δουλειά του ως ντελιβεράς.

Όταν βρίσκονταν στο σχολείο σκεφτόταν να φύγει, δεν του άρεσε να μαθαίνει πράματα που άλλοι έκριναν ότι πρέπει να ξέρει, ήθελε ο ίδιος να έχει τον απόλυτο έλεγχο στη ζωή του, ακόμα και αν ήθελε να την αυτοσαμποτάρει, ακόμα και αν ήταν αυτοκαταστροφικός, προτιμούσε να αποτύχει όντας ο εαυτός του παρά να επιτύχει όντας ηθοποιός στο θέατρο των κυριλέ και των καθωσπρέπει.

Ασυμβίβαστος, αντικομφορμιστής και αναρχικός χωρίς να ασχολείται με την πολιτική, ήθελε απλά να είναι ελεύθερος και να τρέχει κόντρα στον άνεμο, σαν τους καουμπόιδες που έτρεχαν πάνω στα άγρια άλογά τους προς το ηλιοβασίλεμα.

Οτιδήποτε το πνευματικό το θεωρούσε μη-ρεαλιστικό, πάντα ρωτούσε τους δασκάλους "και τι θα μας χρησιμεύσουν τα Λατινικά; Σάμπως θα πάμε με μηχανή του χρόνου στην αρχαία Ρώμη να μιλήσουμε με τον Μάρκο Αυρήλιο;" και "που θα μας χρησιμεύσουν οι εξισώσεις όταν στην αληθινη, μη-ακαδημαϊκή ζωή, όλοι χρησιμοποιούν τα κομπιουτεράκια των κινητών τους τηλεφώνων για οποιαδήποτε πράξη;".

Καθόταν στο τελευταίο θρανίο και άκουγε trance και techno μουσική με κατεβασμένη την κουκούλα του, προσπαθώντας να σκοτώσει τον χρόνο του ζωγραφίζοντας στα τετράδιά του και στο θρανίο.

Όταν το κουδούνι χτυπούσε ένιωθε σαν φυλακισμένος που μόλις υπέγραψαν τα χαρτιά για την αποφυλάκισή του και διέβαινε την καγκελόπορτα του σχολείου σαν να ήταν συρματοπλέγματα κάποιου στρατόπεδου συγκέντρωσης των Ναζί.

"Τελείωσε και σήμερα αυτό το μπουρδέλο!" φώναζε στα άλλα παιδιά.

"Πάμε για καμιά κόντρα και μπύρες;" ρωτούσε πρόθυμα, πάντα ορεξάτος για κόντρες και ταχύτητα, πάντα έχοντας την ανάγκη να τρέξει, να ξεφύγει απ' όλους και απ' όλα. .

"Και δεν πάμε;" απαντούσαν.

Και κάπως έτσι ο Στέλιος περνούσε τις ημέρες του, ξεγελώντας τους πάντες ότι ζει ενώ ζούσε μόνο όσο φλέρταρε με τον θάνατο, μόνο τότε μπορούσε η ζωή του να αποκτήσει νόημα, μέσα στην αντίθεση του μαύρου και του άσπρου.

Όσα χρήματα έβγαζε από τα ντελίβερι, έδινε ένα μέρος στους γονείς του οι οποίοι είχαν να πληρώνουν δάνεια σε τράπεζες και ενοίκιο, τα υπόλοιπα τα επένδυε σε μετατροπές της μηχανής του και του εξοπλισμού, ώστε να την κάνει ακόμα πιο γρήγορη για τις κόντρες στις οποίες λάμβανε μέρος, μία καλύτερη εξάτμιση, ένα καλύτερο κράνος, καινούρια αυτοκόλλητα.

Την αγαπούσε και της μιλούσε σαν να ήταν ζωντανή, την έπλενε με στοργή και τρυφερότητα καθημερινά και την χάιδευε σαν να μπορούσε να το αισθανθεί.

Μία μέρα την πάρκαρε απέναντι από ένα μπαράκι και μία παρέα τριών μεθυσμένων Ρωσοπόντιων την κοιτούσε σχολιάζοντάς την.

Όταν ο Στέλιος βγήκε από το μπαρ, πήγε να ανέβει στη μηχανή και ένας από αυτούς τον πλησίασε να τον ρωτήσει αν την πουλάει.

Ο Στέλιος πήρε την στάση του kickboxer, σήκωσε τις γροθιές του και έφερε το ένα πόδι μπροστά με το άλλο μισολυγισμένο, έτοιμος για να επιτεθεί με high kick αν ο αντίπαλος τον πλησίαζε και άλλο.

"Η κοπέλα μου δεν πουλιέται! Δεν είναι εκδιδόμενη για να πουλιέται! Αν έχεις πρόβλημα με αυτό, πλησίασε λίγο ακόμα!" φώναξε απειλητικά στον Ρωσοπόντιο ο οποίος ήταν 1,90 και τουλάχιστον 100 κιλά, γεροδεμένος και με σπασμένη μύτη, ένδειξη ότι είχε παλέψει ξανά στο παρελθόν και έχει εμπειρία από προηγούμενες μάχες στον δρόμο.

Έκανε νόημα στους άλλους της παρέας τους να μην επέμβουν, σίγουρος πως τον είχε μόνος του.

Άρχισε να τον πλησιάζει φωνάζοντας βρισιέε στα Ρώσικα ή σε κάποια άλλη Σλάβικη διάλεκτο και απόρησε που ο Στέλιος δεν έχασε την ψυχραιμία του και δεν υποχώρησε, συνηθισμένος στο αποθαρρυντικό αποτέλεσμα της βαριάς του φωνής.

Αντίθετα, ο Στέλιος τον παρότρυνε να αφήσει τις φωνές και να του επιτεθεί.

Εκείνος χλώμιασε και σιγά σιγά υποχώρησε, αγνοώντας το γιουχάρισμα μερικών περαστικών που είχαν μαζευτεί εκεί κοντά και περίμεναν να δουν ξύλο.

Ο Στέλιος στεναχωρήθηκε που ο Ρωσοπόντιος αρνήθηκε το κάλεσμά του για μάχη σώμα με σώμα, ήθελε να ξεσπάσει κάπου, να νιώσει την πολυπόθητη αδρεναλίνη.

Κατάλαβε σύντομα πως δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι σαν αυτόν και πολλοί τον έβλεπαν ως φρικιό, ως κάτι το περίεργο και ανώμαλο, κάτι το σχεδόν εξωγήινο μιας και οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν ένστικτα επιβίωσης και μηχανισμούς άμυνας που τους απέτρεπαν από το να κυνηγούν την βία και τον πόνο.

Ανέβηκε στην μηχανή του και ξεκίνησε να φεύγει.

Στα 70 μέτρα έπρεπε να στρίψει αριστερά για το σπίτι του και εκεί τον περίμενε η παρέα των Ρωσοπόντιων.

Ο Στέλιος δεν μπορούσε να διακρίνει στο σκοτεινό δρομάκι τις σκιές τους αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος πως μπροστά του, στα 10μ. , ήταν 2 οι φιγούρες και όχι οι 3 από πριν.

Ξαφνικά ένα ρόπαλο ή πτυσσόμενο γκλομπ τον χτύπησε δυνατά στον ώμο με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία του και να πέσει με την μηχανή.

Ήταν ο ψηλός Ρωσοπόντιος που ήθελε να πάρει εκδίκηση που πριν τον έκανε να νιώσει ανίκανος και ανίσχυρος μπροστά στους περαστικούς και ανάξιος μπροστά στους φίλους του.

Ο Στέλιος φορούσε προστατευτικά γάντια μηχανής, ενισχυμένα παπούτσια και κράνος αλλά όχι στολή και το πέσιμο του προκάλεσε ένα κόψιμο στο γόνατό του.

Δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πόδια του πλέον, μόνο τις γροθιές του.

Ο Ρωσοπόντιος του πέταξε το μακρύ αντικείμενο με το οποίο τον χτύπησε πριν και την στιγμή που ο Στέλιος σήκωσε τα χέρια του για να προστατεύσει το πρόσωπό του από το επερχόμενο χτύπημα, εκείνος έτρεξε και έπεσε πάνω του, ρίχνοντάς τον στον δρόμο με την πλάτη.

Άρχισε να τον κλωτσάει με μανία στο κεφάλι όμως σύντομα σταμάτησε καθώς το κράνος του άντεχε κάθε χτύπημα και άλλαξε στρατηγική, αρχίζοντας να τον κλωτσάει στην κοιλιά και στα πόδια.

Όσο τον κλωτσαγε, οι δύο φίλοι του παρακολουθούσαν γελώντας.

Ο ένας έτρωγε σπόρια ενώ ο άλλος είχε βγάλει το κινητό του και έβγαζε βίντεο τον ξυλοδαρμό ώστε μετά να το ανεβάσει στα social media υμνώντας την δύναμη και την μαγκιά του φίλου του.

Ο Στέλιος πονούσε αλλά δεν ήθελε να το δείξει όσο ήταν εν εξελίξει η μάχη, δεν έπρεπε να υποκύψει στον τρόμο αλλιώς ο αντίπαλος θα το εκμεταλλευόταν προς όφελός του.

"Μόνο αυτό μπορείς ρε;" φώναζε ενώ ο άλλος σχεδόν χοροπηδούσε πάνω του, χρησιμοποιώντας όλο του το βάρος για να κάνει ζημιά.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τον αντίκτυπο των χτυπημάτων του καθώς δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο του πεσμένου Στέλιου, παρά μόνο την αντανάκλαση του ίδιου στο κράνος που φορούσε.

Σταμάτησε να τον κλωτσάει και απομακρύνθηκε, κατευθυνόμενος προς την μηχανή του.

"Εσύ το αγαπάει αυτό, α;" ρώτησε με σπαστά Ελληνικά γυρνώντας προς το μέρος του Στέλιου.

Έβγαλε την αρμαθιά με τα κλειδιά του και πλησίασε και άλλο την μηχανή.

"ΟΧΙ!!! ΟΧΙ!!!! ΟΧΙ ΑΥΤΗΝ!! ΚΑΝΕ Ο,ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΣΕ ΜΕΝΑ ΑΛΛΑ ΜΗΝ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑΞΕΙΣ!!!" άκουσε τον Στέλιο να ουρλιάζει μέσα από το κράνος του.

Σηκώθηκε απότομα και έτρεξε μισοκουτσαίνοντας προς το μέρος του.

Εκείνη την στιγμή παρενέβησαν οι δύο φίλοι του, του έδωσαν μερικές δυνατές γροθιές στην κοιλιά και του κρατούσαν τα χέρια όσο ο Ρωσοπόντιος χαράκωνε ανελέητα την μηχανή.

Την χαράκωσε παντού και τρύπησε τα λάστιχά της όση ώρα ο Στέλιος έβλεπε τελείως αβοήθητος και απελπισμένος.

Ο Ρωσοπόντιος όταν τελείωσε, πλησίασε γελώντας προς το μέρος του Στέλιου και είπε κάτι στην γλώσσα του, σαν διαταγή προς του δύο φίλους του.

Ο ένας εναντιώθηκε να συναινέσει στην εκτέλεση της διαταγής, ο Στέλιος το κατάλαβε αυτό από τον τόνο της φωνής του και την έκφραση των ματιών και φρυδιών του που είχαν σχηματίσει μία εικόνα ικεσίας και έλεους.

Ο Ρωσοπόντιος φώναξε δυνατά στον άλλον και εκείνος άφησε τον Στέλιο και απομακρύνθηκε σαν δαρμένο σκυλί, λέγοντας "Συγνώμη" στον Στέλιο και αγνωόντας τις θυμωνένες φωνές του αρχηγού της παρέας.

Εκείνος άρχισε να τον βρίζει και μετά από λίγα δευτερόλεπτα, γύρισε στον άλλον που ακόμα κρατούσε τον Στέλιο και έδωσε την ίδια διαταγή που είχε δώσει στον άλλον που αποχώρησε από την σκηνή σαν ηθοποιός του οποίου ο ρόλος είχε παρέλθει.

Εκείνος υπάκουσε βγάζοντας μία κραυγή σαν στρατιώτης που δέχεται εντολή από τον λοχία του και έκανε κεφαλοκλείδωμα στον Στέλιο.

Ο άλλος πλησίασε και έβγαλε το κράνος του.

Όση ώρα τον είχε σε λαβή κεφαλοκλειδώματος, εκείνος του μιλούσε σε σπαστά Ελληνικά.

"Εσύ πολύ το παίζει μάγκα, α; Εσύ δεν σέβεσαι εμένα; Σου δείξω εγώ σεβασμό τώρα, κατάλαβες;"

Με το ίδιο κλειδί που χαράκωνε τόση ώρα την μηχανή του, άρχισε να χαρακώνει το πρόσωπο του Στέλιου.

Στην αρχή σχεδίαζε να χαράξει κάτι ατιμωτικό στα Ρώσικα στο μέτωπο του Στέλιου όπως "πούστης"  ή "δειλός" ή κάτι παρόμοιο, κάτι που θα τον ακολουθούσε όπου και αν πήγαινε σαν ταμπού, κάτι που θα του δημιουργούσε προβλήματα στην ζωή του και δεν θα τον άφηνε να ξεχάσει το αποψινό περιστατικό, ζωντανέυοντάς το στην μνήμη του κάθε φορά που κάποιος θα κοιτούσε την λέξη στο μέτωπό του και θα τον κορόιδευε γελώντας χαιρέκακα μαζί του, όπως τα κλειδιά δεν ήταν αρκετά μυτερά και ακονισμένα στις άκρες τους για κάτι τέτοιο και αυτός ήταν υπερβολικά μεθυσμένος για μία τέτοια χειρουργική καλλιγραφία.

Αντί αυτού, του χάραξε μία μακριά γραμμή στο δεξί του μάγουλο, το μάγουλο από την μεριά που βρίσκονταν το ήδη πληγωμένο φρύδι του από τον αγώνα του kickboxing.

Πέρασε 3-4 χαρακιές από το ίδιο σημείο μέχρι να ματώσει αρκετά και μετά άναψε ένα τσιγάρο και το έσβησε πάνω στη πληγή, καυτηριάζοντάς την με δύναμη για να αφήσει ένα παντοτινό σημάδι.

Το ουρλιαχτό του Στέλιου τον έκανε να χαμογελάσει: είχε πάρει την εκδίκηση που ήθελε.

Του έδωσε μία κεφαλιά και μία δυνατή γροθιά στην μύτη και ο Στέλιος σωριάστηκε μέσα στα αίματα.

Είπε στον άλλον να φύγουν, η δουλειά τους εδώ είχε τελειώσει.

Καθώς γυρνούσε να φύγει, έφτυσε απαξιωτικά τον Στέλιο που βρίσκονταν σε ημιλιπόθυμη κατάσταση.

"Καληνύχτα!" φώναξε πίσω του, σε μισό-ειρωνικό, μισό-φιλικό τόνο.

Ο Στέλιος σηκώθηκε με δυσκολία.

Το πρώτο πράμα που έκανε δεν ήταν να ελέγξει τον εαυτό του για πληγές ή να καλέσει κάποιον σε βοήθεια αλλά να ελέγξει την κατάσταση της μηχανής του, της προέκτασης του εαυτού του.

Όταν την βρήκε σπασμένη, χαρακωμένη και με σκισμένα τα λάστιχα, περισσότερο έκλαψε για αυτήν παρά για τον ίδιο.

Όσα χρήματα είχε στην άκρη τα επένδυσε για την αγορά της καινούριας του μηχανής, όμως καθώς τα χρήματα έφταναν μόνο για το 60% της αξίας της, πήρε δάνειο από έναν τοκογλύφο για το υπόλοιπο ποσοστό.

Τα χρήματα τα οποία έβγαζε από τα ντελίβερι δεν επαρκούσαν για τους υψηλούς τόκους που δέχτηκε να πληρώνει, οπότε με το που τελείωσε το σχολείο και μετά την αναβολή που πήρε από τον στρατό, βρήκε δουλειά στο βενζινάδικο.

Ήξερε πως ο τοκογλύφος ήταν μπλεγμένος σε μαφιόζικο κύκλωμα και οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του είχε κάτι το ριψοκίνδυνο αλλά δεν τον ένοιαζε, ήθελε να έχει μία μηχανή και να τρέχει, την χρειαζόταν περισσότερο από πιο βασικά και ουσιώδη πράματα, ίσως όχι αυτή καθ'  εαυτή αλλά αυτό που ενσάρκωνε, τα όνειρα διαφυγής του από το αστικό αδιέξοδο της πίεσης, της ρουτίνας, της μονοτονίας και του άγχους.

Έχοντάς την στην κατοχή του, μπορούσε ανά πάσα στιγμή να το σκάσει από τον ιδεαλιστικό εχθρό του, το Πρέπει.

Θα μπορούσε να καβαλήσει την μηχανή του, το μαγικό αυτό σκεύος που θα τον μετέφερε στο Θέλω, στην χώρα πέρα από τα σύνορα, πέρα από τις αγγαρείες, πέρα από τα προβλεπόμενα χιλιοειπωμένα λόγια και τις στερεοτυπικές πράξεις, εκεί που μόνο δρόμοι και βουνά και ο ουρανός υπάρχει, σε μία θεική Route 66 κάπου στην Αμερική, όπου θα οδηγούσε τρέχοντας με 200 σε δρόμους χωρίς τελειωμό.

 

Χτύπησε το τηλέφωνό του και προσγειώθηκε απότομα στην σκληρή πραγματικότητα πέφτοντας με δύναμη από τα πουπουλένια στρώματα των σύννεφων στα οποία ονειροπολούσε καβάλα στη καινούρια Kawasaki Ninja 400 μηχανή του.

"Γεια σου Στέλιο. Τι γίνεται με τα χρήματα που μου χρωστάς; Πότε σκοπεύεις να μου τα δώσεις;" τον ρώτησε μπαίνοντας κατευθείαν στο ψητό ο Πέτρος, ο τοκογλύφος από τον οποίον είχε δανειστεί.

"Σύντομα Πέτρο, σύντομα! Στο υπόσχομαι, μόλις πληρωθώ από την δουλειά θα στα δώσω, μην ανησυχείς".

Άκουσε το σαρδόνιο γέλιο του Πέτρου στην άλλη γραμμή.

"Μην ανησυχείς" επανέλαβε ειρωνικά, μιμούμενος τέλεια την χροιά της φωνής του Στέλιου.

"Εγώ δεν ανησυχώ Στέλιο. Καθόλου όμως. Εσύ είσαι αυτός που θα έπρεπε να ανησυχεί. Και μην ξεχνάς, αυτή την εβδομάδα θα μου δώσεις 200€ , όχι 150€".

Ο Στέλιος ξεροκατάπιε προσπαθώντας να βάλει τις χαώδεις σκέψεις του σε τάξη.

"150€ θυμάμαι πως είχαμε συμφωνήσει".

Ο τοκογλύφος γέλασε.

"Θα μου δώσεις όσα σου πω εγώ να μου δώσεις. Κατάλαβες;"

Ο Στέλιος ένιωσε το αίμα του να κυκλοφορεί κάτω από την πληγή του, αίμα που έβραζε σαν σάλτσα ντομάτας στο ηλεκτρικό μάτι της κουζίνας του μυαλού του.

"Άντε γαμήσου ρε! 150€ συμφωνήσαμε και 150€ θα λάβεις από μένα!" απάντησε θυμωμένα.

Ο Πέτρος άρχισε να γελάει νευρικά, σαν να του είπε κάποιο ξεκαρδιστικό αστείο.

Ο Στέλιος τερμάτισε απότομα την κλήση.

Μετά από λίγο του ήρθε ένα  γραπτό μήνυμα sms από άγνωστο αποστολέα.

"200€. Μην ξεχνάς, ξέρουμε που μένεις."

Ο Στέλιος είχε απελπιστεί.

Δεν ήξερε που θα έβρισκε τα χρήματα και δεν μπορούσε να πάει στην αστυνομία για να καταγγείλει την απειλή, γνώριζε πως είχαν ανθρώπους τους μέσα και θα μπορούσαν να το μάθουν.

Αποφάσισε να ληστέψει ένα κατάστημα ΠΡΟΠΟ.

Η μηχανή του ήταν τούρμπο, δεν θα μπορούσαν να τον κυνηγήσουν ή έστω να προλάβουν να δουν την πινακίδα του.

Θα έμπαινε μέσα με το κράνος του κατεβασμένο, θα έπαιρνε την σημερινή είσπραξη και θα το έσκαγε αμέσως.

Αν ο υπάλληλος αντιστεκόταν, θα του έδειχνε το όπλο του, ένα πλαστικό όπλο που είχε αγοράσει 20€ από το διαδίκτυο που όμως ήταν πανομοιότυπο με ένα αληθινό, σαν τις ρέπλικες που χρησιμοποιούν στις ταινίες δράσης στο Χόλλυγουντ.

Το σχεδίασε ενδελεχώς και αποφάσισε να το υλοποιήσει την επόμενη μέρα που ήταν Σάββατο  και τα ΠΡΟΠΟ γέμιζαν από κόσμο που ήλπιζαν η θεά Τύχη να τους χαμογελάσει ευνοικά αυτή τη φορά, αντίθετα από όλες τις προηγούμενες.

"Τα όνειρα των φτωχών χάρις τα οποία κάνουν ζωάρα οι πλούσιοι" μουρμούρισε καθώς έμπαινε μέσα στο γεμάτο από κόσμο ΠΡΟΠΟ κρατώντας το κράνος του παραμάσχαλα.

Στο ΠΡΟΠΟ είχε άτομα κάθε ηλικίας, από μαθητές γυμνασίου μέχρι ηλικιωμένους συνταξιούχος που απλά περνούσαν την ώρα τους.

Αντίθετα με άλλους ναούς της Τύχης όπως τα καζίνο που ήταν κεντρισμένα στους high rollers στοιχηματζήδες όπου έπαιζαν στα χαρτιά και στη ρουλέτα κατοστάρικα και χιλιάρικα κάθε φορά σε κάθε παρτίδα, εδώ επικρατούσε μία παρείστικη ατμόσφαιρα, κάτι μεταξύ ιπποδρομιών και καφέ, κάτι το οποίο αν και φώναζε από μακριά "εδώ σου τρώμε τα λεφτά", παρ' ολ' αυτά κανείς δεν διαμαρτυρόταν που έχανε στα στοιχήματα των αγώνων ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι είχαν συμβιβαστεί με την ιδέα ότι ποτέ δεν θα γίνονταν πλούσιοι παίζοντας μικροποσά σε τυχαίους αριθμούς και απλά πήγαιναν για κοινωνικές επαφές, πίνοντας φτηνούς νερουλάτους καφέδες και τρώγοντας τυποποιημένα κρύα σάντουιτς.

Ο Στέλιος κρατούσε το κράνος του αγκαλιά και το φόρεσε μόνο όταν μπροστά στο ταμείο τελείωσε την αγορά του λαχείου ο προηγούμενος από αυτόν πελάτης στην ουρά.

"Ακόμα και στις ληστείες πρέπει να υπάρχει ένα εθιμοτυπικό, ένα σαβουάρ βιβρ, να κλέψεις τον κλέφτη των στημένων αγώνων είναι ίσως πιο αποδεκτό σε αυτή την σκατοκοινωνία που ζούμε από το να κλέψεις την σειρά προτεραιότητας κάποιου" σκέφτηκε καθώς πλησίασε φορώντας το κράνος του.

Ο υπάλληλος με το που τον είδε με κατεβασμένο κράνος, έβγαλε πάνω τα χρήματα που είχε στο ταμείο χωρίς να προλάβει να πει κάτι ο Στέλιος, ο οποίος απορημένος ρώτησε τον υπάλληλο πως  κατάλαβε πως πρόκειται για ληστεία.

Ο υπάλληλος, τελείως ατάραχος, του έδειξε με το χέρι την μηχανή του Στέλιου παρκαρισμένη έξω από το ΠΡΟΠΟ.

"Γρήγορη μηχανή, κατεβασμένο κράνος. Είμαστε συνηθισμένοι, μην σκας, κάθε βδομάδα μας ληστεύουν και από μία φορά, όπως τα περισσότερα ΠΡΟΠΟ. Μάλιστα είχα ανησυχήσει, αυτή την βδομάδα δεν μας λήστεψαν και αναρωτιόμουν το γιατί, μήπως και εμείς δεν αξίζουμε τους ληστές, τόσο πάτο πιάσαμε δηλαδή να μην καταδέχονται να μας ληστέψουν;"

Ο Στέλιος πήρε τα χρήματα προσπαθώντας να φερθεί φυσιολογικά χωρίς να κινήσει υποψίες στους γύρω πελάτες.

Κοίταξε τριγύρω: όσοι δεν έβλεπαν τις ψηφιακούς προσομοιώσεις αγώνων ποδοσφαίρου, ήταν σαν τα ζόμπι με τα κινητά τους.

"Η χαρά του ληστή ο 21ος αιώνας" σκέφτηκε, "κανείς δεν νοιάζεται για το τι κάνει ο διπλανός του, όλοι αφοσιωμένοι στης τηλεοράσης σε μέγεθος τσέπης, όλοι αποχαυνωμένοι και αδιάφοροι".

"Ευχαριστώ για την εξυπηρέτηση, καλή συνέχεια" είπε στον ευγενικό υπάλληλο και γύρισε να φύγει.

Καθώς το έλεγε αυτό, άκουσε από μακριά σειρήνες περιπολικού.

Γύρισε απότομα προς τον υπάλληλο ο οποίος έπαιζε ένα παιχνίδι στο κινητό του καθώς δεν είχε κάποιον πελάτη να εξυπηρετήσει.

"Μα...πως...;" ρώτησε απορημένος ο Στέλιος.

Ο υπάλληλος χωρίς να πει κάτι, χωρίς να σηκώσει καν τα μάτια του από το κινητό του, έδειξε με το χέρι του προς την κατεύθυνση μίας κάμερας κλειστού κυκλώματος.

Στη βάση της υπήρχε μία ταμπέλα που ανέγραφε το εξής:

"Ο χώρος παρακολουθείτε 24 ώρες το 24ωρο από κλειστό κύκλωμα το οποίο συνδέεται με εταιρία security. Κάθε απόπειρα ληστείας του ταμείου ή διάρρηξης του χώρου, ειδοποιεί αυτόματα το πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα".

Ο Στέλιος κατάλαβε σε μικρό χρονικό διάστημα γιατί ο υπάλληλος αδιαφορούσε: δεν ήταν δικά του τα χρήματα, αυτό απλά δούλευε εκεί.

Τα μεγάλα αφεντικά, οι διευθυντές  και οι μέτοχοι του ΠΡΟΠΟ που έβγαζαν εκατομμύρια κάθε μέρα από τις πωλήσεις των δελτίων των αγώνων, των στοιχημάτων, των ΚΙΝΟ και των ξυστών, δεν θα ζημιωνόταν στο ελάχιστο από την απώλεια μερικών 20ευρων και 50ευρων.

"Τέλος πάντων, ευχαριστώ" πέταξε βιαστικά ο Στέλιος πάνω από τον ώμο του καθώς πλησίαζε στην πόρτα της εξόδου.

"Παρακαλώ!" φώναξε ο υπάλληλος, την ίδια ώρα που έπαιζε Bubble Shooter στο κινητό του.

Ο Στέλιος με το που βγήκε, έτρεξε στην μηχανή του.

Τριγύρω είχαν μαζευτεί μερικά παιδιά και την θαύμαζαν, βγάζοντας selfie φωτογραφίες.

"Ωραία μηχανή κύριε!" είπε ένα από αυτά.

Ο Στέλιος το χτύπησε φιλικά στον ώμο και του έδωσε 5€ από τις εισπράξεις που σήκωσε, να πάρει κάτι να πιει.

Ανέβηκε στην μηχανή την ίδια στιγμή που το περιπολικό βρίσκονταν στα 100 μέτρα πίσω του.

Την έβαλε μπρος και εξαφανίστηκε μέσα σε 10 δευτερόλεπτα, στρίβοντας σε στενά και σοκάκια στα οποία δεν χωρούσε κανένα περιπολικό.

Οι αστυνομικοί είχαν πληροφορηθεί από την εταιρία φύλαξης security τον αριθμό της πινακίδας της μηχανής του καθώς έξω από το ΠΡΟΠΟ υπήρχαν 2 κάμερες που κατέγραφαν σε 360 μοίρες ό,τι συνέβαινε στα 200 μέτρα περιμετρικά του καταστήματος.

Μπορούσε να έτρεχε όσο ήθελε, δεν θα τον κυνηγούσε κανείς, ακόμα και αν μπορούσαν να τον φτάσουν.

Έδωσαν σήμα να σταλθεί περιπολικό στην οικία του.

Όταν ο Στέλιος επέστρεψε σπίτι, είδε ένα μαύρο αυτοκίνητο το οποίο δεν είχε πινακίδες και με φιμέ τζάμια.

Με το που πάρκαρε την μηχανή, βγήκαν 2 αστυνομικοί από μέσα, με αλεξίσφαιρα και fullface.

Ο Στέλιος κοίταξε την μηχανή.

Δεν μπορούσε να φανταστεί ένα μέλλον χωρίς αυτήν, ένα μέλλον χωρίς την δυνατότητα διαφυγής.

Πήγε να ξανανέβει όμως του φώναξαν να μείνει ακίνητος.

Έβγαλε την ρέπλικα του όπλου και σημάδεψε τον έναν στο κεφάλι.

"Άσε με να φύγω! Θέλω απλά να φύγω! Θα σας δώσω τα χρήματα που έκλεψα, απλά αφήστε με! Θα φύγω και δεν θα ξαναγυρίσω, σας το υπόσχ..."

Οι αστυνομικοί άνοιξαν πυρ την στιγμή που ο Στέλιος ακόμα μιλούσε όπως είχαν εκπαιδευτεί να εκμεταλλεύονται την κάθε αφαίρεση προσοχής ενός δράστη και να επιτίθενται όταν μιλάει διαπραγματευτικά ή είναι απασχολημένος με κάτι.

Ο Στέλιος έπεσε αιμόφυρτος δίπλα στην πράσινη Kawasaki Ninja 400 του.

Τέντωσε αδύναμα το χέρι του και την χάιδεψε μία τελευταία φορά.

"Αντίο Route 66, αντίο απέραντοι δρόμοι, αντίο όνειρα διαφυγής.... λυπάμαι, δεν μπορώ...απόκαμα... κάποια άλλη φορά ίσως... σε κάποια άλλη ζωή..." ψιθύρισε σιγανά, κλείνοντας τα μάτια του.

 

Screenshot_20250422_193918_Firefox.jpg

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..