Bardoulas© Posted September 10, 2005 Share Posted September 10, 2005 Σκατά. Με μια λέξη. Όταν βλέπεις πως όλα έχουν πάει στραβά, είναι η μοναδική λέξη που ξεστομίζεις. Η μπόχα είναι ανυπόφορη. Όπως πάντα υπάρχει μπόχα. Και νιώθω και μια σουβλιά στην πλάτη που μου σπάει τα νεύρα. Αν δεν γίνει κάτι σύντομα, είμαι σίγουρος πως θα πεθάνω από ασφυξία. Ευτυχώς υπάρχει και αυτή η χαραμάδα και μπαίνει λίγο φως. Όχι φως ηλίου, αυτό είναι σίγουρο. Μες τα μαύρα μεσάνυχτα, μόνο φως από ξεθωριασμένο νέον βλέπει κανείς. Είναι ανυπόφορα εδώ, αλλά δεν πρόκειται να κάνω καμιά κίνηση να βγω. Και να φανταστεί κανείς πως αυτή η βραδιά ήταν η ιδανική. Ξεκίνησε σχεδόν τέλεια. Και στην πορεία καλυτέρευε. Τελικά είναι αλήθεια πως τα χειρότερα πράγματα σε κυνηγούν. Κρύβονται καρτερικά όποτε κοιτάζεις πίσω από την πλάτη σου νομίζοντας πως κάποιος σε ακολουθεί. Και σε στιγμή αδυναμίας ορμούν σαν όρνεα και σου κατατρώνε τις πιο ωραίες αναμνήσεις. Στη θέση τους βάζουν εφιάλτες. Γιατί όταν έχεις καταφέρει να βγεις με την κοπέλα που ‘ζαχάρωνες’ εδώ και δυο βδομάδες, σε ακριβό εστιατόριο που ασφαλώς μάζευες λεφτά για να πληρώσεις, όλα φαντάζουν τέλεια. Και η συνέχεια προμηνύεται ακόμη καλύτερη. Όμως τα χειρότερα πράγματα είναι τέρατα. Και σε διώκουν σαν ερινύες. Ήμασταν λοιπόν κάμποση ώρα στην αίθουσα αναμονής του εστιατορίου και περιμέναμε να μας εξυπηρετήσουν. Και ναι, ήταν τόσο μεγάλο κτήριο που έμοιαζε με αεροδρόμιο• ως εκ τούτου είχε και αίθουσα αναμονής. Μέχρι που ήρθε ο σερβιτόρος, με ύφος δικτατορικό και ταυτόχρονα φιλικό –ένα ύφος δύσκολο να περιγράψει κανείς, το ύφος της εξουσίας των σερβιτόρων- και μας είπε πως λυπάται αλλά η κουζίνα έχει κλείσει. Ήτοι δεν σερβίρουν πια. Ήτοι τα σχέδια μου έγιναν πύργος από άμμο και ήδη τον είχε χτυπήσει το πρώτο κύμα. Το καλό το παλικάρι όμως, όταν τα παίρνει στο κρανίο διαλέγει το χειρότερο μονοπάτι. Με ένα τηλεφώνημα και λίγα λεπτά αργότερα είχαν μαζευτεί οι φίλοι μου στο μαγαζί. Τώρα άρχιζαν τα ωραία του κρύου πιάτου που ονομάζεται εκδίκηση. Εισβάλαμε σε ένα τραπέζι και παραγγείλαμε να πιούμε. Όπως και να είχε θα περνούσαμε υπέροχα εκείνη τη βραδιά. Έτσι τουλάχιστον υπολόγιζα χωρίς τον ξενοδόχο, ή τουλάχιστον τον εστιάτορα. Γιατί όταν έστειλε τη βαριά του φρουρά, τα έμπειρα γκαρσόνια του να μας εξυπηρετήσουν, φάνηκε πως κάτι θα πάει στραβά. Εξυπνάκηδες με άσπρο πουκάμισο, που θέλουν να δείξουν πως είναι πιο έξυπνοι από οποιοδήποτε άλλο πλάσμα του σύμπαντος. Ξεκινά ένας από αυτούς παιχνιδάκια με το νερό που πάει να μας σερβίρει. Και συγκεκριμένα σε μένα, γιατί ήμουν και ο αρχικός στόχος. Κάνει απότομες κινήσεις με σκοπό να ρίξει το νερό πάνω μου, και την τελευταία στιγμή τραβιέται κάνοντας και ένα αδερφίστικο «Ωπ!». Αλλά εγώ δεν ψαρώνω από το ηλίθιο καψόνι, που ούτε οχτάχρονο δε θα τολμούσε να κάνει. Αντίθετα, τσαντίζομαι. Βουτάω το ποτήρι και κάνω πως πάω να τον χτυπήσω με αυτό. Τελευταία στιγμή σταματάω και βλέπω το ηλίθιο βλέμμα του. Ψελλίζω ειρωνικά και εγώ «Ωπ!» και το ξανακάνω, μόνο που αυτή τη φορά το ποτήρι γλιστράει από τα χέρια μου και κατευθύνεται προς το κεφάλι του. Τελικά το πιάνω στον αέρα λίγα χιλιοστά πριν να ανοίξει το κεφάλι του σαν τριαντάφυλλο. Ξανακάνω το ίδιο κόλπο και πιάνει. Τα γκαρσόνια έχουν κυριολεκτικά χεστεί πάνω τους. Επιπλέον μου δίνουν αφορμή για περισσότερες αλητείες. Ένα εστιατόριο γεμάτο φλώρους καλοντυμένους σνομπ, οι σερβιτόροι αφοπλισμένοι από την περίσσια ψευτομαγκιά τους και εγώ με την παρέα μου. ΧΑ! Το πάρτι μόλις άρχισε. Κάνουμε τη φασαρία μας• γελάμε δυνατά, πετάμε χαρτάκια ο ένας στον άλλο και γενικά κάνουμε όλα όσα θα έκανε μια παρέα δεκαπεντάχρονων σ’ ένα φτηνό ταχυφαγείο. Μια γυναίκα σηκώνεται από τη θέση της και έρχεται απειλητικά να μας κάνει παρατήρηση, αφού έχει απηυδήσει από την αδιαφορία των υπευθύνων. Ο Φοίβος, ο «γόης» της παρέας σηκώνεται κι εκείνος, και πιάνοντάς την από τη μέση τη φιλά με τέτοιο τρόπο που ο άντρας της σίγουρα θα είχε πολύ καιρό να κάνει. Και κυρίως, αφοπλίζει τη γυναίκα με τις απειλητικές διαθέσεις, η οποία μάλλον έδειξε να το ευχαριστιέται. Το θέαμα που προσφέρουμε δύσκολα θα έβρισκε κανείς. Ένας σερβιτόρος στο βάθος πάει να σερβίρει νερό σε έναν ηλικιωμένο πελάτη, που προφανώς το θέλει για να καταπιεί πιο εύκολα τα χάπια της πίεσης. Ώρα για το ρεσιτάλ μου. Σηκώνομαι όρθιος και σπρώχνω το σερβιτόρο να φύγει από τη μέση. Πηγαίνω σε μια βιτρίνα με ακριβά κρυστάλλινα ποτήρια και την ανοίγω. Βγάζω ένα σκαλιστό ποτήρι και του βάζω νερό, κοιτάζοντας παράλληλα το σαστισμένο σερβιτόρο. «Δε νομίζω να σε πειράζει μικρέ;» του λέω με υφάκι και παίρνω το δίσκο του. Κάνω και ένα ‘ζογκλερικό’ κόλπο με το δίσκο, κάνοντας έτσι τον ιδιοκτήτη να φρίττει ακόμα περισσότερο. «Οκ, το χόντρυνα», σκέφτηκα και πάω ήρεμα -ήρεμα να σερβίρω τον αθώο γεράκο, που μάλλον ήθελε ακόμα περισσότερο το νερό, κρίνοντας από το ωχροκίτρινο χρώμα του προσώπου του. Εκείνη τη στιγμή έρχεται ο ιδιοκτήτης, με φιλικές διαθέσεις να μου δείξει πως σερβίρουν στο Παρίσι, στα ακριβά εστιατόρια. «Μπα, γίναμε κολλητάρια ξαφνικά;» σκέφτηκα, αλλά πήγα με τα νερά του. Ήμουν περίεργος να δω που το πάει. Η μπόχα με ενοχλεί ολοένα και περισσότερο. Νιώθω τα πνευμόνια μου να συρρικνώνονται και να τραβούν όλα τα εντόσθια που είναι κολλημένα πάνω τους και να τα παρασέρνουν σε ένα τρελό γαϊτανάκι. Αρχίζω να πονάω, αλλά δεν τολμάω να φωνάξω. Μόνο το χέρι μου φροντίζω να είναι στη δεξιά μου τσέπη και να την κρατά σφιχτά. Όχι σφιχτά ώστε να λιώσει το περιεχόμενο, αλλά τόσο ώστε να το προστατεύει. Που και που φτύνω γιατί η, εντέλει μεταλλική γεύση του αίματος όπως είχα διαβάσει σε ένα διήγημα κάποτε, είναι ενοχλητική μέσα στο στόμα. Θυμάμαι πως είχε πει το φίδι ο μαγαζάτορας στο γεράκο πως είμαι ανιψιός του, για να μετριάσει το ρεζίλεμα, και πως γι’ αυτό με άφησε να σερβίρω. Τελικά όταν βλέπεις ένα φίδι να γίνεται φίλος σου, κάτι κακό θα συμβεί. Κάτι πολύ κακό. Μάρτυρές μου οι πρωτόπλαστοι, που δεν πρέπει να έχουν και τις καλύτερες εντυπώσεις. Ο εφιάλτης μόλις άρχισε. Γιατί μόλις μας κέρασε ένα περίεργο ποτό, κατάλαβα πως σιωπηλά γύριζε το παιχνίδι προς το μέρος του. Τσάτσικα. Με ύπουλες κινήσεις και προθέσεις. Σε λίγο ένιωσα το στόμα μου να μουδιάζει. Πήγα στην τουαλέτα. Κατά τη διαδρομή ένιωθα αφόρητους πόνους στο στόμα μου. Ένιωσα τα δόντια μου να κινούνται. Χωρίς αιτία. Ευτυχώς η τουαλέτα δεν είναι κατειλημμένη. Κοιτάζω στον καθρέφτη και βλέπω ένα δόντι να πέφτει. Δεν είναι δυνατόν. Βλέπω όνειρο. Το μαζεύω και πάω να το βάλω στη θέση του. Πόσο ηλίθιος είμαι! Πέφτει και δεύτερο. Έκλεισα το στόμα μου γερά. Συνέχιζα να κοιτάζω τον καθρέφτη. Στην αρχή με κυρίευσε ο τρόμος. Αλλά η ανάγκη ήταν πιο μεγάλη. Άνοιξα το στόμα μου και αντίκρισα το χειρότερο τέρας που θα μπορούσα να φανταστώ: εμένα χωρίς δόντια. Αυτά κύλησαν προς το νεροχύτη, που ευτυχώς είχε δυο πολύ στενές τρύπες να ρουφά το νερό προς το σιφόνι. Θυμήθηκα όταν ήμουν μικρός, που άνοιγα με το στόμα τις μπύρες. Πάντα φοβόμουν αυτό που έγινε τελικά μια μέρα: μη σπάσει κανένα δόντι. Η γεύση του μεταλλικού καπακιού ήταν συνήθης για μένα. Όμως μια μέρα έσπασε ένα κομματάκι από το φρονιμίτη μου. Δεν πονάς. Νιώθεις μια ηλίθια γεύση στα δόντια. Ένα ηλίθιο συναίσθημα που όμοιό του νιώθει κανείς όταν ο οδοντίατρος εισάγει τον τροχό στο στόμα. Τη γεύση μαρμαρόσκονης στο στόμα. Ανακατεμένη με σάλιο. Τώρα τα πράγματα ήταν χειρότερα. Τα δόντια μου κατέρρεαν. Έπεφταν σαν να ξεκολλούσαν από τη ρίζα τους. Ένα παζλ που το φτιάχνεις μέρα με τη μέρα για χρόνια, και τελικά έρχεται το βλαμμένο μικρό σου αδερφάκι και το κλωτσά, μετατρέποντάς στο σε πολύχρωμο χαρτοπόλεμο. Δεν αντέχω άλλο και ξερνάω. Αίμα και ξερατά καλύπτουν το νεροχύτη και εγώ προσπαθώ να ανακαλύψω τα δόντια μου μέσα σ’ αυτό το διόλου ευχάριστο μείγμα. Ο πανικός μου μεγαλώνει όταν ακούω το χτύπο της πόρτας. «Μισό!» φωνάζω, προφέροντας με δυσκολία το ‘σ’ και προσπαθώ να μαζέψω τα απομεινάρια από τα πάλαι ποτέ δόντια μου. Πρέπει να μείνω ψύχραιμος, όπως θέλω να πιστεύω πως κάνω κάθε φορά που βρίσκομαι σε δύσκολη θέση. Όμως ο βλάκας που κοπανά την πόρτα δε με βοηθά. Με αγχώνει ακόμα περισσότερο. Και αναγνωρίζω τη φωνή. Είναι ο εστιάτορας. Ο μάνατζερ. Ο διευθυντής. Αυτό το φίδι το κολοβό. Αυτή η σουβλιά στα πλευρά έχει γίνει πιο ενοχλητική και από τον πόνο στο στόμα. Εκεί που ξεχνάς πως υπάρχει, ξαφνικά μόλις κάνεις μια κίνηση, σε κάνει να τη θυμηθείς με το χειρότερο τρόπο. Λέω να δοκιμάσω με το αριστερό χέρι να ψηλαφίσω, να δω τι κρύβεται. Με το δεξί θα ήταν πιο εύκολο, αλλά δεν αφήνω το δεξί μου χέρι από την τσέπη μου. Αν και σύντομα με βλέπω να πεθαίνω από ασφυξία. Να δούμε πόσο θα αντέξω. Εδώ άντεξα στη θέα των δοντιών μου να βρίσκονται στα χέρια μου. Όταν τα μάζεψα όλα, επιχείρησα να κάνω την ηρωική έξοδο προς την πόρτα του εστιατόριου. Όμως αυτή η ύαινα παραμόνευε. Ήθελε να μάθει οπωσδήποτε αν είμαι καλά. Με μια δυνατή κίνηση, ανοίγω την πόρτα της τουαλέτας και πάω να φύγω, όταν ένα δόντι μου πέφτει από τα χέρια. Ο εστιάτορας το βλέπει και διακρίνω ένα μειδίαμα στα χείλη του. Το μαζεύω και φεύγω τρέχοντας. Δεν είναι ώρα να εξηγώ στους φίλους μου. Θα τα μάθουν μετά. Ελπίζω μόνο να έχουν να πληρώσουν. Εγώ τρέχω προς τη στάση του τραμ. Το βλέπω στο βάθος να απομακρύνεται και συνειδητοποιώ πως είναι το τελευταίο δρομολόγιο. Πριν προλάβω να αναφωνήσω «Σκατά!» ακούω μια φωνή να μου λέει: «Μεγάλε το πορτοφόλι σου και γρήγορα». Αν είναι δυνατόν! Πόσα ακόμα θα μου συμβούν! Αβίαστα θυμάμαι πως στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού μου έχω μια φαλτσέτα. Πάντα την κουβαλάω μαζί μου, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι. Δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά είναι ικανή να με βγάλει από τις δύσκολες καταστάσεις. «Χυνάδελφε», του κάνω δείχνοντας το μαχαιράκι, «μετακχύ μαχ;» και τον βλέπω να μου χαμογελάει σχεδόν φιλικά. Απογοητευμένος που δεν θα έκανε μπάζα, με αφήνει να φύγω. Πριν προλάβω να φύγω, βλέπω έναν ένστολο. «Μπάτσος!», προσπάθησα να αναφωνήσω και πέταξα το μαχαίρι. Πήγα να του κάνω νόημα, αλλά καθώς πλησίασε, φάνηκαν οι προθέσεις του. Ένας με μαύρο δερμάτινο και σήμα στον αριστερό του ώμο, θα μπορούσε να ξεγελάσει τον καθένα στο μισοσκόταδο. Κυρίως έναν χωρίς δόντια. Ο μεταμφιεσμένος λοιπόν, μαζί με το προφανώς συνάδελφό του κλεφτρόνι, με στρώνουν στο κυνήγι. Αρχίζω να τρέχω, κόβοντας δρόμο μέσα από τα στενάκια. Ευτυχώς που οι παλιές μου εξορμήσεις σ’ αυτήν την περιοχή, μου έχουν χαράξει ένα χάρτη στο μυαλό και δε χάνομαι. Οι εγκληματίες βρίσκουν άλλη ‘λεία’ και μ’ αφήνουν στην ησυχία μου, αφού πρώτα βέβαια έχω τρέξει με τα δόντια στο χέρι. Οκ, θα προσπαθήσω με το δεξί χέρι να δω τι μου τρυπάει τα πλευρά. Αφήνω την τσέπη μου και προσπαθώ να ψηλαφίσω. Πιάνω κάτι παχύρρευστο. Και μετά κάτι τραχύ. Το πιάνω στα χέρια μου. Όχι γαμώτο! Σκοτωμένη γάτα! Αυτό το πράμα βρομάει τόση ώρα! Ποια περιέργεια άραγε τη σκότωσε αυτή; Δεν αντέχω άλλο! Θα τα παρατήσω. Όπως σκέφτηκα να τα παρατήσω πριν. Την ώρα που τα κλεφτρόνια έρχονταν προς το μέρος μου τρέχοντας. Τα θύματά τους σκέφτηκαν να ξεφύγουν στο ίδιο στενάκι με αυτό που διάλεξα. Η τελευταία μου ιδέα, και μάλλον απ’ όσο φαίνεται η πιο αποτυχημένη, ήταν να κρυφτώ στον τενεκέ. Σκουπίδια, μπόχα, νεκρές γάτες, και εγώ με τα δόντια μου στη δεξιά τσέπη. Τους άκουσα να περνούν από μπροστά μου, αλλά δεν τολμάω να βγω. Ονειρεύομαι πως επιστρέφω πίσω στο μαγαζί. Ο διευθυντής να με υποδέχεται με το ίδιο μειδίαμα που με χαιρέτησε και να μου λέει: «Σ’ αρέσουν τα νέα σου δόντια σου μικρέ;». Και τότε εγώ πέφτω πάνω του σα λυσσασμένο σκυλί. Τον ρίχνω κάτω, και ενώ αυτός παλεύει να με πετάξει από πάνω του, εγώ παίρνω τη φαλτσέτα μου και του τη μπήγω στο στόμα. Του μαχαιρώνω τα ούλα μέχρι που του βγάζω ένα δόντι. Πονάει αφόρητα. Συνεχίζει να παλεύει όμως εξασθενεί από τον πόνο. Του βγάζω και δεύτερο. Το αίμα του με πιτσιλάει παντού στο πρόσωπο, όμως δεν πτοούμαι. Συνεχίζω να του κόβω τα ούλα με μίσος και μανία. Πλέον με εκλιπαρεί να σταματήσω. Όμως δεν πρόκειται. Του τραβάω με τα χέρια τα δόντια και του τα ξεριζώνω. Φωνάζει δυνατά και τρομοκρατημένος προσπαθεί να ξεφύγει. Όμως οι δυνάμεις του τον έχουν εγκαταλείψει. Βέβαια όλα αυτά είναι απλώς στη φαντασία μου. Στην πραγματικότητα προσπαθώ να επιβιώσω μέσα σε έναν σκουπιδοτενεκέ μέχρι να βγει το πρώτο φως του ήλιου. Αν καταφέρω να βγω ζωντανός από εδώ μέσα, γιατί όπως όλα δείχνουν, θα αποκτήσω ένα πολύ πρωτότυπο φέρετρο. Και αν δεν τα καταφέρω, προβλέπω στις ειδήσεις να προσπαθούν χίλιοι μύριοι δημοσιογράφοι να εξηγήσουν πως βρέθηκε ένα σώμα, νεκρό από ασφυξία με τα δόντια του στην τσέπη του, και μια νεκρή γάτα καρφωμένη στην πλάτη. Σκατά! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 12, 2005 Share Posted October 12, 2005 Τόσο καιρό το έχω διαβάσει και ακόμα δεν έχω αξιωθεί να κάνω κριτική. Λοιπόν, το κείμενο είναι παρανοϊκότατο, αλλά σε σχέση με το πρώτο μέρος χάνει. Επίσης είναι από τα κείμενα που πετυχαίνεις το σωστό ρυθμό, δε βιάζεσαι δηλαδή να το τελειώσεις. Θέλουμε και τρίτο και τέταρτο και πολλά ακόμα μέρη. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
LordCeleborn Posted October 12, 2005 Share Posted October 12, 2005 Η Αληθεια ειναι οτι μαζι με την μουσικη που ακουω με πηγε πραγματικα αλλου. Δεν εχω διαβασει ακομα το πρωτο μερος αλλα πραγματικα ειναι μια πολυ καλη δουλεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted November 9, 2005 Share Posted November 9, 2005 Ουτε εγω διαβασα το πρωτο μερος αλλα ειχε φαση και απο μονο του. Η γατα που κολλουσε ρε;!;Τεσπα,αυτο με τα δοντια μου το'χες πει και ηθελα να το διαβασω.Επισης δεν ξαναναφερεις τη γκομενα πουθενα,κριμα. Θα μπορουσες να χωρισεις τις παραγραφους σε μικροτερες απο τη στιγμη που η δραση τρεχει,αν με πιανεις. Ωραια...τωρα σχολιασε και τιποτα δικο μου!Χα,χα,χα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ymeο gamawa Posted November 9, 2005 Share Posted November 9, 2005 μαλιστα... καθομαι δυο λεπτα εδω περιπου και σκεφτομαι αν υπαρχει κατι που θελω να πω γι αυτο σου το... διηγημα... ξυνομαι.. ανακαθομαι... βασικα θα ηθελα να μας πεις εσυ δυο λογια γι αυτο. σκεψου οτι αυτο το πραμα δημοσιευεται. και εγω ειμαι δημοσιογραφος και σε ρωταω: "Κυριε βαρδουλα. η Ιστορια αυτη δημοσιευτηκε απο τις εκδοσεις "Διαιολος". Μπορειτε να μας πειτε τι σκατα θελετε να μας πειτε μ αυτη την ιστορια; τι αισθηματα περιμενατε να νιωσουμε; ηταν απλα ενας πειραματισμος; μια προσπαθεια να μας εκθεσετε δια μεσω των ιδιων μας των σκεψεων?" αληθεια παντως μου προκαλεσε μερικα δυσαρεστα συναισθηματα. δε μου αρεσε η ατμοσφαιρα στο ρεστοραν. ηταν σαν κακο ονειρο. αλλα οχι αρκετα κακο! τι εγινε? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted November 9, 2005 Author Share Posted November 9, 2005 ηταν σαν κακο ονειρο. Μόνος σου το είπες. Ένα κακό όνειρο, αλλά όχι αρκετά κακό. Για μένα είναι ο χειρότερος παιδικός μου εφιάλτης, για σένα ένα κακό όνειρο. Όταν το είδα στον ύπνο μου, ξύπνησα 4 το πρωι και το έγραψα. Δεν έχει κάποια αποστολή ή σκοπό αυτό το διήγημα. Εμένα δε μ'αρέσει σαν διήγημα πολύ, αλλά σαν εφιάλτης θα με ξαναξυπνούσε Οκ Heiron, αφού με προκαλείς.... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.