Bardoulas© Posted September 10, 2005 Share Posted September 10, 2005 Ο Γκρολσκ περπατούσε αμέριμνος στο λιβάδι. «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αισιόδοξο, από ένα λιβάδι σπαρμένο με αγχόνες. Και πάνω τους κρεμασμένα σώματα, έτοιμα να αφήσουν την τελευταία τους πνοή εδώ» σκεφτόταν κουβαλώντας μια τεράστια ξύλινη κατασκευή που θύμιζε έντονα κρεμάλα. Ήταν απορίας άξιο πως μπορούσε και κουβαλούσε με τόση άνεση ένα τόσο μεγάλο κατασκεύασμα. Όλες οι αγχόνες μαζί με τα σώματα∙ ένα σύστημα σώματος-αγχόνης όπως θα έλεγε και ο 352 που είναι καθηγητής φυσικής, είναι καλοτοποθετημένες και στοιχισμένες κατά μήκος και κατά πλάτος. Αυτό βέβαια απορρέει από το γεγονός ότι ο Γκρολσκ είναι καλός στη δουλειά του. Πάντα όταν φεύγει ένας, μπαίνει ένας στην τελευταία θέση, μετακινώντας όλα τα ζευγάρια αγχόνης-σώματος κατά μία θέση πριν, αφήνοντας έτσι κενή την τελευταία. Μετά αρχίζουν τα ωραία για τον Γκρολσκ, που δείνχει να διασκεδάζει με αυτή τη διαδικασία. Πηγαίνει στο δάσος, εκεί που όλα τα σώματα των θνητών υπάρχουν ανέμελα και διαλέγει ένα. Όχι στην τύχη όμως, καθότι υπάρχουν κανόνες οι οποίοι και πρέπει να τηρούνται, αλλά χρησιμοποιώντας κάποιες εξισώσεις που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στον εκάστοτε υποψήφιο νεκρό. Τώρα βέβαια, δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς ποια ακριβώς είναι η εξίσωση και πως λειτουργεί. Κυρίως γιατί εκεί που βρίσκεται ο Γκρολσκ δεν είναι Γη και δεν λειτουργούν τα μαθηματικά όπως όλος ο κόσμος ξέρει. Το μόνο που θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει, είναι ότι η εξίσωση αυτή έχει να κάνει με τον αριθμό των ετοιμοθάνατων, ο οποίος και είναι σταθερός. Όμως ο Γκρολσκ ξέρει να παίζει στα δάχτυλα αυτή την εξίσωση. Και απολαμβάνει την κάθε στιγμή. Είναι αισιόδοξος τύπος, κάτι που φαίνεται και από την φράση που σιγοψιθυρίζει κάθε φορά που ξεκινά καινούρια επιθεώρηση. Αισιόδοξος γιατί μπορεί για ορισμένους να έχει τη χειρότερη δουλειά, να καθαρίζει τα πτώματα από το λιβάδι, όμως είναι σε καλύτερη μοίρα από τους «πελάτες» του. Έχοντας πλέξει το λεπτό μεταξωτό ύφασμα στα δάχτυλά του, ο Σβεν προσπαθούσε να θυμηθεί αν το πλατύ μέρος πηγαίνει πάνω ή κάτω. Τελικά, με την 6η προσπάθεια, είχε πλέξει έναν αξιοπρεπή κόμπο γραβάτας. Η απουσία της γυναίκας του, προξενούσε αρκετές ανωμαλίες στο καθημερινό του πρόγραμμα. Κυρίως γιατί χαλούσε η ρουτίνα του. Υπό κανονικές συνθήκες∙ με τη γυναίκα του στο σπίτι δηλαδή, θα κατέβαινε τις σκάλες και θα αντίκριζε τα παιδιά του να παίρνουν το πρωινό τους. Η γυναίκα του θα του είχε έτοιμη τη γραβάτα του και αυτός, δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλί, θα αναχωρούσε για το γραφείο. Συχνά, έβλεπε στον καθρέφτη του αυτοκινήτου να έρχεται από τη στροφή το σχολικό. Κοιτώντας το ρόλεξ, θα μπορούσε να διαπιστώσει αν είχε αργήσει να ξεκινήσει ή αν ο οδηγός του σχολικού είχε φτάσει νωρίς. Τώρα όμως ο Σβεν έχει σηκωθεί από πολύ νωρίς, κατάφερε να τηαγνήσει τα αυγά των παιδιών με την 6η προσπάθεια (καθόλου άσχημη επίδοση) και ανέβαινε τις σκάλες για να πάει να ντυθεί. Το γεγονός ότι είχε ξεχάσει να ξυπνήσει τα παιδιά του, το κατάλαβε από την κόρνα του σχολικού. Βγήκε τρέχοντας ως το παράθυρο για να κάνει νόημα στον οδηγό να φύγει, βγαίνοντας έτσι τελείως εκτός προγράμματος. Στο αυτοκίνητό του πλέον, με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, οδηγούσε προς το σχολείο. Μόλις είχε κλείσει το κινητό. Στην άλλη άκρη της γραμμής, βρισκόταν ο διευθυντής, ο οποίος και του είχε αναθέσει να πάει κατ’ ευθείαν στην τράπεζα. Ο Σβεν είπε ένα τελευταίο ανέκδοτο για πεθερές στα παιδιά του. Ίσως μ’αυτόν τον τρόπο έπαιρνε εκδίκηση καθώς θεωρούσε υπεύθυνη τη δική του πεθερά για την απουσία της γυναίκας του. Όταν έφτασε στην είσοδο της τράπεζας, ενοχλήθηκε που είδε ένα αυτοκίνητο παρκαρισμένο απ’έξω, με τα αλάρμ να αναβοσβήνουν. Ήθελε υποδοχή με μεγαλεία. Ήθελε το «μικρό» με την ηλίθια στολή του να έπαιρνε το αυτοκίνητό του για να το παρκάρει. Το διευθυντή της τράπεζας να τον υποδεχόταν με ανοιχτές αγκάλες πατώντας πάνω στο κατακόκκινο χαλί. Όνειρα ημέρας που διαλύονταν όταν είδε πως έκανε για 6η φορά τον κύκλο μέχρι εντέλει να βρει θέση ένα στενό πιο κάτω. Ο Γκρολσκ έσφιγγε για τελευταία φορά τον κόμπο της αγχόνης για τον 143. Ο λαιμός πλέον εφάρμοζε τέλεια πάνω στο σκοινί. Πίσω στη γη, ένα κοριτσάκι, απογοητευμένο από το γάμο του αγαπημένου της τραγουδιστή∙ και ειδώλου της, ήταν ξαπλωμένη στη μπανιέρα με κομμένες τις φλέβες. Το νέρο ξεχείλιζε κατακκόκινο και εκείνη άφηνε την τελευταία της ανάσα με ένα σημείωμα που έλεγε «Φώτη, γιατί αυτή και όχι εμένα;». Οι γονείς της δεν θα έδιναν σημασία στην πολύωρη κατάλειψη του μπάνιου, μέχρι να έβλεπαν το κόκκινο νερό να τρέχει από την πόρτα. Βέβαια όλα αυτά δεν απασχολούσαν το Γκρολσκ ο οποίος είχε δουλειά να κάνει. Έπρεπε να μεταφέρει όλες τις κρεμάλες μια θέση πριν, έπρεπε να καθαρίσει την κενή από πτώμα, που θα πετούσε σε ένα φαράγγι και τέλος έπρεπε, αφού τοποθετούσε στην τελευταία θέση του λιβαδιού την κρεμάλα, να «ψαρέψει» το νέο ετοιμοθάνατο, βασιζόμενος πάντα στην εξίσωση. Η αγχόνη ήταν ένας τρόπος μέτρησης του χρόνου. Όπως άλλοι συναδέλφοι του είχαν διαλέξει την κλεψύδρα ή το λυχνάρι με το λάδι, έτσι ο Γκρολσκ είχε διαλέξει να σφίγγει τις θηλειές μέχρι να σκοτωθεί ο ετοιμοθάνατος. Έτσι είχε μια πιο προσωπική επαφή με τους ετοιμοθάνατους. Και κάτι ακόμη. Περπατώντας προς την τράπεζα αναθεμάτιζε την πεθερά του. Ο Σβεν είχε ένα ελλάτωμα που κάποτε παραλίγο να του κόστιζε την προαγωγή του. Ήταν βαθύτατα προληπτικός. Έφτυνε τον κόρφο του όποτε έβλεπε μαύρη γάτα, άλλαζε πεζοδρόμιο αν δεν μπορούσε να περάσει δίπλα από μια σκάλα ακαι ο μόνος δρόμος ήταν από κάτω της και τα χέρια του είχαν κοκκινίσει από το πολύ ξύλο που είχε χτυπήσει. Όταν κάποτε ο διευθυντής του τον είχε καλέσει για ένα ποτό, ο Σβεν παραλίγο να τον έστηνε καθώς το ημερολόγιο έλεγε Παρασκευή 13 Οκτωβρίου. Τελικά βγήκε από το σπίτι με ένα κεφάλι σκόρδο στην τσέπη του. Έτσι είχε βαφτίσει «γκαντέμο» την πεθερά του, καθώς όποτε την έβλεπε κάτι του πήγαινε στραβά. Ειδικά για σήμερα, θα ευχόταν να μην είχε σηκωθεί από το κρεβάτι, καθώς οι οιωνοί ήταν πολλοί. Με αποκορύφωμα το μαύρο περιστέρι που είχε κάτσει πάνω στο καπό του αυτοκινήτου. Ο ίδιος θα ορκιζόταν πως αυτό που έβλεπε ήταν κοράκι και όχι περιστέρι, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν υπερβολή. Είχε φτάσει ήδη στην είσοδο της τράπεζας, όταν άκουσε κάποιον να φωνάζει και να τον επαναφέρει από τα όνειρά του στην πραγματικότητα. Γύρισε και κοίταξε προς το αυτοκίνητο που είχε παρκάρει έξω από την είσοδο της τράπεζας. Πριν προλάβει να δει τι γίνεται, ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Ο Σβεν ένιωσε έναν οξύ πόνο λίγο κάτω από την αριστερή του ωμοπλάτη. Μπορεί η μικρή αυτόχειρας, να είχε μυρίσει τελευταία φορά σαπούνι. Ή κάποιο αφρόλουτρο με άρωμα καρύδας ή εντέλει το ίδιο της το αίμα. Μπορεί κάποιος να μύριζε καμέλιες λίγο πριν αγοράσει ένα μπουκέτο στην αγαπημένη του. Μυρωδιές συνιθισμένες όπως η μαρμελάδα της γιαγιάς, η σκατίλα στους υπόνομους, η μυρωδιά του Νάπαλμ το πρωί… μυρωδιές που γνώριζαν οι θνητοί. Ο Γκρολσκ είχε όμως το προνόμιο να μυρίζει το θάνατο. Μια μυρωδιά που όμοιά της δεν είχε μυρίσει κανένας άνθρωπος. Μια μυρωδιά που έμοιαζε με βρεσκοβρεγμένο χώμα. Μόνο που ο αέρας ήταν πικρός και σε έπνιγε. Αλλά για λίγο μόνο. Μετά αισθανόσουν ανεβασμένος. Όπως όταν πίνεις ένα δυνατό ποτό∙ ένα ντράι μαρτίνι με λεμόνι ας πούμε. Σου αφήνει στο φάρυγγα μια γλυκόπικρη και πολύ δυνατή γεύση. Και πάντα κάτι σε ωθεί να πιείς κι άλλο. Ένας περιέργος συνδιασμός γήινου και δυνατού αρώματος ήταν η μυρωδιά του θανάτου. Ήταν το προνόμιό του, η αποκλειστικότητά του και του άρεσε πολύ αυτή η μυρωδιά. Του έδινε κουράγιο και έκανε τη δουλειά του ευχάριστη. Ή μάλλον, κάτι παραπάνω από ευχάριστη∙ αισιόδοξη. Σχεδόν μαστουρωμένος από τη μυρωδιά είχε ήδη ξεφορτωθεί στο γκρεμό το πτώμα της μικρής κοπέλας. Αυτή τη στιγμή οι γονείς της θα πηγαινοέρχονταν στους διαδρόμους του νοσοκομείου προσπαθώντας να αλληλοπαρηγορηθούν. Λίγο πιο πέρα, στο χειρουργείο, ο γιατρός προσπαθούσε να συγκροτηθεί και να βρει τρόπο να πει στους γονείς πως το κοριτσάκι ήταν νεκρό. Σκατένια δουλειά! Ο Γκρολσκ από την άλλη είχε ήδη κάνει τους υπολογισμούς του και είχε βγάλει από το δάσος τον επόμενο υποψήφιο ετοιμοθάνατο. Ένας γιάπης, ονόματι Σβεν, με δυο παιδιά στο σχολείο και τη γυναίκα του να έχει επισκεφτεί τη μητέρα της. Το αξιοθαύμαστο για τον Γκρολσκ ήταν ότι ήξερε επιγραμματικές πληροφορίες για όλους τους ετοιμοθάνατους της περιοχής του. Δενόταν πάρα πολύ μαζί τους, όπως ο γιατρός με τους ασθενείς του, ο δικηγόρος με τους πελάτες του, ο καπετάνιος με το υπόλοιπο πλήρωμα. Καθώς έσβηνε αιμόφιρτος στην άσφαλτο ο Σβεν, ο χρόνος κυλούσε πολύ γρήγορα γι’ αυτόν. Έβλεπε πολύ θολά περιπολικά να περικυκλώνουν το αυτοκίνητο που είχε παρκάρει μπροστά στην τράπεζα, έναν τύπο με μαύρη κουκούλα να πυροβολεί προς τα περιπολικά λίγο πριν ακουστεί ένας δυνατός θόρυβος και το κρανίο του διαλυθεί και πνιγεί στο αίμα. Το αίμα έπεφτε σαν άχνη πάνω του, σε αντίθεση με το καπό του αυτοκινήτου που φιλοξενούσε πάνω του μια λίμνη αίματος. Έβλεπε ακόμα και τα σκάγια να φεύγουν σαν κοκκινόμαυρα μυγάκια, παρασέρνοντας αρκετή σάρκα, αίμα και ένα μέρος από τον εγκέφαλο του κουκουλοφόρου. Και αργότερα όταν ένιωθε το σώμα του να ανασηκώνεται και να τοποθετείται πάνω σε κάτι πιο μαλακό από το πεζοδρόμιο. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του, απλά αυτές είχαν παραμορφωθεί. Έβλεπε πιο θολά όλο το τοπίο γύρω του αλλά με μεγάλη ακρίβεια ό,τι συνέβαινε σε ακτίνα δύο μέτρων, άκουγε με παραμόρφωση τους ήχους∙ μπάσους ήχους που μετατρέπονταν σε τριξίματα, στο στόμα του υπήρχε μια έντονη και δυσάρεστη μεταλλική γεύση αίματος και αισθανόταν παγωμένος και μουδιασμένος. Μόνο η όσφρηση είχε οξυνθεί. Μύριζε πολύ έντονα μια μυρωδιά που έμοιαζε με βρεσκοβρεγμένο χώμα. Μόνο που ο αέρας ήταν πικρός και τον έπνιγε. Και έβλεπε οράματα. Έβλεπε έναν τύπο να τον παίρνει από ένα δάσος και να τον κρεμά σε μια ξύλινη κατασκευή που έμοιαζε με αγχόνη. Και μετά πάλι στο νοσοκομείο, ένιωθε πως τσουλούσε στους διαδρόμους του νοσοκομείου πάνω σε φορείο. Πήγαινε με μεγάλη ταχύτητα και μόλις που πρόλαβε να δει δυο μεσήλικες αγκαλιασμένους να κλαίνε. Ο γιατρός που ήταν δίπλα τους μόλις είδε το Σβεν τους άφησε και άρχισε να τον ακολουθεί μιλώντας με τον τύπο που έσπρωχνε το φορείο. Η πορεία του φορείου σταμάτησε μέσα σε ένα δωμάτιο με αρκετά περίεργα ιατρικά όργανα. Δίπλα του, ένα κοριτσάκι που φαινόταν νεκρό. Ο Γκρολσκ τοποθετούσε στην τελευταία θέση της στοίχησης το σώμα του Σβεν. Παράδοξα, η θηλειά ήθελε πολύ λίγο ακόμα για να κλείσει. Συνήθως έμεναν κάμποσο καιρό στις κρεμάλες τους οι υποψήφιοι ετοιμοθάνατοι. Ο 252 είχε καρκίνο στους πνεύμονες, που από τα πολλά τσιγάρα αντί για πνεύμονες είχε δυο σάπια σάρκινα όργανα. Η θηλειά έκλεινε αργά αλλά σταθερά. Ο 84 ήταν σε κώμα πάνω από δύο μήνες αλλά οι γονείς του ήλπιζαν πως θα συνέλθει. Μετά την αποτυχημένη επέμβαση του γιατρού, η θηλειά έκλεισε απελπιστικά. Αν έβλεπαν πόσο μικρός ήταν ο κόμπος της θηλειάς του θα έχαναν κάθε ελπίδα. Ο 9 με τρύπια από τις βελόνες χέρια. Σε κάθε του ένεση, η θηλειά έκλεινε. Μπορεί σε μια βδομάδα να ήταν ακίνητη η θηλειά και μέσα σε δυο μέρες να έκλεινε δυο φορές. Ανάλογα με το πόσο συχνά έβρισκε τη δόση του. Όμως τώρα, ο 666, ο τελευταίος της «ουράς» ήταν πολύ πιθανό να ήταν ο πρώτος που θα έφευγε. Ο Γκρολσκ ένιωσε ξαφνικά έναν οξύ πόνο στη βουβωνική περιοχή. Ο Σβεν μόλις που τον είχε κλοτσήσει και ο Γκρολσκ είχε μείνει άναυδος. «Δεν θα χάσω δεύτερο σήμερα» φώναζε ο γιατρός. Δευτερόλεπτα πριν, είχε επαναφέρει τους σφυγμούς του Σβεν, κρατώντας τα δύο ηλεκτρόδια όπως θα κρατούσε ένας γκανγκστερ δυο χειροβομβίδες, έτοιμος να σκορπίσει τον όλεθρο. Βέβαια, η δουλειά του γιατρού ήταν πολύ πιο δύσκολη. Το χειρουργείο είχε ετοιμαστεί, και ο γιατρός ήταν πλέον έτοιμος να αφαιρέσει τη σφαίρα από το σώμα του Σβεν, όταν ο σφυγμός ξαναέπεσε. Ο Σβεν πλέον έβλεπε έναν τύπο, που σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσε να ονομάσει άνθρωπο. Είχε καμπούρα, λίγα αραιωμένα γκρίζα μαλλιά, φορούσε ένα σκισμένο καρώ πουκάμισο και φθαρμένο μπλε τζην. Αυτό που όμως τον έκανε τόσο αποκρουστικό, δεν ήταν ούτε η εμφανισιακή του ιδιομορφία ούτε τα ρούχα του. Το μισό του πρόσωπο ήταν διαλυμένο. Περίπου τα ¾ του σαγονιού του δεν υπήρχαν, ενώ η κόγχη του αριστερού του ματιού ήταν άδεια και έβλεπε κανείς με ευκολία τη γυμνή σάρκα. Αυτό το πλάσμα λοιπόν, προσπαθούσε να τον τοποθετήσει κάπου όρθιο. Ένιωθε το λαιμό του να πιέζεται. Αντανακλαστικά τον κλώτσησε. Ο Γκρολσκ δεν το είχε ξαναδεί αυτό. Κανείς από τους υποψήφιους ετοιμοθάνατους δεν είχε κουνηθεί. Ήταν τόσο παράξενο όσο αν έβλεπε κάποιος μια κούκλα σε κατάστημα ρούχων να του κλείνει το μάτι. Πόνο βέβαια δεν ένιωθε. Τα κουφάρια δε νιώθουν πόνο, δε νιώθουν εξάντληση, δε νιώθουν τίποτα. Αλλά ξαφνιάστηκε. Βιαστικά τον τοποθέτησε πάνω στην κρεμάλα και έσφιξε τη θηλειά. Γύρισε την πλάτη του και προχώρησε ευθεία όταν άκουσε έναν δυνατό γδούπο. Γυρνώντας να κοιτάξει, ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρος για το τι είχε συμβεί. Το είχε δει μπροστά στα μάτια του σαν μια εικόνα. Σαν ταινία που παιζόταν και ο αέρας μπροστά του ήταν το σελιλόιντ. Ο 666 κουνούσε χέρια και πόδια σα λυσασμένος. Όπως όταν έπαιζε ράγμπυ στη θάλασσα σαν παιδί. Σπαρταρούσε, κρατώντας πάντα τη μπάλα, και προσπαθούσε να ξεφύγει από τη λαβή του αντιπάλου. Μόλις γύρισε, οι φόβοι του είχαν επιβεβαιωθεί. Ο 666 είχε πέσει κάτω. Μαζί του και η κρεμάλα, κάτι που τον έκανε να παραξενευτεί ακόμα περισσότερο. Αν μια κούκλα σε ένα μαγαζί ρούχων ήταν απίθανο να σου κλείσει το μάτι, τώρα σκεφόταν πως ένας μπέμπης θα ήταν ακατόρθωτο να σηκώσει μια νταλίκα. Κι όμως, ο μπέμπης ήταν ο 666 και η νταλίκα ήταν η κρεμάλα. Αμέσως φοβήθηκε μήπως είχε κάνει λάθος στην εξίσωση. Μήπως δεν ήταν αυτός ο σωστός άνθρωπος που έπρεπε να να ψαρέψει από το δάσος. Μήπως για πρώτη φορά είχε κάνει λάθος. Ο γιατρός είχε καταφέρει να σταθεροποιήσει την κατάσταση του Σβεν και πλέον η μοναδική του ασχολία ήταν να κλείσει το τραύμα. Ο Σβεν ήταν πολύ τυχερός. Όχι μόνο το τραύμα ήταν διαμπερές, αλλά και η σφαίρα είχε περάσει λίγα χιλιοστά δίπλα από την καρδιά του. Ο γιατρός ήταν αποφασισμένος να τον κρατήσει στη ζωή. Το όφειλε στο Σβεν, στην οικογένειά του, το όφειλε στον ίδιο του τον εαυτό για το κοριτσάκι που δεν μπόρεσε να σώσει. Ο Σβεν δεν ήταν αναίσθητος. Είχε ανοιχτά τα μάτια του και έβλεπε γύρω του τι συμβαίνει. Μόνο που αυτά που έβλεπε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον όχι έτσι όπως ήξερε την πραγματικότητα. Για μια στιγμή είδε πως ήταν κρεμασμένος σε μια τεράστια κατασκευή. Ένα χοντρό σκοινί περασμένο θηληκωτά γύρω από το λαιμό του τον έπνιγε. Ήταν σε έκσταση∙ με μια βαριά ζαλάδα να τυραννάει το κεφάλι του. Τα χέρια του ήταν βαριά. Το ίδιο και τα πόδια του. Το ίδιο και όλο του το σώμα. Δεν μπορούσε να κουνηθεί. Όμως έπρεπε. Έβαλε όλη του τη δύναμη για να καταφέρει να κουνήσει έστω και το βλέφαρό του. Μέχρι που άκουγε μια φωνή να του λέει «Δε θα χάσω δεύτερο σήμερα». Η φωνή του τρύπησε το κεφάλι, επαναφέροντάς τον πίσω. Επανέκτησε τις δυνάμεις του και άρχισε να κουνιέται με απότομες κινήσεις. Πρώτα τα χέρια και ύστερα τα πόδια. Σα να προσπαθούσε να κολυμπήσει σε μια κυμματώδη θάλασσα, γεμμάτη δηλητηριώδεις μέδουσες, έτοιμες να κολλήσουν πάνω του. Η φρίκη που ένιωσε ο Γκρολσκ, λίγα άτομα είχαν νιώσει. Μπορεί να υπήρχε πιθανότητα ο ήλιος να έβγαινε κάποτε από τη δύση. Υπήρχε περίπτωση να έβλεπε το σπασμένο ποτήρι να επανασυντήθεται σε ένα σώμα και να επέστρεφε μαζί με το νερό που είχε χυθεί στο χέρι του. Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να έκανε ποτέ λάθος στην εξίσωση. Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να ψαρέψει λάθος υποψήφιο. Όμως το λάθος είχε γίνει. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να σηκώσει τον 666 από το έδαφος. Ούτε να σηκώσει την κρεμάλα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να ξαναμπεί στο δάσος των ζωντανών ο 666. Επίσης ήξερε πως κάτι τραγικό θα συνέβαινε στον ίδιο. Απλώς περίμενε να πραγματωθεί η μοίρα του, παραιτημένος από κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσε να διορθώσει την κατάσταση. Είχε χάσει κάθε ίχνος αισιοδοξίας. Ο Σβεν άνοιξε τα μάτια του. Γύρισε προς το φως που τον τύλωνε και μόλις κατάφερε να εστιάσει, είδε μια μαγική εικόνα. Ένα σπουργήτι να κελαηδά δίπλα από πράσινα φύλα, στο κλαδί ενός δέντρου. Αμέσως ένιωσε πίεση στα πλευρά του και μύρισε το άρωμα της γυναίκας του. Την είδε δακρυσμένη να το αγκαλιάζει. «Σώθηκα! Είμαι ζωντανός!» φώναζε αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Το σπουργήτι έξω από το παράθυρο άρχισε να γελά υστερικά και το δέντρο να ρίχνει τα φύλλα του που στο μεταξύ είχαν γίνει πορτοκαλί. Δίπλα του μια μορφή κατάχλωμη, που όπως όλα έδειχναν ήταν νεκρή. Ένας γιατρός προσπαθούσε με τη βια να απομακρύνει τη γυναίκα του, που είχε ξεσπάσει σε κλάματα. «Ασ’ την ήσυχη ρε καριόλη» φώναξε, αλλά καμία απολύτως αντίδραση. Μέχρι που τελικά πάγωσε από φόβο. Έμεινε ακίνητος, χαζεύοντας την κατάχλωμη νεκρή φιγούρα. Ήταν ο Σβεν. Ο Γκρολσκ ένιωθε ένα σφίξιμο στο λαιμό. Τα χέρια του ήταν βαριά σαν βράχοι, ενώ δεν μπορούσε να κινήσει ούτε τα πόδια του. Ένα μυρμήγκιασμα κατελάμβανε όλο του το σώμα, ενώ ένιωθε πως βρίσκεται σε μεγάλο ύψος. Ένας τύπος με σακάκι, με έναν αξιοπρεπή κόμπο γραβάτας και μια τρύπα από σφαίρα στο ύψος της καρδιάς, μόλις τον είχε τοποθετήσει στην κρεμάλα. Τον έβλεπε να απομακρύνεται με βαριά βήματα. Ξαφνικά το τοπίο άλλαξε. Ο Σβεν βρισκόταν σε ένα μέρος με μια αποκρουστική μυρωδιά να πλανιέται στον αέρα, δηλητηριάζοντάς τον. Χωρίς να γνωρίζει πως, είχε στο μυαλό του μια συνέχεια από σύμβολα, που θύμιζαν μαθηματική εξίσωση. Επίσης, πάλι χωρίς να γνωρίζει το πώς ήξερε που βρισκόταν και τι έπρεπε να κάνει. Σήκωσε την κρεμάλα και έσφιξε τον κόμπο στο λαιμό του 666. Είχε πυροβοληθεί εξ’επαφής με κοντόκανη καραμπίνα και του είχε διαλύσει το μισό κρανίο. Τον άφησε εκεί, γνωρίζοντας πως σε λίγο θα ερχόταν η ώρα του να τον πετάξει στο γκρεμό και να πάει να ψαρέψει καινούριο. Τέλος, πάλι χωρίς να γνωρίζει το πώς, ήξερε τι ήταν αυτή η καταραμένη μυρωδιά που πλανιόταν στον αέρα. Ήξερε ποια ήταν η θέση του σ’αυτό το καταραμένο λιβάδι. Βρίζοντας την πεθερά του, απομακρύνθηκε με βαριά βήματα. Εναλλακτικό φινάλε (κάτι σαν ταινία DVD): Ξαφνικά το τοπίο άλλαξε. Ο Σβεν βρισκόταν σε ένα μέρος με μια αποκρουστική μυρωδιά να πλανιέται στον αέρα, δηλητηριάζοντάς τον. Χωρίς να γνωρίζει πως, είχε στο μυαλό του μια συνέχεια από σύμβολα, που θύμιζαν μαθηματική εξίσωση. Επίσης, πάλι χωρίς να γνωρίζει το πώς ήξερε που βρισκόταν και τι έπρεπε να κάνει. Η τελευταία κρεμάλα ήταν άδεια μπροστά του και τον περίμενε. Πήγε στο λιβάδι των ζωντανών και άρχισε να κάνει υπολογισμούς: μέρα, ώρα, τόπος, ο αριθμός 666 και ένα σωρό άλλες μικρολεπτομέρειες του έδωσαν ένα όνομα και ένα επάγγελμα. Το όνομα του επόμενου υποψήφιου ετοιμοθάνατου Ντελμπερτ Γκρέηντεν, χειρουργός. Μετά από μια δύσκολη μέρα, είχε χάσει δυο ασθενείς. Πήγε σε ένα μπαρ για να πιει, προσπαθώντας να αποβάλλει από το μυαλό του το κλάμα των συγγενών των θυμάτων. Η αρχή του αλκοολισμού που αργά αλλά σταθερά θα σφίξει την επιμελώς πλεγμένη θηλειά γύρω από το λαιμό του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted September 10, 2005 Share Posted September 10, 2005 Ήταν μια αρκετά καλή ιστορία, που όμως μου έδινε την αίσθηση ότι μπορούσε να γίνει καλύτερη δουλειά κατά τη μετάβαση από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο. Η κεντρική ιδέα πάντως ήταν άρρωστη, μακάβρια και πολύ γενικά και το εναλλακτικό τέλος το ίδιο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Atrelegis Posted September 15, 2005 Share Posted September 15, 2005 Βάρδουλα αγόρι μου, να γράφεις πιο συχνά. Μέχρι τώρα, όλες σου οι ιστορίες (με εξαίρεση μία) μου άρεσαν πολύ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted November 14, 2005 Share Posted November 14, 2005 Αααααααχ. Ξανά στην μάχη ενάντια στον Βάρδουλα. Ιστορία τρομερή όπως συνήθως(όπως και να το δείς, κάποιοι είναι γεννημένοι storytellers), η ιδέα με τον Γκρολσκ τρομερή και πραγματικά έξυπνη. Μερικές λεπτομέρειες. Όταν ο λήστής πυροβολήθηκε, λες οτι το κεφάλι διαλύθηκε και πνίγηκε στο αίμα. Δεν είναι ακριβώς ρεαλιστικό, καθώς δεν υπάρχει ΤΟΣΟ αίμα στον εγκέφαλο. Έπειτα, η φράση με την ναπάλμ το πρωί όλοι ξέρουμε απο που είναι και ακούγεται λίγο άσχημα. Ποσοι απο μας έχουν μυρίσει ναπάλμ? Μικροπράγματα πάντως. Μου δημιουργήθηκαν όμως, κάποιες απορίες. Καταρχήν, το 666 παίζει κάποιο ρόλο στην ιστορία η όχι? Προσωπικά, θα ήθελα να δώ έναν αριθμό που να παίζει κάποιο ρολο. Αυτάαααααααα...Α και τελευταία, στην αρχή θα ήταν γαμάτο αν βλέπαμε λίγες παραπάνω πληροφορίες όσον αφορά την εξίσωση(να γίνει πιο πιστευτή στο μυαλό μας). Done. Well done. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted November 14, 2005 Author Share Posted November 14, 2005 Έπειτα, η φράση με την ναπάλμ το πρωί όλοι ξέρουμε απο που είναι και ακούγεται λίγο άσχημα. Ποσοι απο μας έχουν μυρίσει ναπάλμ? Έλα, επίτηδες το 'γραψα!! Κατά τα άλλα, όντως η εξίσωση έπρεπε να αναλυθεί λίγο παραπάνω Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 13, 2006 Share Posted May 13, 2006 Αξιόλογο spotlight. Το άξιζε και με το παραπάνω. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted May 13, 2006 Share Posted May 13, 2006 Ναι και γώ το είδα τώρα, θυμήθηκα την ιστορία και αναρωτιόμουνα γιατί δεν το έκανα νωρίτερα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
constantinos Posted June 28, 2011 Share Posted June 28, 2011 Έπεσα πάνω της και τη βρήκα αρκετά ενδιαφέρουσα αν και με κάποια λάθη λογικής. Αυτό που εκτίμησα περισσότερο είναι μια ειρωνεία στην αφήγηση που μου πάει πολύ. Σαν ο συγγραφέας να θέλει να ακυρώσει το τρομαχτικό του θέματός της. Κι αντίθετα με τον North την αναφορά στη μυρωδιά της Ναπαλμ το πρωί, τη γούσταρα καταλαβαίνοντας πάλι τη χιουμοριστική/ειρωνική διάθεση του συγγραφέα. Γενικά ρέει και έχει στυλ χωρίς να μοιάζει με κόπια από μεταφρασμένα βιβλία τρόμου. Τουλάχιστον στο θέμα της αφήγησης. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.