Orpheus Posted September 2, 2005 Share Posted September 2, 2005 (edited) Mα... ο πρόλογος του Πάνου ήταν όμορφος!!! (μίστερ είναι καθιερωμένη προσφώνηση του Ρίκο προς όλους σε άκυρες στιγμές) "Οι παγωμένες σταγόνες της βροχής έσκιζαν το παχύ σκοτάδι σα στιλέττα. Ο λασπωμένος δρόμος βογκούσε κάτω απ'το βάρος της, και δυο μαύρες φιγούρες περπατούσαν γρήγορα σα σκιές στο παιγνίδισμα μιας φλόγας. Συχνά-πυκνά ένας κεραυνός φώτιζε το τοπίο με το αραιό γρασίδι, τα σπάνια δέντρα του και το πέτρινο κτίριο στο βάθος - ήταν ένα διώροφο κτίριο με μικρά παράθυρα και μια μεγάλη πόρτα, αχυρένια στέγη και μια ξύλινη ταμπέλα που ταλαντευόταν ασταμάτητα στο ρυθμό της καταιγίδας. Μετά από λίγα λεπτά οι φιγούρες έφτασαν στην πόρτα. Στο φως μιας αστραπής διαβαζε κανείς την ταμπέλα: Το Κόκκινο Πέπλο πανδοχείο Η μία, λίγο πιο μεγαλόσωμη, κτύπησε την πόρτα με το κάτω μέρος της γροθιάς της. Κάποιος από μέσα φώναξε κάτι που δεν κατάφερα ν'ακούσω, ο άνδρας αποκρίθηκε "Ψάχνουμε μια στέγη για τη νύχτα", φωνάζοντας μέσ' απ' τις βροντές, και η πόρτα άνοιξε, για να κλείσει με το που οι ταξιδιώτες μπήκαν μέσα. Πλησίασα το πανδοχείο και, προσεκτικά, κοίταξα από ένα παράθυρο κοντά στην πόρτα..." Ρίκο και Nih, αν θέλετε πάρτε αυτόν. Αλλιώς, τον διαθέτω στον Άτρε. Αλλιώς... τέλος πάντων, πάρτε τον όποιος τον θέλει και χρησιμοποιήστε τον. Α, και pay heed to the signs! Οι Μούσες μαζί σας, -Ορφέας Συμμετέχει μόνο η ιστορία του Panos. Edited December 22, 2021 by Ghost Προστέθηκε η μία ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Panos Posted September 13, 2005 Share Posted September 13, 2005 (edited) Esteldor έχω τελειώσει. Που και πως ποστάρω? Μπορεί κάποιος να βοηθήσει? Τέλως πάντων, το βάζω εδώ. Οι παγωμένες σταγόνες της βροχής έσκιζαν το παχύ σκοτάδι σα στιλέτα. Ο λασπωμένος δρόμος βογκούσε κάτω απ' το βάρος της, και δυο μαύρες φιγούρες περπατούσαν γρήγορα σα σκιές στο παιγνίδισμα μιας φλόγας. Συχνά-πυκνά ένας κεραυνός φώτιζε το τοπίο με το αραιό γρασίδι, τα σπάνια δέντρα του και το πέτρινο κτίριο στο βάθος - ήταν ένα διώροφο κτίριο με μικρά παράθυρα και μια μεγάλη πόρτα, αχυρένια στέγη και μια ξύλινη ταμπέλα που ταλαντευόταν ασταμάτητα στο ρυθμό της καταιγίδας. Μετά από λίγα λεπτά οι φιγούρες έφτασαν στην πόρτα. Στο φως μιας αστραπής διάβαζε κανείς την ταμπέλα: Το Κόκκινο Πέπλο πανδοχείο Η μία, λίγο πιο μεγαλόσωμη, χτύπησε την πόρτα με το κάτω μέρος της γροθιάς της. Κάποιος από μέσα φώναξε κάτι που δεν κατάφερα ν’ ακούσω, ο άνδρας αποκρίθηκε "Ψάχνουμε μια στέγη για τη νύχτα", φωνάζοντας μεσ' απ' τις βροντές, και η πόρτα άνοιξε, για να κλείσει με το που οι ταξιδιώτες μπήκαν μέσα. Πλησίασα το πανδοχείο και, προσεκτικά, κοίταξα από ένα παράθυρο κοντά στην πόρτα. Ήμουν πολύ περίεργη να δω καλύτερα αυτό το γενναίο ζευγάρι. Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που φάνηκε κάποιο νέο πρόσωπο στην περιοχή-με τη θέλησή του βέβαια. Ήταν και οι δύο αρσενικά, ένας πολύ μεγαλόσωμος και ένας κάπως κοντός, αλλά όχι άνθρωποι, γεγονός που είχα υποψιαστεί πριν μπουν μέσα στο πανδοχείο. Βρώμαγαν ξωτικοί από χιλιόμετρα μακριά. Δεν ήταν ό,τι καλύτερο αλλά στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι. «Έχεις κανένα δωμάτιο?» ρώτησε ο ένας-ο κοντός- με τη σιχαμερά μελωδική φωνή των ξωτικών. «Έξω γίνεται χαλασμός και η κοντινότερη κατοικημένη περιοχή απέχει χιλιόμετρα. Εσύ τι λες ξόανο, έχω δωμάτιο?» απάντησε ο γερό-Γκράντιν με το γνωστό, καυστικό του τρόπο. Ο κοντός έκανε ένα απειλητικό βήμα προς τον πανδοχέα πριν τον σταματήσει ο άλλος, βάζοντας το τεράστιο χέρι του στον ώμο του. «Θα σε συμβούλευα να μη χρησιμοποιείς αυτό το προσωνύμιο παρουσία του Λάλακ. Καλό επίσης θα ήταν να απευθύνεσαι σε μένα για το ο,τιδήποτε. Ο φίλος μου είναι κάπως ευέξαπτος» είπε το βουνό. Ήταν εύκολα ο μεγαλύτερος ξωτικός που είχα δει αλλά δεν είχα δει και πολλούς ούτως ή άλλως. Το μέγεθός του μου ήταν αδιάφορο, αν όχι αρεστό, αλλά κάτι με ενοχλούσε στον τρόπο με τον οποίο μίλαγε. Ούτε ο Γκράντιν φάνηκε να τον εκτίμησε. «Είναι ευέξαπτος, ε?! Εδώ υπάρχει χώρος για έναν μόνο τσαντίλα κι αυτός είμαι ‘γω. Με πιάνεις χοντροξόανο? Και μιας και μου φαίνεσαι κάπως πιο έξυπνος από τις κατσαρίδες στο κελάρι μου, για μάντεψε, που θα κοιμηθείς σήμερα?!!» Το βουνό δε φάνηκε να προσβάλλεται ιδιαίτερα από το ξόανο, που ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει έναν μη-άνθρωπο. Ήταν κατάλοιπο από την εποχή των Μεγάλων Διωγμών, τότε που οι άνθρωποι παραλίγο να αφανίσουν κάθε άλλη μορφή ζωής που θεωρούσαν επικίνδυνη. Ο κοντός όμως έβραζε. «Έχασα σόι από σας γέρο. Μη νομίζεις ότι ο Ξαρ-Λον θα με κρατάει για πολύ» μούγκρισε ο κοντός με μία φωνή όχι πια μελωδική. Για την ακρίβεια, η φωνή του ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που χρησιμοποίησε στην αρχή. Σα νανόσπορου. Οφθαλμαπατική? Έπρεπε να πάω πιο κοντά για να καταλάβω. Στο κάτω-κάτω, καιρός ήταν να κάνω την εμφάνισή μου. Ταυτόχρονα με το άνοιγμα της πόρτας ακούστηκε μία εκκωφαντική βροντή που κάλυψε κάθε άλλον ήχο. Πάντα μου άρεσαν οι δραματικές είσοδοι και το θεώρησα ευνοϊκό οιωνό. Θα είχαμε ένα καλό βράδυ. «Πατέρα, πάλι μαλώνεις?» είπα με τη γλυκιά, παιχνιδιάρικη φωνή μου. Ο κοντό-ξωτικός, με μία αντανακλαστική κίνηση, γύρισε απότομα έχοντας ταυτόχρονα βάλει το χέρι του στο εσωτερικό του σκούρου πράσινου-σχεδόν μαύρου από τη βρώμα-παλτού του. Κάποιο όπλο μάλλον. Μόλις με είδε όμως χαλάρωσε. Το βουνό δεν ξαφνιάστηκε. Απλά γύρισε για να με αντικρίσει. Αυτός ο τύπος δε μου άρεσε καθόλου. Σα να πετάριζαν τα σωθικά μου. «Συγχωρήστε έναν γέρο-ερημίτη, άρχοντές μου» είπα με μία ντροπαλή υπόκλιση που φάνηκε να διασκεδάζει τον κοντό-ξωτικό. «Δύσκολα μαθαίνει κάποιος τρόπους σ’ αυτό το ξεχασμένο μέρος» συνέχισα την απαραίτητη απολογία μου. «Δεν εμπόδισε εσένα κοπελιά μου» πετάχτηκε ο Λάλακ-έτσι δεν τον είπε ο ψηλός?, ρίχνοντας μία στενή ματιά κι ένα πικρό χαμόγελο προς τον γέρο-Γκράντιν. «Εμάς να συγχωρήσετε, μικρή κυρά μου» αποκρίθηκε το βουνό ανταποδίδοντας την υπόκλισή μου και βάζοντας για άλλη μία φορά το χέρι του στο σβέρκο του φίλου του. «Οι καιροί, όπως πάντα, είναι δύσκολοι και η καχυποψία του πατέρα σου είναι δικαιολογημένη, αν όχι ευπρόσδεκτη». Στη συνέχεια γύρισε προς τον πατέρα μου και προσέφερε άλλη μία υπόκλιση, αναγκάζοντας ταυτόχρονα και τον κοντό να σκύψει, βάζοντας εμφανώς βάρος στο χέρι που είχε ακόμη επάνω του. «Ευχόμαστε να μπορείτε να μας φιλοξενήσετε. Θα πληρώσουμε καλά». «Ρε δε πάτε στο διάολο…Πόσο καλά?» ρώτησε όντας καχύποπτα ο γέρος μου, που πάντα γυάλιζε το μάτι του στο χρυσάφι, παρόλο που του ήταν σχεδόν άχρηστο πια. Οι παλιές συνήθειες δύσκολα πεθαίνουν. «Αααα, στ’ αρχίδια μου το βρωμοχρυσάφι σας.» ψευτο-γκρίνιαξε όταν το ξανασκέφτηκε. «Τριλύνα, άμα τους φέρνεις βόλτα, κράτα τους. Θα είμαι στην κουζίνα μου. Εσύ κοντό-ξόανο είσαι στην μπούκα. Λίγο να με ξανατσαντίσεις, και είσαι στο δρόμο. Λίγο να ενοχλήσεις την κόρη μου και είσαι τροφή για ύαινες. Νταγκρακάμ?!» «Νταγκρακάμ μάστορα» απάντησε χαμογελώντας ο ψηλός, ενώ παράλληλα σκούντησε με νόημα τον Λάλακ. «’Έτσι δεν είναι φίλε μου?» είπε επιτακτικά. «Εξαρτάται» αποκρίθηκε ο κοντό-ξωτικός, που μόνο σα ξωτικός δε φερόταν. «Θα φάμε τίποτα?» Το φαγητό άργησε να σερβιριστεί. Ο γέρο-Γκράντιν δεν είχε τίποτα έτοιμο-εκτός βέβαια τα βαρελάκια με τα τουρσιά, τα λουκάνικα σκύλου(ορισμένα και από ύαινα) και το πετρόψωμο. Τα λουκάνικα δεν τα εμφάνισε ποτέ, όπως και το τουρσί. Ήταν όμως αδιανόητο να σερβίρει μόνο ψωμί. Ο πατέρας ήταν περήφανος για την κουζίνα του και δεν ανεχόταν ούτε τον εχθρό του να του πει στραβή κουβέντα για τη μαγειρική του. «Τι είναι αυτό το βραστό ?» ρώτησε ο Λάλακ με αηδία όταν είδε το πιάτο με την πορτοκαλί σούπα. «Σσσσς άρχοντά μου, μύρισε πρώτα, μετά δοκίμασε και πες μία καλή κουβέντα» του είπα χαμηλόφωνα, όχι τόσο για να μην ακούσει ο γέρος-που άκουγε, αλλά για να διατηρήσω λίγο παραπάνω τα προσχήματα. Όχι πως ήταν απαραίτητο. Το κλίμα θα άλλαζε πολύ σύντομα. «Καλό είναι…» κατάφερε να μουρμουρίσει ο νάνος-διότι νάνος ήταν-όταν τελείωσε το πιάτο του. Ο ψηλός «ξωτικός» έφαγε πολύ λίγο από την πορτοκαλόσουπά του. Προτιμούσε το ψωμί και εμένα. Δεν είχε ξεκολλήσει τα μάτια του από επάνω μου. Ανατρίχιαζα λίγο, αλλά δεν ήταν δυσάρεστο. «Μήπως θα είχες την καλοσύνη να μας πεις τι περιέχει αυτή η σούπα?» με ρώτησε ο Ξαρ-Λον καθώς παραχωρούσε το υπόλοιπο πιάτο του στο φίλο του. «Φασόλια, καρότο, άνηθο, κόκκινες πιπεριές και ζωμό από παστό σκύλο. Ό,τι πρέπει για τις κρύες νύχτες μας, άρχοντά μου. Εμείς εδώ τη λέμε πορτοκαλόσουπα, αν και δεν ξέρω κανένα να βάζει μέσα πορτοκάλια!» του χαχάνισα προκλητικά. Και, επιτέλους, μου χαμογέλασε. Καλό ήταν. «Νόστιμο, ε?» συνέχισα. «Μπολύ γκαλό» είπε μπουκωμένος με πετρόψωμο ο νάνος, «αλλά χωρίς μποτό…» είπε με παράπονο. «Όπως σας είπα, κανείς δεν πίνει εδώ. Ίσα-ίσα που τα βγάζουμε πέρα με τους ταξιδιώτες στην ερημιά, να μας λείπουν οι μεθυσμένοι» του είπα για τρίτη φορά, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από το-όχι και τόσο άσχημο-βουνό. «Αλήθεια, πως τα βγάζετε πέρα εδώ στην ερημιά?» ρώτησε και πριν προλάβω να απαντήσω, μου έκανε νεύμα να καθήσω στο τραπέζι τους. «Ταξιδεύουμε πολλές μέρες χωρίς πολλές κουβέντες. Θα μας τιμούσε η παρέα σας» δικαιολογήθηκε για το θράσος του, όχι τόσο για μένα αλλά για τον πατέρα, που ξαφνικά εμφάνισε το κεφάλι του από την πόρτα της κουζινας. «Τι λέτε τώρα, χαρά μου» είπα καθώς καθόμουν απέναντί του, για να τον βλέπω καλύτερα. «Λοιπόν» συνέχισε ο ωραίος, «πως τα καταφέρνετε? Το κοντινότερο χωριό απέχει σχεδόν δύο ημέρες με άλογο ενώ το φυλάκιο που φαίνεται πάνω στον ανατολικό λόφο είναι άδειο εδώ και 50 χρόνια, απ’ όσο ξέρω. Μετά είναι η έρημος». Τώρα που καθόμουν δίπλα τους μπορούσα να διακρίνω καλύτερα τα χαρακτηριστικά τους. Τα αληθινά χαρακτηριστικά τους. Ακόμα βέβαια με εμπόδιζαν οι γραμμές και τα επίπεδα της Οφθαλμαπατικής, αλλά το ξόρκι δεν ήταν αρκετά δυνατό, αν και φρέσκο. Σίγουρα θα το είχαν ανανεώσει λίγο πριν μπουν στο πανδοχείο. Το νάνο θα τον είχα καταλάβει έστω κι αν δεν μπορούσα να διακρίνω μαγεία. Όλοι θα τον είχαν καταλάβει. Καμία μαγεία δεν αλλάζει συμπεριφορά και αυτός κραύγαζε νανόσπορος με το καλημέρα. Το μόνο αληθινό επάνω του ήταν το παλτό του. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο βλάκας όσο το έπαιζε. Μέσα από το παλτό του είχε τα όπλα του τα οποία δε φαινόντουσαν. Ήταν ακόμη πιο κοντός από ότι τον «έδειχνε» το ξόρκι και ξυρισμένος γουλί, κεφάλι και πρόσωπο. Ήταν προφανές ότι δεν έκανε πια παρέα με άλλους νάνους. Ο άλλος ήταν άνθρωπος, σαν τον πατέρα. Ήταν όντος ψηλός και πολύ πιο όμορφος από τους γελοίους ξωτικούς. Ενώ όμως το ξόρκι τον εμφάνιζε με αλυσιδωτό θώρακα-τον οποίο πράγματι φόραγε, «έκρυβε» το μαύρο χιτώνα που φόραγε απ’ έξω, όπως επίσης και το διπλό ραβδί του. Σε αντίθεση με τον φίλο του, είχε εμπιστοσύνη στη μαγεία του. Διότι κρίνοντας από το μανδύα αλλά και το μεταγιόν, το οποίο φόραγε και ο νάνος, ο Ξαρ-Λον ήταν ιερέας του Πεοράνου του Υποκριτή, όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας. Ήταν πια καθαρός ο λόγος της μεταμφίεσης. Ήταν ζευγο-κυνηγοί. Επιτέλους, «Η έρημος, άρχοντά μου, δεν είναι τόσο άδεια όσο ίσως να νομίζετε. Υπάρχουν και οι διάφοροι κυνηγετικοί καταυλισμοί. Μία φορά το μήνα πηγαίνω και προς το Τρανέπι για κάποιες βασικές προμήθειες» απάντησα χαμογελαστά. «Καλά, δε φοβάστε ρε ακρίτες?» είπε ο νάνος με πολύ ανεβασμένη πια τη διάθεση, μετά από σχεδόν δύο πιάτα πορτοκαλόσουπα. «Αυτή η περιοχή έχει χειρότερη φήμη κι από την τουαλέτα μου τα πρωινά, χαρ, χαρ, χαρ» είπε λιώνοντας στα γέλια ο «ξωτικός». Αυτό έφτανε για να πείσει και ένα μουλάρι για την πραγματική του φύση. Ο Ξαρ-Λον όμως δεν εκτίμησε καθόλου το χιούμορ του Λάλακ. Για την ακρίβεια τον κλώτσησε από κάτω. «Ποια φήμη?» ρώτησα γεμάτη αθωότητα. «Εδώ όλα είναι ήσυχα». «Χαρ, χαρ, χαρ, αμέ!» συνέχισε να γελάει ο νάνος, που δε φάνηκε να πτοήθηκε από την κλωτσιά. «Σαν τάφος. Χαρ, χαρ, χαρ, σίγουρα ήσυχα». «Τι εννοείται, δε σας καταλαβαίνω» συνέχισα αθώα, αλλά είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. «Πόσο καιρό είστε εδώ, δέσποινά μου?» ρώτησε ευγενικά, πάντα ευγενικά, ο όμορφος. Πως με ηρεμούσε η φωνή του! Έστω και αν προσπαθούσε να με ψαρέψει. «Όχι πολύ. Μερικά χρόνια. Όταν η μητέρα μου-» πήγα να πω αλλά ο νάνος με διέκοψε. «Άκου να δεις κοπελιά, κόψε τις μπαρούφες. Από τους Διωγμούς έχει να γυρίσει άνθρωπος από εδώ. Οι τελευταίοι φύλακες που έστειλαν νέα στην πρωτεύουσα ήταν πριν από διακόσια χρόνια! Σωστά τα λέω αδελφέ?» ρώτησε γυρνώντας προς τον Ξαρ-Λον. «Σωστά, αν και άκαιρα. Σου είπα να με αφήσεις να το χειριστώ εγώ το θέμα» του απάντησε αυστηρά. «Παρακαλώ να με αφήσεις να συνεχίσω ΕΓΩ τη συζήτηση» δήλωσε και γύρισε τη ματιά του, μαλακώνοντας κάπως, προς τη μεριά μου. «Ποιοι είστε δέσποινα, και κυρίως, τι κάνετε σε αυτόν τον καταραμένο τόπο?» Ο γέρο-Γκράντιν φάνηκε ολόκληρος πια από την κουζίνα, άγριος σαν ύαινα χωρίς κοπάδι. «Τι ζόρι τραβάς ρε αλήτη, που θα έρθεις να κάνεις και ανάκριση στην κόρη μου, ΕΕΕ?» βροντοφώναξε. «Σε ταΐζω, σε ποτίζω, σου κάνω τη χάρη να χαζεύεις την Τριλύνα μου, παλιολυγούρη, και συ έρχεσαι με παράξενες ιστορίες να μου την τρομάξεις!!? ΕΞΩ» κραύγασε-σχεδόν τσίριξε, έτσι γίνεται η φωνή του αν φοβάται-ο πατέρας. «Μην εξάπτεστε κύριε, είμαστε απεσταλμένοι της κυβέρνησης» είπε σοβαρά ο Ξαρ-Λον. «Έχουμε έρθει για να δούμε τι προκαλεί τόσους θανάτους. Και δεν είμαστε οι πρώτοι. Απλά, η περιοχή είναι ακριτική και πολύ χαμηλά στις προτεραιότητες των αρχών. Αφήστε μας να σας εξηγήσω. Με το πέρας του πολέμου επήλθε η διπλωματία. Για κάποιο πολιτικό λόγο, άγνωστο σε μένα, η περιοχή δυτικά της Άδειας Ερήμου ήταν διεκδικήσιμη μέχρι και πριν πενήντα χρόνια. Από τη στιγμή που την πήρε η κυβέρνηση έχουμε στείλει τρεις ομάδες συνοριοφυλάκων και δύο εξερευνητικές. Κανείς δε γύρισε. Το χωριό Τρανέπι επίσης παραπονιέται εδώ και χρόνια για εξαφανίσεις εφήβων και ανήλικων. Έπρεπε να γίνει κάτι πιο δραστικό» εξήγησε ο Ξαρ-Λον. «Από πότε η κυβέρνηση έχει βρωμοξωτικούς στη δούλεψή της?» ρώτησε καυστικά ο γερούλης μου. «Τσάμπα σας έσφαζα?» είπε εμφανίζοντας τον μπαλτά για τους σκύλους. Η αντίδραση τους ήταν ταχύτατη αλλά όχι της προκοπής. Πριν προλάβουν να σηκωθούν από τις θέσεις τους, εγώ βρισκόμουν πλάι στον πατέρα. «Δεν είμαστε ξωτικοί. Είμαστε ζευγο-κυνηγοί, στην υπηρεσία του Πεοράνου και της κυβέρνησης» αναφώνησε ο Ξαρ-Λον δραματικά αλλά και φανερά ξαφνιασμένος από την ταχύτητά μου. Το ξόρκι της Οφθαλμαπατικής έπεσε. «Α, τα ρεμάλια, είναι παπαδάκια του Υποκριτή. Και τι κρύβεστε? Στο Διωγμό ήσασταν πρώτες μούρες. Αν εξαιρέσω το Θεό σας, είσαστε μια χαρά πολεμιστές» είπε ο γέρο-Γκράντιν, χωρίς όμως να χαλαρώσει. «Γέρο, πολλά μας τα είπες. Παράτα το κουζινικό σου και ετοιμάσου για ταξίδι. Τώρα, στο Κάστρο θα είναι, στη ψόφια μάνα σου θα είναι, εμένα λίγο με κόφτει» απάντησε ο νάνος, εμφανίζοντας από το παλτό του ένα σφυρί το οποίο αποκλείεται να χώραγε μέσα στο παλτό του. Πάλι μάγια. «Γιατί άρχοντές μου να σας ακολουθήσουμε?» ρώτησα διατηρώντας το χαμόγελό μου το οποίο ήταν ακόμα-ήλπιζα τουλάχιστον-σαγηνευτικό. «Διότι υποψιάζομαι ότι είστε κάτι παραπάνω απ’ ότι δείχνετε» αποκρίθηκε ο ψηλός. «Πρώτα, μας λέτε ψέματα από την πρώτη στιγμή. Το Κόκκινο Πέπλο έχει να λειτουργήσει αιώνες, σύμφωνα με τους εναπομείναντες κατοίκους του Τρανέπι. Είναι μέρος του θρύλου που θέλει βρυκόλακες να θερίζουν αθώους φέροντας κόκκινες κάπες και με καταφύγιο το παρόν κτίσμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάτι γνωρίζετε, αν δεν είστε εσείς οι υπεύθυνοι, αλλά δε σας κρύβω ότι είμαι πολύ περίεργος για τη πραγματική σας φύση. Κάθε έλεγχο που σας έκανε σας έδειχνε απλούς ανθρώπους, όμως ο πατέρας σου υπονόησε αρκετές φορές ότι έλαβε μέρος σε ένα πόλεμο πριν διακόσια χρόνια. Και πως κινήθηκες έτσι πριν?» ρώτησε τελειώνοντας το συλλογισμό του. Η απάντησή μου ήταν άμεση, όπως και του πατέρα. Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, βρισκόμουν ήδη στην αγκαλιά του-περίπου-και ψαχούλευα για το φυλακτό του Θεού του. Τέτοια κοσμήματα είχαν προστατευτικά μαγικά τα οποία δε θα με βοηθούσαν καθόλου. Μόλις όμως το άγγιξα με πέταξε η ενέργεια μακριά. Είχε και τοπική, προστατευτική μαγεία το ρημάδι. Όχι πως πόνεσα, απλά έσπασα μία καρέκλα καθώς προσγειώθηκα, και ποιος τον άκουγε το γερο-Γκράντιν. Ο πατέρας δεν ήταν τόσο ταχύς όσο εγώ, αλλά από το νάνο σίγουρα. Ο νάνος όμως ήταν έτοιμος. Καταραμένα έτοιμος. Το σφυρί ήταν σηκωμένο λίγο πιο πάνω απ΄το το κεφάλι του πριν καν ορμίσει ο γερούλης μου, με αποτέλεσμα ο μπαλτάς να πέσει πάνω στο ξύλο του σφυριού. Κλειδώνοντας το κουζινομάχαιρο στη συμβολή του κορμού και του κεφαλιου του σφυριού του, φιλοδώρησε τον πατέρα με μία κουτουλιά στην περιοχή της κοιλιάς. Ο πατέρας βόγκηξε και έπεσε στο πάτωμα. Μάλλον η κουτουλιά τον είχε πάρει και παρακάτω. Αμέσως όρμισα από κάτω που ήμουν να τον βοηθήσω. Ο Ξαρ-Λον όμως είπε μία λέξη και αμέσως ένοιωσα τα άκρα μου να βαραίνουν. Ο νάνος έδωσε μία δυνατή κλωτσιά στα πλευρά του πατέρα. Είχα διανύσει τη μισή απόσταση, όταν ο Ξαρ-Λον πρόφερε μία άλλη, διαφορετική λέξη. Έπεσα στα γόνατα. Ο Λάλακ σήκωσε το σφυρί του και το έφερε με δύναμη πάνω στα πλευρά του κακόμοιρου γέρου μου. «Μη, σε παρακαλώ….» θυμάμαι να ψέλλισα πριν βυθιστώ στο αγαπημένο μου σκοτάδι. «… επειδή τη ζαχαρώνεις?!! Ξέχνα το. Εγώ σφάζω, εγώ διαλέγω» άκουσα το νάνο να γκρινιάζει όταν συνήλθα. «Αυτό είναι αλήθεια. Το έλεος όμως είναι βασική διδαχή του τάγματός μας. Και πως μπορείς να είσαι σίγουρος ότι είναι βαμπίρα? Την είδες, την έλεγξα. Αν ήταν απέθαντη, θα είχε πεθάνει με την πρώτη λέξη Δύναμης. Αυτή άντεξε τρεις! Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι» του απάντησε ο Ξαρ-Λον. Δεν είχα ανοίξει ακόμη τα μάτια μου. Έπρεπε να καταλάβω πως με κατάφερε ΤΟΣΟ εύκολα αυτός ο παράξενος ψηλός άνθρωπος. Τι ήταν οι λέξεις Δύναμης? Δεν έπρεπε να καταλάβουν ότι έχω συνέλθει. Ο γερούλης μου…Ο ΓΕΡΟΥΛΗΣ ΜΟΥ! Υπομονή γλυκιά μου Ναι μητέρα «Αα, πάντα μαλακός ήσουν» αναστέναξε ο Λάλακ. «Όταν ξυπνήσει, ΑΝ ξυπνήσει, θα μάθουμε ό,τι θέλεις και μετά θα της κόψω το ρημαδοκέφαλο. Εντάξει τώρα? Να ξέρεις όμως, η φωτιά θα μας έδειχνε μια και καλή τη φύση της. Σε βάζω στοίχημα ότι θα καιγόταν σα βαλτόλαδο. Το είδες το κελάρι. Σφαγείο». Α, ώστε ήμουν νεκρή! Και αν δεν ήμουν, σίγουρα προς τα εκεί με προόριζαν. Ήξεραν και για την αιμόποση. Σε λίγο θα τη γνώριζαν και από κοντά. «Κυρίως ύαινες και αγριόσκυλα. Δυο άνθρωποι μόνο, αλλά με το δίδοντο σημάδι. Βιάστηκες πάντως να αποτελειώσεις τον γέρο. Ήμουν πολύ περίεργος να δω τι πλάσμα ήταν αυτός και δε μου αρέσει να πράττεις χωρίς την συγκατάθεσή μου» του είπε αυστηρά ο Ξαρ-Λον. Αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα Υπομονή γλυκιά μου Αααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααααα ΥΠΟΜΟΝΗ Θα τους λιώσω «Ωπ, καλώς τη λάμια. Κοίτα την, προσπαθεί να μιλήσει» είπε ο σιχαμερός νάνος. Με είδε που φώναξα. Δε με άκουσε όμως. «Να μαγέψει προσπαθεί, αλλά δεν υπάρχει περίπτωση. Την σίγασα όταν την έδενες. Έχει ικανότητες μάγευσης, πέρα από τις φυσικές. Είναι όμως ανίσχυρη πια» είπε ο ιερέας. Είχε δίκιο φυσικά. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος μου, καμμία λέξη μου. Και τι ήταν αυτό που με είχαν δέσει?! Το αισθανόμουν σα σκοινί αλλά δεν μπορούσα ούτε τα δάχτυλά μου να κινήσω. Ήμουν πραγματικά ανήμπορη. Κάλεσε τις ύαινες Τις ύαινες…Ναι… Ποταπά πλάσματα Καταραμένα όντα Που είναι το κοπάδι μου Που είναι η λύτρωσή μου Οι πρώτοι θα πεθάνουν Οι ζωντανοί θα πιουν ΤΡΕΧΤΕ «Κάτι κάνει η πουτάνα» φώναξε ο νανόσπορος μόλις με είδε να πέφτω σε έκσταση. «Θα της λιώσω το κεφάλι» είπε παίρνοντας το τεράστιο σφυρί του και ορμώντας καταπάνω μου. «ΑΚΙΝΗΤΟΣ» είπε ο άνθρωπος, και το ξόανο έμεινε στήλη άλατος. Λέξη Δύναμης μάλλον. Πολύ πρακτικές. «Αρκετά ανέχθηκα το βίαιο ταμπεραμέντο σου. Ο σκοπός σου είναι να σκοτώνεις κατόπιν ΔΙΚΗΣ μου απόφασης. Και ΔΕΝ αποφάσισα ακόμη. Εξάλλου, δεν πιστεύω-». Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει το κήρυγμα. Το παράθυρο έσπασε με έναν ελπιδοφόρο κρότο. Η πρώτη ύαινα είχα καταφθάσει. Δεν ήταν μακριά το λημέρι τους. Ακολούθησαν άλλες δύο, οι οποίες όρμησαν αμέσως στον Ξαρ-Λον. Η πρώτη άρχισε να μασάει τα δεσμά μου. Ό,τι ξόρκι κι αν είχαν, δεν επηρέαζε την ύαινα. Όταν είχα επιτεθεί στον Ξαρ-Λον, τον είχε σώσει το μετάλλιο και η μαγεία. Τώρα, δεν υπήρχε χρόνος για πολλές λέξεις, Δύναμης ή όχι. Η μία ύαινα όρμισε στο λαιμό του. Η άλλη στ’ αχαμνά του. Αν κράταγε το διπλό ραβδί του, ίσως να μπορούσε να αμυνθεί καλύτερα. Δεν το είχε όμως. Ήταν ακουμπισμένο πάνω στην καρέκλα που με είχαν δέσει. Η καλύτερή του άμυνα δε, ο κωλονάνος, ήταν ακινητοποιημένος. Αχ, αυτή η ειρωνία. Όταν τελικά κατάφερα να λυθώ, με τη βοήθεια της «φίλης» μου, το δωμάτιο είχε γεμίσει ύαινες. Τρεις είχαν κλειδώσει τα σαγόνια τους στον Ξαρ-Λον, μία στα αρχίδια του και δύο στο αριστερό του πόδι. Εκείνος σφάδαζε ενώ παράλληλα πάλευε με αυτήν που είχε βάλει στο μάτι το λαιμό του. Άλλες τρεις την είχαν πέσει στο νάνο άλλα, όσο κι αν προσπαθούσαν, δεν μπορούσαν να τον ρίξουν κάτω-γι ‘αυτό είχαν αρκεστεί να του κατασπαράζουν τα πόδια. Πως έκραζε ο γελοίο! Τι καλά που είχε ακόμη τις αισθήσεις του! Τι καλά που θα περάσει όταν τον αναλάβω! «Αφήστε το νάνο για μένα. Σκίστε τον άνθρωπο» τις διέταξα τηλεπαθητικά. Δεν μπορούσα να μιλήσω ακόμη λόγω του ξορκιού σίγασης, αλλά δεν έπαιζε ρόλο. Οι ύαινες ποτέ δεν κατάλαβαν τις γλώσσες των δίποδων. Που ήταν ο πατέρας μου όμως? Μία ξαφνική λάμψη διέκοψε τις σκέψεις μου. Όταν ξαναβρήκα την όρασή μου, ο Ξαρ-Λον ήταν περιτριγυρισμένος όχι από ύαινες αλλά από μία μορφή ενέργειας. Αμυντική μαγεία. Τα ζωάκια μου ήταν κάτω στα πόδια του, ζαλισμένα. Ο Ξαρ-Λον αιμορραγούσε ανάμεσα στα πόδια του άσχημα. Ωραία. «Ειχ…είχε δίκιο ο φίλος μου. Είσαι βαμπίρα. Αργκ…δεν κέρδισες τίποτα. Ο νάνος είναι αν…αναλώσιμος. Κατάρ-…Θα ξαναέρθω» είπε βογκώντας και απλά ξεθώριασε από τη ματιά μου και τον κόσμο, αφήνοντας πίσω τη σφαίρα προστασίας του να αιωρείται. ΜΟΥ ΞΕΦΥΓΕ! ‘Όχι όμως και ο νάνος, που ακόμη κραύγαζε. Όχι όμως από πόνο αλλά από προδοσία. Με γλύκανε κάπως. Δεν μπορούσα να μιλήσω ακόμη. Δεν πείραζε. Όταν πήρα την αιλουροειδής μορφή μου, ο νάνος τρομοκρατήθηκε. Όταν άνοιξα το στόμα μου άρχισε να τσιρίζει σαν τον γερούλη μου. Τον ΓΕΡΟΥΛΗ ΜΟΥ. Όταν έκλεισα τα σαγόνια μου στην καρωτίδα του δεν ξαναέβγαλε άχνα. Προς το παρόν τουλάχιστον. Δεν είχα τελειώσει μαζί του. Αφού ήπια όσο ήθελα, άρχισα να ψάχνω για τον πατέρα. Δε μου πήρε πολύ ώρα. Το καμένο κουφάρι του ήταν στην πίσω αυλή. ΚΑΡΙΟΛΗΔΕΣ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΕΘΑΝΤΟΣ. Ούτε εγώ είμαι απέθαντη-απλά αθάνατη. Βρικόλακας όμως… Πήγα μέσα, μη μπορώντας να αντέξω το θέαμα του απανθρακωμένου πατέρα μου. Μες στην οργή μου, γύρισα προς τις ύαινες, οι οποίες περίμεναν υπομονετικά την αμοιβή τους. «Ποια ήταν η πρώτη που μπήκε μέσα?» φώναξα. Καμιά δεν κινήθηκε. Δε με κατάλαβαν. «Ποια ήταν η πρώτη που μπήκε μέσα?» έκραξα στο κεφάλι τους. Πάλι καμιά δεν κινήθηκε. Τη θυμόμουνα όμως. Ήταν αυτή που με είχε λύσει. Με μία μου κίνηση έμπηξα τα νύχια μου στα μάτια της. Πέρα από το κλαψούρισμα πόνου, δεν αντέδρασε, δεν πήγε να ξεφύγει. Που να πήγαινε άλλωστε? Εδώ ήταν το κοπάδι της. «Φάτε την» έδωσα εντολή στις υπόλοιπες. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Φλεγόμουν. ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Καθώς έκοβα τον καρπό μου με το νύχι μου για να ταΐσω το κοπάδι μου, αισθανόμουν ένα βαθύ τσούξιμο που δεν είχα βιώσει άλλη φορά. Αυτός είναι ο περιβόητος πόνος της απώλειας? Ο πόνος είναι δύναμη Η οργή όπλο Φύγε Ήρθε η ώρα σου Ναι μητέρα Είχε έρθει όντος η ώρα μου. Δε με κράταγε τίποτα πια εδώ. Ήταν καιρός να γνωρίσω τον κόσμο από πρώτο χέρι. Και ήμουν σίγουρη ότι κάποιος θα ήθελε να γνωρίσει μία γεννημένη βαμπίρα. Αυτό δεν ήμουν? Edited September 13, 2005 by Panos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.