Jump to content

Rosenrot - Rosered - Ροδοκόκκινο


Rikochet

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Γιάννης Γαλιάτσος

Είδος: Παραμύθι;

Βία; Ελάχιστη

Σεξ; Μπα

Αριθμός Λέξεων: 1.300 περίπου

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Αυτή η ιστορία γράφτηκε για την 17η άσκηση στο εργαστήρι, αλλά επειδή α) εκεί γίνονται σχόλια κυρίως τεχνικής φύσεως και β) πολλά μέλη των οποίων τις γνώμες και κριτικές εκτιμώ δεν είναι γραμμένα, την βάζω και εδώ. Ελπίζω να μην αποτελεί πρόβλημα.

 

---

 

Κόκκινα σαν το αίμα,

Σε περιμένουν ρόδα δροσερά

Εκεί που τα βαθιά νερά

Μπλέκουν με το ταχύ το ρέμα

 

Ο παγωμένος άνεμος μετέφερε τα λόγια του παιδικού τραγουδιού μακρυά, πέρα απ’την πλατεία του χωριού, πέρα απ’τους κάμπους, πέρα απ’τα βουνάּ τόσο μακρυά, που θα έλεγε κανείς ότι, μέσα στα άπειρα στροβιλίσματα του, ο ήχος μεταλλασσότανּ έτσι, όταν έφτανε στα αυτιά των δυο ταξιδιωτών, τα λόγια ήταν διαφορετικά.

 

Το τοπίο ήταν σκληρό, αστραφτερό γαλάζιοּ τα πάντα έμοιαζαν ακίνητα, τόσο που, αν δεν ήταν ο άνεμος να τους ανακατώνει τα μαλλιά, οι ταξιδιώτες – δυο κουκίδες μέσα σ’αυτή την απέραντη ερημιά – θα νόμιζαν πως ο χρόνος είχε σταματήσει.

 

Ο ένας ήταν ψηλότερος απ’τον άλλο, με λευκό δέρμα και ανοιχτά ξανθά μαλλιά. Η μύτη του είχε μια ελαφρή κλίση προς τα αριστερά, και το δεξί του μάγουλο ήταν ‘στολισμένο’ με μια μακρυά, λεπτή ουλή. Παρόλ’αυτά, φαινόταν αγαθός και, θα μπορούσε να πει κανείς, ευγενικός, καθώς, με μισόκλειστα μάτια, βημάτιζε κόντρα στον άνεμο. Το όνομα του ήταν Τιλ.

 

Δίπλα του, με μεγαλύτερη δυσκολία, προχωρούσε ενα κορίτσιּ δεν είχαν περάσει ούτε δώδεκα χρόνια απο πάνω της. Με εξαίρεση την στραβή μύτη και την ουλή, τα χαρακτηριστικά της ήταν παρόμοια με του Τιλ. Εκτός απο τα μάτιαּ αν κοιτούσες προσεκτικά του αδερφού της, θα έβλεπες μια βαθιά γαλήνη, μια πραότητα που δύσκολα θα κλωνιζόταν. Τα μάτια της Ρόζα είχαν το χρώμα του σμαραγδιού, και η φωτιά που τα έκανε τόσο ζωντανά δεν έσβηνε ποτέּ μέσα τους έκαιγε χαρά και πάθος και επιθυμία για ζωή.

 

«Ένα ρόδο για τη Ρόζα μου» είχε πει ο Τιλ, όταν του εξέφρασε την επιθυμία της. Της φάνηκε πως σύννεφα ξαφνικά ζωντάνεψαν στο βλέμμα του αδερφού της, αλλά δεν πέρασαν τρία δευτερόλεπτα, και ο Τιλ ήταν πάλι χαμογελαστός και εύθυμος. Έτσι, αφού έκαναν τις απαραίτητες ετοιμασίες, άφησαν πίσω τους το χωριό, και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους στις Κορφές, «οπού ο άνεμος είναι τραχύς σαν γυαλόχαρτο και κοφτερός σαν ξυράφι», όπως τόσο συχνά τους έλεγε με στόμφο ο παππούς τους.

 

Ο γερό-Βάσια, όμως, ήταν νεκρός τώρα, καθώς και η μητέρα και ο πατέρας τους. Έτσι, η Ρόζα είχε μόνο την αγκαλιά του Τιλ σαν καταφύγιο απο τους εφιάλτες του κόσμου, και ο Τιλ είχε μόνο τη Ρόζα να προσέχει, να της ανακατώνει τα μαλλιά και να της λέει ιστορίες.

 

Ο Τιλ ήταν σιωπηλός στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού, και η Ρόζα ήξερε πώς σε τέτοια μέρη δεν έπρεπε να ξοδεύεις την ανάσα σου σε λόγια, έτσι κρατούσε τις απορίες για τον εαυτό της.

Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί ονόμασαν αυτό τον τόπο «Κορφές», αφού ήταν τόσο επίπεδος και λείος. Όποιον και αν ρωτούσε, όμως, απλά σήκωνε τους ώμους του και της έλεγε διάφορες παραλλαγές του «δεν ξέρω».

Μόνο η γριά-Αλέξα, η γυναίκα του παππού της, της είχε πει κάποτε μια ιστορία για τον τόπο και την ονομασία του, αλλά η Ρόζα είχε συγκρατήσει μόνο το κομμάτι που μιλούσε για τα τριαντάφυλλαּ αυτά τα μοναδικά, βαθυκόκκινα άνθη που φύτρωναν μονάχα στις Κορφές και έφερναν ζεστασιά και γούρι και ευτυχία στον κάτοχο τους.

 

Τα δυό αδέρφια έφτασαν σε ενα απότομα κατηφορικό σημείο, πράγμα που τους παραξένεψε. Πέρα απ’αυτό, απλωνόταν μια ακόμα μεγαλύτερη πεδιάδα απο την προηγούμενη. Μα δέκα φορές πιο παράξενο, ήταν αυτό που βρισκόταν στο κέντρο της πεδιάδας: ένα τεράστιο πλοίο, καλυμμένο με ένα παχύ στρώμα πάγου.

 

Πάνω στην καρίνα ήταν βαμμένο με μεγάλα, άσπρα γράμματα ένα όνομα.

 

«Ρόδανθος» διάβασε φωναχτά ο Τιλ, χαμογελώντας. «Και μέσα στο Ρόδανθο, θα βρούμε τα ρόδα μας» συνέχισε, χαϊδεύοντας την Ρόζα στο κεφάλι, όπως συνήθιζε.

 

«Μα τι λες, Τιλ; Τα ρόδα δεν φυτρώνουν μέσα σε πλοία!»

 

Ο Τιλ δεν απάντησε. Την πήρε απο το χέρι, και περπάτησαν μέχρι το πλοίο. Η παρουσία του εκεί ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη, μιας και δεν υπήρχε θάλασσα πάρα μίλια μακρυά, μα και οι δυό ήταν τόσο κουρασμένοι απο το ταξίδι, που δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Ένα πράγμα που είχαν μάθει στο χωριό τους, ήταν πώς, αυτό που έβλεπαν, αυτό ήταν η αλήθεια. Οι ψευδαισθήσεις δεν είχαν χώρο εκεί, και εξηγήσεις σπάνια δίνονταν.

 

Ο Ρόδανθος είχε δημιουργήσει μια υγρή ευθεία στον πάγο, καθώς προχωρούσε και τον συνέθλιβε, η οποία εκτεινόταν ως τον ορίζοντα και παραπέρα.

 

Τα δυο αδέρφια έφτασαν μπροστά του, και ρίγησαν καθώς συνειδητοποίησαν το μέγεθος του. Στα ‘σωθικά’ του είχε δημιουργηθεί μια μεγάλη τρύπαּ αυτή αποδείχθηκε και η είσοδος τους.

 

Το εσωτερικό του πλοίου δεν ήταν λιγότερο παράξενο απ’το εξωτερικό: τα πάντα φωτίζονταν απο ενα αμυδρό μπλέ φώς – λες και οι ίδιες οι Κορφές άρχισαν να κυριαρχούν πάνω του, σκέφτηκε ο Τιλ.

Δεν είχε καν την δομή ενος φυσιολογικού πλεούμενου, αν έκριναν απ’όσα ήξεραν και είχαν δει. Υπήρχαν σκάλες και μονοπάτια, παγωμένες τσουλήθρες και περάσματα, γιγάντια μηχανήματα που βόμβιζαν σιγανά, σαν να προσπαθούσαν να προστατευτούν απο το τσουχτερό άγγιγμα του πάγου. «Σαν μια μεγάλη παιδική χαρά!» παρατήρησε χαρούμενη η Ρόζα, και ο Τιλ ένευσε καταφατικά, αν και δεν χαμογελούσε πια, και οι κινήσεις του είχαν γίνει προσεκτικότερες.

 

«Έχε το νού σου, μικρή. Μην εμπιστεύεσαι τις επιφάνειες, όσο σταθερές κι αν φαίνονται» την προειδοποίησε, μα η Ρόζα δεν τον άκουγεּ χοροπηδούσε εδώ κι εκεί, καθώς πάντα υπήρχε κάτι που θα της τραβούσε την περιέργεια.

 

Κάποια στιγμή σκόνταψε και έπεσε. Δεν χτύπησε, αλλά συνειδητοποίησε οτι ο αδερφός της δεν ήταν εκεί. «Τιλ!» φώναξε, ξανά και ξανά, αλλά δεν πήρε απάντηση.

Έχοντας χάσει λίγο απ’τον ενθουσιασμό της, συνέχισε να εξερευνά το πλοίο, ψάχνοντας ταυτόχρονα τον αδερφό της. Πολλές φορές συνάντησε ανθρώπους, ή, τουλάχιστον, ό,τι είχε απομείνει απο τα παγωμένα σώματα τους. Τους κοιτούσε με αποστασιοποιημένη περιέργειαּ την κοιτούσαν και αυτοί, με τα άδεια μάτια τους, όμως η Ρόζα δεν φοβόταν. Απλά τους προσπερνούσε.

 

Δεν πέρασε πολλή ώρα, και τα βήματα της την έφεραν σε μια μεγάλη σάλα, που κάποτε πρέπει να ήταν το πολυτελέστερο μέρος του πλοίου. Τώρα είναι απλά νεκρή, αναλογίστηκε η Ρόζα, και λυπήθηκε λίγο. Συνειδητοποίησε πως κρύωνε και πεινούσε, και η απουσία του Τιλ είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική.

 

«ΤΙΛ!» ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη, και μάταια αναζήτησε απάντηση στις ηχούς που επέστρεψαν στα αυτιά της. Έκατσε σε ενα σκαλί και έβαλε τα κλάμματαּ τα δάκρυα της ήταν καυτά, και ζέσταναν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο.

 

Έμεινε για πολλή ώρα έτσι, με το πρόσωπο της θαμμένο ανάμεσα στα γόνατα, μέχρι που, έκπληκτη, άκουσε τη φωνή του αδερφού της να την καλεί απο την κορυφή της σκάλας: «Ρόζα! Που είσαι; Βρήκα τα ρόδα! Έλα!» είπε και έφυγε απο το μέρος που ήρθε. Η Ρόζα, νομίζοντας ότι την προσκαλούσε σε κάποιο παιχνίδι, έτρεξε προς τα εκεί, πηδώντας δυο-δυο τα σκαλιά της μεγάλης σκάλας.

 

Άρχισε πάλι να περιπλανιέται στους διαδρόμους του Ρόδανθου, ακούγοντας πότε-πότε την φωνή του Τιλ να την καλεί και, ταυτόχρονα, να της υποδεικνύει την κατεύθυνση που έπρεπε να ακολουθήσει, μέχρι που, περνώντας απο μια μεγάλη, βαριά πόρτα, κρύος αέρας την χτύπησε στο πρόσωπο, και κατάλαβε ότι βρέθηκε στο κατάστρωμα. Ο αδερφός της ήταν εκεί, στην άκρη, χαμογελαστός όπως πάντα, κρατώντας ενα τριαντάφυλλο στα χέρια του.

 

Πρώτη φορά έβλεπε η Ρόζα αυτό το λουλούδι. Έκθαμβη απο την ομορφιά του, κοντοστάθηκε και το κοίταζε. Δεν χόρταινε αυτό το ζωηρό κόκκινο, το κομψό του σχήμα, όλη αυτή την ομορφιά. Η Ρόζα ‘έπινε’, μα δεν ξεδιψούσε!

 

«Ένα ρόδο για τη Ρόζα μου» είπε ο Τιλ, και έκανε ενα βήμα προς το μέρος της. Το κατάστρωμα ράγισε και έσπασε κάτω απ’τα πόδια του. Η Ρόζα έτρεξε, μήπως προλάβει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πιάσει το τριαντάφυλλο. Κοίταξε στην τρύπα μπροστά της, και είδε μόνο άψυχο γαλάζιο, στολισμένο με κόκκινες πιτσιλιές εδώ κι εκεί, και στο κέντρο, το σώμα του αδερφού της, κόκκινο σαν το άνθος που κρατούσε.

 

Ο χρόνος περνούσε, μα η Ρόζα έμενε ακίνητη, κοιτώντας το ρόδο της, αδιαφορώντας για το κρύο και τον αέρα που την κατασπάραζαν, σιγά-σιγά.

 

Ώρες πέρασαν, και το δέρμα της άρχισε να μαυρίζει, τα μάτια της με δυσκολία έμεναν ανοιχτά και η ανάσα της ήταν πνιχτή.

 

Μέρες πέρασαν, και η δίψα και η πείνα έκλεψαν την ζεστασιά και την ζωντάνια απο το κορμί της.

 

Εβδομάδες πέρασαν, και τα πέταλα του ρόδου άρχισαν να πέφτουν. Ο πάγος άπλωσε τα αδηφάγα χέρια του πάνω στη Ρόζα.

 

Μήνες πέρασαν, και εκεί που κάποτε χτυπούσε η καρδιά ενος κοριτσιού, τώρα στεκόταν γονατισμένο ενα άγαλμα απο πάγο, σμιλεμένο απο «...άνεμο τραχύ σαν γυαλόχαρτο και κοφτερόν σαν ξυράφι.»

 

Μόλις ενας χρόνος πέρασε, οι μηχανές του Ρόδανθου πήραν μπρος, και το παγωμένο πλοίο συνέχισε την τυφλή πορεία του.

 

Το παιδικό τραγούδι, παγιδευμένο στα δίχτυα του αγέρα, αντηχεί ακόμα και σήμερα στις Κορφές...

 

Κόκκινα σαν το αίμα,

Σε περιμένουν ρόδα δροσερά

Εκεί που τα βαθιά νερά

Μπλέκουν με το ταχύ το ρέμα

 

Κόκκινα άνθη της φωτιάς

Πορφυρά σαν αίμα

Εκεί που τα βαθιά νερά

Μπλέκουν με το ταχύ το ρέμα

 

Εκεί στις κόρφες τα βουνά

Κανέναν δεν προσμένουν

Μόν’να θερίσεις ψέμματα

Εσένα περιμένουν

Edited by Rikochet
Link to comment
Share on other sites

Τεχνικά και Ειδικά.

1.

Το τοπίο ήταν σκληρό, αστραφτερό γαλάζιοּ
Έτσι όπως το γράφεις φαίνεται σαν το σκληρό να μιλάει για το τοπίο, ενώ το αστραφτερό κάτι ανάμεσα στο τοπίο και το γαλάζιο. Υποθέτοντας ότι μιλούσες για ένα σκληρό, αστραφτερό γαλάζιο χρώμα, προτείνω να βάλεις ένα "ένα" πριν το "σκληρό". Είναι αγγλικισμός, αλλά είναι τουλάχιστον ξεκάθαρο.

 

2.

Έχοντας χάσει λίγο απ’τον ενθουσιασμό της, συνέχισε να εξερευνά το πλοίο, ψάχνοντας ταυτόχρονα τον αδερφό της. Πολλές φορές συνάντησε ανθρώπους, ή, τουλάχιστον, ό,τι είχε απομείνει απο τα παγωμένα σώματα τους. Τους κοιτούσε με αποστασιοποιημένη περιέργειαּ την κοιτούσαν και αυτοί, με τα άδεια μάτια τους, όμως η Ρόζα δεν φοβόταν. Απλά τους προσπερνούσε.

[...] Τώρα είναι απλά νεκρή, αναλογίστηκε η Ρόζα, και λυπήθηκε λίγο. Συνειδητοποίησε πως κρύωνε και πεινούσε, και η απουσία του Τιλ είχε αρχίσει να γίνεται ενοχλητική.

 

«ΤΙΛ!» ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη, και μάταια αναζήτησε απάντηση στις ηχούς που επέστρεψαν στα αυτιά της. Έκατσε σε ενα σκαλί και έβαλε τα κλάμματαּ τα δάκρυα της ήταν καυτά, και ζέσταναν το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο.

Μα είναι ανάγκη να είναι τόσο σκύλα; Εννοώ, τόσο αναίσθητη; [βλ. 3.]

 

3.

«Ένα ρόδο για τη Ρόζα μου» είπε ο Τιλ, και έκανε ενα βήμα προς το μέρος της. Το κατάστρωμα ράγισε και έσπασε κάτω απ’τα πόδια του. Η Ρόζα έτρεξε, μήπως προλάβει, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να πιάσει το τριαντάφυλλο.
Εδώ δεν ξέρω γιατί το έκανες έτσι. Υποπτεύομαι ότι κάτι θα είχες στο μυαλό σου, αλλά για μένα δε δούλεψε. Ήταν σαν [αυτό που μας δίδαξε η θεατρολόγος μας τουλάχιστον ότι ήταν] το θέατρο του Brecht: Χωρίς συναισθήματα, χωρίς ταύτιση, έτσι ώστε το κοινό να σκέφτεται απλώς την κατάσταση τελείως αποστασιωποιημένο. Αλλά, πάλι, η ιστορία δε λέει νομίζω και τίποτα τόσο τρομερό, ώστε να χρειάζεται να θάψεις την ταύτιση ...πιστεύω.

{π.χ. θα μπορούσες να είχες τονίσει διακριτικά ή όχι την επανάληψη της φράσης του Τιλ, και σαφώς να τονίσης το απότομο (και το τραγικό πιο μετά) της πτώσης του}

 

4.

Κοίταξε στην τρύπα μπροστά της, και είδε μόνο άψυχο γαλάζιο, στολισμένο με κόκκινες πιτσιλιές εδώ κι εκεί, και στο κέντρο, το σώμα του αδερφού της, κόκκινο σαν το άνθος που κρατούσε.

 

Ο χρόνος περνούσε, μα η Ρόζα έμενε ακίνητη, κοιτώντας το ρόδο της, αδιαφορώντας για το κρύο και τον αέρα που την κατασπάραζαν, σιγά-σιγά.

 

Ώρες πέρασαν, και το δέρμα της άρχισε να μαυρίζει, τα μάτια της με δυσκολία έμεναν ανοιχτά και η ανάσα της ήταν πνιχτή.

 

Μέρες πέρασαν, και η δίψα και η πείνα έκλεψαν την ζεστασιά και την ζωντάνια απο το κορμί της.

 

Εβδομάδες πέρασαν, και τα πέταλα του ρόδου άρχισαν να πέφτουν. Ο πάγος άπλωσε τα αδηφάγα χέρια του πάνω στη Ρόζα.

 

Μήνες πέρασαν, και εκεί που κάποτε χτυπούσε η καρδιά ενος κοριτσιού, τώρα στεκόταν γονατισμένο ενα άγαλμα απο πάγο, σμιλεμένο απο «...άνεμο τραχύ σαν γυαλόχαρτο και κοφτερόν σαν ξυράφι.»

 

Μόλις ενας χρόνος πέρασε, οι μηχανές του Ρόδανθου πήραν μπρος, και το παγωμένο πλοίο συνέχισε την τυφλή πορεία του.

 

Το παιδικό τραγούδι, παγιδευμένο στα δίχτυα του αγέρα, αντηχεί ακόμα και σήμερα στις Κορφές...

 

Κόκκινα σαν το αίμα,

Σε περιμένουν ρόδα δροσερά

Εκεί που τα βαθιά νερά

Μπλέκουν με το ταχύ το ρέμα

 

Κόκκινα άνθη της φωτιάς

Πορφυρά σαν αίμα

Εκεί που τα βαθιά νερά

Μπλέκουν με το ταχύ το ρέμα

 

Εκεί στις κόρφες τα βουνά

Κανέναν δεν προσμένουν

Μόν’να θερίσεις ψέμματα

Εσένα περιμένουν

Θα ήταν πολύ συγκινητικό, φαντάζομαι, εάν στο 2. και το 3. είχες δουλέψει προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Γενικά.

Καλογραμμένο, μάλλον πολύ, θα έλεγα. Πολύ ωραία ιδέα. Έχει πολύ από Ίσιδα μέσα, αν θες την άποψή μου, και λίγο από Βάρδο σ'αυτά τα υπερβολικά κόμματα :p (σοβαρά, ρίξε μια ματιά, κατά τη γνώμη μου το έχεις παρακάνει). Δυνητικά πολύ συγκινητικό, πολύ όμορφες εικόνες. Αυτή η σκυλοσύνη του εντεκάχρονου κοριτσιού πολύ με ενόχλησε, τι να πω, μπορεί να είμαι ιδιότροπος, ή μπορεί να εκφράζεις κάτι που -κατ'εμέ- δεν ταιριάζει σ'αυτό το παραμύθι.

 

Σημείωση: Όπου μιλάω για την αρνητική επίδραση του χαρακτήρα της μικρής, εννοώ και τη μη δραματικότητα της πτώσης, μαζί.

 

Πάντως αν προσπάθησες να βγάλεις αυτό το τσαντισμένο ο κόσμος απαρτίζεται από λογοκρισία συναίσθημα, τα κατάφερες άριστα. Απλώς διαφωνώ με τη θέση του (σε ένα τέτοιο παραμύθι αντί κάτι άλλου).

 

 

Οι Μούσες μαζί σου,

-Ορφέας

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε αρκετά. Το τέλος ειδικά. Από ένα σημείο και μετά γίνεται πολύ συγκινητικό. Ο λόγος ρέει όμορφα. Διαφωνώ λίγο με μερικές λέξεις σε εισαγωγικά. Γιατί να είναι σε εισαγωγικά το "σωθικά"; Ποιος ο λόγος; Ο αναγνώστης καταλαβαίνει μια χαρά χωρίς αυτά. Συμφωνώ με τον Ορφέα στο σημείο με τους ανθρώπους/αγάλματα. Πώς κι ένα κορίτσι είναι τόσο αδιάφορο μπροστά σε αυτό το θέαμα; Ξέρω πως είναι ένα παράξενο κορίτσι σ'ένα παράξενο μέρος... ξέρω πως είναι ένα παράξενο παραμύθι, αλλά γιατί να είναι αναγκαστικά τόσο ψυχρή η Ρόζα; Για να φανεί η αντίθεση στο τέλος, μετά το θάνατο του αδελφού της; Δεν ξέρω, με ξενίζει κάπως. Μια άλλη προσέγγιση θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη συγκίνηση... Ίσως βέβαια να έκλεβε από την παγωμένη ατμόσφαιρα τώρα που το σκέφτομαι... από τον "άνεμο τραχύ σα γυαλόχαρτο και κοφτερό σαν ξυράφι". Σκέψου πάνω σ' αυτό.

Η ιδέα είναι εκπληκτική, είναι λες και είδες κάτι στον ύπνο σου και έγραψες γι αυτό. Ονειρική αλληλουχία γεγονότων. Πραγματικά παραμύθι, στέκεται μεταξύ του κόσμου μας και του ονειρικού κόσμου - αυτό το χαρακτηριστικό το λατρεύω. Οι εικόνες σου είναι εκπληκτικές, ίσως να σε βοηθάει κι η ποίηση σ' αυτό γιατί σε αναγκάζει να δώσεις δυνατές εικόνες σε λίγο σχετικά χώρο. Είναι μια ιστορία που θα μου μείνει, είναι μια ιστορία που προσθέτει άλλη μια αίσθηση κάτω από την ήδη βαρυφορτωμένη λίστα των αισθήσεων/συμβόλων που ξυπνούν μέσα μου στο άκουσμα των λέξεων ρόδο και κόκκινο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..