Sonya Posted December 11, 2005 Share Posted December 11, 2005 Όνομα συγγραφέα: Χριστίνα Μαλαπέτσα Είδος: εποχής Βία: όχι Σεξ: όχι ακόμα Αριθμός λέξεων: 1.043 Αυτοτελής: όχι, 7ο μέρος " Ιππεύεις σαν άντρας." "Αγάπη μου, ο μόνος τρόπος που μπορεί κανείς να ιππεύσει είναι αυτός. Πώς περιμένεις να απολαύσω την ιππασία μου με φουστάνι και στο πλάι; Αυτό δεν είναι ιππασία, είναι βεβήλωση του Ιερού Αλόγου." Γέλια κι απ’ τους δύο. "Σε λίγο θα μου ζητάς να κάνουμε κι αγώνες μεταξύ μας, καλή μου." "Κι εσύ θ’ αρνείσαι, γιατί θα ξέρεις ότι θα χάσεις. Παραδέξου το, καβαλάω καλύτερα από σένα." "Χμ… θέλω αποδείξεις γι αυτό…" Έρωτας, έρωτας και πάλι έρωτας. Ευτυχία… Η Ζίλκε θυμόταν πάντα τον Σεμπάστιαν, όταν σέλωνε μόνη της το αγαπημένο της άλογο και, φορώντας παντελόνια -σκανδαλώδες!-, έβγαινε μόνη της για ιππασία στους δρόμους της Βιέννης. Τον πρώτο καιρό μετά το θάνατό του δεν μπορούσε ούτε καν να πλησιάσει άλογο, αλλά σιγά σιγά ξεπέρασε αυτή την πίκρα κι αγάπη της για τα περήφανα αυτά ζώα βρήκε πάλι το δρόμο της προς την καρδιά της. Τώρα ίππευε κανονικά, η μόνη ευγενής που ίππευε σαν άντρας κι είχε καταφέρει να κάνει όλη τη Βιέννη ν’ αποδεχτεί τα παντελόνια της. Με τα μαλλιά της πιασμένα και προστατευμένα κάτω από ένα φίνο καπελάκι και τα καστανά της μάτια να λάμπουν, απολάμβανε τη βόλτα της μέσα στον ήλιο του Ιούνη. Κάποια στιγμή, το μάτι της πήρε τον Τρίσταν να κάνει κι εκείνος βόλτα με το άλογό του και κούνησε το χέρι της για να τη δει. Ο βαρώνος δεν έδειξε ν’ αντιλαμβάνεται την παρουσία της. Η Ζίλκε πλησίασε με διάθεση να τον πειράξει, αλλά το ύφος του τη συγκράτησε. Έμοιαζε σκεφτικός κι είχε κοκκαλώσει απότομα το άλογό του. Στάθηκε δίπλα του και ψιθύρισε δειλά. "Τρίσταν;" Σαν να ξυπνούσε από όνειρο, τίναξε το κεφάλι του και το γύρισε προς το μέρος της. Την αναγνώρισε και χαμογέλασε αφηρημένα. "Καλημέρα κόμισσα." "Καλημέρα βαρώνε. Πώς είστε;" "Θα ήμουν καλύτερα χωρίς αυτές τις τυπικούρες" ψιθύρισε εκείνος, χωρίς να αλλάξει το χαμόγελό του. Η Ζίλκε γέλασε δυνατά στο ανύπαρκτο αστείο. Υπήρχε κόσμος στο δρόμο. "Δυστυχώς, πρέπει να λήξω τη βόλτα μου… Βλέπετε, κουράστηκα και προτιμώ τώρα να απολαύσω κάτι δροσιστικό στον κήπο μου…" Η Ζίλκε κι ο Σεμπάστιαν είχαν φτιάξει ένα μικρό κήπο, του οποίου την ύπαρξη γνώριζαν ελάχιστοι και κανείς πέραν αυτών των δύο δεν είχε κλειδί για να μπει. Μετά τα γεγονότα του Ίνσμπρουκ, η Ζίλκε είχε δώσει ένα κλειδί στον Τρίσταν κι ένα στη Μπεάτα, για να μπορούν οι τρεις τους να μαζεύονται και να συζητούν πέρα από αδιάκριτα βλέμματα κι αυτιά. Πάντα, όταν είχαν κάτι σημαντικό να πουν, ανέφεραν τον κήπο και έσπαγαν για να βρεθούν σε κάποια ώρα εκεί. "Έχετε έναν εξαιρετικό ροδώνα, κόμισσα, κι εσείς είστε το πιο όμορφο ρόδο του" είπε πειρακτικά κι έσκυψε να της φιλήσει το χέρι. Η Ζίλκε γέλασε πάλι. "Δε θα με πείσετε να σας δώσω τον κηπουρό μου, βαρώνε! Καλή σας μέρα." Μισή ώρα αργότερα η Ζίλκε βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στον κήπο της και περίμενε ν’ ακούσει το χαρακτηριστικό ήχο απ’ το μάνταλο. Όταν επιτέλους ακούστηκε το κλειδί να γυρίζει, έτρεξε προς την καγκελόπορτα. "Τρίσταν, επιτέλους! Γιατί άργησες τόσο;" "Χμ… συμβαίνει κάτι;" "Εσύ να μου πεις." Ο Τρίσταν έσμιξε τα φρύδια του προβληματισμένος. "Φοβάμαι πως δεν σε καταλαβαίνω." "Αν έβλεπες τη φάτσα σου πώς ήταν το πρωί, θα καταλάβαινες. Έμοιαζες λες κι είχες δει φάντασμα. Τί σου συνέβη;" Η Ζίλκε, όταν πίστευε ότι κάποιος απ’ τους φίλους της είχε κάτι, έμοιαζε με μαμά. Τα μάτια της έπαιρναν το βλέμμα της ανησυχίας και της στοργικότητας. Ο Τρίσταν στενοχωριόταν που η κόμισσα δεν είχε καταφέρει να χαρεί τη μητρότητα και καταλάβαινε γιατί κάποιες φορές γινόταν τόσο υπερπροστατευτική με τη Μπεάτα. "Σκέψεις, Ζιλκε, μόνο σκέψεις. Έλα να καθίσουμε." Την έπιασε καθησυχαστικά απ’ τους ώμους και την οδήγησε σ’ ένα απ’ τα μικρά παγκάκια. "Λοιπόν; Θα μου πεις;" "Σκεφτόμουν όσα έγιναν από τότε που γυρίσαμε απ’ το Ίνσμπρουκ, τα κουτσομπολιά και την καημένη τη Μπεάτα που της φόρτωσαν τα πάντα." "Μόνο αυτό;" η Ζίλκε μερικές φορές έδειχνε μια απίστευτη διαίσθηση στο να καταλαβαίνει πίσω απ’ τις λέξεις. "Όχι, αυτό ήταν η αφορμή. Σκεφτόμουν τη Μπεάτα και το πόσο την έχουν επηρρεάσει όλα αυτά. Έχει αλλάξει πολύ, Ζίλκε, τόσο που δεν την αναγνωρίζω πια." "Αυτό το πείσμα της φταίει για όλα! Δεν μπορούσε να πάει ένα ταξίδι με τον Γιόζεφ για λίγους μήνες; Όταν θα επέστρεφε, όλα θα είχαν ξεχαστεί. Αλλά όχι, εκείνη εκεί! Να εμφανίζεται, να βλέπουν όλοι πόσο περήφανη είναι, πόσο δεν τους έχει ανάγκη. Εγωίστρια και πεισματάρα." "Έτσι είναι η Μπεάτα, Ζίλκε, έτσι ήταν πάντα. Τη θαυμάζω γι αυτό." "Που κάθεται και υποφέρει χωρίς λόγο; Μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει τον εγωισμό της;" "Δεν είναι μόνο εγωισμός, Ζίλκε. Είναι και αξιοπρέπεια και θάρρος. Δεν λιποτακτεί, αγωνίζεται." "Μα δεν υπάρχει λόγος, Τρίσταν, κανένας λόγος." "Για σένα. Εκείνη το βλέπει αλλιώς. Κάποιος τη συκοφαντεί και μένει ν’ αποδείξει το ψέμα. Δε θέλει απλά να ξεχαστεί η ιστορία, θέλει να αποκατασταθεί η τιμή της. Είναι αγωνίστρια. Δεν την φοβάμαι σ’ αυτό… άλλο με τρομάζει." "Τι;" "Η αλλαγή της. Δε σκληραίνει μόνο έξω, σκληραίνει και μέσα… χάνει τον εαυτό της." "Τι εννοείς;" "Ξέρω τη Μπεάτα από τότε που ήταν δεκάξι χρονών, δυο χρόνια πριν γνωρίσει τον Εμάνουελ. Ήταν σχεδόν παιδί, αθώα και ρομαντική. Πίστεψε στον Εμάνουελ, πίστεψε σ’ αυτή τη σχέση. Ίσως να νόμιζε πως μια μέρα θα κατάφερναν να είναι κανονικά μαζί, όχι στις σκιές. Κι αυτό το παιδί το ήθελε, το ήθελε πραγματικά, παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε. Μέσα στον κόσμο μας έχω δει πολλά ερωτικά σκάνδαλα και πολλούς παράνομους δεσμούς. Μπορώ να σου πω με βεβαιότητα ότι οι περισσότεροι δεν ήταν παρά καπρίτσια. Αυτός εδώ ήταν έρωτας, Ζίλκε. Αγάπη. Κι ο Εμάνουελ την αγαπούσε, δεν αμφιβάλλω γι αυτό. Απλά, η αγάπη του ήταν καταστροφή γι αυτήν και δεν την αγαπούσε τόσο ώστε να το δει αυτό. Ούτε κι εκείνη το είδε, μέχρι που ήταν αργά. Γκρεμίστηκε, Ζίλκε… και τώρα… τώρα έχει χαθεί. Τη χτυπάνε από παντού και το δέχεται μαζοχιστικά. Κι αλλάζει. Και δεν ξέρω αν η αλλαγή είναι φαινομενική ή πραγματική, προσωρινή ή μόνιμη. Δεν την νοιώθω πια. Απομακρύνεται. Μόνη της… Και φοβάμαι. Φοβάμαι, Ζίλκε…" Ο Τρίσταν έσκυψε το κεφάλι κι η Ζίλκε, ανίκανη εκείνη την ώρα να του δώσει ελπίδα, φοβούμενη κι ίδια τα ίδια πράγματα, αγκάλιασε στους σκυφτούς ώμους, ακούμπησε το μάγουλό της στην πλάτη του και τον λίκνισε, όπως θα λίκνιζε ένα παιδί. "Δεν είναι μόνη της…" ψιθύρισε. "Δεν θα την αφήσουμε μόνη της…" Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arion_Mandrake Posted December 11, 2005 Share Posted December 11, 2005 Έχει αρχίζει και παρακμάζει το sequence των κομματιών του διηγήματος, από τη μια βλέπω ψυχογραφίες πραγματικών προσώπων και μπορώ εύκολα να παραλληλίσω πραγματικές καταστάσεις με τα μπερδέματα που εγκωμιάζεις στο κομματιασμένο σου διήγημα, κάτι που δε με διασκεδάζει ιδιαίτερα, από την άλλη νοιώθω σαν να σε κουράζει η κατάσταση και βιάζεσαι να τελειώσεις. Αυτό φαίνεται από το μέγεθος των τελευταίων κομματιών. Ο τρόπος γραφής σου δε με προβληματίζει ιδιαίτερα, το πιάνω το νόημά σου, σε νοιώθω. Μου φαίνεται όμως σαν να χρειάζεσαι ένα διάλειμμα επειδή μοιάζεις να γράφεις από υποχρέωση πλέον ή να έχεις εξοικειωθεί με την κατάσταση που εξιστορείς σε τέτοιο βαθμό, ώστε να νομίζεις ότι ο αναγνώστης δε χρειάζεται περεταίρω ανάλυση ή εξηγήσεις. Διαβάζοντας το με αντικειμενική σκοπιά, προσθώντας να αγνοήσω τα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ πρόσωπα που ίσως περιγράφεις, δεν έχω ταυτιστεί με τους χαρακτήρες και θέλω το κάτι παραπάνω για να πειστώ. Κι αυτό δε μπορείς να το καταφέρεις με ένα κομμάτι χιλίων λέξεων, αφού σύμφωνα με το quote χίλιες λέξεις είναι ΜΟΝΟ μια εικόνα.. Υπάρχει κάτι σε video; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted December 11, 2005 Share Posted December 11, 2005 Παραείναι σαν να διαβάζω κάτι που το ξέρω. Ίσως να φταίει που όντως το ξέρω. Θα προτιμούσα πάντως λίγη παραπάνω ανάλυση, λίγες παραπάνω περιγραφές και μια γερή ανατροπή στην πλοκή σύντομα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.