distaros Posted December 26, 2005 Share Posted December 26, 2005 Όνομα Συγγραφέα:Εγώ Είδος:Ηρωική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:? Αυτοτελής; Οχι. Σχόλια: Τάραραμ... Εδώ και λίγο καιρό,ασχολούμαι με έναν καινούργιο κόσμο...Ετοιμάζω σύστημα για rp,καθώς και ιστορίες κάθε λογής. Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή λοιπόν, Ο κόσμος είναι Fantasy. Και έχει μόνο humans.Ούτε ξωτικά,ούτε δράκους,ούτε ορκάκια.Ούτε τίποτα.Ούτε φανταστικά τέρατα.Τα μόνα αλλόκοτα πλάσματα,είναι τα ζώα,που είναι ΟΛΑ τους παρμένα από τον μεσοζωικό αιώνα(μαμούθ,σμιλόδοντες τίγρεις και άλλα τέτοια καλούδια).Μην ψάχνετε το γιατι,δεν έχει νόημα...Έτσι μου'ρθε. Δεν υπάρχουν ΟΥΤΕ άλογα,ούτε κάποιο ζώο του σήμερα. Δεν υπάρχει ΟΥΤΕ μαγεία.Καμία μορφή της. ...Και οι άνθρωποι ζούν αιώνια.Δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση,απλά ζούνε αιώνια.Όσο θέλουν.Αν δεν πεθάνουν από μάχη ή αρρώστια ή βαρεμάρα,θα ζουν για πάντα. Και καμία φυλή δεν βασίζεται στην ιστορία. Δεν υπάρχει "φυλή βαμμένη με τατουάζ και τσεκούρια που ζει στους λόφους σαν κέλτες" ή "φυλή με ξανθά μαλλιά και ρόπαλα που κάνουν επιδρομές σαν βίκινκς" Αυτά. Όπως όλοι καταλάβατε,θέλει πολύ κόπο για να το προχωρήσω. Άλλα νομίζω πως αξίζει τον κόπο. Χίλια ευχαριστώ στην κοπελιά μου που με προτρύνει να γράφω αντί να κάνω μαλακίες στην ζωή μου... Και αυλαία και πάμε... Λεπίδες στο δάσος των οστών. Ο κομήτης έχει κάνει τον κύκλο του,άλλα οι φλόγες του φωτίζουν ακόμα το πεδίο της μάχης.Μέσα στα χαρακώματα της μιας παράταξης,δύο άντρες στέκονται και κοιτάζουν απέναντι.Ο ένας,παχουλός και γερασμένος,με επίμονη φαλάκρα,παχύ,γκρίζο μουστάκι και κουρασμένο ύφος στα γκρίζα μάτια του.Ο σύντροφος του,νεότερος και νευρώδης,με μακριά μαύρα μαλλιά, κοντοκομμένο γενάκι, πονηρά πράσινα μάτια και ένα μόνιμα ειρωνικό χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του. Λίγο πιο πέρα,ένας χλωμός,σαν πεθαμένος νεαρός,κουλουριασμένος σε μια γωνία.Τα καστανόμαυρα μαλλιά του ήταν περασμένα σε κοτσίδα,και τα μάτια του ήταν μεγάλα και στρόγγυλα,σαν παιδιού,με μια ανεξερεύνητη απόχρωση μεταξύ του μελί και του πράσινου. Μια μικρή φλόγα άστραψε για λίγα δευτερόλεπτα στα χέρια του ενός άντρα... Ο Δαρείος άναψε το τσιγάρο του,και το σήκωσε ψηλά,πάνω από τα χαρακώματα.Το αεράκι,σκόρπισε τον μυρωδάτο καπνό. «Βορειοδυτικά…»σχολίασε ο Φέργκους,πίνοντας άλλη μια γουλιά άπο το παγούρι του. «Θα πέσει.»,είπε με βεβαιότητα ο Δαρείος. «Ο καιροσκόπος πέρασε λίγο πριν από την σκηνή του δέκαρχου.Και σταμάτα να πίνεις,γέρο.» Ο Φέργκους ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και άρχισε να γυαλίζει την βαλλίστρα του. «Κοίτα τον πιτσιρίκο»,είπε ο Δαρείος,δείχνοντας έναν λεπτοκαμωμένο νεαρό,που κοιμόταν δύο-τρία μέτρα παραπέρα. «Σε λίγη ώρα θα αρχίσει η επίθεση,και αυτός κοιμάται και ονειρεύεται σαν να μην τρέχει τίποτα.Εγώ έχω τελειώσει σχεδόν όλο τον καπνό μου από το άγχος...» «Άκουσες γι’αυτόν?»ψιθύρισε ο Φέργκους,σαν να φοβόταν να ακουστεί παραέξω. «Ο δέκαρχος τον μάζεψε από ένα χωριό λίγα μίλια δυτικά της Πυργούπολης...Οι αυτοκρατορικοί είχαν κάψει τα πάντα,και κρέμασαν τους κάτοικους στο δάσος. Φαίνεται πως κάποιοι είχαν μείνει πίσω για να λεηλατήσουν όσα σπίτια είχαν μείνει όρθια...Ένα βέλος καρφωμένο σε κάθε κεφάλι!Εφτά άντρες,και τους καθάρισε ένας δεκαεξάχρονος,που πρώτη φορά έπιανε βαλλίστρα στα χέρια του...» «Είναι απλά μια ιστορία», τον δέκοψε ο Δαρείος. «Και της διαδίδει ο Κουτσός,οπότε τα μισά τουλάχιστον είναι ψέματα...» «Ωραία λοιπόν», μούγκρισε ο Φέργκους και ήπιε μια γερή γουλιά. «Τρεισίμηση άντρες νεκροί.Και αυτός είναι σίγουρα δεκαέξι χρονών!!!» «Έστω.Αλήθεια η ψέματα,σήμερα είναι μια καλή μέρα να μας δείξει ο νεαρός τι αξίζει το κεφάλι του.» Ξάφνου,μια σάλπιγγα ήχησε στο βάθος. «Αρχίζει το γλέντι!»είπε ο Δαρείος και τράβηξε την βαλλίστρα του. Άπο την άλλη άκρη της κοιλάδας,άρχισαν να ξεχωρίζουν μορφές να τρέχουν κουβαλώντας όπλα,εφόδια και διαταγές στο στρατόπεδο του εχθρού.Οι τεράστιοι όγκοι των βροντοθηρίων και των πολεμικών μηχανών άρχισαν να κινούνται,αργά και απειλητικά. «Κοίτα!!!»,έκανε ο Φέργκους. «Έχουνε πυροβαλλίστρες!» Ο Δαρείος δεν απάντησε.Με την ματιά του,υπολόγιζε προσεκτικά την απόσταση,το έδαφος και τον αδύναμο άνεμο. «130 πόδια,από εδώ ως τους λόφους»,παρατήρησε. «Αν έρθουν από το ποτάμι,η ομίχλη θα μειώνει την όραση μας σε ...υπολογίζω κοντά 90 πόδια.» Πίσω τους,ακουγόταν το τρίξιμο των μηχανών που ετοιμάζοταν. «Οι μαέστροι και οι τέκτονες μας έχουν ετοιμάσει κάτι πολύ ιδιαίτερο για σήμερα.»,γέλασε ο Φέργους. «Πέρασα χθες από τις σκηνές τους...Ο τόπος βρωμάει πορφυρίτη από άκρη σ’άκρη.» «Κάτα φωνή»,είπε ο Δαρείος και έδειξε έναν κοντόχοντρο τέκτονα που τους ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους. Φορούσε μια μαύρη κελεμπιά,πολύ μακρύτερη από το ύψος του,και στην πλάτη του είχε περασμένες μια δεκάδα φαρέτρες. «Ωραία μέρα για σαματά,ε Κέλφ?»,αστειεύτηκε ο Φέργκους. «Δεν έχω ώρα για τέτοια.»,είπε εκείνος αυστηρά και ξεκρέμασε από την πλάτη του μια φαρέτρα. «Εφτά βέλη για τον κάθε ένα σας»,διευκρίνησε. «Ήρθε καινούργιο φορτίο με πορφυρίτη.Το κάθε βέλος έχει μια σεβαστή δόση,γι’αυτό με εγκράτεια...Μόνο αν πλησιάσει κάποιο θηρίο ή κάποια μηχανή.» «Την ξέρουμε την δουλειά μας»,αναστέναξε ο Δαρείος. «Ωραία.Και ξυπνήστε και τον νεαρό!!»,φώναξε καθώς απομακρύνοταν βιαστικά. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. «Άσε,πάω εγώ»,είπε τελικά ο Φέργκους. «Αν βγεί από κάνα όμορφο όνειρο και δει την αγριόφατσα σου, μπορεί να μας πάθει τίποτα.» Προχώρησε σκυφτός,και κοντοστάθηκε μπροστά στο κουλουριασμένο σώμα του νέου. «Ρο’ότα»,μουρμούρισε καθώς τον σκουντούσε απαλά. Ακούγοντας το όνομα του,ο νεαρός άνοιξε τα μάτια του.Έριξε μια ματία γύρω του. «Η μάχη...»είπε ο Φέργους διστακτικά. «Αρχίζει...» Αμίλητος,ο Ρο’ότα σηκώθηκε,έπιασε την βαλλίστρα του και άρχισε να τακτοποιεί σχολαστικά τα βέλη του. Ο Φέρκγους, αναστέναξε απογοητευμένος, και επέστρεψε δίπλα στον συντροφό του.Κοίταξε απελπισμένος το άδειο παγούρι του,και το πέταξε στο έδαφος. «Δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά από τότε που μας τον φορτώσανε.», παραπονέθηκε χαμηλόφωνα. Ο Δαρείος ξεφύσηξε. «Θα μιλήσει,γέρο.Στο τέλος,όλοι μιλάμε.Αλλιώς,δεν κρατάμε...Λέμε καμία μαλακία,βριζόμαστε,γκρινιάζουμε,κλαιγόμαστε ο ένας στο ώμο του άλλου... Αλλιώς θα είχαμε τρελαθεί,εδώ και καιρό.» Σταμάτησε, και έτριψε επίμονα ένα ανύπαρκτο λεκέ στο μανίκι του... «Θυμάσαι πως ήμουν εγώ όταν με έφεραν?Με είχατε ξεθάψει άπο ένα καρβουνιασμένο κτίριο.Τέσσερις όροφοι ξύλο και πέτρα πάνω από το κεφάλι μου,και εγώ κουρνιασμένος για τρεις ημέρες σε μια ποντικότρυπα...Αν δεν είχε επιλέξει ο μακαρίτης ο Άνταλος να κάνει την ανάγκη του στην γωνιά μου,θα είχα πεθάνει.». Χαμογέλασε πονηρά. «Έναν ολόκληρο μήνα δάγκωνα όποιον με πλησίαζε...Το θυμάσαι?Σιγά σιγά,ηρέμησα κι εγώ.Ήταν σαν...» Ξαφνικά,ένας κρότος ακούστηκε,πέτρες και χώμα σχημάτισαν ένα σύννεφο πάνω από τα κεφάλια τους!!Οι συζητήσεις κόπηκαν μαχαίρι,και οι άντρες έσφιξαν τα όπλα τους. «Οι πετροβόλοι και οι καταπέλτες τους έπιασαν δουλειά»,μούγκρισε ο Φέρκγους. «Άλλα...κοίτα!Έρχονται προς τα‘δω.» «Είναι η τρίτη λεγεώνα,ξεχωρίζω τα διακριτικά τους!»,είπε ο Δαρείος. «Οι βετεράνοι του Δέκιου.Το βαρύ πυροβολικό,τους υποστηρίζει από τα δεξιά.Θα χτυπήσουν με όλη τους την δύναμη την πλευρά μας...» Πέρασε ένα βέλος στην βαλλίστρα του. «Σε δέκα πόδια θα είναι στο πεδίο βολής μας,ετοιμάσου» Οι φιγούρες των λεγεωνάριων ξεχώριζαν πια καθαρά.Ήταν μια συμπαγής,αδιαπέραστη μάζα άπο μέταλλο.Τρία τάγματα των ογδόντα αντρών,οπλισμένοι με αλυσιδωτούς θώρακες,περικεφαλαίες,κοντά και κυρτά ξίφη,λόγχες και μεγάλες,καμπυλωτές ασπίδες,που κάλυπταν όλο τους το σώμα.Ελάχιστα σημεία έμεναν ακάλυπτα κατά την ορμητική τους επίθεση,και οι μουρτάτοι έπρεπε να τα διακρίνουν και να τα εκμεταλευτούν,πριν οι εχθροί φτάσουν τα χαρακώματα. «Ελαφριά στροφή προς τα δεξιά.Άφησαν ελέυθερο το αριστερό τους πλευρό!!!»,φώναξε ο Δαρείος,και εκτόξευσε το πρώτο του βέλος. Ένας λεγεωνάριος έπεσε νεκρός. Σαν να ήταν το σύνθημα,εκατοντάδες βέλη γέμισαν ξαφνικά τον ουρανό,και έπεσαν σαν θανάσιμη βροχή στον ατσαλόφραχτο κτήνος που βάδιζε εναντίον τους.Οι οργάνες από τα πίσω χαρακώματα εκτόξευαν τεράστιες μπάλες που άνοιγαν σαν φλεγόμενος θάνατος τεράστια κενά στις γραμμές των εχθρών,ενώ τα διάφορα εκρηκτικά η καπνογόνα βέλη έσπερναν την σύγχυση και τον τρόμο στις τάξεις των λεγεωνάριων. Αμίλητοι,ο Φέργκους,ο Δαρείος και ο Ρο’ότα γέμιζαν και άδειαζαν τις βαλλίστρες τους με την ταχύτητα του επαγγελματία και την επιδεξιότητα του φονιά. Γύρω τους,Κελμάριοι οπλίτες άφηναν απρόθυμα την ασφάλεια των χαρακωμάτων για να επιτεθούν στον εχθρό. Μια ομάδα άπο πέντε οπλίτες πέρασε άπο δίπλα τους.Ήταν όλοι μεγαλόσωμοι,με μακριά αχτένιστα μαλλιά και φουντωτές γενιάδες.Φορούσαν ογκώδεις πανοπλίες άπο μέταλλο και δέρμα,και ήταν οπλισμένοι με σπάθες,τσεκούρια και λόγχες. «Μουρτάτηδες»,φώναξε ένας τους. «Ελπίζω να κάνατε καλή δουλειά,και να μην μας στέλνετε στην αυτοκτονία μας.» Ο Δαρείος έφτυσε στο χώμα. «Θα φροντίσω να σημαδέψω την πλάτη σου καθώς τρέχεις,σπαθοφόρε.Και δεν θα αστοχήσω.» Ο οπλίτης γέλασε και ακολούθησε τους συντρόφους του.Σκαρφάλωσαν στα σκαλιά του χαρακώματος,και έτρεξαν προς την μάχη. «Καταραμένοι οπλίτες»,μούγκρισε ο Φέργους. Η μάχη είχε πλέον περάσει στα χέρια του πεζικού.Οι μουρτάτηδες χαλάρωσαν τα όπλα τους,άπο φόβο μην χτυπήσουν κάποιον δικό τους.Που και που,κάποιο επίμονο βέλος έφευγε για να πετύχει κάποιον ξεμοναχιασμένο λεγεωνάριο. «Κοίτα αυτό το...»,έκανε ο Φέργκους,μα ένας λαχανιασμένος οπλίτης εμφανίστηκε ξαφνικά τρέχοντας προς το μέρος τους και σωριάστηκε στα πόδια του Ρο’ότα. «Φύγετε,ηλίθιοι μουρτάτηδες!!!Χάσαμε...Υποχωρούμε...» «Τι μαλακίες μας λες?»,ρώτησε θυμωμένος ο Δαρείος. «Κατέλαβαν το κέντρο!Μας επιτέθηκαν με θηρία,και ήταν και τα τάγματα των Μιθρίιτ...Μας θέρισαν!Δεν θα αργήσουν να φτάσουν και εδώ...Τρέξτε!» Πράγματι,κάτι άλλαζε στο πεδίο της μάχης.Ένας-ένας,δύο-δύο,οι Κελμάριοι οπλίτες εγκατέλειπαν τα όπλα τους και έτρεχαν απεγνωσμένοι προς την ασφάλεια του γειτονικού δάσους. «Έχει δίκιο,μα την ουρά του κομήτη!»φώναξε ο Δαρείος. «Γρήγορα,στο δάσος!!!» Σαν ένα σώμα,οι τρεις άντρες άρπαξαν τα σακίδια τους και προχώρησαν βιαστικά προς το πέρασμα που έβγαζε στο δάσος των Οστών.Δεκάδες πεζικάριοι έτρεχαν αλαφιασμένοι γύρω τους,φωνάζοντας και σπρώχνοντας,ακόμα και χτυπώντας όποιον άτυχο βρισκόταν στον δρόμο τους.Ένας οπλίτης,ποδοπατήθηκε μπροστά στα μάτια τους από τους τρομοκρατημένους συντρόφους του.Ο Ρο’ότα έκανε να τον βοηθήσει,μα ο Φέργκους τον τράβηξε θυμωμένος. «Δεν είμαστε στο χωριό σου,νεαρέ.Τρέχα ή κάτσε ψόφα...Όποιος πέφτει,καλά θα κάνει να σηκωθεί μόνος του,γιατί κανείς δεν θα νοιαστεί για το τομάρι του.» Ο Ρο’ότα τον κοίταξε περιφρονητικά,και έπιασε τον οπλίτη από τον ώμο. «Σκασμένο,θα μας πεθάνεις...»,μούγκρισε ο Φέργκους,άλλα έπιασε κι’αυτός έναν ώμο.Με δυσκολία,σήκωσαν τον σιδηρόφραχτο άντρα και συνέχισαν την φυγή τους. «Το πέρασμα!»,φώναξε ο Δαρείος,και επιτάχυναν το βήμα τους. Λίγα λεπτά μετά,βρισκόντουσαν στην προσωρινή ασφάλεια ενός ξεφώτου.Ο Ρο’ότα είχε ακουμπήσει κάτω τον οπλίτη,και σκούπιζε το μέτωπο του με ένα βρεγμένο πανί.Οι δύο βετεράνοι τον παρακολουθούσαν με μια δόση περηφάνιας. «Σαν παιδί μου τον έχω»,είπε ο Φέργκους. «άλλα είναι πεισματάρης σαν θηρίο.» «Ξέχνα τον»,έκανε ο Δαρείος, «και σκέψου τι θα κάνουμε τώρα. «Οι δικοί μας θα την κάνουν άπο ανατολικά,προς την Ορμούπολη. Οι λεγεωνάριοι θα τους την έχουν στημένη κάπου στην διαδρομή φυσικά,άλλα όλο και κάποιος θα ξεφύγει.» «Εναλλακτικές?»αναρωτήθηκε ο Δαρείος. «Βόρεια είναι το βασίλειο των Μιθρίιτ,και δυτικά μας περιμένουν τα στρατόπεδα της αυτοκρατορίας.Και αν θες την γνώμη μου,προτιμώ τους αυτοκρατορικούς.Στον νότο...» «Στον νότο τι?» «Να,υπάρχουν σίγουρα οι Γιέλσι,και ίσως και κάποιος οικισμός των Ανεμοδούρειων.Άλλα δεν είναι αυτοί το πρόβλημα,θα πα΄ρουμε κάποιο ζέπελιν και θα μας πετάξει πίσω στην Κεράνθια,κατευθείαν σπίτι μας.Άλλα για να φτάσουμε εκεί,θα πρέπει να περάσουμε μέσα από τα εδάφη των Οττέλι.» «Οι Οττέλι είναι συμμαχοί μας...»,έκανε ο Δαρείος. «Οι Οτέλλι δεν είναι σύμμαχοι κανενός.Άκου με που σου λέω,πολέμησα σ’αυτά τα εδάφη χρόνια πριν γεννηθείς εσύ και τους ξέρω και απ’την καλή και απ’την ανάποδη.Κτήνη είναι,όχι άνθρωποι,και βοηθούν όποτε θυμούνται τους συμμάχους μόνο και μόνο επειδή η αυτοκρατορία στρατολόγησε τους Μιθρίιτ,που είναι οι προαιώνιοι εχθροί τους.Κτήνη με μορφή ανθρώπων,αυτό είναι.Και δεν θα ήθελα να συναντήσω ούτε έναν τους,πόσο μάλλον να μπω απρόσκλητος σε καμιά πόλη τους και να πω ‘’Καλησπέρα,πως είστε?Μήπως μπορείτε να μου πείτε από πού πάμε για Ορμούπολη,γιατί έχουμε χαθέι λιγάκι...’’.» Ο Δαρείος γέλασε κακόκεφα. «Πάμε ανατολικά λοιπόν...» «Λες να έκανα όλη αυτή την εισαγωγή για να πάμε τελικά μαζί με το τσούρμο των ηλιθίων?»μούγκρισε ο Φέργκους. «Δεν γέρασα τόσο που να μην αντέχω μια ακόμη περιπέτεια για να διηγούμαι στα εγγόνια μου.Θα πάμε νότια,μόλις συνέλθει το παλικάρι που κουβαλήσαμε ως εδώ» «Εχω συνέλθει,γέροντα»,ακούστηκε μια φωνή πίσω τους.Ο οπλίτης είχε σηκωθεί όρθιος,και τους κοίταζε προσεκτικά.Ήταν ψηλός και γεροδερμένος,με μακριά καστανά μαλλιά,που έπεφταν σε σγουρές τούφες και σκέπαζαν το πρόσωπο του.Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα και κουρασμένα,άλλα το βλέμμα του φιλικό. «Δεν μ’αρέσει να με κρυφακούν,ούτε να με φωνάζουν γέροντα»,είπε ο Φέργκους, «άλλα έστω.Άκουσες ότι άκουσες,πήρες την απόφαση σου?» «Σας χρωστάω την ζωή μου...Η σφύρα μου είναι μαζί σας!»,είπε περήφανα ο οπλίτης και σήκωσε ψηλά ένα τεράστιο σφυρί. «Όλο αυτό το κουβαλόυσες πάνω σου?»ρώτησε ο Δαρείος. «Για’αυτό δυσκολεύτηκαν τόσο να σε κουβαλήσουν οι δυο τους...Και φυσικά, ούτε τους πέρασε απ’το μυαλό να σου βγάλουν την πανοπλία...» Προχώρησε προς τον σφυροφόρο. «Είμαι ο Δαρείος,και από εδώ ο Φέργκους και ο Ρο’ότα.Στο πείσμα του χρωστάς και την ζωή σου,αν και δεν ξέρω αν άξιζε τον κόπο... Μπορείς να τον ευχαριστήσεις αν θες,άλλα μην περιμένεις απάντηση...Δεν μιλάει ποτέ.» «Είμαι ο Βούλφερε,τρίτο τάγμα της Έκεθ,αν και μετά το σημερινό,μάλλον το τρίτο τάγμα θα αναπάυεται αιώνια σε κάποιο νεκροταφείο.Και σας ευχαριστώ για την βοήθεια.» «Καλως σε βρήκαμε λοιπόν»,έκανε ο Φέργκους. «και μην δίνεις σημασία στον σύντροφο μου.Το να προσβάλει οπλίτες είναι καθημερινή διαδικασία,μια συνήθεια που δύσκολα αποβάλει κάποιος που κρατάει βαλλίστρα στα χέρια του...» ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Darius Posted December 26, 2005 Share Posted December 26, 2005 Wow πολύ γευστικο ορεκτικό!!! Ευανάγνωστο με διαλόγους αν8ρώπινους και οσο βαρβαρικούς οσο και αληθινοί μπορούν να γίνουν σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Αν και προσωπικά 8α προτιμούσα λίγο παραπάνω ανάλυση ή μια γεμάτη περιγραφή για την κατάσταση «Κατέλαβαν το κέντρο!Μας επιτέθηκαν με θηρία,και ήταν και τα τάγματα των Μιθρίιτ...Μας θέρισαν!Δεν θα αργήσουν να φτάσουν και εδώ...Τρέξτε!» Καταλαβαίνω ότι τα λεγε βιαστικά αλλα μια περιγραφή μετά ή "In the meantime" δε 8α με χαλούσε^^ Μ' αρεσε επίσης αναφορά και προδιά8εση για πολλά τάγματα και φυλές το οποίο σημαίνει ότι δούλεψες πραγματικά στον κόσμο σου.... Αναμένω το δεύτερο μέρος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted December 26, 2005 Share Posted December 26, 2005 Ωραιο!Με δραση και στοιχεια που δειχνουν οτι υπαρχει κοσμος απο πισω του.Αλλα... Εχεις αρκετα λαθη ορθοτυπογραφικα(κοκκινιλες παντου αφου αντεγραψα και αποθηκευσα το κειμενο σου). Επισης τα ονοματα εχουν μεγαλη ποικιλια που δεν την εξηγεις(Δαρειος και..."Ρο’ότα";!) η ειναι "καπως"(το "δασος των οστων";!Ελατωρα,εχεις περισσοτερη φαντασια απο οτι δειχνεις). Περιμενω τη συνεχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted December 26, 2005 Author Share Posted December 26, 2005 Ευχαριστώ,ευχαριστώ... (έχω να προσθέσω κάτι τις,πως κάνω edit?) Καταλαβαίνω ότι τα λεγε βιαστικά αλλα μια περιγραφή μετά ή "In the meantime" δε 8α με χαλούσε^^ Θα το φροντίσω... Επισης τα ονοματα εχουν μεγαλη ποικιλια που δεν την εξηγεις(Δαρειος και..."Ρο’ότα Είναι από διαφορετικές φυλές,πράγμα που δεν μπορώ να αναφέρω στο πρώτο μέρος(λόγω έλλειψης χώρου,όχι για να σας κρατάω σε αγωνία)...Στην πορεία θα φανεί ποιά φυλή χρησιμοποιεί ποιά γλώσσα-ονόματα. η ειναι "καπως"(το "δασος των οστων";! Ναι,οκ,είναι ψιλοάθλιο.Θα το αλλάξω με την πρώτη ευκαιρία. Ιδού και ένας κατάλογος μερικών ταγμάτων που εμφανίζονται στην ιστορία. Μουρτάτης=Τοξότης,συνήθως βαλλιστροφόρος. Οπλίτης=Πολεμιστές Λεγεωνάριος=Οι οπλίτες της αυτοκρατορίας Μαέστρος=Χειριστής πολεμικών μηχανών Τέκτονας=Ειδική πολεμική μονάδα που χρησιμοποιεί εκρηκτικές ύλες Καιροσκόπος=Μύστης που μελετάει τον καιρό και τις αλλαγές του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted December 26, 2005 Share Posted December 26, 2005 Τα προβλήματα αυτού του κειμένου είναι τα εξής: (α) βάζεις λατινικό ερωτηματικό αντί για ελληνικό (β) κάνεις κατάχρηση θαυμαστικών (γ, και βασικότερο) το γράψιμο είναι πρόχειρο. Δεν το προσέχεις και πόλυ. Να δες εδώ, ας πούμε, στην αρχή: Ο ένας,παχουλός και γερασμένος,με επίμονη φαλάκρα, Επίμονη φαλάκρα; Πώς είναι μια επίμονη φαλάκρα; Θα ήθελα να μάθω πώς είναι και μια θυμωμένη φαλάκρα, αν γίνεται. :Ρ Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; παχύ,γκρίζο μουστάκι και κουρασμένο ύφος στα γκρίζα μάτια του. Τα μάτια δεν έχουν "ύφος". Θα μπορούσες να πεις ότι "η κούρασή του αντανακλάτο στα μάτια του", ή κάτι παρόμοιο. με μια ανεξερεύνητη απόχρωση μεταξύ του μελί και του πράσινου. Ανεξερεύνητη; Δεν ξέρει κανένας πώς να την ονομάσει; Προκείται για κάτι "μαγικό"; Αν όχι, τότε δε χρειάζεται να μας πεις ότι είναι "ανεξερεύνητη". Πες μας ότι είναι μια απόχρωση ανάμεσα στο μελί και στο πράσινο (την οποία, έτσι κι αλλιώς, δύσκολα μπορώ να φανταστώ, αλλά, τέσ'πα', φαντασία είναι... ). Μια μικρή φλόγα άστραψε για λίγα δευτερόλεπτα στα χέρια του ενός άντρα... Εδώ, από ενεστώτα, που έχεις πριν, περνάς σε αόριστο. Τέλος πάντων, πες ότι το έκανες για εφέ, επειδή είναι η αρχή της ιστορίας. Αλλά είσαι σίγουρος ότι το έκανες συνειδητά; Μια σκέψη μόνο... Μετά, μας λες τα ονόματα των χαρακτήρων σου, αλλά δεν τα συνδέεις άμεσα με τις προηγούμενες περιγραφές. Πού να ξέρουμε ποιος είναι ποιος; Αργότερα, βέβαια, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ποιος είναι ο νεός, ποιος ο γέρος, και ποιος ο κοιμισμένος' αλλά υπάρχει πραγματικά λόγος να μας μπερδέψεις έτσι στην αρχή; Δώσε μας τις περιγραφές με το που μιλάει ο καθένας. Γίνεσαι μυστηριώδης απλά και μόνο για να γίνεις, χωρίς να προσφέρει αυτό κάτι στην ιστορία σου αυτή καθαυτή. Οι διάλογοι κάπου μπλέκονται. Σε μερικά σημεία δεν ήξερα ποιος έλεγε τι, κι έπρεπε να πάω πίσω για να δω. Αυτό είναι κακό. Ο αναγνώστης δεν πρέπει να γυρίζει πίσω, για να καταλάβει ποιος μιλάει. Όταν βλέπεις ότι ο διάλογος συνεχίζεται για πολύ, βάλε κανένα "είπε", βάλε καμια κίνηση των χαρακτήρων, καμια σκέψη, να μη χανόμαστε. Δε χανόμαστε παντού, βέβαια, αλλά συμβαίνει σε κάποια σημεία. «Κοίτα αυτό το...»,έκανε ο Φέργκους,μα ένας λαχανιασμένος οπλίτης εμφανίστηκε ξαφνικά τρέχοντας προς το μέρος τους και σωριάστηκε στα πόδια του Ρο’ότα. Εκεί που αρχίζει η μάχη, ξαφνικά τους διέλυσαν. Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και γενικώς υπάρχει αυτό το πρόβλημα σε όλο το κείμενο. Περνάς τα πάντα γρήγορα-γρήγορα. Πχ, και μετά, που μένουν μόνοι τους οι χαρακτήρες, δεν κατάλαβα για πότε διαλύθηκε ένας ολόκληρος στρατός και μείνανε μόνο αυτοί. Θέλουν πολύ δουλειά ακόμα για να είναι στέρεες αυτές οι σκηνές που παρουσιάζεις. Παρουσιάζεις τρεις σκηνές: πριν από τη μάχη' κατά τη διάρκεια της μάχης' μετά από τη μάχη. Δώσε το ανάλογο βάρος στην καθεμία. Μην τρέχεις την ιστορία. Το κείμενό σου είναι 1.800 λέξεις. Όταν τις μέτρησα, έπαθα σοκ. Μια τόσο μεγάλη φάση που περιγράφεις, με τον τρόπο που την περιγράφεις, έπρεπε να είναι τουλάχιστον 3.000 λέξεις. Πρέπει (α) να μας εισάγεις στην όλη κατάσταση, (β) να περιγράψεις ολόκληρη μάχη, (γ) να μας περιγράψεις τις συνέπειες. Έχει πολύ δουλειά το κομμάτι. Κι επειδή μοιάζει ότι σε θάβω... ΔΕΝ σε θάβω. Φαίνεται ότι έχεις ρίξει πολύ δουλειά στον κόσμο και έχεις σκεφτεί την ιστορία, και αξίζει να γραφτεί. Τονίζω μόνο πώς θα μπορούσε να γραφτεί καλύτερα. Επίσης, πρόσεξε κι αυτό που σου είπε ο heiron, για τα ονόματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted December 26, 2005 Author Share Posted December 26, 2005 ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΩ EDIT ΒΟΗΘΕΙΑ... Βάρδε,ευχαριστώ για τα σχόλια.Ομολογώ πως δεν έδωσα και πολύ σημασία στο γράψιμο.Βασικά τον κόσμο τον έφτιαξα για rpg,και τις ιστορίες τις γράφω κάπως "με το ζόρι",για να τον ψάξω λίγο,να τον εξερευνήσω... Λοιπόν... Τα ονόματα τα άλλαξα,και σύντομα θα ξαναγράψω και κάποια στοιχεία παραπάνω για την μάχη.Ίσως όχι 3000 λέξεις,άλλα σίγουρα περισσότερες άπο το παραπάνω. Χρησιμοποιώ το αγγλικό ερωτηματικό για αισθητικούς λόγους.Μ'αρέσει περισσότερο,και είναι μια συνήθεια που δύσκολα θα ξεπετάξω. Τα θαυμαστικά θα τα ελλατώσω. ΕΠΙΜΟΝΗ ΦΑΛΑΚΡΑ:Δεν ξέρω...Είναι κάπως σαν τον επίμονο πονόδοντο.Κάτι δυσάρεστο που δεν λέει να σ'αφήσει σε ησυχία. ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ ΥΦΟΣ:Έχεις δίκιο.Θα το γράψω όπως προτείνεις. ΑΝΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗ ΑΠΟΧΡΩΣΗ:Δεν μπορείς να την προσδιορίσεις...Χμμμ...Ίσως το απροσδιόριστη να ήταν καλύτερο. ΟΝΟΜΑΤΑ:Θέλω οι αναγνώστες να το ψάξουν λίγο.Άσε που ήδη είμαι υπερβολικά αναλυτικός-περιγραφικός στην αρχή,και πάντα βαριόμουν την φάση "Ήρθε ο Μπιλ,ένας κοντός,χοντρός καστανομάλλης άντρας κλπ κλπ"Θέλω να πετάω τις πληροφορίες σιγά σιγά,για να μην διακόπτουν το κείμενο.Δεν τα καταφέρνω πάντα,άλλα το παλεύω. ΔΙΑΛΟΓΟΙ:Θα το ψάξω... Thnx Βάρδος... Αν και εδώ που τα λέμε,μάλλον θα σταματήσω να γράφω κια θα στρωθώ να ετοιμάσω το rpg... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted December 27, 2005 Share Posted December 27, 2005 ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΝΑ ΚΑΝΩ EDIT ΒΟΗΘΕΙΑ... Δεν μπορείς να κάνεις edit τα παλιά σου posts. Αν θες οπωσδήποτε να το αλλάξεις, πες μου να το αλλάξω εγώ, ή πόσταρε το καινούργιο παρακάτω, ή άνοιξε καινούργιο topic για το καινούργιο κείμενο. Συνέχισε οπωσδήποτε να γράφεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted December 31, 2005 Share Posted December 31, 2005 nice work.. αυτό με τα χαρακώματα μου θύμισε τον 1ο και 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Θα βασιστείς σε κάποιους κανόνες για να φτιάξεις αυτόν τον κόσμο ή θα φτιάξεις τους δικούς σου; (σε σχέση με τον τρόπο μάχης κ.τ.λ.) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted January 9, 2006 Author Share Posted January 9, 2006 Οκ,τώρα γύρισα άπο εξωτερικό,και το ξαναπιάνω στα χέρια μου...Θα το ξαναγράψω με βάση τις παρατηρήσεις του Βάρδου... Όσο για το rpg,θα είναι 100% δικοί μου κανόνες.Θα είναι βασικά skill-based,άλλα περισσότερες λεπτομέρειες αργότερα. Και εδώ που τα λέμε,όσοι ενδιαφέρονται να βοηθήσουν ας μου πουν...Υποθέτω πως έδωσα ήδη μια πρώτη γεύση ώστε να καταλάβει κάποιος αν τον ενδιαφέρει ή όχι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted January 11, 2006 Share Posted January 11, 2006 (edited) Πολύ όμορφη ιστορία, ελπίζω να μην πειράξει τον Άνεργο Χάρο που την επεξεργάστηκα λίγο. Μια μικρή διασκευή λοιπόν στο σχετικό post. Όνομα Συγγραφέα: Άνεργος Χάρος Διασκευή: Αραχνίδα Είδος:Ηρωική φαντασία Βία; Ναι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Αυτοτελής; Οχι Σχόλια: Εδώ και λίγο καιρό,ασχολούμαι με έναν καινούργιο κόσμο...Ετοιμάζω σύστημα για παιχνίδι ρόλων, καθώς και ιστορίες κάθε λογής. Θα κάνω μια μικρή εισαγωγή λοιπόν: Ο κόσμος είναι φανταστικός. Και έχει μόνο ανθρώπους. Ούτε ξωτικά, ούτε δράκους,ούτε ορκ, ούτε καν φανταστικά τέρατα. Τα μόνα αλλόκοτα πλάσματα είναι τα ζώα που είναι παρμένα από τον μεσοζωικό αιώνα (μαμούθ, σμιλόδοντες τίγρεις και άλλα τέτοια καλούδια). Μην ψάχνετε το γιατι, έτσι είναι. Δεν υπάρχουν άλογα ή άλλα ζώα του σήμερα. Δεν υπάρχει η μαγεία σε καμία μορφή της. ...Και οι άνθρωποι ζούν αιώνια. Αν δεν πεθάνουν από μάχη, αρρώστια ή από αγάπη. Επίσης καμία φυλή δεν βασίζεται στην πραγματική ιστορία. Αυτά. Όπως καταλάβατε θέλει πολύ κόπο για να το προχωρήσω, αλλά νομίζω πως αξίζει τον κόπο. Χίλια ευχαριστώ στην κοπελιά μου που με ενθαρύνει να γράφω αντί να κάνω μαλακίες... Αυλαία και πάμε... Λεπίδες στο δάσος των οστών... Ο κομήτης έχει κάνει τον κύκλο του, αλλά οι φλόγες του φωτίζουν ακόμα το καταπράσινο λιβάδι. Μέσα στα χαρακώματα, δύο άντρες στέκονται και παρατηρούν στον ορίζοντα. Ο Άνδρας είναι παχουλός και γερασμένος, με πλούσιο, γκρίζο μουστάκι και κουρασμένο χρώμα στα μάτια του. Ο σύντροφός του, νεότερος και νευρώδης, με μακριά μάυρα μαλλιά, περιποιημένο γένι, πανούργα πράσινα μάτια κι ένα μόνιμα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη του. Λίγο πιο πέρα σε μια γωνία βρίσκεται ένας χλωμός σαν πεθαμένος νεαρός, κουλουριασμένος στον πολυφορεμένο μανδύα του. Τα καστανόμαυρα μαλλιά του είναι περασμένα σε μακριά πλεξούδα και τα μάτια του φέγγουν στο μισόφως με μια ασυνίθιστη απόχρωση μεταξύ μελιού και πράσινου. Μια μικρή φλόγα άστραψε για λίγα δευτερόλεπτα στα χέρια του Άνδρα και σκιές έπαιξαν στα πρόσωπά τους... Ο Δαρείο άναψε το τσιγάρο του και το σήκωσε ψηλά πάνω από το όρυγμα, γνώριμο σημάδι αποκοτιάς ανάμεσα στους παλιότερους στρατιώτες. Το νυχτερινό αεράκι βιάστηκε να σκορπίσει τον μυρωδάτο καπνό. "Βορειοδυτικός ταχύς.", σχολίασε ο γκριζομάλης Φέργκους τραβώντας άλλη μια γενναία γουλιά απ' το παγούρι του. "Θα πέσει.", είπε με βεβαιότητα ο Δαρείος. "Ο Ραβδοσκόπος πέρασε το απόγευμα απ' την σκηνή του Τσάρου. Και για τ' όνομα του Θεού σταμάτα να πίνεις γέρο. Η ανάσα σου βρωμάει τόσο πολύ που οι διαβολεμένοι σκοπευτές τους δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να μας σημαδέψουν στο σκοτάδι." Ο Φέργκους ανάσήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και άρχισε να σκαλίζει πάλι σχέδια στην βαλλίστρα του. Αν ήταν γοργόνα ή νεράιδα δεν είχε καμία σημασία. Ο χρόνος ξεχνούσε, ο φόβοις διασκέδαζε. "Κοίτα τον πιτσιρικά.", είπε ο Δαρείος δείχνοντας τον λεπτοκαμωμένο νέο που ανέσαινε ήρεμα δέκα βήματα πιο πέρα. "Σε λίγες ώρες μπορεί ν' αρχίσει η επίθεση κι αυτός κοιμάταιο του καλού καιρού σαν να μην τρέχει τίποτα." "Άκουσες τι λένε γι' αυτόν;", ψιθύρησε ο Φέργκους λες και φοβόταν ν' ακουστεί παραέξω. "Ο Τσάρος τον μάζεψε από ένα χωριό λίγα μίλια νοτιοδυτικά της Πυργούπολης. Οι αυτοκρατορικοί έκαψαν τα πάντα και κρέμασαν τους κατοίκους στο Δάσος με τις Βελανιδιές. Μια ομάδα είχε μείνει πίσω για να θάψει όσους θησαυρούς δεν μπορούσαν να κουβαλήσουν με τους ζηλωτές. Όταν άργησαν να επιστρέψουν το τάγμα των αυτοκρατορικών τους αναζήτησε μέχρι την καρδιά του δάσους. Το μόνο που βρήκαν ήταν εφτά κρεμασμένα κουφάρια με ένα βέλος καρφωμένο στο σώμα του καθενός. Εφτά αυτοκρατορικοί και τους καθάρισε ένα δεκαεξάχρονο αγόρι φίλε μου." "Είναι απλά μια ιστορία.", έκανε δύσπιστα ο Δαρείος. "Και μην ξεχνάς πως την διαδίδει ο Κουτσός, οπότε τα μισά τουλάχιστον είναι ψέματα." "Ωραία λοιπόν!", μούγκρισε ο Φέργκους και κατέβασε ακόμα μια γερή γουλιά αποφασισμένος να υπερασπιστεί την λαβωμένη αξιοπιστία του Κουτσού: "Τρεισήμιση άντρες νεκροί. Και αυτός είναι σίγουρα δεκάξι χρονών μα την πίστη μου!" Ο Δαρείος κούνησε μάλλον ειρωνικά το κεφάλι του και ετοιμάστηκε να πει κάτι, αλλά ένα βροντερό σάλπισμα που ήχησε από τα βάθη της πεδιάδας τον έκοψε απότομα. Ασυναίσθητα έσκυψε για να αποφύγει κάποιο φαντασικό βλήμα και οι ώμοι του τινάχθηκαν. "Έστω. Όπως και να 'χει ήρθε η ώρα για να μας δείξει τι αξίζει το κεφάλι του. Για καλό δικό του και δικό μας. Ξύπνα τον κόσμο, έχουμε μια δουλειά να κάνουμε." "Αρχίζει το γλέντι μάγκες!", φώναξε ο Δαρείος και όπλισε την βαλλίστρα του σκουντώντας έναν διπλανό του που ροχάλιζε εδώ και ώρες. Ο Φέργκους χάιδεψε για λίγες στιγμές τις καμπύλες της νεράιδας και το βλέμα του άναψε. "Ή όλα ή τίποτα διάολε. Ή θα πεθάνουμε ή θα ζήσουμε, τίποτα 'αλλο δεν έχει γραμμένο για μας.", έφτυσε μέσα από τα δόντια του την ίδια μοιρολατρική φράση που είχε πει άλλες χίλιες φορές. Από άκρη σε άκρη σε όλο το χαράκωμα, σαν φωτιά που ακολουθεί αυλάκι από μπαρούτι, οι σταρτιώτες έπαιρναν τις θέσεις τους αποφασιστικά. Με το πρώτο φως εκείνης της αυγής απ’ την άλλη άκρη της κοιλάδας άρχισαν να ξεχωρίζουν οι φιγούρες των εχθρών. Η κοιλάδα του Αϊλκούν έμελε να δει ακόμα μια μάχη να σκάβει τα χώματά της. Η πέμπτη τα τελευταία χίλια χρόνια. Φάνηκαν μορφές που έτρεχαν κουβαλώντας όπλα, εφόδια και διαταγές στο πεδίο της μάχης. Οι τεράστιοι όγκοι των βροντοθηρίων και των πολεμικών μηχανών του εχθρού άρχισαν να κινούνται αργά και απειλητικά. Το έδαφος άρχισε να τρέμει. «Κοίτα!», έκανε έκπληκτος ο Φέργκους. «Έχουνε κι αυτοί θωρακισμένες χελώνες. Μπάσταρδοι γυρολόγοι! Όταν μας τις πουλήσατε είπατε ότι μόνο εμείς θα γνωρίζουμε το μυστικό.», φώναξε οργισμένος και ύψωσε την γροθιά του προς την κατεύθυνση της φανταχτερής σκηνής του Τσάρου. Ο Δαρείος δεν απάντησε. Με την ματιά του μέτραγε προσεκτικά την απόσταση, το έδαφος και τον άνεμο που η ορμή του έπεφτε με το κάθε λεπτό που περνούσε. «Μισή λεύγα από εδώ ως τους λόφους.», υπολόγισε. «Αν αλλάξουν πορεία και έρθουν απ’ το ποτάμι η ομίχλη θα μειώσει την όρασή μας σε…κοντά διακόσια πενήντα πόδια. Ήδη ακούγονταν οι φωνές των στρατιωτών που κατέφταναν απ’ τις καλύβες που είχαν στηθεί λίγο πιο πίσω απ’ το εξωτερικό χαράκωμα. Βάρβαρος ήχος από βαριές πανοπλίες, αναμεμειγμένος με χαρούμενα κουδουνίσματα και ποδοβολητά ζώων. «Οι μαέστροι και οι τέκτονες μας έχουν ετοιμάσει κάτι πολύ ιδιαίτερο για σήμερα.», γέλασε ο Φέργκους. «Πέρασα χθες μια βόλτα απ’ τις σκηνές που είχαν στήσει. Ο τόπος βρωμάει πορφυρίτη φίλε.» «Κατά φωνή!», είπε ο Δαρείος και έδειξε έναν κοντόχοντρο τέκτονα που ερχόταν τρέχοντας προς το μέρος τους. Φορούσε μία μαύρη βελούδινη κελεμπία και στην πλάτη του είχε περασμένη μια δωδεκάδα φαρέτρες. Σε κάθε μανίκι είχε ραμμένα από οχτώ μικροσκοπικά, χρυσά καμπανάκια που δεν ησύχαζαν ποτέ. «Ωραία μέρα για σαματά, ε Κελφ;», αστειεύτηκε ο Δαρείος. «Δεν έχω ώρα για τέτοια.», είπε εκείνος αυστηρά και ξεκρέμασε από την πλάτη του μία φαρέτρα καθώς πήδαγε στο χαράκωμα δίπλα τους. «Εφτά βέλη για τον καθένα σας. Ήρθε καινούριο φορτίο με πορφυρίτη απ’ τα ορυχεία. Το κάθε βέλος περιέχει μια σεβαστή δόση απ’ την κόκκινη ουσία γι’ αυτό χρησιμοποιήστε το με σύνεση κύριοι. Μόνο αν πλησιάσει κάποιο θηρίο ή μηχανή.», διευκρίνισε. «Την ξέρουμε την δουλειά μας.», αναστέναξε ο Φέργκους. «Ελπίζω. Και ξυπνήστε αυτόν τον υπναρά!», φώναξε καθώς απομακρυνόταν βιαστικά. Έδειχνε τον χλωμό νέο. Οι δύο άντρες κοιτάχτηκαν. «Άσε πάω εγώ.», είπε ο Φέργκους. «Αν βγει από κανά όμορφο όνειρο και δει την αγριόφατσά σου μπορεί να μας πάθει τίποτα.» Προχώρησε σκυφτός και κοντοστάθηκε μπροστά στο μικροκαμωμένο σώμα του νέου: «Ρο’ότα.», μουρμούρισε καθώς τον έπιασε απ’ τον ώμο. Ακούγοντας το όνομά του ο νεαρός άνοιξε τα μάτια του. «Η μάχη… Αρχίζει.», είπε ο Φέργκους. Αμίλητος ο Ρο’ότα σηκώθηκε, άδραξε την βαλλίστρα του και άρχισε να τακτοποιεί σχολαστικά τα εφτά καινούρια βέλη του. Ο Φέργκους αναστέναξε, για μια στιγμή οι ρυτίδες πύκνωσαν στο μέτωπό του και επέστρεψε δίπλα στον Δαρείο που παρατηρούσε τους ελιγμούς του εχθρού. Κοίταξε σκεφτικός το άδειο παγούρι που κρατούσε στα χέρια του. Το πέταξε με μανία στο έδαφος σαν αυτό να έφταιγε για όλα. «Δεν έχει μιλήσει ούτε μια φορά από τότε που μας τον φορτώσανε.», παραπονέθηκε χαμηλόφωνα. Ο Δαρείος ξεφύσησε: «Θα μιλήσει γέρο. Στο τέλος όλοι μιλάμε. Αλλιώς δεν μπορείς να κρατήσεις εδώ. Λες κανά αστείο, βρίζεσαι, γκρινιάζεις, κλαις στον ώμο του άλλου. Αλλιώς τρελαίνεσαι, σου στρίβει.» Σταμάτησε και έτριψε έναν φανταστικό λεκέ απ’ το μανίκι του. «Θυμάσαι πως ήμουν εγώ όταν με φέρανε; Με είχατε ξεθάψει από ένα καρβουνιασμένο σπίτι. Φωτιά, ξύλο και πέτρα πάνω απ’ το κεφάλι μου κι εγώ μουλωγμένος σε μια ποντικότρυπα για τέσσερις μέρες και νύχτες. Αν δεν είχε πάει ο μακαρίτης ο Άνταλος να κάνει την ανάγκη του στην γωνία μου θα είχα χαιρετήσει τώρα.» Χαμογέλασε με κόπο: «Για έναν ολόκληρο μήνα δάγκωνα όποιον με πλησίαζε. Το θυμάσαι; Σιγά, σιγά ηρέμησα κι εγώ. Ήταν σαν…» Άξαφνα ένας κρότος ακούστηκε, σκόνη και χώμα σχημάτισαν ένα σύννεφο πάνω απ’ τα κεφάλια τους και μια βροχή από πέτρες σταμάτησε στα κράνη και στους θώρακές τους. Οι συζητήσεις κόπηκαν απότομα και οι άντρες έσφιξαν τα όπλα τους. «Τα πετροβόλα και οι καταπέλτες τους έπιασαν δουλειά.», φώναξε ο Φέργκους. «Αλλά κοίτα! Έρχονται προς τα ‘δω. Είναι η Τρίτη λεγεώνα, ξεχωρίζω τα διακριτικά τους. Οι βετεράνοι του Δέκιου. Το βαρύ πυροβολικό τους υποστηρίζει από δεξιά. Θα χτυπήσουν με όλη τους τη δύναμη τα πλευρά μας. Φέξε θεούλη μας τον Τσάρο να το δει και να στείλει τους εξακοντιστές να ευλογήσουν από κει.» Ο Φέργκους πέρασε ένα βέλος στην βαλλίστρα του. «Σε διακόσια πόδια θα είναι στο πεδίο βολής, ετοιμαστείτε.» Η συμπαγής, αδιαπέραστη μάζα από μέταλλο των λεγεωνάριων ξεχώριζε πια καθαρά. Τριάντα τάγματα των ογδόντα ανδρών που ήταν οπλισμένοι με αλυσοπλεγμένους θώρακες, περικεφαλαίες, κυρτά ξίφη, πριονωτές λόγχες και μεγάλες καμπυλωτές, ατσάλινες ασπίδες. Ελάχιστα σημεία του σώματός των λεγεωνάριων έμεναν ακάλυπτα κατά την ορμητική τους επίθεση και οι μουρτάτηδες έπρεπε να τα εντοπίσουν και να τα εκμεταλλευτούν προτού εκείνοι φτάσουν στο εξωτερικό χαράκωμα. «Μικρή στροφή προς τα αριστερά, άφησαν εκτεθειμένη την αριστερή τους πτέρυγα!», φώναξε ο Δαρείος και πάτησε την σκανδάλη που χάιδευε εδώ και ώρα. Ένας θηριώδης λεγεωνάριος που τον είχαν στρατολογήσει στις μακρινές στέπες της Κανά για ένα σκοπό που ποτέ δεν του εξήγησαν, έπεσε νεκρός. Σαν να ήταν το σύνθημα εκατοντάδες βέλη γέμισαν τον ουρανό για μια ανάσα κι έπειτα έπεσαν σαν θανάσιμη βροχή στο σιδερόφραχτο κτήνος που βάδιζε εναντίον τους. Οι όναγροι εκτόξευαν τεράστιες μπάλες που άνοιγαν σαν φρικιαστικά, φλεγόμενα λουλούδια σε μικρό ύψος πάνω απ’ το έδαφος δημιουργώντας βαθιά ρήγματα στις γραμμές των εχθρών. Τα βέλη με τον πορφυρίτη εκτοξεύονταν αλόγιστα απ’ όλες τις μεριές σπέρνοντας τον θάνατο στις τάξεις των λεγεωνάριων. Αμίλητοι ο Φέργκους, ο Δαρείος και ο Ρο’ότα άδειαζαν τις βαλλίστρες τους αφήνοντας πού και πού κραυγές χαράς για μια ανέλπιστη επιτυχία. Γύρω τους Κελμάριοι οπλίτες άφηναν απρόθυμα την ασφάλεια των χαρακωμάτων για να επιτεθούν στον εχθρό. Μία μεγάλη ομάδα πέρασε δίπλα τους βγάζοντας δυνατές πολεμικές κραυγές. Ήταν όλοι μεγαλόσωμοι, με μακριά αχτένιστα μαλλιά και φουντωτές αφρόντιστες γενειάδες. Φορούσαν ογκώδεις, χοντροκομμένες πανοπλίες από βρασμένο σε λάδι δέρμα και ήταν οπλισμένοι με ακόντια και σπαθοσπάστες. «Μουρτάτηδες!», φώναξε ένας από αυτούς. Ελπίζω να βλέπετε μπροστά σας αυτή τη φορά και να μην μας στέλνετε στο θάνατο.» Ο Δαρείος έφτυσε στις παλάμες του και τις έτριψε για να ξεμουδιάσουν: «Θα φροντίσω να σημαδέψω ανάμεσα στους ώμους σου καθώς τρέχεις οπλίτη. Και δεν θ’ αστοχήσω.» Ο Κελμάριος κάγχασε και ακολούθησε τους συντρόφους του. Σκαρφάλωσαν στα σκοινιά του χαρακώματος και έτρεξαν προς τη μάχη. «Καταραμένοι οπλίτες!», είπε ο Φέργκους αντί για κατευόδιο. Η μάχη είχε πλέον περάσει στα χέρια του πεζικού. Οι μουρτάτηδες σταμάτησαν να ρίχνουν από φόβο μήπως χτυπήσουν κάποιον απ’ τους δικούς τους. Σπάνια κάποιο βέλος έφευγε για να πετύχει έναν ξεμοναχιασμένο λεγεωνάριο. Οι ομάδες των μουρτάτηδων είχαν πλέον χρησιμοποιήσει όλο τον πορφυρίτη και ο καπνός απ’ τα αποκαΐδια, φερμένος απ’ τον Βόρειο άνεμο έκρυψε απ’ τα μάτια τους την κυρίως μάχη. Ο Δαρείο πρότεινα ν’ αλλάξουν θέση, μα ο Φέργκους συνέστησε να κάνουν λίγο υπομονή. Η ώρα περνούσε, ο καπνός έμοιαζε να πυκνώνει και το μόνο που έφτανε στ’ αυτιά τους ήταν συγκεχυμένες κλαγγές όπλων και κραυγές πόνου. Ο Φέργκους πρόσεξε πως ορισμένες ομάδες μουρτάτηδων επιφυλακτικά έβγαιναν απ’ τα χαρακώματα και έπαιρναν θέση στην πεδιάδα. Είχαν φτάσει νέες διαταγές για να κοπεί η οπισθοχώρηση του εχθρού ή ένα μάτσο από άμυαλους απλά ριψοκινδύνευε για να φανεί στα μάτια του Τσάρου; Την στιγμή που ο Φέργκους αποφάσιζε να υποκύψει στις πιέσεις του Δαρείου και να ακολουθήσουν τους υπόλοιπους έξω απ’ το χαράκωμα, κάπου στην κοιλάδα πίσω απ’ το στρατόπεδο του εχθρού ξεπρόβαλε ένας θεόρατος ξύλινος πύργος που φαινόταν εξαιτίας κάποιας παράξενης οφθαλμαπάτης να κινείται αργά προς την μάχη. «Κοίτα αυτό το…», έκανε έντρομος ο Φέργκους όταν ένας ξέπνοος οπλίτης βούτηξε ξαφνικά στο χαράκωμα μέσα απ’ τους καπνούς και σωριάστηκε στα πόδια του Ρο’ότα. Το πρόσωπό του ήταν χαρακωμένο και η δεξιά πλευρά του γδαρμένη αηδιαστικά σαν κάτι να τον είχε σύρει βίαια στο έδαφος. «Φύγετε ηλίθιοι μουρτάτηδες!», γρύλλισε. «Χάσαμε…Υποχωρούμε.» «Τι είναι αυτά που λες;», ρώτησε θυμωμένος όσο και ανήσυχος ο Φέργκους. «Κατέλαβαν το κέντρο! Μας επιτέθηκαν Θηρία ενωμένα με τα τάγματα των Μιθριίτ. Μας θέρισαν! Δεν θα τους πάρει πολύ ώρα για να φτάσουν μέχρι εδώ. Τρέξτε!» Πράγματι, καθώς αραίωναν οι καπνοί, έβλεπαν ότι κάτι αλλάζει στο πεδίο της μάχης. Άτακτα οι Κελμάριοι οπλίτες εγκατέλειπαν τα όπλα τους και πηδώντας το χαράκωμα έτρεχαν αλαφιασμένοι προς την ασφάλεια του κοντινού δάσους. Οι δυσκίνητοι μουρτάτηδες τώρα έκαναν μεταβολή προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθούν κοντά στους άλλους. «Μα την ουρά του Κομήτη έχει δίκιο! Γρήγορα στο δάσος!», φώναξε ο Δαρείος. Σαν ένα σώμα οι τρεις άνδρες άρπαξαν τα σακίδιά τους και προχώρησαν βιαστικά προς το πέρασμα που έβγαζε στο δάσος των Οστών. Δεκάδες πεζικάριοι έτρεχαν γύρω τους, φωνάζοντας, σπρώχνοντας, ακόμα και χτυπώντας όποιον άτυχο βρισκόταν στον δρόμο τους. Ένας οπλίτης ποδοπατήθηκε μπροστά στα μάτια τους από τους τρομοκρατημένους συντρόφους του. Ο Ρο’ότα έκανε να τον βοηθήσει, μα ο Δαρείος τον τράβηξε θυμωμένος: «Δεν είμαστε στο χωριό σου μικρέ. Τρέχα ή κάτσε ψόφα. Όποιος πέφτει φροντίζει το τομάρι του και κανείς δε νοιάζεται γι’ αυτόν. Ο Ρο’ότα του έριξε ένα περιφρονητικό βλέμμα κι προσπάθησε να σηκώσει τον οπλίτη απ’ τον ώμο. «Σκασμένο θα μας πεθάνεις.», αγανάκτησε ο Φέργκους, αλλά έπιασε κι αυτός έναν ώμο. Ο Δαρείος μάζεψε τα σακίδια και τις βαλλίστρες τους, με δυσκολία σήκωσαν τον πανύψηλο άνδρα και συνέχισαν όπως-όπως την φυγή τους. «Το πέρασμα!», φώναξε ο Φέργκους κι επιτάχυναν όσο μπορούσαν το βήμα τους. Η ελπίδα έδινε τώρα φτερά στα πόδια τους και άφηναν γρήγορα πίσω τους το καταραμένο λιβάδι. Μόλις πέρασαν τα όρια του δάσους σαν να έπαψε ο ορυμαγδός της μάχης και άλλοι ήχοι, διαφορετικοί και πιο γαλήνιοι έφτασαν στ’ αυτιά τους. Ακολούθησαν μουγκοί ένα ταπεινό ρυάκι σέρνοντας πίσω τους τον αναίσθητο οπλίτη. Αραιά τα αγκομαχητά τους διακόπτονταν από απελπισμένες κραυγές στρατιωτών που έπεφταν σε κοφτερές παγίδες ή τους προλάβαιναν τα αποκρουστικά θηρία των Μιθριίτ. Μετά από μια διαδρομή που τους φάνηκε αιώνια βρισκόντουσαν στην προσωρινή ασφάλεια ενός απομονωμένου ξέφωτου. Ο Δαρείος ήταν καλός οδηγός και διάβαζε τα σημάδια με την ίδια ευκολία που όπλιζε την βαλλίστρα του. Ο Ρο’ότα γονάτισε χωρίς ανάσα και έβηχε ενώ οι δύο βετεράνοι σκούπιζαν τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό τους. «Σαν παιδί μου τον έχω.», φούσκωσε από περηφάνια ο Φέργκους. «Αλλά είναι πεισματάρης σα θηρίο.» Τον Δαρείο τον απασχολούσαν πιο πρακτικά ζητήματα: «Το θέμα είναι τι κάνουμε από ‘δω και πέρα. Δεν έχουμε πολύ ώρα προτού οι λεγεωνάριοι βρούνε τους δρόμους στο δάσος. Είμαι σίγουρος ότι οι πρώτοι αιχμάλωτοι δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να δείξουν μερικά από τα περάσματα. Οι Μιθριίτ ξέρουν πώς να κάνουν τον κόσμο άνετο κι ομιλητικό μαζί τους.» «Οι δικοί μας θα φύγουν από Ανατολικά προς την Ορμούπολη. Λογικά ο εχθρός θα τους την έχει στημένη κάπου στην μέση, αλλά οι περισσότεροι ίσως τα καταφέρουν.», είπε ο Φέργκους. «Εναλλακτικές;», αναρωτήθηκε ο Δαρείος. «Βόρεια είναι το βασίλειο των αναθεματισμένων Μιθριίτ και Δυτικά μας περιμένουν τα στρατόπεδα της Αυτοκρατορίας. Κι αν θες την γνώμη μου δεν προτιμώ κανέναν απ’ αυτούς για παρέα. Καλύτερα το ‘χω να γυρίσω στην Κιάρα και στις ανεξερεύνητες δίπλες του κορμιού της. Αν και πάλι δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Φυσικά υπάρχει και ο Νότος. Χμ, ναι ο Νότος.», κατέληξε ο Φέργκους. «Ο Νότος τι;», ρώτησε ανυπόμονα ο Δαρείος. «Να, υπάρχουν σίγουρα οι Γιέλσι και ίσως μερικοί μοναχικοί οικισμοί των Ανεμοδούρειων. Από εκεί θα πάρουμε ένα αερόπλοιο που θα μας πετάξει πίσω στην Κεράνθια, στα σπίτια μας. Αλλά για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει να περάσουμε μέσα απ’ τα εδάφη των Οττέλι.» «Οι Οττέλι είναι σύμμαχοί μας.», είπε ο Δαρείος. «Οι Οττέλι δεν είναι σύμμαχοι κανενός. Άκου με που σου λέω, πολέμησα σε αυτά τα εδάφη χρόνια πριν γεννηθείς εσύ και πολλά χρόνια πριν απ’ αυτό ακόμα. Τους ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη. Κτήνη είναι με την μορφή ανθρώπων. Βοηθούν όποτε θυμούνται τους συμμάχους τους, μόνο και μόνο επειδή η αυτοκρατορία στρατολόγησε τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους Μιθριίτ. Και δεν θα ήθελα να συναντήσω ούτε έναν από δαύτους, πόσο μάλλον να μπω απρόσκλητος στην περιοχή τους και να πω: «Καλησπέρα, πως είστε; Μήπως μπορείτε να μας δείξετε από πού πάμε για Ορμούπολη, γιατί έχουμε χαθεί λιγάκι ξέρετε…» Ο Δαρείος γέλασε άθελά του: «Πάμε Ανατολικά λοιπόν;» «Λες να έκανα όλη αυτή την εισαγωγή για να πάμε τελικά μαζί με το κοπάδι ηλιθίων;», μούγκρισε ο Φέργκους. «Δεν γέρασα τόσο που να μην αντέχω μια ακόμη περιπέτεια. Εξ’ άλλου κάτι πρέπει να έχω να διηγούμαι στα δεκακισέγγονα μου. Ή μήπως ενδεκακισέγγονα; Τώρα τελευταία μου φαίνεται ότι άρχισα να ξεχνάω. Θα τραβήξουμε Νότια μόλις βρει τις αισθήσεις του το παλικάρι που κουβαλήσαμε ως εδώ. Αν μπορεί βέβαια να πάρει τα πόδια του. «Έχω συνέλθει γέροντα», ακούστηκε μια φωνή πίσω τους. Ο οπλίτης είχε σηκωθεί όρθιος και τους κοίταζε προσεκτικά. Ο θώρακάς του είχε ένα μεγάλο βαθούλωμα και είχε μερικές μελανιές στα γυμνά του μπράτσα, αλλά δεν φαινόταν να έχει σοβαρά τραύματα. Ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος, με μακριά, καστανά μαλλιά που έφταναν στο λαιμό του. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα και κουρασμένα, όμως το βλέμμα του ήταν φιλικό. «Δεν μ’ αρέσει να με κρυφακούν, ούτε να με φωνάζουν γέροντα παλικάρι μου, αλλά έστω. Άκουσες τι είπαμε. Πήρες την απόφασή σου;» «Σας χρωστάω τη ζωή μου. Το σφυρί μου είναι μαζί σας.», είπε περήφανα ο οπλίτης και στηρίχτηκε σε ένα τεράστιο σφυρί που ξετρύπωσε κάπου μέσα απ’ την πανοπλία του. «Όλο αυτό το έκρυβες πάνω σου;», απόρησε ο Δαρείος. «Γι’ αυτό δυσκολεύτηκαν τόσο να σε κουβαλήσουν αυτοί οι δύο;» Προχώρησε προς τον σφυροφόρο και άπλωσε το χέρι του: «Είμαι ο Δαρείος, ονομαστός μουρτάτης και ανάμεσα στους δέκα καλύτερους που έχει ο Τσάρος στις υπηρεσίες του. Από εδώ είναι ο σοφός Φέργκους και ο Ρο’ότα. Στο πείσμα του χρωστάς τη ζωή σου κι ελπίζω ν’ άξιζε τον κόπο. Μπορείς να τον ευχαριστήσεις αν θες, αλλά μην περιμένεις απάντηση. Ποτέ του δεν μιλάει.» «Είμαι ο Βούλφερε του τρίτου τάγματος της Έκεθ αν και μετά τη σημερινή μάχη το τρίτο τάγμα θα αναπαύεται σε κάποιο αιώνιο νεκροταφείο. Και σας ευχαριστώ όλους σας για την βοήθεια. Δεν θα το μετανιώσετε.», είπε ο οπλίτης στραβοκοιτάζοντας τον πολύ κοντότερό του Δαρείο. «Καλώς σε βρήκαμε λοιπόν.», έκανε ο Φέργκους. «Και μην δίνεις σημασία στους τρόπους μας. Το να προσβάλεις οπλίτες είναι έθιμο για κάποιον που κρατάει βαλλίστρα στα χέρια του.» ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Το μετέφερα εδώ γιατί δε χρειάζονται δύο topics για το ίδιο πράγμα. --Β. Edited January 11, 2006 by Bardos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted January 11, 2006 Author Share Posted January 11, 2006 (Μ'αρέσει που ξανάγραψες και την εισαγωγή...Ευχαριστείς και εσύ την κοπελιά σου?) Λοιπόν... Ραβδοσκόπος Όχι,μη!!!Καιροσκόπος,please...Ο Ραβδοσκόπος πως προβλέπει τον καιρό???Θυμίζω πως δεν υπάρχει μαγεία...Ο καιροσκόπος απλά έχει γνώσεις και αντίληψη... απ' την σκηνή του Τσάρου Δεν με πολυεμπνέει...Δεν είμαι και βέβαιος,άλλα νομίζω πως δεν ταιριάζει! Αν ήταν γοργόνα ή νεράιδα δεν είχε καμία σημασία Δεν υπάρχουν φανταστικά πλάσματα,ούτε καν σαν θρύλοι ή παραδόσεις. Μπάσταρδοι γυρολόγοι Με πρόλαβες.Υπάρχει φυλή εμπόρων-περιπλανώμενων.Είναι οι Ανεμοδούρειοι. Φέξε θεούλη μας τον Τσάρο να το δει και να στείλει τους εξακοντιστές να ευλογήσουν από κει.» ???Τί είναι οι εξακοντιστές και τι είδους ευλογία προσφέρουν??? Αυτά!Κάτα τα 'αλλα,άψογος...Έκανες ακριβώς ότι χρειάζοταν(και δεν θα έκανα εγώ).Πρόσθεσες όγκο και λεπτομέρειες χωρίς να κουράζεις... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted January 11, 2006 Share Posted January 11, 2006 Κατ' αρχήν ευχαριστώ για την έστω κι εκ των υστέρων άδεια. Στον τίτλο του προηγούμενου post ζητούσα την "ευγενική" σου άδεια. Ο Ραβδοσκόπος (ή ραβδομάντης) προβλέπει τον καιρό χρησιμοποιώντας κυρίως το ένστικτό του, άλλωστε υπάρχουν και στην σημερινή εποχή πολλοί που ισχυρίζονται πως είναι. Για την ακρίβεια το μόνο που χρησιμοποιούν είναι ένα διχαλωτό ραβδάκι. Άρα δεν αναμιγνύεται μαγεία. Ο "καιροσκόπος" πιστεύω ταιριάζει περισσότερο σε κάποιον που περιμένει να βρει ευνοικές περιστάσεις για να δράσει. Να τις εκμεταλλευτεί. Ναι ο Τσάρος ίσως όχι, αλλά και ο Δέκαρχος μου ακούγεται μικρός βαθμός. Ίσως Πολυγένης, Χιλίαρχος, Αλάνθαστος, Αρχηγός, Πρωτόγυρος, Καγκελάριος, Ο Στρατηγός, Κλητευτής. Αντί για γοργόνα ή νεράιδα τότε Κυρά (ή Αρχόντισσα) ή Λαικιά. Α, δεν το ήξερα για τους Ανεμοδούρειους. Ωραίο όνομα, ταιριάζει! Για τους Εξακοντιστές δεν έχω ιδέα. Το αφήνω σε εσένα. Όσο για την ευλογία εννοούσα περισσότερο να θερίσουν στη μάχη, να τους "αγιάσουν", να τους πετσοκόψουν. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια, ήταν περισσότερο μια πρόταση αυτό που έγραψα. Μου άρεσαν τόσο πολύ αυτά που έγραψες που με ώθησαν κι εμένα κατ' ευθείαν να γράψω. Καλή τύχη με την συνέχεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted January 11, 2006 Share Posted January 11, 2006 Αντι του "καιροσκοπου" καλο θα ηταν να εφευρεθει μια αλλη λεξη.Ειτε παρομοια(καιρο-νομος/λογος,...) ειτε μια νεα(μια "Δισταρικη" βρε αδερφε). Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
distaros Posted January 12, 2006 Author Share Posted January 12, 2006 Σωστό για τον καιροσκόπο.Είχα ξεχάσει ότι υπάρχει σαν έννοια... Ας εφέυρουμε μια καινούργια λοιπόν... (Όσο για το Τσάρος,με ενοχλεί γιατί παραπέμπει σε συγκεκριμένη φυλή-έθνος,και μπορεί να δώσει λάθος εντύπωση στους αναγνώστες) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted January 14, 2006 Share Posted January 14, 2006 Τρεις παρατηρήσεις(στο κείμενο του Anergos Xaros): 1. "ζέπελιν", ίσως κάποιο άλλο όνομα 2. "αν και μετά το σημερινό,μάλλον το τρίτο τάγμα θα αναπαύεται αιώνια σε κάποιο νεκροταφείο", πολύ καλοί οι εχθροί τους που θα τους θαψουν κιόλας. 3. Το πρώτο μέρος του πρώτου κεφαλαίου? Δεν το περίμενα αυτό από σένα. Υ.Γ. Ο ραβδοσκόπος μέχρι τώρα νόμιζα ότι ανακαλύπτει νερό κάτω από τη γη για να ανοίξεις πηγάδι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted January 14, 2006 Share Posted January 14, 2006 (edited) αερομαντεία [<αήρ, αέρος + μαντεία] (η) ουσ. η άσκηση της μαντικής τέχνης με παρατήρηση του αέρα και των μετεωρολογικών φαινομένων αερομάντης,αερομάντισσα [<αήρ, αέρος + μάντης] (ο) ουσ. θηλ. αερομάντισσα αυτός που επιδίδεται στην αερομαντεία Κι αν δε σ'αρέσουν αυτά, Βασίλη, μπορείς πάντα να φτιάξεις τις λέξεις αιθερομαντεία και αιθερομάντης/ισσα, που, αν και δεν τις βλέπω στο λεξικό, μου φαίνεται ότι στέκουν μια χαρά ως λέξεις. Μάλιστα, θα έλεγα πως είναι και καλύτερες. Επίσης, και το αιθεροσκόπος δεν είναι άσχημο, αλλά ακούγεται ολίγον περίεργο, νομίζω. Edited January 14, 2006 by Bardos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted February 13, 2006 Share Posted February 13, 2006 Μόνο μία παρατήρηση. Κάπου πρότεινα στον Anergo Xaro να ονομάσει ραβδοσκόπο ή ραβδομάντη τον χαρακτήρα που μπορεί να προβλέπει τον καιρό ή να τον αλλάζει. Σωστά η λέξη ραβδοσκόπος χρησιμοποιείται σήμερα με την έννοια που αναφέρατε, το γνωρίζω πολύ καλά. Εγώ έγραψα ότι ραβδομάντες ονομάζονται οι μετεωρολόγοι του συγκεκριμένου σύμπαντος όπου εκτυλίσεται η ιστορία. Προφάνως η λέξη δεν χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία που την χρησιμοποιούμε εμείς. Αν προσέξατε στο κέιμενο αναφέρονται και τέκτονες και μαέστροι. Υποθέτω δεν μιλάμε για μαέστρους μουσικής, ούτε για κανονικούς τέκτονες. Πολλές φορές δεν λυπάμαι να χρησιμοποιήσω τέτοιου είδους συμβάσεις. Είναι σαν συμφωνία που γίνεται μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα. Ο Μάγος Γκάνταλφ στον Άρχοντα δεν έβγαζε κουνέλια απ' το καπέλο του (το διάσημο χατ-τρικ), ούτε ζήτησε από τον Σάουρον να διαλέξει ένα χαρτί και να το ξαναβάλει στην τράπουλα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
oimoderatorseinai Posted September 30, 2023 Share Posted September 30, 2023 (edited) Είναι σαν να διαβάζεις μία μικρή σκηνή από μία ιστορία της οποίας και την αρχή αλλά και το τέλος αγνοείς. Δε καταλαβαίνεις τίποτα, απολύτως τίποτα. Όποια κοπέλα σε παροτρύνει να γράφεις ιστορίες χωρίς καμία βάση και κορμό, ίσως καλύτερα να σε παρότρυνε να γράψεις και την συνέχεια ώστε να γίνει αντιληπτή σε όποιον τη διαβάζει. Επίσης γράφεις: On 12/26/2005 at 6:56 AM, distaros said: Ο κόσμος είναι Fantasy. Και έχει μόνο humans.Ούτε ξωτικά,ούτε δράκους,ούτε ορκάκια.Ούτε τίποτα.Ούτε φανταστικά τέρατα.Τα μόνα αλλόκοτα πλάσματα,είναι τα ζώα,που είναι ΟΛΑ τους παρμένα από τον μεσοζωικό αιώνα(μαμούθ,σμιλόδοντες τίγρεις και άλλα τέτοια καλούδια). Spoiler Μην ψάχνετε το γιατι,δεν έχει νόημα...Έτσι μου'ρθε. Δεν υπάρχουν ΟΥΤΕ άλογα,ούτε κάποιο ζώο του σήμερα. Δεν υπάρχει ΟΥΤΕ μαγεία.Καμία μορφή της. ...Και οι άνθρωποι ζούν αιώνια. Spoiler Δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση,απλά ζούνε αιώνια.Όσο θέλουν.Αν δεν πεθάνουν από μάχη ή αρρώστια ή βαρεμάρα,θα ζουν για πάντα. Και καμία φυλή δεν βασίζεται στην ιστορία. Δεν υπάρχει "φυλή βαμμένη με τατουάζ και τσεκούρια που ζει στους λόφους σαν κέλτες" ή "φυλή με ξανθά μαλλιά και ρόπαλα που κάνουν επιδρομές σαν βίκινκς" Εμμ... δεν είναι fantasy. Δεν έχει τίποτα για να θεωρείται fantasy αν αποτελείται μόνο από ανθρώπους και ζώα υπό εξαφάνιση που κάποτε υπήρξαν, τίποτα το καινούριο δηλαδή. Αν ήταν ιστορία επιστημονικής φαντασίας όπου ένας χρονοταξιδιώτης επισκεπτόταν την Γη πριν 200.000 χρόνια, τότε ναι. Και το οτί οι άνθρωποι ζουν αιώνια δεν αρκεί για να ανήκει στην "φαντασία". Τέλος πάντων, στο μακρινό 2005 την έγραψες, τότε ήταν μπερδεμένα όλα μεταξύ τους και λογική η όποια σύγχυση στην κατηγοριοποίηση... είμαι σίγουρος πως θα έχεις μάθει μερικά πραματάκια από τότε και θα ωρίμασες συγγραφικά.. 17 χρόνια πέρασαν από τότε. Ελπίζω επιτέλους να έμαθες τι εστί φαντασία. Φαντασία δεν μπορεί να υπάρξει όταν έχεις 482048203 "δεν" , δεν έχει αυτό, δεν έχει το άλλο. Όσα περισσότερα αφαιρείς από το φανταστικό διήγημα τόσο περισσότερο μοιάζει σε λογοτεχνικό όπου απουσιάζει οτιδήποτε το μυθολογικό/υπερφυσικό/φανταστικό/ανεξήγητο. Edited September 30, 2023 by Aggelos95 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.