Sonya Posted January 6, 2006 Share Posted January 6, 2006 Όνομα συγγραφέα: Χριστίνα Μαλαπέτσα Είδος: εποχής Βία: όχι Σεξ: επιτέλους ναι Αριθμός λέξεων: 3.384 Αυτοτελής: όχι, 8ο μέρος Η μέρα της είχε ξεκινήσει άσχημα. Απ’ το πρωί ο Γιόζεφ έμοιαζε να μην έχει άλλο σκοπό απ’ το να της σπάσει τα νεύρα. Η Μπεάτα ήξερε να τον κουρδίζει, με την αδιαφορία και τις ενίοτε κυνικές της απαντήσεις. Μέχρι να τελειώσει, όμως, το πρωινό, δεν άντεχε άλλο να είναι στον ίδιο χώρο μαζί του και αποφάσισε να βγει να περπατήσει και, ίσως, να πάρει ύφασμα για κάποιο καινούργιο φόρεμα. Δεν είχε κατέβει καλά καλά στην αγορά, όταν έπεσε πρόσωπο με πρόσωπο με την Ίνγκεμποργκ Άσσε. Η παχουλή κοκκινομάλλα την είχε δει. Δεν υπήρχε περίπτωση να την αποφύγει. "Κόμισσα Άμπενμπαχ! Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω…" "Καλή σας μέρα, κυρία Άσσε" είπε μ’ ένα ευγενικό χαμόγελο. "Πώς είστε;" "Καλά, καλά, είμαι περίφημα… εσείς πώς είστε;" "Είμαι πολύ καλά, γιατί να μην ήμουν, άλλωστε;" Η Ίνγκεμποργκ την έπιασε αγκαζέ κι η Μπεάτα ξαφνιάστηκε απ’ το θάρρος της. "Για όλες αυτές τις ανοησίες που λέγονται… εγώ, να ξέρετε, δεν πιστεύω τίποτα απ’ όλα αυτά." "Καλοσύνη σας." "Μα τι λέτε… να προχθές συζητούσαμε με τον σύζυγό μου πόσο παράλογο είναι να πιστεύει ο κόσμος πως μια καθωσπρέπει κυρία σαν εσάς έχει εραστή!" "Κι ο σύζυγός σας τί πιστεύει για τον υποτιθέμενο έρωτά μου για τον ίδιο;" Η Ίνγκεμποργκ γέλασε και φρόντισε το γέλιο της να είναι αρκετά δυνατό για να ακουστεί σε πολλά περιφερόμενα αυτιά. "Ο Εμάνουελ είναι υπεράνω αυτών των ψεμμάτων, κόμισσα. Κι εγώ απλά θλίβομαι που υπάρχουν κακοήθεις άνθρωποι που θέλουν να διαταράξουν τη φιλία μας, λέγοντας πως είστε ερωτευμένη με τον σύζυγό μου." "Χαίρομαι πραγματικά που δεν σας αγγίζουν τα κουτσομπολιά της Βιέννης, κυρία Άσσε. Κι ακόμα περισσότερο που η… φιλία μας είναι υπεράνω αυτών." "Μα τι λέτε… να, θα σας αποδείξω πόσο αδιάφορη με αφήνουν όλα αυτά: το Σάββατο θα ήθελα να οργανώσω μια γιορτή με μουσική δωματίου που έχει συνθέσει ο σύζυγός μου. Θα θέλατε να παρευρεθείτε;" "Βεβαίως, ευχαριστώ για την πρόσκλησή σας." "Παρακαλώ, ενημερώστε τον βαρώνο Χολτσμπαουερ και την κόμισσα Άλμπρεχτσμπεργκερ ότι είναι επίσης προσκεκλημένοι. Και, φυσικά, ο σύζυγός σας…" "Βεβαίως, βεβαίως. Αν μου επιτρέπετε, σε ποιό χώρο θα διοργανωθεί η γιορτή;" Η Μπεάτα ήξερε πολύ καλά ότι το σπίτι του Εμάνουελ δεν ήταν σε θέση να φιλοξενήσει ένα τέτοιο γεγονός. Η Ίνγκεμποργκ κοκκίνισε και δεν απάντησε κι η κόμισσα κατάλαβε αμέσως πού το πήγαινε και της έκανε τη χάρη. "Αφήστε με να σας βγάλω απ’ τη δύσκολη θέση, κυρία Άσσε… επιτρέψτε μου, με την απουσία της δούκισσας Ντοτς, να προσφέρω το δικό μου σαλόνι για την γιορτή σας." "Σας ευχαριστώ πολύ, κόμισσα. Είχε δίκιο η δούκισσα όταν μου είπε πως είστε ένας άγγελος!" Η Μπεάτα χαμογέλασε ειρωνικά. "Μα τι λέτε… τα σχόλια περί… έρωτος προς τον σύζυγό σας είχαν ως μοναδικό πάτημα την ιδιαίτερη προτίμηση που έχω για την μουσική του. Θα ήθελα πολύ να απολαύσω ένα κουαρτέτο εγχόρδων." Η Ίνγκεμποργκ πέρασε ένα ακόμα τέταρτο να πλάθει το εγκώμιο της βαριεστημένης Μπεάτα, πριν αποφασίσει να την αφήσει να συνεχίσει ήσυχη τη βόλτα της. "Σπίτι σου; Τρελάθηκες;" "Σπίτι σου; Τον Εμάνουελ;" Η Μπεάτα καθόταν ατάραχη σ’ ένα απ’ τα παγκάκια. Η Ζίλκε κι ο Τρίσταν ήταν έξαλλοι. "Δεν καταλαβαίνω γιατί ταράζεστε τόσο." "Ακούς τι λες; Θα οργανώσεις και γιορτή γι αυτόν μετά απ’ όσα έγιναν κι όσα ακούγονται;" "Ζίλκε, είναι ο μοναδικός τρόπος να καταλάβω τι σκέφτεται ο Εμάνουελ για όλα αυτά. Επιπλέον, δεν το οργανώνω εγώ, η γυναίκα του το οργανώνει." "Το μόνο που θα καταφέρεις, θα είναι να δώσεις κι άλλο πάτημα να λένε." "Όχι, Τρίσταν, ακριβώς το αντίθετο. Αν η ίδια του η γυναίκα αδιαφορεί για όσα λέγονται και σχεδόν μου ζητάει να το κάνω αυτό, τότε θα πάψουν να μιλάνε όλοι." "Κι ο Γιόζεφ; Τι λέει ο Γιόζεφ;" "Ο Γιόζεφ μπορεί να πάει να πνιγεί. Αφού εγώ είπα ναι, όσο έξαλλος και να γίνει, δεν μπορεί να κάνει τίποτα." "Κι ο Εμάνουελ; Θα το δεχτεί;" "Αν δε θέλει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα, δεν έχει επιλογή. Η ίδια του η γυναίκα μου το ζήτησε." Ο Τρίσταν κοίταξε τη Ζίλκε, η Ζίλκε κοίταξε τον Τρίσταν. Μετά, και οι δύο μαζί κοίταξαν την Μπεάτα που έδειχνε ένα ξαφνικό ενδιαφέρον για τα νύχια της. Ξανακοιτάχτηκαν, αναστέναξαν ταυτόχρονα κι ανασήκωσαν τους ώμους τους. Απ’ όσα χρόνια ήξεραν τη Μπεάτα, ένα ήταν σίγουρο: ό,τι και να της έλεγαν, θα έκανε στο τέλος αυτό που η ίδια ήθελε. "Ποτέ! Να το ξεχάσεις!" Ο Γιόζεφ, έξαλλος, είχε διώξει τους υπηρέτες και κόντευε να διαλύσει το δωμάτιο. "Πρόσεχε, χρυσέ μου, μην πάθεις τίποτα. Στην ηλικία σου δεν πρέπει να ταράζεσαι…" η ειρωνία έσταζε σαν φαρμάκι απ’ το στόμα της Μπεάτα. "Έχω ανεχτεί πολύ καιρό αυτή τη συμπεριφορά, Μπεάτα, δε σκοπεύω να συνεχίσω. Δεν μπορείς να με εκθέτεις έτσι! Έχω ένα όνομα, ένα κύρος στη Βιέννη." "Μπράβο. Μιας που το ανέφερες, να σου θυμίσω πού θα πάει το κύρος σου αν αρνηθείς να κρατήσεις το λόγο σου." "Εγώ δεν είπα τίποτα! Δεν κανόνισα τίποτα!" "Κανόνισα εγώ, όμως, και, ατυχώς, είμαι η σύζυγός σου. Ο λόγος μου είναι και δικός σου." "Μπεάτα, σε προειδοποιώ για τελευταία φορά! Ακύρωσέ το, γιατί δεν θα το δεχτώ." "Α, πολύ εύκολο. Μισό λεπτό, να γράψω ένα γράμμα στην κυρία Άσσε, να την ενημερώσω ότι ο σύζυγός μου δεν θέλει τον δικό της στο σπίτι του, γιατί φοβάται μήπως κλειστεί σε κανά δωμάτιο μαζί μου και μου κάνει ό,τι ο ίδιος αδυνατεί." Ο Γιόζεφ πέταξε την καρέκλα του κάτω και κινήθηκε με υψωμένο χέρι προς την Μπεάτα, κατακόκκινος. Η κόμισσα έμεινε ατάραχη και δεν κινήθηκε απ’ την καρέκλα της. "Τι ωραία, μπορείς να δείξεις τον όποιο ανδρισμό σου έχει μείνει χτυπώντας την ανυπεράσπιστη γυναίκα σου. Αυτό κι αν θα αναδείξει το κύρος σου στην Αυλή." Ο Γιόζεφ έμεινε ακίνητος, τρέμοντας, με το χέρι ακόμα σηκωμένο και αναπνέοντας ακανόνιστα. Η Μπεάτα σηκώθηκε ήσυχα, χαμογελώντας ακόμα. "Κρίμα, δε με χτύπησες… Πόσο εύκολα θα μπορούσα να ζητήσω τη διάλυση του γάμου μας απ’ τον αυτοκράτορα, αν πήγαινα για ακρόαση με μια μελανιά στο πρόσωπο…" Ο Γιόζεφ παρέμεινε ακίνητος. "Λοιπόν, μιας και δεν υπάρχουν άλλες αντιρρήσεις, θεωρώ το θέμα λήξαν. Α, θα ράψω κι ένα καινούργιο φόρεμα. Εντάξει, αγάπη μου;" είπε ναζιάρικα και χάιδεψε με τον δείκτη της το κατακόκκινο πρόσωπο του άντρα της. Ο Γιόζεφ ήταν ανίκανος να αντιδράσει. Με το ειρωνικό χαμόγελό της να έχει μια μεγάλη δόση χαιρέκακου θριάμβου, υποκλίθηκε περιπαιχτικά και βγήκε με πόζα απ’ το δωμάτιο. Κάποτε, το Σάββατο για το οποίο έτρεμαν η Ζίλκε κι ο Τρίσταν έφτασε κι η Μπεάτα, ντυμένη στα κόκκινα με την τελευταία λέξη της παριζιάνικης μόδας, υποδεχόταν τους προσκεκλημένους της στο μέγαρό της. Όποιος δεν την γνώριζε, θα μπορούσε εύκολα να πιστέψει ότι ήταν ο πιο ευδιάθετος άνθρωπος του κόσμου, όμως οι δυο της φίλοι έβλεπαν μόνο πάγο στο χαμόγελό της. Στεκόταν δίπλα στον Γιόζεφ, ο οποίος φαινόταν πως ήταν ενοχλημένος απ’ όλα αυτά, τον έπιανε αγκαζέ και συμπεριφερόταν σαν υποδειγματική οικοδέσποινα. Η στιγμή που έτρεμαν ήταν εκείνη που θα εμφανιζόταν ο Εμάνουελ με τη γυναίκα του και φρόντιζαν να μην απομακρυνθούν απ’ τη Μπεάτα. Όμως εκείνη για ακόμα μια φορά τους εξέπληξε με την άνεσή της, όταν το ζευγάρι μπήκε στη σάλα. Κινήθηκε με χάρη προς το μέρος τους, έτεινε το χέρι της στον άλλοτε εραστή της, ο οποίος το φίλησε ψυχρά, χαιρέτισε την Ίνγκε και γύρισε προς τους καλεσμένους της. "Αγαπητοί μου, σήμερα ο κύριος Άσσε θα μας τιμήσει με τη μουσική του. Κύριε Άσσε, οι καλύτεροι σολίστες της Βιέννης είναι απόψε στη διάθεσή σας κι όλοι εμείς αδημονούμε να ακούσουμε μουσική. Θα θέλατε να περάσουμε στην αίθουσα;" Οι προσκεκλημένοι πέρασαν στην αίθουσα της μουσικής, όπου, δίπλα στο αγαπημένα τσέμπαλο της Μπεάτα ήταν καθισμένοι οι μουσικοί και καρέκλες ήταν τοποθετημένες στο χώρο για την άνεση των καλεσμένων. Η Ίνγκε φρόντισε να καθίσει ακριβώς δίπλα στην Μπεάτα και πρόλαβε να της ψιθυρίσει πριν αρχίσει η μουσική. "Δεν ήξερα πως παίζετε, κόμισσα." "Από πολύ μικρή παίζω τσέμπαλο, κυρία Άσσε. Δοκίμασα και βιολοντσέλλο, αλλά φοβάμαι πως η επίδοσή μου σ’ αυτό δεν είναι τόσο καλή." "Τραγουδάτε κιόλας;" "Προσπαθώ." "Μη μου πείτε ότι συνθέτετε κιόλας!" "Μπροστά στον σύζυγό σας δεν θα τολμούσα να καυχηθώ κάτι τέτοιο! Προτιμώ να ερμηνεύω έργα άλλων." "Γνωρίζετε κομμάτια του συζύγου μου;" Η Μπεάτα ήξερε να παίζει όλα τα κομμάτια για τσέμπαλο που είχε γράψει ο Εμάνουελ. "Μερικά." "Τις άριές του;" "Κάποιες." "Έχω μια που την αγαπώ ιδιαίτερα. Είναι για πιάνο και φωνή και ονομάζεται "Il mare dei tuoi occhi". Τη γνωρίζετε;" Ήταν μια άρια που ο Εμάνουελ είχε γράψει για την Μπεάτα χρόνια πριν. Η κόμισσα την λάτρευε. "Τη γνωρίζω αρκετά καλά." "Κόμισσα, σας παρακαλώ, θα μας κάνετε την τιμή να την τραγουδήσετε;" "Απόψε;" "Ναι, σας παρακαλώ! Ο Εμάνουελ μπορεί να την παίξει στο τσέμπαλο. ΄Ετσι δεν είναι, αγάπη μου;" Ο Εμάνουελ κοίταξε έντονα τη Μπεάτα. "Δεν ξέρω κατά πόσο η κόμισσα θα μπορούσε να της αποδώσει το συναίσθημα." Η Μπεάτα γέλασε. "Άσσε, για μια γυναίκα που της χρεώνουν εραστές απ’ το πουθενά, αυτό ακούγεται σχεδόν προσβλητικό. Υποτίθεται ότι, απ’ όσα λέγονται, ο έρωτας είναι απ’ τα συναισθήματα που βάζω πάνω απ’ την αρετή." "Αρνείστε τους εραστές σας, όμως. Άρα και τον έρωτα." "Αρνούμαι αυτά που μου χρεώνουν, Άσσε. Ο έρωτας είναι κάτι διαφορετικό. Θα τραγουδήσω την άριά σας, αν με συνοδεύσετε στο τσέμπαλο. Ή μήπως εσείς δεν μπορείτε να αποδώσετε το συναίσθημα;" "Εγώ έγραψα την άρια, κόμισσα. Κανείς δεν την νοιώθει περισσότερο από μένα." Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί και κοιτάζονταν έντονα. Η Ίνγκε παρενέβη. "Άρα κανονίστηκε. Μετά το κουαρτέτο, σειρά έχει η άρια." Το κουαρτέτο ολοκληρώθηκε με επιτυχία κι η Ίνγκεμποργκ υπενθύμισε στη Μπεάτα την υπόσχεσή της να τραγουδήσει την αγαπημένη άρια του άντρα της. Η κόμισσα σηκώθηκε και στάθηκε δίπλα στους μουσικούς, ευχαριστώντας τους για το κοντσέρτο. Μετά, στάθηκε με πρόσωπο στους καλεσμένους της και με μια ήρεμη κίνηση επίστησε την προσοχή τους. "Αγαπητοί φίλοι, ας ευχαριστήσουμε όλοι τον κύριο Άσσε για το εξαιρετικό κουαρτέτο." Ξεκίνησε πρώτη απ’ όλους να χειροκροτά και περίμενε μέχρι να πάψει κι ο τελευταίος κρότος. Μετά συνέχισε με το ίδιο χαμόγελο. "Τώρα, θα ήθελα να σας παρουσιάσω μια έκπληξη, μια συνωμοσία, αν θέλετε, ανάμεσα στον κύριο και την κυρία Άσσε και την υποφαινόμενη. Η κυρία Άσσε ζήτησε κι εμείς δεχτήκαμε να αποδώσουμε την άρια για σοπράνο του συζύγου της σε Ρε ελάσσονα, για πιάνο και φωνή, με τίτλο "Il mare dei tuoi occhi". Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ προκειμένου να αποδώσω το… συναίσθημα της άριας κι ο κύριος Άσσε θα με συνοδεύσει στο τσέμπαλο." Οι προσκεκλημένοι άρχισαν να χειροκροτούν ενθουσιασμένοι, καθώς αυτή ήταν μια απ’ τις πιο αγαπημένες άριες ολόκληρης της Βιέννης. Δύο μόνο άτομα κοιτούσαν με ανοιχτό στόμα και γουρλωμένα μάτια, ενώ ένα τρίτο κοκκίνιζε, ανίκανο να εκφράσει την οργή του. Ο Γιόζεφ έπιασε το χαμόγελο, ειρωνικό και περιπαιχτικό μαζί, της Μπεάτα, ενώ η Ζίλκε κοίταξε κατατρομαγμένη τον Τρίσταν. Εκείνος, αφού είχε συνέλθει απ’ το αρχικό σοκ, είχε καθίσει αναπαυτικά στην καρέκλα του, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος και περίμενε. "Τρίσταν…" ψιθύρισε η κόμισσα "άκουσες αυτό που άκουσα;" "Ναι… αν μη τι άλλο, η βραδιά θα εξελιχθεί πιο ενδιαφέρουσα απ’ όσο περίμενα…" "Αυτό είναι το θέμα;; Άκουσες τι θα κάνει η τρελή;" "Άκουσα και περιμένω την εκτέλεση αυτής της κωμωδίας." Ο Εμάνουελ είχε σηκωθεί απ’ την καρέκλα του, είχε υποκλιθεί σφιγμένα στους καλεσμένους του κι είχε ήδη καθίσει στο τσέμπαλο. Με το που άπλωσε τα μακριά του δάχτυλα στα πλήκτρα, κάθε θόρυβος σταμάτησε κι όλοι έμειναν ακίνητοι. Η Μπεάτα είχε κλείσει τα μάτια και φαινόταν συγκεντρωμένη στον εαυτό της. Η Ζίλκε έτρεμε ολόκληρη, συναισθανόμενη την ένταση της φίλης της, ενώ ο Τρίσταν είχε σμίξει τα φρύδια και περίμενε ν’ ακούσει αυτόν τον τόνο στη φωνή της που θα πρόδινε τα όσα πραγματικά αισθανόταν εκείνη τη στιγμή. Όταν ολοκληρώθηκε η εισαγωγή, η Μπεάτα άνοιξε τα μάτια της κι η φωνή της υψώθηκε στην άρια που είχε γραφτεί για την ίδια. Sono perso nei tuoi occhi, amore, amore dolce Η φωνή της Μπεάτα ήταν γλυκιά, αν και όχι τόσο καλλιεργημένη. Εκείνη, όμως τη στιγμή, δεν ήταν η τεχνική που έκανε κάποιους απ’ τους ακροατές να δακρύσουν, αλλά αυτός ακριβώς ο τόνος που περίμενε ο Τρίσταν, αυτό το συναίσθημα που πήγαζε από μέσα της και ξεχείλιζε μέσα απ’ τη μουσική, όπως δεν είχε βγει εδώ και μήνες. Η Ζίλκε δίπλα του έκλαιγε χωρίς να το έχει καταλάβει. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν πέρα απ’ το τσέμπαλο και τη φωνή, κανένας ήχος δεν είχε ερωτευτεί τόσο όσο αυτοί οι δύο ο ένας τον άλλο. Η άρια ολοκληρώθηκε κι οι δύο ερμηνευτές στάθηκαν ακίνητοι, χαμένοι ακόμα μέσα σ’ αυτό που είχαν μοιραστεί. Το κοινό, με ένα φλογερό χειροκρότημα, αποθέωσε τη σύνθεση και την εκτέλεση και η Μπεάτα, συνειδητοποιώντας την παρουσία τους, χαμογέλασε αφηρημένα και υποκλίθηκε. Δίπλα της ο Εμάνουελ έκανε το ίδιο. Χωρίς να κοιταχτούν, ο ένας επέστρεψε στην καρέκλα του κι η άλλη, ως οικοδέσποινα, ευχαρίστησε το κοινό και τους προσκάλεσε να περάσουν στο σαλόνι για τον καφέ. Η ίδια δεν τους ακολούθησε. Τρέμοντας σχεδόν, αγνόησε τα βλέμματα των φίλων της και κινήθηκε προς το δωμάτιό της, όπου σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα, ακόυμπησε τα χέρια της στο μπράτσο κι έθαψε το πρόσωπό της μέσα τους, με στεγνά μάτια και φλογισμένη ψυχή. Όταν, μετά από λίγο ακούστηκε το μάνταλο τησ πόρτας ν’ ανοίγει, ήταν σίγουρη ότι ήταν οι δύο φίλοι της που είχαν έρθει να την παρηγορήσουν, να της τα ψάλλουν για την ανοησία της και να τη φέρουν πίσω στο σαλόνι. Τους πρόλαβε. "Ζίλκε, Τρίσταν, αφήστε με λίγο μόνη, θα κατέβω σε λιγάκι" είπε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της. Δεν πήρε απάντηση, αν και άκουσε βήματα να μπαίνουν στο δωμάτιο. "Για όνομα του Θεού, σας είπα θα κατέβω, αφήστε με. Δεν μπορώ… δεν μπορώ να τον δω τώρα." Τα βήματα συνέχισαν να προχωρούν, αλλά κανείς δεν μίλησε. "Μα δεν καταλαβαίνετε; Έχω ανάγκη αυτή τη στιγμή να νοιώσω, να θυμηθώ και να ξεχάσω. Ήταν πολύ…" "Έντονο;" Η φωνή δεν ανήκε ούτε στην Ζίλκε, ούτε στον Τρίσταν. Η Μπεάτα πάγωσε, αναγνωρίζοντας όχι μόνο τη φωνή του Εμάνουελ, αλλά και την χροιά αυτή που είχε εδώ και χρόνια όταν της μιλούσε. Μην μπορώντας να το πιστέψει, δεν τόλμησε να σηκώσει το κεφάλι της, μόνο ψιθύρισε δειλά. "Εσύ; Εσύ εδώ;" "Εξαρτάται ποιον εννοείς ως ‘εσύ’. Ναι, ‘εγώ’ είμαι." Σήκωσε το βλέμμα και είδε τον Εμάνουελ. Και όχι μόνο αυτό. Είδε το βλέμμα του να έχει την ίδια αποστασιοποιημένη ένταση που ένοιωθε κι η ίδια. Δε μίλησε. "Σου είχα πει εδώ και χρόνια ότι θα έπρεπε να ασχοληθείς σοβαρότερα με το τραγούδι. Αν είχες τελειοποιήσει την τεχνική σου, η σημερινή σου απόδοση θα ήταν πολύ καλύτερη." "Ήρθες εδώ για να μου κάνεις μάθημα ορθοφωνίας;" Γέλασε αμήχανα κι έσκυψε για λίγο το κεφάλι. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως. "Όχι. Ήρθα εδώ γιατί… δεν ξέρω. Γιατί ήθελα να δω αν σε επηρρέασε όσο και μένα, φαντάζομαι." "Εσύ τι νομίζεις;" ένα κομμάτι του θυμού της επέστρεψε και φάνηκε στη φωνή της. "Δεν… δεν ξέρω, Μπεάτα… έχουν γίνει τόσα πολλά που δεν ξέρω πια." "Δεν ξέρεις, ε; Ε, λοιπόν, όχι! Δεν ξέρεις όντως! Ιδέα δεν έχεις!" Σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα της και τον κοίταξε με τα μάτια της να καίνε. "Ούτε που σου περνάει απ’ το μυαλό τι πέρασα τόσους μήνες! Πόσο πόνεσα! Πόσο μόνη πόνεσα! Εσύ παντρεύτηκες! Κι ούτε ενδιαφέρθηκες έκτοτε αν ζω ή αν πεθαίνω!" "Έτσι νομίζεις;" η ένταση στη φωνή του άρχισε να διακρίνεται φανερά. "Νομίζεις ότι παντρεύτηκα και όλα όμορφα; Έχεις την εντύπωση ότι με ενδιαφέρει στο ελάχιστο η Ίνγκε; Την αγαπάω όσο αγαπάς κι εσύ τον άντρα σου! Ή μήπως νομίζεις ότι δεν πονούσα όταν άκουγα όλα αυτά να λέγονται για μας;" "Ναι ε; Πολύ περίεργο τρόπο έχεις να δείχνεις τον πόνο και το ενδιαφέρον σου! Κατηγορώντας με πρώτος απ’ όλους ότι έχω δεσμό με ποιον; Με τον Τρίσταν! Τον Τρίσταν που τόσα χρόνια μας κάλυπτε! Που χάρη σ’ αυτόν μπορούσαμε να το σκάμε και να βλεπόμαστε! Και να πιστεύεις ότι το παιδί ήταν δικό του; Δικό του!" "Τι ήθελες να πιστέψω, δηλαδή; Όταν ήρθα να σου μιλήσω στη Ντοτς με έδιωξες! Κι εκείνος με έδιωξε. Κι ήσασταν συνέχεια, μα συνέχεια μαζί! Ζήλεψα! Αυτό θες ν’ ακούσεις; Ζήλεψα!" "Όχι! Δεν θέλω ν’ ακούσω αυτό! Άλλα ήθελα ν’ ακούσω κι άλλοτε. Αλλά εσύ δεν ήσουν εκεί για να τα πεις. Κι αν θες να μάθεις, ο… εραστής μου ήταν!" "Σταμάτα! Δεν ήθελα να έρθω νομίζεις; Δεν ήθελα να ήμουν εκεί; Τρόμαξα όταν μου είπες για την εγκυμοσύνη σου, πανικοβλήθηκα. Μέχρι να το συνειδητοποιήσω, εσύ είχες αρρωστήσει κι ήσουν κλεισμένη στο σπίτι σου. Με ποια πρόφαση να έρθω εδώ, Μπεάτα; Πώς;" "Δε με νοιάζει! Να έβρισκες έναν τρόπο! Αν μ’ αγαπούσες, θα έβρισκες έναν τρόπο!" είπε με τρεμάμενη φωνή, ενώ τα πρώτα δάκρυα άρχιζαν να γυαλίζουν στα μάτια της. "Αν; Αν;;; Δηλαδή πιστεύεις ότι τόσα χρόνια έκανα τον χαβαλέ μου; Λες και δεν θα μπορούσα να βρω άλλες ερωμένες στη Βιέννη; Για πλάκα ρίσκαρα τόσες φορές να μας πιάσουν, μόνο και μόνο για να περάσουμε λίγη ώρα μαζί;" "Δεν ξέρω. Και, αν θες να μάθεις, δε με νοιάζει κιόλας. Δε με νοιάζει πια." "Όχι;" ψιθύρισε. "Όχι!" Την πλησίασε κι εκείνη έκανε ένα βήμα πίσω. "Όχι, λοιπόν, ε; Κι απόψε;" "Απόψε τι; Για το τραγούδι; Τόσες φορές το ‘χω τραγουδήσει, το ξέρω" είπε, χωρίς ν’ ακούγεται πειστική ούτε στα δικά της αυτιά. Έσκυψε το κεφάλι του και την κοίταξε έντονα, μ’ ένα βλέμμα που έκανε τα πόδια της να τρέμουν. Συνέχισε να προχωρά προς το μέρος της κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει άλλο πίσω, αν δεν ήθελε να ξανακάτσει στην πολυθρόνα. "Όχι" είπε ψιθυριστά, σχεδόν ύπουλα. "Δεν εννοώ το τραγούδι, αν και ήταν η αφορμή. Εννοώ αυτό εδώ, τώρα. Αυτά που μου λες κι αυτά που σου λέω. Δε σε νοιάζει, Μπεάτα;" "Σταμάτα! Μη με πλησιάζεις άλλο!" "Άλλο σε ρώτησα. Δε σε νοιάζει;" Η Μπεάτα δεν απάντησε. "Είμαι εδώ, τώρα και σου λέω πως ό,τι κι αν έχει γίνει, εγώ σ’ αγαπώ. Δε σε νοιάζει;" Σιωπή. "Στο ξανάπα και τότε, στο ξαναλέω και τώρα. Δεν ξέρω τι παθαίνω όταν είμαι κοντά σου. Δεν υπάρχει Ίνγκε, δεν υπάρχει Γιόζεφ, δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο εσύ." Έπιασε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και την κοίταξε. "Σ’ αγαπάω, Μπεάτα." Χωρίς να της δώσει περιθώριο να απαντήσει, τη φίλησε. Εκείνη ανταποκρίθηκε για μια στιγμή και μετά τον έσπρωξε μακριά της βίαια. "Σταμάτα! Τι κάνεις, μου λες; Ποιον κοροϊδεύεις; Τι νομίζεις ότι είμαι; Ό,τι και να είχαμε, όπως και να το λες, τελείωσε! Τ’ ακούς; Τελείωσε!" Σχεδόν τρέχοντας τον προσπέρασε κι άνοιξε την πόρτα για να βγει απ’ το δωμάτιο, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Τραβώντας την, σχεδόν σηκώνοντάς την απ’ το έδαφος, την πέταξε στο κρεβάτι κι έπεσε πάνω της. Εκείνη ούρλιαξε, αλλά σύντομα οι διαμαρτυρίες της έπαψαν κι έβγαλε όλο τον πόνο στο πάθος της γι αυτόν. Κλαίγοντας κι οι δύο, πάλευαν να ελευθερωθούν απ’ τα ρούχα τους, φιλιόντουσαν, δαγκώνοντας ο ένας τον άλλο, ματώνοντας κι απολαμβάνοντας τον πόνο μέσα απ’ την ηδονή. Το κόκκινο φόρεμα σύντομα ήταν ένας σωρός από κουρέλια στο πάτωμα, κατασχισμένο, δίπλα σ’ έναν εξίσου σχισμένο σωρό απ’ τα ρούχα του Εμάνουελ. Η ίδια τύχη ακολούθησε και τα εσώρουχα κι οι δύο εραστές, ανίκανοι να εκφράσουν όσο δυνατά ήθελαν τα όσα ένιωθαν, έσφιγγαν, οργισμένα σχεδόν, ο ένας τον άλλο, γρατσούνιζαν και δάγκωναν ο ένας τον άλλο, συσπούνταν και βογκούσαν. Σ’ αυτή την κατάσταση τους είδαν απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα η Ζίλκε κι ο Τρίσταν που είχαν ανησυχήσει για την Μπεάτα. Η Ζίλκε γούρλωσε τα μάτια της κι έβγαλε μια ανυναίσθητη φωνή, την ίδια στιγμή που ο Τρίσταν έκλεινε το στόμα της με το ένα του χέρι και την πόρτα με το άλλο. "Μα τι…" "Σσσς!" "Μα δεν είδες…" "Είδα!" ψιθύρισε ο βαρώνος. "Και τι θες να κάνω τώρα; Να μπω μέσα και να τους χειροκροτήσω για τις επιδόσεις τους;" "Μα πώς…" "Δεν ξέρω. Πού να ξέρω; Δεν τον είδα ν’ ανεβαίνει πάνω. Ζίλκε! Ζίλκε, προδίδεσαι! Ψυχραιμία." "Ψυχραιμία;" ψιθύρισε άγρια. "Τι ψυχραιμία μου λες; Μέχρι κάτω ακούγονται!" "Αρχικά, πρέπει να φροντίσουμε να μην ανέβει κανείς πάνω για κανένα λόγο, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να πάμε να καθίσουμε στη σκάλα. Επιπλέον, πάμε προς τα κάτω κι εσύ αναλαμβάνεις την Ίνγκε κι εγώ τον Γιόζεφ. Θα βάλουμε τους μουσικούς να παίξουν μουσική για χορό. Πάμε." Οι δυό φίλοι απομακρύνθηκαν. Μέσα στο δωμάτιο, η Μπεάτα κι ο Εμάνουελ, αδιαφορώντας πλήρως για όλα αυτά, δεν μπορούσαν να χορτάσουν ο ένας τον άλλο. Εκείνος ήταν καρφωμένος μέσα της κι εκείνη είχε σφίξει τα πόδια της γύρω του. Οι οργασμοί, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, έκαναν το σώμα της να σφαδάζει. Ο δικός του οργασμός τον άφησε ξέπνοο κι εξαντλημένο πάνω στο σώμα της. Κολλημένοι ακόμα ο ένας πάνω στον άλλο, αδυνατώντας, μη θέλοντας να μιλήσουν ή να κινηθούν, αποκοιμήθηκαν. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted January 6, 2006 Share Posted January 6, 2006 Πωπω! χάος... βούκινο θα γίνουνε μετά. Πως θα κρύψουν τις δαγκωνιές και τα σκιμσένα τους ρούχα? Μα κι αυτός ο Γιόζεφ, επιτέλους, τα θέλει ο κώλος του. Αντί να δει την ευκαιρεία, φωνάζει κι οδύρεται και χάνει και το δίκιο του. Ωραίο ήτανε πάντως, δράση ξανά και πέταξε και τη μάσκα (μαζί με τα ρούχα της) στο πάτωμα. Άραγε αυτήν θα μπορέσει να τη μπαλώσει να την ξαναφορέσει? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted January 6, 2006 Share Posted January 6, 2006 Χριστίνα, επειδή θέλω να τα διαβάσω όλα μαζί κάποια στιγμή, δεν φτιάχνεις ένα index με linx, όπως είχα κάνει με τις Παραφροσύνες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted January 7, 2006 Share Posted January 7, 2006 Amen amen! Υπέροχο πράγμα το - εχμ - γούτσου μετά από καταπιεσμένο έρωτα και πάθος. Χαίρομαι που τους άφησες να το κάνουν. Χαίρομαι που τους άφησε η ζωή να το κάνουν, πάνω απ' όλα... Οι μάσκες είναι κακά πράγματα, καθιστούν αδύνατη την ευτυχία. Εύχομαι σε όλους να τις πετάξουν, κι ας πονάει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.