Jump to content

Η Φανταστική Λογοτεχνία στην Ελλάδα (Μέρος 3ο)


Βάρδος

Recommended Posts

  • Management

Το έχετε σκεφτεί αυτό; Πιστεύω είναι μια καλή λύση για πολλούς εδώ μέσα. Βέβαια πριν από αυτό το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι μια προώθηση του βιβλίου σας αλλά αυτό είναι πολύ εύκολο στο internet.

 

http://www.jamiehall.org/self-publish.htm

http://www.sfwa.org/beware/printondemand.html

Link to comment
Share on other sites

  • Replies 81
  • Created
  • Last Reply

Top Posters In This Topic

  • Παρατηρητής

    15

  • Nihilio

    13

  • northerain

    6

  • heiron

    6

Το έχετε σκεφτεί αυτό; Πιστεύω είναι μια καλή λύση για πολλούς εδώ μέσα. Βέβαια πριν από αυτό το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι μια προώθηση του βιβλίου σας αλλά αυτό είναι πολύ εύκολο στο internet.

 

http://www.jamiehall.org/self-publish.htm

http://www.sfwa.org/beware/printondemand.html

Υπάρχει PoD υπηρεσία επί ελληνικού εδάφους; Και αν ναι, πόσοι είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν ένα βιβλίο μέσω ίντερνετ;

 

edit: μόλις πέτυχα έλληνα που κάνει PoD και πάρτε μια ιδέα των υπηρεσιών που προσφέρει (στις καλύτερες τιμές :p)

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Το πρόβλημα είναι ποιο σύνθετο αλλά και ποιο απλό.

 

Οι Έλληνες φίλοι του φανταστικού, ακόμα και μέσα στο φόρουμ, ακόμα και ο Heiron, όπως το έχει δηλώσει δημοσίως, δε διαβάζουν Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού, γιατί είναι………Έλληνες……………

 

Οι Έλληνες συγγραφείς του φανταστικού δε διαβάζουν άλλους Έλληνες, γιατί είναι ………..Έλληνες………όπως και οι περισσότεροι που έχω γνωρίσει στο φόρουμ.

 

Και βέβαια κανένας δε καταλαβαίνει, ούτε από το αναγνωστικό κοινό, ούτε από τις εμπλεκόμενες εταιρίες, ότι η βάση για την ανάπτυξη του φανταστικού στην Ελλάδα ξεκινάει πρώτα από την Ελληνική φανταστική λογοτεχνία. (ή άντε να βγάλουμε κανέναν γνωστό μας για να μη φύγει από την παρέα το πράγμα)

 

Επομένως οι 2-3 μεγάλες εταιρίες του χώρου στην Ελλάδα, κάνουν αυτό που ζητάει το αναγνωστικό κοινό, το 90% του αναγνωστικού κοινού, βγάζουν ξένα mainstream, και τα βαράνε στο κεφάλι, και καλά κάνουν αφού πουλάνε.

 

Οι εταιρίες στην Ελλάδα κάνουν αυτό που κάνουν, και η κατάσταση είναι όπως είναι, γιατί αυτό ζητάτε εσείς, η συντριπτική πλειοψηφία από εσάς τέλος πάντων, γιατί παραπονιέστε;

 

 

 

Όταν οι Έλληνες συγγραφείς γράψουν κάτι καλό, θα τους διαβάσω. Not before.

Όχι οτι δεν υπάρχουν καλοί. Αλλά τα ενδιαφέροντά μου είναι συγκεκριμένα και η παραγωγή μικρή. Όταν ο Ντίνος βγάλει το βιβλίο του απο την Οξύ, θα το αγοράσω.

Link to comment
Share on other sites

Φυσικά και συμφωνώ με τον Ντίνο, για τα σχετικά με την αμοιβή.

Πολλά χρόνια πριν, πίσω στα 1992, συνάντησα τον Γιώργο Μπαλάνο. Ουσιαστικά μού είπε δύο πράγματα εκείνο το απόγευμα. Το ένα ήταν «συνέχισε να γράφεις». Το άλλο ήταν «να απαιτείς πάντα να πληρώνεσαι γι αυτά που γράφεις». Αυτή την αρχή την έχω τροποποιήσει λίγο σε

«Απαιτώ πάντα να πληρώνομαι από έντυπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα.»

Όπως δεν ζήτησα αμοιβή από μη κερδοσκοπικά έντυπα όπως τα Φανταστικά Χρονικά ή Οι Δραματουργοί των Γιανν, και φυσικά δεν θα ζητούσα αμοιβή από το ΕΦ-ΖΙΝ για παράδειγμα, έτσι ακριβώς απαιτώ να αμειφθώ για το έργο μου από έντυπα που θα το χρησιμοποιήσουν για να βγάλουν λεφτά.

Ήταν το πρώτο πράγμα που ρώτησα αρκετά χρόνια πριν όταν ήταν να δημοσιεύσω για πρώτη φορά στο «9» -το οποίο πληρώνει κανονικά και τυπικότατα μια που το ανέφερα.

Οπότε, Παρατηρητή, χάρηκα πολύ όταν έθιξες αυτό

 

γιατί αυτό ακριβώς ήταν και το πρώτο πράγμα που ρώτησα το Mystery όταν έμαθα για τον εσωτερικό διαγωνισμό εδώ στο sff.gr: «Πληρώνετε;»

Η απάντηση ήταν «προωθούμε τη Ελληνική Λογοτεχνία του Φανταστικού».

Ευχαρίστησα και δεν ξαναασχολήθηκα. Και, κατόπιν εορτής, σκέφτομαι ότι ακόμα και το ότι ψήφισα στον διαγωνισμό ήταν ηθικά λάθος.

 

Έτσι, θεωρώ μια πολύ καλή ευκαιρία να θυμηθούμε (ή κάποιοι από μας να ακούσουμε ίσως και για πρώτη φορά) την άποψη που λέει ότι

 

«Όταν κάποιος βγάζει λεφτά από το μεράκι / χόμπυ / τέχνη μας, τότε οφείλει και να μας πληρώνει γι αυτό.»

Όχι, σε τέτοιες περιπτώσεις, το να βλέπουμε απλώς το ονοματάκι μας τυπωμένο στο χαρτί δεν σαφώς και δεν πρέπει να είναι αρκετό.

 

Επειδή το θέμα με καίει και εμένα, είπα να το σχολιάσω.

Δεν διαφωνώ επι της πληρωμής, αλλά και εδώ ισχύει ο κανόνας της αγοράς. Ένα αντικείμενο αξίζει όσα πληρώνεις γι' αυτό. Αν οι ιστορίες σου(μου) δεν έχουν ζήτηση, δεν αξίζουν τίποτα.

Link to comment
Share on other sites

Όταν οι Έλληνες συγγραφείς γράψουν κάτι καλό, θα τους διαβάσω. Not before.

Όχι οτι δεν υπάρχουν καλοί. Αλλά τα ενδιαφέροντά μου είναι συγκεκριμένα και η παραγωγή μικρή. Όταν ο Ντίνος βγάλει το βιβλίο του απο την Οξύ, θα το αγοράσω.

With all the respect:

1) Οι Έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού έχουν ήδη γράψει "κάτι καλό". Όχι όλοι φυσικά. Αλλά μήπως...

2) ...όλοι οι ξένοι συγγραφείς που διαβάζεις είναι καλύτεροι από όλους τους Έλληνες; Δηλαδή...

3) ...με τους ξένους αποφεύγεις όλα τα "πακέτα" που θα έτρωγες με τους Έλληνες; Και τέλος...

4) ...έχεις διαβάσει Έλληνες;

 

Υποθέτω και ελπίζω ότι οι απαντήσεις σου είναι

2) Όχι

3) Όχι

4) Ναι (ολίγον αναγκαστικό, για νά 'χει και κάποιο νόημα η αρχική θέση σου).

Σε κάθε περίπτωση, είμαι πρόθυμος να συστήσω βιβλία που τα θεωρώ τουλάχιστον ισάξια πολλών ξένων.

Link to comment
Share on other sites

«Απαιτώ πάντα να πληρώνομαι από έντυπα κερδοσκοπικού χαρακτήρα.»

«Όταν κάποιος βγάζει λεφτά από το μεράκι / χόμπυ / τέχνη μας, τότε οφείλει και να μας πληρώνει γι αυτό.»

 

Φίλε μου mman θεωρώ πως το παραπάνω ποστ σου είναι «στάση ζωής» και χαίρομαι που το μοιράστηκες μαζί μας. Όμως όσο και αν συμφωνώ μαζί σου (που συμφωνώ απόλυτα) πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί από νέους συγγραφείς που δεν βρίσκουν περιοδικό που να πληρώνει για τα διηγήματά τους;

Link to comment
Share on other sites

With all the respect:

1) Οι Έλληνες συγγραφείς του Φανταστικού έχουν ήδη γράψει "κάτι καλό". Όχι όλοι φυσικά. Αλλά μήπως...

2) ...όλοι οι ξένοι συγγραφείς που διαβάζεις είναι καλύτεροι από όλους τους Έλληνες; Δηλαδή...

3) ...με τους ξένους αποφεύγεις όλα τα "πακέτα" που θα έτρωγες με τους Έλληνες; Και τέλος...

4) ...έχεις διαβάσει Έλληνες;

 

Υποθέτω και ελπίζω ότι οι απαντήσεις σου είναι

2) Όχι

3) Όχι

4) Ναι (ολίγον αναγκαστικό, για νά 'χει και κάποιο νόημα η αρχική θέση σου).

Σε κάθε περίπτωση, είμαι πρόθυμος να συστήσω βιβλία που τα θεωρώ τουλάχιστον ισάξια πολλών ξένων.

 

Όπως είπα, έχω κάποια συγκεκριμένα γούστα. Άρα μιλάμε π.χ για βιβλία υπερφυσικού τρόμου. Υπάρχουν καλοί Έλληνες? Μερικοί. Είναι όσο καλοί όσο κάποιοι ξένοι? Πολύ πιθανό.

 

Δεν ''αποφευγω'' τους Έλληνες. Απλά δεν βρίσκω τόσους πολλούς.

 

Αυτό που θέλω να πώ είναι οτι δεν θα αγοράσω κάτι επειδή το έγραψε Έλληνας ''και πρέπει''. Θα αγοράσω κάτι όταν είναι καλό, Ελληνικό ή μη.

Link to comment
Share on other sites

Επειδή το θέμα με καίει και εμένα, είπα να το σχολιάσω.

Δεν διαφωνώ επι της πληρωμής, αλλά και εδώ ισχύει ο κανόνας της αγοράς. Ένα αντικείμενο αξίζει όσα πληρώνεις γι' αυτό. Αν οι ιστορίες σου(μου) δεν έχουν ζήτηση, δεν αξίζουν τίποτα.

Αν δεν έγινα σαφής, το ξαναγράφω. Ιστορίες που δημοσιεύονται από έντυπο το οποίο έχει εμπορική ζήτηση από τους αναγνώστες, έχουν με τη σειρά τους εμπορική ζήτηση από τον εκδότη.

Αν

1) Ο αναγνώστης πληρώνει για το έντυπο και

2) Ο εκδότης βάζει λεφτά στην άκρη από αυτό (=κέρδος)

τότε δεν βλέπω γιατί να μην αποδίδει μέρος των χρημάτων στους συγγραφείς που του γεμίζουν τις σελίδες που πουλάει.

Οι ιστορίες έχουν ζήτηση όσο τις ζητάει ο εκδότης. Το αν δεν του ανεβάζουν τις πωλήσεις είναι πρόβλημα δικής του εκτίμησης της αγοράς, όχι του συγγραφέα. Από τη στιγμή που εκδότης εμπορικού εντύπου ζητάει ιστορίες, πρέπει και να τις πληρώνει.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό που θέλω να πώ είναι οτι δεν θα αγοράσω κάτι επειδή το έγραψε Έλληνας ''και πρέπει''. Θα αγοράσω κάτι όταν είναι καλό, Ελληνικό ή μη.

Εννοείται. Άρα δεν διαφωνούμε.

Απλώς μια ίσως πιο ακριβής διατύπωση της αρχικής σου θέσης θα ήταν "Όταν οι Έλληνες γράφουν κάτι καλό, το αγοράζω" (και όχι "όταν οι Έλληνες γράψουν κάτι καλό...") οπότε είμαστε εντάξει.

 

Edit: επανάληψη ποστ λόγω στιγμιαίου κολλήματος server.

Edited by mman
Link to comment
Share on other sites

Φίλε μου mman θεωρώ πως το παραπάνω ποστ σου είναι «στάση ζωής» και χαίρομαι που το μοιράστηκες μαζί μας. Όμως όσο και αν συμφωνώ μαζί σου (που συμφωνώ απόλυτα) πώς αυτό μπορεί να εφαρμοστεί από νέους συγγραφείς που δεν βρίσκουν περιοδικό που να πληρώνει για τα διηγήματά τους;

Εξαιρετικά δύσκολα, είναι αλήθεια. Δεν κάνω τον έξυπνο. Το ότι έχω μια αρχή δεν σημαίνει ότι είναι εύκολο να ακολουθηθεί, και ακόμα χειρότερα, δεν σημαίνει ότι ακόμα κι εγώ ο ίδιος καταφέρνω να την τηρώ πάντα. Απλά νομίζω ότι είναι καλό να ξέρουμε κάθε στιγμή που θα θέλαμε να ήμασταν, που θα έπρεπε να φτάσουμε και να πιέζουμε όσο μπορούμε προς την κατεύθυνση αυτή. Ομολογώ ότι, προσωπικά, έχοντας ξεπεράσει τον όποιο αρχικό καημό (που δεν ήταν και μεγάλος) να δώ το ονοματάκι μου στο χαρτί (και ευτυχώς χωρίς να καταστρατηγήσω την αρχή μου) έχω την "πολυτέλεια" να κρατήσω ένα έργο μου στο συρτάρι αν χρειαστεί.

Link to comment
Share on other sites

Ναί μάλλον. Απλά απαντούσα στην άποψη οτι η Ελλάδα έχει μια μεγάλη παραγωγή φανταστικού και δεν την στηρίζουμε.

Στηρίζω μόνο οτι θεωρώ καλό, ανεξαρτήτως προέλευσης.

Link to comment
Share on other sites

Και το ρεπορταζ συνεχίζεται (όχι άλλο κάρβουνο!)

 

Έχουμε μείνει στο σημείο όπου αναρωτιόμαστε για το πώς και το αν πρέπει να στηρίξουμε τους Έλληνες συγγραφείς, εμείς οι απλοί αναγνώστες. Γιατί πρέπει οι συγγραφείς να περιμένουν μόνο τη δική μας υποστήριξη και όχι την αναμενόμενη από τους εκδότες τους, μικρούς ή μεγάλους;

Και εξηγούμαι.

Ένα παράδειγμα είναι το Συμβούλιο των Αφυπνισμένων του Καρατσιώρη. Εκδόσεις bitter squid. Αν αυτό το βιβλίο δεν το είχα πετύχει στο Cube τον καιρό που κυκλοφόρησε δεν νομίζω να το έβρισκα κάπου αλλού ώστε να διαδώσω την κυκλοφορία του στο sff από όπου πέντε άνθρωποι το έμαθαν και το διάβασαν. Τι έκανε ο εκδότης του για το προωθήσει; Τίποτα, ότι έκανε και με το πρώτο βιβλίο που έβγαλε, το Δαιμόνιο της Γραφής της Ειρήνης Μαντά (μυθιστόρημα με τη ζωή του Λαβκραφτ).

Ο Λιβάνης μπορεί να μας προκάλεσε μια μεγάλη έκπληξη βγάζοντας τρεις νέους Έλληνες συγγραφείς (απορρίπτοντας παράλληλα δυο-τρεις εξίσου ταλαντούχους) αλλά τα παιδιά έτρεξαν μόνα τους για τις παρουσιάσεις των βιβλίων τους. Και εντάξει, ας δεχτούμε ότι δεν αναλαμβάνει ο οίκος τέτοιες εκδηλώσεις. Όταν όμως πέφτουν στα χέρια μου τρεις κατάλογοι των εκδόσεων με βιβλία του 2008 (χειμώνας 2008) και δεν υπάρχει ούτε ένας από τους τρεις πρωτοεμφανιζόμενους ούτε για δείγμα, ε τότε τι να σκεφτώ για την υποστήριξη του εκδότη; Ακόμα και στον κατάλογο με τα παιδικά έψαξα αλλά ούτε και εκεί. Λες και δεν εκδώθηκαν ποτέ.

 

Αυτά βέβαια δεν σημαίνουν ότι κανείς εκδότης δεν στηρίζει τους συγγραφείς του, μικρός ή μεγάλος. Πχ, Συμπαντικές Διαδρομές και Αρς Νοκτούρνα τρέχουν σαν Βέγγοι από δω κι από κει για παρουσιάσεις, οι Μοντέρνοι Καιροί διαφημίζουν την Κληρονομιά του Ερέβους και το Μαγικό μέρος των Διαφορών (αν και αυτό δεν το παλασάρουν ως φανταστικό) ενώ η Διόπτρα κατάφερε να κάνει τη Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας του Μίσσιου να διαβαστεί από ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά φίλοι του φανταστικού.

 

Με λίγα λόγια, εντάξει, υπάρχουμε μια μερίδα ανθρώπων στην Ελλάδα που έχουμε όλη την καλή διάθεση να στηρίξουμε τους ομογενείς μας. Αλλά ας υπάρχει και μια υποστήριξη από τους ίδιους τους εκδότες. Ούτε να μας βλέπουν εμάς σαν τα πεινασμένα που τους πετάς φάνταζι για την αρπαχτή ( είμαστε το κοινό του *Πουλάει*) ούτε και τους συγγραφείς ως πειράματα.

Edited by Παρατηρητής
Link to comment
Share on other sites

Μιχάλη, σου έσβησα το διπλό ποστ. :)

 

Στα του θέματος τώρα:

 

Θα συμφωνήσω με το ότι "οι Έλληνες δεν διαβάζουν". Θα προσθέσω πως, όταν διαβάζουν, προτιμούν "το Αιδοίο της Άνοιξης" ή, αν θέλουν να το ρίξουν στην βαριά κουλτούρα, το πώς φυστικώνονταν οι αρχαίοι μεταξύ τους. Το βλέπω μέσα στο μαγαζί. Είμαστε οχτώ άτομα και διαβάζω μόνο εγώ. Και μιλάμε για παιδιά που έχουν βγάλει κι ένα πανεπιστήμιο (δύο απ' αυτούς). Κι η δικαιολογία είναι είτε βαρεμάρα, είτε ότι προτιμούν να δώσουν 20 ευρώ για ένα ποτό, παρά για ένα βιβλίο. Έχουμε μέσα στο Mall Παπασωτηρίου και Fnac, τα οποία επισκέπτομαι ανά τακτά χρονικά διαστήματα και στα οποία βλέπεις κόσμο (τον μισό απ' ότι στου Ζάρα) παντού εκτός απ' την λογοτεχνία. Οφείλω να ομολογήσω πως και τα δύο βιβλιοπωλεία έχουν περιοπής ράφια για την λογοτεχνία του φανταστικού και υπαλλήλους που ξέρουν τι τους γίνεται, όμως ο κόσμος ΔΕΝ ΑΓΟΡΑΖΕΙ. Πολλές φορές μου έχει συμβεί να είμαι οκλαδόν καθισμένη στο πάτωμα της Fnac και να ερευνώ τα κάτω ράφια και να έρχεται κάποιος περίεργος να δει τι κάνω. Κι όταν βλέπει τι γράφει η στήλη, να κάνει μια γκριμάτσα και να φεύγει. Μια φορά κιόλας μια γκόμενα με ρώτησε αν ψάχνω κανα παραμυθάκι για κανα ανήψι. Δηλαδή ΕΛΕΟΣ. Μου 'ρθε να της φέρω το box με το Fionavar Tapestry κολλάρο. ΣΟΥ ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΥΤΟ ΜΕ ΠΑΙΔΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΑΚΙ, ΒΡΕ ΖΩΟ;;; Οι ίδιοι μου οι συνάδελφοι με "κοροϊδεύουν" που διαβάζω φαντασία, με τη λογική ότι είναι για παιδιά και το τρανταχτό επιχείρημα είναι ο Harry Potter! Το γεγονός, βέβαια, ότι μια απ' αυτές παντρεύτηκε πρόσφατα, αλλά ακόμα παίζει με μπάρμπι, είναι πολύ πιο ενήλικη συμπεριφορά απ' το διάβασμα του Terry Pratchett. :Ρ

 

Τώρα, εγώ πρέπει να ομολογήσω ότι διστάζω πολύ να αγοράσω το βιβλίο οποιουδήποτε συγγραφέα, Έλληνα ή ξένου, για το οποίο να μην μου έχει πει κάποιος καλά λόγια. Δεν θέλω να μπω στην διαδικασία να απορρίψω ένα βιβλίο, γιατί πολύ πιθανά, θ' απορρίψω και τον συγγραφέα μαζί του. Όμως θα στηρίξω την συγγραφική απόπειρα κάποιου που να γνωρίζω κι ο οποίος να με έχει "πείσει" ότι το 'χει το άθλημα. Συνεχίζω να πιστεύω πως οι εκδοτικοί οίκοι πρέπει ν' αλλάξουν μυαλά, αλλά είναι κάτι το οποίο δεν βλέπω να γίνεται σύντομα, μιας και δεν υπάρχουν τα κατάλληλα αναγνωστικά ερεθίσματα στην χώρα μας.

Link to comment
Share on other sites

ενώ η Διόπτρα κατάφερε να κάνει τη Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας του Μίσσιου να διαβαστεί από ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά φίλοι του φανταστικού.

 

Πες και το άλλο όμως, σχετικά με αυτήν την περίπτωση. Ότι υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που βγάζουν βιβλία που άπτονται (και βουτούν ολόκληρα) του φανταστικού κι όμως δεν το θεωρούν εμπορικό να τα διαφημίσουν ως φανταστικού περιεχομένου. Αν δεν μας έβρισκε ο Κώστας για να μας πει για την εκδοτική του πορεία, θα μαθαίναμε ποτέ ότι έχει κυκλοφορήσει η Νύχτα της Λευκης Παπαρούνας; Ή ότι έχει στοιχεία φανταστικού μέσα;

Link to comment
Share on other sites

Πες και το άλλο όμως, σχετικά με αυτήν την περίπτωση. Ότι υπάρχουν εκδοτικοί οίκοι που βγάζουν βιβλία που άπτονται (και βουτούν ολόκληρα) του φανταστικού κι όμως δεν το θεωρούν εμπορικό να τα διαφημίσουν ως φανταστικού περιεχομένου. Αν δεν μας έβρισκε ο Κώστας για να μας πει για την εκδοτική του πορεία, θα μαθαίναμε ποτέ ότι έχει κυκλοφορήσει η Νύχτα της Λευκης Παπαρούνας; Ή ότι έχει στοιχεία φανταστικού μέσα;

 

σωστό κι αυτό...

Link to comment
Share on other sites

The way I see it:

 

Δεδομένα:

 

1α) Οι άνθρωποι διαβάζουν λίγο

1β) Οι Έλληνες διαβάζουν ακόμα λιγότερο

1γ) Οι άνθρωποι/Έλληνες διαβάζουν φανταστικό ακόμα λιγότερο

1-σύνοψη) Η ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού πουλάει λίγο (χαμηλή ζήτηση)

 

2α) Κάποιοι από εμάς γράφουν ελληνική λογοτεχνία του φανταστικού

2β) Κάποιοι από εμάς θα θέλανε να εκδοθούν/πληρωθούν για τα γραπτά τους

2-σύνοψη) Η προσφορά είναι μεγαλύτερη της ζήτησης

 

Μέχρι εδώ καταλαβαίνω. Αυτό μου με μπερδεύει είναι, ποια είναι τα ζητούμενα;

 

3-σύνοψη) Να κάνουμε κάτι;

3α) Να πείσουμε τους Έλληνες να διαβάζουν περισσότερο φανταστικό;

3β) Να πείσουμε τους εκδότες να εκδίδουν/προωθούν το φανταστικό;

3γ) Να κάνουμε κάτι άλλο; Και πώς; Ακούω προτάσεις.

 

ή μήπως

 

4-σύνοψη) Να κάνουμε μια διαδικτυακή ομάδα αλληλοϋποστήριξης; Να λέμε μεταξύ μας τα παράπονά μας; Να μάθουμε να κάνουμε αυτό που λένε γιατροί και ψυχολόγοι για τα ανίατα προβλήματα: "learn to live with that";

 

 

Μη με παρεξηγήσετε. Πιστεύω εξίσου και στην αλλαγή και στην αποδοχή ενός προβλήματος. Φτάνει να έχουμε επίγνωση του τι κάνουμε. Ή με πιο ποιητικά λόγια:

 

Να έχουμε δύναμη να αλλάζουμε αυτά που αλλάζουν.

Να έχουμε υπομονή να αντέχουμε αυτά που δεν αλλάζουν.

Να έχουμε σοφία να διακρίνουμε ποια πράγματα αλλάζουν και ποια όχι.

Link to comment
Share on other sites

Το 4 το κάνουμε κι εδώ από όσο βλέπω.

 

Κατά τα άλλα, δε νομίζω ότι το Fantasy πουλάει λίγο. Είναι όπως και το heavy metal στη μουσική βιομηχανία: έχει ένα δικό του πιστό κοινό το οποίο αγοράζει ανεξάρτητα από το τι κάνει το "ευρύ" κοινό. Έτσι πχ, το 'αιδοίο της Άνοιξης' και παρόμοια βιβλία μπορεί να πατώνουν στην αγορά, αλλά το φανταστικό συνεχίζει (σε απόλυτα νούμερα) παρόμοιες πωλήσεις και σε σχετικά αυξάνει μερίδιο αγοράς. Ενίοτε και κάποιοι τίτλοι περνάνε στο ευρύ κοινό και ο εκδότης πιάνει την καλή (πχ οι εκδόσεις Πλατύπους και η ξαφνική επιτυχία του Twilight).

To μεγαλύτερο πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζουμε είναι ότι οι Ελληνικές δουλειές δύσκολα φτάνουν στο κοινό τους (σε αντίθεση με τις μεταφρασμένες) ακολουθώντας τις παραδοσιακές μεθόδους, ενώ δύσκολα θα δούμε μεταφορά βιβλίου φαντασίας στην Ελληνική τηλεόραση ώστε να το μάθει το κοινό (και όταν είδαμε πχ τα 'Ελληνικά X-files' προ δεκαετίας γέλασε και ο κάθε πικραμένος).

 

Σε μεγάλο βαθμό λοιπόν η πρόκληση είναι να μάθει το φάνταζυ κοινό ότι υπάρχει Ελληνική παραγωγή (αν δείτε πχ ποστ στο φόρουμ από το 2005, όλοι μας ψάχναμε αν υπάρχουν βιβλία Ελλήνων εκεί έξω και, ακόμα και σήμερα, μαθαίνουμε για κάτι που βγήκε πριν 5 χρόνια) και ως δεύτερο βήμα να ξεπεράσει τις όποιες προκαταλήψεις που έχει για αυτή (και όχι άδικα, θα μπορούσα να προσθέσω μετά από ανάγνωση μέρους της)

Link to comment
Share on other sites

Αυτό το θέμα είναι τόσο μεγάλο και πολύπλευρο που μοιάζει με χταπόδι.

 

Λογοτεχνία του φανταστικού άρχισα να διαβάζω στην εφηβεία μου και μάλιστα με βιβλία από τη δανειστική βιβλιοθήκη της Κόνιτσας (μεγάλο πλεονέκτημα να υπάρχει δανειστική βιβλιοθήκη αλλά αυτό είναι άλλο θέμα). Εκεί λοιπόν βρήκα ελάχιστα βιβλία για το φανταστικό, αρκετά αστυνομικά και περιπέτειες και όλα μα όλα ήταν ξένων συγγραφέων.

 

Έτσι έβγαλα το πολύ λογικό συμπέρασμα (μιλάμε για μια εποχή χωρίς internet) ότι στην Ελλάδα δεν γράφεται λογοτεχνία του φανταστικού. Σε μια κρίσιμη αναγνωστικά εποχή για μένα δηλαδή, εγώ συνδύασα τη λογοτεχνία του φανταστικού με τους ξένους συγγραφείς.

 

Πολύ αργότερα αντιλήφθηκα ότι αυτή μου η γνώμη δεν ήταν απόλυτα σωστή αλλά είχε ήδη παγιωθεί μέσα μου η άποψη ότι λογοτεχνία του φανταστικού=Άγγλοι κι Αμερικανοί συγγραφείς. Άσε που τριγυρνώντας στα βιβλιοπωλεία αυτό που έβλεπα ήταν μονάχα φαντασμαγορικά εξώφυλλα ξένων συγγραφέων του είδους.

 

Οπότε κάθε φορά που έπεφτα μπροστά σ’ έναν έλληνα συγγραφέα (ντρέπομαι που το λέω αλλά είναι αλήθεια) δίσταζα γιατί σκεφτόμουν ότι δε θα είχε γράψει κάτι αυθεντικά «φανταστικό», αλλά κάτι κοινωνικοηθικομπασταρδεμένα ελληνικό με στοιχεία φανταστικού. Έκρινα δηλαδή σύμφωνα με τη γενικότερη συγγραφική κατάσταση των ελλήνων δημιουργών και γι’ αυτό αν κάποιος δε μου έλεγε πάρε αυτό, δίσταζα να το ρισκάρω. Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται αν και όχι τόσο έντονη όσο στο παρελθόν.

 

Γεγονός πάντως είναι ότι στην Ελλάδα οι αναγνώστες είναι λίγοι. Οι αναγνώστες που τους αρέσει η λογοτεχνία του φανταστικού λιγότεροι και οι αναγνώστες του φανταστικού που τολμούν να διαβάσουν έλληνες συγγραφείς του είδους ακόμα λιγότεροι. Αυτά από πλευράς αναγνωστών και φυσικά δε βγάζω την ουρά μου απ’ έξω.

 

Από την πλευρά των εκδοτικών οίκων που γνωρίζουν κι ως έναν βαθμό ευθύνονται για την παραπάνω κατάσταση, κρίνουν (πάλι δικαίως ως έναν βαθμό εφ’ όσον μιλάμε για επιχειρήσεις κι όχι για φιλανθρωπικά ιδρύματα) με βάση τα παραπάνω στοιχεία και γι’ αυτό δύσκολα προωθούν έναν έλληνα συγγραφέα του είδους. Είναι λίγο φαύλος κύκλος το πράμα.

 

Άσε που οι μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι πάντα όταν βγάζουν ένα βιβλίο (για τους χ, ψ λόγους) το απευθύνουν (και κρίνουν την πορεία του) όχι μόνο στο hard core κοινό του αλλά κυρίως στο σύνολο του αναγνωστικού κοινού. Αυτή ας πούμε ήταν η δικιά μου περίπτωση με τη Διόπτρα.

 

Ωστόσο για την κατάσταση του φανταστικού στη Ελλάδα πιστεύω ότι ευθύνονται ιστορικοί και κοινωνικοί λόγοι. Η Ελλάδα σαν ενιαίο κράτος υπάρχει εδώ και περίπου 150 χρόνια και σαν σύγχρονο, οργανωμένο, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, δημοκρατικό κράτος (μ’ ότι κι αν συνεπάγεται αυτό) υπάρχει εδώ και 40 περίπου χρόνια. Κι επειδή στυλοβάτης του κάθε αναγνωστικού κοινού διεθνώς (αν δεν κάνω λάθος) είναι η μεσαία αστική τάξη όλοι καταλαβαίνουμε γιατί στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι τόσο μικρό. Σαν χώρα δεν έχουμε τη μακρά αναγνωστική παράδοση (πέρα από το μέγεθος) που έχουν άλλες δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Συγκριτικά νομίζω ότι η νέα ελληνική, μέση αστική τάξη που υποτίθεται ότι αποτελεί τον κυρίως όγκο του αναγνωστικού κοινού της χώρας ήταν και ανεκπαίδευτη και μικρή αλλά κυρίως ήταν αντιμέτωπη μ’ ένα σωρό ιστορικές συγκυρίες που είτε δεν ευνοούσαν την ανάγνωση, είτε ευνοούσαν τα βιβλία ενός πολύ συγκεκριμένου είδους. Όταν οι έλληνες έπρεπε να αντιμετωπίσουν Βαλκανικούς πολέμους, μικρασιατικές καταστροφές, δυο παγκόσμιους πολέμους και στο καπάκι εμφύλιο και δικτατορίες, (την ίδια στιγμή που άλλες μεσοαστικές τάξεις ρεμβάζανε σε πικνίκ) πως περιμένουμε να ταυτιστούν με ιστορίες που ανθούν σε πιο ήρεμα κοινωνικά νερά όπως οι ιστορίες του φανταστικού.

 

Πάρτε για παράδειγμα τον πατέρα μου. Πόσο εύκολο είναι ένας άνθρωπος που έχει ζήσει την κατοχή ως παιδί, τον εμφύλιο, τη δικτατορία και τη μετανάστευση να ταυτιστεί με μια ιστορία που απευθύνεται στην παιδική του φαντασία;

 

Από την άλλη εγώ, παιδί την κοινωνίας του καταναλωτισμού και της αφθονίας, πώς να ταυτιστώ με τις ιστορίες της κατοχής και του πολέμου όταν η πραγματικότητα που βιώνω με κάνει να βαριέμαι να σηκώσω και το τηλεκοντρόλ. Λογικό δεν είναι μέσα στην πλήξη μου εγώ να ταυτίζομαι με ιστορίες που εξάπτουν τη φαντασία μου και κάνουν την αδρεναλίνη μου να τρέχει;

 

Θέλω να καταλήξω ότι κατά την άποψη μου στην Ελλάδα, πρόσφορη (κοινωνικά) για τη λογοτεχνία του φανταστικού μπορεί να θεωρηθεί μόνο η περίοδος των τελευταίων 40 χρόνων.

 

Τότε όμως γιατί δεν αναπτύχθηκε έστω και σ’ αυτά τα 40 τελευταία χρόνια;

 

Εδώ νομίζω ότι τη μεγαλύτερη ζημιά την έκανε το κατεστημένο της συγγραφής και της κριτικής που οτιδήποτε δεν άπτονταν «σοβαρών» ηθικών, κοινωνικών και ιστορικών θεμάτων δεν ήταν άξιο προσοχής. Με δυο λόγια τη ζημιά την έκανε η άποψη των μεγαλόσχημων της συγγραφής και της κριτικής που κατέταξε συλλήβδην τη λογοτεχνία του φανταστικού στα σκουπίδια (έστω κι αν την ίδια στιγμή αποδεχόταν-τι ειρωνεία-ως μεγάλους συγγραφείς το Πόε, τον Ιούλιο Βερν και τη Σέλεϋ)!

 

Η ανεκπαίδευτη λοιπόν μέση, νεοελληνική αστική τάξη ακολούθησε αυτή την άποψη των «πνευματικών» ανθρώπων της χώρας και γύρισε την πλάτη στη λογοτεχνία του φανταστικού ακολουθούμενη από τους περισσότερους εκδοτικούς οίκους που ικανοποιούσαν τη ζήτηση. Αποτέλεσμα; Δε δημιουργήθηκε ποτέ(όπως την έχω τουλάχιστον εγώ στο μυαλό μου) ελληνική σχολή στη λογοτεχνία του φανταστικού ούτε και παράδοση (αναγνωστική) που να μπορεί να τη στηρίξει. Το μόνο που εμφανίστηκε κι εξακολουθεί να εμφανίζεται διαχρονικά, είναι μεμονωμένες περιπτώσεις ελλήνων που ασχολούνται με το είδος.

Link to comment
Share on other sites

Οπότε κάθε φορά που έπεφτα μπροστά σ’ έναν έλληνα συγγραφέα (ντρέπομαι που το λέω αλλά είναι αλήθεια) δίσταζα γιατί σκεφτόμουν ότι δε θα είχε γράψει κάτι αυθεντικά «φανταστικό», αλλά κάτι κοινωνικοηθικομπασταρδεμένα ελληνικό με στοιχεία φανταστικού. Έκρινα δηλαδή σύμφωνα με τη γενικότερη συγγραφική κατάσταση των ελλήνων δημιουργών και γι’ αυτό αν κάποιος δε μου έλεγε πάρε αυτό, δίσταζα να το ρισκάρω. Αυτή η κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται αν και όχι τόσο έντονη όσο στο παρελθόν.

 

Αυτό με κάνει να σκέφτομαι το εξής τζιζ θέμα για τους λογοτεχνικούς κύκλους στην Ελλάδα: ότι ο Σουρεαλισμός και το "κίνημά" του, προώθησε εαυτόν στην Ελλάδα ως το μόνο "πραγματικό" αντιπρόσωπο του "φανταστικού". Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν πως ο,τιδήποτε δεν μοιάζει στο Μπόρχες είναι αξιοκατάκριτο κι όχι πραγματική λογοτεχνία. Και κατάφεραν και το πέρασαν αναυτό και στον όποιο υπάρχον αναγνωστικό κοινό.

 

Η παραπάνω σκέψη φαίνεται λιγάκι σαν "να ο αποδιοπομπαίος τράγος". Αλλά στην ουσία δεν είναι. Η ουσία είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και εμείς εδώ που είμαστε κάπως πιο μαχητικοί σχετικά με τις προτιμήσεις μας, έχουμε διδαχθεί (άσχετα αν μετά αποβάλλαμε αυτή τη διαδαχή) να μη λέμε πολύ δυνατά ότι μας αρέσει το φανταστικό.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό με κάνει να σκέφτομαι το εξής τζιζ θέμα για τους λογοτεχνικούς κύκλους στην Ελλάδα: ότι ο Σουρεαλισμός και το "κίνημά" του, προώθησε εαυτόν στην Ελλάδα ως το μόνο "πραγματικό" αντιπρόσωπο του "φανταστικού". Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν πως ο,τιδήποτε δεν μοιάζει στο Μπόρχες είναι αξιοκατάκριτο κι όχι πραγματική λογοτεχνία. Και κατάφεραν και το πέρασαν αναυτό και στον όποιο υπάρχον αναγνωστικό κοινό.

 

Η παραπάνω σκέψη φαίνεται λιγάκι σαν "να ο αποδιοπομπαίος τράγος". Αλλά στην ουσία δεν είναι. Η ουσία είναι ότι με αυτόν τον τρόπο, ακόμη και εμείς εδώ που είμαστε κάπως πιο μαχητικοί σχετικά με τις προτιμήσεις μας, έχουμε διδαχθεί (άσχετα αν μετά αποβάλλαμε αυτή τη διαδαχή) να μη λέμε πολύ δυνατά ότι μας αρέσει το φανταστικό.

 

How true...

Link to comment
Share on other sites

δίσταζα γιατί σκεφτόμουν ότι δε θα είχε γράψει κάτι αυθεντικά «φανταστικό», αλλά κάτι κοινωνικοηθικομπασταρδεμένα ελληνικό με στοιχεία φανταστικού.

[κακία]οι δικαιολογημένες προκαταλήψεις που έλεγα...[/κακία]

Link to comment
Share on other sites

Αυτό με κάνει να σκέφτομαι το εξής τζιζ θέμα για τους λογοτεχνικούς κύκλους στην Ελλάδα: ότι ο Σουρεαλισμός και το "κίνημά" του, προώθησε εαυτόν στην Ελλάδα ως το μόνο "πραγματικό" αντιπρόσωπο του "φανταστικού". Αυτοί οι άνθρωποι θεωρούν πως ο,τιδήποτε δεν μοιάζει στο Μπόρχες είναι αξιοκατάκριτο κι όχι πραγματική λογοτεχνία. Και κατάφεραν και το πέρασαν αναυτό και στον όποιο υπάρχον αναγνωστικό κοινό.

 

 

Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Το φανταστικό χειραγωγήθηκε στην Ελλάδα όπως και τόσα άλλα που χειραγωγούνται μέχρι τις μέρες μας.

 

Κώστα, έχεις δίκιο για τον πατέρα σου και τους ανθρώπους εκείνων των γενεών. Αλλά ένα πράγμα δεν καταλαβαίνω. Αφού οι Έλληνες είναι τόσο επισρεασμένοι απο τα δεινά που πέρασαν (πολέμους, κατοχές, ξεσηκωμούς, εμφυλίους, χούντες, μεταναστεύσεις, μεταπολιστεύσεις) πως στο διάολο γίνεται να είναι όλοι τους τόσο μα τόσο ανιστόρητοι και αδιάφοροι; Και πες μου πόσα σοβαρά βιβλία έχουν κυκλοφορήσει με θέμα αυτά τα δεινά σε αντίθεση μετις τόσες σαπουνόπερες που έχουν βγει σε φόντο Σμύρνης;

Εν τω μεταξύ λέμε για τους Έλληνες και τις δυσκολίες που πέρασαν σαν λαός. Οι άλλοι δεν πέρασαν ανάλογα προβλήματα; Άραγε οι μαγικοί κόσμοι του Τόλκιν, του Λιούις, του Χάουαρντ του Λαβκραφτ και όλων εκείνων πώς δημιουργήθηκαν στην πραγματικότητα; Από τι ερεθίσματα, από ποιες εμπειρίες;

Εκείνοι τόλμησαν να εμπνευστούν μέσω του φανταστικού (όπως και της ποίησης) και μεγαλούργησαν. Οι δικοί μας κεφράστηκαν κυρίως με΄σω της ποίησης και οι μεν κατακρίθηκαν από τη δεξιά οι δε από την αριστερά. Και μετά τα νόμπελ που κέρδισνα δύο ποιητές η ποίηση εξεφανίστηκε πια από τα γούστα των Ελλήνων. Όσο για το φανταστικό...δώστε το στα παιδάκια.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Το φανταστικό χειραγωγήθηκε στην Ελλάδα όπως και τόσα άλλα που χειραγωγούνται μέχρι τις μέρες μας.

Είναι και λίγο ο μαζωχισμός του Έλληνα, που κάνει ότι είναι "κατανοητό" και "διασκεδαστικό" ένοχη απόλαυση. Σιγά σιγά πάντως το ξεπερνάμε και αυτό ως λαός, άρα μάλλον μπροστά πάμε

Link to comment
Share on other sites

Και μετά τα νόμπελ που κέρδισνα δύο ποιητές η ποίηση εξεφανίστηκε πια από τα γούστα των Ελλήνων

Δηλαδή οι παππούδες και οι γονείς μας γούσταραν τρελά ποίηση και αυτό άλλαξε στη γενιά μας;!;Μην τρελαθούμε κιόλας.

 

Ερεθίσματα είχαν οι Τολκιν,Λιουις και λοιποί αλλά είναι διαφορετικό να πας σε έναν πολεμο για 1-2 χρόνια σε άλλο κράτος και μετά να γυρίσεις στην ειρηνική πατρίδα σου όπου η ζωή συνεχίζεται μια χαρά κι άλλο να γίνεται πόλεμος στην ίδια σου τη χώρα.Επιπλέον δεν έχει να κάνει τόσο ο πόλεμος και η ειρήνη όσο το στυλ της αστικής τάξης.Οι παππούδες μου ζούσαν σε ένα ξεκομμένο ορεινό χωριό.Τι βιβλία και ιστορίες...ο πατέρας μου μεγάλωσε σε ένα καλύβι 2 ώρες περπάτημα από το προαναφερθέν ορεινό χωριό.Φυσικά στο χωριουδάκι αυτό δεν υπήρχαν βιβλιοπωλεία και ο κόσμος δε διάβαζε.Ο πατέρας μου δεν έγινε ποτέ φίλος των βιβλίων-αν και στην πορεία διάβασε κάτι λίγα και αγόρασε μερικά ακόμη.Συνεπώς το λογικό θα ήταν ούτε η επόμενη γενιά να γίνει φίλος των βιβλίων.Μην ξεχνάτε ότι έχουμε χάλια εκπαιδευτικό σύστημα.Κι ακόμη και στο μάθημα της λογοτεχνίας-τα "Κειμενα"-ΔΕΝ προωθείται η λογοτεχνία.Οπότε για ποια φανταστική λογοτεχνία να μιλήσουμε;Στο εξωτερικό μπορεί να σου βάλουν πχ εργασία πάνω σε ένα κλασικό βιβλίο.Εδώ θα έχει ένα απόσπασμα στο σχολικό βιβλίο το οποίο θα το αναλύσει όλη η τάξη βλακωδώς.Τι ανάλυση να κάνεις σε μια τυχαία σελίδα του Χέμινγουέη πχ;Αν το πεις αυτό σε έναν Αμερικάνο θα γελάσει.Πάρε παιδί μου και διάβασε πχ Βασιλικό και κάνε μια εργασία πάνω σε ένα βιβλίο του.

 

Αλλά και πέρα από το σχολείο...Βλέπεις το καλοκαίρι την ξένη σαχλογκόμενα που το βράδυ γίνεται λιώμα από τις μπόμπες και μόλις κουραστεί να χορεύει ημίγυμνη στη μπάρα πάει με τον καθένα...το επόμενο μεσημέρι κάθεται στη αμμουδιά και διαβάζει ένα βιβλίο.Εγώ όποτε πήρα βιβλίο σε νησί δεν κατάφερα να το τελειώσω εκεί."Αντε ρε που θα διαβάζεις τώρα" και έτσι.

 

Στην Ελλάδα ο μέσος αναγνώστης (διαβάζει 2,3 βιβλία το χρόνο που λέει και η διαφήμιση) είτε παραείναι σοφιστικέ σοβαρός τύπος είτε είναι μια μεσήλικη νοικοκυρά που θέλει ένα ανάλαφρο μυθιστόρημα να της κρατάει συντροφιά όταν είναι ο σύζυγος στη δουλειά και τα παιδιά στο φροντιστήριο.Και οι 2 σνομπάρουν τη φανταστική λογοτεχνία.Η μόνη ελπίδα για τη φανταστική λογοτεχνία είναι ο νεαρός που τις καθημερινές λιώνει στο pc με παιχνίδια φανταστικού περιεχομένου και τα ΣΚ πάει και βλέπει ταινίες φανταστικού περιεχομένου.Αλλά έλα που συνήθως αυτός δε διαβάζει γιατί κανείς δε του έμαθε.Ούτε τα "Κείμενα" του σχολείου,ούτε τα "βαριά" βιβλία του σοβαρού πατέρα του,ούτε τα ανάλαφρα της μάνας του.Κι αν από περιέργεια μπει σε ένα βιβλιοπωλείο η φανταστική λογοτεχνία θα είναι χωμένη σε μια κρυφή γωνιά και δεν θα την πάρει το μάτι του.Αν την πάρει το μάτι του και δει "Το έπος του πολεμιστή-Βιβλίο 7,τόμος β" στην τιμή των 25 ευρώ...ε,θα σκεφτεί ότι με τα λεφτά αυτά πληρώνει ένα μήνα ιντερνετ,πίνει 8 καφέδες ή τα κρατάει για να μαζέψει λεφτά για μια κάρτα γραφικών.

Νομίζω ότι για τον αρχάριο στο είδος δεν είναι μεγάλη διαφορά αν ο συγγραφέας λέγεται Μάρτιν ή Μαριος Τήνος.Θέλω να πω αν δεν τον ξέρει τον Μαρτιν το ίδιο θα του κάνει να είναι ξένος.Αν προωθηθεί καλά ο καλός Έλληνας συγγραφέας μπορεί να πουλήσει(εντάξει,όχι και τρελές πωλήσεις δεδομένου της μικρή μερίδας Ελλήνων που διαβάζουν και μάλιστα φανταστική λογοτεχνία).Βέβαια επειδή στο είδος οι περισσότεροι είναι ψαγμένοι θα ξέρουν τον Μάρτιν και θα τον προτιμήσουν.Αλλά όπως φαίνεται από το δείγμα του τόπικ δίνεται μια ευκαιρία και στον άγνωστο Έλληνα.

Link to comment
Share on other sites

Δηλαδή οι παππούδες και οι γονείς μας γούσταραν τρελά ποίηση και αυτό άλλαξε στη γενιά μας;!;Μην τρελαθούμε κιόλας.

 

Πόσα βιβλία με ποίηση εκδίδονται πλέον; Πόσοι νέοι ποιητές εμφανίζονται στο προσκήνιο; Πόσοι κλασσικοί εμφανίζονται ξανά και ξανά σαν γάλατα με διαφορετικές ετικέτες; Τι μούρλα είχε πιάσει τους περισσότερους τότε (που ήξεραν απο γράμματα-βασικό αυτό) και ασχολούνταν με τους μοντερνιστές, κατά κύριο λόγο ποιητές;

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

  • Upcoming Events

    No upcoming events found
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..