angarato_surion Posted February 3, 2006 Share Posted February 3, 2006 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Κυπαρίσσης( Πάρις) Κουτσιούκης (δηλ εγώ) Είδος: Επικής Φαντασίας Βία: σχετικά ναι. Σεξ: όχι Αριθμός λέξεων: Αγνωστός Σχόλια: Διαδραματίζεται σον κοσμο που φτίαχνω ο οπίο λέγεται Αεριόνια. Θα βάζω κατα τμήματα την ιστορια.. περισσότερες πληροφορίες Για την Αεριόνια Χάρτες και άλλα Edited February 3, 2006 by angarato_surion Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 3, 2006 Author Share Posted February 3, 2006 Κεφάλαιο 1- Η Συνάντηση Στην Αεριόνια όλα κυλούσαν ειρηνικά, τα πούλια τραγουδούσαν στα μεγάλα και πυκνά δάση της. Αυτή την απέραντη ευτυχία ήρθε να ταράξουν τα σχέδια της Σκοτεινής Αυτοκρατορίας και οι σκοτεινοί της μάγοι, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στον Πύργο των Καταραμένων για να βρουν τρόπους να καταστρέψουν την Αεριόνια. Την ίδια στιγμή στο Λαγκάδι του Γερακιού (Πρωτεύουσα του Δάσος των Ξεχασμένων Ψυχών) η νύχτα περνούσε ήσυχα και ήρεμα. Μέσα σε ένα δωμάτιο του παλατιού κοιμόταν ένας σκληραγωγημένος Φύλακας - Ξωτικό , ο οποίος ήταν γνωστός ως Ανγκαράτο Σούριον στους στενούς του φίλους όμως σε άλλους ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα, όπως ο Ασημένιος Φύλακας. Το δωμάτιο ήταν αρκετό ευρύχωρο με μεγάλα παράθυρα τα οποία έμοιαζαν με μεγάλα φύλα λεμονιάς. Το φως του φεγγαριού ταξίδευε μέσα από τα παράθυρα και σχημάτιζε το σχήμα των μαζεμένων κουρτινών στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Αριστερά της πόρτας ,η οποία ήταν περίτεχνα σκαλισμένη και με το ίδιο σχήμα με τα παράθυρα , βρίσκονταν μια συρταριέρα φτιαγμένη από ξύλο βελανιδιάς, η οποία είχε ύψος περίπου 1,5 μέτρο και πλάτος 2 μέτρα, λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα άνετο κρεβάτι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς με διάφορες παραστάσεις δένδρων και ζωών πάνω του. Δεξιά της συρταριέρας υπήρχε ένα πέτρινο τζάκι με διάφορες σκηνές από ζώα και φυτά του δάσους σκαλισμένες πάνω του, οι οποίες δέχονταν ένα κιτρινωπό φως εκείνη την στιγμή από τις δυο λυχνίες αθραφτου Ηλείου που φεγγοβολούσαν Οι λυχνίες είχαν σχήμα τριαντάφυλλου και ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Απέναντι από την συρταριέρα βρισκόταν τοποθετημένο ακριβώς στην μέση του δωματίου ένα μικρό τραπέζι με ένα βάζο ΅ε γαλάζια τριαντάφυλλα, τα οποία μάγεψαν τους πάντες με το άρωμα τους. Το πρόσωπο της σκληραγωγημένης φιγούρας ήταν ανήσυχο ενώ φωτιζόταν από τις λυχνίες. Τα μάτια του τρέμανε λόγω του ονείρου που έβλεπε. <<Ήταν σκοτάδι, η πεδιάδα τριγύρω ξεχώριζε ΅ε δυσκολία από τα γύρο σκοτεινά δάση. Μια ορδή από orcs και Τελώνια την διέσχιζαν. ο ήχος από το βάδισμα τους ήταν εκκωφαντικός καθώς οι σκιές ήταν τρομακτικά μεγάλες. Σε λίγα λεπτά η ορδή θα έφτανε στον προορισμό της, ένα κοντινό χωρίο ανθρώπων. Οι σκιές των Τελωνίων σκέπασαν την τριγύρω περιοχή του χωρίου, η ορδή από Τελώνια και orcs εισβάλουν γρήγορα σε ομάδες από τους γύρο λόφους. Κραυγές ηχούν στον αέρα καθώς τα Τελώνια σφάζουν γυναικόπαιδα και πολεμιστές που μάταια προσπαθούν να προστατέψουν το χωρίο πολεμώντας για ώρες. Η μάχη τελείωσε με άσχημες συνέπειες για τους ανθρώπους ,μερικοί από αυτούς πουλήθηκαν για σκλάβοι άλλοι δολοφονήθηκαν.>> Ο Ανγκαράτο Σούριον ξύπνησε απότομα λουσμένος στον ιδρώτα. Στο πρόσωπο του είχε ζωγραφισμένη την αγονία. Σηκώνεται, έξω είναι νύχτα ,τα πάντα στην πόλη καλύπτονταν με ένα απαλό γαλάζιο χρώμα να χαϊδεύει τα πάντα τριγύρω. Το φύλλωμα των τριγύρω πεύκων χόρευε καθώς οι πεσμένες πευκοβελόνες ταξίδευαν στον δυνατό αέρα. Ο Ανγκαράτο κοιτούσε σκεπτικός έξω από το παράθυρο καθώς εισήλθε στο σωμάτιο ένα πανέμορφο Ξωτικό - Νεράιδα γνωστό ως Ελυανε Νιριοθελ. Τα μαύρα της μαλλιά στόλιζαν το όμορφο λευκό της πρόσωπο ενώ τα καστανά της μάτια είχαν μια απαλή λευκή λάμψη. Το γαλάζιο φόρεμα της έδενε ωραία με το πανέμορφο λευκό της δέρμα. Η Ελυανε πηγαίνει κοντά του, τον κοιτάει στα μάτια και των φιλάει με πάθος. Υστέρα ο Ανγκαράτο την χαϊδεύει στο πρόσωπο, πιάνει το χέρι της και το φυλά υστέρα πάνε και κάθονται σε έναν τριπλό καναπέ. Ο καναπές ήταν φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς και καλυμμένους από δέρμα, είχε μαύρο χρώμα και ορθογώνιο σχήμα με χερούλια σαν φύλο λεμονιάς. Ο Ανγκαράτο κάθισε στην δεξιά μεριά του καναπέ με την πλάτη του ν είναι γερμένη στο δεξιό χερούλι του καναπέ, τα πόδια του ήταν ανοιχτά αρκετά για να ξαπλώσει αρκετά άνετα η Ελυανε. Η Ελυανε ήταν ξαπλωμένη αναπαυτικά στην αγκαλιά του και χαμογελούσε από την χαρά της.Ο Ανγκαράτο έσκυψε και την φίλησε στο στόμα με πάθος, η Ελυανε σήκωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. Ελυανε: Τι έχεις αγάπη μου και είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα, είδα το φως στο δωματίου σου αναμμένο και ανησύχησα. Ανγκαράτο: Τίποτα καρδιά μου απλώς είδα έναν εφιάλτη και ξύπνησα. Μην ανησυχείς αγαπούλα μου. Ελυανε: Καλά αγαπούλα μου , μου λες τουλάχιστον τι όνειρο είδες αγάπη μου. Ο Ανγκαράτο άρχισε να διηγείται το όνειρο του. Ελυανε: Αγάπη μου μην ανησυχείς ένα όνειρο είναι μονό. Γύρε στην αγκαλιά μου θέλω φιλί. Ο Ανγκαράτο την φίλησε και ύστερα της χάιδεψε τα μαλλιά της, ύστερα σηκώθηκε καθώς το πρώτο φως της ημέρας μπήκε από το ανατολικό παράθυρο. Ένα χτύπημα ακούγεται στην πόρτα, ο Ανγκαράτο την ανοίγει. Μέσα στην ξύλινη κορνίζα που σχηματιζόταν ήταν μια όμορφη Νεράιδα - Ξωτικό. Τα μαύρα της μαλλιά και πέφτανε ελεύθερα στους ωμούς της, τα μάτια ήταν καστανά σαν ξύλο και το σώμα της λεπτό και λευκό καλυμμένο από ένα άσπρο φόρεμα , ήταν στα 20(συνομήλικη του Ανγκαράτο και της Ελυανε ), που λάμπει σαν διαμάντι το όνομά της είναι Σίλβα. Η Σίλβα η πρώτη ξαδέλφη του Ανγκαράτο και η καλύτερη του φίλη. Ανγκαράτο: Τι κάνεις ξαδερφούλα μου; Σίλβα: Καλά εσύ , τίποτα άκουσα κάτι για την αναμενόμενη συνάντηση των αντιπροσώπων της Λευκής Δύναμης και ήρθα να δω τι σημαίνει μιας που θα αντιπροσωπεύω τα Υψηλά Ξωτικά του Ομιχλιασμένου Ουρανού. Ανγκαράτο: Εγώ μια χαρά και ευτυχής που σε ξανά βλέπω. Τελικά σου έκαναν την τιμή να γίνεις ο αντιπρόσωπος τους. Ελπίζω να έχουμε και κανένα καλό νέο από εσάς γιατί εγώ μονό άσχημα νέα μπορώ να τους δώσω. Σίλβα: Γιατί τι συμβαίνει ξάδερφε; Ανγκαράτο: Κάτι επικίνδυνα ανησυχητικό συμβαίνει, οι ορδές των τελωνίων διασχίζουν την ύπαιθρο στον βορά.Απο το πέρασμα τους σφάζουν και καταστρέφουν τα πάντα. Σίλβα: Όντως είναι ανησυχητικό αυτό και δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ελυανε τι κάνεις; σε περιποιείται καλά βλέπω! Ελυανε: Καλά είμαι όπως βλέπεις, καλό περνάω. Έχεις πολύ καλό ξαδερφούλη. Σίλβα: Το ξέρω, όπως ξέρω πως σε αγαπάει. Ελυανε: Το ξέρω γι' αυτό τον αγαπώ τόσο. Ανγκαράτο: Ελατέ να πάρουμε το πρωινό μας. Είπε και κατέβηκαν της ξύλινες στριφογυριστές σκάλες. Προχώρησαν σε έναν διάδρομο φωτισμένο με φωτιστικά φτιαγμένα από αθραφτο Ηλείο , τα οποία είχαν σχήμα τριαντάφυλλου λευκού χρώματος. Οι τοίχοι ήταν γαλάζιοι. Λίγο αργότερα ο μικρός διάδρομος τελείωσε σε μια μεγάλη και ευρύχωρη καφέ πόρτα με σφαλισμένα τριαντάφυλλα πάνω της. Ο Ανγκαράτο την άνοιξε και μπήκαν μέσα. Βρήκαν μπροστά τους μια μεγάλη αίθουσα. Στην μέση της αίθουσας ήταν ένα μεγάλο και παλαιό κλαδί με πολλά μικρότερα κλαδιά με φύλλα να το περιτριγυρίζουν , ένα μεγάλο τραπέζι σχήματος φύλου λεμονιάς κτισμένο γύρο του, το φως του ήλιου έμπαινε από τα γύρω παράθυρα. Ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα περπατάνε και πάνε και κάθονται κοντά στην μύτη του τραπεζιού. Ο Ανγκαράτο κάθισε ανάμεσα στην Ελυανε και στην Σίλβα. Η Σίλβα ήταν στα αριστερά του και η Ελυανε στα δεξιά του. Η συζήτηση άρχισε καθώς και οι τρεις τους τρώγανε το πρωινό τους, σε λίγο ακούγατε η πόρτα και εισέρχεται μια όμορφη και μαυρομάλλα γυναικεία φιγούρα. Ήταν η βασίλισσα και μητέρα του Ανγκαράτο ένα όμορφο Ξωτικό - Νεράιδα με γαλανά μάτια και μακριά μαλλιά το όνομα της ήταν Αριέν. Η Αριέν κάθισε δίπλα στην Σίλβα αφού τους χαιρέτησε. Οι τρεις τους φάγανε το πρωινό τους. Λίγο μετά σηκώθηκαν από το τραπέζι και κατευθυνθήκαν προς την μεγάλη και βαριά πόρτα που οδηγούσε προς τον εξωτερικό διάδρομο.Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν βαμμένοι με απαλό γαλάζιο χρώμα. Στο ταβάνι κρέμονταν ανά δυο μέτρα τρία πολύφωτα ,οι οποίοι αποτελούνται από μικρότερα φωτιστικά με σχήμα λευκού τριαντάφυλλου. Οι τέσσερις τους βγήκαν από την τραπεζαρία και αφού η Αριέν τους χαιρέτησε πήγε στο δωμάτιο με τον θρόνο, ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα προχώρησαν προς το τέλος του διαδρόμου, οπού ένας από τους δύο φρουρούς άνοιξε την πόρτα. Πέρασαν την πόρτα. Οι τρεις τους προχώρησαν κι άλλο και βρέθηκαν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Το δωμάτιο από πίσω τους είχε δυο ξύλινες μεγάλες, οι οποίες σχημάτιζαν ένα μισοφέγγαρο , στις σκάλες αυτές ήταν απλωμένη μια μοκέτα με όμορφα χρώματα τα και σχέδια από πλάσματα και φυτά του δάσους. Κάτω από σημείο που ενώνονταν οι δυο σκάλες υπήρχε μια ξύλινη σκάλα η οποία οδηγούσε στους κάτω ορόφους και στις αποθήκες. Στην μέση της οροφής υπήρχε ένας μεγάλος πολυέλαιος. Απέναντι από τις σκάλες υπήρχε η μεγάλη και φαρδιά εξώπορτα, στην δυτική πλευρά του δωματίου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε προς την αίθουσα συνεδριάσεων και στην ανατολική μεριά του η υπάρχουσα πόρτα οδηγούσε προς το σαλόνι. Οι τρεις τους κατέβηκαν την δεξιά σκάλα στα γρήγορα και πορεύτηκαν προς την μεγάλη εξώπορτα. Εκεί οι 2 φρουροί του άνοιξαν και πέρασαν έξω. Η ολιγομελής παρέα βρέθηκε να πατάει πάνω σε μια μεγάλη και ευρύχωρη ξύλινη βεράντα. Η βεράντα όπως και το παλάτι ήταν χτισμένα πάνω σε ένα τεράστιο πεύκο, από την ξύλινη βεράντα μπορούσες να δεις με ευκολία τα μικροσκοπικά γαλάζια τριαντάφυλλα τα οποία αγκάλιαζαν τις ρίζες των τεράστιων πεύκων . Γύρω από τον μεγάλο και χοντρό κορμό του βασιλικού πεύκου (Το πεύκο στο οποίο πάνω ήταν χτισμένο το παλάτι) ήταν τυλιγμένη μια ξύλινη και ευρύχωρη σκάλα με αμέτρητα σκαλοπάτια. Η σκάλα ήταν σκεπασμένη με ένα σκέπαστρο φτιαγμένο από ξύλο και έχοντας ημικυκλικές καμάρες ανά δυο μέτρα , στην ένωση κάθε δυο συνεχόμενες κάμαρες υπήρχε ένας στύλος περίτεχνα σκαλισμένος και περιτριγυρισμένος από γαλάζια τριανταφυλλιά ο καθένας. Η παρέα διάβηκε την σκάλα και μετά από λίγα λεπτά την βρέθηκε να περπατάει ανάμεσα από τις ρίζες των τεράστιων πεύκων και να πατάει στο φρέσκο και μυρωδάτο χορτάρι. Η Ελυανε και ο Ανγκαράτο κρατήθηκαν και περπατήσαν αγκαλιασμένοι ενώ οι δυο τους συζητούσαν με την Σίλβα. Η γύρο περιοχή γέμισε με τα γέλια τους και τους χαιρετισμούς που αντάλλαξαν με τους κατοίκους του Γερακίσιου Λαγκαδιού, καθώς οι τρεις τους περπατούσαν κάτω από την σκιά των γιγαντιαίων πεύκων. Ένας γλυκός και δροσερός αγέρας σηκώθηκέ και χάιδεψε τα μεταξένια μαλλιά των Νεράιδο - Ξωτικών , μαζί με την δροσιά το άρωμα γαλάζιων τριαντάφυλλων ταξίδεψε στον ουρανό και μάγεψε τους πάντες τριγύρω. Οι Τρεις τους περπάτησαν μέχρι που έφτασαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο, με μια μεγάλη και γαλάζια λίμνη περιτριγυρισμένη από απεριόριστες ροζ μαργαρίτες. Ο Ανγκαράτο προχώρησε πιο μπροστά, τραβώντας απαλά το χέρι της Ελυανε. Προχώρησαν λίγα μέτρα με την Σίλβα να τους ακολουθεί λίγα βήματα πιο πίσω. Ξαφνικά στην παρέα προστέθηκε ένα ακόμα μέλος. Είναι ένα Ξωτικό του Δάσους με κόκκινα μαλλιά και γαλάζια ματιά το όνομα του ήταν Νίμους. Νίμους: Τι κάνεις φίλε μου , Ανγκαράτο ; έχω καιρό να σε δω. Ανγκαράτο: Καλά και εγώ, Δεν έτυχε να έρθω στο βασίλειο του πατέρα σου. Νίμους: Δεν πειράζει, Τι κάνεις Σίλβα γλυκιά μου ομορφαίνεις κάθε μέρα. Σίλβα: Καλά ελπίζω και εσύ , ευχαριστώ μια χαρά φαίνεσαι. Νίμους: Καλά είμαι ελπίζω να περνάτε καλά , Ελυανε καλά είσαι; Βλέπω πως ανθίζεις κάθε μέρα. Ελυανε: Ευχαριστώ , περνάω καλά είμαι με τον αγαπημένο μου. Νίμους: Το ξέρω. Ελυανε: Άντε να δούμε εσένα και την Σίλβα μαζί. Νίμους: Μακάρι αν το θέλει και αυτή. Ελυανε: Το ξέρω και θα ήταν υπέροχο αν συμβεί κάτι τέτοιο. Η συζήτηση τελείωσε και η ενώ η Σίλβά ήταν λίγα βήματα μακριά και κοίταξε τα γύρω λουλούδια σκεπτική. Το τραγούδι των γύρω πουλιών συνόδεψε την τετραμελή παρέα στον περίπατο της. Σε λίγα λεπτά η παρέα συγκεντρώθηκε μπροστά στην σκεπασμένη από γρασίδι όχθη της λίμνης. Μετά η παρέα κάθισε στο καταπράσινο γρασίδι τα πουλιά τραγουδούσαν και τα λουλούδια γέμιζαν την ατμόσφαιρα με το άρωμα τους. Η Ελυανε ξάπλωσε στην αγκαλιά του Ανγκαράτο φιλώντας τον στο στόμα. Η Σίλβα τους κοίταξε και χαμογέλασε. Νίμους: Αν δεν ενοχλώ, μάθατε τίποτα για την αναμενόμενη συνάντηση. Ανγκαράτο: Είναι η συνάντηση των αντιπροσώπων της συμμαχίας, για να αποφασίσουν αν θα πάμε σε πόλεμο και πότε. Νίμους: Αληθεύει δηλαδή, αυτό που άκουσα. Ανγκαράτο: Τι άκουσες; Νίμους: Ότι orcs και τελώνια λεηλατούν όλες τις νότιες περιοχές. Ανγκαράτο: Όχι μόνο στις νότιες άλλα και τις ανατολικές περιοχές της Αεριόνια. Πρόσφατά έχω ακούσει από έμπιστες πυγές. Επίσης , ότι τα Σκοτεινά Ξωτικά, orcs και τα τελώνια συμμάχησαν. Είπε κι έριξε ένα σκεπτικό βλέμμα αριστερά του Νίμους.[/size] Νίμους: Αυτό είναι άσχημα νέα. Σύμφωνα με τα νέα σου έχουμε μεγάλο πρόβλημα. Ανγκαράτο: Το ξέρω θα βρεθεί τρόπος να το αντιμετωπίσουμε , αρκεί να καταφέρουμε να συμμετέχουν όλα τα βασίλεια της συμμαχίας. Νίμους: Ναι το γνωρίζω. Δεν θα συμφωνήσουν εύκολα ιδιαίτερα τώρα, που ζητήσατε εσύ και η μητέρα σου από τους νάνους της Χρυσής Πόλης με το οποίους δεν έχουν και καλές σχέσεις με τα ξωτικά , ειδικά τα Υψηλά Ξωτικά και τα Βρύκο - Ξωτικά. Ανγκαράτο: Το ξέρω άλλα θα δούμε τι θα κάνουμε για αυτό. Τουλάχιστον τα δύο από τα τρία βασίλεια των ανθρώπων είναι μαζί μας. Το τρίτο βασίλειο έχει συμμαχήσει με τα orcs, τελώνια και τα σκοτεινά Ξωτικά. Επίσης έχουμε εξασφαλίσει την συμμετοχή του βασιλείου σου. Νίμους: Σωστά είναι τα λεγόμενα σου. Εκτός από την συμμετοχή του βασιλείου μου και μερικών από των ανθρώπων θα έχεις την συμμετοχή της Χρυσής Πόλης. Ανγκαράτο: Ας τα αφήσουμε αυτά όμως και ας ηρεμίσουμε. Νίμους: Είστε πολύ ήσυχες τώρα τελευταία, σκέφτεστε κάτι; Ελυανε: Τίποτα το σοβαρό εκτός από τον Ανγκαράτο μου. Νίμους: Είσαι αξιολάτρευτη! Εσύ τι σκέφτεσαι Σίλβα ; Σίλβα: Τίποτα το σημαντικό απλώς σκέφτομαι. Νίμους: Αν θέλεις μην μας λες. Είπε καθώς οι τέσσερις τους ήταν ξαπλωμένοι σε έναν κορμό πεύκου. Η Ελυανε ξάπλωσε στην αγκαλιά του Ανγκαράτο και τον φίλησε. Σκοτεινά σύννεφα καλύψάν τον ήλιο. Ένα ελαφρό αεράκι σηκώθηκέ και έφερε μαζί του μικρές και λιγοστές αρχικά , αλλά περισσότερες σταγόνες αργότερα. Νίμους: Χρειαζόμαστε μια σπηλιά και γρήγορα μήπως ξέρει κανείς ; Ανγκαράτο: Έχει εδώ κοντά γύρω στα 5 λεπτά με τα πόδια. Ελυανε: Τότε ας πάμε. Είπε και όλοι τους αφού κάλυψαν το κεφάλι τους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ymeο gamawa Posted February 3, 2006 Share Posted February 3, 2006 awesome!~~ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 3, 2006 Author Share Posted February 3, 2006 ευχαριστώ θα προσπαθησω τα επομενα κομματια να γινουν πιο καλα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted February 4, 2006 Share Posted February 4, 2006 Κατ' αρχήν η ιστορία μου άρεσε, μπορώ να πω μου άρεσαν και τα ονόματα αν και συνήθως έχω πρόβλημα σ' αυτό το τελευταίο. Διέκρινα ορισμένες όμορφες εικόνες: "Το δωμάτιο ήταν αρκετό ευρύχωρο με μεγάλα παράθυρα τα οποία έμοιαζαν με μεγάλα φύλλα λεμονιάς. Το φως του φεγγαριού ταξίδευε μέσα από τα παράθυρα και σχημάτιζε το σχήμα των μαζεμένων κουρτινών στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου." "Το φύλλωμα των τριγύρω πεύκων χόρευε καθώς οι πεσμένες πευκοβελόνες ταξίδευαν στον δυνατό αέρα." "Στο ταβάνι κρέμονταν ανά δυο μέτρα τρία πολύφωτα ,τα οποία αποτελούνταν από μικρότερα φωτιστικά με σχήμα λευκού τριαντάφυλλου." "Η βεράντα όπως και το παλάτι ήταν χτισμένα πάνω σε ένα τεράστιο πεύκο" "Η γύρω περιοχή γέμισε με τα γέλια τους και τους χαιρετισμούς που αντάλλαξαν με τους κατοίκους του Γερακίσιου Λαγκαδιού" ,καθώς και μερικές ακόμα στο ίδιο στυλ. Εννοείται ότι πάντα είμαι fan ιστοριών με δράκους, ξωτικά, φύλακες του δάσους, επελάσεις ορκ, ομιχλιασμένους πύργους κτλ κτλ Επίσης μου έδωσε την αίσθηση ότι διάβαζα κάτι σαν λαικό παραμύθι, ένα "δημοτικό" τραγούδι των ξωτικών. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 4, 2006 Author Share Posted February 4, 2006 χαιρομαι που σε αρεσε , αυτα που ειναι σε εισαγωγικα σου αρεσαν; ή εχουν καποιο λάθος; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Arachnida Posted February 4, 2006 Share Posted February 4, 2006 Είναι απ' τις εικόνες που μου άρεσαν εννοείται. Είδαι μέλος από το 2004 και έχεις κάνει μόνο 5 post; Πώς κι έτσι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 4, 2006 Author Share Posted February 4, 2006 Ειμουν αππασχολημενος ολο και με κατι.. και ξεχασα οτι υπηρχε ο ιστιο χωρος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ymeο gamawa Posted February 4, 2006 Share Posted February 4, 2006 Ειδες αριγκατο που σου τα ελεγα? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 4, 2006 Author Share Posted February 4, 2006 Οντως το είχα ξεχάσει... θα βαλω την συννεχεια οταν κανω κατι διορθωσεις στους διαλογους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 28, 2006 Author Share Posted February 28, 2006 (edited) Η παρόυσα δημοσίευση δεν είναι τιποτα παραπάνω απο το πρωτο post του παρντως thread διορθωμένο σε διαλόγους δεν μπορεσα να το κανω edit Κεφάλαιο 1- Η Συνάντηση Στην Αεριόνια όλα κυλούσαν ειρηνικά, τα πούλια τραγουδούσαν στα μεγάλα και πυκνά δάση της. Αυτή την απέραντη ευτυχία ήρθαν να ταράξουν τα σχέδια της Σκοτεινής Αυτοκρατορίας και οι σκοτεινοί της μάγοι, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στον Πύργο των Καταραμένων για να βρουν τρόπους να καταστρέψουν την Αεριόνια. Την ίδια στιγμή στο Λαγκάδι του Γερακιού (Πρωτεύουσα του Δάσος των Ξεχασμένων Ψυχών) η νύχτα περνούσε ήσυχα και ήρεμα. Μέσα σε ένα δωμάτιο του παλατιού κοιμόταν ένας σκληραγωγημένος Φύλακας - Ξωτικό , ο οποίος ήταν γνωστός ως Ανγκαράτο Σούριον στους στενούς του φίλους όμως σε άλλους ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα, όπως ο Ασημένιος Φύλακας. Το δωμάτιο ήταν αρκετό ευρύχωρο με μεγάλα παράθυρα τα οποία έμοιαζαν με μεγάλα φύλα λεμονιάς. Το φως του φεγγαριού ταξίδευε μέσα από τα παράθυρα και σχημάτιζε το σχήμα των μαζεμένων κουρτινών στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Αριστερά της πόρτας ,η οποία ήταν περίτεχνα σκαλισμένη και με το ίδιο σχήμα με τα παράθυρα , βρίσκονταν μια συρταριέρα φτιαγμένη από ξύλο βελανιδιάς, η οποία είχε ύψος περίπου 1,5 μέτρο και πλάτος 2 μέτρα, λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα άνετο κρεβάτι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς με διάφορες παραστάσεις δένδρων και ζωών πάνω του. Δεξιά της συρταριέρας υπήρχε ένα πέτρινο τζάκι με διάφορες σκηνές από ζώα και φυτά του δάσους σκαλισμένες πάνω του, οι οποίες δέχονταν ένα κιτρινωπό φως εκείνη την στιγμή από τις δυο λυχνίες αθραφτου Ηλείου που φεγγοβολούσαν Οι λυχνίες είχαν σχήμα τριαντάφυλλου και ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Απέναντι από την συρταριέρα βρισκόταν τοποθετημένο ακριβώς στην μέση του δωματίου ένα μικρό τραπέζι με ένα βάζο ΅ε γαλάζια τριαντάφυλλα, τα οποία μάγεψαν τους πάντες με το άρωμα τους. Το πρόσωπο της σκληραγωγημένης φιγούρας ήταν ανήσυχο ενώ φωτιζόταν από τις λυχνίες. Τα μάτια του τρέμανε λόγω του ονείρου που έβλεπε. <<Ήταν σκοτάδι, η πεδιάδα τριγύρω ξεχώριζε ΅ε δυσκολία από τα γύρο σκοτεινά δάση. Μια ορδή από orcs και Τελώνια την διέσχιζαν. ο ήχος από το βάδισμα τους ήταν εκκωφαντικός καθώς οι σκιές ήταν τρομακτικά μεγάλες. Σε λίγα λεπτά η ορδή θα έφτανε στον προορισμό της, ένα κοντινό χωρίο ανθρώπων. Οι σκιές των Τελωνίων σκέπασαν την τριγύρω περιοχή του χωρίου, η ορδή από Τελώνια και orcs εισβάλουν γρήγορα σε ομάδες από τους γύρο λόφους. Κραυγές ηχούν στον αέρα καθώς τα Τελώνια σφάζουν γυναικόπαιδα και πολεμιστές που μάταια προσπαθούν να προστατέψουν το χωρίο πολεμώντας για ώρες. Η μάχη τελείωσε με άσχημες συνέπειες για τους ανθρώπους ,μερικοί από αυτούς πουλήθηκαν για σκλάβοι άλλοι δολοφονήθηκαν.>> Ο Ανγκαράτο Σούριον ξύπνησε απότομα λουσμένος στον ιδρώτα. Στο πρόσωπο του είχε ζωγραφισμένη την αγονία. Σηκώνεται, έξω είναι νύχτα ,τα πάντα στην πόλη καλύπτονταν με ένα απαλό γαλάζιο χρώμα να χαϊδεύει τα πάντα τριγύρω. Το φύλλωμα των τριγύρω πεύκων χόρευε καθώς οι πεσμένες πευκοβελόνες ταξίδευαν στον δυνατό αέρα. Ο Ανγκαράτο κοιτούσε σκεπτικός έξω από το παράθυρο καθώς εισήλθε στο σωμάτιο ένα πανέμορφο Ξωτικό - Νεράιδα γνωστό ως Ελυανε Νιριοθελ. Τα μαύρα της μαλλιά στόλιζαν το όμορφο λευκό της πρόσωπο ενώ τα καστανά της μάτια είχαν μια απαλή λευκή λάμψη. Το γαλάζιο φόρεμα της έδενε ωραία με το πανέμορφο λευκό της δέρμα. Η Ελυανε πηγαίνει κοντά του, τον κοιτάει στα μάτια και των φιλάει με πάθος. Υστέρα ο Ανγκαράτο την χαϊδεύει στο πρόσωπο, πιάνει το χέρι της και το φυλά υστέρα πάνε και κάθονται σε έναν τριπλό καναπέ. Ο καναπές ήταν φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς και καλυμμένους από δέρμα, είχε μαύρο χρώμα και ορθογώνιο σχήμα με χερούλια σαν φύλο λεμονιάς. Ο Ανγκαράτο κάθισε στην δεξιά μεριά του καναπέ με την πλάτη του ν είναι γερμένη στο δεξιό χερούλι του καναπέ, τα πόδια του ήταν ανοιχτά αρκετά για να ξαπλώσει αρκετά άνετα η Ελυανε. Η Ελυανε ήταν ξαπλωμένη αναπαυτικά στην αγκαλιά του και χαμογελούσε από την χαρά της. Ο Ανγκαράτο έσκυψε και την φίλησε στο στόμα με πάθος, η Ελυανε σήκωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. <<Τι έχεις αγάπη μου και είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα, είδα το φως στο δωματίου σου αναμμένο και ανησύχησα.>> Είπε η Ελυανε με ανήσυχο βλέμμα στον αγαπημένο της. <<Τίποτα καρδιά μου απλώς είδα έναν εφιάλτη και ξύπνησα. Μην ανησυχείς αγαπούλα μου.>> Είπε ο Ανγκαράτο προσπαθώντας να την καθησυχάσει. <<Καλά αγαπούλα μου , μου λες τουλάχιστον τι όνειρο είδες αγάπη μου.>> Είπε η Ελυανε με το βλέμμα της καρφωμένο στον Ανγκαράτο. Κι ο Ανγκαράτο άρχισε να διηγείται το όνειρο του. <<Αγάπη μου μην ανησυχείς ένα όνειρο είναι μονό. Γύρε στην αγκαλιά μου θέλω φιλί.>> Είπε η Ελυανε με μια φωνή γεμάτη τρυφερότητα στην χροιά της. Ο Ανγκαράτο την φίλησε και ύστερα της χάιδεψε τα μαλλιά της, ύστερα σηκώθηκε καθώς το πρώτο φως της ημέρας μπήκε από το ανατολικό παράθυρο. Ένα χτύπημα ακούγεται στην πόρτα, ο Ανγκαράτο την ανοίγει. Μέσα στην ξύλινη κορνίζα που σχηματιζόταν ήταν μια όμορφη Νεράιδα - Ξωτικό. Τα μαύρα της μαλλιά και πέφτανε ελεύθερα στους ωμούς της, τα μάτια ήταν καστανά σαν ξύλο και το σώμα της λεπτό και λευκό καλυμμένο από ένα άσπρο φόρεμα , ήταν στα 20(συνομήλικη του Ανγκαράτο και της Ελυανε ), που λάμπει σαν διαμάντι το όνομά της είναι Σίλβα. Η Σίλβα η πρώτη ξαδέλφη του Ανγκαράτο και η καλύτερη του φίλη. <<Τι κάνεις ξαδερφούλα μου;>> Είπε ο Ανγκαράτο καθώς κοίταξε την Σίλβα με ένα χαμόγελο, και με μια λάμψη στα μάτια του. <<Καλά εσύ , τίποτα άκουσα κάτι για την αναμενόμενη συνάντηση των αντιπροσώπων της Λευκής Δύναμης και ήρθα να δω τι σημαίνει μιας που θα αντιπροσωπεύω τα Υψηλά Ξωτικά του Ομιχλιασμένου Ουρανού.>> Είπε η Σίλβα και ανταπέδωσε το βλέμμα και το χαμόγελο στον Ανγκαράτο. <<Εγώ μια χαρά και ευτυχής που σε ξανά βλέπω. Τελικά σου έκαναν την τιμή να γίνεις ο αντιπρόσωπος τους. Ελπίζω να έχουμε και κανένα καλό νέο από εσάς γιατί εγώ μονό άσχημα νέα μπορώ να τους δώσω.>> Είπε ο Ανγκαράτο κοιτώντας τον ορίζοντα προβληματισμένος. <<Γιατί τι συμβαίνει ξάδερφε;>> Είπε η Σίλβα και κοίταξε προς το μέρος που κοιτούσε ο Ανγκαράτο. <<Κάτι επικίνδυνα ανησυχητικό συμβαίνει, οι ορδές των τελωνίων διασχίζουν την ύπαιθρο στην δύση και τον νότο. Από το πέρασμα τους σφάζουν και καταστρέφουν τα πάντα.>> Είπε ο Ανγκαράτο κοιτώντας κάπου στο άπειρο δάσος των σκέψεων του. <<Όντως είναι ανησυχητικό αυτό και δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ελυανε τι κάνεις; σε περιποιείται καλά βλέπω!>> Είπε η Σίλβα αλλάζοντας σε ένα πιο ευχάριστο θέμα. <<Καλά είμαι όπως βλέπεις, καλό περνάω. Έχεις πολύ καλό ξαδερφούλη.>> Είπε η Ελυανε κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. <<Το ξέρω, όπως ξέρω πως σε αγαπάει.>> Είπε η Σίλβα προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της. <<Το ξέρω γι' αυτό τον αγαπώ τόσο.>> Είπε η Ελυανε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του Ανγκαράτο. <<Ελατέ να πάρουμε το πρωινό μας.>> Είπε ο Ανγκαράτο και κατέβηκαν της ξύλινες στριφογυριστές σκάλες. Προχώρησαν σε έναν διάδρομο φωτισμένο με φωτιστικά φτιαγμένα από αθραφτο Ηλείο , τα οποία είχαν σχήμα τριαντάφυλλου λευκού χρώματος. Οι τοίχοι ήταν γαλάζιοι. Λίγο αργότερα ο μικρός διάδρομος τελείωσε σε μια μεγάλη και ευρύχωρη καφέ πόρτα με σφαλισμένα τριαντάφυλλα πάνω της. Ο Ανγκαράτο την άνοιξε και μπήκαν μέσα. Βρήκαν μπροστά τους μια μεγάλη αίθουσα. Στην μέση της αίθουσας ήταν ένα μεγάλο και παλαιό κλαδί με πολλά μικρότερα κλαδιά με φύλλα να το περιτριγυρίζουν , ένα μεγάλο τραπέζι σχήματος φύλου λεμονιάς κτισμένο γύρο του, το φως του ήλιου έμπαινε από τα γύρω παράθυρα. Ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα περπατάνε και πάνε και κάθονται κοντά στην μύτη του τραπεζιού. Ο Ανγκαράτο κάθισε ανάμεσα στην Ελυανε και στην Σίλβα. Η Σίλβα ήταν στα αριστερά του και η Ελυανε στα δεξιά του. Η συζήτηση άρχισε καθώς και οι τρεις τους τρώγανε το πρωινό τους, σε λίγο ακούγατε η πόρτα και εισέρχεται μια όμορφη και μαυρομάλλα γυναικεία φιγούρα. Ήταν η βασίλισσα και μητέρα του Ανγκαράτο ένα όμορφο Ξωτικό - Νεράιδα με γαλανά μάτια και μακριά μαλλιά το όνομα της ήταν Αριέν. Η Αριέν κάθισε δίπλα στην Σίλβα αφού τους χαιρέτησε. Οι τρεις τους φάγανε το πρωινό τους. Λίγο μετά σηκώθηκαν από το τραπέζι και κατευθυνθήκαν προς την μεγάλη και βαριά πόρτα που οδηγούσε προς τον εξωτερικό διάδρομο. Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν βαμμένοι με απαλό γαλάζιο χρώμα. Στο ταβάνι κρέμονταν ανά δυο μέτρα τρία πολύφωτα ,οι οποίοι αποτελούνται από μικρότερα φωτιστικά με σχήμα λευκού τριαντάφυλλου. Οι τέσσερις τους βγήκαν από την τραπεζαρία και αφού η Αριέν τους χαιρέτησε πήγε στο δωμάτιο με τον θρόνο, ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα προχώρησαν προς το τέλος του διαδρόμου, οπού ένας από τους δύο φρουρούς άνοιξε την πόρτα. Πέρασαν την πόρτα. Οι τρεις τους προχώρησαν κι άλλο και βρέθηκαν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Το δωμάτιο από πίσω τους είχε δυο ξύλινες μεγάλες, οι οποίες σχημάτιζαν ένα μισοφέγγαρο , στις σκάλες αυτές ήταν απλωμένη μια μοκέτα με όμορφα χρώματα τα και σχέδια από πλάσματα και φυτά του δάσους. Κάτω από σημείο που ενώνονταν οι δυο σκάλες υπήρχε μια ξύλινη σκάλα η οποία οδηγούσε στους κάτω ορόφους και στις αποθήκες. Στην μέση της οροφής υπήρχε ένας μεγάλος πολυέλαιος. Απέναντι από τις σκάλες υπήρχε η μεγάλη και φαρδιά εξώπορτα, στην δυτική πλευρά του δωματίου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε προς την αίθουσα συνεδριάσεων και στην ανατολική μεριά του η υπάρχουσα πόρτα οδηγούσε προς το σαλόνι. Οι τρεις τους κατέβηκαν την δεξιά σκάλα στα γρήγορα και πορεύτηκαν προς την μεγάλη εξώπορτα. Εκεί οι 2 φρουροί του άνοιξαν και πέρασαν έξω. Η ολιγομελής παρέα βρέθηκε να πατάει πάνω σε μια μεγάλη και ευρύχωρη ξύλινη βεράντα. Η βεράντα όπως και το παλάτι ήταν χτισμένα πάνω σε ένα τεράστιο πεύκο, από την ξύλινη βεράντα μπορούσες να δεις με ευκολία τα μικροσκοπικά γαλάζια τριαντάφυλλα τα οποία αγκάλιαζαν τις ρίζες των τεράστιων πεύκων . Γύρω από τον μεγάλο και χοντρό κορμό του βασιλικού πεύκου (Το πεύκο στο οποίο πάνω ήταν χτισμένο το παλάτι) ήταν τυλιγμένη μια ξύλινη και ευρύχωρη σκάλα με αμέτρητα σκαλοπάτια. Η σκάλα ήταν σκεπασμένη με ένα σκέπ Edited February 28, 2006 by angarato_surion Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 Αν και ακόμα δεν έχουν διορθωθεί όλα του τα προβλήματα, edit με το edit η ιστορία γίνεται όλο και καλύτερη. Εδώ οι διάλογοι δίνουν μια ζωντάνια που έλειπε από την αρχική έκδοση. Συνέχισε, είσαι σε πολύ καλό δρόμο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 28, 2006 Author Share Posted February 28, 2006 ευχαριστώ η συνεχεια στο 2ο κεφαλαιο θα εχει πιο τρελη υποθεση... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
ymeο gamawa Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 οh god... Δε μιλαει κανεις ε; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 Να μιλήσω λοιπόν... Υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον τόπικ το Ρήματα Διαλόγου , όπου θα μπορούσες να βρεις μαζεμένα ρηματάκια, για να αποφύγεις τα επαναλαμβανόμενα "είπε" που χαλάνε τη ροή του κειμένου. Επίσης angarato, θα μπορούσες να χωρίζεις τις σκηνές με αστεράκια ή τελίτσες ή παύλες, ώστε να μη χρειάζεται να βάζεις μεγάλα κενά διαστήματα. Οι παράγραφοι σου θέλουν λίγη προσοχή, δεν είναι πάντα ξεκάθαρο το γιατί έχεις αλλάξει παράγραφο, ή γιατί πας από κάτω και γράφεις μια φράση μόνη της σε ξεχωριστή γραμμή. Στυλιστικά δεν είναι άσχημο, απλά πρέπει να υπάρχει ένας λόγος για αυτό. Τώρα για την ίδια την ιστορία, δεν έχω να πω και πολλά. Τραβηχτική είναι, αρκετά, διαβάζεται εύκολα κι ευχάριστα. Σου εύχομαι καλή συνέχεια, με το επόμενο! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 Δεν το διάβασα όλο, αλλά ο τρόπος που γράφεις διαλόγους έχει πρόβλημα. Πχ, αυτό-- <<Καλά είμαι όπως βλέπεις, καλό περνάω. Έχεις πολύ καλό ξαδερφούλη.>> Είπε η Ελυανε κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. --δεν είναι σωστά γραμμένο. Κατ'αρχήν, δεν χρειάζονται πλάγια γράμματα. Τα πλάγια γράμματα τα βάζεις μόνο α) για να δείξεις άμεσες σκέψεις χαρακτήρων β) για να τονίσεις μια λέξη ή φράση γ) για να δείξεις ότι η φωνή κάποιου αλλοιώνεται. δ) σε άλλες, πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις Επίσης, πριν από το "είπε" δε βάζεις τελεία. Βάζεις κόμμα, γιατί η πρότασή σου συνεχίζεται, δεν τελειώνει. Τέλος, καλό είναι να βάζεις κανονικά εισαγωγικά, όχι αυτά τα πράγματα (< >) που βγάζουν μάτι. Δες πώς έπρεπε να ήταν γραμμένο αυτό το κομμάτι διαλόγου, για να είναι λογοτεχνικά αποδεκτό: "Καλά είμαι, όπως βλέπεις. Καλά περνάω. Έχεις πολύ καλό, ξαδερφούλη," είπε η Ελυανε, κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο, ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. Αυτά όσον αφορά τη μορφή. Τώρα, η φράση "Εχεις πολύ καλό, ξαδελφούλη" δε νομίζω ότι βγάζει πολύ νόημα. (Λέμε ποτέ σε κάποιον "Έχεις πολύ καλό;" ) Τεσ'πα', αυτό είναι άλλο θέμα... Ήθελα να σου πω μόνο για τη μορφή των διαλόγων. Όταν καταφέρω να διαβάσω το κείμενο, θα σου πω και άλλα σχόλια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 28, 2006 Author Share Posted February 28, 2006 (edited) Δεν το διάβασα όλο, αλλά ο τρόπος που γράφεις διαλόγους έχει πρόβλημα. Πχ, αυτό-- <<Καλά είμαι όπως βλέπεις, καλό περνάω. Έχεις πολύ καλό ξαδερφούλη.>> Είπε η Ελυανε κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. --δεν είναι σωστά γραμμένο. Κατ'αρχήν, δεν χρειάζονται πλάγια γράμματα. Τα πλάγια γράμματα τα βάζεις μόνο α) για να δείξεις άμεσες σκέψεις χαρακτήρων β) για να τονίσεις μια λέξη ή φράση γ) για να δείξεις ότι η φωνή κάποιου αλλοιώνεται. δ) σε άλλες, πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις Επίσης, πριν από το "είπε" δε βάζεις τελεία. Βάζεις κόμμα, γιατί η πρότασή σου συνεχίζεται, δεν τελειώνει. Τέλος, καλό είναι να βάζεις κανονικά εισαγωγικά, όχι αυτά τα πράγματα (< >) που βγάζουν μάτι. Δες πώς έπρεπε να ήταν γραμμένο αυτό το κομμάτι διαλόγου, για να είναι λογοτεχνικά αποδεκτό: "Καλά είμαι, όπως βλέπεις. Καλά περνάω. Έχεις πολύ καλό, ξαδερφούλη," είπε η Ελυανε, κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο, ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. Αυτά όσον αφορά τη μορφή. Τώρα, η φράση "Εχεις πολύ καλό, ξαδελφούλη" δε νομίζω ότι βγάζει πολύ νόημα. (Λέμε ποτέ σε κάποιον "Έχεις πολύ καλό;" ) Τεσ'πα', αυτό είναι άλλο θέμα... Ήθελα να σου πω μόνο για τη μορφή των διαλόγων. Όταν καταφέρω να διαβάσω το κείμενο, θα σου πω και άλλα σχόλια. τα κανονικα εισαγωγικα ειναι τα << ετσι μου διδαξαν στο σχολιο, τα πλαγια γραμματα τα εκανα γιανα ξεχωριζει απο το υπολοιπο κείμενο. παντως εχω ακουσει να λενε εχεις πολυ καλο αντρα, πολυ καλη γυναικα κτλπ... επίσης τα κενα δεν ηταν ετσι στο word αρχειο εδω δεν ξερω γιατι εγιναν ετσι εγω απλως εκανα copy paste. Edited February 28, 2006 by angarato_surion Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 Α! οπότε το "ξαδερφούλη", δεν είναι κλιτική προσφόνηση, άρα ρε συ δε θέλει κόμμα πριν. Μπερδεύει, κι εγώ ήθελα να σε ρωτήσω τι ακριβώς θέλεις να πεις εκεί. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted February 28, 2006 Share Posted February 28, 2006 τα κανονικα εισαγωγικα ειναι τα << ετσι μου διδαξαν στο σχολιο, Στο σχολείο μάς λένε πολλές μλκίες. :Ρ Βασικά, δε σου είπα να μη βάζεις αυτού του είδους τα εισαγωγικά (« »). Σου είπα να μη βάζεις τα μαθηματικά σύμβολα μικρότερο-μεγαλύτερο (< >), γιατί είναι άκομψα. τα πλαγια γραμματα τα εκανα γιανα ξεχωριζει απο το υπολοιπο κείμενο. Τώρα θα το ξέρεις, λοιπόν. Δεν υπάρχει λόγος να το διαχωρίζεις από το υπόλοιπο κείμενο. Ο διάλογος είναι μέρος της ιστορίας σου' δεν είναι κάτι έξω από αυτήν. παντως εχω ακουσει να λενε εχεις πολυ καλο αντρα, πολυ καλη γυναικα κτλπ... Έχεις δίκιο. Εγώ κατάλαβα κάτι άλλο διαβάζοντάς το, επειδή δεν είχα διαβάσει και το υπόλοιπο κείμενο. Σβήσε το κόμμα πριν από το "ξαδελφούλη". Δικό μου λάθος. επίσης τα κενα δεν ηταν ετσι στο word αρχειο εδω δεν ξερω γιατι εγιναν ετσι εγω απλως εκανα copy paste. Μικρό το κακό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted February 28, 2006 Author Share Posted February 28, 2006 μα δεν εβαλα παντου τα <> αλλα τα <<>> στο πληκτρολογιο δεν υπαρχει πληκτρο « με αυτους τους χαρακτηρες Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 1, 2006 Share Posted March 1, 2006 Αν δουλεύεις σε Word και γράφεις ελληνικά, τότε τα εισαγωγικά αμέσως μετατρέπονται σε (« ») όταν πατάς το πλήκτρο ("). Πάντως, σε περίπτωση που δεν μπορείς να βάλεις τέτοια εισαγωγικά (« »), πιο καλά να βάζεις τα κλασικά (" "). Είναι πιο φιλικά στο μάτι. Πχ, όταν πληκτρολογώ στο sff.gr, δεν μπορώ να βάλω (« »), εκτός αν κάνω copy/paste από Word, γιατί δεν το υποστηρίζει άμεσα το πρόγραμμα. Λεπτομέρεια, δε λέω. Αλλά, αφού σχολίασα τον τρόπο που γράφεις διάλογο, συμπεριέλαβα όλα τα σημεία που πιστεύω ότι μπορείς να βελτιωθείς. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted March 2, 2006 Author Share Posted March 2, 2006 Αν δουλεύεις σε Word και γράφεις ελληνικά, τότε τα εισαγωγικά αμέσως μετατρέπονται σε (« ») όταν πατάς το πλήκτρο ("). Πάντως, σε περίπτωση που δεν μπορείς να βάλεις τέτοια εισαγωγικά (« »), πιο καλά να βάζεις τα κλασικά (" "). Είναι πιο φιλικά στο μάτι. Πχ, όταν πληκτρολογώ στο sff.gr, δεν μπορώ να βάλω (« »), εκτός αν κάνω copy/paste από Word, γιατί δεν το υποστηρίζει άμεσα το πρόγραμμα. Λεπτομέρεια, δε λέω. Αλλά, αφού σχολίασα τον τρόπο που γράφεις διάλογο, συμπεριέλαβα όλα τα σημεία που πιστεύω ότι μπορείς να βελτιωθείς. δεν το ηξερα οτι γινεται αυτο εδω καπου 10 χρονια δεν ειχα ακουστα οτι βγαινει αυτος ο χαρακτηρας επειδη δεν υπηρχε στο πληκτρολογιο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted March 2, 2006 Share Posted March 2, 2006 Ξεκαθάρισα λίγο το τόπικ εδώ. Αν κάποιος έχει τις οποιεσδήποτε αντιρήσεις, θα χαρώ να τις συζητήσω μαζί του, αλλά θα τις διαβάσω αν και μόνο αν είναι σε προσωπικό μήνυμα, εφόσον εδώ συζητάμε την ιστορία την ίδια και τίποτα άλλο παρεμφερές. Ευχαριστώ πολύ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
angarato_surion Posted March 31, 2006 Author Share Posted March 31, 2006 (edited) εδω ειναι η ιστορια μου διορθωμενη Στην Αεριόνια όλα κυλούσαν ειρηνικά, τα πούλια τραγουδούσαν στα μεγάλα και πυκνά δάση της. Αυτή την απέραντη ευτυχία ήρθαν να ταράξουν τα σχέδια της Σκοτεινής Αυτοκρατορίας και οι σκοτεινοί της μάγοι, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στον Πύργο των Καταραμένων για να βρουν τρόπους να καταστρέψουν την Αεριόνια. Την ίδια στιγμή στο Λαγκάδι του Γερακιού (Πρωτεύουσα του Δάσος των Ξεχασμένων Ψυχών) η νύχτα περνούσε ήσυχα και ήρεμα. Μέσα σε ένα δωμάτιο του παλατιού κοιμόταν ένας σκληραγωγημένος Φύλακας - Ξωτικό , ο οποίος ήταν γνωστός ως Ανγκαράτο Σούριον στους στενούς του φίλους όμως σε άλλους ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα, όπως ο Ασημένιος Φύλακας. Το δωμάτιο ήταν αρκετό ευρύχωρο με μεγάλα παράθυρα τα οποία έμοιαζαν με μεγάλα φύλα λεμονιάς. Το φως του φεγγαριού ταξίδευε μέσα από τα παράθυρα και σχημάτιζε το σχήμα των μαζεμένων κουρτινών στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Αριστερά της πόρτας ,η οποία ήταν περίτεχνα σκαλισμένη και με το ίδιο σχήμα με τα παράθυρα , βρίσκονταν μια συρταριέρα φτιαγμένη από ξύλο βελανιδιάς, η οποία είχε ύψος περίπου 1,5 μέτρο και πλάτος 2 μέτρα, λίγο πιο πέρα υπήρχε ένα άνετο κρεβάτι φτιαγμένο από ξύλο βελανιδιάς με διάφορες παραστάσεις δένδρων και ζωών πάνω του. Δεξιά της συρταριέρας υπήρχε ένα πέτρινο τζάκι με διάφορες σκηνές από ζώα και φυτά του δάσους σκαλισμένες πάνω του, οι οποίες δέχονταν ένα κιτρινωπό φως εκείνη την στιγμή από τις δυο λυχνίες αθραφτου Ηλείου που φεγγοβολούσαν Οι λυχνίες είχαν σχήμα τριαντάφυλλου και ανοιχτό γαλάζιο χρώμα. Απέναντι από την συρταριέρα βρισκόταν τοποθετημένο ακριβώς στην μέση του δωματίου ένα μικρό τραπέζι με ένα βάζο ΅ε γαλάζια τριαντάφυλλα, τα οποία μάγεψαν τους πάντες με το άρωμα τους. Το πρόσωπο της σκληραγωγημένης φιγούρας ήταν ανήσυχο ενώ φωτιζόταν από τις λυχνίες. Τα μάτια του τρέμανε λόγω του ονείρου που έβλεπε. «Ήταν σκοτάδι, η πεδιάδα τριγύρω ξεχώριζε ΅ε δυσκολία από τα γύρο σκοτεινά δάση. Μια ορδή από orcs και Τελώνια την διέσχιζαν. ο ήχος από το βάδισμα τους ήταν εκκωφαντικός καθώς οι σκιές ήταν τρομακτικά μεγάλες. Σε λίγα λεπτά η ορδή θα έφτανε στον προορισμό της, ένα κοντινό χωρίο ανθρώπων. Οι σκιές των Τελωνίων σκέπασαν την τριγύρω περιοχή του χωρίου, η ορδή από Τελώνια και orcs εισβάλουν γρήγορα σε ομάδες από τους γύρο λόφους. Κραυγές ηχούν στον αέρα καθώς τα Τελώνια σφάζουν γυναικόπαιδα και πολεμιστές που μάταια προσπαθούν να προστατέψουν το χωρίο πολεμώντας για ώρες. Η μάχη τελείωσε με άσχημες συνέπειες για τους ανθρώπους ,μερικοί από αυτούς πουλήθηκαν για σκλάβοι άλλοι δολοφονήθηκαν» Ο Ανγκαράτο Σούριον ξύπνησε απότομα λουσμένος στον ιδρώτα. Στο πρόσωπο του είχε ζωγραφισμένη την αγονία. Σηκώνεται, έξω είναι νύχτα ,τα πάντα στην πόλη καλύπτονταν με ένα απαλό γαλάζιο χρώμα να χαϊδεύει τα πάντα τριγύρω. Το φύλλωμα των τριγύρω πεύκων χόρευε καθώς οι πεσμένες πευκοβελόνες ταξίδευαν στον δυνατό αέρα. Ο Ανγκαράτο κοιτούσε σκεπτικός έξω από το παράθυρο καθώς εισήλθε στο σωμάτιο ένα πανέμορφο Ξωτικό - Νεράιδα γνωστό ως Ελυανε Νιριοθελ. Τα μαύρα της μαλλιά στόλιζαν το όμορφο λευκό της πρόσωπο ενώ τα καστανά της μάτια είχαν μια απαλή λευκή λάμψη. Το γαλάζιο φόρεμα της έδενε ωραία με το πανέμορφο λευκό της δέρμα. Η Ελυανε πηγαίνει κοντά του, τον κοιτάει στα μάτια και των φιλάει με πάθος. Υστέρα ο Ανγκαράτο την χαϊδεύει στο πρόσωπο, πιάνει το χέρι της και το φυλά υστέρα πάνε και κάθονται σε έναν τριπλό καναπέ. Ο καναπές ήταν φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς και καλυμμένους από δέρμα, είχε μαύρο χρώμα και ορθογώνιο σχήμα με χερούλια σαν φύλο λεμονιάς. Ο Ανγκαράτο κάθισε στην δεξιά μεριά του καναπέ με την πλάτη του ν είναι γερμένη στο δεξιό χερούλι του καναπέ, τα πόδια του ήταν ανοιχτά αρκετά για να ξαπλώσει αρκετά άνετα η Ελυανε. Η Ελυανε ήταν ξαπλωμένη αναπαυτικά στην αγκαλιά του και χαμογελούσε από την χαρά της. Ο Ανγκαράτο έσκυψε και την φίλησε στο στόμα με πάθος, η Ελυανε σήκωσε το χέρι της και τον χάιδεψε στο πρόσωπο. «Τι έχεις αγάπη μου και είσαι ξύπνιος τέτοια ώρα, είδα το φως στο δωματίου σου αναμμένο και ανησύχησα » ρώτησε η Ελυανε με ανήσυχο βλέμμα στον αγαπημένο της. «Τίποτα καρδιά μου απλώς είδα έναν εφιάλτη και ξύπνησα. Μην ανησυχείς αγαπούλα μου» απάντησε ο Ανγκαράτο προσπαθώντας να την καθησυχάσει. «Καλά αγαπούλα μου , μου λες τουλάχιστον τι όνειρο είδες αγάπη μου» αποκρίθηκε η Ελυανε με το βλέμμα της καρφωμένο στον Ανγκαράτο. Κι ο Ανγκαράτο άρχισε να διηγείται το όνειρο του. «Αγάπη μου μην ανησυχείς ένα όνειρο είναι μονό. Γύρε στην αγκαλιά μου θέλω φιλί» είπε η Ελυανε με μια φωνή γεμάτη τρυφερότητα στην χροιά της. Ο Ανγκαράτο την φίλησε και ύστερα της χάιδεψε τα μαλλιά της, ύστερα σηκώθηκε καθώς το πρώτο φως της ημέρας μπήκε από το ανατολικό παράθυρο. Ένα χτύπημα ακούγεται στην πόρτα, ο Ανγκαράτο την ανοίγει. Μέσα στην ξύλινη κορνίζα που σχηματιζόταν ήταν μια όμορφη Νεράιδα - Ξωτικό. Τα μαύρα της μαλλιά και πέφτανε ελεύθερα στους ωμούς της, τα μάτια ήταν καστανά σαν ξύλο και το σώμα της λεπτό και λευκό καλυμμένο από ένα άσπρο φόρεμα , ήταν στα 20(συνομήλικη του Ανγκαράτο και της Ελυανε ), που λάμπει σαν διαμάντι το όνομά της είναι Σίλβα. Η Σίλβα η πρώτη ξαδέλφη του Ανγκαράτο και η καλύτερη του φίλη. «Τι κάνεις ξαδερφούλα μου;» ρώτησε ο Ανγκαράτο καθώς κοίταξε την Σίλβα με ένα χαμόγελο, και με μια λάμψη στα μάτια του. «Καλά εσύ , τίποτα άκουσα κάτι για την αναμενόμενη συνάντηση των αντιπροσώπων της Λευκής Δύναμης και ήρθα να δω τι σημαίνει μιας που θα αντιπροσωπεύω τα Υψηλά Ξωτικά του Ομιχλιασμένου Ουρανού» απάντησε η Σίλβα και ανταπέδωσε το βλέμμα και το χαμόγελο στον Ανγκαράτο. «Εγώ μια χαρά και ευτυχής που σε ξανά βλέπω. Τελικά σου έκαναν την τιμή να γίνεις ο αντιπρόσωπος τους. Ελπίζω να έχουμε και κανένα καλό νέο από εσάς γιατί εγώ μονό άσχημα νέα μπορώ να τους δώσω» σημείωσε ο Ανγκαράτο κοιτώντας τον ορίζοντα προβληματισμένος. «Γιατί τι συμβαίνει ξάδερφε;» ρώτησε η Σίλβα και κοίταξε προς το μέρος που κοιτούσε ο Ανγκαράτο. «Κάτι επικίνδυνα ανησυχητικό συμβαίνει, οι ορδές των τελωνίων διασχίζουν την ύπαιθρο στην δύση και τον νότο. Από το πέρασμα τους σφάζουν και καταστρέφουν τα πάντα» είπε ο Ανγκαράτο κοιτώντας κάπου στο άπειρο δάσος των σκέψεων του. «Όντως είναι ανησυχητικό αυτό και δημιουργεί πολλά προβλήματα. Ελυανε τι κάνεις; σε περιποιείται καλά βλέπω!» ρώτησε ψιθυριστά η Σίλβα αλλάζοντας σε ένα πιο ευχάριστο θέμα. «Καλά είμαι όπως βλέπεις, καλό περνάω. Έχεις πολύ καλό ξαδερφούλη» απάντησε η Ελυανε κρατώντας το χέρι του Ανγκαράτο ο οποίος παρέμενε σκεφτικός. «Το ξέρω, όπως ξέρω πως σε αγαπάει» είπε η Σίλβα προσπαθώντας να κρύψει το γέλιο της. «Το ξέρω γι' αυτό τον αγαπώ τόσο» αποκρίθηκε η Ελυανε χαϊδεύοντας τα μαλλιά του Ανγκαράτο. «Ελατέ να πάρουμε το πρωινό μας» προέτρεψε ο Ανγκαράτο και κατέβηκαν της ξύλινες στριφογυριστές σκάλες. Προχώρησαν σε έναν διάδρομο φωτισμένο με φωτιστικά φτιαγμένα από αθραφτο Ηλείο , τα οποία είχαν σχήμα τριαντάφυλλου λευκού χρώματος. Οι τοίχοι ήταν γαλάζιοι. Λίγο αργότερα ο μικρός διάδρομος τελείωσε σε μια μεγάλη και ευρύχωρη καφέ πόρτα με σφαλισμένα τριαντάφυλλα πάνω της. Ο Ανγκαράτο την άνοιξε και μπήκαν μέσα. Βρήκαν μπροστά τους μια μεγάλη αίθουσα. Στην μέση της αίθουσας ήταν ένα μεγάλο και παλαιό κλαδί με πολλά μικρότερα κλαδιά με φύλλα να το περιτριγυρίζουν , ένα μεγάλο τραπέζι σχήματος φύλου λεμονιάς κτισμένο γύρο του, το φως του ήλιου έμπαινε από τα γύρω παράθυρα. Ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα περπατάνε και πάνε και κάθονται κοντά στην μύτη του τραπεζιού. Ο Ανγκαράτο κάθισε ανάμεσα στην Ελυανε και στην Σίλβα. Η Σίλβα ήταν στα αριστερά του και η Ελυανε στα δεξιά του. Η συζήτηση άρχισε καθώς και οι τρεις τους τρώγανε το πρωινό τους, σε λίγο ακούγατε η πόρτα και εισέρχεται μια όμορφη και μαυρομάλλα γυναικεία φιγούρα. Ήταν η βασίλισσα και μητέρα του Ανγκαράτο ένα όμορφο Ξωτικό - Νεράιδα με γαλανά μάτια και μακριά μαλλιά το όνομα της ήταν Αριέν. Η Αριέν κάθισε δίπλα στην Σίλβα αφού τους χαιρέτησε. Οι τρεις τους φάγανε το πρωινό τους. Λίγο μετά σηκώθηκαν από το τραπέζι και κατευθυνθήκαν προς την μεγάλη και βαριά πόρτα που οδηγούσε προς τον εξωτερικό διάδρομο. Οι τοίχοι του διαδρόμου ήταν βαμμένοι με απαλό γαλάζιο χρώμα. Στο ταβάνι κρέμονταν ανά δυο μέτρα τρία πολύφωτα ,οι οποίοι αποτελούνται από μικρότερα φωτιστικά με σχήμα λευκού τριαντάφυλλου. Οι τέσσερις τους βγήκαν από την τραπεζαρία και αφού η Αριέν τους χαιρέτησε πήγε στο δωμάτιο με τον θρόνο, ο Ανγκαράτο, η Ελυανε και η Σίλβα προχώρησαν προς το τέλος του διαδρόμου, οπού ένας από τους δύο φρουρούς άνοιξε την πόρτα. Πέρασαν την πόρτα. Οι τρεις τους προχώρησαν κι άλλο και βρέθηκαν μέσα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Το δωμάτιο από πίσω τους είχε δυο ξύλινες μεγάλες, οι οποίες σχημάτιζαν ένα μισοφέγγαρο , στις σκάλες αυτές ήταν απλωμένη μια μοκέτα με όμορφα χρώματα τα και σχέδια από πλάσματα και φυτά του δάσους. Κάτω από σημείο που ενώνονταν οι δυο σκάλες υπήρχε μια ξύλινη σκάλα η οποία οδηγούσε στους κάτω ορόφους και στις αποθήκες. Στην μέση της οροφής υπήρχε ένας μεγάλος πολυέλαιος. Απέναντι από τις σκάλες υπήρχε η μεγάλη και φαρδιά εξώπορτα, στην δυτική πλευρά του δωματίου υπήρχε μια πόρτα που οδηγούσε προς την αίθουσα συνεδριάσεων και στην ανατολική μεριά του η υπάρχουσα πόρτα οδηγούσε προς το σαλόνι. Οι τρεις τους κατέβηκαν την δεξιά σκάλα στα γρήγορα και πορεύτηκαν προς την μεγάλη εξώπορτα. Εκεί οι 2 φρουροί του άνοιξαν και πέρασαν έξω. Η ολιγομελής παρέα βρέθηκε να πατάει πάνω σε μια μεγάλη και ευρύχωρη ξύλινη βεράντα. Η βεράντα όπως και το παλάτι ήταν χτισμένα πάνω σε ένα τεράστιο πεύκο, από την ξύλινη βεράντα μπορούσες να δεις με ευκολία τα μικροσκοπικά γαλάζια τριαντάφυλλα τα οποία αγκάλιαζαν τις ρίζες των τεράστιων πεύκων . Γύρω από τον μεγάλο και χοντρό κορμό του βασιλικού πεύκου (Το πεύκο στο οποίο πάνω ήταν χτισμένο το παλάτι) ήταν τυλιγμένη μια ξύλινη και ευρύχωρη σκάλα με αμέτρητα σκαλοπάτια. Η σκάλα ήταν σκεπασμένη με ένα σκέπαστρο φτιαγμένο από ξύλο και έχοντας ημικυκλικές καμάρες ανά δυο μέτρα , στην ένωση κάθε δυο συνεχόμενες κάμαρες υπήρχε ένας στύλος περίτεχνα σκαλισμένος και περιτριγυρισμένος από γαλάζια τριανταφυλλιά ο καθένας. Πάρτε και την συννέχεια του κεφ1: Η παρέα διάβηκε την σκάλα και μετά από λίγα λεπτά την βρέθηκε να περπατάει ανάμεσα από τις ρίζες των τεράστιων πεύκων και να πατάει στο φρέσκο και μυρωδάτο χορτάρι. Η Ελυανε και ο Ανγκαράτο κρατήθηκαν και περπατήσαν αγκαλιασμένοι ενώ οι δυο τους συζητούσαν με την Σίλβα. Η γύρο περιοχή γέμισε με τα γέλια τους και τους χαιρετισμούς που αντάλλαξαν με τους κατοίκους του Γερακίσιου Λαγκαδιού, καθώς οι τρεις τους περπατούσαν κάτω από την σκιά των γιγαντιαίων πεύκων. Ένας γλυκός και δροσερός αγέρας σηκώθηκέ και χάιδεψε τα μεταξένια μαλλιά των Νεράιδο - Ξωτικών , μαζί με την δροσιά το άρωμα γαλάζιων τριαντάφυλλων ταξίδεψε στον ουρανό και μάγεψε τους πάντες τριγύρω. Οι Τρεις τους περπάτησαν μέχρι που έφτασαν σε ένα μεγάλο ξέφωτο, με μια μεγάλη και γαλάζια λίμνη περιτριγυρισμένη από απεριόριστες ροζ μαργαρίτες. Ο Ανγκαράτο προχώρησε πιο μπροστά, τραβώντας απαλά το χέρι της Ελυανε. Προχώρησαν λίγα μέτρα με την Σίλβα να τους ακολουθεί λίγα βήματα πιο πίσω. Ξαφνικά στην παρέα προστέθηκε ένα ακόμα μέλος. Είναι ένα Ξωτικό του Δάσους με κόκκινα μαλλιά και γαλάζια ματιά το όνομα του ήταν Νίμους. «Τι κάνεις φίλε μου , Ανγκαράτο ; έχω καιρό να σε δω» ρώτησε ο Νίμους χαμογελώντας. «Καλά και εγώ, Δεν έτυχε να έρθω στο βασίλειο του πατέρα σου» απάντησε ο Ανγκαράτο καθώς ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο του Νίμους. «Δεν πειράζει, Τι κάνεις Σίλβα γλυκιά μου ομορφαίνεις κάθε μέρα» είπε ο Νίμους κλείνοντας το ένα του μάτι στον Ανγκαράτο, και η Ελυανε μαζί με τον Ανγκαράτο προσπάθησαν να μην χαμογελάσουν πονηρά. «Καλά ελπίζω και εσύ , ευχαριστώ μια χαρά φαίνεσαι»απάντησε η Σίλβα η οποία δεν πρόσεξε την αντίδραση του Ανγκαράτο και της Ελυανε και έριξε ένα χαμόγελο στον Νίμους. «Καλά είμαι ελπίζω να περνάτε καλά , Ελυανε καλά είσαι; Βλέπω πως ανθίζεις κάθε μέρα» απάντησε ο Νίμους κοιτώντας την, χωρίς να κάνει κάποιον μορφασμό. «Ευχαριστώ , περνάω καλά είμαι με τον αγαπημένο μου» αποκρίθηκε η Ελυανε και κοίταξε για λίγο γύρο την γύρω περιοχή. «Το ξέρω» είπε ο Νίμους. «Άντε να δούμε εσένα και την Σίλβα μαζί» είπε η Ελυανε χωρίς να την ακούσει η Σίλβα , κι αυτή μαζί με τον Ανγκαράτο να χαμογελάνε. «Μακάρι αν το θέλει και αυτή» σημείωσε αναστενάζοντας ο Νίμους γεμάτος λαχτάρα καθώς κοίταξε την Σίλβα, η οποία ήταν στον κόσμο της. «Το ξέρω και θα ήταν υπέροχο αν συμβεί κάτι τέτοιο» αποκρίθηκε η Ελυανε χαμογελώντας. Η συζήτηση τελείωσε και η ενώ η Σίλβά ήταν λίγα βήματα μακριά και κοίταξε τα γύρω λουλούδια σκεπτική. Το τραγούδι των γύρω πουλιών συνόδεψε την τετραμελή παρέα στον περίπατο της. Σε λίγα λεπτά η παρέα συγκεντρώθηκε μπροστά στην σκεπασμένη από γρασίδι όχθη της λίμνης. Μετά η παρέα κάθισε στο καταπράσινο γρασίδι τα πουλιά τραγουδούσαν και τα λουλούδια γέμιζαν την ατμόσφαιρα με το άρωμα τους. Η Ελυανε ξάπλωσε στην αγκαλιά του Ανγκαράτο φιλώντας Edited March 31, 2006 by angarato_surion Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Atrelegis Posted April 2, 2006 Share Posted April 2, 2006 Στο είπα στο hogwart και στο ξαναλέω και εδώ. Προσπαθείς, αλλά έχεις και πολλά λάθη, αρκετά εκφραστικά περισσότερα αισθητικά. Σε μερικά σημεία επαναλαμβάνεσαι, σε άλλα δυσνόητος και σε άλλα κάνεις τα μάτια μου να πονάνε. Ειλικρινά. Άκουσέ με: Τι θα έλεγες να έμπιανες στο εργαστήριο συγγραφής να κάνεις μερικές ασκησούλες να εξασκήσεις την τεχνική σου; Ή μάλλον να ξαναδείς τα γραπτά σου μετά από μερικούς μήνες για να τα κρίνεις και μόνος σου. Έχεις πολλά λάθη και από ιδεολογία και συγγραφή, λάθη που αρχείσαι αν διορθώσεις. Κάνε κάτι πιο μικρό, δέξου την γνώμη των άλλων και βλέπουμε ξανά σε μερικούς μήνες οκέι; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.