Jump to content

Το ξύπνημα


Sonya

Recommended Posts

Το δωμάτιο ήταν παγωμένο, ακόμα και για Γενάρη, με το χιόνι να πέφτει ακατάπαυστα εδώ και τέσσερις μέρες. Το κορίτσι είχε κουλουριαστεί στο κρεβάτι, τρέμοντας κάτω απ’ τα σκεπάσματα, παρακαλώντας για λίγη ζέστη, για λίγο ύπνο που θα της έδινε την ψευδαίσθηση της ζέστης, για ένα όνειρο. Εκείνος, αόρατος μέσα στον κόσμο των θνητών, χάιδεψε τα μαλλιά της τρυφερά και σιγοψιθύρισε στο αυτί της:

«Κοιμήσου, κοιμήσου μικρή μου... αφέσου σε μένα κι εγώ θα σου χαρίσω όλα αυτά που ποθείς... κοιμήσου.»

 

Άκουσε γύρω της μελωδίες, ένιωσε τον ζωοδότη ήλιο να ζεσταίνει το παγωμένο της σώμα μέχρι μέσα στην ψυχή της, μύρισε λουλούδια. Τα πόδια της πάτησαν ξυπόλητα σε παχύ χορτάρι. Ακόμα και με κλειστά τα μάτια ήξερε πού ήταν, είχε πάει τόσες φορές σ' αυτό το μέρος. Για την ακρίβεια, αυτό το μέρος ήταν δικό της, ολοδικό της, καταδικό της. Της το είχε χαρίσει ο θεός που αγαπούσε και που την αγαπούσε, κόντρα σ' όλους τους νόμους των θνητών και των αθανάτων. Είχε καιρό να πάει. Τελευταία ο Μορφέας ερχόταν όλο και σπανιότερα. Είχε στην πλάτη του τα όνειρα όλου του κόσμου κι επιπλέον η Θανή, η αδελφή του, που είχε καταλάβει το δεσμό του με την Δομηνίκη, του είχε ξεκαθαρίσει ότι την επόμενη φορά που θα παρέβαινε τον Νομο, θα έπαιρνε την καλή του μια και καλή και θα την έστελνε με τον Άδη στα Ηλύσια Πεδία.

 

Η Δομηνίκη τα ήξερε όλα αυτά, ο αγαπημένος της δεν της έλεγε ποτέ ψέμματα. Πονούσε που δεν μπορούσε να γίνει τίποτα για να τους βοηθήσει, αλλά ήταν το τίμημα που ήξερε πως έπρεπε να πληρώνει για να είναι μαζί του, ένα τίμημα που πλήρωνε εδώ και καιρό. Οι μέρες και οι νύχτες της δεν ήταν άλλο από αναμονή για εκείνη τη νύχτα που θα μπορούσε να έρθει. Υπέμενε τη ζωή για τα όνειρα. Και πάντα, όποτε ένοιωθε πως ερχόταν σ' αυτό το μέρος, η καρδιά της φτερούγιζε τόσο δυνατά που φοβόταν πως θα ξυπνούσε απ' τους χτύπους της. Πάντα άνοιγε με λαχτάρα τα μάτια για να τρέξει στον Μορφέα της. Πάντα ένοιωθε να στροβιλίζεται μέσα στην αγάπη του πριν καν τον δει, νοιώθοντας την παρουσία του και μόνο.

 

Αυτή τη φορά ήταν αλλιώς. Η Δομηνίκη δίσταζε ν' ανοίξει τα μάτια της, ένιωθε κάτι διαφορετικό γύρω της. Αιστάνθηκε ένα παγωμένο χέρι ν' αγγίζει την καρδιά της και μέσα της μια καμπανούλα ηχούσε προειδοποιητικά για κάτι. Περπάτησε με κλειστά μάτια και όταν κατάλαβε ότι είχε φτάσει μπροστά του, τα άνοιξε. Και κατάλαβε.

 

Ο Μορφέας στεκόταν μπροστά της, πανέμορφος όπως πάντα. Χαμογελούσε, αλλά τα μάτια του δεν φεγγοβολούσαν μόνο αγάπη, όπως τις άλλες φορές. Μέσα τους υπήρχε πίκρα, θλίψη και πόνος. Την αγκάλιασε και την φίλησε, όπως πάντα, μόνο που είχε περισσότερο πάθος, μια ανάγκη, μια πείνα στο φιλί του. Μετά, σιωπηλά, περπάτησαν μέσα στον όμορφο κάμπο που της είχε φτιάξει κι έκατσαν ανάμεσα στα λουλούδια.

 

Ο θεός, ανίκανος να μιλήσει, να αρθρώσει τις λέξεις του τέλους, χάιδευε σιωπηλός την εικόνα της, με το βλέμμα και με τα δάχτυλα, αποτύπωνε τη μορφή της στις αισθήσεις του.

«Αγάπη μου...» ψιθύρισε.

«Είναι το τέλος, δεν είναι;»

 

Εκείνη το περίμενε, είχε προετοιμαστεί γι αυτό. Τόσο που κατάφερε να πνίξει τα δάκρυά της και να χαμογελάσει.

«Δομηνίκη, ξέρεις πως...»

Σήκωσε τα δάχτυλά της και τ’ ακούμπησε στα χείλη του.

«Σσσς... σώπασε, μη μιλάς. Έχει περάσει ο καιρός που υπήρχαν λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας. Αυτή η στιγμή γνωρίζαμε πως θα έρθει. Είσαι θεός κι είμαι θνητή. Οι κόσμοι μας είναι αλλιώτικοι. Τίποτα δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό, καλέ μου.»

«Πώς θ’ αντέξω; Πώς θα μπορώ να υπάρχω σ’ ένα κόσμο δίχως τα όνειρά σου;»

«Ούτε τώρα αντέχεις, καλέ μου. Δεν μπορείς να ζήσεις όπως οι θνητοί, να αγαπήσεις όπως οι θνητοί.»

«Δεν είναι μόνο αυτό... είναι που δεν μπορώ να σε έχω όταν σε θέλω, είναι η Θανή, είναι όλα. Κι όμως, τώρα που έχει φτάσει η στιγμή, δεν μπορώ να πω τα λόγια του τέλους. Μου φαίνεται τόσο... λάθος.»

«Είναι λάθος. Όπως λάθος είναι να συνεχίσουμε. Δεν υπάρχει σωστή απόφαση σ’ αυτό, αγάπη μου. Ο ίδιος ο έρωτας απογυμνώνει την έννοια του σωστού και του λάθους. Γνωρίζουμε ότι το καλύτερο και για σένα και για μένα είναι το τέλος, αλλά η καρδιά αρνείται να το αποδεχτεί.»

«Και τι θα κάνουμε, Δομηνίκη;»

«Το μόνο που μας μένει. Θα αποδεχτούμε τη φύση μας, αυτό που είσαι και αυτό που είμαι. Το πόσο αδύνατο είναι να συνεχίσουμε.»

 

Ο Μορφέας χαμήλωσε το κεφάλι. Για κείνον ήταν πιο δύσκολο. Στα χρόνια της ύπαρξής του, μέσα στους αιώνες που μοίραζε όνειρα στους θνητούς, ήταν η πρώτη φορά που είχε τολμήσει να ονειρευτεί ο ίδιος, να νοιώσει, να ερωτευτεί. Και τώρα έπρεπε να αποδεχτεί μια αιωνιότητα χωρίς αγάπη και χωρίς όνειρα.

 

«Δεν μπορώ...» ψιθύρισε, με τα δάκρυα της πικρής ειρωνίας να κυλούν στο πρόσωπό του. Εκείνος που μοίραζε τα όνειρα δεν είχε δικαίωμα σ’ αυτά.

«Το ξέρω... το ξέρω πως είναι δύσκολο, πιο δύσκολο για σένα παρά για μένα. Όμως είναι το σωστό, Μορφέα. Ή μάλλον, το λιγότερο λάθος.»

«Ναι... εσύ θα βρεις κάποιον άλλο, κάποιον θνητό κι εγώ θα γίνω σιγά σιγά μια ανάμνηση, ένα... όνειρο.»

 

Η Δομηνίκη χαμογέλασε πικρά.

«Μα όνειρο ήσουν πάντα, καλέ μου. Η αγάπη μας ήταν ένα όνειρο, μια φυγή απ’ την πραγματικότητα.»

«Όμως σ’ αγαπώ. Κι αυτό δεν είναι όνειρο, είναι πραγματικότητα, αλήθεια.»

«Το ξέρω. Κι εγώ αγαπώ εσένα. Κι επειδή υπάρχει αυτή η αγάπη, έρχεται το τέλος.»

 

Ο θεός την κοίταξε παραξενεμένος.

 

«Ο έρωτας δεν καταλαβαίνει, δεν υπακούει πουθενά. Υπάρχει και υπερισχύει πάνω απ’ όλα. Χλευάζει τη σοφία, ακυρώνει τη λογική, κλείνει τα μάτια στην πραγματικότητα. Όταν όμως υπάρχει αγάπη, πραγματική αγάπη, σε κάνει να βλέπεις πέρα απ’ αυτό που ποθείς. Σε κάνει να νοιάζεσαι για το καλό του άλλου, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να του προκαλέσεις πόνο, ή να πονέσεις ο ίδιος, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει... να τον αφήσεις να φύγει ή ακόμα και να τον διώξεις.»

«Με διώχνεις, λοιπόν;»

«Όχι, δε σε διώχνω. Φεύγω εγώ.»

«Κι αυτό θα είναι το τέλος;»

 

Η Δομηνίκη είδε τη λαχτάρα του, τον πόνο του, την αγωνία του να κρατηθεί από μια φρούδα ελπίδα. Παλεύοντας μέσα της, χαμογέλασε και του την έδωσε.

 

«Όχι, δεν είναι τέλος. Είναι η αρχή για κάτι διαφορετικό. Μου χάρισες πολλά όμορφα όνειρα, Μορφέα. Τώρα πρέπει να με αφήσεις να φτιάξω μια όμορφη πραγματικότητα για μένα. Θα είσαι εδώ κι εγώ θα είμαι εδώ όταν με χρειαστείς και σε χρειαστώ. Απλά θα είναι αλλιώς.»

«Ξέρεις ότι δεν θα σε ξεπεράσω ποτέ.»

«Ξέρω ότι θα δυσκολευτείς να το κάνεις. Αλλά πιστεύω ότι θα γίνει μόνο του.»

 

Ο Μορφέας την αγκάλιασε και την κράτησε σφιχτά, παλεύοντας να νικήσει τον εαυτό του και να μπορέσει να την αφήσει να φύγει. Τη φίλησε για μια τελευταία φορά, ευχόμενος να μπορούσε να κρατήσει για πάντα αυτή η στιγμή. Έκλαιγε, ένοιωθε να καίνε τα σωθηκά του, να ξεριζώνεται η ίδια του η ύπαρξη απ' το σώμα του. Όσο είχε ακόμα τη δύναμη, πριν η φωνή που του έλεγε ότι είναι λάθος τον νικήσει, την έστειλε πίσω στο σώμα της κι έμεινε μόνος, μέσα στο όνειρο που είχε φτιάξει για κείνη και που χωρίς εκείνη δεν είχε νόημα. Έκλαψε για την κατάρα που εκείνος, ο θεός του ονείρου, δεν είχε το δικαίωμα να ονειρευτεί, να ζήσει τ' όνειρό του, έκλαψε μέχρι που ένοιωσε ότι θα 'σπαγε η ψυχή του.

 

"Αντίο..." ψιθύρισε στο όνειρό του.

 

Η Δομηνίκη ξύπνησε στο παγωμένο δωμάτιο και παραδόθηκε κι εκείνη, η λογική, η δυνατή, στα δάκρυα. Πίσω στην κάθε μέρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς όνειρο, στερημένη απ' τη ζεστασιά της προσμονής, έκλαιγε για όσα είχαν ειπωθεί και για όσα δεν θα λέγονταν ποτέ.

 

«Ούτε στα όνειρα πια... ούτε εκεί... αντίο, αντίο, αγάπη μου» ψιθύρισε μέσα στους λυγμούς της.

 

Η Θανή τον πλησίασε εκεί που καθόταν, έχοντας κρυφά διεισδύσει στο όνειρο και έχοντας ακούσει τον αποχαιρετισμό. Αρχικά πίστευε πως ήταν ένα ακόμα κρυφό ραντεβού και είχε αποφασίσει να τηρήσει την απειλή της, αλλά ο διάλογος την είχε ηρεμήσει κι ακόμα κι εκείνη, ο αγγελιοφόρος του πόνου των θνητών, είχε συγκινηθεί. Έφτασε δίπλα στον αδερφό της που έκλαιγε κι ακούμπησε παρηγορητικά τον ώμο του.

 

«Δεν είναι παράξενο πώς η σοφία κι η δύναμη των θνητών ξεπερνούν κάποιες φορές τη σοφία και τη δύναμη των αθανάτων;»

 

Ο Μορφέας γύρισε και την κοίταξε, αλλά δεν είχε το κουράγιο να βγάλει την οργή του πάνω της και να την κατηγορήσει για τον χωρισμό και ξανάσκυψε το κεφάλι.

 

«Είναι το καλύτερο που θα μπορούσε να γίνει, αδελφέ μου. Ακόμα και χωρίς τη δική μου παρέμβαση, η Δομηνίκη θα γερνούσε κάποια στιγμή και θα πέθαινε κι εσύ, με την αγάπη σου, θα της είχες καταστρέψει κάθε πιθανότητα κι ελπίδα για πραγματική ευτυχία. Αφησέ την να ζήσει, δεν νομίζεις πως της αξίζει μια φυσιολογική ζωή;»

«Ποιός, πες μου Θανή, ποιός θα την αγαπήσει όσο εγώ;»

«Αγαπάς σαν θεός, αδελφέ μου. Κανένας θνητός δεν θα μπορέσει να την αγαπήσει όσο εσύ. Αλλά καμιά θνητή αγάπη δεν θα την καταστρέψει όπως θα την κατέστρεφε η δική σου. Εσύ έχεις το δικαίωμα να αγαπάς για πάντα. Η αγάπη των θνητών λήγει με τη ζωή τους.»

«Κι αν γινόμουν θνητός;»

 

Η Θανή γέλασε.

 

«Μην είσαι αφελής, αδελφέ μου... όπως εκείνη δεν θυσιάζει την θνητή της ευτυχία, έτσι κι εσύ δεν θα θυσίαζες την αθανασία σου για λίγες δεκαετίες συνηθισμένης ζωής. Ακόμα κι αν, μέσα στην τρέλα του έρωτά σου, το έκανες, θα το μετάνοιωνες κι αυτές οι δεκαετίες θα σε πίκραιναν και θα σε γέμιζαν με μίσος για κείνη που τώρα λατρεύεις και που θα είχε γίνει η αιτία ν’ απαρνηθείς την ταυτότητά σου. Μείνε εκεί που ανήκεις, στα αθάνατα όνειρα κι ασ’ την εκεί που ανήκει, στη θνητή ζωή.»

 

Ο Μορφέας, καταλαβαίνοντας την αλήθεια των λόγων της αδελφής του, αλλά αδυνατώντας ακόμα να τη νοιώσει, κατάφερε απλά να κουνήσει θετικά το κεφάλι του και να γυρίσει στα δάκρυά του.

 

Το ήξερε αυτό το λιβάδι. Το είχε περπατήσει πολλές φορές στα νιάτα της, αλλά είχε χρόνια να πάει εκεί. Το αναγνώρισε και η θύμιση έφερε δάκρυα πραγματικής ευτυχίας στο γερασμένο της πρόσωπο. Κι όμως, το πρόσωπο στο οποίο κυλούσαν τα δάκρυα, το ένοιωθε νέο και σφριγηλό, όπως ήταν την τελευταία φορά που είχε πάει εκεί. Με μια άγρια χαρά έτρεξε ανάμεσα στα λουλούδια προς το μέρος που έβλεπε να κάθεται εκείνος.

 

Ο Μορφέας την είδε να τρέχει χαρούμενη και σηκώθηκε να την περιμένει γελαστός. Ήξερε απ’ τη Θανή ότι αυτή η νύχτα θα ήταν η τελευταία στη ζωή της Δομηνίκης κι είχε ζητήσει απ’ την αδελφή του να τον αφήσει να τη δει μια τελευταία φορά. Την αγκάλιασε και της έδωσε ένα ζεστό φιλί στο μάγουλο.

«Μορφέα, καλέ μου Μορφέα... πόσα χρόνια έχουν περάσει...»

«Για έναν θνητό πολλά, για μένα μια στιγμή μόνο.»

«Πόσο πολύ λαχταρούσα να σε δω...»

«Σου έστελνα πάντα τα πιο όμορφα όνειρα.»

«Όχι μόνο, καλέ μου. Μου έδωσες να καταλάβω και την αξία της πραγματικότητας. Κι αν έφτασα να γίνω πραγματικά ευτυχισμένη στη ζωή μου, να την ζήσω μέχρι το μεδούλι της, το οφείλω σε σένα. Αν έφτασα να νοιώθω την ψυχή μου ζεστή και την καρδιά μου γεμάτη φως, το οφείλω σε σένα.»

«Παντρεύτηκες, έκανες παιδιά, εγγόνια... σε παρακολουθούσα όλα αυτά τα χρόνια, κάποιες φορές με πόνο που δε συμμετείχα στην ευτυχία σου, άλλες με χαρά που ήσουν ευτυχισμένη.»

«Το ήξερα ότι θα με παρακολουθούσες, ότι θα με πρόσεχες. Όμως δεν περίμενα να σε ξαναδώ, όχι αφού είχα ερωτευτεί κάποιον άλλο.»

«Δεν επιθυμούσα να σε κάνω να αιστανθείς ενοχές για την επιλογή σου, πραγματικά χαίρομαι που βρήκες αλλού αυτά που δεν μπόρεσα να σου δώσω.»

«Και τώρα, γιατί ξανάρθες;»

«Ήθελα να σου πω μια τελευταία φορά πόσο πολύ σ’ αγάπησα και πόσο πολύ σ’ αγαπώ ακόμα, παρά το ότι κατάφερα να σε ξεπεράσω.»

 

Η Δομηνίκη τον κοίταξε, με τα μάτια της να διαπερνούν τα δικά του και τη λεπτή της διαίσθηση να την προειδοποιεί.

 

«Άλλος ένας αποχαιρετισμός;»

«Αυτός είναι για πάντα, καλή μου. Ήθελα να περάσεις στα Ηλύσια Πεδία μέσα από ένα όνειρο, όχι απ’ την πραγματικότητα.»

«Μέσα απ’ την αγάπη σου;»

«Και μέσα απ’ την αγάπη μου.»

 

Η Δομηνίκη χαμογέλασε.

 

«Δεν είναι παράξενο να σ’ αποχαιρετώ δυο φορές; Όπως και τότε, έτσι και τώρα, είμαι έτοιμη κι απρόθυμη να το κάνω.»

«Μετάνοιωσες ποτέ;»

«Όχι. Στενοχωρήθηκα, πόνεσα, αλλά δεν μετάνοιωσα. Ούτε τώρα μετανοιώνω. Εσύ;»

«Μερικές φορές μετάνοιωνα, αλλά ήξερα ότι ήταν το καλύτερο για σένα κι αυτό με παρηγορούσε.»

«Θα μ’ αποχαιρετίσεις, λοιπόν;»

«Θα σ’ αφήσω να φύγεις, ακόμα μια φορά.»

 

Ο Μορφέας την αγκάλιασε και, με έκπληξη, ένοιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάτια του. Για μια ακόμα φορά απ’ τη φορά που νόμισε πως θα ήταν η τελευταία, έπρεπε να της πει αντίο. Την κράτησε σφιχτά και την ένοιωσε να του το ανταποδίδει. Είδε πίσω απ’ την πλάτη της τη Θανή να πλησιάζει, χωρίς δισταγμό, αμείλικτη όπως το τέλος. Ήθελε να πει τόσα πολλά στη Δομηνίκη και δεν προλάβαινε. Κι όμως, μια παράξενη γαλήνη τον κυρίευσε και κατάλαβε πως πραγματικά δεν χρειαζόταν να της πει τίποτα. Όλα αυτά που είχαν ζήσει κι όσα τους είχαν αρνηθεί να ζήσουν, ήταν πέρα από λόγια. Η Θανή έφτασε. Χαμογελώντας, θλιμμένη αλλά ήρεμη, κοίταξε τον αδερφό της, τη Δομηνίκη και ξανά τον αδερφό της. Ο Μορφέας έκλεισε τα μάτια του τη στιγμή που η αδελφή του ύψωνε τα χέρια της.

 

Η αγκαλιά του ήταν άδεια. Όταν άνοιξε τα μάτια του μπροστά του στεκόταν μόνο η Θανή.

Ένοιωθε ένα παράξενο κενό μέσα του, σαν να ξυπνούσε από ένα όνειρο. Κοίταξε τα άδεια χέρια του κι αναρωτήθηκε αν νοιώθουν έτσι οι θνητοί όταν ξυπνούν.

 

Λίγο τα μάτια μου να κλείσω θέλω

να ονειρευτώ ό,τι πια δεν έχω

μα δεν τολμώ, φοβάμαι, δεν μπορώ

το τέλος του ονείρου μου να δω...

Link to comment
Share on other sites

Για αρχή τα ορθογραφικά που βγάζουν μάτι:

 

ξυπόλητα=ξυπόλητα

νοιώθω=νιώθω, και η μπάλα παίρνει όλα τα παράγωγα

ειρωνία=ειρωνεία

σωθηκά=σωθικά

θύμιση=θύμηση

αιστάνομαι=αισθάνομαι

 

plus, μπορεί το ρήμα να είναι "μετανοιώνω" αλλά στον αόριστο γίνεται "μετάνιωσα", και το χρησιμοποιείς αρκετές φορές στο κείμενο.

 

Σε γενικές γραμμές είναι καλύτερο από το πρώτο, αν και φαίνεται ότι γράφτηκε βεβιασμένα επειδή ακριβώς ήσουν "υποχρεωμένη" να ρετουσάρεις το προηγούμενο. Με λίγα λόγια, σου λείπει το στοιχειώδες συστατικό ενός συγγραφέα, η ικανότητα να δημιουργήσεις κάτι δικό σου χωρίς "θεόσταλτη" έμπνευση. Apparently, you cannot summon your talent at will.. yet. Work it out :rolleyes:

 

Όμορφο τελείωμα

Link to comment
Share on other sites

Αυτά που γράφω τώρα τα είχα ξαναγράψει δύο φορές, αλλά μετάνιωσα και τα έσβησα.

Όσα ακολουθούν δεν αναφέρονται στο συγκεκριμένο post του mandrake, αλλά απλώς καταγράφω μερικές σκέψεις που κάνω συχνά.

Πολλές φορές έχω δει την κριτική σε κείμενα να γίνεται μόνο σε επίπεδο ορθογραφίας ή τουλάχιστον να δίνεται δυσανάλογα μεγάλο βάρος σε αυτόν τον τομέα. Κατά τη γνώμη μου φυσικά.

Πρόσφατα η ανορθογραφία έγινε θέμα το οποίο συζητήθηκε διεξοδικά νομίζω, νομίζω αναφέρομαι σε λίγο διαφορετικές περιπτώσεις.

Πιο συγκεκριμένα για την ιστορία της sonya, όπου επισημάνθηκαν πέντε έξι λαθάκια.

Σε ένα τόσο μεγάλο κείμενο νομίζω όλοι συγχωρούνται από συνήθεια να ξεχαστούν.

Εγώ για παράδειγμα δέκα στις δέκα περιπτώσεις θα κάνω το λάθος με το νοιώθω. Δεν πιστεύω ότι είναι τόσο σημαντικό ώστε να επιμένουμε τόσο πολύ σε αυτόν τον τομέα. Αυτά τα έκαναν στο σχολείο που σημείωναν με κόκκινο στυλό τα λάθη και στο τέλος του γραπτού ο εκνευρισμένος γραφικός χαρακτήρας της καθηγήτριας στόλιζε καταλλήλως την εργασία.

Δεν πιστεύω ότι κάποιος δυσκολεύτηκε να διαβάσει το κέιμενο λόγω του "αιστάνομαι".

Πιο συγκεκριμένα η ιστορία μου άρεσε. Τα ονόματα νομίζω ήταν όμορφα και ταιριαστά.

Τώρα σε ότι θυμάμαι απ' το κείμενο χωρίς να πατήσω καθόλου το "back" του explorer:

Η εικόνα που περπατάει ξυπόλητη στο παχύ γρασίδι, ήταν όμορφη.

Σε πολλά σημεία ήταν μελαγχολικό, με έριξε πολύ. Οι αποχαιρετισμοί ήταν τόσο συγκινητικοί.

Δύο εκφράσεις, για τον ζωοδότη ήλιο και τις φρούδες ελπίδες τις βρήκα κοινότυπες. Κάπως αδόκιμες σαν πολυφορεμένο παλτό για επίσημη δεξίωση. Μπορούσες να πεις ίσως τις χαμένες ελπίδες ή την ελπίδα χωρίς ελπίδα. Μπα αυτό ακούγεται λίγο χαζό.

Και κάπου στο τέλος σε μία παράγραφο, δυο τρεις συνεχόμενες προτάσεις έχουν την λέξη άδεια. καταλήγει σε "άδεια χέρια" η τελευταία. Ίσως κενά ή γυμνά, δεν ξέρω δεν μου ρχεται κάτι καλό τώρα.

Οι τέσσερις στίχοι στο τέλος, είναι υπέροχοι. Πανέμορφοι, ανεβάζουν όλη την ιστορία σε άλλο επίπεδο.

Στιγμές μοναδικής έμπνευσης. Φοβάμαι το τέλος του ονείρου μου να δω.

Συνολικά απόλαυσα την ιστορία, παίρνει άνετα 9 στα 10 ;)

Edited by Arachnida
Link to comment
Share on other sites

Το ύφος της κριτικής ήταν εσκεμμένο, ένα πείραγμα προς το άτομο που περισσότερο από όλους ψάχνει ευκαιρίες να διορθώσει τα ελληνικά μου :tongue:

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, μια κριτική/διόρθωση δεν έχει στόχο να αναδείξει σφάλματα αλλά να τα αποτρέψει, τουλάχιστον όταν ο αποδέκτης έχει περιθώρια βελτίωσης.

 

Επέτρεψε μου να αγαπάω το συγκεκριμένο διήγημα περισσότερο απ'τον καθένα. Εγώ του έβαλα 10 ;)

Link to comment
Share on other sites

Να σε διορθώσω κι εγώ Arion; "Επίτρεψε". :tongue:

 

-----

 

Λουθ, αυτή τη φορά είναι πιο καλογραμμένο, προφανώς. Η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι αυτή τη στιγμή δεν μου επιτρέπει να συνδεθώ, πήγα μια δυό φορές να συνδεθώ και το έδιωξα, είμαι ήδη πολύ, πολύ φορτωμένη με απόλυτα, φώτα και σκοτάδια από τις δικές μου... ιστορίες.

Παρ' όλα αυτά ξέρω, βλέπω πως καταφέρνεις να πεις πολλά πράγματα για τον κάθε χωρισμό, μιλάω πάντα για τον συνειδητό χωρισμό, αυτόν που φέρνει κανείς σε πέρας κοιτώντας στα μάτια του άλλου, χωρίς αυθυποβολές και χωρίς θυμούς. Έτσι μέσα από ένα φανταστικό διήγημα, αγγίζεις την πραγματικότητα, αυτός είναι εξ' άλλου ο σκοπός, n'est-ce pas;

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..