Nienor Posted February 17, 2006 Share Posted February 17, 2006 Όνομα Συγγραφέα: Κιάρα Είδος: τώρα ... μάλλον τρόμου είναι, δεν είμαι και πολύ σίγουρη Βία; χμμμ... Σεξ; άνευ Αριθμός Λέξεων:1042 Αυτοτελής; ναι Σχόλια: άνευ, εντάξει πέραν των κλασικών: να είστε να είστε αμείλικτοι μαζί του και να μην του χαριστείτε πουθενά Για πολλές μέρες πλέαμε στα ανατολικά της Ούρμπαν. Η πορεία ήταν εξαιρετικά αργή, νωχελική θα έλεγε κάποιος εξωτερικός παρατηρητής, αφού το μόνο που μας έσπρωχνε ήταν μια ελαφριά πνοή τ’ ανέμου. Το σκαρί μας ήταν γύρω στους τετρακόσιους τόνους, χαλκόδετο, τετρακάρτατο∙ ένα όμορφο και γερό καράβι. Η θάλασσα έμοιαζε ασυνήθιστα διάφανη. Από άκρη σ’ άκρη γαλανή τόσο που ο ορίζοντας δεν ξεχώριζε, το νερό ήταν ένα με τον ουρανό. Καθώς σκύβαμε από τις άκρες της κουπαστής, στα βάθη κάτω από τα διάφανα νερά βλέπαμε καθαρά τα φύκια και τα ψάρια του βυθού, με μια απόκοσμη διαύγεια και τόση ήταν η έκπληξη μας όταν ανασηκώνοντας το σκαντάγιο διαπιστώσαμε δεκαπέντε οργιές βάθος, που επανεξετάσαμε το χάρτη, φοβούμενοι πως έχουμε βγει εκτός πορείας και πως βρισκόμαστε σε άλλο θαλάσσιο μήκος από αυτό που είχαμε υπολογίσει. Ήταν όλα σωστά. Ανεβαίνοντας και πάλι στην κουβέρτα, ο ήλιος έδυε και σε πείσμα του κοκκινωπού φωτός του, η θάλασσα κάτω μας συνέχιζε να δείχνει γαλανή και όχι μοβ σκούρα, όπως θα ήταν το σωστό για την προχωρημένη δύση. Είχαμε εντυπωσιαστεί. Όλο το πλήρωμα είχε ανέβει στο κατάστρωμα -κανείς δε βρισκόταν στις καμπίνες και στο θάλαμο- προσπαθώντας να εξιχνιάσουμε το μυστήριο αυτό. Πρέπει να καταλάβετε πως η ζωή επάνω σε ένα καράβι, διαφέρει κατά πολύ από αυτήν της ξηράς. Αν δεν έχεις ούριο άνεμο να σε σπρώχνει, μπορείς να μείνεις μέρες σε νερά που, αρχικά δεν τα γνωρίζεις καλά, μα μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου να φυσήξει ξανά, τα έχεις μάθει σαν τις ελαφρές γραμμές της παλάμες σου, σαν τις ρυτίδες του προσώπου σου. Στα νερά αυτά πλέαμε ήδη σχεδόν ένα δεκαήμερο, με καιρό αφόρητα ζεστό, τόσο που μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την ώρα της ημέρας, μυρίζοντας απλά τις αναθυμιάσεις του πελάγους. Τις νύχτες, στο ασημένιο φως της σελήνης, τα νερά φάνταζαν σαν κάποιο κράμα ασημιού με γυαλί, τόσο διάφανο και φωτεινό που μας φανέρωνε το νυχτερινό βυθό. Τέτοια νηνεμία δεν είχα απαντήσει ποτέ ξανά. Βάρδιες δεν είχαν οριστεί, αφού τίποτα δεν κινιόταν στα ανοιχτά και το πλήρωμα είχε αράξει στην κουβέρτα συζητώντας για διάφορα θέματα, έχοντας λησμονήσει ήδη το χρώμα της θάλασσας, ασχολούμενο με πιο επιτακτικές ανάγκες, όπως το ότι μας τελείωναν τα εφόδια και, κυρίως, το νερό. Με είχε κυριεύσει μια εμμονή επερχόμενου τρόμου. Αισθανόμουν έρμαιο μιας κατάστασης βγαλμένη από τους χειρότερους εφιάλτες μου και με τα μάτια της φαντασίας μου έβλεπα καταιγίδες να μας χτυπούν και τις μορφές τεράστιων θαλάσσιων τεράτων να περνούν κάτωθέ μας. Τρεις ημέρες μετά, κι ενώ η νηνεμία συνεχιζόταν μαζί με την αφόρητη ζέστη, δεν είχε αλλάξει τίποτα στο χρώμα του νερού. Κοιτάζοντας κάτω παρατήρησα ένα σύμπλεγμα από κοράλλια και νέοι εφιάλτες έκαναν την εμφάνιση τους στον λιγοστό και ταραχώδη ύπνο μου. Οι νέοι εφιάλτες αφορούσαν σε κοραλλιογενείς ύφαλους με θεόρατες ρουφήχτρες που πρώτα ακινητοποιούσαν το τετρακάταρτο και έπειτα υποχωρούσαν και άφηναν τις νεοδημιούργητες ρουφήχτρες να μας καταπιούν. Έβλεπα τους φίλους και συντρόφους μου από το πλήρωμα να πέφτουν στη θάλασσα και να εξαφανίζονται κάτω από άγρια διάφανα νερά, που μου επέτρεπαν να δω τον τρόμο στα πρόσωπά τους, από την έλλειψη αέρα, έως τη στερνή ώρα του θανάτου. Οι σύντροφοι μου έδειχναν ανέμελοι. Το μόνο που τους απασχολούσε ήταν το νερό που στέρευε και η αφόρητη ζέστη. Ένας ήλιος κατακίτρινος σκαρφάλωνε κάθε μέρα στο στερέωμα και η ανυπόφορη ζέστη, από το καυτό του άγγιγμα, έλιωνε σιγά σιγά ανθρώπους και προμήθειες. Τη δωδέκατη μέρα όλοι ήμασταν ρετάλια. Δεν είχαμε αντιμετωπίσει ποτέ ξανά τόση νηνεμία κι αν δε φυσούσε σύντομα, θα πεθαίναμε εκεί -είχαμε αρχίσει να το πιστεύουμε όλοι τώρα πια- κάτω από τον ανελέητο ήλιο που θα μας μετέτρεπε αργά σε κενά κουφάρια, στεγνά από κάθε υγρό, στην –ω! ειρωνία- αγκαλιά της θάλασσας. Ούτε και τότε δε μπόρεσα να αντιληφθώ τον προφανή κίνδυνο. Η φαντασία μου συνέχιζε να με εφοδιάζει με φρικτές εικόνες τεράτων και τυφώνων, στον ύπνο και τον ξύπνιο μου. Ήμουν η μόνη που έμενα κάτω όλη την ημέρα, αφού, πλέον, δε μπορούσα να κοιτάξω τη θάλασσα. Στην παραμικρή νύξη ανέμου ο πανικός με αγκάλιαζε με τη μορφή της καταιγίδας ενώ στην ελάχιστη μετακίνηση του φορτίου στ’ αμπάρι, πράσινα τέρατα γέμιζαν το μυαλό μου, με μορφή φιδιού και ουρά ψαριού που κουλουριάζονταν γύρω από το σκαρί μας και προσπαθούσαν να το σπάσουν. Έπειτα ήρθε μια μέρα χωρίς φως. Άστρα πουθενά στον ουρανό, ούτε φεγγάρι, μα μήτε και ήλιος. Άκουσα τις έκπληκτες φωνές από την κουβέρτα, τους άκουσα να λένε πως είχαν τυφλωθεί και πως ήταν καταδικασμένοι και πήρα το θάρρος να ανέβω επάνω για πρώτη φορά έπειτα από τόσα μερόνυχτα. Ο αέρας του εξωτερικού χώρου με χτύπησε στο πρόσωπο και με πάγωσε. Μετά από τον στάσιμο αέρα του αμπαριού, το ζεστό νυχτερινό περιβάλλον της ερεβώδης νύχτας, έξω, έμοιαζε κρύο. Όντως δεν φαινόταν τίποτα. Ήμασταν τυλιγμένοι σε ένα σκότος πυκνό και ζεστό, αδιαπέραστο από την όραση μας. Το σκοτάδι μπορούσαμε να το αδράξουμε, η αίσθηση του έμοιαζε με ζωντανού πλάσματος. Οι πανικόβλητες φωνές των συντρόφων μου άρχισαν να ξεθωριάζουν -πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσω πως όντως οι φωνές ξεθώριαζαν, όπως ένα μαντήλι με φρέσκο αίμα που το βουτάς στο νερό, δεν απομακρύνονταν μα η χροιά τους αλλοιωνόταν αγγίζοντας τελικά την ανυπαρξία. Ταυτόχρονα η αίσθηση του ξύλου της κουβέρτας, κάτω από τα γυμνά μου πέλματα, μεταλλασσόταν αρχικά σε κάτι μαλακό και υγρό, έπειτα γλοιώδες, σαν βράχια με πεταλίδες επάνω τους και έπειτα νερό. Άρχισα να πέφτω και προσπαθούσα έντρομη να κρατηθώ από κάπου –από οπουδήποτε- μα τίποτε στέρεο δε βρισκόταν κοντά μου, κι ας μην είχα δρασκελήσει καλά καλά το τελευταίο σκαλί που οδηγούσε στην κουβέρτα. Κι ενώ νερό βρισκόταν γύρω μου, η πορεία προς τα κάτω, ήταν πτώση και όχι βούλιαγμα όπως θα ήταν σωστό για το νερό. Έπειτα το κενό. Οι αισθήσεις μου δουλεύουν υπέροχα, όπως και εκείνη την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στο έρεβος. Τα χέρια και τα πόδια μου κινούνται, με τη δική μου θέληση αλλά με τον τρόπο που κινιούνται μέσα στο νερό. Αναπνέω αέρα, καθαρό, ζεστό και υφάλμυρο, μα δε βλέπω τίποτα γύρω μου. Δε μπορώ να πιάσω τίποτα πέρα από το γυμνό μου κορμί. Έχουν περάσει μερικά λεπτά ή μερικά χρόνια από τότε. Δε μπορώ να το ξέρω, χρόνος δεν υπάρχει εδώ, έφυγε παρέα με το χρώμα. Μοναδική συντροφιά: το ταραγμένο μου μυαλό, που μέσα του μαίνονται εικασίες φαντασιόπληκτες για τέρατα και θαλάσσιους δαίμονες που ρουφούν την ψυχή. Και το σκοτάδι. Ω! πόσο σκοτάδι... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted February 17, 2006 Share Posted February 17, 2006 της ερεβώδης νύχτας, Σίγουρα είναι έτσι, γιατί έχω τις αμφιβολίες μου. Κατά τα άλλα συμπαθητική ιστορία, αν και περίμενα κάτι περισσότερο από μια ιστορία τρόμου για να ικανοποιηθώ, έχω τν εντύπωση ότι χρειαζόσουν περισσότερο χρόνο για να φτιάξεις ατμόσφαιρα, πιο πολλά σημάδια, λιγότερο αποστασιοποιημένη αφήγηση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 18, 2006 Author Share Posted February 18, 2006 QUOTEτης ερεβώδης νύχτας, Σίγουρα είναι έτσι, γιατί έχω τις αμφιβολίες μου. Κατά βάσην, σωστό πρέπει να είναι (τουλάχιστον έτσι είναι το θυληκό του) αλλά έτσι μόνο του που το βλέπω, ούτε κι εμένα μου πολυαρέσει για να είμαι ειλικρινής. Κατά τα άλλα συμπαθητική ιστορία, αν και περίμενα κάτι περισσότερο από μια ιστορία τρόμου για να ικανοποιηθώ, έχω τν εντύπωση ότι χρειαζόσουν περισσότερο χρόνο για να φτιάξεις ατμόσφαιρα, πιο πολλά σημάδια, λιγότερο αποστασιοποιημένη αφήγηση. Είδος: τώρα ... μάλλον τρόμου είναι, δεν είμαι και πολύ σίγουρη μπλαχ...μήπως έπρεπε να το βάλω στις διάφορες ιστορίες? Thanx for reading Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
brave Posted February 18, 2006 Share Posted February 18, 2006 Δεν είναι άσχημη ιστορία, όμως δεν είναι τρόμου. Με το που ξεκινάει χρησιμοποιείς το όνομα Ούρμπαν, το οποίοο είναι χιλιοχρησημοποιημένο (σε μερη και σε πρόσωπα)... δεν ξέρω πια γιατί αρέσει τόσο αυτό το όνομα, αλλα θεωρώ πως είναι καλύτερα να το διαφοροποιούσες λιγάκι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sabrathan Posted February 18, 2006 Share Posted February 18, 2006 (edited) Ούρμπαν, as in "urban", "αστικό" κλπ.? Μου φαίνεται ανούσιο να ονομάσεις μια πόλη, μέρος ή οτιδήποτε τέλος πάντων Ούρμπαν. Θα σχολιάσω για το ίδιο το κείμενο αργότερα. Edited February 18, 2006 by Sabrathan Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 21, 2006 Author Share Posted February 21, 2006 (edited) Ευχαριστώ πολύ που το διαβάσατε. Brave και Sabrathan, δεν εννοούσα τίποτα με το Ούρμπαν. Δεν θυμάμαι να το έχω ξαναδεί κάπου, σε ονομασία, οπότε δε μου φάνηκε και κλεμένο, αλλά εντάξει -το έχω πει πολλές φορές αυτές τις μέρες- μπορεί και να είναι από κάπου παρμέο έτσι ακριβώς, μόνο που αυτό το "κάπου" το έχω παντελώς ξεχάσει. Επίσης, αν ήθελα να σημαίνει Urban, θα το έγραφα έτσι, όχι στα ελληνικά. Συμφωνώ πως θα ήταν άκυρο εδώ, αλλά δεν είμαι σίγουρη πως θα ήταν άκυρο παντού. Τέσπα, άλλη συζήτηση. Naroualis, η ηρωίδα είναι ένα μέλος του πληρώματος κι επειδή ακριβώς είναι γυναίκα-μέλος του πληρώματος, το διηγηματάκι είναι τοποθετημένο σε φανταστικό κόσμο. Βεβαίως, είναι γυναίκα επειδή κατέχω σαφώς καλύτερα τον γυναικείο τρόπο σκέψης και για κανέναν άλλο λόγο. Τώρα γιατί πλέουν τόσες μέρες εκεί? αν καταλαβαίνω σωστά την ερώτηση τότε η απάντηση είναι αυτή: "αφού το μόνο που μας έσπρωχνε ήταν μια ελαφριά πνοή τ’ ανέμου", αν όχι, διατυπωσε την κάπως αλλιώς και θα προσπαθήσω να την απαντήσω. Βασικά, η όλη φάση με αυτό, ήταν αυτή η κλειστοφοβική διάθεση, μέσα στην απεραντοσύνη του ωκεανού. Η ειρωνία αυτού του πράγματος. Χαίρομαι πολύ που το είδες. edit: α, ναι, όντως "ερεβώδους" με το της, έχεις απόλυτο δίκιο και είναι σαφώς καλύτερο. Τώρα το ...ης, μου φαίνεται ΚΑΙ λαθος, εκτός από κακόηχο Edited February 21, 2006 by Nienor Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 22, 2006 Author Share Posted February 22, 2006 Α!, μα δεν τους παρέσυρε. Έπλεαν προς τα κάπου, γενικώς, είτε εμπορικό μπάρκο, είτε ότι άλλο (απλά εντάξει, επειδή είναι όλοι πλήρωμα επάνω στο καράβι, δεν έχει επιβάτες, ε, κάτι τέτοιο είναι). Και δεν μπόρεσαν να φτάσουν εκεί που έπρεπε γιατί σταματησε ο άνεμος εντελώς, ενώ στην αρχή, για ένα διάστημα, φυσούσε, αλλά πάρα πολύ λίγο, οπότε δεν τους πήγαινε με καμία σοβαρή ταχύτητα, άρα έπλεαν στο ίδιο πέλαγος συνεχώς. Το άφησα έτσι, με ότι μπορείς να βγάλεις από τα συμφραζόμενα, γιατί δε θεώρησα πως είχε πολύ σημασία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted February 26, 2006 Share Posted February 26, 2006 Omorfo. Oso gia to fylo, den yparxei kati se olo to keimeno poy ua apagoreye na einai agori kai oxi kopela. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted March 10, 2006 Share Posted March 10, 2006 Αρρρ....γυναίκες σε βαπόρι ίσον γρουσουζά... αρρρρ Τι μου άρεσε: Μέσα σε λίγες γραμμές καταφέρνεις να μας οικειοποιήσεις με τους ναύτες και με τον τρόπο ζωής τους (Αν δεν έχεις ούριο άνεμο[...]παλάμες σου, Βάρδιες δεν είχαν οριστεί). Και όλα αυτά σε φανταστικό κόσμο! Γενικά είναι πολύ προσεγμένο στις αντιφατικές εικόνες. Τι δε μου άρεσε: Βγάζοντας όλη μου την κακία, θα έλεγε η γλώσσα. Η ηρωίδα είναι και αυτή ναύτης, όμως πέρα από τη φράση "Τη δωδέκατη μέρα όλοι ήμασταν ρετάλια", όλο το υπόλοιπο κείμενο είναι πολύ καλογραμμένο. Αλλά ειλικρινά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία. Well done Nienor! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.