Bardoulas© Posted March 11, 2006 Share Posted March 11, 2006 Όνομα Συγγραφέα: Πέτρος Πολίτης, ο Bardoulas© Είδος: Τρόμος Βία; Ναι Σεξ; Ναι Αριθμός Λέξεων: Δυόμιση χιλιάδες Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Αν εξαίρεσω το write off, είναι η πρώτη μου ιστορία από τα Χριστούγεννα. Εμμονές Νιώθω πως πρέπει κάπου να αποθηκεύσω τις εμμονές μου. Κάπου που να τις βρουν όταν φύγω από τη ζωή. Να ξέρει ο κόσμος σε τι κατάσταση βρίσκομαι τώρα, Μάρτιο του 2006 στα είκοσί μου χρόνια. Διότι τον τελευταίο καιρό, μου συμβαίνουν διάφορα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως παράνοια. Αλλά να τα πω από την αρχή, για να μην κινδυνεύσω να παραπληροφορήσω όσους ενδιαφερθούν έστω και λίγο για την ψυχική μου υγεία. Έχω έμμονες ιδέες. Σκέψεις τόσο έντονες που είναι ώρες που με κάνουν να πιστεύω πως συνέβησαν. Την πρώτη φορά που κατάλαβα πως συμβαίνει αυτό ήταν πριν έξι μήνες, όταν και για πρώτη φορά είδα τη σκηνή. Συγκεκριμένα, εδώ κι έξι μήνες, όποτε πέφτω για ύπνο, σκέφτομαι πως έρχεται κάποιος και με μαχαιρώνει στην πλάτη. Μια κίνηση. Μια και αποφασιστική. Στο ύψος που ενώνονται οι πνεύμονες, έτσι ώστε να πεθάνω από ασφυξία πριν με αποτελειώσει η ακατάσχετη αιμορραγία. Φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, αλλά ο αέρας δε φτάνει ποτέ στις φωνητικές χορδές. Φεύγει από την τρύπα που άνοιξε στην πλάτη μου, πετώντας το αίμα με ακόμα περισσότερη πίεση. Σα να ήταν σπρέι. Αφήνω την τελευταία μου πνοή, ξοδεύοντάς την άσκοπα. Αυτό συμβαίνει κάθε νύχτα τους τελευταίους μήνες. Και επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά μέχρι να με λυπηθεί ο σαδιστής Μορφέας και να με λυτρώσει, πνίγοντάς με στην αγκαλιά του. Και εντάξει, μερικά δευτερόλεπτα φρίκης δε μου έκαναν κακό. Στην αρχή με αγρίεψε λίγο το όλο σκηνικό αλλά σιγά –σιγά το συνήθισα. Τώρα πια απλά με νανουρίζει. Ίσως γιατί η συνήθεια αναισθητοποιεί. Ίσως γιατί αυτά που ακολούθησαν έκανα αυτήν την εμμονή να αποκαλύψει τον πραγματικό λόγο ύπαρξης του: η προοικονομία. Αυτό που μας μάθαινε η καθηγήτρια στη Β Γυμνασίου. Η προφητεία αν θέλετε. Γιατί πριν από πέντε περίπου μήνες (είχε φύγει ο Σεπτέμβρης και μόλις είχα φύγει από το σπίτι για τη σχολή) είδα μια παρόμοια σκηνή. Μια σκηνή μοτίβο. Ολόιδια κάθε φορά που την έβλεπα. Όποτε έβγαινα με κοπέλες, σαν σε ταινία που εξελισσόταν μπροστά μου σε αόρατο σελιλόιντ, έβλεπα την εξής σκηνή: σε μια γωνία, είχαν στήσει ενέδρα κάποιοι άνανδροι, που επιτίθονταν σε ανυποψίαστους και τους έκλεβαν. Ήταν τρεις και προτιμούσαν παρέες αγοριών και κοριτσιών. Μέχρι που ένας αντιστάθηκε και τον χτύπησαν. Ή μάλλον όχι, δεν τον χτύπησαν… τον σάπισαν στο ξύλο. Σπασμένη μύτη και σαγόνι, εξάρθρωση αγκώνα, πρησμένα μάτια, σπασμένα πλευρά και πολλά ακόμα. Μετά προσγειωνόμουν στην πραγματικότητα. Τα αποκυήματα της φαντασίας μου ξανακρύβονταν στο μυαλό μου. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό, βρισκόμουν κάπου αλλού, όχι στην πραγματικότητα. Ταξίδευα σε έναν άλλο κόσμο, άυλο. Ίσως αυτό να συνέβαινε και στο κρεβάτι, όταν έπεφτα για ύπνο (είχα τουλάχιστον δύο βδομάδες το όλο σκηνικό με τα μαχαιρώματα στο κρεβάτι). Αλλά το σκοτάδι είναι από μόνο του άυλο. Οπότε και ήταν δύσκολο να καταλάβω. Όπως και να ‘χει, ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον επαγγελματία για τις περίεργες αυτές εμμονές. Έναν γιατρό ας πούμε. Γιατί οι φίλοι σίγουρα θα με άκουγαν και ίσως και να με συμβούλευαν. Αλλά είναι ένα ψυχικό βάρος που δε θέλω να φορτώσω σε άτομα που συμπαθώ. Το βράδυ πριν την επίσκεψη στο γιατρό, έκανα ένα μπάνιο. Όχι πως τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον ψυχολόγο αν θα είσαι καθαρός ή βρώμικος (τουλάχιστον όχι τόσο όσο έναν παθολόγο ας πούμε), αλλά είπα να αράξω για λίγο στη μπανιέρα. Το υγρό στοιχείο πάντα με βοηθούσε να συγκεντρωθώ. Μέχρι που ήρθε και η τρίτη εμμονή: είδα πως πνιγόμουν. Ήμουν τόσο κοντά στην επιφάνεια και όμως, κάτι με τραβούσε διαρκώς προς τα κάτω. Ένιωθα τον πάτο με τα πόδια μου και ήμουν σίγουρος πως αν τέντωνα τα χέρια μου θα έβγαιναν στην επιφάνεια. Όμως πάλευα να βγω, να απελευθερωθώ απ’ ότι με κρατούσε βυθισμένο. Αλλά εις μάτην. Έβλεπα σιγά –σιγά τα πάντα να γίνονται μια απόχρωση του κόκκινου. Οι πνεύμονες μου με σούβλιζαν, ο φάρυγγάς μου ήταν γεμάτος νερό. Και ξαφνικά τέλος! Βρίσκομαι πάλι πίσω στη μπανιέρα και τσαλαβουτάω. Την επόμενη μέρα δεν είπα τίποτα στο γιατρό για το συμβάν στη μπανιέρα. Παραμόνο για τα μαχαιρώματα και τον ξυλοδαρμό. Δεν είπε τίποτα όση ώρα μιλούσα. Μόνο σημείωνε. Με τσάντιζε η απάθειά του, μέχρι που στο τέλος τον ρώτησα τι παίζει. Αν άξιζαν τα λεφτά που έδωσα. Ήταν και η πιο σημαντική στιγμή για την απόφασή μου αν θα πήγαινα και την επομένη. Μίλησε πολύ αόριστα, λέγοντας τη λέξη «μπορεί» στην αρχή της κάθε του πρότασης, υποθέτοντας ένα σωρό πράγματα. Στο μυαλό μου ήρθε ένας άνθρωπος, που γνώριζε τα πάντα. Τα πάντα που θα μπορούσαν για πάντα να του κλείσουν το στόμα. Και προσπαθούσε να μιλήσει στον κόσμο με παραβολές και παρομοιώσεις, έτσι ώστε κάποιος ανοιχτόμυαλος να καταλάβει και ο ίδιος να μην κινδυνεύσει. Όταν σταμάτησα να ονειροπολώ, συγκράτησα τη φράση «…αύριο πάλι την ίδια ώρα». Που μάλλον ήταν το ραντεβού μου με το γιατρό. Μάλλον είχα πάρει ήδη την απόφασή μου. Θα έχανα κι άλλα λεφτά. Τουλάχιστον είχα χρόνο να επαληθεύσω τη θεωρία μου. Είχα μια ολόκληρη μέρα και δε σκόπευα να τη χαραμίσω. Και μπορεί να σας φανεί αστείο, αλλά όλη τη μέρα γέμιζα και άδειαζα τη μπανιέρα με νερό κι έμπαινα μέσα. Κάθε φορά έβλεπα την ίδια σκηνή. Αργά το βράδυ, έχοντας καταπονήσει αρκετά το δέρμα μου, κάλεσα την Αγγελική για βόλτα. Μια φίλη που πάντα είχε παρέα. Κοινωνικότατο άτομο που θαρρούσε κανείς πως δεν έχει σπίτι. Όλη τη μέρα έξω για βόλτα. Όταν συναντηθήκαμε, ήταν ήδη μαζί με άλλα τρία άτομα: δυο κοπέλες κι έναν τύπο που κατά τα λεγόμενα ήταν άντρας (δεν μπορώ να πω κακίες τώρα, δεν είναι της παρούσης). Περπατούσαμε αρκετή ώρα μέχρι να βρούμε ένα μέρος να κάτσουμε. Σε ένα στενάκι λοιπόν, τρεις τύποι μας περίμεναν. Όχι εμάς καθαυτούς, μια παρέα με αγόρια και κορίτσια. Ζήτησαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενά μας αλλά ο Νίκος, το άτομο που σας έλεγα, θέλησε να αντισταθεί. Τον σάπισαν στο ξύλο. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και η επόμενη σκηνή με βρήκε σε μια καφετέρια, με τη μια κοπέλα να τρίβεται στον ώμο μου και τους τρία άτομα να μιλούν. Δεν ήμουν και πολύ στα καλά μου, αλλά η κοπέλα ήταν όμορφη και κατά τα φαινόμενα, εκείνο το βράδυ θα… ξεχνιόμουν. Καταλήξαμε στο σπίτι της, ημίγυμνοι και οι δύο, να χαϊδευόμαστε. Κοίταζα τις κόκκινες ανταύγειες στα μαλλιά της, οι οποίες δεν ήταν ορατές στην καφετέρια και αργότερα στο κλαμπ που πήγαμε. Και σα να μην έφτανε αυτό, άρχισα να ξενερώνω όταν είδα πως είχε ιδρώσει και η μπογιά είχε ξεβάψει και είχε γίνει ένα με τον ιδρώτα. Χάιδεψα τα μαλλιά της και αηδίασα με το κόκκινο παχύρρευστο υγρό στα χέρια μου. Μέχρι που η αηδία μετατράπηκε σε φρίκη. Δεν ήταν ιδρώτας και μπογιά, ήταν αίμα. Την πέταξα πίσω και είδα το πρόσωπό της ματωμένο και παραμορφωμένο. Το αίμα κυλούσε από το κεφάλι και τα ματωμένα μαλλιά κολλούσαν στο πρόσωπό της. Ούρλιαξα! «Μπα, ξανατέλειωσες;» την άκουσα να λέει. Τραβήχτηκε ήρεμα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν καθαρό. Ιδρωμένο μεν, αλλά καθαρό από αίματα. Το ίδιο και τα μαλλιά της. Άναψε ένα τσιγάρο και τα στήθη της τεντώθηκαν στην πρώτη ρουφηξιά. Εκπνέοντας τον καπνό, έφερε το τσιγάρο κοντά στο στόμα μου και με ρώτησε: «Θες;». Τα πράγματα ήταν πολύ περίεργα. Ίσως έφταιγε που όλη τη μέρα κατανάλωσα νερό αρκετό για να γεμίσει μια πισίνα, ίσως τρελαινόμουν ακόμα πιο πολύ. Σε καμία όμως περίπτωση δεν είχα ξεχαστεί όπως ήλπιζα. «Όχι, έχω να ξυπνήσω πρωί αύριο να πάω στο γιατρό» είπα και άρχισα να ντύνομαι. Ακόμα δεν έχω καταλάβει πως μου ήρθε να πω κάτι τέτοιο. Αλλά κι εκείνη δε φάνηκε να δίνει ιδιαίτερη σημασία. Προσπαθούσε να ξελαχανιάσει και ταυτόχρονα να τελειώσει το τσιγάρο. «Να τα ξαναπούμε, ε;» μου είπε καθώς έφευγα από το δωμάτιό της. Πήγα με τα πόδια μέχρι το σπίτι, για να μου έρθει πιο γρήγορα ο ύπνος. «Δοκίμασε να εστιάσεις σε λεπτομέρειες που θα δώσουν πληροφορίες. Μου είπες για παράδειγμα πως έχεις μια μικρή συλλογή από μαχαίρια. Προσπάθησε να καταλάβεις αν αυτός που σε μαχαιρώνει κρατά κάποιο από τα μαχαίρια της συλλογής σου. Και αυτό με το νερό. Είναι αλμυρό ή γλυκό;». Οι συμβουλές του γιατρού ήταν λίγο περίεργες. «Σε τι θα βοηθήσει αυτό;» τον ρώτησα κοιτάζοντας το ταβάνι του ιατρείου. Ήταν το μόνο μέρος που κοίταζα με άνεση έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος. «Θα σε βοηθήσει να δομήσεις τις σκέψεις σου. Ίσως και να βρεις από πού προέρχονται όλες αυτές οι εμμονές». Πλήρωνα επαγγελματία για να μου λέει αυτές τις πίπες. Όμως μου κίνησε την περιέργεια. Το νερό ήταν γλυφό, το μαχαίρι δεν ήταν από τα δικά μου, τουλάχιστον δεν είχα κανένα μαχαίρι με κοκάλινη σκαλιστή λαβή, δεν ήξερα κανέναν από τους τύπους που μου επιτίθονταν στο στενάκι και η Νάνσυ, η κοπέλα που πηδιόμασταν κυρίως για να συνεχίσω τις έρευνες στις εμμονές μου και όχι για απόλαυση δυστυχώς, δεν είχε κανένα τραύμα στο κεφάλι. Σταμάτησα τις επισκέψεις στο γιατρό. Δεν είχε βοηθήσει καθόλου. Όλες οι έρευνες κράτησαν περίπου δυο μήνες. Κάποια στιγμή χρειάστηκε να βγάλω ακτινογραφίες θώρακος. Το ακτινολογικό ήταν στον όροφο κάτω από το ιατρείο του Δρ. Μάρκου, του γιατρού που με εξέταζε. Θεώρησα ευγενικό να περάσω και να πω ένα ‘γεια’ και πως ήμουν καλύτερα. Ψέμα θα ήταν, αλλά ο άνθρωπος έκανε ό,τι μπορούσε. Το ιατρείο άδειο. Τα έπιπλα έλειπαν, οι τοίχοι άδειοι, και μόνο ένας τύπος με μια σφουγγαρίστρα είχε κάτσει σε μια γωνία και κάπνιζε. «Ο κος Μάρκου;» τον ρώτησα. Έκανε μια βαθιά τζούρα και έδειξε το ταβάνι. «Φούνταρε με το αμάξι στα Γλυκά Νερά. Έπεσε στη λίμνη και τον έβγαλαν νεκρό μετά από μια μέρα. Θεός ‘σχωρέστονα» είπε και συνέχισε να καπνίζει. Πανικοβλήθηκα τόσο που σηκώθηκα κι έφυγα χωρίς να βγάλω τις ακτινογραφίες. Πήγα στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής για να μάθω περισσότερα. Είχα ακόμα την ερασιτεχνική δημοσιογραφική ταυτότητα. Με την δικαιολογία ότι έγραφα για την τοπική εφημερίδα, πήγα να ζητήσω πληροφορίες. Ο Αστυνόμος ευγενικά μου είπε πως ο φάκελος ήταν ακόμα ανοιχτός. «Υπάρχει, είπε, υπόνοια δολοφονίας και μέχρι να εξιχνιαστεί, δεν μπορώ να σου δώσω περαιτέρω πληροφορίες». Τι σκατά συνέβαινε; Πέρασαν από το μυαλό μου ένα εκατομμύριο σκέψεις, αλλά όλες ήταν αφηρημένες και αόριστες. Είχε νυχτώσει για τα καλά και συνέχιζα να περπατάω για το σπίτι. Λίγο πριν ανοίξω την πόρτα, άκουσα το κινητό να χτυπάει. Το κινητό έγραφε ‘Αγγελική στην οθόνη: «Είμαστε στο Πανεπιστημιακό με τη Νάνση. Επιτέθηκαν στο Νίκο και τον έφεραν εδώ!». Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα απαντούσα «Στ’ αρχίδια μου» αλλά τα πράγματα ήταν αλλιώς. «Έρχομαι αμέσως» είπα και άρχισα να σκέφτομαι. Η Αγγελική ακουγόταν ταραγμένη και σίγουρα θα ήταν και η Νάνση. Πάω στοίχημα πως θα ήταν μαζί την ώρα της επίθεσης. Αυτό ήταν! Έβλεπα από πριν τι επρόκειτο να γίνει. Είχα γίνει ένα είδος μέντιουμ. Τότε στη μπανιέρα ήμουν στην ουσία μέσα στο σώμα του Μάρκου. Και είμαι σίγουρος πως αν, αντί να κοιτάζω την επιφάνεια, κοίταζα προς τα κάτω, θα έβλεπα ποιος ήταν ο δολοφόνος. Ποιος ήταν αυτός με τραβούσε, ή μάλλον καλύτερα, ποιος ήταν αυτός που τραβούσε το γιατρό στον πάτο. Αυτό ήθελε να μου πει ο γιατρός. Ήξερε από πριν αλλά δε μου το είπε. Μόλις σταμάτησε η καταιγίδα σκέψεων στο κεφάλι μου, βρισκόμουν ήδη έξω από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο. Σε λίγο ήμουν μαζί με τα κορίτσια. Το θέαμα μπροστά μου ήταν αποκρουστικό. Ο Νίκος, τυλιγμένος σα μούμια από το θώρακα μέχρι τη λεκάνη, με μεταλλική υποστήριξη στο σαγόνι και τυλιγμένο με γάζες κεφάλι. Νάρθηκας στον αριστερό αγκώνα και γύψος στο δεξί πόδι. Οι προφητείες άρχιζαν να εκπληρώνονται και αυτό με τρόμαζε. Ο Νίκος μόλις μπήκα στο δωμάτιο, βόγκηξε δυνατά και πάσχιζε να κουνηθεί. Η νοσοκόμα μας έδιωξε από το δωμάτιο. Η Αγγελική θα έμενε μέχρι να έρθουν οι γονείς του Νίκου από την πρωτεύουσα. Εγώ θα πήγαινα τη Νάνση σπίτι της και μετά θα πήγαινα για ύπνο. «Πάρε με τηλέφωνο όταν πας σπίτι» είπε και αφού αγκαλιάστηκαν, φύγαμε. Στο ταξί δεν της είπα και πολλά. Ήταν μισοκλαμμένη και άλλωστε ήξερα ακριβώς τι είχε γίνει. Το είχα δει αρκετές φορές. Την άφησα σπίτι και σηκώθηκα να φύγω. Κάπου στα μισά της διαδρομής πανικοβλήθηκα: αν κάποιος πάει και τη μαχαιρώσει; Οι μαχαιριές, το αίμα στο κεφάλι, όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν σαν αποδέκτη τη Νάνση. Αμέσως είπα στον ταρίφα να κάνει μεταβολή και να ξαναπάω σπίτι της. Αναγκάστηκα να του πουλήσω παραμύθι ότι θα πήγαινα για να πηδηχτούμε. Από το όλο ψέμα γλίτωσα 2 ευρώ που μου τα έκανε έκπτωση «επειδή είσαι γαμιάς» όπως είπε. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στα λόγια του, παραμόνο στο τι θα έλεγα στη Νάνση. Με το που άνοιξε την πόρτα, είχε μόλις βάλει μια νυχτικιά. «Ήρθα γιατί ανησυχούσα για σένα…» της είπα κι εκείνη έπεσε πάνω μου και με αγκάλιασε. «Σ’ ευχαριστώ, μου είπε, σ’ ευχαριστώ. Δεν είπα τίποτα στην Αγγελική γιατί ήθελε να μείνει εκεί, όμως φοβόμουν. Και τώρα που την έκλεισα δεν της είπα τίποτα. Έχει ήδη το Νίκο να την απασχολεί». Όλα καλά, δε χρειάστηκε να της πω την αλήθεια. Μόλις έκλεισε την πόρτα, άρχισε να με φιλάει και να μου ψιθυρίζει στ’ αυτί: «Γάμησε με, θέλω να ξεχάσω…». Τράβηξα τη νυχτικιά της και αποκάλυψα το ήδη ερεθισμένο γυμνό της κορμί. Την στο στήθος και άρχισα να βάζω σιγά –σιγά τα δάχτυλά μου μέσα της κι εκείνη με λύσσα προσπαθούσε να μου ξεκουμπώσει το παντελόνι. Με τραβούσε με μανία και τα χάδια της έμοιαζαν περισσότερο με μπουνιές. Την έσπρωξα πάνω στο κρεβάτι. Την είδα να παραπατάει και να γλιστράει. Προσγειώθηκε με δύναμη δίπλα από το κρεβάτι. Το κεφάλι της φάνηκε να χτυπάει στην κόχη του κρεβατιού, κάτι που επιβεβαίωσαν τα αίματα. Το πρόσωπό της ήταν λερωμένο με αίμα που κυλούσε από το πάνω μέρος του κεφαλιού της. Τα μαλλιά της κολλούσαν πάνω στο πρόσωπο κάνοντας το θέαμα ακόμη πιο αποκρουστικό. Ούρλιαξα και σηκώθηκα κι έφυγα. Είχα αυτό το περίεργο déjà vu αίσθημα της παράλληλης πραγματικότητας. Ένιωθα πως ήμουν σε έναν κόσμο παράλληλο με το υλικό, μόνο που εκείνος ήταν άυλος. Κι εγώ απλός παρατηρητής του. Έφτασα σπίτι και κοίταξα τα χέρια μου. Δεν ήταν ματωμένα, πράγμα καλό. Όλα ήταν της φαντασίας μου. Η υπέρμετρη αισιοδοξία μου πως είμαι ένα είδος μέντιουμ με είχε κάνει παρανοϊκό. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Γιατί την επόμενη μέρα, με ξύπνησε το τηλέφωνο. Η Αγγελική ίσα που μπορούσε να μιλήσει από τα αναφιλητά. Ο Νίκος υπέκυψε από εσωτερική αιμορραγία. Η Νάνση φάνηκε πως αυτοκτόνησε στο σπίτι της, καθώς τη βρήκε νεκρή, με ένα πολύ βαρύ τραύμα στο κεφάλι. Κι εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι τίποτα. Όλη τη μέρα δε βγήκα έξω. Γέμισα την μπανιέρα και βυθίστηκα μέσα σ’ αυτή. Είδα πάλι την ίδια σκηνή. Είδα πως πνιγόμουν. Ήμουν τόσο κοντά στην επιφάνεια και όμως, κάτι με τραβούσε διαρκώς προς τα κάτω. Ένιωθα τον πάτο με τα πόδια μου και ήμουν σίγουρος πως αν τέντωνα τα χέρια μου θα έβγαιναν στην επιφάνεια. Όμως πάλευα να βγω, να απελευθερωθώ απ’ ότι με κρατούσε βυθισμένο. Αλλά εις μάτην. Έβλεπα σιγά –σιγά τα πάντα να γίνονται μια απόχρωση του κόκκινου. Οι πνεύμονες μου με σούβλιζαν, ο φάρυγγάς μου ήταν γεμάτος νερό. Λίγο πριν το τέλος όμως, κοίταξα προς τα κάτω, να δω ποιος με τραβούσε. Ταράχτηκα. Πήδηξα έξω από τη μπανιέρα και πήγα και κουλουριάστηκα στο κρεβάτι μου. Αγκάλιασα σφιχτά το μαξιλάρι. Κουλουριάστηκα σε μια μικρή γωνία του κρεβατιού και προσπάθησα να κρατηθώ από κάπου. Μέχρι που τράβηξα το στρώμα και ένιωσα κάτι αλλόκοτο στα δάχτυλά μου. Ήταν ένα μαχαίρι με κοκάλινη σκαλιστή λαβή. Καλώς ήρθες στον εφιάλτη μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 11, 2006 Share Posted March 11, 2006 Είναι ωραία γραμμένο, δεν πρόσεξα κάτι που να μου χτύπησε πολύ άσχημα, για να προτείνω κάποια διόρθωση. Όμως κάνεις τεράστιες παραγράφους. Μιλάμε για τεράστιες, και για συνέχεια. Και, μαζί με το γεγονός ότι γράφεις σε αφηγηματικό στιλ (σε αντίθεση με το δραματικό στιλ), αυτό κουράζει πάρα πολύ τον αναγνώστη. Εμένα, τουλάχιστον, με κούρασε. Πετυχαίνεις, ωστόσο, να δημιουργήσεις μια ατμόσφαιρα, κι αυτό είναι καλό. Αλλά έπρεπε να το κάνεις σταδιακά. Χώριζε περισσότερες παραγράφους, κάνε περισσότερες σκηνές. Ήταν πολύ βιαστική η εξέλιξη της ιστορίας. Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ακριβώς κάποια πράγματα μέσα στην ιστορία. Ίσως, βέβαια, να φταίει και το γεγονός ότι με κούρασε και επιτάχυνα την ανάγνωση. Πχ, στο τέλος βρίσκει το κοκάλινο μαχαίρι στο κρεβάτι του. Προφανώς, κάποιος του το έβαλε εκεί για να τον κάνει να αυτοκτονήσει. Ποιος ήταν αυτός; Και, στο τέλος-τέλος, πώς ο αφηγητής μας απευθύνεται στον αναγνώστη; Αν υποθέσουμε ότι αυτοκτόνισε, δεν είναι λογικό. Αλλά, αν πάλι δεν αυτοκτόνισε, τότε ήταν κι αυτό ένα όνειρο; Γενικώς, με μπέρδεψες. Βέβαια, ο σκοπός του διηγήματος ίσως να είναι όντως να μπερδέψει τον αναγνώστη, οπότε εκεί πάω πάσο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted March 11, 2006 Share Posted March 11, 2006 Ωραίο κείμενο. Όχι ευχάριστο με τη γνήσια έννοια, αλλά αρκετά καλογραμμένο από άποψη αίσθησης. Μικροπαρατηρήσεις: διόρθωσε κάποια λαθάκια (λέξεις που έχεις ξεχάσει να γράψεις, ας πούμε) και δώσε λίγο αέρα στο κείμενο - οι παράγραφοι είναι όντως κάπως πνιγηρές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted March 11, 2006 Share Posted March 11, 2006 Τι να σου πω, τρομερό. Σουρεαλιστικό και ανατριχιαστικό, σου περνάει μια ανατριχιαστική ατμόσφαιρα. Μόνο πως κάνε αυτό που λέει οΒάρδος με τις παραγράφους, είναι μεγάλες οι άτιμες. Την στο στήθος Την τί; Σου έχει ξεφύγει ένα τυπογραφικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted March 13, 2006 Author Share Posted March 13, 2006 Παίδες ευχαριστώ για τα σχόλια και συγγνώμη. Από βιασύνη έκανα copy-paste το μη διορθωμένο κείμενο. Δε διαφέρει πάρα πολύ, αλλά έχει μια-δυο προτάσεις κλειδιά, που ξεκαθαρίζουν κάπως την κατάσταση. Επίσης Νιχίλιε, "την χάιδευα στο στήθος" γράφω, αλλά στο διορθωμένο κείμενο. Όσο για τις παραγράφους. Χωρίζω το κείμενο σε θεματικές ενότητες. Στην αφήγηση συνήθως έχω σαν κριτήριο το χρόνο (δηλαδή τα χρονικά διαστήματα) περισσότερο. Ξαναρίχνοντας μια ματιά είδα πως όντως έχω μεγάλες παραγράφους, αλλά από την άλλη πως να τις χωρίσω; Να κόβω τις σκηνές στη μέση; Δε με είχε προβληματίσει το θέμα παράγραφος μέχρι τώρα Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted March 13, 2006 Share Posted March 13, 2006 Δεν το έχω διαβάσει το κείμενο ακόμα, αλλά παράγραφο αλλάζεις όταν αλλάζεις νόημα ή όταν για λίγο σταματά η πλοκή σου. Σκηνή μπορείς να χωρίζεις με παυλίτσες ---, με ***, με ~~~, με μεγαλύετρο κενό, αλλά όχι με παράγραφο. Η αλήθεια είναι πως το συγκεκριμένο κείμενο, εκ πρώτης κι εμένα μου φαίνεται πως θα ήταν λίγο υποκειμενικό το που θα άλλαζες παράγραφο. Ένα παράδειγμα (ίσως είναι λίγο βιαστικό): "Όπως και να ‘χει, ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον επαγγελματία για τις περίεργες αυτές εμμονές. Έναν γιατρό ας πούμε. Γιατί οι φίλοι σίγουρα θα με άκουγαν και ίσως και να με συμβούλευαν. Αλλά είναι ένα ψυχικό βάρος που δε θέλω να φορτώσω σε άτομα που συμπαθώ. Το βράδυ πριν την επίσκεψη στο γιατρό, έκανα ένα μπάνιο. Όχι πως τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα τον ψυχολόγο αν θα είσαι καθαρός ή βρώμικος (τουλάχιστον όχι τόσο όσο έναν παθολόγο ας πούμε), αλλά είπα να αράξω για λίγο στη μπανιέρα. Το υγρό στοιχείο πάντα με βοηθούσε να συγκεντρωθώ. Μέχρι που ήρθε και η τρίτη εμμονή: είδα πως πνιγόμουν. Ήμουν τόσο κοντά στην επιφάνεια και όμως, κάτι με τραβούσε διαρκώς προς τα κάτω. Ένιωθα τον πάτο με τα πόδια μου και ήμουν σίγουρος πως αν τέντωνα τα χέρια μου θα έβγαιναν στην επιφάνεια. Όμως πάλευα να βγω, να απελευθερωθώ απ’ ότι με κρατούσε βυθισμένο. Αλλά εις μάτην. Έβλεπα σιγά –σιγά τα πάντα να γίνονται μια απόχρωση του κόκκινου. Οι πνεύμονες μου με σούβλιζαν, ο φάρυγγάς μου ήταν γεμάτος νερό. Και ξαφνικά τέλος! Βρίσκομαι πάλι πίσω στη μπανιέρα και τσαλαβουτάω. Την επόμενη μέρα δεν είπα τίποτα στο γιατρό για το συμβάν στη μπανιέρα. Παραμόνο για τα μαχαιρώματα και τον ξυλοδαρμό. Δεν είπε τίποτα όση ώρα μιλούσα. Μόνο σημείωνε. Με τσάντιζε η απάθειά του, μέχρι που στο τέλος τον ρώτησα τι παίζει. Αν άξιζαν τα λεφτά που έδωσα. Ήταν και η πιο σημαντική στιγμή για την απόφασή μου αν θα πήγαινα και την επομένη. Μίλησε πολύ αόριστα, λέγοντας τη λέξη «μπορεί» στην αρχή της κάθε του πρότασης, υποθέτοντας ένα σωρό πράγματα. Στο μυαλό μου ήρθε ένας άνθρωπος, που γνώριζε τα πάντα. Τα πάντα που θα μπορούσαν για πάντα να του κλείσουν το στόμα. Και προσπαθούσε να μιλήσει στον κόσμο με παραβολές και παρομοιώσεις, έτσι ώστε κάποιος ανοιχτόμυαλος να καταλάβει και ο ίδιος να μην κινδυνεύσει. Όταν σταμάτησα να ονειροπολώ, συγκράτησα τη φράση «…αύριο πάλι την ίδια ώρα». Που μάλλον ήταν το ραντεβού μου με το γιατρό. Μάλλον είχα πάρει ήδη την απόφασή μου. Θα έχανα κι άλλα λεφτά. Τουλάχιστον είχα χρόνο να επαληθεύσω τη θεωρία μου. Είχα μια ολόκληρη μέρα και δε σκόπευα να τη χαραμίσω. " Περισσότερα θα σου πω άμα το διαβάσω ολόκληρο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted March 13, 2006 Share Posted March 13, 2006 Χωρίζω το κείμενο σε θεματικές ενότητες. Στην αφήγηση συνήθως έχω σαν κριτήριο το χρόνο (δηλαδή τα χρονικά διαστήματα) περισσότερο. Ξαναρίχνοντας μια ματιά είδα πως όντως έχω μεγάλες παραγράφους, αλλά από την άλλη πως να τις χωρίσω; Να κόβω τις σκηνές στη μέση; Δε με είχε προβληματίσει το θέμα παράγραφος μέχρι τώρα Οι παράγραφοι δεν είναι θεματικές ενότητες ούτε σκηνές. Μια παράγραφος είναι μια... παράγραφος. Πράγραφο χωρίζεις σε πολλά και διάφορα σημεία. Κατ'αρχήν, στους διαλόγους, ή όταν θες να τονίσεις κάτι, ή όταν αλλάζει λιγάκι το νόημα. Δεν υπάρχει Χρυσός Κανόνας για το πότε να αλλάζεις παράγραφο, αλλά ρίξε μια προσεκτική ματιά στο πού αλλάζουν παράγραφο οι περισσότεροι συγγραφείς και θα καταλάβεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted March 13, 2006 Share Posted March 13, 2006 Βρηκα κανα δυο λαθακια οπως το "την στο στηθος" αλλα αφου ειπες οτι εχεις κανει εντιτ,μαλλον θα τα ειδες κι εσυ, Πετρο. Βασικα,με μπερδεψε και δε μου αρεσε το " Τώρα πια απλά με νανουρίζει. Ίσως γιατί η συνήθεια αναισθητοποιεί. Ίσως γιατί αυτά που ακολούθησαν έκανα αυτήν την εμμονή να αποκαλύψει τον πραγματικό λόγο ύπαρξης του: η προοικονομία. Αυτό που μας μάθαινε η καθηγήτρια στη Β Γυμνασίου. Η προφητεία αν θέλετε. Γιατί πριν από πέντε περίπου μήνες (είχε φύγει ο Σεπτέμβρης και μόλις είχα φύγει από το σπίτι για τη σχολή) είδα μια παρόμοια σκηνή. Μια σκηνή μοτίβο. Ολόιδια κάθε φορά που την έβλεπα" Και οντως ορισμενες παραγραφοι μπορουσαν να σπασουν.Πχ,εκει που παει να βρει τον ψυχολογο(ψυχιατρο επρεπε να γραψεις μαλλον αφου ειναι γιατρος στο νοσοκομειο).Αλλη παραγραφος μετα στην αστυνομια που περνει το μηνυμα απο την Αγγελικη κτλ κτλ.Μη σου πω 3-4 παραγραφοι απο τη μια που εχεις γραψει! Και αυτο το "το κινητο εγραφε Αγγελικη" δεν μου πολυαρεσε,δεν ξερω γιατι. Παντως...ΣΠΟΙΛΕΡ Ειναι φανερο οτι ο πρωταγωνιστης ειναι ψυχακιας και σκοτωνει αυτους που βλεπει στα οραματα του.Στο τελος βεβαια εκπληρωνει και την αυτοκτονικη του ταση.Ρε,τι διαολο...μονο εγω καταλαβαινω τον Βαρδουλιαρη?!? :Ρ ΤΕΛΟΣ ΣΠΟΙΛΕΡ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted March 15, 2006 Share Posted March 15, 2006 Χμμμ.....μα από πού συμπαιρένετε ότι ο πρωταγωνιστής αυτοκτόνησε; Βάρδουλα, πολύ ωραίο κείμενο, μ' αρέσει το ύφος και η παρανοϊκότητά σου, και έχει μια (καθιερωμένη βέβαια) ανατροπή στο τέλος που τα σπάει όλα. Εφιαλτικό και μυστικώδες. Μπράβο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Enas_alla_lewn Posted March 30, 2006 Share Posted March 30, 2006 Ωραίο το κείμενο αλλά αρκετά κουραστικό στο διάβασμα. Επαναλαμβάνεται συνεχώς και δεν "προχωρά" γρήγορα. Κατά τα άλλα η όλη ιδέα είναι καλή - αν και όχι τόσο πρωτότυπη - και κπέμπεται ένα μυστήριο που σου κινεί το ενδιαφέρον. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted March 31, 2006 Share Posted March 31, 2006 Επιτέλους το διάβασα και γώ...ντροπή μου. Πολύ καλό ήταν...Γαμηστερό. Δεν είμαι σίγουρος αν κατάλαβα το τέλος, αλλα ίσως να μην έχει σημασία. Κυνικό και αιματηρό. Σκατ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Bardoulas© Posted March 31, 2006 Author Share Posted March 31, 2006 Χε... Danke! Αυτός ήταν ο σκοπός μου εξ'αρχής Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.