Nihilio Posted July 7, 2004 Share Posted July 7, 2004 (edited) Είδος: τρόμος, επ. φαντασία, μυστήριο Βία; Ναι Σεξ; Ναι Σχόλια: fanfic σε World of Darkness που έχει κολλήσει στο τέταρτο κεφάλαιο κεφάλαιο 1 κεφάλαιο 2 κεφάλαιο 3 Αν αντέξετε να το διαβάσετε περιμένω απόψεις (επίσης θα βρείτε links και για άλλες ιστορίες μου - προτείνω το "Στην αγκαλιά του τίποτα" ) Edited September 15, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βάρδος Posted July 9, 2004 Share Posted July 9, 2004 Γιατί δεν τα ανεβάζεις και στο δικό σου site, σε κανονικές html σελίδες, ώστε να κατεβαίνουν πιο γρήγορα και να έχεις καλύτερη παραγραφοποίηση κτλ; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted July 9, 2004 Author Share Posted July 9, 2004 Επειδή το έχω ψιλοεγκαταλείψει, αν και θα το ξαναφτιάξω από την αρχή το καλοκαίρι και θα το γεμίσω με κάμποσο υλικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Elsanor Posted July 10, 2004 Share Posted July 10, 2004 Μόλις τα τελείωσα, και μου άρεσαν και τα τρία πάρα πολύ. Οι περιγραφές, οι εσωτερικές σκέψεις και η πλοκή είναι σε πολύ καλά επίπεδα. SPOILER Μία ερώτηση έχω να κάνω: Το γεγονός ότι ο Ιάκωβος τα έβλεπε όλα τόσο σαρκαστικά όταν σημείωνε στο μπλοκάκι του από τη διάλεξη του καθηγητή οφείλεται στην εκκεντρικότητα των Malakvians ή έτσι ήταν ο χαρακτήρας του; Αν πράγματι οφείλεται στην "τρέλα" του, το βρίσκω πολύ όμορφο σημείο. Επίσης θα ήθελα να δω τι περίεργο είχε ο καθηγητής, αλλά μάλλον τώρα πια δε θα το μάθουμε ποτέ... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted July 11, 2004 Author Share Posted July 11, 2004 Οφείλετε στο ότι δεν έχει καταλάβει ακριβως τη φύση του, κάτι που γίνεται στο τέλος του κεφαλαίου και για αυτό σοκάρεται τόσο. Η τρέλα του είναι άλλη και τη κουβαλούσε από την αρχή, απλά τώρα έχει οξυνθεί. Η τρέλα της Μαρίνας θα αποκαλυφθεί αργότερα. Η δε τρέλα του καθηγητή είναι κάτι που θα παραμείνει κατα 90% στον αναγνώστη να το φανταστει. Όσον αφορά τη συνέχεια, PC στις διακοπές θα έχω, άρα θα διαβάσετε τη συνέχεια κάποτε μέσα στο καλοκαίρι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 28, 2005 Author Share Posted May 28, 2005 (edited) Επειδή το άλλο site δε θα είναι για πολύ καιρό μαζί μας, τα κάνω copy paste και εδώ: Η ΠΡΩΤΗ ΗΜΕΡΑ Εισαγωγή Ο άντρας κοίταξε την πόλη από ψηλά. Έμοιαζε απέραντη κάτω από τα πόδια του. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Πήρε ένα και το έβαλε στο στόμα του. Η αυγή ήταν κοντά. Η αυγή της πρώτης μέρας ενός καινούριου κόσμου. Ενός κόσμου που δεν ήθελε να είναι μέλος του. Άναψε το τσιγάρο του. Δεν ήταν αυτό που θα τον σκότωνε, παρά τα όσα έλεγαν οι ειδικοί. Και όπως έλεγε ο Ιάκωβος. Σιωπηλός άρχισε να θυμάται τη ζωή του που πέρασε. Ενώ οι πρώτες ακτίνες του ήλιου του έκαιγαν το δέρμα. I Δύο μήνες πριν. *** Now talking in #synomosies *** Topic is "Pws oi eksoghinoi elegxoyn polyethnikes…" *** Set by Agent_Smyth on Mon Jun 15 05:47:43 Η ζέστη ήταν αφόρητη στο δωμάτιο. <Frik0ul4s>hi <Agent_Smyth>hail man <Agent_Smyth> Παρότι ήταν ξημερώματα δεν είχε δροσίσει αισθητά. Ο Ιάκωβος ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. * Fantasma_Away listens to Vandi - Geia <Frik0yl4s>monoi mas vlepw <Agent_Smyth>Ase, exw douleia <Agent_Smyth>Mas exoyn taraksei <Agent_Smyth>Einai kai ayti I zesti… Το μικρό γραφείο, πέρα από τον υπολογιστή είχε και άπειρα χαρτιά κάθε τύπου, άδεια κουτιά από πίτσες, κόκα κόλες και μπύρες, διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο που θα μπορούσαν άνετα να θεωρηθούν μοντέρνα τέχνη. <Frik0yl4s>I c <Frik0yl4s>To topic pws soy irthe? <Agent_Smyth>Apo ena site poy xazeya <Agent_Smyth>kai kala grammateas eide ekswghinoys apo alli diastasi na dinoyn odigies se dieythitika stelexi. <Frik0yl4s>LOL!!! <Frik0yl4s>Exoyme tigkarei se wannabe's <Frik0yl4s>kai noobs <Agent_Smyth>O Cthulhu pws paei Μια αφίσα "I want to believe" στόλιζε το τοίχο στον οποίο εφαπτόταν το γραφείο <Frik0yl4s>LOL <Frik0yl4s>Ayrio ton synantaw *Fantasma_Away listens to Kokkinoy - Masai <Frik0yl4s>Poly psonio o typos <Frik0yl4s>Kai kala leei exei apodeikseis <Frik0yl4s>Ena mystikistiko vivlio onomati <Frik0yl4s>To pagkosmio skouliki <Agent_Smyth>LOL Ανασήκωσε τα γυαλιά του που γλιστρούσαν από τον ιδρώτα. <Agent_Smyth>Etsi kai to vgaleis ayto tha gelasei kosmos <Agent_Smyth>Anarwtiemai ti theleis kai pas na toy pareis synenteyksi? <Frik0yl4s>An evlepes ki esy ti kori toy <Frik0yl4s>tha se evlepa ti tha ekanes *Fantasma_Away listens to Blind guardian - Bright eyes <Frik0yl4s>milame thea. <Frik0yl4s>Den exw ksanadei tetoia gynaika <Agent_Smyth>Teleytaia fora poy to eipes ayto <Agent_Smyth>de se synelavan <Frik0yl4s>Koita Η βιβλιοθήκη πίσω του ήταν γεμάτη με βιβλία για υπολογιστές, εξωγηίνους, συνομωσίες, τα άπαντα του Λάβκραφτ και του Τόλκιεν, βιβλία επιστημονικής και ηρωικής φαντασίας και τρόμου. <Frik0yl4s>Pou na iksera oti I valitsa eixe narkotika? <Frik0yl4s>Kai de me synelavan! <Frik0yl4s>ta petaksa se ena skoupidonteneke sta Eksarxia <Agent_Smyth>LOL *Fantasma_Away listens to Portokaloglou - Ax thalassa moy skoteini *Fantasma_Away listens to 3ylina spathia - Liwmeno pagwto <Agent_Smyth>Loipon kalo vrady. <Agent_Smyth>Tha katseis poli akoma? <Frik0yl4s>Argei akoma na ksimerwsei <Agent_Smyth>Vrikolakiases I akoma? <Frik0yl4s>Oxi <Frik0yl4s>Alla tha ginei ki ayto syntoma <Frik0yl4s>LOL <Agent_Smyth>kai prosexe ta e3wdiastasiaka skoylikia <Agent_Smyth>poy kykloforoyn ws dieythintika stelexi polyethnikwn <Frik0yl4s>LOL <Frik0yl4s>OK <Frik0yl4s>Nyxta. *** Agent_Smyth has quit IRC (Quit:Mr. Anderson!!!) *** "Περάστε παρακαλώ." Η φωνή της ήταν γλυκιά και ευγενική όπως και το πρόσωπό της. Τα καστανά μάτια της μάγευαν όποιον τα έβλεπε και ένα απλό μαύρο φόρεμα αγκάλιαζε το καλλίγραμμο κορμί της. Τα μακριά καστανά μαλλιά της ήταν δεμένα σε μία κοτσίδα. Η χλωμάδα του δέρματός της έδινε μία εξώκοσμη γοητεία, μια αμυδρή υποψία ότι ήταν ένα άγαλμα που ζωντάνεψε. Ο Ιάκωβος, φορώντας τη κλασική μπλούζα Rosswell 47 και το τζιν παντελόνι του ακολούθησε τη κόρη του καθηγητή Παπαγεωργίου στο εσωτερικό του σπιτιού. Δεν έχασε την ευκαιρία να θαυμάσει τις αντίκες που στόλιζαν την κατοικία του καθηγητή, καθώς περνούσε από τους διαδρόμους που οδηγούσαν στο γραφείο του. Ένας αέρας παλαιότητας περιπλανιόταν στο σπίτι. Τα έπιπλα και οι κουρτίνες ήταν σε άριστη κατάσταση. Σα να μη τα έβλεπε ποτέ ο ήλιος, σκέφτηκε. Ανεβαίνοντας μία σκάλα βρέθηκαν στο δεύτερο όροφο του παλιού αρχοντικού. Η Μαρίνα, πάντα γεμάτη χάρη και γοητεία χτύπησε ελαφρά μια πόρτα. "Περάστε" ακούστηκε μία αντρική φωνή από μέσα. Το άνοιγμα της πόρτας αποκάλυψε το γραφείο του καθηγητή. Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν ένα μεγάλο δρύινο γραφείο. Τους δύο πλάγιους τοίχους κάλυπταν βιβλιοθήκες φορτωμένες με κάθε είδους βιβλίο, ταξινομημένο στην εντέλεια. Ένα τζάκι παρέμενε σβηστό, άχρηστο καθώς το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Πάνω από το τζάκι ήταν το πορτραίτο μιας γυναίκας, προφανώς της κ. Παπαγεωργίου. Ο καθηγητής, καθισμένος πίσω από γραφείο, ήταν ένας άντρας γύρω στα εξήντα του. Είχε ακόμα το μεγαλύτερο μέρος από τα λευκά μαλλιά του, γεγονός που πρόσθετε στον αέρα αρχοντιάς που εξέπεμπε. Φορούσε ένα πολύ καλόγουστο, αν και ξεπερασμένο, πουκάμισο. "Καθίστε παρακαλώ." του είπε ευγενικά. Ο Ιάκωβος κάθισε σε μία αναπαυτική καρέκλα που βρισκόταν κοντά στο γραφείο. "Θα πάρετε κάτι;" ρώτησε ευγενικά ο οικοδεσπότης του. "Λίγο νερό αν γίνεται." Απάντησε ο Ιάκωβος. Η Μαρίνα, σχεδόν αθόρυβα βγήκε από το δωμάτιο για να φέρει το νερό, αφήνοντας τους δύο άντρες μόνους. "Πριν αρχίσουμε κύριε Παπαγεωργίου, έχω μια απορία," είπε ο Ιάκωβος "Γιατί θέλατε να σας πάρω εγώ συνέντευξη;" Ο καθηγητής κοίταξε το νεαρό άντρα. Δεν ήταν ούτε 25 χρονών, ξερακιανός, μέτριου αναστήματος, με αχτένιστα μαλλιά. Φορούσε μία μαύρη μπλούζα και τζην. Το ζευγάρι γυαλιών που φορούσε δεν έκρυβε τη λάμψη εξυπνάδας στα μάτια του. Έγειρε πίσω στη πολυθρόνα του, τράβηξε μία ρουφηξιά από την πίπα του, γεμίζοντας το δωμάτιο με τον αρωματικό καπνό της. "Παρακολουθώ εδώ και καιρό το περιοδικό που εκδίδετε δια του διαδικτύου. Πραγματικά έχω εντυπωσιαστεί από τη σοβαρότητα των άρθρων σας." "Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά," είπε ο Ιάκωβος "Δε περίμενα να ακούσω την άποψη αυτή από ένα τόσο άτομο με τόσο μεγάλη γνώση πάνω στο απόκρυφο. Θυμάμαι ένα άρθρο σας για τη λυκανθρωπία πριν κάτι χρόνια. Αρκετά ενδιαφέρον. Ειδικά η άποψή σας για την πιθανότητα να πρόκειται ένα μύθο με οικολογικές προεκτάσεις… Πολύ καλή…" "Ευχαριστώ," είπε ξερά ο καθηγητής "και για να αρχίσουμε, τι γνωρίζετε για το Λαβκραφτ;" "Χάουαρντ Φίλιπς Λαβκραφτ," απάντησε ο Ιάκωβος με το ύφος του μαθητή που έχει διαβάσει καλά το μάθημά του "γεννήθηκε το 18 και πέθανε το 1937 από καρκίνο του εντέρου. Και οι δύο γονείς του πέθαναν στο τρελοκομείο, ο πατέρας του όταν αυτός ήταν 9 χρόνων και η μητέρα του… χμμ 27; Έγραψε μια σειρά από σύντομες ιστορίες τρόμου, πολλές από τις οποίες εκδόθηκαν στα pulp περιοδικά της εποχής, κυρίως στο "weird tales". Όσο ζούσε εκδόθηκε μόνο ένα βιβλίο του, "Η σκια πάνω από το Ινσμουθ. Είχε έντονη αλληλογραφία με πολλούς άλλους συγγραφείς, όπως τους Ωγκοστ Νταρλεθ, Ρομπερτ Μπλοχ και Ρομπερτ Χαουαρντ. Τα εργα του εκδόθηκαν από το μαθητή του Ωγκοστ Νταρλεθ. Κύριο θέμα τους οι Μεγάλοι Παλιοί, εξωγήινα πλάσματα που επιθυμούν να ξανααποκτήσουν τη Γη που χάσανε από τους Καλούς Θεούς. Δημιουργός του φανταστικου βιβλίου "Νεκρονομικόν". Φήμες τον θέλουν φίλο του Άλιστερ Κρόουλι και μέλος της Χρυσής Αυγής." "Βλέπω ήρθατε διαβασμένος" σχολίασε ο καθηγητής, ρουφώντας άλλη μία φορά καπνό από την πίπα του. Ο Ιάκωβος, φανατικός αντικαπνιστής, είχε αρχίσει να δυσφορεί με το καπνό που μαζευόταν στο δωμάτιο, κάνοντας αποπνικτική την ατμόσφαιρα. Ο καθηγητής άφησε την πίπα στο γραφείο του και σήκωσε τη πλάτη από την πολυθρόνα του. Πλησιάζοντας το γραφείο του, κάθισε σιωπηλός και κοίταζε τον Ιάκωβο. Τελικά έσπασε τη σιωπή του λέγοντας: "Και τι θα λέγατε αν σας έλεγα ότι ο Κθούλου και οι Μεγάλοι Παλιοί ίσως υπάρχουν, έστω και σε άλλη μορφή;" Να τα μας, σκέφτηκε ο Ιάκωβος. "Θα με ενδιέφερε πολύ να μάθω περισσότερα.," είπε. "Πριν λίγο καιρό έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο. Ονομάζεται 'Το Οικουμενικό Σκουλήκι' και έχει κάποιες πραγματικά ενδιαφέρουσες απόψεις." "Όπως;" ρώτησε με περιέργεια ο Ιάκωβος. "Κοιτάξτε, έχει μια περίεργη θεωρία. Ότι όλη η δύναμη της Εντροπίας στο σύμπαν συμβολίζεται με ένα σκουλίκι. Η στασιμότητα με μία αράχνη. Κάποια στιγμή η αράχνη έπιασε στα δίχτυα της το σκουλίκι. Αυτό τότε έβαλε σκοπό της ζωής του την καταστροφή της αράχνης." "Ενδιαφέρουσα παραβολή…" "Και ακόμη πιο ενδιαφέρον που προβλέπει πολλά γεγονότα που συνέβησαν μετά τη συγγραφή του. Και στα όσα αναφέρει για τους υπηρέτες του σκουλικιού." "Και φυσικά," παρατήρησε ο Ιάκωβος "κάτι θέλετε από μένα για να μου τα λέτε όλα αυτά." "Βλέπω μπαίνετε στο θέμα πολύ γρήγορα φίλε μου," απάντησε ο καθηγητής με ένα πονηρό ύφος. "Θα ήθελα να σας προσκαλέσω σε μία οργάνωση στην οποία ανήκω. Μόνο τότε θα μπορέσω να ανοίξω όλα τα χαρτιά μου. Μόνο πως αν γίνετε μέλος μας, η ζωή σας θα αλλάξει ριζικά." "Οργάνωση;" "Ακούστε," είπε ο καθηγητής με μία σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του, "Αν δε δεχτείτε να γίνετε μέλος, καλύτερα να ξεχάσετε αυτή τη συζήτηση…" Ο Ιάκωβος ένιωσε την ατμόσφαιρα να ψυχραίνει. Η απειλή είχε περάσει πολύ καλά. Σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. Σιωπή που την έσπασε η Μαρίνα, μπαίνοντας στο δωμάτιο με το νερό του Ιάκωβου. *** Ο καθηγητής Παπαγεωργίου ήταν σίγουρα ένας συνομιλητής με πολλές γνώσεις πάνω στο υπερφυσικό. Πέρα από την αναφορά του για μία οργάνωση στην οποία ανήκε και στην απροσδιόριστη απειλή του, γνώριζε πολλά για το κύριο αντικείμενο μελέτης του Ιακώβου: τη διαβόητη Ομάδα Ε. Την οργάνωση Ελλήνων υπερεπιστημόνων, μία σκιώδη κυβέρνηση αντρών στα μαύρα, ένα αίνιγμα που τον απασχολούσε από τότε που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη συνομωσιολογία. Και τώρα ένας νέος δρόμος άνοιγε μπροστά του. Μία οδός που θα τον οδηγούσε πιο κοντά στο στόχο του. Μόνο που ο τόνος του καθηγητή όταν του πρότεινε να γίνει μέλος τον τρόμαζε. Κάτι δε του πήγαινε καλά. Το θέμα ήταν αν τολμούσε να το ανακαλύψει. Με αυτά στο μυαλό του ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού του: Μια μικρή ακατάστατη γκαρσονιέρα, εκεί όπου κατοικούσε τον τελευταίο χρόνο, τον υποδέχτηκε. Άνοιξε το ψυγείο και άνοιξε μία Κόλα. Όχι κόκα, ήταν γνωστό εξάλλου ότι ναρκωτικές ουσίες προστίθενται στο ποτό αυτό για να εθίζουν τους καταναλωτές σε αυτό. Από εκεί κατευθύνθηκε στον υπολογιστή του. Άναψε το διακόπτη και περίμενε ώσπου το πιγκουινάκι του Linux να εμφανιστεί στην οθόνη του. Φυσικά και δε χρησιμοποιούσε Windows - Είναι φτιαγμένα από τη CIA για να κατασκοπεύουν τους απλούς χρήστες. Πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να μπει στο διαδίκτυο. Αφού έριξε μία γρήγορη ματιά στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του - όπου και βρισκόταν μια προσφορά για να κατασκευάσει μια ηλεκτρονική σελίδα για μία επιχείρηση - άρχισε να εργάζεται. Δουλειά του ήταν να επιβλέπει έναν από τους μεγαλύτερους Ελληνικούς διακομιστές για διαδικτυακή συνομιλία (στα Ελληνικά server για chatroom). Δουλειά που του έδινε την ευκαιρία να συνομιλεί με πολλά άτομα από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό και να μαθαίνει κάθε είδους πληροφορία. Κάπως έτσι γνώρισε και τον Agent_Smyth, έναν ακόμη πωρωμένο με τις συνομωσίες, με τον οποίο αντάλλαζαν συχνά πληροφορίες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι απόψεις του ακούγονταν γραφικές, αλλά το γεγονός ότι δούλευε σε κάποιο υπουργείο τον έκανε μία χρήσιμη γνωριμία. Δυστυχώς στο κανάλι που είχαν δημιουργήσει μαζί υπήρχαν μόνο δύο άλλα τακτικά μέλη, ο Fantasma, ένας Έλληνας φοιτητής στην Αγγλία που χόμπι του ήταν η συνομωσιολογία, τα X-files και τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων - Κυρίως το Vampyre: the hidden της Black Dog Games - και ο DarkOn3, ένας μαθητής Λυκείου που έμπαινε επειδή στο κανάλι έμπαινε και η PoisonLotus, μία κοπέλα που έπαιζε μαζί του Vampyre και την οποία μάλλον τη γούσταρε. <Frik0yl4s>hi everybody <Fantasma>kai pou les to Ζombie: the Devouring prepei na einai apisteyto RP. <Fantasma>Exei trelo vathos <Fantasma>Paizeis zombie, pou prepei na trwne kreas gia na mi sapisoyn. <DarkOn3>Pragmati <DarkOn3>gmt akoygetai <DarkOn3>hi op! * DarkOn3 waves his tail <Fantasma>hi Frik0yl@ Fantasma listens to Bahaus - Bella Lugosi is Dead <Fantasma>legame gia to neo RP tis Black Dog <Frik0ulas>Bravo <Frik0yl4s>O Agent_Smyth mpike? <Fantasma>Nai, vgike ligo prin mpeis esy <Fantasma> Απογοητευμένος που δε πέτυχε τον Agent_Smyth αφοσιώθηκε στη δημιουργία μιας ιστοσελίδας που του είχαν αναθέσει και με την επιμέλεια του κεντρικού καναλιού του διακομιστή. Δύο ώρες αργότερα, αφού είχε τελειώσει με το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς του ξανακοίταξε το #synomosies. Τώρα βρισκόταν μέσα και η PoisonLotus και η συζήτηση από απλώς αδιάφορη είχε πέσει στο απύθμενο βάθος του ανόητου φλερτ. Προσπαθώντας να σκεφτεί πως θα αντιδρούσε στην πρόταση του καθηγητή, μπήκε κι αυτός στη κουβέντα. <Fantasma>Oste arxises na paizeis se kapoio club, etsi? <PoisonLotus>Axa <Fantasma>Giati na min eimai Ellada na se apolaysw <DarkOn3>Egw pantws tha paw ti prwti vradia <Frik0yl4s>sygxaritiria kai welcome Lotus <PoisonLotus>thx Frik <PoisonLotus>Molis egrafa ena kommati ston ypologisti kai skeftomoyn esena. <Frik0yl4s>To thes poly to @ etsi??? <PoisonLotus>LOL!!! * Fantasma listens to Bougas - Ela ston papou <PoisonLotus>Re Fantasma <PoisonLotus>Pws tis akoys aytes tis aidies? Και κάπως έτσι η συζήτηση στράφηκε σε μία διαμάχη περί μουσικών ακουσμάτων μεταξύ της PoisonLotus και του Fantasma. Η PoisonLotus, μια πολύ καλή συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής, της οποίας τα κομμάτια είχαν την ικανότητα να κάνουν τον ακροατή να "ταξιδεύει" με αυτά, ήταν κάθετη στο θέμα της μουσικής που άκουγε. Ο Ιάκωβος παρακολουθούσε σειρές κειμένου να ξετυλίγονται στην οθόνη του. Μια σειρά από επιχειρήματα για ένα ασήμαντο θέμα. Ανόητα φλερτ. Άτομα να ψάχνουν ερωτικούς συντρόφους. Ασημαντότητες… Πόσο μακάριοι ήταν όλοι αυτοί που ήταν ικανοποιημένοι με τα παιχνίδια που οι σκιώδεις κυβερνήσεις έπαιζαν πίσω από τη πλάτη τους. Αυτός δε θα ήταν σαν αυτούς. Θα ανακάλυπτε τα παιχνίδια αυτά. Θα γνώριζε την Αλήθεια. Θα συμμαχούσε ακόμα και με το Διάβολο για αυτό. Ή, έστω, θα γινόταν μέλος της οργάνωσης που του πρότεινε ο καθηγητής. Το πολύ πολύ να κατάληγε σε κανένα χαντάκι, ένας ακόμα ανεξιχνίαστος φόνος. Ίσως όμως έτσι μάθαινε τη τελική Αλήθεια - Τι βρίσκεται μετά το θάνατο. Εξάλλου θα είχε ένα λόγο να είναι κοντά στη Μαρίνα. Και αυτό ήταν από μόνο του ικανοποιητικός λόγος να γίνει μέλος. Χτύπησε τη γροθιά του στο γραφείο (κάνοντας πέντε άδεια κουτιά από πίτσες που ήταν σωριασμένα στο γραφείο του να πέσουν στο πάτωμα) και σηκώθηκε όρθιος: Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. *** Το λεωφορείο ήταν σχεδόν άδειο. Ο Ιάκωβος ανενόχλητος μελετούσε. Το σε-κάποια-όχι-φλώρικη-απόχρωση-του-ροζ βιβλίο που κρατούσε είχε τον τίτλο "Ο κυνηγός του σκότους" και περιείχε στις 600-κάτι σελίδες του μερικές από τις ιστορίες που ο Χ.Φ.Λαβκραφτ έγραψε γύρω στα ογδόντα χρόνια πριν την εποχή μας. Από το πρωί ξαναδιάβαζε, ώστε να είναι προετοιμασμένος για τη συνάντηση που θα λάβαινε χώρα σε λίγο. Διάβαζε για την τρομαχτική ανακάλυψη που έκανε ο Δρ. Αρμιταζ στο 'Τρόμο του Ντανγουιτς', όταν η κοπέλα που καθόταν απέναντί του τον διέκοψε. "Είναι καλό το βιβλίο που διαβάζεις;" Δεν την είχε προσέξει τόση ώρα. Ήταν γύρω στα δεκαοχτώ, μαυρομάλλα, μέτρια εμφανισιακά, με ένα στρας στη μύτη. Το μαλλί της, κομμένο κοντό και με πολύ ζελέ, λακ ή ότι άλλο ήταν έκανε το στρογγυλό πρόσωπό της να φαίνεται ακόμα πιο στρογγυλό. Ένα ζευγάρι γυαλιά στεκόταν πάνω στη μύτη της. Φορούσε ένα τζιν μπουφάν και από κάτω μία μαύρη μπλούζα κι ένα τζιν παντελόνι. Στα χέρια της βρισκόταν ένα βιβλίο. Η 'Καρμίλλα' κάποιου Λε Φανού. "Πολύ." Απάντησε με ευγένεια ο Ιάκωβος. "Το δικό σου;" "Τέλειο," ήταν η απάντησή της. "Βέβαια έχω ένα κόλλημα με ιστορίες με βρικόλακες." "Εμένα πάλι όχι." Είπε ο Ιάκωβος. "Είναι ένας μύθος κατασκευασμένος από τις κυβερνήσεις για να δικαιολογήσει τις μετά βίας αφαιρέσεις αίματος από ανθρώπους, με σκοπό να το χρησιμοποιήσει σε πειράματα." Η κοπέλα τον κοιτούσε με το ίδιο ύφος που θα κοιτούσε έναν άντρα με τα μαύρα, τη στιγμή που θα προσπαθούσε να της αφαιρέσει το αίμα με μία συσκευή βγαλμένη από πεμπτοκλασάτη ταινία επιστημονικής φαντασίας. Ευτυχώς για αυτή, στην επόμενη στάση ο Ιάκωβος κατέβαινε. *** Μετά από μια σειρά λεωφορείων και συρμών του μετρό, ο Ιάκωβος βρισκόταν έξω από το σπίτι του καθηγητή Παπαγεωργίου. Ο ήλιος είχε δύσει εδώ και δύο ώρες, όταν έφτασε. Περίμενε λίγο απ' έξω, έχοντας κάποιους τελευταίους δισταγμούς για αυτό που πήγαινε να κάνει. Τότε είδε την μπροστινή πόρτα του σπιτιού να ανοίγει και ένα νεαρό άντρα να βγαίνει από το σπίτι. Πρέπει να ήταν λίγο μικρότερός του. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο και ένα υφασμάτινο παντελόνι. Ένα μπουφάν κρεμόταν από το μπράτσο του. Με αργές κινήσεις έβαλε το χέρι του στη τσέπη του σακακιού του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα. Το άνοιξε και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του. Με παρομοίως αργές κινήσεις το ξαναέβαλε στη τσέπη του και έβγαλε ένα αναπτήρα. Προσπάθησε να τον ανάψει, αλλά μάταια. Με μία θυμωμένη κίνηση τον πέταξε μακριά. Τότε φάνηκε να προσέχει για πρώτη φορά τον Ιάκωβο. Με γρήγορα βήματα τον πλησίασε. "Συγγνώμη φίλε, μήπως έχεις φωτιά;" Η φωνή του είχε μια απροσδιόριστη χροιά που δε καθόταν καλά στο αυτί του Ιακώβου. "Όχι" απάντησε ο Ιάκωβος "Το τσιγάρο σκοτώνει!" συμπλήρωσε "Αν δε σε προλάβει κάτι άλλο πιο πριν," είπε ο άντρας φεύγοντας, σε μία απόπειρα μακάβριου χιούμορ. Για κάποιο λόγο ο Ιάκωβος ανατρίχιασε με αυτό το αστείο. Μαζεύοντας όλο του το κουράγιο αποφάσισε να προχωρήσει. Πλησίασε προς την πόρτα. Χτύπησε το κουδούνι. Η Μαρίνα, πάντα πανέμορφη και πάντα με ένα μαύρο μακρύ φόρεμα του άνοιξε. Το σπίτι, πάντα τακτοποιημένο τον υποδέχτηκε. Καμία αλλαγή δεν είχε συμβεί από χθες το βράδυ. Λες και κανείς δεν έμενε εδώ κατά τη διάρκεια της ημέρας. Με γοργό βήμα ανέβηκε στη κορυφή της σκάλας και μπήκε στο γραφείο του καθηγητή. Αυτός με το που ο Ιάκωβος μπήκε σηκώθηκε από τη καρέκλα του για να τον χαιρετήσει. "Καλώς ήρθες Ιάκωβε. Κάτσε. Τι αποφάσισες;" ρώτησε, κρύβοντας καλά την ανυπομονησία του. "Θα γίνω μέλος!" είπε αποφασιστικά ο Ιάκωβος. "Αλήθεια πως λέγεστε;" "Καμαρίλλα." Απάντησε ο καθηγητής "Και είσαι ακόμα σίγουρος ότι θες να γίνεις μέλος;" "Φυσικά." "Είσαι πράγματι σίγουρος; Η ζωή σου" είπε ο καθηγητής κάνοντας μια μικρή παύση "δε θα είναι ποτέ πια η ίδια." "Φυσικά. Είμαι σίγουρος." "Τότε" είπε ο καθηγητής γνέφοντας προς την κόρη του "ας ξεκινήσουμε τη… μύηση." Η Μαρίνα, όλο χάρη, πλησίασε τον Ιάκωβο. Πριν αυτός προλάβει να αντιδράσει, το σώμα της κόλλησε πάνω του και το πρόσωπό της βυθίστηκε στο λαιμό του. Ο Ιάκωβος ένοιωσε το χρόνο να παγώνει. Περίμενε τη μύησή του σε μία μυστική οργάνωση αποκρυφιστών, μια μύηση στα πρότυπα Ερμητικού Τάγματος. Η αρχή της μύησης δε προέτρεπε καν σε μύησή του σε φιλοσοφική σατανιστική οργάνωση. Υπήρχε το σεξ αλλά ούτε τράγοι ούτε θυσία ούτε μαύροι χιτώνες. Μόνο ένα περίεργο ισπανικό όνομα μυστικής κοινωνίας που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή του. Δεν τον πείραζε όμως. Η σκέψη του ζεστού σώματος της Μαρίνας πάνω στο δικό του σώμα, τα ζεστά χείλη της να φιλάνε το λαιμό του ήταν μία μύηση που του άρεσε. Μόνο πως και εδώ κάτι πήγαινε στραβά. Η Μαρίνα ήταν πιο κρύα κι από πτώμα, παρά το ζεστό καιρό. Πήγε να ανοίξει το στόμα του, όταν ένιωσε ένα οξύ πόνο στο λαιμό του. Η Μαρίνα τον είχε δαγκώσει. Τον είχε δαγκώσει σαν η υπέροχη οδοντοστοιχία της να είχε μετατραπεί σε κοφτερούς κυνόδοντες που ξέσκιζαν τη σάρκα του. Ένιωσε το αίμα του να κυλά, να φεύγει από μέσα του, Σα μία τεράστια βδέλλα να το ρουφούσε. Προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά η κραυγή του σκάλωσε στο λαιμό του. Το βλέμμα του είχε στραφεί στο καθηγητή. Το στόμα του ήταν ανοιχτό, δύο κοφτεροί κυνόδοντες στην άνω σιαγώνα του, που πριν δε βρίσκονταν εκεί. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου βρισκόταν κι αυτός πάνω του, ρουφώντας κι αυτός το αίμα του. Ο Ιάκωβος, η ζωή του να σβήνει, να χάνεται στα χείλη των δύο πλασμάτων της νύχτας που κρέμονταν από πάνω του σα δύο ανθρωπόμορφες βδέλλες, έμαθε μία μεγάλη αλήθεια: Μετά το θάνατο υπάρχει μόνο το απέραντο μαύρο της λήθης. Edited May 28, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 28, 2005 Author Share Posted May 28, 2005 (edited) II Ο Ζαν-Πωλ (Παύλος όπως τον φώναζαν πλέον όλοι οι γνωστοί του) απομακρύνθηκε από το σπίτι του φίλου του (όσο μπορούσε να το πει αυτό κανείς για δύο άνεκρα πλάσματα) καθηγητή Παπαγεωργίου. Δυστυχώς γι αυτόν έπρεπε να εκπροσωπήσει τη πάτρια του σε μία υπόθεση που αφορούσε την κοινωνία των άνεκρων της Αθήνας. Ευτυχώς τέλειωσε γρήγορα κι έτσι είχε αρκετό χρόνο να ασχοληθεί με κάποια προσωπική του υπόθεση. Πάντα οι καλοκαιρινές νύχτες ήταν πολύ μικρές για να αναλώνονται σε υποχρεώσεις όπως η επίβλεψη της δημιουργίας ενός νεοσσού. Ο Παύλος δε συμπαθούσε ποτέ την ιδέα του εναγκαλισμού. Παρότι είχε άδεια να κάνει κάτι τέτοιο το απέφευγε. Για να γίνει κατά τη γνώμη του, έπρεπε ο άλλος να έχει γνώση τι θα του συμβεί. Και κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κάτω από την αυστηρή μεταμφίεση που επέβαλε η σέκτα βρικολάκων στην οποία ανήκε. Εξάλλου ο εναγκαλιζόμενος της ημέρας εκείνης του φάνηκε πραγματικά αναξιόλογος. Ένας τυπικός κομπιουτεράς από τους πολλούς που μπορείς να βρεις. Βέβαια η επιλογή του δεν έγινε μόνο για τις επιδόσεις του πάνω στους υπολογιστές, αλλά και στη γνώση του πάνω στη συνομοσιολογία. Σίγουρα θα βοηθούσε πολύ τον καθηγητή στις έρευνές του. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η μερική διανοητική αστάθεια που παρουσιάζουν τα μέλη της πάτριας των Μαλκαβιανών. Σε τελική πολύ ασχολήθηκα, είπε στον εαυτό του φτάνοντας στο αμάξι του. Σε οποιοδήποτε κι αν έλεγε για το βρικόλακα με το φίατ αντί για τη μερσεντές θα έσκαγε στα γέλια. Όμως το αμάξι αυτό ήταν ότι πιο ταιριαστό στη ταυτότητα που προέβαλε στον έξω κόσμο. Ένας φοιτητής με πολυτελές αμάξι θα παραξένευε κόσμο. Έβγαλε τα κλειδιά του αμαξιού, άνοιξε τη πόρτα, μπήκε μέσα και έβαλε εμπρός. Παρότι οδηγούσε για αρκετό καιρό, ακόμα του φαινόταν περίεργο. Τριάντα χρόνια δεν αρκούν για να ξεχάσει κάποιος συνήθειες μιας ζωής. Κάτω από τα φώτα της νυχτερινής Αθήνας κατευθυνόταν μέσα από τις οδικές αρτηρίες που τροφοδοτούσαν τη πόλη με τους ανθρώπους, το αίμα που της έδινε ζωή, αυτός, ένα αστικό παράσιτο που παρασιτικά τρεφόταν από τη ζωή της πόλης, τους κατοίκους της, κατευθυνόταν προς το κέντρο της, τη καρδιά που χτυπούσε δυνατά. Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος. Αραιά και που πετύχαινε κάποιο αυτοκίνητο. Από τα ηχεία του αυτοκινήτου έβγαινε η δυνατή ροκ μουσική ενός μοντέρνου συγκροτήματος. "Θεέ μου," σκέφτηκε ο Παύλος, "τώρα έχουμε το μέταλ, πριν το πάνκ, πριν το χαρντ ροκ, πιο πριν το ροκ, ακόμα πιο πριν τα μπλουζ… τόσες αλλαγές…" Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα του και έψαξε για αναπτήρα. Δε βρήκε και ξαναέβαλε το τσιγάρο στη τσέπη του. Όχι ότι το είχε ανάγκη. Απλά το είχε συνηθίσει και του άρεσε να τριγυρνάει καπνίζοντας. Πρέπει να του έμεινε αυτή η συνήθεια γύρω στο '90. Το μάτι του έπεσε στην προειδοποίηση στη θήκη των τσιγάρων. Πράγματι το κάπνισμα έβλαπτε στην υγεία. Αν αυτός ανέπνεε τον καπνό των τσιγάρων του, μετά από ένα αιώνα καπνίσματος θα έπρεπε να ήταν μαύρος από μέσα. He had alot to say. He had alot of nothing to say. We'll miss him. So long. Η παράξενη μουσική που έβγαινε από τα ηχεία του αυτοκινήτου είχε δώσει πλέον τη θέση της σε ηλεκτρικές εκκενώσεις ήχου και ένα νεαρό που τραγουδούσε οργισμένα. Standing above the crowd, He had a voice so strong and loud and I Swallowed his facade cuz I'm so Eager to identify with Someone above the ground, Someone who seemed to feel the same, Someone prepared to lead the way, with Someone who would die for me. Ασυναίσθητα πρόσεξε τους στίχους του κομματιού. Ασυναίσθητα ανακάλυψε ότι μίλαγαν και για τη ζωή του. Από το 1770 που είχε γεννηθεί, έως και σήμερα είχε πάρει μέρος σε πολλές επαναστάσεις: Για αρχή την επανάσταση της πατρίδας του. Γιος εύπορου δικηγόρου, μεγάλωσε με το ιδανικό της ισότητας και των δικαιωμάτων των ανθρώπων. Φοιτητής νομικής όταν ξέσπασε η γαλλική επανάσταση, σύντομα βρέθηκε να γράφει φυλλάδια υπέρ της επανάστασης. Η αγωνιστική του δράση τον έφερε στην κοινωνία των απέθαντων. Ο Μοντρέιν, ένας αρκετά περίεργος άντρας τον επισκέφτηκε ένα βράδυ. Την άλλη νύχτα ξύπνησε νεκρός, ένας ακόμα Μπρούχα, από τους πολλούς που δημιουργήθηκαν εκείνη την ταραγμένη εποχή. Το κοφτερό μυαλό του και η ικανότητα του να εκφράζεται τον έκαναν να ξεχωρίσει σύντομα από τον όχλο των νεοσσών που στηρίζονταν περισσότερο στη δύναμη της βίας παρά του επιχειρήματος. Η ιστορία όμως δε φύλαξε τη κατάλληλη κατάληξη για την επανάσταση. Η βασιλεία του Ναπολέοντα και τα γεγονότα που την ακολούθησαν τον πλήγωσαν βαθύτατα. Σίγουρα θα υπήρχε κάποια επανάσταση που θα άξιζε να πολεμήσει. Τότε βρέθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Η επανάσταση κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας τον γέμιζε ελπίδες για μία ελεύθερη χώρα. Τα πολιτικά παιχνίδια όμως της παράταξής του ενάντια στους Τσιμίσκε και τους Ασσαμίτες που κυριαρχούσαν έως τότε στην Ελλάδα και η διάψευση των ελπίδων του μετά την απελευθέρωση τον ανάγκασαν να φύγει. Έχοντας γνωρίσει σημαντικούς φιλέλληνες όπως το λόρδο Βύρωνα και το ζεύγος Σέλεϋ, ακολούθησε το παρακμιακό τρόπο ζωής τους. Προσπάθησε να γράψει ποιήματα παρόμοιας τεχνοτροπίας, αλλά σύντομα βαρέθηκε την όλη μποέμικη ζωή. Επιστρέφοντας στην ενεργό πολιτική δράση, συνέχισε να αγωνίζεται για κάποιο ιδανικό και να απογοητεύεται κάθε φορά από τη διάψευση των ελπίδων του. Τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια πάντως ζούσε στην Ελλάδα. Από την εποχή της δικτατορίας και μετά, έχοντας υιοθετήσει πλέον τη φιλοσοφία του μηδενισμού: Δεν άξιζε να ασχοληθεί για τίποτα. Τον ταλάνιζε μόνο το ερώτημα: Ως πότε θα είμαι ευτυχής αποδεχόμενος το τίποτα; Το κομμάτι είχε πλέον αλλάξει και αυτός είχε φτάσει στο προορισμό του. Στο πάρκιν δίπλα σε ένα κινηματογράφο. Πιστός στη παράδοση, κάθε δεύτερη Παρασκευή του μήνα πήγαινε στη μεταμεσονύκτια προβολή ταινιών βουβού κινηματογράφου στην "Ακμή". Κοίταξε λίγο την αφίσα στην είσοδο του κινηματογράφου. Σήμερα έπαιζε το "Νοσφεράτου" του Μουρνάου. Αχνογέλασε με την ειρωνεία και πλησίασε το ταμείο. Ζήτησε ένα φοιτητικό εισιτήριο (Δεν αγωνιζόταν άσκοπα να πάρει το εικοστό πέμπτο του πτυχίο στις νομικές επιστήμες). Η ταμίας, μια νεαρή κοπέλα με μαύρα κατσαρά μαλλιά, στρογγυλό πρόσωπο και ένα ζευγάρι γυαλιά του χαμογέλασε γλυκά. Είχε μελετήσει πολύ καλά τους θνητούς ώστε να καταλαβαίνει τι ακριβώς σήμαινε αυτό το χαμόγελο. Οι ανθρώπινες ορμές του είχαν πλέον εξαφανιστεί, όμως μπορούσε να τις χρησιμοποιεί για να τρέφεται. Και αυτή η κοπέλα ήταν ιδανική για το σκοπό αυτό. Μπαίνοντας στην αίθουσα προβολών σάρωσε με το βλέμμα του τους ανθρώπους στα καθίσματα. Δεν άργησε πολύ να βρει το άτομο που έψαχνε. Την έλεγαν Μελίνα και ανήκε στη πάτρια των Τορεαδόρ. Ήταν μια καστανόξανθη νεαρή κοπέλα. Το ζεστό χαμόγελό της και τα καστανά της μάτια την έκαναν αρκετά ελκυστική, αλλά σε σχέση με τις γηραιότερες της φυλής της, την Ανναμπέλ και την Κασσάνδρα, ήταν μόνο μια γλυκιά κοπέλα, το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Όντας στην κοινωνία των άνεκρων μόνο για δύο χρόνια είχε πάρα πολύ δρόμο μπροστά της. Φορούσε ένα αρκετά κομψό λευκό φόρεμα, δείγμα της άψογης επιλογής της από τη πάτρια των καλλιτεχνών. Παρά τα όσα υποδήλωνε το όνομα της πάτριας τους, ελάχιστοι Τορεαδόρ θα μπορούσαν να τα βάλουν με ένα ταύρο. Το χαρακτηριστικό τους ήταν η αγάπη τους για τη τέχνη. Η τέχνη της Μελίνας ήταν η σκηνοθεσία. Σπουδάστρια σκηνοθεσίας, τράβηξε τη προσοχή της Κασσάνδρας, πριμογεννούς της πάτριας, και σύντομα βρέθηκε στο "καστ" της α-λα "συνέντευξη με ένα βρικόλακα" Αθηναϊκής κοινωνίας των άνεκρων. Τώρα προσπαθούσε να σκηνοθετήσει μία ταινία, αλλά οι νυχτερινές συνήθειές της την εμπόδιζαν να πραγματοποιήσει το σχέδιό της. Αυτό και η έλλειψη χρηματοδότησης. Πήγε και κάθισε δίπλα της. Ήταν κάτι σα τελετουργικό, κάθε μήνα να συναντιούνται στην προβολή αυτή. Έτσι έβρισκαν χρόνο να συζητήσουν για τις ζωές τους μακριά από τα αδιάκριτα αυτιά των ομοίων τους. "Γεια σου" τη χαιρέτησε, με ένα ειλικρινές χαμόγελο. "Γεια" απάντησε εκείνη με το υπέροχο χαμόγελό της. Πήγε και κάθισε δίπλα της. "Τι λες για το σημερινό έργο;" τη ρώτησε. Τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα. Η προβολή θα άρχιζε σύντομα. "Ταιριαστό, δε νομίζεις;" είπε αυτή χαμηλόφωνα. "Πράγματι" Κάθισαν λίγο ακόμα σιωπηλοί. "Πως πάνε τα πράγματα;" τη ρώτησε τελικά. "Βάζουμε στοιχήματα για το ποιος θα δει τον Ήλιο" είπε εκείνη κυνικά. "Η Ανναμπέλ έχει αργήσει πολύ να τιμωρήσει κάποια… παραπτώματα." Ήθελε να τον ψαρέψει… Ναι, αυτό ήταν. Η Ανναμπέλ ήταν Τορεαδόρ και πρίγκιπας της πόλης. Τέχνη της η ίντριγκα… πλέον. Τα παραπτώματα βάραιναν τη πάτρια του. Υπεύθυνος για τα συστήματα υπολογιστών ήταν ένας νεαρός Μπρούχα. Μέχρι φυσικά που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς. Και κάποιος θα πλήρωνε τη νύφη. Ο πριμογεννής των Μπρούχα, ο Αλέκος όπως τον γνώριζαν οι πάντες, θα είχε κάποια προβλήματα. Ήδη η πάτρια τους ήταν υπεύθυνη για την εκπαίδευση του αντικαταστάτη του, κάποιου Ιακώβου που θα τον αγκάλιαζε ο καθηγητής Παπαγεωργίου. Και αυτός είχε αποσταλεί να επιλυθούν οι τελευταίες λεπτομέρειες. Ήταν εξάλλου ο γηραιότερος της πάτριας στην πόλη. Γύρω στα εκατό χρόνια γηραιότερος από τον Αλέκο και είχε την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων. Θα μπορούσε άνετα να γίνει πριμογέννης, απλά δεν ήταν ανάμεσα στους στόχους του. Προτιμούσε να μη μπλεχτεί τόσο βαθιά στο λαβύρινθο των πολιτικών παιχνιδιών της Αθήνας. Πάντως σε περίπτωση που το επιθυμούσε ο Αλέκος θα του παραχωρούσε τη θέση του. Του το είχε δηλώσει. "Θα δείξει. Κάτι έχει στο μυαλό της η πρίγκιπας." Τόνισε το "πρίγκιπας", ώστε να καταλάβει το πταίσμα που διέπραξε η σύντροφός του. Έπρεπε να δείχνει περισσότερο σεβασμό στους γηραιότερούς της. Μόνο έτσι θα ζούσε αρκετά στη κοινωνία των άνεκρων με τη δεινοσαυρική δομή και τα έθιμα της. Φρόντισε να μην αναφέρει αυτό που όλοι ήξεραν αλλά κανείς σε τολμούσε να πει. Η "άκαρδη σκύλα", όπως κατά καιρούς αναφέρονταν κάποιοι Μπρούχα για την Ανναμπελ (λίγο πριν τιμωρηθούν ανάλογα) είχε μαλακώσει. Κυρίως εξαιτίας του νέου γκουλ της, του θνητού υπηρέτη που πίνοντας αίμα βρικόλακα δενόταν υπερφυσικά μαζί του. Το τι ακριβώς ρόλο έπαιζε το γκουλ αυτό, ένας νεαρός άντρας ασήμαντης επιρροής, μπορούσε μόνο να το υποψιάζεται. Ευτυχώς για αυτόν πάντως τα φώτα έσβησαν και στο σελινόιντ άρχισαν να προβάλλονται τα πρώτα καρέ της ταινίας. Όσο την έβλεπε το μυαλό του ταξίδευε στη πρώτη φορά που είχε δει την ταινία αυτή. "Γερνάω" μουρμούρισε στον εαυτό του. *** Πάγωνε… Το σώμα του ήταν παγωμένο. Το κεφάλι του τον έσφιγγε σε μέγγενη. Ένας πόνος διαπερνούσε τα σωθικά του. Μια δίψα έκαιγε το λαιμό του. Που βρισκόταν; Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό. Σκοτεινό και κρύο. Και απίστευτα ξηρό, χωρίς ίχνος υγρασίας. Και διψούσε… Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν δύο πλάσματα από το χειρότερο εφιάλτη του να του ρουφάνε τη ζωή από μέσα του. Άραγε έτσι νιώθεις όταν είσαι νεκρός; Κρύο, πόνο και δίψα; Κούνησε το ξυλιασμένο χέρι του. Όχι, ήταν ζωντανός. Κάτι έπρεπε να του έριξαν στο νερό που ήπιε. Γι αυτό διψούσε τόσο. Ναι, αυτό ήταν. Ήθελαν να τον τρελάνουν. Ήταν μέρος της δοκιμασίας του. Δε θα περνούσε έτσι αυτό. Με το δεξί του χέρι έπιασε τον εντελώς ξυλιασμένο αριστερό καρπό του. Για μισό λεπτό πάγωσε. Και μετά ούρλιαξε: Δεν είχε παλμό. *** Το έργο είχε τελειώσει. Ο Παύλος καθόταν αναπαυτικά στη θέση του. Η Μελίνα δίπλα της, το χέρι της να χαϊδεύει το πόδι του. Προσπαθούσε σίγουρα να τον αποπλανήσει. Το θέμα ήταν αν ήταν για δουλειά ή διασκέδαση. Δεν είχε όρεξη πάντως για παιχνίδια. Είχε ξεπεράσει προ πολλού το στάδιο αυτό. Με μια απαλή κίνηση σήκωσε το χέρι της από το πόδι του. "Δε πίστευα αυτό που έλεγαν," είπε αυτή εριστικά "ότι δε δείχνεις καμία αδυναμία στα κοριτσάκια." Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι του. Παραδοσιακά οι Μπρούχα φημίζονταν για το πόσο εύκολα ανάβει το αίμα τους. Δύο αιώνες όμως σε μαθαίνουν να είσαι ψύχραιμος. Έσφιξε τα δόντια και κατάπνιξε την επιθυμία του να ξεριζώσει ένα από τα καθίσματα και να της το φορέσει κολάρο. Δε θα την άφηνε όμως να τον προσβάλει έτσι. Αυτό ήταν ένα από τα κουμπιά του. Δεν ανεχόταν να μιλούν για τις ερωτικές προτιμήσεις του. Ειδικά αν υπονοούσαν πράγματα που δεν ίσχυαν. Την κοίταξε ήρεμα μέσα στα μάτια. "Ως γόνος της Κασσάνδρας να υποθέσω ότι εσύ έχεις." είπε. Η φήμη της γεννήτορός της δούλευε υπέρ του. Τα μάτια της έλαμψαν κόκκινα. Ένα πράγμα σα βρυχηθμός βγήκε μέσα από τα χείλη της. Γρήγορα όμως πνίγηκε. Ευτυχώς ήταν σε θέση να ελέγξει τον εαυτό της. Στην έκφρασή της πλέον φαινόταν το κίνητρό της: Ανάγκη. Της χαμογέλασε και της έκλεισε το μάτι, Σα το τελευταίο σχόλιο να ήταν ένα αστείο. "Τι λες, πάμε σπίτι μου για ένα ποτό;" της πρότεινε. "Σύμφωνοι." Απάντησε εκείνη. Βγαίνοντας πλησίασε την υπάλληλο που του είχε χαμογελάσει. Κάτι της ψιθύρισε στο αυτί, δείχνοντας τη Μελίνα. Στη συνέχεια, χέρι-χέρι με τη Μελίνα πήγαν στο αυτοκίνητό του. Άναψε ένα τσιγάρο και έβαλε το CD να παίζει από εκεί που σταμάτησε πριν. Σε δεκαπέντε λεπτά το "ποτό" τους έφευγε από τη δουλειά και θα τους ακολουθούσε σπίτι του. Ο τραγουδιστής τώρα είχε κατεβάσει τους τόνους του. Τραγουδούσε: I sold out long before you ever heard my name. I sold my soul to make a record, Dip shit, And you bought one. Μήπως και ο Παύλος είχε πουλήσει τη ψυχή του από τη στιγμή που ποτέ δε βρήκε το κουράγιο να αντικρίσει τον ήλιο μετά από τις σφαλιάρες που έφαγε ο ιδεαλισμός του από τη σκληρή πραγματικότητα; Οι σκέψη του αυτή του χάλασε τελείως τη διάθεση. Την ίδια στιγμή η Μελίνα είχε βάλει να παίζει το ραδιόφωνο. Η μία ακόμη "μοντέρνα" "λαϊκή" "τραγουδίστρια" που ακουγόταν δεν επρόκειτο να του τη φτιάξει… *** Η πόρτα άνοιξε. Στο φως του διπλανού δωματίου είδε τη σιλουέτα της Μαρίνας. Στο χέρι της κρατούσε ένα ποτήρι. "Ηρέμησε" του είπε μαλακά. "Πού… πού είμαι;" τραύλισε ο Ιάκωβος. "Στο σπίτι μας." Είπε η Μαρίνα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του. "Άσε με." Τραβήχτηκε απότομα μακριά της, χτυπώντας στο τοίχο πίσω του. Η Μαρίνα του πρότεινε το ποτήρι που κρατούσε. "Πιες λίγο. Θα σου κάνει καλό." Ο Ιάκωβος κοίταξε το κόκκινο υγρό." Τι διάολο είναι αυτό;" φώναξε. "Κάποιο από τα ψυχοφάρμακα που μου δίνετε; Τι διάολο δοκιμασία είναι αυτή." Τον κάρφωσε με το βλέμμα της. Ο Ιάκωβος παράλυσε. Τον πλησίασε αργά και με κινήσεις γεμάτες εξώκοσμη χάρη του έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω και έχυσε ανάμεσα στα χείλη του λίγο από το υγρό που υπήρχε στο ποτήρι. Είχε μία περίεργη μεταλλική γεύση και αμέσως έσβησε τη δίψα του. Ή τουλάχιστον ένα μέρος της. Η γλώσσα του άγγιξε τον ουρανίσκο του και κόντεψε να ξεράσει. Το υγρό ήταν αίμα. "Ηρέμησε" του είπε μία ακόμη φορά η Μαρίνα, το υπνωτικό της βλέμμα να αμβλύνει τα συναισθήματά του. "Τι διάολο είστε;" ρώτησε. "Τι μου κάνατε." Αργά-αργά κατάφερε να σηκωθεί όρθιος. "Βρικόλακες. Όπως κι εσύ." Απάντησε ήρεμα η Μαρίνα. "Έχεις πολλά να μάθεις." "Πιες." Τον πρόσταξε, δίνοντας του το ποτήρι. Αυτός το πήρε διστακτικά. Το πλησίασε στα χείλη του. Το κόκκινο υγρό ακούμπησε τα χείλη του, το άρωμα του μεθυστικό. "Δε μπορώ να το κάνω αυτό." έλεγε στον εαυτό του. Το ένστικτο του κτήνους μέσα του όμως του έλεγε κάτι άλλο. Με μια ενστικτώδη κίνηση κατέβασε το αίμα, πίνοντας το με μεγάλες γουλιές. Ένιωσε τη ζωή του να ανανεώνεται. Ένιωσε το απόλυτο συναίσθημα ευχαρίστησης. Το συναίσθημα της ζωής να διατρέχει το νεκρό σώμα του. "Το αίμα είναι η ζωή." σχολίασε ψυχρά η Μαρίνα. "Έλα τώρα, έχεις πολλά να μάθεις." Συνέχισε. Τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε έξω από το δωμάτιο. "Πρώτα όμως θα πάμε για ύπνο. Σε λίγο ξημερώνει." Γύρισε και του χάιδεψε στοργικά το μάγουλο. "Είσαι ακόμα μπερδεμένος από την αλλαγή. Αύριο θα δεις ότι θα είσαι καλύτερα." *** Ο Παύλος ξύπνησε το επόμενο δειλινό. Δίπλα του βρισκόταν η Μελίνα., ξύπνια εδώ και ώρα. Η Μαρία, η κοπέλα που ήταν μαζί της σπίτι του χθες ήταν μάλλον στη δουλειά της. Λίγο πριν το πρωί την είχε βάλει σε ένα ταξί. Το αίμα της ακόμα λέκιαζε σε κάποια σημεία το σεντόνι. "Ήταν μια υπέροχη νύχτα η χθεσινή," σχολίασε πονηρά η Μελίνα. Τα δάχτυλά της έτρεξαν πάνω στο στήθος του. "Και η σημερινή ακόμα καλύτερη." Με τα λόγια της αυτά πλησίασε αργά το κεφάλι της στο στήθος του, οι κοφτεροί της κυνόδοντες έτοιμοι να βυθιστούν στη σάρκα του. "Σταμάτα," είπε απλά, σταματώντας το κεφάλι της με το χέρι του. "Δε θέλω να πιεις από εμένα ούτε εγώ από εσένα." Τον κοίταξε λυπημένα. "Γιατί;" "Δε ξέρω αν η Κασσάνδρα σταμάτησε να παίζει μαζί σου και ψάχνεις κάποιον άλλο γηραιό να σε προστατεύει ή να σε συντροφεύει, απλά δε μπλέκω στα χωράφια της. Παραμένεις γόνος της και ένας δεσμός αίματος με μένα περιπλέκει πολύ τα πράγματα. Και για τους δυο μας." Σκέφτηκε λίγο αυτό που είπε. "Έχεις δίκιο," συμφώνησε τελικά μαζί του. Έκρυψε τα δόντια της και τον φίλησε στο σημείο που πήγε να τον δαγκώσει "αλλά η νύχτα είναι όλη δική μας." "Δυστυχώς έχω πολλές δουλειές απόψε," είπε καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σήκωσε το φόρεμα της Μελίνας, το οποίο ήταν πεταμένο σε μία καρέκλα και της το έδωσε. Καθώς αυτή ντυνόταν την εξέτασε. Πριν διακόσια χρόνια ίσως να μπορούσε να ανταποκριθεί στα αισθήματά της. Όχι πια. Μπορεί να ήταν όμορφη, όμως η εκτίμηση του για την ομορφιά χάθηκε βλέποντας τους ανθρώπους να γερνάνε, να φθείρονται, να πεθαίνουν. Όπως θα έπρεπε να είχε πεθάνει και αυτός. Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε ένα νούμερο. Η Μελίνα τον πλησίασε και με το δάκτυλό της πάτησε το κουμπί διακοπής της σύνδεσης. Την ίδια στιγμή φιλούσε τρυφερά το πάνω χείλος του. "Είσαι σίγουρος πως θες να φύγω;" ρώτησε, η έκφρασή της σαγηνευτική. Ο Παύλος δεν ανταπέδωσε το φιλί. Είχε αφήσει το θιγμένο εγωισμό του να κατευθύνει τις πράξεις του, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίσει το θέμα εντελώς λάθος. Την είδε να ανοίγει την πόρτα και να φεύγει προβληματισμένος. Στη συνέχεια ξανασχημάτισε τον αριθμό που καλούσε. Στην άλλη άκρη της γραμμής ο καθηγητής Παπαγεωργίου σήκωσε το τηλέφωνο. "Ορίστε;" ρώτησε. "Ο Παύλος είμαι. Πως πάει η υπόθεσή μας;" "Όλα καλά. Σε λίγο θα μιλήσω στο άτομό μας. Ήταν λίγο μπερδεμένος χθες. Μην ανησυχείς, σήμερα θα μάθει για τις υπηρεσίες που έχει να μας προσφέρει." "Με χρειάζεστε τίποτα;" "Όχι." Ο Πάυλος έκλεισε το τηλέφωνο. Το ίδιο και ο καθηγητής. Καπνίζοντας τη πίπα του έγειρε πίσω στην καρέκλα του. Η Μαρίνα και ο Ιάκωβος μπήκαν στο γραφείο του. Ακούμπησε την πίπα στο γραφείο και σηκώθηκε όρθιος. "Ιάκωβε παιδί μου," είπε "ήρθε η ώρα να μάθεις κάποια πράγματα. Edited May 28, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 28, 2005 Author Share Posted May 28, 2005 (edited) III "Και όλοι μας καταγόμαστε από τον Κάιν;" ρώτησε ο Ιάκωβος έκπληκτος. "Ναι" ήταν η απάντηση του καθηγητή Ο Ιάκωβος σημείωσε στο μπλοκάκι του: "Ο Στόκερ έλεγε πίπες για το Δράκουλα" "Οι ομόαιμοι, γιατί έτσι λεγόμαστε οι βρικόλακες χωριζόμαστε σε δεκατρείς φυλές" αγνοώντας το γεγονός ότι ο Ιάκωβος σημείωνε στο μπλοκάκι του. "Οι τρεις που μένουμε σε αυτό το σπίτι ανήκουμε στη φυλή των Μαλκαβιανών. Κατέχουμε σοφία και ενόραση, που σε μερικούς όμως φαίνεται ως εκκεντρικότητα. Είναι μια από τις αδυναμίες του αίματος κάθε μια από τις οποίες ταλανίζει κάθε φυλή." Ο Ιάκωβος έγνεψε καταφατικά. "Ναι, ο ρατσισμός επεκτείνεται ΚΑΙ στο είδος μας… ανώτεροι από τον άνθρωπο σου λεει μετά…" "Οι βρικόλακες είμαστε χωρισμένοι σε δύο σέκτες: Την Καμαρίλλα και το Σαμπάτ. Εμείς ανήκουμε στην Καμαρίλλα, μια οργάνωση που δέχεται κάθε βρικόλακα στις τάξεις της και επιθυμεί την συμβίωση με τους θνητούς κινούμενη στις σκιές της ανθρώπινης κοινωνίας. Αντίθετα το Σαμπάτ είναι αιμοδιψή κτήνη που θεωρούν τους θνητούς κατώτερους και δεν υπολογίζουν τη μεταμφίεση." "Τέλεια" έγραψε ο Ιάκωβος "άρα είμαστε και σε πόλεμο μεταξύ μας… Και εγώ είμαι με τους κλώνους της Ανν Ρις…" "Τώρα όσον αφορά κάποιες από τις συνήθεις παραδόσεις για τους βρικόλακες… Ναι, είμαστε νεκροί, ή μάλλον μη-νεκροί, και τρεφόμαστε με το αίμα των ζωντανών. Όσοι όμως πεθάνουν από το δάγκωμά μας δε γίνονται βρικόλακες αλλά μόνο όσοι πιουν από το αίμα μας αμέσως μόλις αφαιμαχθούν ολοκληρωτικά." Ο Ιάκωβος σημείωσε "Τελικά δεν είναι να πιστεύεις τις ταινίες." "Είναι αλήθεια ότι το φως του ήλιου μας σκοτώνει και ότι κοιμόμαστε την ημέρα, ενώ ένα παλούκι στη καρδία μας ακινητοποιεί, οτιδήποτε άλλο όμως αναφέρεται στις παραδόσεις δεν ισχύει. Ούτε σκόρδο, ούτε σταυροί, ούτε τρεχούμενο νερό, ούτε ανάγκη για πρόσκληση για να μπούμε σε κάποιο χώρο." Άλλη μια σημείωση προστέθηκε στο σημειωματάριο "Δίκιο είχε η μάνα μου ότι το AD&D δε σου μαθαίνει τίποτα χρήσιμο." "Τώρα όσον αφορά τις δυνάμεις που μας αποδίδονται στους θρύλους… Ναι ισχύουν, αλλά κάθε μια φυλή έχει λίγες από αυτές. Εμείς μπορούμε να επηρεάζουμε τα μυαλά και τα συναισθήματα των γύρω μας, βγάζοντας έξω την εκκεντρικότητά μας, να εξαφανιζόμαστε από τα μυαλά τους και να έχουμε οξυμένες αντιληπτικές ιδιότητες. Υπερδύναμη, υπερταχύτητα, αλλαγή μορφής, εντυπωσιακή εμφάνιση και έλεγχος των πράξεων κάποιου είναι δυνάμεις άλλων φυλών." "Φτου γαμώτο, ούτε τώρα θα μπορέσω να ρίξω γκόμενα. Άτιμη ζωή." "Αυτά για σήμερα. Μόλις τελειώσεις με τις σημειώσεις σου η Μαρίνα θα σε οδηγήσει στο δωμάτιό σου." Είπε ο καθηγητής γυρνώντας του τη πλάτη. Ο Ιάκωβος έκλεισε γρήγορα το σημειωματάριό του και βγήκε από το γραφείο στο οποίο βρίσκονταν. Έξω τον περίμενε η Μαρίνα, μαυροντυμένη και χλωμή, το όνειρο κάθε γότθου, όπως σκέφτηκε χαρακτηριστικά ο Ιάκωβος. Χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα τον οδήγησε στο δωμάτιό του. Πίσω στο γραφείο ο καθηγητής σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό. "Χαίρεται" είπε. "Ναι, φαίνεται ότι έχει συνηθίσει εύκολα στην ιδέα… Ναι, το ξεπέρασε γρήγορα το σοκ της μύησης." *** Ο Παύλος έκλεισε το τηλέφωνο. Δίπλα του η Μαρία τεντώθηκε και προσπάθησε να βρει τα γυαλιά της από το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Μπερδεμένα σε χαρτιά και βιβλία τη δυσκόλεψαν, αλλά τελικά κατάφερε να τα βρει και να τα φορέσει. Η αλήθεια ήταν ότι τα γυαλιά και το ροδαλό της πρόσωπο την έκαναν να φαίνεται πολύ μικρότερη από τα εικοσιπέντε χρόνια της. Μέχρι πριν λίγο, χλωμή από τη "συνεύρεσή" τους και χωρίς τα γυαλιά της έμοιαζε πολύ μεγαλύτερη, σχεδόν στην ηλικία της. Επίδοξη συγγραφέας, μοναχικό άτομο, αιώνια φοιτήτρια σε κάποια σχολή που και η ίδια δε πρέπει να ήξερε τι ήταν, αναζητούσε συντροφιά. Ο Παύλος της την παρείχε τα βράδια που είχε ρεπό από τον κινηματογράφο στον οποίο δούλευε με αντάλλαγμα λίγο από το αίμα της. Της είχε πει ότι έπασχε από την ασθένεια του Σκρε, αναιμία σε συνδυασμό με ελαττωματική παραγωγή μελανίνης που του απαγόρευε έκθεση στον ήλιο. Μόνη λύση ήταν οι συνεχείς μεταγγίσεις αίματος και η αποφυγή οποιασδήποτε έκθεσης στον ήλιο. Όπως είπε κι εκείνη ο βαμπιρισμός με ιατρική ορολογία. Πόσο δίκιο είχε. "Ποιος ήταν στο τηλέφωνο;" ρώτησε "Κανένας" απάντησε ο Παύλος Αυτή ανασηκώθηκε. "Γιατί είσαι τόσο κλειστός;" τον ρώτησε με μια σοβαρή έκφραση "κάθε φορά που έρχομαι εδώ σου λεω τα πάντα για εμένα κι εσύ παραμένεις σιωπηλός και απόμακρος." Ο Παύλος παρέμεινε σιωπηλός. "Δε θα έπρεπε να αφήνεις την κατάσταση της υγείας σου να σε κρατάει μακριά από τη ζωή." "Αυτό είναι εύκολο να το λες αν δε ζεις σαν κι εμένα." Αυτό ήταν ταυτόχρονα υπεκφυγή και αλήθεια, σκέφτηκε ο Παύλος, προσπαθώντας να συγκρατήσει το ειρωνικό χαμόγελο που σχημάτιζαν τα χείλη του. "Μικρέ μου Έλρικ όλοι έχουμε τα προβλήματά μας." "Πώς με είπες;" ρώτησε ο Παύλος ακούγοντας το περίεργο όνομα που του ανέφερε. "Έλρικ. Ένας ήρωας από βιβλίο. Πρίγκιπας μιας έκπτωτης αυτοκρατορίας σε ένα φανταστικό κόσμο, αδύναμος σωματικά, Αλβίνος, με γνώση όμως πανίσχυρης μαγείας και κάτοχος ενός καταραμένου σπαθιού που καταστρέφει τις ψυχές των θυμάτων του όμως του δίνει δύναμη. Αντί να το αρνηθεί το χρησιμοποιεί σα δεκανίκι και καταστρέφει ότι αγαπά και στο τέλος καταστρέφεται και ο ίδιος. Μου τον θυμίζεις έντονα. Νόμιζα ότι θα είχες διαβάσει κάποια από τα βιβλία του, αλλά ξέχασα ότι είσαι λάτρης του ρεαλισμού." "Πότε θα μου φέρεις το διήγημα που γράφεις;" Έτσι ο Παύλος προσπάθησε να αλλάξει την κουβέντα. Ήταν ενοχλητικό να σκέφτεται πόσο ο ήρωας αυτός του έμοιαζε. Τους έμοιαζε μάλλον. Όλο το είδος του μπορούσε απλά να δει τον ήλιο προτιμούσε όμως να ρουφάει τη ζωή από ανθρώπους. Στηριζόταν σε δεκανίκια που τους κατέστρεφαν. "Μόλις το τελειώσω. Είμαι στις τριακόσιες σελίδες αυτή τη στιγμή. Όπου να είναι θα αρχίσω να μπαίνω σιγά σιγά στην κυρίως ιστορία." Απάντησε εκείνη. Το διήγημα ήταν η ιστορία μιας φτωχής κοπέλας που πηγαίνει σε μια πόλη για μια καλύτερη ζωή και πέφτει στον υπόκοσμο. Θα μπορούσε να ήταν ένα κοινότυπο δράμα κατάλληλο για τηλεοπτική σειρά αν δεν εξελισσόταν σε ένα ψευδομεσαιωνικό κόσμο στα πρότυπα του Τόλκιεν. "Συγγνώμη που σου μίλησα απότομα," της είπε αγκαλιάζοντάς την. "Δεκτή. Απλά με στενοχωρεί που είσαι τόσο ψυχρός. Και δε μιλώ για το σώμα σου αλλά για τη συμπεριφορά σου. Το δέχομαι ότι ίσως δε θέλεις κάποιοι να δεθούν μαζί σου επειδή φοβάσαι ότι τους πληγώνεις, αλλά με το να τους απομακρύνεις πετυχαίνεις το ίδιο. Δέχομαι ότι θέλεις να συναντιόμαστε αραιά και που αλλά δε μπορώ να αντέξω τον τρόπο με τον οποίο με κρατάς σε απόσταση. Δε θέλω μόνο να έρχομαι, να κάνουμε έρωτα και να φεύγω." "Θέλεις να σε πάω σπίτι σου;" τη ρώτησε. "Θα τα πούμε στο δρόμο αν θες. Κοντεύει να ξημερώσει και σε βλέπω κάπως χλωμή." "Ευχαριστώ, αλλά θα πάρω ταξί." Είπε εκείνη εκνευρισμένη καθώς ντυνόταν βιαστικά για να φύγει. Είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται, αυτό ήταν σίγουρο. Μήπως όμως το συναίσθημα ενοχής που ένιωθε ο Παύλος σήμαινε το ίδιο; Μάλλον όχι, σκέφτηκε εκείνος, απλά έχω αρχίσει να γίνομαι ένας συναισθηματικός γέρος. *** Ο Ιάκωβος έτριξε τα δάκτυλά του μπροστά από το πληκτρολόγιο. Στη νέα του ζωή του είχε ανατεθεί η διαχείριση μιας βάσης δεδομένων που ανήκε στην πρίγκιπα, την ανώτερη βρικόλακα, της πόλης. Όχι κάποια τρομερή δουλειά, απλά τα περιεχόμενά της ήταν απόρρητα. Παράλληλα βοηθούσε το γεννήτορά του στην μελέτη της ομάδας Ε, της μυστηριώδους ομάδας Ελλήνων υπερεπιστημόνων που διάφοροι αστικοί μύθοι μιλάνε για αυτούς. Ήπιε μια γουλιά από το ποτήρι αίμα που ήταν δίπλα του. Άνοιξε το πρόγραμμα που χρησιμοποιούσε για να μπαίνει σε IRC. *** Now talking in #synomosies *** Topic is "Ziteitai o Frik0ul4s. O Eyrwn tha amoifthei analoga." *** Set by Agent_Smyth on Mon Jun 30 21:14:28 <Frik0ul4s> Hello. <DarkOn3>Pisteyw oti to na stinoyme kayga gia to an einai kalyteri <DarkOn3>I Vandi I oi Iron Maiden den exei kai poly noima <DarkOn3> Hi freaky <8th_sin> oti thes les. <8th_sin>de milisame gia Vandi I Maiden <8th_sin>alla gia kako gousto <Fantasma>Dld oi kopelies tha mas fane epeidi den akoyme oli tin imera <Fantasma>Bahaus I cure I oti allo pethamanatzidiko akoute esy kai I Lotus Λαμέρια. Μόνο αυτό μπορούσε να σκεφτεί ο Ιάκωβος παρατηρώντας την ανόητη συζήτηση αυτή για εικοστή φορά το τελευταίο τρίμηνο. Ήπιε άλλη μια γουλιά από το ποτήρι του. Η ανθρωπότητα ήταν τυφλή. Σε ένα και καλά κανάλι για "ψαγμένους" γίνονταν κάτι τέτοιες ηλίθιες συζητήσεις. Σε όλο το υπόλοιπο Grnet οι ίδιες ηλίθιες συζητήσεις. Άλλος έψαχνε για γκόμενα, άλλη για γκόμενο, άλλος για γκόμενο και άλλη για γκόμενα, κάπου σε κανάλι σχετικό με τους Ε κάποιοι κήρυτταν το λόγο ενός αρχαίου δαίμονα (και έκανε μπαμ από χιλιόμετρα ότι έκαναν φάρσα) άλλος ρώταγε πώς θα ζευγαρώσει παπαγάλους - Ό,τι ήθελες το έβρισκες εδώ. Ασυναίσθητα τα δάχτυλά του πήγαν στο πληκτρολόγιο. Με αστραπιαία ταχύτητα και εντελώς μηχανικά πληκτρολόγησε /cs set #synomosies topic Pleoyme se mia thalassa vlakeias panw se mia etoimorropi sxedia tyflwmenoi apo tin omixli twn psemmatwn pou mas eipame anikanoi na katanoisoume alithies toso faneres pou tis aporiptoyme sa paramythia. Πάτησε το Enter και περίμενε αντιδράσεις. Δε πέρασε πάνω από λεπτό όταν από ένα νέο παράθυρο που μόλις άνοιξε διάβασε το εξής κείμενο. <PoisonLotus>hi <Frik0ul4s>hi <Frik0ul4s>pws paei? <PoisonLotus>kala. <PoisonLotus>Wraio topic. Yparksiakes anhsyxies? <Frik0ul4s>Pes to ki etsi <PoisonLotus>Ki egw etsi niwthw edw kai poly kairo <PoisonLotus>Sa na yparxei kati perissotero alla mono egw na to vlepw <Frik0ul4s> Se katalavainw apolyta <Frik0ul4s>I mousiki soy kariera pws paei? <PoisonLotus>Kala, psaxnw etaireia na ekdosei kommatia mou. <PoisonLotus>Alla den… <PoisonLotus>Einai leei poly perierga gia na ta akoysei kosmos. Η συζήτηση συνεχίστηκε για πολλή ώρα. Το θέμα της από τα έργα του Λάβκραφτ (από τα οποία και είχε μισοπαρθεί το θέμα που ξεκίνησε τη κουβέντα) και τα κομμάτια που είχε γράψει η Lotus μέχρι και τη παγκοσμιοποίηση, τον έλεγχο της μάζας και τις κρυμμένες αλήθειες πίσω από τη ποπ κουλτούρα της συνωμοσιολογίας. Η PoisonLotus είχε οξύνοια και ενδιαφέρουσες απόψεις, σύμφωνα δε με τα λεγόμενα του DarkOn3 ήταν κουκλάρα. Βέβαια ο DarkOn3 όλες κουκλάρες τις έβρισκε. Ο Ιάκωβος τη φανταζόταν μάλλον απλά εμφανίσιμη, παρόλα αυτά η συζήτηση τον είχε κάνει να αρχίσει να τη βλέπει με καινούριο ενδιαφέρον, κάτι όχι σπάνιο δεδομένου του ότι είχε να κάνει κάποια λογική σχέση εδώ και χρόνια. Επέτρεψε στον εαυτό του να πλάσει μια εικόνα της στο μυαλό του. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά (το είχε ακούσει παλιότερα αυτό), μακρία και ελεύθερα. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό, τα μάτια της γαλάζια, τα χείλη της λεπτά. Το "βλέμμα" του κατέβηκε λίγο χαμηλότερα. Ο λαιμός της ήταν μακρύς, λεπτός και μια από τις φλέβες του παλλόταν με κάθε της σφυγμό. Το τελευταίο θόλωσε το μυαλό του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί, με ανάμεικτη ευχαρίστηση και αηδία ήταν τα δόντια του να σκίζουν το δέρμα του λαιμού της και το αίμα της να ρέει στο στόμα του. *** "Ώστε αύριο θα εμφανιστεί ο νεοσσός μπροστά στη Πρίγκιπα." είπε ο Παύλος και έκλεισε το κινητό του. Το έβαλε στη τσέπη του και συνέχισε να οδηγεί. Ήταν εκείνη η ημέρα το μήνα που η συνήθεια του επέβαλλε να πηγαίνει σε ένα συγκεκριμένο κινηματογράφο. Για πρώτη φορά όμως ένιωθε άβολα. Ήξερε πως η Μαρία δούλευε εκείνη την ημέρα και δε θα ήθελε να τη συναντήσει. Είχε παραβιάσει το βασικό κανόνα που έλεγε να μη παίζεις με το φαΐ σου και τώρα το πλήρωνε με ένα συναίσθημα ενοχής. "Καλό θα ήταν ένας λύκος να μη μπερδεύεται με τα πρόβατα" είπε στον εαυτό του καθώς έφτανε στο προορισμό του. Πάρκαρε το αμάξι και κατευθύνθηκε προς τον κινηματογράφο. Στην είσοδο τον περίμενε η Μελίνα, πάντα κομψή, φορώντας ένα τζιν παντελόνι και μια κόκκινη μπλούζα. Χαιρετήθηκαν τυπικά και μπήκαν στο κινηματογράφο. Τα εισιτήρια έκοβε η Μαρία. Ο Παύλος πλησίασε στο γκισέ, ζήτησε δύο εισιτήρια και πλήρωσε. Η Μαρία με ένα αδιάφορο τρόπο του έδωσε τα εισιτήρια και τα ρέστα, στα μάτια της όμως φαινόταν θυμός και ζήλια. Ο Παύλος σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερο να μη δώσει συνέχεια και απλά πήγε προς την αίθουσα μαζί με τη Μελίνα. Κάθισαν αναπαυτικά στις θέσεις τους και περίμεναν το έργο να αρχίσει. "Πως πάνε τα πράγματα;" τον ρώτησε η Μελίνα "Όπως πάντα" απάντησε αυτός μονολεκτικά "Πάντα μπλαζέ" σχολίασε με ένα ελαφρώς ειρωνικό τόνο η Μελίνα. "Αυτός είμαι, τι να κάνουμε" ήταν η απάντηση του Παύλου. Έκατσαν για λίγη ώρα σιωπηλοί. "Σίγουρα δε συμβαίνει τίποτα το αξιόλογο;" τον ρώτησε η Μελίνα σπάζοντας τη σιωπή τους. Ο Παύλος χαμογέλασε ελαφρά και της απάντησε "ναι, ο νεοσσός παρουσιάζεται αύριο. Αυτό νομίζω θα ευχαριστήσει τη Κασσάνδρα." Τα φρύδια της Μελίνας συνοφρυώθηκαν, οι κόρες των ματιών της μίκρυναν καθώς προσπαθούσε να βρει κάποια έξυπνη απάντηση. Δυστυχώς την είχε αφοπλίσει. Όσο κι αν η μποέμικη ζωή του να έκανε τους άλλους να το θεωρούν ακίνδυνο παρέμενε ένας γηραιός και μάλιστα ένας με κοφτερό μυαλό και το χάρισμα του λόγου. Είχε ακούσει πολλές ιστορίες για τις διασυνδέσεις του Παύλου με άτομα μέσα στο κρατικό μηχανισμό, με συνδικαλιστές, ακτιβιστές, πολιτικά κόμματα και για τις διάφορες χάρες που του χρώσταγαν κάποιοι, ακόμα και η Ανναμπελ, η πρίγκιπας της πόλης. Μη μπορώντας να απαντήσει απλά έκατσε πάλι πίσω στη καρέκλα της περιμένοντας την έναρξη της ταινίας. Κάπου στη μέση της ταινίας ο Παύλος είχε αρχίσει να βαριέται. Στο διάλειμμα βγήκε λίγο έξω για να "καπνίσει" και η Μελίνα τον ακολούθησε. Η Μαρία βρισκόταν στη καντίνα του κινηματογράφου και προσπαθούσε να παραστήσει την αδιάφορη. Δυστυχώς για αυτή δε μπόρεσε να αντέξει στο πειρασμό να ρίξει μια δύο ματιές προς το Παύλο. Ματιές που έπιασε το βλέμμα της Μελίνας και που την έκαναν να καταλάβει το τι ακριβώς συνέβαινε. Όσο βαρετή κι αν ήταν μια ταινία ο Παύλος θα την έβλεπε μέχρι τέλους. Και για αυτό ξαναμπήκε στην αίθουσα να δει τη συνέχεια. Όλη την ώρα η Μελίνα ήταν δίπλα του. Τα φώτα έσβησαν και η προβολή ξανάρχισε. Η αίθουσα ήταν σχεδόν άδεια. Μπροστά μόνο έβλεπε άλλους τρεις θεατές σε μια παρέα, ενώ αρκετά πιο πίσω ήταν ένας ακόμα θεατής. Είχε περάσει κάπου ένα δεκάλεπτο από την επανέναρξη της προβολής, όταν ένιωσε ένα χέρι κάτω από το πουκάμισό του να του χαϊδεύει το στήθος. Γύρισε και είδε τη Μελίνα να τον κοιτάζει με το γνωστό προκλητικό της βλέμμα. "Έχεις προβλήματα με το κοπάδι σου έτσι δεν είναι;" του ψιθύρισε στο αυτί "Αν θες μπορώ να σου μάθω τι πρέπει να κάνεις." Ήδη οι κυνόδοντές της είχαν επεκταθεί και κοφτεροί σα στιλέτα ήταν έτοιμοι να μπηχτούν στη σάρκα του. Με μια αργή αισθησιακή κίνηση πέρασε τη γλώσσα της από πάνω τους και πλησίασε στο λαιμό του. "Σταμάτα έχει κόσμο" της είπε. "Αυτό το κάνει καλύτερο" απάντησε καθώς τα χείλη της ακουμπούσαν το λαιμό του. Οι κυνόδοντές της τρίβονταν ελαφρά στο δέρμα του, χωρίς όμως να το τρυπούν. Το χέρι της συνέχισε να χαϊδεύει το στήθος του. Η γλώσσα της χάραζε ένα μονοπάτι πάνω στο λαιμό του. Με την άκρη του ματιού της είδε το χέρι του Παύλου να σφίγγει το κάθισμά του. Αυτό της έδωσε το θάρρος που χρειαζόταν για να προχωρήσει λίγο παραπέρα. Τα δόντια της άρχισαν αργά αλλά αποφασιστικά να πιέζουν το δέρμα του λαιμού του. Χαμένη στη σκέψη του αίματος που σύντομα θα κυλούσε στο στόμα της ούτε που κατάλαβε πότε βρέθηκε να δαγκώνει τον αέρα όσο ένα χέρι την κρατούσε μακριά από το λαιμό του Παύλου. Στο φως του προβολέα μπορούσε να δει τα μάτια του να λάμπουν με οργή. Το χέρι του την έσφιγγε με δύναμη. Ήξερε ότι αν το ήθελε μπορούσε να της συνθλίψει το κεφάλι με άνεση. Η δύναμη που του έδινε το αίμα του σίγουρα δεν ήταν αμελητέα. Αυτή τη στιγμή αν είχε δάκρια θα έκλαιγε. "Γιατί" της ψιθύρισε οργισμένα ο Παύλος, "προσπαθείς να ανήκεις σε κάποιον; Αν η Κασσάνδρα δε σε προσέχει πλέον αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να το κάνει κάποιος άλλος." Η Μελίνα έμεινε σιωπηλή για λίγο, έπειτα σηκώθηκε και έφυγε βιαστικά. Ο Παύλος γύρισε πάλι προς την οθόνη και συνέχισε να βλέπει την ταινία. Στην είσοδο του κινηματογράφου η Μαρία χαμογελούσε πικρά βλέποντας μια οργισμένη Μελίνα να φεύγει. Το θέαμα την έκανε ταυτόχρονα χαρούμενη, βλέποντας την αντίζηλό της έτσι, αλλά και λυπημένη, αφού το αντικείμενο του πόθου και των δυο τους δεν έκανε καμία προσπάθεια να της ζητήσει συγνώμη ή να την ηρεμήσει. Αντίθετα αυτής της είχε ζητήσει και συγγνώμη και την είχε πάρει και μερικές φορές τηλέφωνο. Σίγουρα θα είχε κάτι παραπάνω να του προσφέρει Δεν ήξερε αν έπρεπε να έχει όμως ελπίδες. Ο Παύλος είχε την τάση να είναι ένας μοναχικός λύκος, να είναι διαφορετικός από τους γύρω του, να τους επισκιάζει. Και αυτό τη γοήτευε και τη φόβιζε ταυτόχρονα. Ήταν πολύ μεγάλος για την ηλικία του, πολύ… δε μπορούσε να το προσδιορίσει. Ένα αίνιγμα. *** Την ίδια νύχτα κάπου αλλού ο Ιάκωβος επαναλάμβανε τις σημειώσεις του. Αύριο θα εμφανιζόταν μπροστά στη πρίγκιπα της πόλης. Ο πρίγκιπας είναι ο μεγάλος μπαμπούλας. Ότι λεει είναι νόμος. Όχι τα βαμπίρ δεν είναι όλα γκέι όπως στη συνέντευξη με ένα βρικόλακα Αν δαγκώσεις κάποιον δε γίνεται βαμπιρ. Υπάρχουν 6 απαράβατοι κανόνες. Η μεταμφίεση… "Όλα έτοιμα;" άκουσε τη φωνή του καθηγητή. Σήκωσε το κεφάλι του και τον είδε να στέκεται στη πόρτα με ένα χοντρό τόμο στο χέρι του. Το δερματόδετο βιβλίο, το όνομα του οποίου του το είχε αναφέρει στη πρώτη τους συνάντηση, έκρυβε κατά το καθηγητή κομμάτια σε ένα πάζλ που προσπαθούσε να επιλύσει χρόνια. Και για τη λύση αυτή χρειαζόταν και τις γνώσεις του, ειδικά τα όσα γνώριζε για εξωγήινους και για την διαβόητη ομάδα Ε. Αραιά και που τον είχε ρωτήσει και για θέματα που αφορούσαν τον αποκρυφισμό, για μυστικά πειράματα κυβερνήσεων και πολλά άλλα σχετικά θέματα. Από τις συζητήσεις τους είχε συμπεράνει ότι γνώριζε πάρα πολλά για σχετικά θέματα, απλά τον δοκίμαζε. Πιθανότατα να είχε συμμετάσχει και σε κάποιες από τις συνωμοσίες αυτές. Το τι όμως πραγματικά έψαχνε μπορούσε μόνο να το εικάσει. Και μάλλον είχε να κάνει με τη μεγάλη Συνωμοσία πίσω από όλες τις συνωμοσίες στο κόσμο. Το ήξερε πολύ καλά εξάλλου πως ήταν πιόνι, και για αυτό πάντα κράταγε κάποιες από τις γνώσεις του για τον εαυτό του. Κακά τα ψέματα, δε μπορούσε να εμπιστεύεται κανένα. "Σύντομα, κοιτάω άλλη μία φορά τα όσα πρέπει να ξέρω." "Αύριο θα σε συνοδεύσει η Μαρίνα στο Ελύσσειο" (Ελύσσειο = ο χώρος που συγκεντρώνονται οι ομοάιμοι, όπως έλεγαν οι σημειώσεις του) "όπου και θα παρουσιαστείς. Μετά από αυτές τις τυπικότητες θα ήθελα να μιλήσουμε σοβαρά οι δυο μας." του είπε ο καθηγητής και, χωρίς άλλη λέξη, γύρισε κι έφυγε. Τι διάολο μπορεί να θέλει, αναρωτήθηκε ο Ιάκωβος. Μάλλον θα με θέλει να αρχίσω κάποια δουλειά σχετική με το έργο του. *** Η επόμενη νύχτα έφτασε και ο Ιάκωβος ήταν έτοιμος για τη μεγάλη βραδιά. Είχε φορέσει τα καλά του, είχε πλυθεί και χτενιστεί, είχε προβάρει κάθε του κίνηση και ήταν έτοιμος. Γεμάτος αγωνία περίμενε τη στιγμή που η Μαρίνα θα ερχόταν να τον πάρει να πάνε στο Ελύσσειο. Και η στιγμή αυτή δεν άργησε. Η Μαρίνα μπήκε στο δωμάτιο του, φορώντας ένα κοντό μαύρο φόρεμα που κολάκευε τη καλλίγραμμη σιλουέτα της. Στο ένα χέρι της κρατούσε τη τσάντα της και στο άλλο τα κλειδιά του αυτοκινήτου της. Πριν προλάβει να του πει οτιδήποτε αυτός είχε πεταχτεί όρθιος και κατευθυνόταν προς την έξοδο του σπιτιού. Ανυπομονούσε να τελειώσει αυτή η διαδικασία όσο το δυνατόν γρηγορότερο. *** Το αυτοκίνητο της Μαρίνας στάθμευσε στο υπόγειο πάρκιν του κλαμπ "Αποκάλυψις", ενός από τα μεγαλύτερα κλαμπ στην Αθήνα. Στο πρώτο όροφο φιλοξενούσε μια χορευτική πίστα, ικανή να χωρέσει τρεις χιλιάδες άτομα, αριθμό που συχνά υπερέβαινε, μιας και οι πολιτική των πορτιέρηδων του μαγαζιού ήταν να μπαίνουν όσο το δυνατόν περισσότεροι πελάτες. Αυτό, σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση και τη φήμη που είχε το μαγαζί το έκανε να είναι ασφυχτικά γεμάτο. Αλλά δεν ήταν μόνο η χορευτική αυτή πίστα τα όσα πρόσφερε το μαγαζί. Στο πρώτο όροφο βρισκόταν μια καφετέρια για τα απογεύματα ενώ στο δεύτερο όροφο τη "σοφίτα", ένα χώρο για εναλλακτικά ακούσματα. Εκεί έκανε πρόγραμμα η Poison Lotus τις Τρίτες. Αν δεν ήταν Σάββατο την ημέρα αυτή θα μπορούσε να τη γνωρίσει. Στο υπόγειο πάλι υπήρχε ένας χώρος όπου έπαιζε ζωντανή (συνήθως ροκ) μουσική από διάφορα συγκροτήματα. Και βέβαια υπήρχε πάντα το "μυστικό δωμάτιο", ένας χώρος όπου απαγορευόταν η είσοδος σε μη μέλη. Φήμες μίλαγαν για σατανισμό ή σεξουαλικά όργια, αλλά ο Ιάκωβος ήξερε τι ήταν: Βρικόλακες συγκεντρωμένοι, ενώ γύρω τους υπήρχαν άφθονοι άνθρωποι για να τραφούν. Πραγματικά πανέξυπνο εκ μέρους τους. Και προς το "μυστικό δωμάτιο" αυτό κατευθύνονταν. Φτάνοντας στην είσοδο, η Μαρίνα προσπέρασε την ουρά των πελατών και έδειξε σε έναν από τους πορτιέρηδες την "κάρτα μέλους" της. Όλο ευγένεια ο πορτιέρης τους άφησε να περάσουν. Προσπερνώντας το πλήθος που περίμενε να μπει στο χώρο της πίστας ανέβηκαν τη σκάλα, η Μαρίνα έδειξε πάλι την κάρτα της σε έναν γεροδεμένο υπάλληλο και μια πόρτα άνοιξε για αυτούς. Μπαίνοντας σε αυτή βρέθηκαν σε ένα χώρο διακοσμημένο με ένα χαρακτηριστικά καλόγουστο τρόπο. Βελούδινες κουρτίνες κάλυπταν την είσοδο. Πίσω από αυτές βρισκόταν ένα ευρύχωρο δωμάτιο, όπως ανακάλυψε ο Ιάκωβος περνώντας 'τες, διακοσμημένο με υπέροχους πίνακες και τοιχογραφίες. Στο δωμάτιο βρίσκονταν πολυτελείς καναπέδες και τραπέζια για όσους βρίσκονταν μέσα. Στο υπόβαθρο έπαιζε απαλή μουσική. Με την είσοδο τους στο δωμάτιο όσοι βρίσκονταν μέσα σε αυτό γύρισαν και τους κοίταξαν. Μια ψηλή και γοητευτική μαυρομάλλα με ένα μακρύ μαύρο φόρεμα και μια άλλη, επίσης εμφανίσιμη ξανθιά κοπέλα που συζητούσαν με ένα κουστουμαρισμένο μεσήλικα άντρα, γύρισαν και τους κοίταξαν. Η ξανθιά ψιθύρισε κάτι στο αυτί της μαυρομάλλας και έπειτα οι δυο τους συνέχισαν τη κουβέντα. Δύο καναπέδες παρακάτω ένας άλλος άντρας με κουστούμι, αυτή τη φορά νεότερος και πιο όμορφος μιλούσε με ένα άτομο που φορούσε μια χαρακτηριστική μάσκα ενός κλόουν. Τους έριξαν μια διάφορη ματιά και συνέχισαν τη κουβέντα τους. Σε μια γωνία ένας λιγνός άντρας τους παρατηρούσε με προσοχή. Η έκφρασή του ήταν περίεργη, όπως και το περίτεχνο μενταγιόν του που θύμιζε αποκρυφιστικό σύμβολο. Σε έναν άλλο καναπέ ένας γεροδεμένος άντρας τους παρατηρούσε με προσοχή, αγνοώντας το συνομιλητή του, το νεαρό που είχε δει τη μέρα που ο Ιάκωβος… ξαναγεννήθηκε να βγαίνει από το σπίτι του καθηγητή. Και τέλος σε μια υπερυψωμένη θέση στο κέντρο η Πρίγκιπας της πόλης. Η Ανναμπελ, μεγαλοπρεπής στο θρόνο της, όμορφη όσο καμιά γυναίκα που είχε δει ποτέ στη ζωή του ο Ιάκωβος ανέδυε μια αίσθηση μεγαλείου που όμοια της δεν είχε νιώσει ποτέ. Δε μπόρεσε να συγκρατήσει λεπτομέρειες, αφού ενστικτωδώς χαμήλωσε το κεφάλι του, νιώθοντας ανάξιος να αντικρίζει το υπέροχο αυτό θέαμα. Με το κεφάλι χαμηλωμένο πλησίασε το θρόνο της και γονάτισε, όπως του είχε υποδείξει ο καθηγητής. "Ώστε εσύ είσαι το νέο μέλος στην οικογένειά μας έτσι;" άκουσε να του λεει η υπνωτική φωνή της Πρίγκιπα. "Μάλιστα" ψέλλισε αυτός. Αν ζούσε ακόμα θα ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. "Υποθέτω ότι αν σε ρωτήσω κάτι σχετικά με τους κανόνες μας" συνέχισε εκείνη "θα ξέρεις να μας απαντήσεις, Ιάκωβε της φυλής των Μαλκαβιανών, έτσι δεν είναι;" "Μάλιστα" ξαναείπε αυτός με κομμένη την ανάσα, όσο θα μπορούσε να το πει αυτό κάποιος για κάποιο που δεν ανάπνεε πια. "Τότε" κατέληξε αυτή "θα κρίνω το πόσο καλά τα γνωρίζεις όλα αυτά από τις πράξεις σου νεοσσέ." Και υψώνοντας το ποτήρι της έκανε μια πρόποση "Ας καλωσορίσουμε το νέο μέλος μας" είπε δυνατά. Όλοι στην αίθουσα σήκωσαν τα ποτήρια τους. Ο Ιάκωβος ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από πάνω του. Αργά αργά σηκώθηκε και κοίταξε όσους απέθαντους βρίσκονταν γύρω του. Τώρα ήταν πια μέλος τους. *** Μετά από μια σύντομη γνωριμία του με κάποια από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας των ομόαιμων της Αθήνας, η Μαρίνα τον πήρε παράμερα και του είπε ότι ήρθε η ώρα για κάτι ακόμα πριν φύγουν. Σύντομα βρέθηκαν στο ισόγειο και τη τεράστια πίστα που ήταν γεμάτη με ιδρωμένα κορμιά που χόρευαν κάτω από τους εκκωφαντικούς ρυθμούς. Η Μαρίνα φάνηκε να ψάχνει για λίγο το χώρο. Τελικά φαίνεται βρήκε αυτό που ζητούσε και τραβώντας τον Ιάκωβο από το χέρι μέσα από τους χορευτές τον οδήγησε στο μπαρ. Εκεί μίλησε για λίγο με ένα αντιπαθητικό άντρα. Ήταν χοντρός, καραφλός και άσχημος, παρόλα αυτά η Μαρίνα τον αγκάλιασε και, συνεχίζοντας να τραβά τον Ιάκωβο από το χέρι, κατέληξαν και οι τρεις τους στις τουαλέτες του μαγαζιού. "Είναι ανάγκη να είναι κι αυτός εδώ;" ρώτησε ο άντρας με μια βαθιά φωνή. "Σου είπα, του αρέσει να βλέπει" είπε η Μαρίνα ενώ τον πλησίασε λικνίζοντας προκλητικά το κορμί της. Ως απάντηση στο λίκνισμα αυτό ο άντρας όρμησε πάνω της και άρχισε να της φιλά το λαιμό παθιασμένα, σα να την έτρωγε ζωντανή. Η Μαρίνα τίναξε πίσω το κεφάλι βγάζοντας μικρά ακατανόητα μουρμουρητά και σήκωσε ψηλά τα χέρια της. Ο Ιάκωβος μπορούσε μόνο να παρατηρεί τη σκηνή έκπληκτος. Η έκπληξη του μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν τα χέρια της Μαρίνας κατέβηκαν σα γροθιές στο σβέρκο του άντρα και να τον αφήνουν αναίσθητο. Με μια βιαστική κίνηση αυτή του έσκισε το πουκάμισο και πλησίασε το λαιμό του. Άνοιξε το στόμα της. Στο φως της λάμπας οι κυνόδοντές της γυάλισαν λίγο πριν καρφωθούν στο λαιμό του. Πριν προλάβει να τρέξει αίμα από τη πληγή, το στόμα της βρισκόταν από πάνω της και με μικρές γουλιές ρουφούσε προσεχτικά το αίμα. Αυτό κράτησε για μερικές στιγμές. Έπειτα, έχοντας ξεδιψάσει από την ανόσια αυτή δίψα της, τίναξε το κεφάλι πίσω. Με ένα μικρό ρυάκι από αίμα να τρέχει από την άκρη των χειλιών της γύρισε και τον κοίταξε. "Σειρά σου" του είπε. Ο Ιάκωβος ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά. Του ζητούσε να τραφεί από ένα άνθρωπο. Δε μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Ένιωθε ένα συναίσθημα αποστροφής και μόνο στην ιδέα. Η Μαρίνα τον εξέτασε, τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του. Ένιωσε το βλέμμα της να τον ηρεμεί, να μετριάζει αυτό το απαίσιο συναίσθημα. "Πρέπει να αρχίσεις να τρέφεσαι μόνος σου" του είπε "κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος." Ακούμπησε με τα χέρια της το κεφάλι του και του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά. Πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό του, τα χείλη τους ενώθηκαν και η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα του Ιακώβου. Ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις του, τα ζαλίζεται. Δεν ήξερε αν έφταιγε η Μαρίνα ή η μυρωδιά του αίματος. Και τα δύο τον ερέθιζαν το ίδιο. "Έλα τώρα μωρό μου, ήρθε η ώρα να γίνεις άντρας" του είπε χαμηλόφωνα διακόπτοντας το φιλί της. "Έλα κάνε το για μένα." Σαν υπνωτισμένος ο Ιάκωβος πλησίασε τον αναίσθητο άντρα. Γονάτισε μπροστά του και έκανε τους κυνόδοντές του να βγουν. Με έναν από αυτούς έγδαρε λίγο τη σάρκα του. Τοποθέτησε το στόμα του στη πληγή και άρχισε να βυζαίνει το αίμα του. Μια γλυκιά γεύση ανακατεύτηκε με την αηδία που ένιωθε. Ήπιε διστακτικά μία, δύο, τρεις, τέσσερις γουλιές. "Έλα, αρκετά ήπιες για σήμερα" είπε η Μαρίνα τραβώντας απαλά το κεφάλι του. Γλύψε τώρα την πληγή για να κλείσει. Έκανε ότι του είπε και αφού σηκώθηκε έκατσε και την κοίταζε σα χαμένος. Χωρίς άλλα λόγια έσκυψε και πήρε το πορτοφόλι του άντρα, έπειτα έφυγαν μαζί. Αμίλητοι κατέληξαν στο αμάξι της. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. *** Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής ο Ιάκωβος παρέμεινε σιωπηλός. Για πρώτη φορά είχα καταλάβει πόσο απαίσια ήταν η νέα του ύπαρξη, το τίμημα της αθανασίας του. Ένιωθε ότι είχε χάσει κάτι πολύτιμο. Ίσως την αθωότητά του, ίσως αυτό που λένε ψυχή, ίσως απλά το χαλινάρι που συγκρατεί το αιμοβόρο κτήνος που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Φτάνοντας στο προορισμό τους βγήκαν από το αυτοκίνητο και η Μαρίνα το κλείδωσε. Στη συνέχεια πήγε στην εξώπορτα και την ξεκλείδωσε. Την άνοιξε και γύρισε και κοίταξε τον Ιάκωβο. Καταλάβαινε τι περνούσε. Θυμόταν και τις δικές της αντιδράσεις όταν τράφηκε από άνθρωπο για πρώτη φορά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να περιμένει. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να συνηθίσει στο πόσο σκληρή ήταν η ύπαρξή τους. Άναψε το φως της εισόδου μόνο και μόνο για να ανακαλύψει πόσο σκληρή ήταν η ζωή. Στο πάτωμα κειτόταν το κορμί του καθηγητή Δημήτριου Παπαγεωργίου, του απέθαντου που τη δημιούργησε, που τον φώναζε πατέρα. Η στάχτη στην οποία μετατρεπόταν σιγά σιγά το σώμα του παρασυρόταν από το νυχτερινό αεράκι που έμπαινε από την ανοιχτή πρώτα, ενώ μια μεγάλη τρύπα βρισκόταν στο στήθος του. Edited May 28, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 28, 2005 Author Share Posted May 28, 2005 (edited) Και η πρώτη σκηνή από το 4ο. Ελπίζω σύντομα να το τελειώσω (ναι, μετά από ένα σχεδόν χρόνο είπα να τη συνεχίσω την ιστορία!!!) IV Η βραδιά ήταν αφόρητη για το Παύλο. Μετά την έξοδο του Ιάκωβου και της Μαρίνας είχε μείνει σε μια γωνία να συζητά με τον Άστερ, τον αρχηγό των Τρεμέρ της πόλης. Ελάχιστοι εμπιστεύονταν τη πάτρια των μάγων και ακόμα λιγότεροι τον αρχηγό τους, που είχε τη φήμη του αδίστακτου οπορτουνιστή. Ένας από αυτούς ήταν και ο Παύλος. Γνώριζε από παλιά τον βρικόλακα και μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις του, όσο ήταν δυνατό αυτό τουλάχιστον. Είχε γνωρίσει και πολλά άτομα που είχαν ασχοληθεί με πνευματισμό και ήξερε ότι το μυαλό ενός τέτοιου ατόμου ξεφεύγει συχνά από τη πραγματικότητα, κάνοντας τις αντιδράσεις του απρόβλεπτες. Αυτό ίσχυε και σε μεγάλο βαθμό για τον Άστερ, παρόλα αυτά η μεγαλύτερη παγίδα για ένα συνομιλητή του ήταν να πιστέψει ότι η επιπλέον αυτή αντίληψή του θόλωνε την αντίληψη της πραγματικότητας. Κάθε άλλο. Αν κάποιος εδώ μέσα δεν εμπιστευόταν τον Παύλο ήταν αυτός, έχοντας καταλάβει το παιχνίδι που έπαιζε. "Ώστε θα μπορούσες να με φέρεις σε επαφή με άτομο από το ΥΠΕΧΩΔΕ;" ρώτησε τον Παύλο ο μάγος. "Ίσως θα μπορούσα, αλλά δεν είμαι σίγουρος." Απάντησε εκείνος "Τελευταία φορά που μίλησα με το άτομο αυτό ήταν πριν έξι χρόνια. Και έξι χρόνια είναι πολλά για κάποιον που έχει ζήσει μόλις τριανταέξι." "Είναι." Απάντησε ο Άστερ, καταλαβαίνοντας τι ακριβώς σήμαιναν τα λόγια αυτά του Παύλου "Ειδικά αν δεν έχεις τις γνώσεις να ξεπεράσεις τους περιορισμούς της θνητής σάρκας. Ή γενικά κάποια γνώση." Ο Παύλος έπιασε το νόημα των όσων έλεγε ο Άστερ. Είχε καταλάβει ότι δεν ήθελε να μπλεχτεί το όνομά του στην υπόθεσή του, και για αυτό του έριχνε το αγκίστρι μιας πληροφορίας. Τώρα έμενε μόνο να αποφασίσει αν άξιζε να τσιμπήσει το δόλωμα. "Αρκεί η γνώση αυτή να είναι πράγματι χρήσιμη. Άσκοπη γνώση πιάνει μόνο χώρο στο κεφάλι κάποιου, κλέβοντας τον από χρήσιμες" είπε ο Παύλος χαμογελώντας και στηρίζοντας τη πλάτη του στο τοίχο πίσω του. Έδινε την αίσθηση του χαλαρού, κι όμως μέσα του ένιωθε αγχωμένος από τη συζήτηση αυτή. Και όχι μόνο. Από απέναντι έβλεπε τη Μελίνα να του ρίχνει συχνά-πυκνά κλεφτά βλέμματα. Μέχρι να τελειώσει η βραδιά ήξερε ότι θα έπρεπε να της μιλήσει και ήταν από τα τελευταία πράγματα που θα ήθελε να κάνει. "Σίγουρα. Γι αυτό καλύτερα είναι για κάποιον να επιλέξει τι θέλει να μάθει. Αρκεί να μη ζητάει τα αδύνατα." Ήταν η απάντηση του μάγου. "Και να επιλέξει και το πότε θα το μάθει." συμπλήρωσε ο Παύλος. "Αρκεί να μην αφήνει το χρόνο να περνάει, γιατί μαζί του χάνεται και η ευκαιρία που είχε να μάθει." Είπε ο Άστερ, κλείνοντας του λίγο το μάτι. "Θα δω τι θα κάνω με το θέμα σου. Απλά ότι κάνω θα μείνει μεταξύ μας." Είπε ο Παύλος. Τελικά έφτασαν σε μια συμφωνία. Άλλος ένας εδώ μέσα του χρωστούσε μια χάρη. Απλά το είχε διαπραγματευθεί καλά το θέμα, ουσιαστικά δίνοντάς του κάτι μικρό. Αλλά το ίδιο είχε κάνει και ο Παύλος άρα ήταν πάτσι. Ο Άστερ κατευθύνθηκε προς την έξοδο και ο Παύλος έμεινε μόνος και σκεφτόταν αν έπρεπε να μείνει ή να φύγει. Δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει εκείνο το βράδυ αλλά ούτε και κάποια δουλειά εδώ πέρα. Πέρα δηλαδή από το να του μιλήσει η Μελίνα, πράγμα που δεν ήθελε να συμβεί αλλά και που δεν ήθελε να αναβάλλει. Τελικά μετά από σκέψη αποφάσισε να βγει λίγο έξω και να επιστρέψει. Δεν είχε βγει στο διάδρομο ούτε δύο λεπτά, όταν η Μελίνα βγήκε πίσω του. Αυτός καθόταν σε μια γωνία κοντά στις σκάλες και έβλεπε τον κόσμο να τριγυρνά στο διάδρομο από ψηλά, χαμένος στις σκέψεις του. Αυτή τον πλησίασε από πίσω. "Μπορούμε να μιλήσουμε;" τον ρώτησε. "Γιατί όχι;" ήταν η απάντησή του. "Πάμε κάπου πιο ήσυχα;" του πρότεινε Τελικά κατέληξαν στη καφετέρια του κέντρου. Όπως ήταν φυσικό στις τέσσερις το πρωί ήταν εντελώς άδεια, με μόνη εξαίρεση το μοναδικό σερβιτόρο. Κάθισαν σε ένα τραπέζι και παρήγγειλαν δύο κρύες σοκολάτες. Ο σερβιτόρος έφυγε για την παραγγελία και η Μελίνα κοίταξε στα μάτια τον Παύλο. "Ξέρεις," του είπε "αυτό που έγινε προχθές…" Το κουδούνισμα του κινητού τη διέκοψε. Ο Παύλος το έβγαλε από τη τσέπη του και το άνοιξε. Το έφερε στο αυτί του. "Ορίστε" είπε. Μικρή διακοπή. "Τι έγινε;" Άκουσε λίγο ακόμα κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι. "Μάλιστα, " είπε τελικά "καταλαβαίνω. Ηρέμησε, θα περάσω τώρα από εκεί." Χωρίς άλλη λέξη σηκώθηκε να φύγει. Η Μελίνα έμεινε απλά να τον κοιτάζει σαστισμένη. Τι να είχε συμβεί άραγε; Η απορία αυτή τριβέλιζε στο μυαλό της. *** Edited May 28, 2005 by Nihilio Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.