month Posted May 6, 2006 Share Posted May 6, 2006 Όνομα Συγγραφέα: Είδος: κοινωνικό Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1237 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Ελπίζω να σας αρέσει. Πώς να τραγουδήσει κάποιος μιαν αυγή; Πώς να περπατήσει στην βροχή; Πώς να ζήσει έτσι απλά μια ζωή, χωρίς ελπίδα… Είναι μια μεγάλη απορία, που έχει προκύψει στο μυαλό μου τον τελευταίο καιρό. Και όπως και κάθε άλλο σημαντικό πράγμα στην ζωή ενός άνδρα, για όλα φταίει μια γυναίκα. Μια γυναίκα περπατημένη. Περπατημένη… Μια τόσο περίεργη λέξη. Δεν έχει αρνητική σημασία, αλλά όλοι όσοι ακούσουν ότι κάποιος είναι περπατημένος, αμέσως βγάζουν αρνητικά συμπεράσματα για κάποιον. Λες και ο περπατημένος είναι κακοποιός. Αλλά δεν είναι έτσι. Ο περπατημένος είναι απλά κάποιος που έχει δει πολλά στην ζωή του. Δεν είναι ανάγκη να είναι μεγάλος σε ηλικία. Αρκεί να έχει ζήσει πολλά. Πίσω στην γυναίκα τώρα. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Είχε δει πολλά στη ζωή της. Αν και είχαμε την ίδια ηλικία, πολλές φορές η άποψη και ο τρόπος συμπεριφοράς της θύμιζε άτομο πολλές φορές μεγαλύτερο. Όντως η ζωή της ήταν δύσκολη. Όντως είχε δει πράγματα που δεν θα έπρεπε να δει ποτέ ανθρώπου μάτι. Και όχι μόνο τα είχε δει. Τα είχε ζήσει μέσα στο πετσί της. Τόσο βαθιά, όσο φτάνει και το τσίμπημα μιας βελόνας. Ήταν όμορφη. Ψηλή, θυμάμαι στο ίδιο ύψος με μένα, με αρμονικό σώμα με καμπύλες. Όχι το αρρωστιάρικο σώμα που έχουν οι περισσότερες σήμερα. Την βλέπανε οι άλλες γυναίκες και σκάγανε από την ζήλια τους. Τόσο την ζηλεύανε μάλιστα που την λέγανε χοντρή και ότι άλλο μπορούσαν να σκεφτούν. Δεν κατάφερε ποτέ να κρατήσει μακροχρόνια σχέση και φταίγανε οι φίλες της για αυτό . Διώχνανε τους άντρες της ζωής της έναν προς έναν. Μόνο εγώ δεν έφυγα, και αυτό γιατί είμαι παράξενος όπως λένε και οι φίλοι μου. Γνωριστήκαμε τυχαία μια εποχή που και οι δυο ήμασταν στα χειρότερά μας. Είχαμε μπλέξει με άσχημες παρέες, λυκοφιλίες και κόλακες. Εγώ ξεκίναγα τότε το ταξίδι μου σε αυτήν την περιοχή, ενώ αυτή ήταν καιρό μέσα. Δεν ξέρω τι έγινε και με συμπάθησε. Την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε την έλουσα με το ποτό μου, και αυτή με χαστούκισε. Είχε δυνατό χέρι αυτή η κοπέλα. Θέλησα να ζητήσω συγγνώμη και την ακολούθησα. Πιάσαμε την κουβέντα και μου είπε ότι την έλεγαν Μάρα, δεν είχε σχέση, και ήταν άνεργη. Της είπα ότι είμαι και εγώ μια από τα ίδια. Θέλησε να μάθει πόσο καιρό σύχναζα με τα συγκεκριμένα άτομα και όταν έμαθε ότι ήταν μικρό το διάστημα μου είπε να ξεκόψω. Εγώ γέλασα και της είπα ότι μιλά σαν την μάνα μου. Χωρίσαμε με μια απλή καληνύχτα. Ξέχασα σχετικά γρήγορα την Μάρα καθώς έμπαινα δυναμικά στην καινούργια μου ζωή .Ναρκωτικά, πουτάνες, πάρτι, κλοπές. Όλα τα καλά του κόσμου. Συναντηθήκαμε ξανά ένα βράδυ τυχαία. Εγώ τρέκλιζα στο δρόμο, πιο πολύ κουρασμένος ψυχικά παρά σωματικά, αφήνοντας την πόλη να με κρύβει. Άλλο ένα ρεμάλι στους δρόμους της, ποιος θα του δώσει σημασία; Ποιο πέρα άκουσα φασαρία, δυο μαστουρωμένες φωνές να τσακώνονται. Πλησίασα και την είδα να τσακώνεται με ένα βαποράκι, προφανέστατα για την δόση της. Ήταν ντυμένη προκλητικά, σα πουτάνα που κάνει πεζοδρόμιο. Αργότερα μου είπε ότι έτσι ζούσε, ότι δεν ήξερε να κάνει τίποτα άλλο. Ο έμπορος τράβηξε μαχαίρι, και πήγε να την κόψει. Δεν ξέρω γιατί θύμωσα. Ίσως να ήταν μια ανάμνηση, μια καθυστερημένη αντίδραση από την εποχή που είχα ακόμα περηφάνια και τιμή μέσα μου. Τον σάπισα στο ξύλο, και πολύ το ευχαριστήθηκα. Ένιωσα ζωντανός εκείνη την στιγμή, πιο ζωντανός και από όταν έπαιρνα την δόση μου. Την πείρα από το χέρι και φύγαμε τρέχοντας γιατί έρχονταν οι φίλοι του και αν μας πιάνανε… θα μας κομματιάζανε. Ξεφύγαμε σε ένα υπόγειο, που όπως έμαθα αργότερα ήταν το σπίτι της. Ένα κρεβάτι με χαλασμένο στρώμα, ένα τραπέζι μια καρέκλα. Τίποτα άλλο. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά εκείνο το βράδυ, γιατί έκανε παγωνιά μέσα στο δωμάτιο. Αν και η ζέστη του σώματός της ξεπάγωνε κομμάτια μου που νόμιζα νεκρά από καιρό. Συνεχίσαμε έτσι για κάμποσο καιρό. Φίλοι, σύντροφοι περισσότερο ενάντια στους άλλους γύρω μας. Τότε ήταν που γνώρισα τις «φίλες» της, και τους πρώην της. Όλοι οι πρώην της τα είχαν φτιάξει με κάποια από τις «φίλες» της. Της το είπα ότι πρέπει να ξεκόψει και μου είπε ότι δεν μπορεί να ζει μόνη της. Όσο και να την ζημιώνουν, τουλάχιστον την αποδέχονται. Μου είπε πόσο φριχτό είναι το να σε αγνοούν, να είσαι εκεί και να μην δίνει κανείς διάρα τσακιστή για σένα. Να έχεις οικογένεια και να σε θεωρούν όλοι νεκρό βάρος, μια άχρηστη ύπαρξη. Μου είπε την ιστορία της και ορκίστηκα να μην τη πω ποτέ και σε κανένα. Και θα κρατήσω τον λόγο μου. Οι φίλες της άρχισαν να προσπαθούν να με χωρίσουν από αυτήν. Αν και δεν ήμασταν ζευγάρι μπροστά τους προσποιούμασταν ότι ήμασταν. Μέναμε στο υπόγειό της, και βάζαμε μαζί τα λεφτά για τα έξοδα. Ζήσαμε έτσι κάμποσο καιρό. Μαζί πολεμήσαμε και την εξάρτησή μας. Κόψαμε τα ναρκωτικά, όσο δύσκολο και να ήταν. Μαζί τα καταφέραμε, παίρναμε δύναμη ο ένας από το μαρτύριο του άλλου, έπρεπε να είμαστε ο ένας δυνατός για τον άλλο. Στο τέλος νικήσαμε, αν και πάντα υπήρχε το πρόβλημα του πειρασμού και της ολίσθησης. Συχνά πυκνά, γύρναγα πίσω στα μέρη που είχα μεγαλώσει, για να δω τις αλλαγές. Μια από εκείνες τις φορές είδα την μάνα μου. Νόμιζα ότι θα με αγνοούσε, καθώς ήταν μαζί με τις φίλες της. Και ποτέ δεν θα ήθελε να μάθουν οι φίλες της ότι ο γιόκας της είναι πρεζόνι. Με άφησε έκπληκτο. Με αγκάλιασε με φίλησε έκανε φασαρία… Ρε πως αλλάζει ο άνθρωπος μερικές φορές… Μου είπε να πάω σπίτι να κάνω μπάνιο να με δει και ο πατέρας… έλεγε, έλεγε, με είχε πιάσει από το χέρι λες και φοβότανε μη φύγω ξαφνικά. Της είπα για τη Μάρα. Στραβομουτσούνιασε λίγο και για να την πειράξω περισσότερο της είπα ότι την έχω παντρευτεί. Και εκεί ήταν που με άφησε τελείως έκπληκτο. Ζήτησε να μείνω πάλι σπίτι και να την φέρω μαζί μου. Είπα θα το σκεφτώ. Πήγα και την βρήκα και της είπα όλα όσα έγιναν. Μου χαμογέλασε απλά και μου είπε να φύγω. Να πάω στην οικογένειά μου, εφόσον με αγαπούσαν τόσο ώστε να δεχτούν και μια ξένη για να έχουν τον γιο τους. Παρακάλεσα, ικέτεψα, απείλησα για να έρθει μαζί μου. Είπε όχι. Στο τέλος με φίλησε στο στόμα για πρώτη φορά, και με πέταξε από το διαμέρισμά της, όσο εγώ είχα μείνει έκπληκτος. Έμεινα ώρες έξω από την πόρτα της, μέχρι που ήρθαν οι μπάτσοι και με βουτήξανε. Δύο μέρες μετά πήγα στο σπίτι μου και έμεινα ξανά με τους γονείς μου, ξεκινώντας την ζωή μου για τρίτη φορά. Το μόνο που μου έμεινε από αυτήν, ένα κομμάτι, ένα τραγούδι που πάντα ακούω και δακρύζω. Και μάλιστα ένα μέρος του τραγουδιού. Βαρέθηκα τις νύχτες τις λευκές, σαν άνθρωπος και εγώ, θέλω να ζήσω. Πέρασε ο καιρός, μεγάλωσα και άλλο, έγινα ένας ευυπόληπτος πολίτης, παντρεύτηκα πραγματικά έκανα οικογένεια. Την Μάρα δεν την ξέχασα ποτέ, ούτε και αυτή με ξέχασε. Ήρθε στον γάμο μου ακάλεστη, αν και προσπάθησαν να την διώξουν. Είχε γίνει αγνώριστη, μια σκιά του παλιού της εαυτού. Είχε πέσει πάλι στα ναρκωτικά, και είχε έπασχε από Εϊτζ. Ήταν στα τελευταία της, και ήρθε να με δει. Μου χαμογέλασε όπως τότε και έφυγε, χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα. Πέθανε τρεις μέρες αργότερα, μόνη και εγκαταλελειμμένη μέσα στο υπόγειό της. Πώς να τραγουδήσω την δύση της; Πώς να θρηνήσω τη βροχή της; Πώς να επαναφέρω στην ζωή αυτή που κάποτε μου έδινε ελπίδα; Μια αγάπη δεν χρειάζεται να εκφραστεί με το σώμα, όταν οι ψυχές μιλάνε. Ελπίζω αυτό να το καταλάβεις κάποτε, Μάρα, κόρη μου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 11, 2006 Author Share Posted May 11, 2006 Καθόλου παρατηρήσεις; Ούε ένα, είσαι αίσχος; Τι έγινε ρε παίδες; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted May 11, 2006 Share Posted May 11, 2006 Ωραια λοιπον... Εισαι αισχος. Βασικα,οκ ηταν αλλα οχι και τιποτα το ιδιαιτερο.Ωραια,μας διηγειται την ιστορια του με τη Μαρα.Αλλα περα απο τα ναρκωτικα κτλ...τιποτα.Επισης,γιατι τον φτυνει στο τελος;Δεν το εξηγεις.Επισης χρησιμοποιεις συνηθως μικρες κοφτες προτασεις αλλα οι παραγραφοι ειναι μαλλον μεγαλοι.Ισως θα ηταν καλυτερα να τις χωριζες πιο πολυ. Η φραση διαρα τσακιστη δεν πολυχρησιμοποιειται...ποσο μαλλον απο ενα κατεστραμμενο πρεζονι.Ισως δεκαρα θα ηταν καλυτερα. (4 μερες μετα και αρχισες την γκρινια;Τι να πουν και καποιοι αλλοι....) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted May 11, 2006 Share Posted May 11, 2006 Είναι λιγάκι σαν απόπειρα παιδιού να γράψει κάτι για τα ναρκωτικά, που είναι κακά και σκοτώνουν τα καλά παιδιά. Κατάλαβες; Λίγο αφελές, λίγο ανενημέρωτο, λίγο προχειρογραμμένο, όλα μαζί. Δεν με κάνει να το πάρω στα σοβαρά. Είναι λες και το έγραψε κάποιος που του είπαν "γράψε κάτι για τα ναρκωτικά", για μια έκθεση στο σχολείο, ξέρω 'γω, με ελεύθερη μορφή. Δεν κρατάει το ενδιαφέρον. Γιατί να μας νοιάζει ο χαρακτήρας αυτός; Δεν μας λες κάτι που να μας κάνει να τον αγαπήσουμε, ή έστω, να τον γνωρίσουμε. Μας τον φέρνεις εδώ, και μας λες λίγη από την ιστορία του, χωρίς να μας βάλεις μέσα σ' αυτήν, χωρίς να μας κάνεις να νοιώσουμε κάτι. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted May 11, 2006 Share Posted May 11, 2006 (edited) Τον καταλαβαίνω επειδή δεν έχει λάβει παρά ελάχιστες κριτικές συνολικά. Να πω εδώ πως θα περιμένω να γράψω τη δική μου λίγο καιρό ακόμα. Το σχόλιο για τη «διάρα τσακιστή,» ειδικά ως προς το πρεζόνι, όμως, με βρίσκει κάθετα διάφωνο. Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεστε, αλλά πολύ συχνά κάνετε λες και όλοι μιλάνε είτε στη δημοτική είτε στην καθαρεύουσα... EDIT: Να πω πως θα συμφωνήσω σε κάποιο βαθμό με τη Νιέννα, επίσης. Είναι, μάλλον, επίπεδο. Και είναι κρίμα να βγαίνει από κάποιον που θα μπορούσε να βγάλει περισσότερα και ξέρει επαΐοντες αυτού του θέματος. Edited May 11, 2006 by RaspK FOG Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 11, 2006 Author Share Posted May 11, 2006 Οκ, κατάλαβα. Περισότερο ανάπτυξη οι χαρακτήρες, περισότερο προσοχή στην γλώσσα, και φτιάξε τον ρυθμό σου. Κατάλαβα. Μάλλον πάει για μια γεή αναδιάρθρωση η ιστορία. Και όσο για την γκρίνια... Τι να πώ, πρέπει να έχω γνώμες για να καταφέρω να βελτιωθώ. Αλλιός θα ήμουν διάνεια, και δεν θα σας είχα ανάγκη. Έτσι δεν είναι Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.