King_Volsung Posted May 13, 2006 Share Posted May 13, 2006 Είδος: χμμ.. δε ξέρω.. περίεργο είναι, και λίγο ό,τι να'ναι.. Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1420κάτι Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: 1) Αρχικά για τίτλο είχα διαλέξει το Υπέροχο Τϊποτα αλλά μετά από λίγο θυμήθηκα πως είναι τραγούδι από τις Τρύπες, οπότε έβαλα Το Κενό, αν και δε μου πολυαρέσει. 2) Είναι πιο παλιό από τα άλλα δύο που ανέβασα 3) δείτε στο τέλος, δε θέλω να σας επηρεάσω από την αρχή. Το Κενό (Υπέροχο Τίποτα) Έκανε κρύο εκείνη την ανοιξιάτικη μέρα του Μάρτη και νωρίς το πρωί είχε βρέξει· ο χειμώνας δεν είχε προλάβει ακόμη να πάρει τα γαμψά του νύχια από την πόλη και να αφήσει τον ήλιο να την ζεστάνει. Εγώ είχα σκάσει μέσα στο σπίτι μου· η ανία με σκότωνε και η σκέψη πως έξω δεν είχε καλό καιρό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Δοκίμασα να ασχοληθώ με οτιδήποτε μπορούσα, αλλά μάταια. Έπρεπε οπωσδήποτε να έβγαινα έξω, έστω και με τέτοιο καιρό. Έτσι και έκανα· προτίμησα τα μουντά σύννεφα και την υγρασία από μερικές ώρες θεόσταλτης, άπειρης βαρεμάρας. Περιφερόμουν άσκοπα στο κέντρο της πόλης, ελπίζοντας πως το παρατηρητικό μου μάτι θα συλλάμβανε κάποια παράξενη σκηνή. Μέσα στις πόλεις μπορείς να συναντήσεις ό,τι μπορείς να φανταστείς. Υπάρχει τόση ποικιλία σε όλα, τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα να δεις, που αν καθίσεις και τα προσέξεις θα τρελαθείς. Και μόνο αν σκεφτείς πόσους ανθρώπους βλέπεις στο δρόμο και τι ιστορίες κουβαλάει ο καθένας από πίσω του, σε πιάνει ένα αίσθημα δέους και νομίζεις πως είσαι ένα τίποτα σε ένα αχανές σύμπλεγμα γεγονότων και ανθρώπων. Και η αλήθεια είναι πως αυτό συμβαίνει, απλά οι άνθρωποι γενικότερα δεν είναι ιδιαίτερα παρατηρητικοί και έτσι έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Περπατούσα λοιπόν σε λεωφόρους, που άλλοτε –όταν ο καιρός το επιτρέπει- είναι κατάμεστες με κόσμο, σε έρημα, στενά, βρώμικα σοκάκια και κάθε λογής δρόμο, ακολουθώντας μόνο την περιέργειά μου και τις ορέξεις μου. Κάθε φορά που βρισκόμουν σε μια τέτοια λεωφόρο, εκνευριζόμουν από το θόρυβο, τον κόσμο και τη γενικότερη βαβούρα της πόλης και κάθε φορά που βρισκόμουν σε ένα τέτοιο σοκάκι, απολάμβανα την ησυχία αλλά ταυτόχρονα αποζητούσα τη φασαρία, τον κόσμο, τις παράξενες σκηνές. Έτσι φρόντιζα να αλλάζω γρήγορα περιοχές, ακολουθώντας μια τρελή πορεία, χωρίς καμία απολύτως λογική, πολλές φορές κάνοντας και κύκλους γύρω από ένα ή δύο τετράγωνα. Οι ήχοι, οι μυρουδιές και οι σκηνές εναλλάσσονταν σβέλτα το ένα μετά το άλλο, ώσπου τα αυτιά μου, η μύτη μου και τα μάτια μου χόρτασαν με τα … αυτά ερεθίσματα. Η βαρεμάρα χτυπούσε και πάλι την πόρτα του κεφαλιού μου. Αποφάσισα τότε να δω κάτι διαφορετικό· να πάω σε μια περιοχή της πόλης που δεν είχα επισκεφτεί ποτέ μου. Έτσι, τα βήματά μου με έφεραν μετά από αρκετή ώρα στην πιο μακρινή περιοχή, η οποία είχε ένα παράξενο όνομα που δεν το συγκρατώ αυτή τη στιγμή, και σκαρφάλωνε πάνω σε έναν λόφο. Κοιτούσα την ανηφόρα και αναρωτιόμουν με τι μπορεί να μοιάζει το μέρος εδώ. Όπως διαπίστωσα αργότερα, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο: παλιά σπίτια, μικροί, ακανόνιστοι δρόμοι, πολλές ανηφόρες και κατηφόρες και πολύ-πολύ ησυχία. Τόση, που αν μπορούσες να την πιάσεις, να την βάλεις σε τσουβάλια και να την πουλήσεις, θα γινόσουν πλούσιος. Είχε όμως, ομολογουμένως, ιδιαίτερους κατοίκους. Όλοι τους είχαν μια παράξενη αίσθηση, σαν μια αύρα νωθρότητας να πλανιόταν από πάνω τους. Οι καταστηματάρχες κάθονταν σε καρέκλες έξω από τα μαγαζιά τους και ρέμβαζαν· τα παιδιά τριγυρνούσαν στους δρόμους ήρεμα, περισσότερο σαν να επιστρέφουν από το παιχνίδι στα σπίτια τους παρά να παίζουν· τα σκυλιά κοιμούνταν όλα του καλού καιρού, χωρίς να δείχνουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τους περαστικούς, τις γάτες ή τα αυτοκίνητα. Ακόμη και τα τελευταία φαίνονταν επηρεασμένα από την χαλαρωτική ατμόσφαιρα, γιατί καθώς έτρεχαν στους δρόμους, έκαναν τόση λίγη φασαρία, σαν να ήταν ο αέρας βαρύς και ασήκωτος, σαν πέπλο σιωπής, και περνούσαν τόσο αραιά που η παρουσία τους ελάχιστα γινόταν αισθητή. Η σιωπή εξουσίαζε τα πάντα σε αυτό το μέρος. Καθώς ξεκινούσα να ανηφορίσω το λοφάκι πάνω στο οποίο ήταν χτισμένη η περιοχή, ένας μαγαζάτορας βγήκε από το μαγαζί του και μου φώναξε: «Που πας προς τα κει παλικάρι;» «Θέλω να δω το μέρος,» του απάντησα. «Δεν έχει τίποτα να δεις. Άδικα θα κουραστείς.» Δεν του έδωσα πολύ σημασία και συνέχισα, αλλά κάθε τόσο έφερνα στο νου μου τα λόγια του. Για ποιο λόγο άραγε να είπε κάτι τέτοιο; Ανεβαίνοντας, συνάντησα στο δρόμο μου ένα παιδάκι που έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Βλέποντάς με, σταμάτησε και, κρατώντας τη μπάλα του στο χέρι, μου είπε: «Κύριε μην πάτε προς τα κει, δεν έχει τίποτα,» και έπειτα συνέχισε να τρέχει. Βρήκα άλλους δύο περαστικούς και μου είπαν και αυτοί πως μετά την κορυφή του λόφου, από την πίσω μεριά του, δεν μένει κανένας· η κατοικημένη περιοχή σταματάει στην κορφή του λόφου και πιο πέρα δεν έχει τίποτα. Όσο προχωρούσα, τόσο ο κόσμος αραίωνε –που ήταν ούτως ή άλλως λιγοστός- μέχρι που, κοντά στο τέρμα της ανηφόρας δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Να και ένα ενδιαφέρον μέρος, σκέφτηκα. Και αλήθεια είναι πως όσο προχωρούσα και όσο αραίωνε ο κόσμος, τόσο κεντριζόταν η περιέργειά μου και φούντωνε μέσα μου η επιθυμία να πάω και πέρα από το λόφο, να δω αυτό το «τίποτα». Ξεκίνησε σαν μια μικρή, απλή σκέψη ‘Αν δεν υπάρχει τίποτα απολύτως να δω, όπως όλοι μου λένε, τότε θα πρέπει να υπάρχει το Κενό…’ που οδήγησε σε μια φευγαλέα εικόνα-δημιούργημα της φαντασίας μου ή οποία όλο και δυνάμωνε και τώρα άρχισε να παίρνει και «υπόσταση» μέσα στο κεφάλι μου: ένας λόφος που από τη μια του πλευρά είναι φωτισμένος και ζωντανός και από την άλλη επικρατεί απόλυτο σκοτάδι, κενό… Τίποτα… Τελικά έφτασα στην κορυφή. Παρά το κρύο, είχα ιδρώσει μέχρι να ανέβω. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν είδα έναν παππού να κάθεται σε μια καρέκλα, στη μέση του δρόμου, αρκετά μέτρα μακριά από κάθε σπίτι. Αλλά περισσότερο πρέπει να εξεπλάγη αυτός, γιατί μόλις με είδε άρχισε να φωνάζει και να κουνάει τη μαγκούρα του προς το μέρος μου, σχεδόν απειλητικά. «Φύγε! Φύγε! Δεν υπάρχει τίποτα εδώ, δεν έχει τίποτα να κάνεις. Γύρνα πίσω απ’ όπου ήρθες. Φύγε παιδί μου!» Τον αγνόησα και χωρίς δισταγμό συνέχισα. Μέσα στο πειραγμένο μου μυαλό φανταζόμουν το Τίποτα σαν μια τεράστια, μαύρη οντότητα που κάλυπτε τα πάντα· το απόλυτο κενό που κατάπινε ολόκληρους κόσμους. Μια παράξενη, ανεξέλεγκτη δίψα και ανησυχία φούντωσε μέσα μου και ένιωθα σαν να έβγαινα το πρώτο μου ραντεβού. Σχεδόν ήθελα να βρω αυτή τη απέραντη μαύρη οντότητα μπροστά μου και να της ζητήσω να με κλείσει μέσα της για πάντα, παίρνοντάς με μακριά από αυτόν τον κόσμο. Μου φάνηκε καλή ιδέα αυτή και λαχταρούσα τη στιγμή που θα φώναζα με δραματικό τρόπο «Ω, Μέγα Κενό, πάρε με μακριά από τούτο το μάταιο κόσμο. Κλείσε με για πάντα μέσα σου και άσε με να λησμονηθώ από όλους σαν να μην υπήρξα ποτέ!» Λίγα μέτρα ακόμα και βρέθηκα ανάμεσα σε δύο σπίτια. Μία αυλόπορτα οδηγούσε σε ένα στενό δρομάκι μεταξύ τους, το οποίο οδηγούσε στο… «Τίποτα! Δεν έχει τίποτα εδώ! Φύγε!» έκραξε μια γρια από το παράθυρό της, τινάζοντας τα χέρια της για να με διώξει, σαν να ήμουν κάποιο ενοχλητικό πουλί. «Αν είναι το τίποτα εκεί πίσω, θα πάω να το βρω!» της φώναξα χαμογελαστός και μέσα μου έβραζα από ευχάριστη αγωνία για το τι θα συναντήσω. Άνοιξα την αυλόπορτα, διέσχισα το μικρό, σκοτεινό πέρασμα –η φαντασία μου οργίαζε εκείνη τη στιγμή- και βγήκα από την άλλη πλευρά του λόφου. Μπροστά μου έβλεπα, κάτω από τον μουντό ουρανό, λιβάδια, χωράφια, άλλους λόφους, βουνά, δάση και ποτάμια. Όλα απλώνονταν στα πόδια μου. Όλα εκτός από ένα. Κοίταξα παντού γύρω μου, έψαξα με τα μάτια μου όλη τη περιοχή από πάνω μέχρι κάτω αλλά κανένα σημάδι. Αλίμονο! Το Τίποτα, το Κενό, δεν ήταν εκεί! Όλοι έλεγαν πως «δεν υπάρχει τίποτα», αλλά αντιθέτως, εγώ έβλεπα ένα όμορφο φυσικό τοπίο. Ανάθεμά τους όλους με τα ψέματά τους! Μα όχι… Ανάθεμα και σε μένα τον χαζό. Πόσο ράγισε η καρδιά μου τότε… όχι τόσο γιατί δεν βρήκα αυτό που περίμενα, αλλά γιατί άφησα τον εαυτό μου να πέσει σε μια τέτοια ηλίθια παγίδα, σε ένα παιχνίδι της φαντασίας μου. Αλήθεια, πως μπόρεσα να φανταστώ και να πιστέψω ποτέ κάτι τέτοιο; Πόσο ανόητος ήμουν… Παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, ο γέρος στην καρέκλα μου μίλησε. «Δεν βρήκες αυτό που έψαχνες ε; Εμ, στα ‘λεγα… δεν υπάρχει τίποτα εκεί.» Με εκνεύρισε πολύ το άκουσμα αυτής φράσης και θα είχα επιτεθεί στον γέρο, να τον χτυπήσω με όλη μου τη δύναμη, αν δεν συγκρατιόμουν υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου πως το φταίξιμο γι’ αυτήν την απογοήτευση είναι δικό μου και κανενός άλλου. Συνέχισα τον δρόμο μου και έπειτα από λίγο ο ήλιος έδυσε και νύχτωσε. Τα φώτα στην πόλη άναψαν, ο κόσμος πλήθυνε γεμίζοντας δρόμους και πεζοδρόμια, τα νυχτερινά άρχισαν τις δουλειές και η βραδινή ψύχρα παρέα με το σκοτάδι καλύψανε την πόλη. Και ξανά στα αυτιά μου οι ίδιοι ήχοι, ξανά στα μάτια μου οι ίδιες σκηνές και στη μύτη μου οι ίδιες μυρωδιές. Κουρασμένος και απογοητευμένος, γύρισα στο σπίτι μου, ρίχνοντας κατάρες στη μεγάλη μου φαντασία και στη μικρή και βαρετή πόλη. --- That's it. Μου φαίνεται πως γενικότερα σηκώνει ακόμη αρκετή βελτίωση αλλά πάνω απ'όλα το τέλος νομίζω χρειάζεται περισσότερη ανάπτυξη... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted May 16, 2006 Share Posted May 16, 2006 Πολύ καλό. Για μένα δε χρειάζεται καμιά βελτίωση, είναι μια χαρά, αλλά εδώ που τα λέμε για μένα όλα είναι μια χαρά. Έχεις ωριμάσει στο γράψιμο (όχι σαν κάτι άλλους) και έχεις και πολύ έμπνευση τελευταία. Quoting Anergos Xaros (αν και το είπε για το θίασο): ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ VOLSUNG ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
iliosporos Posted May 17, 2006 Share Posted May 17, 2006 Ακόμη μία φορά καλά λόγια. Πολύ απορροφητικό στην ανάγνωση και ιστορία που κυλάει γρήγορα και ανυπομονείς να δεις τι συμβαίνει στην κορυφή του λόφου. Αφού και εγώ απο το Γαλάτσι σκέφτομαι να ανέβω ως τα τουρκοβούνια, εκεί που αραιώνουν σιγά σιγά οι πολυκατοικίες, να περάσω απο τα νταμάρια που ξέρω ότι σίγουρα υπάρχουν εκεί και να δω τι θα αντικρύσω απο πίσω. Η έκφραση που μου έμεινε: " Είχε τόση πολύ ησυχία που αν μπορούσες να την πιάσεις, να την βάλεις σε τσουβάλια και να την πουλήσεις, θα γινόσουν πλούσιος." Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted May 17, 2006 Share Posted May 17, 2006 Χο!Πολυ καλο!!! Δεν εχω καμια παρατηρηση.Αλλα μου θυμιζει κατι παιδικες μου σκεψεις αρα μου φανηκε πολυ οικειο. "Το τιποτα περα απο τον οριζοντα/πισω απο το λοφο" θα μου ταιριαζε καλυτερα για τιτλος,if you ask me... Ή..."Μικρες προσδοκίες"!!Χα,χα...(η μηπως "Ψαχνοντας το τιποτα"?) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted May 18, 2006 Share Posted May 18, 2006 (edited) Mου άρεσε πολύ το storyline, τα γεγονότα, και η αντιμετώπισή σου όσον αφορά το κενό. Μου άρεσε που το κενό δεν ήταν glorified, που ήταν glorified μόνο μέσα στο μυαλό του [Ω, Μέγα Κενό...], μου άρεσε που, στην πραγματικότητα [της ιστορίας], ήταν απλώς κενό από αυτό που έψαχνε, άδειο από νόημα, για εκείνον. Πραγματικά συμφωνώ με αυτή την αντιμετώπιση, έχω σιχαθεί, εξ άλλου, ν' ακούω ελεγείες για το Μέγα Κενό από χίλιους δυο συγγραφείς, διανοούμενους, κτλ. Χαίρομαι που το κενό σου είναι απλώς... αδιάφορο, κενό, άδειο, που δεν είναι μαύρη τρύπα που προκαλεί δέος. Όντως, η πίστη σ' ένα τέτοιο Μέγα Κενό είναι, εχμ, pathetic. Το συμπάθησα λοιπόν αυτό το μανιφέστο κατά του "Μεγάλου Παντοδύναμου Κενού - Ω! Κενό!". :tongue: Έχει βέβαια κάποια τεχνικά προβληματάκια, και κάποες εκφράσεις που με ξενίζουν, όπως το "Η βαρεμάρα χτυπούσε και πάλι την πόρτα του κεφαλιού μου.", και το "[...] μερικές ώρες θεόσταλτης, άπειρης βαρεμάρας.". Γιατί είναι θεόσταλτη η βαρεμάρα; Επειδή όλα είναι θεόσταλτα; Γιατί, αν δεν είναι όλα, τι το ιδιαίτερο έχει η βαρεμάρα και την χαρακτηρίζεις ως "θεόσταλτη"; Για την πρώτη έκφραση θα σου πρότεινα να χρησιμοποιήσεις τη λέξη 'ανία', έχεις χρησιμοποιήσει πολλές φορές τη λέξη 'βαρεμάρα', που είναι και κάπως κακόηχη. Να, τέτοια 'μικρολαθάκια' εννοώ όταν μιλάω για "τεχνικά προβλήματα". Νομίζω πως μπορείς να τα εντοπίσεις, και να κάνεις πιο 'λείο' το κείμενο με μερικές αναγνώσεις. Είναι πάντως εμπνευσμένο. Θυμίζει όνειρα [ξέρεις, από αυτά που δεν είναι εφιάλτες, αλλά τα νοιώθουμε 'σημαντικά'], και παιδικές σκέψεις, απ' αυτές που δεν έχουν φραγμούς. Κάτι σαν την κλασσική σκέψη με την τηλεόραση, που δείχνει μια τηλεόραση, που δείχνει μια τηλεόραση, που δείχνει μια τηλεόραση... [Δεν μπορεί, θα την είχες αυτή τη σκέψη, όλοι την έχουν όταν είμαι μικροί!] Για μένα αυτού του είδους οι σκέψεις δείχνουν πως υπάρχει φαντασία και βάθος σ' έναν άνθρωπο, πως η φλόγα της όποιας αναζήτησης δεν έχει σβήσει. Edited May 18, 2006 by Nienna Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tec-goblin Posted May 18, 2006 Share Posted May 18, 2006 Εγώ θα έλεγα λιγότερη ανάπτυξη αντί για περισσότερη. Φαίνεται το πού το πάει λίγες παραγράφους πριν το τέλος, η τελευταία παράγραφος μας κάνει λίγο μασημένο αυτό που έπρεπε να είχαμε καταλάβει. Ενδιαφέρον πάντως, με αυτή την κλιμάκωση ως κάποιο σημείο. Πάντως σε ένα μέρος νωθρότητας κανείς δεν θα φώναζε έτσι "μην πας εκεί δεν έχει τίποτα". Θα σήκωνε τους ώμους και θα σε άφηνε να περάσεις Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Throgos Posted May 20, 2006 Share Posted May 20, 2006 Αφού και εγώ απο το Γαλάτσι σκέφτομαι να ανέβω ως τα τουρκοβούνια, εκεί που αραιώνουν σιγά σιγά οι πολυκατοικίες, να περάσω απο τα νταμάρια που ξέρω ότι σίγουρα υπάρχουν εκεί και να δω τι θα αντικρύσω απο πίσω. Το Ψυχικό αγαπητέ μου φίλε, ένα αποκρουστικό θέαμα σε πληροφορώ Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 8, 2006 Share Posted June 8, 2006 Αυτή είναι η τελευταία από τις τρεις πρόσφατες ιστορίες σου που διάβασα. Γράφεις όμορφα κι έχεις πράγματα να πεις. Το καθένα από μόνο του είναι αρκετά καλό, όμως και τα δύο μαζί τα θεωρώ «κάτι» και εύχομαι να το συνεχίσεις και να το προχωρήσεις. Συμφωνώ μαζί σου ως προς το ότι θέλει φτιάξιμο ακόμα, αν και ο λόγος δεν βλέπω να έχει προβλήματα χοντρά. Έχει δυο τρία λαθάκια (κάτι στους χρόνους που είπαν και τα παιδιά πάνω, κάτι στη στίξη σε δυο τρία σημεία και κάνα δυο λεξούλες άσχημες) όμως δεν είναι τίποτα σοβαρό, απλά θέλει κάνα δυο χτενίσματα ακόμα. Για την πλοκή σου έχω μια ένσταση: την πρώτη φορά που του λένε πως δεν έχει τίποτα από κει που πάει εκείνος παραξενεύεται και το σκέφτεται. Γιατί? Εννοώ, όλο το κείμενο έχει στηριχτεί επάνω σε μια συνηθισμένη φράση, γιατί από την πρώτη κιόλας φορά που την ακούει αρχίζει να τη σκέφτεται? Καταλαβαίνω ότι αυτό συμβαίνει επειδή στο τέλος θα μας πει για την καταραμένη τη φαντασία του απλά είναι κάπως απότομο κι έχει καιρό να το κάνει σταδιακά. Επίσης, στο τέλος το πόρισμα (ας το πούμε) δεν το πολυπιάνω. Για την ακρίβεια: ανέβηκε στο λόφο, κουράστηκε για να το κάνει, βρήκε ένα υπέροχο θέαμα αντί για το «τίποτα» κι επειδή έψαχνε το «τίποτα», βρήκε το «τίποτα», δηλαδή έχασε την ομορφιά που υπήρχε εκεί. Αυτό το καταλαβαίνω από τα συμφραζόμενα, αλλά δεν είμαι σίγουρη για το αν αυτό είναι το νόημα που ήθελες να βγαίνει. Μοιάζει λίγο σαν να λες απλά πως κυνήγησε μια χίμαιρα την οποία και δεν βρήκε (προφανώς), αναθεματίζει και τους άλλους μαζί με τη φαντασία του για αυτό και «τίποτα». Κατά τα άλλα, οι περιγραφές σου, κι εδώ όπως και στα άλλα, είναι καλές, με τις λέξεις και τους χρόνους που χρειάζονται για να ευχαριστιόμαστε την ανάγνωση και το κείμενο δεν κουράζει ούτε και τη δεύτερη φορά που το διαβάζει κανείς. Υποθέτω πως με λίγο ξεκαθάρισμα του τι λες μέσα από αυτό θα είναι μια καλή ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.