Jump to content

Deus ex machina


Saulot

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα:Little Goblin

Είδος: Απροσδιόριστο

Βία; Όχι ακομα

Σεξ; Όχι ακομα

Αριθμός Λέξεων: 931

Αυτοτελής; Οχι, 1ο μερος

Σχόλια: Βγαλτε τα φτυάρια.

 

Deus ex machina

 

Κάπου στα νότια της Αθήνας, ένα κινητό χτυπάει ύπουλα, επίμονα και αλλάζοντας ήχο κάθε λίγο, έτσι για ποικιλία...

Με το ήχο μίας βρισιάς, ένα χέρι απλώνεται προς το μέρος του, αστοχεί το στρατηγικά τοποθετημένο κινητό κατά 2 εκατοστά και ξεκινά μαθήματα πτήσης άνευ διδασκάλου.

 

Αποστολή εξετελέσθη, ο Σωκράτης ξύπνησε.

 

“Πρέπει να βρω άλλο τρόπο να ξυπνάω, παραείναι βάρβαρο” είπε και βάδισε προς το μπάνιο.

 

Μετά ξεκίνησε η ρουτίνα, και το μόνο που έκανε τον Σωκράτη να χαμογελάσει η επιγραφή στο κουτί του καφέ: “Drank the Conium” και το περίεργο μακρόσυρτο σκούξιμο του Άρχοντα του κόσμου.

 

Δουλειά, ένα από τα πράγματα στην ζωή που είναι κατάρα και ευλογία μαζί, αλλά δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι ίσχυε γιαυτον.

Στο αυτοκίνητο πάντα παίρνει μαζί του το κουτί με τον καφέ, το περιεχόμενο έχει αλλάξει άπειρες φορές μέχρι να βολευτεί εκεί μέσα ένα παράξενο χαρμάνι από το καφεκοπτείο της γειτονιάς, αλλά δεν το κάνει γιατί του αρέσει ιδιαίτερα αυτός ο καφές.

Η επιγραφή είναι ο λόγος. Είναι ο μόνος κρίκος που έχει απομείνει από την ένδοξη εκείνη παρέα του λυκείου

.

Ήταν επτά άτομα, μαγικός αριθμός, έφτιαξαν και ένα γκρουπάκι, τους Φανερούς Εφτά επηρεασμένοι από μια παλιά σειρά παιδικών βιβλίων μυστηρίου.

 

Ο Μηνάς και η Βαρβάρα, το αιώνιο δίδυμο, γνωριστήκανε στο νήπιο, στην κλασσική φάση: «Παιδάκι θέλεις να παίξουμε» και από τότε έγιναν αχώριστοι, και εν τέλει ζευγάρι.

Πολλοί τους έβλεπαν μαζί και απορούσαν, Ο Μηνάς, κοντός ξερακιανός, το πανκιό της παρέας, πάντα αεικίνητος και πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν ο ντράμμερ .

Η Βαρβάρα από την άλλη, ψηλή όμορφη, σχεδόν αιθέρια σ’ ένα πιο εθνικ και έντεχνο στυλάκι, πάντα ράθυμη και η πιο φευγάτη, αυτή έκανε δώρο στον Σωκράτη τον Άρχοντα του κόσμου και τραγουδούσε.

 

Μετά ήταν ο Μάρκος και η Άννα, που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από το τραγούδι του Χάρη και του Πάνου.

Ο Μάρκος μιλούσε με το σώμα του, στον πίνακα χόρευε και κάποτε στην βοτανολογία, αντί για εργασία πάνω στον μανδραγόρα, σηκώθηκε και τραγούδησε το ομώνυμο του Παπάζογλου και φυσικά ήταν τραγουδιστής δίπλα στην Βαρβάρα.

Η Άννα ήταν μια διάφανη κοπέλα, ποτέ κανείς δεν την έβλεπε, πολλοί την προσπερνούσαν, σχεδόν όλοι εκτός από τους άλλους πέντε και φυσικά τον Μάρκο. Αυτός είδε το πνεύμα της και την ψυχή της και κατάφερε να κόψει τον γόρδιο δεσμό μέσα της και να κάνει την ποίηση να ξεχειλίσει, οπότε και έγινε η στιχουργός.

 

Μετά ερχόμαστε στον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον φλου! Κιθαρίστας, βαριεστημένος, μόνιμα ερωτευμένος με την Άρτεμη και τυπικός ροκάς. Η καρδιά της παρέας, τα μόνα πράγματα που μπορούσαν να τον κουνήσουν, ήταν το γκρουπ, να τρέξει αν κάποιος από τους άλλους έξι είχε πρόβλημα και η πανσέληνος.

Ήταν αυτός που πρότεινε την επιγραφή στο κουτί του καφέ, σαν μνεία στους Socrates και για να πειράξει τον Σωκράτη σαν καλό πειραχτήρι.

 

Ο Σωκράτης. Ο άλλος κιθαρίστας και μόνος που έσκαγε με φραπεδιά κάθε πρωί από τότε που τον γνωρίσανε. Λάτρης της μουσικής και της λογοτεχνίας, το παιδί θαύμα της μαμάς του και φοβερά ατσούμπαλος με ότι είχε να κάνει με τεχνολογία για μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του. Πάντα λίγο πιο ευαίσθητος από όσο έπρεπε, και πάντα ο πιο ονειροπόλος.

 

Και τέλος η Άρτεμη. Παιδί χωρισμένων γονιών και απόκληρη από τον κόσμο κατ' επιλογήν. Πάντα σε μια γωνία με το ύφος «Κοιτάξτε με διαφέρω από εσάς γομάρια». Μόνιμα ερωτευμένη με τον Μπάμπη, κάτι που δεν παραδέχτηκε ποτέ ούτε στον εαυτό της. Το μόνο που φαινόταν να την ενδιαφέρει ήταν η αντίδραση, το μπάσο και οι Εφτά.

 

Πάντα ο Σωκράτης τους θυμόταν πηγαίνοντας στη δουλειά, και πάντα με το κουτί του καφέ. Ποτέ δεν συχώρησε τον εαυτό του που σκόρπισε η παρέα, αλλά πάντα έβρισκε μια δικαιολογία για τους άλλους.

 

Από μια ειρωνεία της τύχης ο Σωκράτης έγινε καθηγητής φιλολογίας και διορίστηκε στο παλιό του λύκειο. Προσπάθησε να βρει τους άλλους αλλά μάταια, χαθήκαν όλοι.

 

Σήμερα πρώτη ώρα Αρχαία στο Β2.

Ωχ, το χειρότερο του. Πάντα μισούσε τις Δευτέρες, σαν τον Garfield, αλλά είχε λόγο.

Πέρα από τον Φάνη, τον γόη του σχολείου (και το μεγαλύτερο καλόπαιδο αλλά αυτό μάλλον του προσθετέ στο image) έπρεπε να αποφεύγει και τις ματιές της Αλεξάνδρας που αδιαφορούσε για διαφορές ηλικίας.

 

Η ώρα τελείωσε με τα γνωστά τσαλιμάκια μεταξύ καθηγητή και μαθητών (Ο Φάνης σε μια κρίση παλιμπαιδισμού τράβηξε τα κοτσίδια της Αλεξάνδρας που κοίταζε με νόημα το Σωκράτη, τουλάχιστον έτσι νόμιζε, του Σωκράτη του θύμιζε χάνο, χάνο με κοτσίδια…)

Τρίτο διάλειμμα, το μεγάλο διάλειμμα, 15 λεπτά ηρεμίας και χαλάρωσης. Ο Σωκράτης σηκώνεται και με μια τελετουργική χειρονομία ανοίγει το καπάκι και βάζει μιάμιση κουταλιά καφέ στο ποτήρι.

Χτυπάει το τηλέφωνο, όχι το κινητό, του γραφείου. Το σηκώνει η Ισμήνη μιλάει λίγο και λέει χωρίς καν να κοιτάξει «Σωκράτη, για σένα».

Προχωράει προς τη συσκευή, «Ποιος να είναι, κείτεται. Γονείς, μπα. Η Σούλα απίθανο (Η μάνα του του είπε μια φορά: Καλά ρε παιδί μου, χαίρομαι βέβαια που βρήκες κοπέλα αλλά Σούλα; Όνομα είναι αυτό;» «Μάνα, Μελπομένη σε λένε αν θυμάμαι καλά ε;»).

Τ' ακουστικό στ’ αυτί.

«Παρακαλώ»

«’Έλα Σωκράτη (κρατς)»

(Ωπα, κάτι μου θυμίζει αυτό)

«Ναι, ποιος είναι;»

«Ο Μάρκος (κρακ) ρε. Άννα φέρε τη σκούπα, έριξα το ποτήρι. (μπαμ) Γαμωτ… Έλα ρε τι λέγαμε»

«Ρε Μάρκο, χρόνια και ζαμάνια τι κα….»

«Α ναι θυμήθηκα, λοιπόν την παρασκευή στις εφτά να είσαι στην Τυρταίου και Ναυσικάς γωνία, Π. Φάληρο. Οκ; Μη με στήσεις (κλατς) Να πάρει. Έλα, τα λέμε, γειαααα. Α φέρε και κιθάρα. (κλακ, ακουστικό αυτή τη φορά…)»

 

Ποτέ κεραμίδα, δεν είχε τέτοιο αποτέλεσμα, ο Σωκράτης έμεινε σαν κάποιος να του κατέβασε ένα αγαλματίδιο του «Γελαστού Βούδα» στο κεφάλι και τα φίλτατα κεραμικά σκεύη της σκεπής, κοκκίνισαν λίγο παραπάνω από τη ζήλια τους.

Link to comment
Share on other sites

Δεν θα κάνω σχόλιο σοβαρό ακόμα... Θα πρέπει να δω την ολομέλεια για να αποφασίσω αν θα το πάρω στα σοβαρά και σε αποκεφαλίσω, ή αν θα το διαβάσω για το πως το λένε...

Link to comment
Share on other sites

Έχει ένα στυλ χρονογραφήματος με κάμποση χιουμοριστική δόση. Βέβαια πρέπει να γράψεις και παρακάτω για να δούμε προς τα που πας την ιστορία. Μια προσοχή χρειάζεται στο χωρισμό των προτάσεών σου με κόμμα, γιατί συχνά αλλιώνεται το νόημα.

Link to comment
Share on other sites

Είναι ακόμα αρχή. Πρέπει να του δώσεις λίγο από το προσωπικό σου χρώμα στην πορεία, διότι τώρα θυμίζει σε γενικές γραμμές 'νέα ελληνική λογοτεχνία'.

Link to comment
Share on other sites

"Μετά ερχόμαστε στον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον φλου! "

"ένα κινητό χτυπάει ύπουλα, επίμονα και αλλάζοντας ήχο κάθε λίγο, έτσι για ποικιλία..."

(ετσι για ποικιλια?)

"τα γνωστά τσαλιμάκια μεταξύ καθηγητή και μαθητών "

Χμ...αυτο μου κανει λιγο σε φαση..."ενταξ' μωρε...ειναι μια ιστορια που ξερεις...ενταξ'".Ρε θα μας τα λες κανονικα,τι μας βαζεις παρενθεσεις?!?

 

Αντε,να δουμε τι παιζει με αυτο το ρεγιουνιον της παλιας καλης ροκ παρεας.Μονο να συμβει και κατι πιο ενδιαφερον απο τα γνωστα τσαλιμακια!

 

Και ο τιτλος καλα θα ηταν να ειχε περισσοτερη φαντασια...

 

(Καλα τα πηγα με το φτυαρι;)

Edited by heiron
Link to comment
Share on other sites

Μια χαρα heiron μια χαρα. Αλλα συγχωρεστε με, ειναι η πρώτη μου φορα που γράφω κατι, εχω συνηθήσει να διαβάζω.

Παντως σας υπσοχομαι δυο πράγματα, η συνέχεια θα αποδειχθει ενδιαφερουσα και ο τίτλος θα δικαιωθέι.

Link to comment
Share on other sites

Τώρα μου επιτρέπεται να σχολιάσω τα σχόλια των άλλων ή να μείνω στη δική μου γνώμη για την ιστορία;

 

 

Καλά ξεκίνησε. Έχεις ένα προσωπικό στυλ στην ιστορία και κράτησέ το μέχρι τέλους. Δεν ξέρω τι είδους ιστορία είναι (γιατί αυτό το "διάφορες ιστορίες" υποφόρουμ είναι πράγματι αινιγματικό) αλλά είναι πολύ ωραίος ο ρυθμός που έχεις. Εννοώ πως αν ήταν ιστορία μυστηρίου, ένας τόσο γρήγορος ρυθμός θα ήταν μάλλον απαγορευτικός. Και μιας και δεν γνωρίζω που το πάει η ιστορία δεν μπορώ να ξέρω αν "κολλάει" ή όχι η ταχύτητα του κειμένου (αν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω) πάντως είναι αρκετά ενδιαφέρουσα.

 

Όσο για την επιλογή της ελληνικής ροκ σκηνής ως background... έχεις ήδη αποκτήσει ένα μεγάλο φαν. Keep up

Link to comment
Share on other sites

Το υποφόρουμ "Διάφορες Ιστορίες" είναι για να δημοσιεύονται ιστορίες που έχουν γράψει οι χρήστες του sff, που δεν είναι επιστημονικής φαντασίας, μυθοπλασίας ή τρόμου.

Link to comment
Share on other sites

Βασικά, όπως είπαν και οι προηγούμενοι από εμένα, πρέπει να δούμε πως θα καταλήξει, για να υπάρξουν και ολοκληρωμένες κριτικές.

 

Πρόσεξε μόνο μη χαθεί η ομοιομορφία και το feeling που αποπνέει το κειμενάκι, και γίνει Βαβέλ η φάση!

 

Πάντως μου κίνησε ετο ενδιαφέρον, άνετα θα διάβαζα τη συνέχεια του. Και σ' αυτό το στάδιο, νομίζω ότι αυτό είναι το πιο σημαντικό!1

Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα:Little Goblin

Είδος: Απροσδιόριστο

Βία; Ψυχολογική

Σεξ; Όχι ακομα

Αριθμός Λέξεων: 578

Αυτοτελής; Οχι, 2ο μερος

Σχόλια: Βγαλτε τα φτυάρια #2.

 

Η βδομάδα στριμώχτηκε στην χρονικά διάρκεια μιας μέρας, μια μικρή έρευνα για την διεύθυνση που του έδωσε ο Μάρκος αποκάλυψε ότι εκεί εδρεύει η εταιρεία GlobalSound entertainment αγνώστων λοιπόν στοιχείων.

Η κιθάρα βγήκε από την θήκη της, γυαλίστηκε άλλαξε χορδές και ετοιμάστηκε για έξω.

Ο Σωκράτης αυτή την εβδομάδα πέταγε, το πρωί ξυπνούσε το ξυπνητήρι και έβγαλε τρεις φορές τον Φάνη έξω από την τάξη ακόμα, την είπε στην Αλεξάνδρα για το γνωστό ψαρίσιο ύφος.

Υπήρχε μόνο ένα σύννεφο στον ορίζοντα: και είχε και όνομα, και τι όνομα, κυκλώνα, η Σούλα.

Σαν κάθε ζηλιάρα γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της, κατάλαβε ότι δεν ήταν η αιτία της χαράς του Σωκράτη και δεν της άρεσε καθόλου. Η αιτία κατά τον δικό της τρόπο σκέψης δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από μια άλλη γυναίκα. Η εξήγηση του Σωκράτη ήταν απλή και δεν χωρούσε παρεξηγήσεις: «Θα συναντήσω την παλιά μου παρέα του λυκείου, τους οποίους έχω να δω χρόνια.» Για έναν περίεργο και κατανοητό μόνο σ’ αυτήν λόγο, από τα έξι άτομα που άκουσε, παρόλο της περιγραφής και των σχέσεων μεταξύ τους, το μόνο που συγκράτησε ήταν ότι ο Σωκράτης πάει να συναντήσει τρεις γυναίκες με τις οποίες έκανε παρέα και έβγαινε στο λύκειο.

 

Ο Σωκράτης έκανε κάτι που έκανε σπάνια, αδιαφόρησε. Αδιαφόρησε στις απειλές, στα κλάματα και τις φωνές της Σούλας. Μάλιστα είχε και την τελευταία κουβέντα: «Εγώ θα πάω, μπορείς να επιλέξεις αν θα είσαι εδώ όταν γυρίσω ή στην μάνα σου.»

 

Ο Γελαστός Βούδας ξαναχτυπά, αυτή την φορά στο κεφάλι της Σούλας, και αποσβολωμένη υποχωρεί.

 

Ημέρα Παρασκευή, Τα μαθήματα τελείωσαν στις 13:30 και στις 13:31 ο Σωκράτης είναι στο αμάξι του.

Επιστροφή στο σπίτι και προετοιμασία, καθάρισμα και γυάλισμα της ήδη καλοφροντισμένης κιθάρας (μία ESP του 1964) άλλαγμα χορδών και προσεκτικό κούρδισμα. Τάϊσμα του Άρχοντα του Κόσμου που τον ξεκούφανε σήμερα με τις τσιρίδες του από το πρωί. Μια ματιά στον χάρτη και χάραξη πορείας και στις 5 η ώρα ο Σωκράτης ξεκινά ντυμένος στο προσεκτικά ατημέλητο στυλ των νιάτων του.

 

Ώρα 5:30, Η μήτρα του κόσμου ξερνά στην λεωφόρο Αμφιθέας μια κόλαση, Τ’ αυτοκίνητα ουρές ως εκεί που φτάνει το μάτι σου. Παρόλα αυτά με ηθικό ακμαιότατο (παρόλο τις δύο λάθος στροφές στα στενάκια και την είσοδο σε μια αυλή) ο Σωκράτης φτάνει στον προορισμό του.

 

Παρκάρει και βρίσκεται σε μια όαση ηρεμίας, μια νοερή εγκεφαλική διαδικασία σκέψης αποτυγχάνει οικτρά να βρει την σύνδεση με την Αμφιθέας που βρίσκεται 2 στενά πιο δίπλα αλλά δεν φαίνεται να τον νοιάζει και πολύ. Το μόνο που έχει σημασία, είναι ότι η ώρα είναι 6:45, έχει την κιθάρα του στον ώμο και την καρδιά του να χτυπάει λίγο πιο δίπλα από το δεξί αυτί.

Μια ματιά στην ταμπέλα της εταιρία αποκαλύπτει ότι ο Μάρκος είναι ο ιδιοκτήτης η απλά ότι μπήκε σε μεγάλο κόπο να γράψει το ονοματεπώνυμο του κάτω από την επωνυμία.

 

Ώρα επτά, Ο Σωκράτης παίρνει ανάσα και ανοίγει την πόρτα. Το πρώτο που βλέπει μπροστά του είναι μια αφίσα των Ramones περιτριγυρισμένη από δεκάδες μικρότερες αφίσες συγκροτημάτων από τις δεκαετίας 70 και 80. Δεξιά ένα meeting room άδειο με έναν ψύκτη νερού. Προχωρώντας στο διάδρομο, οι αφίσες συνεχίζονται σαν οικογενειακά πορτρέτα. Στο τέρμα του διαδρόμου, υπάρχουν τρεις πόρτες, μια πόρτα που κραυγάζει στούντιο, μια δίπλα που γράφει control και η τρίτη που λέει διεύθυνση. Ο Σωκράτης διαλέγει την τρίτη και μπαίνει. Το γραφείο μόλις που φαίνεται κάτω από στοίβες χαρτιών και άλλων απροσδιόριστων αντικειμένων, δύο πολυθρόνες και ένας καναπές περιμένουν τους επισκέπτες και ένας πίθηκος στην καρέκλα του γραφείου κοιτά με ψυχρό ενδιαφέρον τον Σωκράτη.

Link to comment
Share on other sites

Πόσες φορές άλλαξε χορδές σε μια βδομάδα; Λίγο άκυρο το σημείο αυτό. Και το αγαλματάκι του βούδα απο που έρχεται; Δεν πληρώνει τελωνείο;

Link to comment
Share on other sites

Για το πρώτο μέρος:

 

 

και ξεκινά μαθήματα πτήσης άνευ διδασκάλου

Το χέρι; Δε νομίζω ότι θες να πεις αυτό. Θα μπορούσες να το αντυικαθιστούσες με ένα "και ξεκινά το πρώτο μάθημα πτήσης κινητού τηλεφώνου" ή να βάλεις τελεία μετά το "εκατοστά" και σε νέα πρώταση " Το κινητό μόλις έκανε το πρώτο του μάθημα πτήσης άνευ διδασκάλου".

 

αλλά δεν είχε αποφασίσει ακόμα τι από τα δύο ίσχυε τελικά γι αυτον.

 

αλλά δεν το κάνει γιατί του αρέσει ιδιαίτερα αυτός ο καφές.

Η επιγραφή είναι ο λόγος.

Βάλε τα στην ίδια παράγραφο. Έτσι όπως τα έχεις δε βγάζουν το νόημα που θες να βγάλεις.

 

Ο Μηνάς και η Βαρβάρα, το αιώνιο δίδυμο, γνωριστήκανε στο νήπιο, στην κλασσική φάση: «Παιδάκι θέλεις να παίξουμε» και από τότε έγιναν αχώριστοι, και εν τέλει ζευγάρι.

Πολλοί τους έβλεπαν μαζί και απορούσαν, Ο Μηνάς, κοντός ξερακιανός, το πανκιό της παρέας, πάντα αεικίνητος και πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος ήταν ο ντράμμερ .

Η Βαρβάρα από την άλλη, ψηλή όμορφη, σχεδόν αιθέρια σ’ ένα πιο εθνικ και έντεχνο στυλάκι, πάντα ράθυμη και η πιο φευγάτη, αυτή έκανε δώρο στον Σωκράτη τον Άρχοντα του κόσμου και τραγουδούσε.

Μία παράγραφος.

 

Μετά ήταν ο Μάρκος και η Άννα, που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από το τραγούδι του Χάρη και του Πάνου.

Ο Μάρκος μιλούσε με το σώμα του, στον πίνακα χόρευε και κάποτε στην βοτανολογία, αντί για εργασία πάνω στον μανδραγόρα, σηκώθηκε και τραγούδησε το ομώνυμο του Παπάζογλου και φυσικά ήταν τραγουδιστής δίπλα στην Βαρβάρα.

Η Άννα ήταν μια διάφανη κοπέλα, ποτέ κανείς δεν την έβλεπε, πολλοί την προσπερνούσαν, σχεδόν όλοι εκτός από τους άλλους πέντε και φυσικά τον Μάρκο. Αυτός είδε το πνεύμα της και την ψυχή της και κατάφερε να κόψει τον γόρδιο δεσμό μέσα της και να κάνει την ποίηση να ξεχειλίσει, οπότε και έγινε η στιχουργός.

Το ίδιο. (αν και γενικά οι περιγραφές όλων των μελών θα μπορούσαν να χωρέσουνε σε μια μεγάλη παράγραφο, αν και δεν είαι σίγουρος για το πόσο καλό θα έβγαινε το αποτέλεσμα)

 

Το σηκώνει η Ισμήνη, μιλάει λίγο και λέει, χωρίς καν να κοιτάξει «Σωκράτη, για σένα».

Ποιά είναι η Ισμήνη;

 

Η ώρα τελείωσε με τα γνωστά τσαλιμάκια μεταξύ καθηγητή και μαθητών (Ο Φάνης σε μια κρίση παλιμπαιδισμού τράβηξε τα κοτσίδια της Αλεξάνδρας που κοίταζε με νόημα το Σωκράτη, τουλάχιστον έτσι νόμιζε, του Σωκράτη του θύμιζε χάνο, χάνο με κοτσίδια…)

Το έχεις γράψει λίγο ως ξεπέτα. Θα ταίριαζαν 2-3 σκηνές από την τάξη για να "δέσει" το γλυκό και να κάνει πιο πειστική την ύπαρξή της. Και καλό είναι να μπουν και οι χαρακτήρες κι άλλων μαθητών μελλοντικά. Η ιδέα έχει προοπτικές, αλλά η υλοποίησή της κουτσαίνει.

 

Συνολικά όχι κακή πρώτη προσπάθεια, αλλά χρειάζεται δουλειά ακόμα για να ξεπεράσει το γράψιμό σου το επίπεδο του μετρίου, αν και οι προοπτικές φαίνονται να υπάρχουν.

Link to comment
Share on other sites

Βασικά, πάσχει σα σύνολο σ' ένα θέμα: στη γραφή· αν στρώσεις στίξη και παραγραφοποίηση και κάνεις πιο άμεσο το λόγο (μερικές εκφράσεις, όπως το μάθημα πτήσης, μπορούν να κάνουν κανένα να ξανακοιτάξει το κείμενο για να καταλάβει τι εννοείς).

Link to comment
Share on other sites

Επειδή ειμαι τύπος που μαθαίνει κυρίως απο παραδείγματα, μπορει καποιος να "πειράξει" το κείμενο, να τον σουλουπώσει λιγουλάκι;

Απο μένα έχει το ελέυθερο.

Rasp εσυ ξέχνα το, θα χάσει το feeling του.

Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα:Little Goblin got blitched by month!

Είδος: Απροσδιόριστο

Βία; Όχι ακομα

Σεξ; Όχι ακομα

Αριθμός Λέξεων: 931

Αυτοτελής; Οχι, 1ο μερος

Σχόλια: Βγαλτε τα φτυάρια και διασκεδάστε με την επανέκδοση.

 

Deus ex machina

 

Κάπου στα νότια της Αθήνας, ένα κινητό περιμένει ύπουλα την αλλαγή του λεπτού. Δεν είναι ένα συνηθισμένο λεπτό, αλλά αυτό που θα το κάνει να χτυπάει επίμονα, εκνευριστικά και αλλάζοντας ήχο κάθε λίγο, έτσι για ποικιλία...

Το λεπτό αλλάζει και το μαρτύριο ξεκινάει. Μια βρισιά για την μάνα του (του κινητού), ένα σούρσιμο στο κρεβάτι καθώς ένα χέρι απλώνεται γοργά για να το κάνει να σωπάσει, μια χαρακτηριστική αστοχεία (το χέρι, όχι το κινητό) και η αρχή μαθημάτων πτήσης άνευ διδασκάλου (το κινητό, όχι το χέρι).

 

Αποστολή εξετελέσθη, ο Σωκράτης ξύπνησε.

 

“Πρέπει να βρω άλλο τρόπο να ξυπνάω, παραείναι βάρβαρο” είπε και βάδισε προς το μπάνιο.

 

Μετά ξεκίνησε η ρουτίνα, και το μόνο που έκανε τον Σωκράτη να χαμογελάει, ήταν η επιγραφή στο κουτί του καφέ: “Drank the Conium” και το περίεργο μακρόσυρτο σκούξιμο του Άρχοντα του κόσμου.

 

Δουλειά, ένα από τα πράγματα στην ζωή που είναι κατάρα και ευλογία μαζί. Το τι ακριβώς ήταν γιαυτόν, έμενε ακόμα να κριθεί.

Στο αυτοκίνητο πάντα παίρνει μαζί του το κουτί με τον καφέ, το περιεχόμενο του οποίου έχει αλλάξει άπειρες φορές μέχρι να βολευτεί εκεί μέσα ένα παράξενο χαρμάνι από το καφεκοπτείο της γειτονιάς. Του είχε πει και η μάνα του και άλλα άτομα να το πετάξει, πολλές φορές, αλλά δεν το κάνει γιατί του αρέσει ιδιαίτερα αυτός ο καφές ή καλύτερα το κουτί του.

Η επιγραφή είναι ο λόγος. Είναι ο μόνος κρίκος που έχει απομείνει από την ένδοξη εκείνη παρέα του λυκείου

.

Ήταν επτά άτομα, μαγικός αριθμός, έφτιαξαν και ένα γκρουπάκι, τους Φανερούς Εφτά επηρεασμένοι από μια παλιά σειρά παιδικών βιβλίων μυστηρίου.

 

Ο Μηνάς και η Βαρβάρα, το αιώνιο δίδυμο, γνωριστήκανε στο νήπιο, στην κλασσική φάση: «Παιδάκι θέλεις να παίξουμε» και από τότε έγιναν αχώριστοι, και εν τέλει ζευγάρι.

Πολλοί τους έβλεπαν μαζί και απορούσαν, Ο Μηνάς, κοντός ξερακιανός, το πανκιό της παρέας, πάντα αεικίνητος και πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος(έλεγε ότι θα αφήσει και το αντίστοιχο μουσάκι όταν θα μεγαλώσει άλλωστε) ήταν ο ντράμμερ .

Η Βαρβάρα από την άλλη, ψηλή όμορφη, σχεδόν αιθέρια σ' ένα πιο εθνικ και έντεχνο στυλάκι, πάντα ράθυμη, η πιο φευγάτη της παρέας. Αυτή έκανε δώρο στον Σωκράτη τον Άρχοντα του κόσμου. Ήταν η τραγουδίστρια του γκρουπ.

 

 

Μετά ήταν ο Μάρκος και η Άννα, που έμοιαζαν να έχουν ξεπηδήσει από το τραγούδι του Χάρη και του Πάνου.

Ο Μάρκος μιλούσε με το σώμα του, στον πίνακα χόρευε και κάποτε στην βοτανολογία αντί για εργασία πάνω στον μανδραγόρα, σηκώθηκε και τραγούδησε το ομώνυμο του Παπάζογλου. Ήταν, φυσικά, τραγουδιστής δίπλα στην Βαρβάρα.

Η Άννα ήταν μια διάφανη κοπέλα, κανείς δεν την έβλεπε, και σχεδόν όλοι την προσπερνούσαν, εκτός από τους άλλους πέντε και φυσικά τον Μάρκο. Αυτός είδε το πνεύμα και την ψυχή της και κατάφερε να κόψει τον γόρδιο δεσμό μέσα της και να κάνει την ποίηση που έκρυβε να ξεχειλίσει. Ήταν η στιχουργός.

 

Μετά ερχόμαστε στον Μπάμπη, τον Μπάμπη τον φλου! Κιθαρίστας, βαριεστημένος, μόνιμα ερωτευμένος με την Άρτεμη και τυπικός ροκάς. Η καρδιά της παρέας, τα μόνα πράγματα που μπορούσαν να τον κουνήσουν, ήταν το γκρουπ, τα προβλήματα των άλλων πέντε και η πανσέληνος.

Ήταν αυτός που πρότεινε την επιγραφή στο κουτί του καφέ, σαν μνεία στους Socrates και για να πειράξει τον Σωκράτη σαν καλό πειραχτήρι.

 

Ο Σωκράτης. Ο άλλος κιθαρίστας και μόνος που έσκαγε με φραπεδιά κάθε πρωί από τότε που τον γνωρίσανε. Λάτρης της μουσικής και της λογοτεχνίας, το παιδί θαύμα της μαμάς του και φοβερά ατσούμπαλος με ότι είχε να κάνει με τεχνολογία για μεγάλη απογοήτευση του πατέρα του. Πάντα λίγο πιο ευαίσθητος από όσο έπρεπε, και πάντα ο πιο ονειροπόλος.

 

Και τέλος η Άρτεμη. Παιδί χωρισμένων γονιών και απόκληρη από τον κόσμο κατ' επιλογήν. Πάντα σε μια γωνία με το ύφος «Κοιτάξτε με διαφέρω από εσάς γομάρια». Μόνιμα ερωτευμένη με τον Μπάμπη, κάτι που δεν παραδέχτηκε ποτέ ούτε, και κυρίως, στον εαυτό της. Το μόνο που φαινόταν να την ενδιαφέρει ήταν η αντίδραση, το μπάσο και οι Εφτά.

 

Ο Σωκράτης τους θυμόταν πάντα στο δρόμο για την δουλειά, και πάντα με το κουτί του καφέ. Η παρέα χώρισε και δεν συγχώρεσε ποτέ τον εαυτό του για αυτό, παρόλο που έβρισκε δικαιολογίες για τους άλλους.

 

 

Από μια ειρωνεία της τύχης ο Σωκράτης έγινε καθηγητής φιλολογίας και διορίστηκε στο παλιό του λύκειο. Προσπάθησε να βρει τους παλιούς του φίλους, αλλά μάταια. Είχαν σκορπίσει για τα καλά.

 

 

Σήμερα πρώτη ώρα Αρχαία στο Β2.

Ωχ, το χειρότερο του. Πάντα μισούσε τις Δευτέρες, σαν τον Garfield, αλλά είχε λόγο.

Πέρα από τον Φάνη, τον γόη του σχολείου (και το μεγαλύτερο καλόπαιδο αλλά αυτό μάλλον του προσθετέ στο image) έπρεπε να αποφεύγει και τις ματιές της Αλεξάνδρας που αδιαφορούσε για διαφορές ηλικίας.

 

Η ώρα τελείωσε με τα γνωστά τσαλιμάκια μεταξύ καθηγητή και μαθητών (Ο Φάνης σε μια κρίση παλιμπαιδισμού τράβηξε τα κοτσίδια της Αλεξάνδρας που κοίταζε με νόημα το Σωκράτη. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε αυτή, του Σωκράτη του θύμιζε χάνο με κοτσίδια…)

Τρίτο διάλειμμα, το μεγάλο, 15 λεπτά ηρεμίας και χαλάρωσης. Ο Σωκράτης σηκώνεται και με μια τελετουργική χειρονομία ανοίγει το καπάκι και βάζει μιάμιση κουταλιά καφέ στο ποτήρι.

Χτυπάει το τηλέφωνο, όχι το κινητό, του γραφείου. Το σηκώνει η Ισμήνη μιλάει λίγο και λέει χωρίς καν να κοιτάξει «Σωκράτη, για σένα».

Προχωράει προς τη συσκευή, «Ποιος να είναι, κείτεται. Γονείς, μπα. Η Σούλα απίθανο (Η μάνα του, του είπε μια φορά: Καλά ρε παιδί μου, χαίρομαι βέβαια που βρήκες κοπέλα αλλά Σούλα; Όνομα είναι αυτό;» «Μάνα, Μελπομένη σε λένε αν θυμάμαι καλά ε;»).

Τ' ακουστικό στ' αυτί.

«Παρακαλώ»

«Έλα Σωκράτη (κρατς)»

(Όπα, κάτι μου θυμίζει αυτό)

«Ναι, ποιος είναι;»

«Ο Μάρκος (κρακ) ρε. Άννα φέρε τη σκούπα, έριξα το ποτήρι. (μπαμ) Γαμωτ… Έλα ρε τι λέγαμε»

 

(Ότι γκρέμισες το μισό σπίτι τελευταία φορά που επισκέφτηκες.)

«Ρε Μάρκο, χρόνια και ζαμάνια τι κα….»

«Α ναι θυμήθηκα, λοιπόν την παρασκευή στις εφτά να είσαι στην Τυρταίου και Ναυσικάς γωνία, Π. Φάληρο. Οκ; Μη με στήσεις (κλατς) Να πάρει. Έλα, τα λέμε, γειαααα. Α φέρε και κιθάρα. (κλακ, ακουστικό αυτή τη φορά…)»

 

Ποτέ κεραμίδα, δεν είχε τέτοιο αποτέλεσμα, ο Σωκράτης έμεινε σαν κάποιος να του κατέβασε ένα αγαλματίδιο του «Γελαστού Βούδα» στο κεφάλι και τα φίλτατα κεραμικά της σκεπής, κοκκίνισαν λίγο παραπάνω από τη ζήλια τους.

Edited by month
Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Όνομα Συγγραφέα:Little Goblin

Είδος: Απροσδιόριστο

Βία; Ψυχολογική

Σεξ; Όχι ακομα

Αριθμός Λέξεων: 384

Αυτοτελής; Οχι, 3ο μερος

Σχόλια: Βγαλτε τα φτυάρια #3.

 

Δίνουμε χρόνο στον Σωκράτη να ξεπεράσει το σοκ και πάμε με την σκαπάνη ανά χείρας να εξερευνήσουμε το παρελθόν του Μάρκου. Ο Μάρκος μετά το σχολείο έφυγε για σπουδές στο εξωτερικό. Πρώτος προορισμός Αγγλία, σε μια τρύπα στην Κορνουάλλη. Η Άννα τον ακολούθησε και πήραν και οι δυο πτυχίο μουσικής. Μετά κάπου έχασαν τον ειρμό και πήγαν στο Γιοχάνεσμπουργκ, ο Μάρκος για διοίκηση επιχειρήσεων και η Άννα για κτηνίατρος. Το ζευγάρι ήταν πάντα μαζί, ακόμα και στις διακοπές που η Άννα πήγαινε στην κεντρική Αφρική, ο Μάρκος την ακολουθούσε. Κάπου στο Κονγκό βρήκαν ένα μωρό ουραγκοτάγκο το οποίο υιοθέτησαν καθώς λαθροθήρες είχαν σκοτώσει τους γονείς του. Έτσι πλέον έγινα οικογένεια και ονόμασαν το νεότερο μέλος Δαρβίνο.

Όταν τελέιωσαν και πήραν τα πτυχία τους, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα, ο Μάρκος ανοιξέ εταιρία περι της μουσικής και η Άννα κτηνιατρίο. Ποτέ δεν ξέχασαν την παρέα του λυκείου και αντίθετα με τον Σωκράτη κατάφεραν να διατηρίσουν επαφές με του άλλους της παρέας. Ο μόνος που έξαφανίστικε ήταν ο Σωκράτης, με έναν τρόπο που ήταν πολύ γνώριμος στους άλλους έξι.

Ο Μηνάς και η Βαρβάρα συνέχισαν την ζωή τους εξίσου αλλοπρόσαλλα με το παρελθόν τους.

Η Βαρβάρα πέρασε για ένα φεγγάρι από ένα βουδιστικό μοναστήρι, από τρεις διαφορετικές ομάδες γιόγκα, μια φενγκ σουι, δυο σιατσου και πήρε και μια ιδέα από ρεϊκι. Ζούσε μέσα σε μια ανέαη σπείρα εμπειριών, αλλά όχι πάντα με τα καλλίτερα αποτελέσματα. Ευτυχώς ο Μηνάς κατάφερε να συνδυάσει την εξαλλοσύνη με την επιτυχία. Είχε, όπως όλοι οι άνθρωποι έχουν βαθιά μέσα τους, ένα κρυφό ταλέντο: μπορούσε να οργανώνει! Και το εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο.

 

Αρχικά συνεργάστηκε με τον Μάρκο, Βρήκαν μερικά άγνωστα συνοικιακά συγκροτήματα, τα στοίβαξαν στο στούντιο και τους ξεπάτωσαν στις πρόβες και στα ντέμο. Ο Μηνάς έπεσε σε έκσταση, Μάζεψε τα καλλίτερα κομμάτια σ’ ένα CD, τα μοίρασε δωρεάν στο δύκτιο, τα έδωσε σ' έναν φίλο του που είχε πειρατικό σταθμό αλλά την κίνηση ματ τη έκανε ένα μήνα μετά. Αφού βεβαιώθηκε ότι τα κομμάτι ακούγονταν αρκετά στην underground κοινότητα πήγε σε μια από τις πιο γνωστές δισκογραφικές και μετά από μια σπαστική ρεσεπτιονιστ , τρεις μάλλον νευρικούς αλλά σίγουρα πολύ αργούς για να τον φτάσουν σεκιουριτάδες, δυο «δείχνω ότι είμαι σπουδαίος αλλά η καθαρίστρια παίρνει περισσότερα από μένα» executive-κάτι και έναν ανίκανο να του αντισταθεί διευθυντή, το CD βγήκε στα ράφια.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Μια ιστορία που ρέει εύκολα και που μάλλον δε θα διαβάσουμε ποτέ(?) τη συνέχειά της. Αν κρίνω από την αντίδραση του month, έχει αυτοβιογραφικά στοιχεία(?) Θυμίζει πράγματι νέα ελληνική λογοτεχνία, χωρίς αυτό να είναι άσχημο. Πάντως οι χαρακτήρες έχουν στηθεί για κάτι ενδιαφέρον.

 

Οέο;

Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Λέω να μαζέψω τα κομμάτια μου και να συνεχίσω την ιστορία.

 

I am back.

 

 

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..