Jump to content

Το Εξιτήριο


ismosax

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: ismosax

Είδος: ρεαλισμός;

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1523

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: -/-

 

 

Ξύπνησε πάλι κουρασμένος και κοίταξε τον τοίχο. Το ημερολόγιο του ψιθύρισε πως εκείνη ήταν η τελευταία μέρα, πως από την επομένη θ΄ άρχιζε ξανά δουλειά. Όχι ότι σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο αυτό, απλά θα του έμενε λιγότερος χρόνος την ημέρα για να συνεχίζει την αναζήτηση. Υπάρχει πάντοτε και η νύχτα βέβαια, αλλά δεν ήξερε για πόσο ακόμη θα άντεχε σε αυτήν την κατάσταση και δε θα τρελαινόταν ή δε θα τα παρατούσε.

 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι και συλλογίστηκε τις ενέργειες της ημέρας που άρχιζε να ξετυλίγεται μπροστά του. Θα ξεκινούσε όπως πάντα με τα τηλέφωνα στα συνήθη νούμερα, αν και κόντευε να πειστεί πλέον για τη ματαιότητα της συγκεκριμένης πράξης. Όπως και να 'χει, αυτός θα το έκανε, δε μπορούσε να απορρίψει καμία πιθανότητα, έπρεπε να ελέγξει κάθε ενδεχόμενο. Είχε άλλη μια ιδέα όμως, καινούρια, που του καρφώθηκε στο κεφάλι από το προηγούμενο βράδυ. Λίγο πριν πέσει σε βαρύ ύπνο, θυμήθηκε ένα ακόμη μέρος που θα μπορούσε να ψάξει. Και για κάποιο λόγο ήταν πεπεισμένος πως εκεί θα έβρισκε αυτό που αναζητούσε.

 

Έφτιαξε μπόλικη ποσότητα καφέ φίλτρου και άναψε το πρώτο τσιγάρο της ημέρας. Είχε πολύ καιρό να φάει πρωινό, ίσως από τότε που πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Δεν το χρειαζόταν όμως, έτρωγε ελάχιστα όλη τη μέρα έτσι κι αλλιώς. Τρεφόταν μόνο με αναμνήσεις, θυμίσεις πραγμάτων και καταστάσεων, προσώπων. Με τη σκέψη ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει οριστικά.

 

Άνοιξε τον κατάλογο και άρχισε τα τηλέφωνα. Ήταν χρονοβόρα διαδικασία, ειδικά για μια πρωτεύουσα τόσο μεγάλη. Δεν είχε άλλη επιλογή όμως, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Οι αρνητικές απαντήσεις έπεφταν βροχή - όπως πάντα. Δεν είχε άγχος πλέον, δεν αγωνιούσε, όχι για τα τηλέφωνα πάντως. Ήταν θέμα ρουτίνας, απλά έπρεπε να γίνει. Όχι ότι δεν είχε γενικότερα άγχος ή ότι είχε συνηθίσει να ζει σε αυτήν την κατάσταση. Ένιωθε τρομερή πίεση, έβλεπε τους πάντες σαν εχθρούς του, ακόμη και τους φίλους του. Σκέφτηκε για ακόμη μια φορά ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα και τους αναθεμάτισε που τον άφησαν μόνο του σε μια τέτοια στιγμή. Εκείνος δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Σίγουρα όχι, όχι σε μια τέτοια κατάσταση.

 

Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο καθώς έκλεινε το τηλέφωνο περίπου δύο ώρες μετά. Εξάντλησε πάλι κάθε ενδεχόμενο δίχως αποτέλεσμα. Το γνώριζε φυσικά εκ των προτέρων, απλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Μάλλον δε θα γινόταν ποτέ ικανός για να το παραδεχτεί, αλλά εκείνος δε μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Έσβησε το τσιγάρο κι άρχιζε να ετοιμάζεται για τη βόλτα στην πόλη. Θα περνούσε από τα ίδια μέρη, όπως πάντα, και θα άφηνε για το τέλος την καινούρια του ιδέα. Ναι, καθώς κλείδωνε την πόρτα πίσω του ήταν βέβαιος πως το τέλος της μέρας θα ήταν τουλάχιστον μεγαλοπρεπές.

 

Κατευθυνόμενος προς το μετρό πέρασε από τις κλασικές καφετέριες κοντά στο σπίτι του. Οι πιθανότητες ήταν ελάχιστες αλλά δεν είχε και τίποτα να χάσει. Φαινόταν πολύ εύκολο για να είναι πραγματοποιήσιμο. Τα γεγονότα και οι αναμνήσεις παρήγαγαν μια νοσταλγία που τον κατέκλυζε σε κάθε του βήμα. Τα δρομάκια, τα δέντρα, τα μαγαζιά, ακόμη και μερικά πρόσωπα, δημιουργούσαν πόνο. Έκαναν την απώλεια να φαντάζει δυσβάσταχτη και αξεπέραστη. Προτιμούσε να μην τα σκέφτεται όλα αυτά, προτιμούσε να επικεντρώνεται στην αναζήτησή του και να συνεχίσει να ονειρεύεται, όσο δύσκολο κι αν γινόταν αυτό όσο περνούσε ο καιρός.

 

Ο κόσμος στο βαγόνι φαινόταν απόμακρος και βλοσυρός. Ένιωθε ότι τον κοιτούσαν όλοι με μισό μάτι, αλλά εκείνον δεν τον ένοιαζε. Συνέχιζε να ερευνά κάθε πρόσωπο ξεχωριστά, αναζητώντας εκείνα τα οικεία και γλυκά χαρακτηριστικά που τόσο είχε πεθυμήσει. Ήξερε καλά πως η αισιοδοξία του άρχιζε να τον εγκαταλείπει. Αυτή που σε όλη του τη ζωή τον συντρόφευε και πορευόταν μαζί του, τώρα εξασθενούσε. Δεν απορούσε όμως, ούτε στεναχωριόταν άλλωστε. Είχαν γίνει τόσα πολλά τον τελευταίο μήνα που δεν ήταν καθόλου περίεργο το ότι άλλαζε σαν άνθρωπος. Κρατούσε όμως γερά τα λογικά του. Έτσι πίστευε τουλάχιστον.

 

Κατέβηκε ως συνήθως στο λιμάνι. Θα ξεκινούσε πάλι από εκεί την αναζήτηση. Ο κόσμος ήταν ευτυχώς λιγοστός, λόγω της ώρας. Οι περισσότεροι βρίσκονται στις δουλειές τους τέτοια ώρα, ή τρέχουν σαν τρελοί για ψώνια στο κέντρο της πόλης. Η μυρωδιά της μοναξιάς τον ευχαρίστησε, τον έκανε να χαμογελάσει και να νιώσει όμορφα για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα. Άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε με περισσότερο κουράγιο να περπατά κατά μήκος της παραλίας.

 

Συνειδητοποίησε πως παρόλο που περνούσε τόσες πολλές ώρες της ημέρας μόνος του, δεν είχε χρόνο να κάτσει να σκεφτεί δυο – τρία πράγματα για τη ζωή του. Τι θα γινόταν αν η αναζήτηση δεν έφερνε αποτέλεσμα; Πως θα μπορούσε να συνεχίσει μόνος του, χωρίς τη στοργή Της, την αγάπη Της, τη φροντίδα Της; Δε μπορούσε καν να διανοηθεί τη ζωή του χωρίς Αυτήν μέσα. Όχι, έπρεπε οπωσδήποτε να Την ξαναβρεί και να επανέλθουν στους ρυθμούς της ζωής τους, της κοινής τους ζωής.

 

Δεν ήταν θεμιτό να τα σκέφτεται όλα αυτά όμως, αποπροσανατολιζόταν. Πλησίασε στην άκρη του λιμανιού και κοίταξε την απεραντοσύνη της θάλασσας. Είχε μεσημεριάσει πλέον. Έκανε την ευχή του και πέταξε ένα κέρμα στα μολυσμένα νερά. Ένιωθε πως η κάθαρση θα ερχόταν σύντομα και ότι το happy end πλησίαζε. Ανέβηκε προς τα πάνω για να βρει ένα καρτοτηλέφωνο. Θα έδινε μια τελευταία ευκαιρία στον κολλητό του. Στο κάτω κάτω, ίσως και να είχε νέα Της και να μην τον πρόλαβε σπίτι για να τον ενημερώσει. Σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό και περίμενε υπομονετικά καταπίνοντας τον εγωισμό του.

 

«Μήπως σε ξύπνησα;»

«Όχι, έχω καμιά ώρα που σηκώθηκα, αν και τράβηξε μέχρι αργά χθες η δουλειά. Πες μου μια καλημέρα τουλάχιστον. Που είσαι;»

«Σε παίρνω από το λιμάνι αλλά θα ανηφορίσω νωρίς για σπίτι σήμερα, έχω μια δουλίτσα να κάνω. Μήπως είχες νέα Της σήμερα;»

«Σου έχω ξαναπεί ότι δεν επικοινωνώ πια με τους νεκρούς, πότε θα το καταλάβεις;»

«Συνεχίζεις τις ίδιες μαλακίες έτσι;»

«Εγώ ή εσύ ρε γαμώτο, πόσος καιρός θα σου πάρει να το συνειδητοποιήσεις; Δε μου λες, τηλεφώνησες σε όλα τα νοσοκομεία πάλι σήμερα;»

«Ναι, και όχι μόνο, γιατί;»

«Σε έπαιρνε η Έφη το πρωί να δει αν είσαι καλά αλλά το τηλέφωνό σου μιλούσε συνεχώς. Ανησυχούμε πολύ ρε φίλε».

«Τότε γιατί δε με βοηθάτε λίγο να Την βρω;»

«Γιατί είναι νεκρή ρε κολλητέ, πότε θα το καταλάβεις; Είναι ΝΕΚΡΗ».

 

Οι λέξεις ήχησαν σαν τεράστιες καμπάνες μέσα στο μυαλό του. Έκλεισε απότομα το ακουστικό και ένιωσε μια έκρηξη θυμού να τον καταλαμβάνει. Αν ο κολλητός του συνέχιζε να κρατά τη συγκεκριμένη στάση, αμφέβαλλε πολύ για το αν θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Έβγαλε την τηλεκάρτα και προχώρησε προς το μετρό για τον επόμενο σταθμό του. Ήθελε να επισπεύσει την περιπλάνησή του για να φτάσει σύντομα στον Πύργο. Ναι, στον Πύργο, εκεί ήταν σίγουρος ότι θα Την έβρισκε.

 

 

Ήταν παντρεμένοι για έντεκα ολόκληρα χρόνια. Έντεκα ολόκληρα χρόνια ευτυχισμένης συμβίωσης. Ήταν η περίοδος που προσπαθούσαν να κάνουν παιδί. Είχαν φτιάξει τις ζωές τους όπως ακριβώς ήθελαν και το παιδί ήταν το μόνο πράγμα που έλειπε από αυτές. Όλα πήγαιναν ρολόι, μέχρι που ήρθε το ατύχημα. Εκείνος στάθηκε σχετικά τυχερός. Έπεσε σε κώμα παλεύοντας με το θάνατο, από το οποίο συνήλθε δυο εβδομάδες αργότερα. Παρέμεινε άλλη μια βδομάδα στο νοσοκομείο και μετά πήρε εξιτήριο. Εκείνη ήταν η άτυχη της υπόθεσης. Πέθανε επί τόπου από τη σφοδρή σύγκρουση. Δεν του πήρε πολλές μέρες να αναρρώσει σωματικά και νοητικά, μόνο που δε μπορούσε να συνειδητοποιήσει το θάνατό Της. Σχεδόν ένα μήνα μετά την κηδεία Της αρνούνταν να πιστέψει την πραγματικότητα, οδηγώντας τον εαυτό του όλο και πιο βαθιά στην παραφροσύνη. Δεν δέχτηκε να πάει στο νεκροταφείο, παρά τις προτροπές των φίλων του. Όχι, για εκείνον Αυτή ήταν ζωντανή, και βρισκόταν κάπου εκεί έξω. Γι’ αυτό και επί μια βδομάδα έκανε απελπισμένες προσπάθειες να Την βρει. Τηλεφωνούσε καθημερινά στα νοσοκομεία και καμιά φορά σε αστυνομικά τμήματα, και τριγυρνούσε στα μέρη που συχνάζανε μαζί προκειμένου να λυτρωθεί από τους φόβους και την απελπισία του, αρνούμενος να αντικρίσει τη μοίρα του. Για εκείνον τίποτα δεν είχε τελειώσει.

 

Έτσι κι εκείνη τη μέρα συνέχιζε να ψάχνει, συνέχιζε να κυνηγά τα φαντάσματα. Του είχε μείνει ένας τελευταίος προορισμός, ο Πύργος. Το ψηλότερο κτήριο της πόλης όπου κρυφά ξεγλιστρούσε από τους θυρωρούς κι ανέβαινε με τους παιδικούς του φίλους στην ταράτσα. Θαμπώνονταν τότε από τη θέα που έχει κανείς από 24 ορόφους ύψος. Κάθονταν με τις ώρες και χάζευαν τα αμάξια και τις λεωφόρους καπνίζοντας. Που να φανταζόταν τότε ότι ένα από δαύτα θα του κατέστρεφε τη ζωή δυο δεκαετίες αργότερα.

 

Στην ταράτσα είχε πάει και μ΄ Εκείνη μια φορά, ξεγλιστρώντας κρυφά από το θυρωρό στην είσοδο. Και είχαν κάτσει εκεί αγκαλιά, απολαμβάνοντας τη δύση του αστεριού που τους γέμιζε ζωή. Και ήταν τότε, που θαυμάζοντας την αρμονία της φύσης και την αντίφαση με τη μεγαλούπολη, έδωσαν υποσχέσεις παντοτινής αγάπης. Ήταν τότε, που αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους, να μη χωρίσουν ποτέ ξανά, να γίνουν ένα ως το θάνατο.

 

Στην ταράτσα είχε πάει κι εκείνη τη μέρα, ξεγλιστρώντας κρυφά από το θυρωρό στην είσοδο. Κι έκατσε εκεί μόνος του, απολαμβάνοντας τη δύση του ήλιου, καπνίζοντας το τελευταίο του τσιγάρο. Και ήταν τότε, που θαυμάζοντας την ομορφιά της φύσης τήρησε την υπόσχεση που είχε δώσει χρόνια νωρίτερα. Ήταν τότε, που αποφάσισε να κάνει τα πάντα για να Την ξαναβρεί, να ενώσουν ξανά τις ζωές τους και να μη χωρίσουν ποτέ ξανά. Ήταν τότε, που έγινε ένα με το θάνατο.

Link to comment
Share on other sites

Κοίτα αρκετά καλό το κείμενο, κάπως αναμενόμενο για εμένα τουλάχιστον. Η παράνοια που τον έχει πιάσει δεν είναι τόσο αληθοφανής να σου πώ την αλήθεια. Ποιο σωστά, πάντα για μένα, θα ήταν να είναι όλοι μέσα σε μια συνομωσία για να του κρύψουν την γυναίκα του. Όχι να τον βλέπουν εχθρικά. Επίσης λύπει η εικόνα όπου του λένε μέσω τηλεφώνου να μην τους φωρτόνεται (πάρε είκοσι συνεχόμενες μέρες τηλέφωνο στο νοσοκομείο και θα σου πώ εγώ τι θα σου σύρουνε). Επίσης δε δείχνεις την εγκατάληψη που έχει κάνει στον εαυτό του. Ούτε που τρκλίζει, ούτε τίποτα. Περπατάει και λειτουργεί σαν ένας κανονικός και καλοθρεμένος άνθρωπος.

 

 

 

 

 

Καλό σα προσπάθεια, σα γράψιμο μου άρεσε, πρόσεξε λίγο τις λεπτομέρειες (αν και δεν είμαι και το ποιο κατάληλο άτομο να πεί κάτι τέτοιο. Αν δεις τα γραπτά μου θα καταλάβεις.)

Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι ρεαλισμός. [έγραψες, εκεί πάνω στη φόρμα, 'ρεαλισμός' στο πεδίο 'είδος']

Προς το ρομαντισμό ρέπει, όταν ένα έργο τέχνης παρουσιάζει καταστάσεις είτε εξιδανικευμένες, είτε τραγικές, δηλαδή γενικά ακραίες καταστάσεις, κατατάσσεται συνήθως στο ρομαντισμό - ή σ' ένα από τα παρακλάδια και τα 'παιδάκια' του.

 

Ο λόγος σου εδώ είναι συμπαθητικός, δεν έχει ιδιαίτερα λάθη, απλώς δεν είναι δυνατός. Θα γίνω πάλι σπασικλάκι με τη στίξη, αλλά δοκίμασε να χρησιμοποιείς και άνω τελείες, θα μειωθεί έτσι ο αριθμός των μικρών, κοφτών προτάσεων - ή τουλάχιστον δεν θα είσαι αναγκασμένος να γράφεις κείμενα που έχουν πολλές τέτοιες, θα έχεις και μια δεύτερη επιλογή. Αφού υπάρχει η άνω τελεία, ας χρησιμοποιείται. Υπάρχει βέβαια και η επιλογή της παύλας, που κάνει την ίδια δουλειά, πάνω-κάτω [κι έχεις βάλει μια-δυο, αν θυμάμαι καλά].

 

Σαν διήγημα όμως, σαν ιδέα, σαν αποτέλεσμα, δεν ικανοποιεί - δεν πείθει. Δεν περιγράφεις σε βάθος αυτόν τον άνθρωπο και το πρόβλημά του, την κατάστασή του. Χρειάζεται περισσότερη δύναμη,πρέπει να καταφέρεις να κάνεις τον αναγνώστη να ταυτιστεί συναισθηματικά με το χαρακτήρα, αλλοιώς είναι απλά μια ιστορία για κάποιον αδιάφορο... Πρέπει να κάνεις τον αναγνώστη να νοιαστεί γι αυτόν. Νομίζω πως αυτό μπορείς να το πετύχεις περιγράφοντας καλύτερα το τι νοιώθει, να πειργράψεις την κατάστασή του, τις λεπτομέρειες, να μην μας πληροφορείς απλά, να μας δείχνεις τον κόσμο μέσα απ' τα μάτια του [να εφαρμόσεις το κλασσικό "show, don't tell", δηλαδή].

 

Όσον αφορά την ιδέα και μόνον, δεν είναι και ιδιαίτερα πρωτότυπη, αλλά δεν σημαίνει αυτό πως αν καταφέρεις να κάνεις τα παραπάνω δεν θα έχεις ένα πετυχημένο διήγημα. Ένα διήγημα μπορεί να κρατήσει τον αναγνώστη από την αρχή ως το τέλος χωρίς να είναι ανάγκη να διέπεται από απίστευτη πρωτότυπία, αν γραφτεί σωστά.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Εμένα με παραξένεψε το ότι από εκεί που δεν πίστευε καν ότι η γυναίκα του πέθανε, όχι μόνο το συνειδητοποίησε αλλά και αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Επίσης, η παραμονή του στο νοσοκομείο φαντάζει λίγη.

 

Στα θετικά του διηγήματος ο στρωτός, κατανοητός λόγος και η ρομαντική ατμόσφαιρα.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    No upcoming events found
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..