Jump to content

Μικρές Ιστορίες


month

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Month

Είδος: χμ....

Βία; Όχι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 1312

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Έκανα την διόρθωση μόνος μου, και μάλλον μου ξέφυγαν αρκετά.

 

 

«Τον βλέπεις αυτόν εκεί; Είχε καθαρίσει δέκα γερμανούς μόνος του, και αυτοί δεν πρόλαβαν να βγάλουνε κιχ!»

 

Περπατάγαμε στην πλατεία του χωριού του φίλου μου από χρόνια, του Κώστα, όταν μου είπε αυτές τις κουβέντες. Μου έδειξε έναν γέροντα μεγαλόσωμο και κοτσονάτο, που έπινε με ήρεμες κινήσεις το καφέ του από ένα φλιτζάνι, που έμοιαζε πάρα πολύ μικρό για τα χέρια του. Τα ρούχα του παραδοσιακά, λαδί παντελόνι και μαύρο πουκάμισο, με ένα μαύρο σαρίκι στο κεφάλι να του κρατά τα λευκά του μαλλιά στη θέση τους. Με το που μας είδε να κατευθυνόμαστε προς το μέρος του μας χαιρέτησε με την δυνατή και εύθυμη φωνή του, και μας κάλεσε να κάτσουμε μαζί του. Για να πούμε την αλήθεια, είχαμε κανονίσει να πάμε με μια παρέα για μπάνιο, αλλά δεν τολμούσαμε να του αρνηθούμε το κέρασμα και να τον προσβάλουμε. Απογευματάκι ήταν ούτως η άλλως, και σε λίγο θα ερχόντουσαν και οι υπόλοιπο άντρες του χωριού.

 

Κάτσαμε στο ίδιο τραπεζάκι και πιάσαμε ψιλή κουβέντα, για τα γεννήματα της γης, τα ζωντανά, τους ζωοκλέφτες, τις σχολές μας και τα όνειρά μας. Ρώτησε να μάθει ποιος ήμουν και βρήκε και με ποιους είχαμε κοινή συγγένεια, πράγμα που λίγο με ξάφνιασε. Αυτό που με άφησε έκπληκτο ήταν ότι ήξερε τον πατέρα μου, και μάλιστα αρκετά καλά γιατί όταν μιλήσανε στο τηλέφωνο (που πήρα αφού έμαθα ότι τον γνωρίζει) του έβαλε καυγά που δεν είχε πατήσει τόσο καιρό από εκείνα τα μέρη. Στο μεταξύ είχε μαζευτεί και άλλος κόσμος και άρχισε το γλεντάκι που στήνεται κάθε βράδυ στο μέρος εκείνο. Τιμούμενα πρόσωπα εγώ και ο φίλος μου, πράγμα που σήμαινε ότι δεν θα μας αφήνανε να πληρώσουμε. Το είχα κανονίσει βέβαια από ποιο μπροστά και είχα προπληρώσει με αρκετά λεφτά για να περάσουν την νύχτα 5 άτομα. Όχι ότι θα φτάνανε για μένα μόνο, αλλά λέμε τώρα. Για να μην τα πολυλογώ τελικά ήρθαν και οι φίλοι μας που τους στήσαμε κανονικότατα, κάτσανε και μάθανε τα περι πρωτοκόλλου στο τραπέζι με πολλούς Κρητικούς μαζεμένους.

 

Αφού είχαμε γίνει λιάρδα από τις πολλές ρακές, και μετά από μια σύσταση από τον αστυνομικό να μην οδηγήσουμε (προτού πάει τρεκλίζοντας στο περιπολικό για να πάει σπίτι) αποφασίσαμε να κάτσουμε λίγη ώρα να φύγει η πολύ ζάλη. Ο γερο Χρίστος ο «ταύρος», έτσι τον φωνάζανε όλοι, έδειχνε τελείως ξεμέθυστος. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να τον ρωτήσω να μου πει για την ιστορία με τους γερμανούς. Χάιδεψε ελαφρά το μουστάκι του και άρχισε να εξιστορεί τους περασμένους του χρόνους.

 

Ξεκίνησε από όταν ήταν δέκα χρονό παλικαράκι, στη ποδιά της μάνας του χωμένος ακόμα. Τον προστάτευε πολύ η μάνα του γιατί ήταν το στερνοπαίδι της και είχε χάσει είδη δύο παιδιά στους ξεσηκωμούς και στις αψιμαχίες με τους Τούρκους τότε. Ο πατέρας του επαναστάτης, καπετάνιος από τους πρώτους, ένας μεγαλόσωμος και δυνατός άντρας που δεν άκουγε κουβέντα από την γυναίκα του για τις «τρέλες που έμαθε στα παιδιά» όπως έλεγε συχνά. Στο τελευταίο ξεσηκωμό, στο Θέρισο, η μάνα του έβαλε βέτο. Ο μικρός θα έμενε στο σπίτι! Αλλά που να μείνει στο σπίτι ο Χρίστος! Δέκα λεπτά μετά που έφυγαν οι άντρες, από πίσω τους και αυτός, με την σφεντόνα του και πέτρες κοφτερές σαν μαχαίρια. Τρεις μέρες τους ακολούθησε και τους έφτασε τελικά, λερός και ξυπόλητος, πεινασμένος, και ηλιοκαμένος. Ο πατέρας του με το που τον είδε, έβαλε τα γέλια, και τον αγκάλιασε, σηκώνοντας τον στον αέρα, πράγμα που έδιωξε κάθε κούραση από τον νεαρό τότε Χρίστο.

«Εσύ μωρέ, θα γενείς σα το ταυρί, ώντε θα ξεσκολήσεις!»

Η μάνα του βέβαια όταν τα έμαθε όλα αυτά κούνησε το κεφάλι της και είπε του άντρα της: «Σα τα μούτρα σου έκαμες τα ούλα σου τα κοπέλια!» και έπαψε να ασχολείται. Όχι βέβαια ότι δεν τους έβαζε να ορκίζονται ότι δε θα κάνουν τρέλες.

 

Τα χρόνια πέρασαν. Έφτασαν οι ύπουλοι καιροί με τις προδοσίες και τους θρήνους. Στη μικρασία ήταν φαντάρος σχεδόν 4 χρόνια και γνώρισε όλη την πορεία του αγώνα. Από την χαρά της νίκης, το κυνηγητό όταν μάθανε ότι ήταν βενιζελικός (και ποιος Κρητικός δεν ήταν με τον Βενιζέλο τότε;) με την άτακτη υποχώρηση και έλλειψη προμηθειών, με όλα όσα δημιούργησαν την καταστροφή εκείνη. Και αργότερα στρατιώτης! Πάνω στον Έβρο με τον Πλαστήρα, φαντάρος και φύλακας της πατρίδας για άλλη μια φορά! Όλα τα είχε δει, όλα τα είχε ζήσει και τους είχε βαρεθεί πολιτικούς και στρατηγούς. Γύρισε σπίτι του, παντρεύτηκε έκανε κοπέλια. Άρχισε να ηρεμεί λίγο η ζωή του, να χαίρεται το πρώτο του εγγόνι, και να σου πάλι πόλεμος έξω από το σπίτι του. Με το τουφέκι βγήκε και πολέμαγε αλεξιπτωτιστές, τους έκλεβε τα εφόδια και τις ζωές, και η καρδιά του καιγότανε για το πρώτο του κοπέλι που ήταν στην Αλβανία και δεν είχε νέα του μήνες τώρα. Μα πολέμησε για το νησί του για την οικογένειά του, και δε σκιάχτηκε ποτέ ούτε θάνατο ούτε ξένου χέρι. Μια ιστορία μόνο του έμεινε τόσα χρόνια μετά. Για ένα μικρό παλικαράκι, γερμανόπουλο, μικρό και φοβισμένο, ίσα με 18 χρονών. Το είχαν φέρει στο σπίτι του αιχμάλωτο για να το φυλάξει, και σα το είδε του έφερε στο νου τον δικό του γιο, που είχε μάθει πια ότι χάθηκε στο αντάρτικο πάνω στα βουνά. Τόσο εντύπωση του έκανε το παιδί αυτό, και τόσο θύμιζε το παιδί του, που ακόμα και η γυναίκα του το περιποιήθηκε σα γιο της. Και όταν πέρασε ο πόλεμος και τέλειωσε η κατοχή, τότε τον επισκέφτηκε μια μαυροφορεμένη, με ένα διερμηνέα παρέα. Η μάνα του παιδιού που είχε βοηθήσει τότε ήταν. Τον γιό της τον εκτελέσανε επί εσχάτη προδοσία, όταν είπε ότι δεν ήθελε πια να πολεμήσει. Αλλά είχε στείλει γράμμα στη μάνα του και της είπε για τους ανθρώπους που του στάθηκαν καλύτερα και από τους συμπατριώτες του. Η κακόμοιρη η γυναίκα ευχαρίστησε τους ανθρώπους για το γιο της και πείρε τα τελευταία πράγματα που είχε αφήσει εκεί ο μικρός· το κράνος του, τη σκισμένη στολή του, τα άρβυλα του.

 

Μίλαγε και έλεγε πολλά ο γέροντας. Χρόνια εμπειρίας και γνώσεων που πέρασαν μπροστά του, τόσα είχε να πει και να μοιραστεί μαζί μου. Και πέρασα όλη τη νύχτα ακούγοντάς τον, να μου μιλά για παλικαριές και κυνήγια, για μαλώματα και χαρές. Για το πώς πεθάνανε στα γέλια το 1908 όταν ζητάγανε κατακόκκινοι οι ξένοι πρόξενοι την υποστολή της σημαίας από το κάστρο του Φιρκά. Τη νίλα που πάθανε οι Γερμανοί όταν τους κλέψανε τον στρατηγό τους κάτω από την μύτη τους. Την μάχη αργότερα για τη δημοκρατία στα δημοψηφίσματα. Για όλα μίλησε, για όλα θυμότανε κάτι. Σηκώθηκε ο ήλιος και ακόμα μου μιλούσε, και εγώ όλο και άκουγα. Αλλά δυστυχώς κάποια στιγμή έπρεπε να φύγω, να επιστρέψω και εγώ στο σπίτι μου. Χαιρετιστήκαμε και είπαμε να ξαναβρεθούμε.

 

Πέρασε ένας χρόνος και έτυχε να περνώ από τον τόπο εκείνο. Είπα λοιπό να πάω να ξαναβρώ τον γέροντα να τον καλησπερίσω όπως ήταν πρέπον. Μα άκουγα τη καμπάνα της εκκλησίας να χτυπά πένθιμα και από μακριά φωνές και θρήνους. Μου είπαν πως απέθανε λέει ο γερο Χρίστος, ήσυχα και στον ύπνο του. Οι θρήνοι ήρθαν ποιο κοντά και άκουγα να κλαίνε οι γρες του χωριού όπως είχαν μάθει από τα μικράτα τους και από ποιο παλιά. Μα στα πρόσωπα των αντρών υπήρχε μια δυσαρέσκεια για το όλο κλάμα. Σα κάτι να μην ήταν σωστό. Ακολούθησα και εγώ την πομπή και φτάσαμε στο εκκλησάκι του χωριού, όπου θα τον βάζανε να ξεκουραστεί για τελευταία φορά. Δεν ξέρω ποιος, αλλά κάποιος δίπλα μου άρχισε να τραγουδά ένα παλιό ριζίτικο, που πήρε αμέσως φωτιά στα χείλη όλων μας, και έκανε τους θρήνους να σωπάσουνε. Γιατί έτσι τον θυμόμασταν όλοι, με αυτά τα λίγα απλά και βγαλμένα από την καρδιά της Κρήτης λόγια.

 

 

 

Μάνα κι αν έρθουν οι φίλοι μου

κι αν έρθουν και δικοί μας.

Να μη τους πείς κι απόθανα

να τους βαροκαρδίσεις.

 

Στρώσε τους τάβλα να γευτούν,

κλίνη να κοιμηθούνε,

στρώσε τους παραπέζουλα

να βάλουν τ'αρματά τους.

 

Και σαν ξυπνήσουν το πρωί

και σ' αποχαιρετούνε,

πες του τος πως απόθανα.

Edited by month
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Θα κάνω μερικές διευκρινήσεις πάνω στο κείμενο. Πρώτον, γράφτηκε σε δύο τελείως διαφορετικές ταχήτητες. Η πρώτη είναι όταν πρωτοσκέφτηκα την ιστορία, και έβγαλα το πρώτο μέρος (μέχρι το ξεσκολίζω, αλλά θα επιστρέψω και για αυτό). Εκεί αναγκαστικά μπήκε μια μικρή έρευνα για να αναφέρω κάποια γεγονότα που έγιναν μετά το Θέρισο. Το 1908 ουσιαστικά γίνεται η ένωση, με την έπαρση της Ελληνικής σημαίας στο κάστρο του Φιρκά, πράγμα που προκάλεσε την έριδα των ξένων δυνάμεων και ανάγκασε σε αναβολή της ένωσης. Και βέβαια όπως ξέρουμε το 1913 έγινε πια η ένωση με την συνθήκη της Λωζάνης...

 

 

 

Το ξεσκολίζω συμμαίνει σε ελεύθερη απόδοση, μεγαλώνω, αποφοιτώ απο το σχολείο, πράγμα που χρησιμοποιήθηκε σαν ορόσημο ηλικιακό παλαιώτερα. Όταν κάποιος ξεσκόλιζε, ήταν πολύ μεγάλος για να πάει σχολείο (ακόμα και αν ήταν 13 χρονών...)

 

 

 

Τώρα όταν διάβασα την ιστορία, μου βγήκε πάλι το επεναστατικό μου έξω. Μπορείτε να καταλάβετε το γιατί αν έχετε διαβάσει ποτέ την ιστορία της Ελλάδας, με όλες τις παρεμβάσεις πολιτικές και μη απο τους ξένους. Περιμένω σχόλεια, άντε, ξέρω ότι την διαβάσατε, πείτε και κάτι! :hitler: :irvine: :irvine:

Link to comment
Share on other sites

Ας το σχολιάσω, λοιπόν. Μου τράβηξε το μάτι και το διάβασα όταν είδα οτι αναφέρεται σε Κρητικούς, καθώς κι εγώ τέτοιος τυγχάνω...

 

 

 

Καλό και στρωτό γράψιμο, που ρέει και δεν κουράζει. Άνετο στύλ, όχι ζορισμένο. Οι εικόνες, όσες είναι, είναι ζωντανές κι ευχάριστες. Οι φράσεις των ανθρώπων ρεαλιστικότατες, κι έπρεπε να είναι περισσότερες, δίνουν ωραίο χρώμα. Ως εδώ όμως με τα καλά, πάμε στα μείον:

 

 

 

1. Η ιστοριούλα δεν αποφεύγει τα κλισέ. Η εικόνα του γέρου λεβέντη Κρητικού με τη μεγάλη ιστορία έχει παιχτεί πολύ, και οι συγκρίσεις με τον Καζαντζάκη είναι αναπόφευκτες!

 

 

 

2. Βάζεις τον αναγνώστη να περιμένει την ιστορία με τους 10 Γερμανούς, και η ιστορία δεν έρχεται ποτέ! Μπορεί στο μυαλό σου (ως γράφων) να μην ήταν σημαντικό, και το ανέφερες μόνο σαν εισαγωγή στον κεντρικό σου χαρακτήρα, αλλά στον αναγνώστη αυτό είναι που χτυπάει!

 

 

 

3. Η σύμπτωση της 2ης επίσκεψης στο χωριό με το θάνατο του γέρου είναι υπερβολική.

 

 

 

4. Πρόσεχε πολύ τα ορθογραφικά λάθη, δίνουν πολύ άσχημη εικόνα. Π.χ. η σύγχυση του "πολύ" με το "πολλή", του "ποιο" με το "πιο". Επαναλαμβάνονται σε πολλά σημεία.

 

 

 

==> Γράφεις καλά και άνετα, βρες δικά σου, πρωτότυπα σενάρια κι ανάπτυξέ τα.

 

 

 

ΛεΜιράζ

Link to comment
Share on other sites

Το ζήτημα με τον καπετάν Μιχάλη, το ξέρω, και να σου πω την αλήθεια οι πιο αξιοθαύμαστοι άνθρωποι είναι αυτοί ακριβώς που περιγράφονται με αυτό τον τρόπο. Δεν είμαι Καζαντζάκης, ούτε στο νύχι του δε φτάνω, δε μπορώ να γράψω κάτι σαν το "Αδερφοφάδες" που όποτε το θυμάμαι ανατριχιάζω. Γράφω όπως μπορώ, και δυστηχώς, όπως σωστά είπες, τελείως ανορθόγραφα. Αυτό είναι το μεγάλο μου μείων.

 

Τώρα όσων αφορά την εισαγωγή και το θέμα του κειμένου... Ήταν απόλυτα ηθελημένο. Για τι θα σου μίλαγε ένας τέτοιος άνθρωπος; Για τους αθρώπους που έχει χαλάσει; Θα σου μιλήσει για τη ζωή και το πραγματικό της μεγαλείο, με τις παλικαριές. Άλωστε δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη ιστορία που μαθαίνεις πάνω κάτω, είναι η απαγωγή του Γερμανού στρατηγού... Η απαγωγή, όχι ο φόνος.

 

Τέλος για την σύμπτωση, ε τι να κάνουμε, δε βρήκα καλύτερο τρόπο για να βρεθεί στο μέρος (δεν είχαν άμεση σχέση, και να το μάθεις απο σπόντα πριν την εκκλησιά, είναι πόλύ πιο απίθανο.)

 

Σε ευχαριστώ πάντως, και ότι πωθείς.

Edited by month
Link to comment
Share on other sites

Εγώ πάλι έχω τελείως διαφορετικά πράγματα να σου πω, οπότε διατρέχεις κίνδυνο να σε τρελάνουμε τελείως :p

 

Θεωρώ πως τα ορθογραφικά, τη στίξη, τους τόνους, κάποια "ν" που λείπουν/πλεονάζουν και (κυρίως) της σύνταξη θα τα βρεις άμα γράφεις περισσότερο και προσπαθήσεις για να τα διορθώσεις. Δε θα σταθώ παραπάνω σε αυτά.

 

Πιο δύσκολο νομίζω πως είναι το να αποκτήσεις ένα κάποιο στυλ γραφής, πράγμα που δεν πιστεύω πως έχεις ακόμα. Θα ήταν προτιμότερο να προσπαθείς να γράφεις απλά και κατανοητά, χωρίς λάθη στη σύνταξη και ανορθογραφίες επί του παρόντος κι όταν τα σιγουρέψεις αυτά κατά κάποιο τρόπο, να αναζητήσεις ένα ιδιαίτερο στυλ. Κρητικό αν είναι αυτό που σου αρέσει ή όποιο άλλο. Στην ιστορία αυτή πάντως εμένα προσωπικά δε με πείθεις πως μου μιλάει ένας Κρητικός, όπως δε με πείθεις πως γνώρισε κάποτε το γέρο κι ότι πράγματι του είπε τις ιστορίες.

 

Επάνω στη δομή σου τώρα, δε με πειράζει καθόλου η σύμπτωση. Ίσα ίσα που είναι ο λόγος για τον οποίο μας διηγείσαι τη συγκεκριμένη ιστορία ανάμεσα σε όλες εκείνες τις άλλες που δεν έχουν τίποτα αντίστοιχα τραβηχτικό. Η αρχή και το τέλος δένουν όμορφα, δύο επισκέψεις εντελώς διαφορετικές, άλλα συναισθήματα άλλος χώρος (τον οποίο παρεπιπτόντως θα ήθελα να τον δω στη δεύτερη περίπτωση αλλά δεν το θεωρώ και τόσο σημαντική παράληψη). Οι ιστορίες του γέρου όμως είναι με κάποιο τρόπο εκτός κλίματος, εκτός της συνολικής εικόνας. Βρίσκονται εκεί μόνες τους χωρίς να μας προσφέρουν κάτι περισσότερο και είναι πολύ μεγάλο μέρος αυτού του μικρού κειμένου. Η μόνη δουλειά που κάνουν είναι να δίνουν ένα κατιτίς στην ατμόσφαιρα, την οποία θα μπορούσες να δημιουργήσεις διαφορετικά, πιο κομψά ίσως, τοποθετώντας τις όλες μαζί σε μία μικρή παράγραφο, μιλώντας για αυτές μόνο αναφορικά. Η φάση με τον πατέρα, επίσης, σου είναι άχρηστη, δε μας ενδιαφέρει και δεν προχωράει την αφήγηση καθόλου.

 

Η δομή, ειδικά σε μια τόσο μικρή αφήγηση, είναι κατά τη γνώμη μου το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να σε έχει απασχολήσει. Το ότι δεν σε απασχόλησε φαίνεται πολύ και ενοχλεί ακριβώς επειδή το μέγεθος της είναι τόσο μικρό κι ακόμα περισσότερο επειδή έχει κι όλα εκείνα τα άλλα λάθη.

 

Γενικά, σαν ιστορία, εμένα μου φαίνεται αρκετά τραβηχτική. Δε με απασχολεί κατά πόσον έχει φορεθεί πολύ ή όχι το μοτίβο του παλαίμαχου Κρητικού γιατί ειλικρινά, το να γράψεις κάτι πραγματικά πρωτότυπο σήμερα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Θα μπορούσε να γίνει μια καλή δουλειά αν την προσέξεις πολύ περισσότερο, κι επειδή από το κείμενο και τα σχόλιά σου επάνω δείχνει να σου αρέσει εσένα σαν ιστορία αρκετά, νομίζω της τη χρωστάς τη δουλειά που της χρειάζεται και θα έλεγα να κάτσεις και να την κάνεις :)

Link to comment
Share on other sites

Πρέπει να πώ κάτι Νίενορ... κάτι που θα μελυπήσει ιδιαίτερα να το πώ, αλλά τι να κάνουμε...

 

You are absolutely right.

 

Βασικά την ανέβασα όπως μου βγήκε. Δεν είμαι editor, είμαι άσχετος με το συγκεκριμένο άθλημα. Είμαι ανορθώγραφος, γνωστό απο παλιά αυτό. Δεν είναι άγνωστα τα προβλήματα αυτά, και πίστεψε με προσπαθώ να τα διορθώσω.

 

Στην ιστορία τώρα. Το δεύτερο μέρος βγήκε πολύ βιαστικά θα μπορούσα να πώ. Έγγραφα χωρίς να σκέφτομαι και αγνόησα το κινητό που χτύπαγε ώρα να σου πω την αλήθεια όταν τα έγγρααφα. Και η φόρτηση που μου δίνει, ίσως λόγο βιωμάτων, ίσως λόγο ιστορίας, είναι μεγάλη. Όταν θα φάει το φτιάξιμο (με μπόλικο σουβά και λάσπη βέβαια :p) θα τα λάβω όλα υπόψη. Arigato Nienor-sempai!

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..