Jump to content

Τό ζώνμπι


Throgos

Recommended Posts

Μία φορά κι έναν κωλόκαιρο με βροχή στην άκρη του Χαϊδαρίου, ένα ζώνμπι περπατούσε σέρνοντας τα χέρια του στο βραχώδες παρκέ, μέχρις που αυτά αποκτούσαν ευωδιαστές πληγές. Το κέφαλό του ήτο αρκετώς παραμορφωμένο, δεδιαλυμένο από την χρόνεια σπαζοκεφαλίαση και είχε ορθάνοιχτες πληγές που έζεχναν πύον. Ο λαιμός του ήτο πετσοκεκομμένος από τις προσπάθειες που κατέβαλλε ο ιδιοκτήτης του να ξυρίσει τις κατσαρές τρίχες των γενιών του, και ήτο διάσπαρτο με νησίδες τριχώματος που είχαν ξεφύγει από το κοφτερό ξυράφι*.

 

Το Ζώνμπι τούτο κατείχε στην κατοχή του ένα Μηχανάκιον, ένα αγκομαχούν όχημα κατεσκευασμένο στο σύνολό του από βροντώδη λαμαρίνα, εκτός από την ηχηρή ένρινη κόρνα, η οποία ήτο λαστιχένια. Κάθε απόγευμα, την ώρα κατά την οποίαν οι δεινοί οικογενειάρχαι έβγαζον τας οικογενείας τους δια την καθημερινήν ψυχαγωγικήν βόλταν στον κεντρικόν πεζόδρομον του Χαϊδαρίου, το Ζώνμπι, μετά του αγκομαχούντος Μηχανακίου, προσπερνούσε από τα σοκάκια του Χαϊδαρίου, ρίχνοντας νομίσματα στους περιπλανώμενους παίχτες Σαντουριών που περιδιάβαιναν στις πλατείες.

 

Οι παίχται Σαντουριών το ηγάπαγαν το Ζώνμπι, δι’ αυτό κάθε που τους περνούσε λούζοντάς τους με οβολούς, εκείνοι έπαιζον το αγαπημένον του άσμα: το «Θά ‘θελα νά ‘μουν κηπουρός», του περίφημου τραγουδοποιού μουζικάντη Ευάγγελου Γερμανού. Και κάθε που το άσμα έφτανε εις το σημείον «Έλα κι εσύ, αγαπούλα χρυσή», το Ζώνμπι πετούσε διά της χαράς, και το φρέσκο πύον στραφτάλιζε στις πληγές του, εξερχόμενο ταχέως και χλοερώς.

 

Καθόσο λοιπόν περιπατούσεν το ζώνμπι υπό την βροχερήν βρόχαν και διαμέσου του υγρού φρέοντος, συνειδητοποίησε πως το Χαϊδάρι εξάφνου είχε παμπολύτως ερημώσει· τα φρέσκα παιδία δεν έπαιζε εις τους πεπλακοστρωμένους δρόμους, και οι παίχται Σαντουριών είχον επιμελώς σιγήσει. Τήρησε λοιπόν να διαπιστοποιήσει την αιτίαν του έξαφνου σιγασμού· έτεινε την κέφαλαν προς εκάστην κατεύθυνσην και περιδούλεψε προσεκτικοτάτως το τοπίον.

 

Δεξιών του εθρονιάζετο η δενδρόφυτη πλατεία του Δημαρχείου, με την προτομήν του Παπαφλέσσου. Αριστερών του, η λεωφόρος Κατσιπούλια, και η στάση του λεωφορείου· εμπρός τουνε, η οδός Μυξοπόδη και η στάση του οδείου. Ξωπίσωτ’ όμως, διέκρινε ξεπεταγόμενον ένα πανώρατο οδικό πτηνό, απαυτά που τιτιβίζουν ες τας εκάστοτες οδούς.

 

Ήτο ξενόφερτον και καμπυλωτόν, και το πτέρωμά του ήτο ωχρό, διασπαρμένο με μενεξεδιές και καρπουζί πιτσίλες και πινέλες. Εις το τελείωμα των πτερών του, κρέμοντο καμαρωτώς και περιφανώς πολύχρωμα Κρόσσια, σχήματος κόκκινου και χρώματος επιμήκους. Εστέκετο αγέρωχον κι αλμυρόν, εκλύοντας κοκόρευμα κέπαρση στον περιβάλλοντα χωροχρόνο του.

 

Έτσι, καθώς εστέκοτουν, ξάφν’ απεχαυνώθη κεξώρμησε πρός τήν κατεύθυνσην τού ζώνμπι, τό οποίον έχασκε σά χάνος μπρος στο θέαμα τουτονί. Το ζώνμπι λοιπον τάχασε· μα δέ μπρόλαβε μήτε να ταχάσει, και το οδικό πτηνό ευρίσκετο εκατοστών μακριά του. Με μία κράση («κράς!») συνεκρούσθησαν ως κρουστά όργανα, κι εγίνεσαν μαλληά-κουβάρια.

 

Επέρασον ολίγες τι στιγμές αι οποίαι εφάνησαν αιωνιότατες. Κέπειτα, το ζώνμπι κεχαμένο εσηκώθει κεστάθη στας πόδας του, μή γιγνώσκον πούθ’ ευρίσκετ’ ουρανός και πούθε γη· το μόνον πο’ ενθυμείτο ήτο πως, όταν καθόταν, κατιτίς εκρούσατο απάν’ του. Μονάχ’ όταν εσηκώθει καί τ’ οδικό πτηνό, συνειδητοποίησε πως τουτοκεί είχε φταίξει για την κράση («κράς!»).

 

Δι’ αυτόν και τό ‘πιασε και τό’ βαλε ομπρόστουνε και τό ‘πε: «Μωρέ οδικέ πτηνέ, τιντούτο πού ‘κανες, οέ, τί ‘πέσες σύ απά μου; Εθέλες να μαποκτείνεις; Εθέλες μη να μ’ κατατροπώσεις, γιά; Άμε κιαπάντα, ζόκωλο!». Το οδικό πτηνό αναφτέριασε μιας στιγμής, και σουφρώνοντας το σκόρπιον εαυτό του απήντνησε: «Ζώνμπ’, οέ, με βάλαν κατωδώ να περιφρούρω το Χαϊδάριμ. Κε ‘τσί πως εκαθόμην, κοζάρω σένα με μια καραμπινάρα ΝΑ! με το συμπάθχιο – χωρίς το συμπάθχιο ΝΑΑΑΑΑΑ! – να περιστοχεύεις απερίσκεπτα κιασύστολα. Κελέγω ‘νάμεσά μου «Μηντρομοκράτης έστι τουτοσδώ; Μή θέλει τρομοκράτει;» καισ’ περιεργαζόμην· μα ξάφνου, σ’ ήβλεψα με τνη καραμπινάρα να στοχεύεισι τις άθωις ανθρώπις, πο’ επερπάτουν, να σκοπεύεις τσι! Τι να κάμνω, οέ ζώνμπι; Θα τις σκότουνες!».

 

Το ζώνμπι εκοίτα διεξοδικώς την πτηνούρα, χλευαστικώς δέ μάλλον. «Ρε πτήνι, μήπως έπιες παραπά’; Μήπως έφαες τες άγριες μανιτάρες του Αιγάλεω; Οέ; Ιτς! Πας καλώς; Που τνήδες τνη καράμπιναρα ΝΑ! με το συμπάθχιο και χωρίς τνο ΝΑΑΑΑΑΑ!; Πότεθ’ εκράτουν γω τινά καράμπινα; Για και ξηγήσου, αμέ!». Και τωδικό πτηνό εξήγει: «Νά τνη, οέ, τηνε κρατάζεις στη δεξά σου χείρα! Νά τνη!». Και κάμνει να γυρίττει το κεφάλο του το ζώνμπι, και καθορεί μια ΝΑ! καραμπινάρα, με το συμπάθχιο – χωρίς το συμπάθχιο ΝΑΑΑΑΑΑ! – τεθρονιασμένη στη δεξά μασχάλνη τουν.

 

Και παραξενεμένο τηνε πιάνει, τηνε σηκώνει, εστοχεύει τ’ οδικό πτηνό και ΜΠΑΜ! του ξετινάζει μ’ ένα κρότο τα λιγδιασμένα του μυαλά εις τον αέρα, και περχύνουν τον οδόστρωμα.

 

Με το συμπάθχιο κιόλα.

 

 

* Το Ζώνμπι διατηρούσε το ξυράφιον κοφτερό με την μέθοδον της πυραμίδος.

Edited by Throgos
Link to comment
Share on other sites

Πρέπει να εικονογραφήσουμε μια σειρά από τέτοια, και να τα κάνουμε βιβλίο.

 

Η σχέση σου με τη γλώσσα είναι σεξουαλική, και το αποτέλεσμα της μεταξύ σας σχέσης είναι ακατάλληλο για ανηλίκους - διαβάζοντάς το αισθάνομαι πως σας παρακολουθώ από την κλειδαρότρυπα να κάνετε όργια, ή πως απλά τα κάνετε δημοσίως, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.

 

[Τα παραπάνω είναι σχόλια θετικά, βεβαίως.]

 

-----

 

Σου έστειλα ένα email, γιατί δε μου απάντησες; Ε; Ε; Ε, ε, ε;

Link to comment
Share on other sites

Απόλαυση. Α-π-ό-λ-α-υ-σ-η. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης πήρε το Θεόφιλο, χτύπησαν μαζί στον τάφο του Ψυχάρη και κίνησαν όλοι μαζί να βρουν τον Μπόστ, να βγούνε βόλτα στο Χαιδάρι. Yeah!

 

(κι όλοι αυτοί τρύπωσαν στην πέννα ενός δεκαεφτ... μα, αν είναι δυνατόν, πες μου οτι η ημερομηνία γέννησης σου είναι λάθος...!)

 

Le-ωχ-με-πήραν-τα-χρόνια-Mirage...

Link to comment
Share on other sites

Όπως θα σου τραγούδαγε στο ρυθμό του "Χιόνια στο καμπαναριό" ένας κουκουβάγιος που γυρωφέρνει τη ζούγκλα του ελληνικού διαδικτύου:

 

Κόψε τα ναρκωτικά

γιατί σε χουνε ρημάξει

Κόψε τα ναρκωτικά

γύρισε στην παναγιά

 

:p

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

'φχαριστώ γιά τά σχόλια, και όσο για σε Νιχίλιο να ξέρ'ς ότι τα πιο ισχυρά και ανώδυνα ναρκωτικά είναι η έλλειψη ύπνου και η έλλειψη μιας σοβαρής ασχολίας. Ήτοι η νυκτώδης βαρεμάς. Αναμένετε διά το επόμενον διήγημα...

Link to comment
Share on other sites

Ο κύριος Χ ξαναχτυπά! :p

 

Και, πραγματικά...Αλίνα...πρέπει να διαβάζεις τη σκέψη μου!!

 

Η σχέση σου με τη γλώσσα είναι σεξουαλική, και το αποτέλεσμα της μεταξύ σας σχέσης είναι ακατάλληλο για ανηλίκους - διαβάζοντάς το αισθάνομαι πως σας παρακολουθώ από την κλειδαρότρυπα να κάνετε όργια, ή πως απλά τα κάνετε δημοσίως, δεν έχω αποφασίσει ακόμα.
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Μου αρέσει, βγάζει γέλοι κλπ. Αυτό που δεν βρίσκω είναι το νόημα πίσω απ'όλ'αυτά. Αν υπάρχει. Ξέρεις, έχω μια ψύχωση με τα νοήματα....

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Έκλαβέ το ως γλωσσολογογραμματικοσυντακτικό πειραματισμό. Μην ανησυχείς, όσο γράφω θα προσθέτω και περισσότερο νόημα στα γραπτά μου. Προς το παρόν προσπαθώ να εξελίξω το ύφος και το στιλ γραφής. Θενξ έβριμπόντι πάντως φορ δε σχόλιαζ.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Άργησα, αλλα το χάρηκα....

μου άρεσε πολλώς ... εεε πολύ!

 

δεν χωραν πολλά σχόλια,

ειν άκρως απολαυστικον !

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..