Jump to content

Τα γράμματα


trillian
Mesmer
Message added by Mesmer

Νικήτρια ιστορία στον 1ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας.

Recommended Posts

Σας προειδοποιώ: η παρούσα ιστορία είναι φρεσκια απο το φούρνο, αδιορθωτη, βγήκε μέσα σε δυο ώρες πάνω κάτω, οποτε φερετε την ευθύνη της ανάγνωσης :p.

 

 

 

 

 

EDIT: Επειδή δε δουλεύει το attachment, ξανανεβάζω την ιστορία ως κείμενο. Έχει βέβαια κάποιες διαφορές όπως θα δείτε, έχω βάλει κανα δυο παραγράφους, παρόλο που εδώ δε φαινονται :p.

 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα αγοράκι. Ήταν ορφανό από πατέρα και ζούσε με τη μητέρα του σε ένα φτωχό σπιτάκι, ένα ερείπιο σχεδόν, στην άκρη της πόλης. Το παιδί το λέγανε Γιαννάκη και ήταν έξι χρονών. Ήταν ισχνός, αδύναμος, με μαύρα, κορακίσια μαλλιά και πράσινα μάτια – το μόνο που του είχε αφήσει ο χαμένος από χρόνια πατέρας του.

 

Η χήρα και ο Γιαννάκης ήταν φτωχοί. Ζούσαν από τα μεροκάματα που έβγαζε η μητέρα του πλένοντας και σιδερώνοντας ξένα ρούχα. Έκανε αυτή τη δουλειά στο σπίτι τους, και η δουλειά του Γιαννάκη ήταν να πηγαίνει στα γύρω σπίτια, να παίρνει τα ρούχα και να τα φέρνει στη μάνα του, και να τα επιστρέφει λίγες ώρες μετά – έτσι, και περισσότερα ρούχα – άρα και μεροκάματα – μπορούσε να βγάζει η μητέρα του, και οι κυράδες γλίτωναν την ταλαιπωρία να έρθουν να τα φέρουν εκείνες. Το Γιαννάκη δεν τον πείραζε. Είχε συνηθίσει αυτά τα πηγαινέλα, τα έκανε από τότε που ήταν τριών χρονών, και το θεωρούσε κάτι φυσιολογικό. Δεν ήξερε καν, για πολύ καιρό, ότι τα άλλα παιδάκια της γειτονιάς ήταν διαφορετικά από κείνον. Τα έβλεπε κάθε πρωί που έφευγαν κι αυτά από τα σπίτια τους, και υπέθετε ότι πηγαίναν κι αυτά σε κάποια δουλειά, κάποιο θέλημα. Δεν ήξερε.

 

Μια μέρα ο Γιαννάκης περίμενε έξω από το σπίτι μιας κυράς, να πάρει τον μπόγο. Ήταν καλή αυτή η κυρία, και τη συμπαθούσε. Πολλές φορές, ειδικά το χειμώνα, μαζί με τον μπόγο του δινε και κανα γλυκό, ή κανα νόμισμα χαρτζιλίκι, και τα λόγια της ήταν πάντα καλά μαζί του. Συνήθως τον περίμενε εκείνη στην πόρτα, με τα ρούχα στο χέρι, αλλά εκείνη τη μέρα είχε πάει νωρίς καταπώς φαινόταν, γιατί η πόρτα ήταν ακόμα κλειστή, αν και ακούγονταν φωνές από πίσω. Ο Γιαννάκης περίμενε στο πεζούλι, γιατί δεν του χε ξανατύχει και δεν ήξερε αν έπρεπε να πάει να χτυπήσει. Δε χρειάστηκε όμως να περιμένει πολύ, γιατί σε λίγο η πόρτα άνοιξε και φάνηκε η κυρά. Από πίσω της βγήκαν τρέχοντας δυο παιδιά, λίγο μεγαλύτερα από τον ίδιο, ντυμένα καλά και με μια τσάντα ο καθένας στα χέρια. «Αντε, τρεχάτε» τους φώναξε η κυρά. «Θ αργήσετε στο σχολείο».

 

Τα παιδιά βγήκαν τρέχοντας στο δρόμο, έστριψαν τη γωνία και χάθηκαν. Σηκώθηκε κι ο Γιαννάκης από το πεζούλι και τον είδε η κυρά. «Α παιδάκι μου» του ειπε, «κάτσε κι ήρθες νωρίς. Κάτσε να σου φέρω τα ρούχα» Μπήκε πάλι μέσα κι ήρθε σε λίγο με μια τσάντα στο χέρι. «πες της μάνας σου ότι δεν τα βιάζομαι, μπορείς να τα φέρεις και αύριο», του πε. Ο Γιαννάκης ένεψε, κι έκανε να φύγει. Ήθελε να γυρίσει στη μάνα του, να τη ρωτήσει τι ταν αυτό το «σχολείο». Σκεφτόταν ότι αν ήταν κάτι που έδινε λεφτά, θα μπορούσε να το κάνει κι αυτός, και να τη βοηθάει. Κι ύστερα σκέφτηκε: Κι αν της το κρατούσα για έκπληξη; Οπότε ειπε να ρωτήσει την κυρά καλύτερα, που ήταν και καλή. Μάζεψε το θάρρος του λοιπόν, και ρώτησε «Κυρια; Θα μπορούσα να σας ρωτήσω κάτι;» Εκείνη ήταν έτοιμη να μπει μέσα, αλλά κοντοστάθηκε. «Πες μου» του πε. «Τι είναι αυτό το σχολείο που πάνε τα παιδιά σας;»

 

Η κυρά έμεινε ασάλευτη στην πόρτα. Έμοιαζε ξαφνικά πολύ στεναχωρημένη και ο Γιαννάκης τρόμαξε, ότι το σχολείο ήταν κάτι κακό, και είχε παρακούσει. Η κυρά τον κοίταξε λυπημένη για λίγο, και ύστερα είπε «Το σχολείο καρδούλα μου, είναι αυτό που πάνε τα παιδιά για να μάθουν γράμματα. Είναι εκεί που θα πρεπε να σαι και συ, αν ο κόσμος ήταν καλύτερος» Ύστερα γύρισε και του δειξε στο δρόμο, κατά κεί που είχαν πάει τα παιδιά. «Να, αν πάρεις αυτό το δρόμο για 4-5 τετράγωνα θα το δείς».

 

Ο Γιαννάκης έμεινε να κοιτάζει προς αυτή την κατεύθυνση. Ήθελε να ρωτήσει την κυρά τι ήταν τα «γράμματα», αλλά ξαφνικά ντρεπόταν. Αυτό που είχε πει ότι «θα πρεπε και συ να είσαι εκεί πέρα», τον είχε ταράξει. «Άντε, σύρε τώρα στη μάνα σου» του πε η κυρά. «και πάρε κι αυτό χαρτζιλίκι, να πάρεις κάτι δικό σου» και του βαλε ένα νόμισμα στο χέρι. «Ευχαριστώ πολύ κυρά» αποκρίθηκε ο Γιαννάκης κι έφυγε.

 

Πήγε τα ρούχα στη μάνα του, αλλά δεν της έκανε κουβέντα για το σχολείο. Κάτι του έλεγε να μην το κάνει. Το ίδιο βράδυ όμως, όταν η μάνα του απόσωσε με τα ρούχα και έπεσε να κοιμηθεί, ο Γιαννάκης βγήκε κρυφά από το σπίτι και πήγε να βρει το σχολείο.

 

Ξεκίνησε από το σπίτι της κυράς. Δεν είχε ξαναπάει ποτέ πιο πέρα από κει, σε κανένα σπίτι, και φοβόταν μη μπερδευτεί. Δε φοβόταν τη νύχτα πάντως, γιατί ήταν ακόμα Σεπτέμβρης και ο καιρός καλός, και το φεγγάρι έλαμπε από πάνω του. Του δειχνε το δρόμο σα φανάρι.

 

Προχώρησε λίγο πιο κάτω λοιπόν στο δρόμο, και στο τέλος βρήκε ένα μεγάλο κτίριο. Είχε δύο ορόφους, με ξύλινα παντζούρια στα παράθυρα, κεραμίδια στη στέγη και μια μεγάλη αυλή μπροστά. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν το σχολείο, αλλά όλα τα άλλα κτίρια που είχε περάσει του φαίνονταν κανονικά σπίτια κι έτσι υπέθεσε ότι θα ήταν αυτό. Η πόρτα της αυλής ήταν κλειστή, και τα παντζούρια στα παράθυρα κλειστά. «¨Ο,τι κι αν είναι αυτά τα γράμματα», σκέφτηκε, «δεν τα μαθαίνεις το βράδυ».

 

Έμεινε λοιπόν ο Γιαννάκης έξω από το σχολείο, και λαχταρούσε να μπει μέσα. Δε μπορούσε όμως, γιατί η πόρτα ήταν κλειδωμένη, και ο φράχτης της αυλής ψηλός. Κάθισε έξω από την αυλόπορτα, να κοιτάει μέσα. Έμεινε εκει κοντά μια ώρα, αλλά το μόνο καινούριο που κατάφερε να δει, ήταν μια μαύρη γάτα που τριγυρνούσε αμέριμνη πέρα δώθε στην αυλή. Της φώναξε, αλλά εκείνη δεν ήρθε. Στο τέλος σηκώθηκε και γύρισε σπίτι του, γιατί φοβήθηκε μη ξύπναγε η μάνα του και τον έψαχνε.

 

Από κείνο το βράδυ, ο Γιαννάκης σηκωνόταν κάθε βράδυ και πήγαινε στο σχολείο. Δεν κατάφερνε ποτέ να μπει μέσα, αλλά εξακολουθουσε να πηγαίνει κάθε βράδυ. Περίμενε τη μέρα που θα ψήλωνε τόσο ώστε να μπορέσει να περάσει το φράχτη και να μπει. Γιατι δε σκόπευε να κάνει κουβέντα της μάνας του γι αυτό, ούτε να ρωτήσει καναν άλλο. Δεν ήξερε τι ήταν το σχολείο, αλλά είχε καταλάβει ότι τα άλλα παιδιά πήγαιναν εκεί, και ότι ο ίδιος δε μπορούσε να πάει, γιατί το σχολείο ήταν ανοικτό μόνο τη μέρα, που εκείνος δε μπορούσε. Αν όμως κατάφερνε να μπει το βράδυ, ίσως να καταλάβαινε τουλάχιστον τι ήταν εκείνα τα «γράμματα».

 

Πήγαινε λοιπόν ο Γιαννάκης κάθε βράδυ στο σχολείο. Κάθε βράδυ έβλεπε και κείνη τη μαύρη γάτα, η οποία δεν έβγαινε ποτέ από την αυλή, όσο και να τη φώναζε. Ίσως και να έμενε εκεί μέσα, σκεφτόταν, και κάπου τη ζήλευε, που η γάτα μπορούσε να δει αυτό που εκείνος λαχταρούσε.

 

Ένα βράδυ, μετά από κανα μήνα, ο Γιαννάκης ήταν έξω από την αυλόπορτα του σχολείου, ως συνήθως. Είχε την πλάτη στα κάγκελα, κοίταζε τα αστέρια και αναρωτιόταν πόσο καιρό θα του έπαιρνε ώστε να ψηλώσει αρκετά για να περάσει το φράχτη. Εκεί λοιπόν που καθόταν, άκουσε μια φωνή από κάπου. «Αγόρι», είπε μια φωνή.

 

Ο Γιαννάκης πετάχτηκε επάνω και γύρισε μεμιάς. Ετοιμάστηκε να το βάλει στα πόδια αν ήταν κανας μεγάλος και τον έπιανε. Πρόφτασε να σκεφτεί ότι ίσως να ταν και κανα παιδί, και τότε θα μπορούσε να το ρωτήσει ίσως αυτά που ήθελε, όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν κανένας γύρω του. Γύρισε δεξιά, γύρισε αριστερά, και δεν ήταν κανείς. Γύρισε πάλι προς το σχολείο, τρομαγμένος, και σκέφτηκε ότι θα χε παρακούσει, όταν η φωνή ξανακούστηκε. «Αγόρι».

 

Κοίταξε και κάτω ο Γιαννάκης και είδε τη μαύρη γάτα του σχολείου, να τον κοιτάει με τα πράσινα μάτια της πίσω από τα κάγκελα. Δεν την είχε φωνάξει απόψε, ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν τόσο κοντά του, και είχε μεινει με το στόμα ανοιχτό. Ήταν δυνατόν να του μιλάει η γάτα; Μήπως αυτά τα γράμματα ήταν κάτι σαν μάγια που κάνουν ακόμα και τα ζώα να μιλάνε; σκέφτηκε.

 

Έσκυψε χαμηλότερα και κοίταξε τη γάτα. Η γάτα τον κοίταξε κι αυτή, και άνοιξε το στόμα της. «ναι, εγώ σου μιλάω αγόρι» είπε. Ο Γιαννάκης ξαφνιάστηκε τόσο πολύ, τώρα που το είδε με τα μάτια του, που σωριάστηκε στο χώμα. Ήταν τόσο αποσβολωμένος, που ούτε σκέφτηκε να τρομάξει.

 

«Μπορείς και μιλάς;» ρώτησε με τρεμάμενη φωνή τη γάτα.

 

«Βεβαίως και μπορώ να μιλάω», του είπε. «Όλες οι γάτες μπορούμε και μιλάμε, αλλά σπάνια μιλάμε σε σας». Σύριξε περιφρονητικά σαν κανονική γάτα, και ύστερα συνέχισε. «Αλλά εσύ μου κέντρισες την περιέργεια. Τι κάνεις εδώ κάθε βράδυ πόσες νύχτες τώρα; Και γιατί δεν είσαι εδώ το πρωί μαζί με τα υπόλοιπα από δαύτα;»

 

Εκεί ο Γιαννάκης δεν ήξερε τι να απαντήσει. Ανοιγόκλεισε δυο τρεις φορές το στόμα του, και στο τέλος ειπε « Δεν είμαι εδώ το πρωί, γιατί έχω να κάνω θεληματα για τη μάνα μου. Και έρχομαι εδώ τα βράδυα, για να μάθω τι είναι αυτό το σχολείο, και τι είναι αυτά τα γράμματα. Θα έρχομαι κάθε βράδυ, μέχρι να ψηλώσω αρκετά ώστε να πηδήξω το φράχτη». Ύστερα σκέφτηκε κάτι ακόμα, και ρώτησε: «Μήπως θα μπορούσες να μου πεις εσύ τι είναι τα γράμματα; Δεν ξέρω αν μπορείς να μπαίνεις μέσα στο κτίριο, αλλά…δεν έχω ποιον να ρωτήσω…» κατέληξε σχεδόν ψυθιρίζοντας.

 

Η γάτα δεν είπε τίποτα για αρκετή ώρα. Κοίταζε μια το Γιαννάκη, στα μάτια ειδικά, μια το σχολείο, και μια το χώμα. Σκεφτικά θα το λεγες, αν ήταν άνθρωπος. Στο τέλος σήκωσε πάλι τα μάτια της στο Γιαννάκη και μίλησε.

 

«Μπορώ να σου πω τι είναι αυτά τα γράμματα, αν μου δώσεις μια τρίχα από τα μαλλιά σου». Ο Γιαννάκης δεν το σκέφτηκε δυο φορές, τράβηξε μερικές τρίχες από τα μαλλιά του και τις πέρασε μέσα από τα κάγκελα. Τις έριξε μπροστά στη γάτα, κι εκείνη έβαλε επάνω τους το μπροστινό της δεξί πόδι. Τον κοίταξε πάλι στα μάτια, και του είπε: «τα γράμματα μαθες είναι φοβερά μάγια. Τα μαθαίνουν τα παιδιά σαν είναι μικρά, και όταν μεγαλώσουν μπορούν και κάνουν μαγικά, και βγάζουν λεφτά. Αλλά πρέπει να είναι κανείς πλούσιος για να πάει στο σχολείο, κι εσύ μου φαίνεσαι ότι δε θα καταφέρεις ποτέ να μπεις. Έχουν βάλει μαγικά γύρω γύρω στο φράχτη, και δε θα μπορέσεις να μπεις, όσο και ψηλώσεις».

 

Η καρδιά του Γιαννάκη βούλιαξε μ αυτά τα λόγια. Μαγικά που φέρνουν λεφτα! Δε θα χρειαζόταν η μάνα του να ξενοπλένει τότε! Θα την είχε ντυμένη στα μετάξια, θα έκανε ένα μαγικό, και θα είχαν όλα τα καλά για να φάνε και να πιούνε, κάθε μέρα! Και να μη μπορεί να μπει…Προφανώς μπαίνανε μόνο τα παιδιά αυτών που ήταν ήδη πλούσιοι, για να γίνουν κι αυτοί πλούσιοι….ίσως είχανε πάρει κανα μάγο…και να μη μπορεί να μπει!

 

Κόντευε πια ο Γιαννάκης να βάλει τα κλάμματα, όταν η γάτα μίλησε ξανά. «Μη στεναχωριέσαι, κι εγώ μπορώ να σε βοηθήσω».

 

«Πώς μπορεις να με βοηθήσεις;» τη ρώτησε.

 

«Οι μάγοι έχουνε βάλει μαγικά στο φράχτη, αλλά όχι και στην πόρτα. Ετούτη μόνο την κλειδώνουνε. Εγώ μπορώ να σε κάνω κι εσένα γάτα, και να περνάς όποτε θες μέσα από τα κάγκελα. Έτσι θα μάθεις κι εσύ τα μαγικά, και όταν μεγαλώσεις θα κάνεις κι εσύ λεφτά»

 

Ο Γιαννάκης πήγε να αναθαρρήσει, αλλά μετά σκοτείνιασε πάλι. «Και τι να το κάνω άμα μπορώ να μπαίνω; Τα πρωινά που λενε τα μαγικά εγώ δε μπορώ να ρχομαι, γιατι θα με ψάχνει η μάνα μου»

 

«Μη σκοτιζεσαι», του πε η γάτα, «Είναι ένα μηχάνημα μέσα που σου μαθαίνει τα μαγικά, και μπορώ εγώ να στο λειτουργήσω. Θα τα μαθαίνεις τα μαγικά το βράδυ σαν έρχεσαι, και δε θα το πάρει κανείς χαμπάρι».

 

Το σκέφτηκε λίγο ο Γιαννάκης, αλλά όχι και πολύ. Ήθελε να μάθει τα μαγικά. Είπε λοιπόν στη γάτα: «Και τι πρέπει να κάνω;»

 

«Πρέπει να σκύψεις εδώ κοντά μου, και να με αφήσεις να φυσήξω μέσα στο στόμα σου. Ύστερα να καταπιείς τον αέρα, και αυτό ήταν.»

 

Σκύβει λοιπόν ο Γιαννάκης στην πόρτα, έρχεται και η γάτα πιο κοντά. «Πιο κοντά» του λέει. «Πρέπει να βάλεις τη μύτη σου και το στόμα σου μέσα από τα κάγκελα»

 

Σκύβει κι άλλο ο Γιαννάκης, και περνάει τη μύτη και το στόμα μέσα από τα κάγκελα. Νιώθει τα μουστάκια της γάτας να το γαργαλάνε και ανοίγει το στόμα του. Φυσάει η γάτα, καταπίνει κι αυτός τον αέρα, και κλείνει τα μάτια.

 

Σαν τα ξανανοίγει, είναι πλέον από την άλλη μεριά της πόρτας. Κοιτάει τα κάγκελα, και ύστερα κοιτάει το σώμα του. Είναι το σώμα μιας γάτας! ¨Ελεγε αλήθεια η γάτα! Τώρα θα μπορεί πια να μπαίνει μέσα και…Ξάφνου σκέφτεται κάτι. Πού είναι η γάτα; Και πώς μπήκα μέσα ενώ ήμουν απέξω;

 

Κοιτάει μέσα από τα κάγκελα και μένει με ανοικτό το στόμα! Τι να δει! Έξω από τα κάγκελα είναι ο ίδιος και τον κοιτάει! Ο ίδιος, ο Γιαννάκης, με τα ρούχα του και τα παπούτσια του. Τότε…πώς;

 

«Λυπάμαι πολύ πιτσιρικά», λέει τώρα ο Γιαννάκης, ο έξω από το σχολείο. «Τουλάχιστον όμως, σκέψου το έτσι: θα μάθεις επιτέλους τι είναι αυτά τα γράμματα». Κι έφυγε.

 

Ο Γιαννάκης-γάτα έκανε να περάσει μέσα από κάγκελα να τον ακολουθήσει. «Περίμενε!» του φώναζε. «Τι εννοεις;». Αλλά είδε ότι δε μπορούσε να περάσει μέσα από τα κάγκελα. Κάθε φορά που πήγαινε να περάσει, τα κάγκελα στένευαν, σχεδόν ενώνονταν μεταξύ τους. Ούτε το φράχτη μπορούσε να σκαρφαλώσει. Την άλλη μέρα, όταν θα άνοιγε η πόρτα, θα ανακάλυπτε ότι ούτε τότε μπορούσε να φύγει από το σχολείο. Ενώ όλοι οι άλλοι περνάγανε κανονικά, για κείνον υπήρχαν πάντα τα κάγκελα. Είχε κλειστεί για πάντα μέσα στο σχολείο.

 

Αλλά η γάτα είχε δίκιο σε κάτι. Έμαθε τελικά τι ήταν τα γράμματα. Κι έμαθε ότι άλλο τα γράμματα, κι άλλο τα μαγικά, κι εκείνος είχε πέσει θύμα και των δύο. Και για χρόνια πολλά, δε μιλούσε κανέναν, ούτε πλησίαζε άμα τον καλούσε κανείς έξω από την πόρτα. Μέχρι ένα βράδυ, με πανσέληνο, που ένα παιδάκι με πράσινα μάτια τον φώναξε μέσα από τα κάγκελα. Ήξερε τι να κάνει, και θα βρισκε και το πώς. Και πήγε.

τα_γραμματα.doc

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

εμενα μου αρεσε παντως :) μου θυμιζει λιγο εναν ιαπωνικο μυθο με ενα μοναχο και ενα κορακι... ( η κατι τετοιο, εχει αρχιζει να σκουριαζει η ιαπωνικη μυθολογια μου :p ) αλλα η ιστορια ειχε και καλη συνοχη και επισεις μου αρεσει η κυκλικοτητα που υποδηλωνει το τελος

Link to comment
Share on other sites

Η ιστοριούλα είναι αρκετά καλή! Το κείμενο θέλει βέβαια λίγο χτένισμα, όπως λέει και η ίδια η Τρίλιαν, αλλά οι διορθώσεις που χρειάζεται είναι ελάχιστες. Το βασικό είναι οτι η ιστορία είναι [ι]πλήρης[/i], κι αυτό δεν είναι κάτι εύκολο, ούτε προφανές. Μπορεί να καταλήγει σε ιστορία τρόμου, αλλά δεν αφήνει πουθενά το ύφος του παιδικού παραμυθιού με το οποίο άρχισε. Δεν υπάρχουν κενά, ούτε ασυμμάζευτες άκρες. Η δράση φτάνει σωστά και φυσιολογικά σε κορύφωση, χωρίς να πλατυάζει ούτε να "πηδάει". Η κορύφωση θα μπορούσε ίσως να είναι λίγο πιο υποβλητική κι αγωνιώδης, αλλά έτσι ίσως να χανόταν ο χαρακτήρας του παραμυθιού που θέλει η συγγραφέας.

 

Επιίσης, είναι ακριβώς στο πνεύμα και στο θέμα του διαγωνισμού, κι αυτό προσθέτει στην αξία της. Ιστορία κατά παραγγελίαν, on the spot, που ρέει καλά, χωρίς κάτι να της λείπει και τίποτα περιττό. Πολύ καλά!

 

LeMirage

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πάρα πολύ! :D

Χαίρομαι που σας άρεσε, αν και σίγουρα θέλει λιγο στρώσιμο όπως λετε - το πρώτο είναι ότι δεν έχω βάλει καν εσοχές στις παραγράφους :p.

Η κορύφωση θα μπορούσε ίσως να είναι λίγο πιο υποβλητική κι αγωνιώδης, αλλά έτσι ίσως να χανόταν ο χαρακτήρας του παραμυθιού που θέλει η συγγραφέας.

Έχεις απολυτο δίκιο :) . ¨Ηθελα να το πάω σαν παραμύθι, όπου συνήθως η αφήγηση είναι αρκετά απρόσωπη και λιτή - και συν τοις άλλοις, αν το ανεπτυσσα κι άλλο θα έβγαινα τελείως έξω από το όριο :p.

Και πάλι ευχαριστώ :)

Link to comment
Share on other sites

Ναι,ειναι ωραια ιστοριουλα και μου αρεσει που αν και ξεκινα με το κλισεδιαρικο ρομαντικο υφος,μετα γινεται πιο σκοτεινη.

Βεβαια θελει λιγο δουλεια στην παραγραφοποιηση.Οχι μονο τα κενα αλλα και σε καποια σημεια πρεπει να αλλαξεις παραγραφο και δεν το κανεις.πχ,σε καποιους διαλογους που ειναι στριμωγμενοι σε μια παραγραφο.

Αυτο με την αναπτυξη δεν στο λεω γιατι με εχουν πρηξει να μου το λενε και μενα... :)

Link to comment
Share on other sites

Η αλήθεια είναι ότι έστρωσε πολύ στο τέλος. Βέβαια trillian προτείνω μια Director's Cut έκδοση αμέσως μετά, με παραγράφους!

 

Είχες μερικά ορθογραφικά λαθάκια εδώ και εκεί, αλλά σε γενικές γραμμές μου άρεσε!

 

Μου θύμισε εκείνη την Ιστορία από τη Ζώνη του Λυκόφωτος με το Wendigo...

Link to comment
Share on other sites

Βέβαια trillian προτείνω μια Director's Cut έκδοση αμέσως μετά, με παραγράφους!

 

Οκ οκ, μη βαράτε! :p. Έτρεχα να προλάβω την προθεσμία λέμε :p.

 

Ti εννοείς έστρωσε στο τέλος; Είχε προβλήματα πριν; Please explain :)

Link to comment
Share on other sites

Βασικά έμοιαζε με κακέκτυπο Βασιλάκη Καΐλα. Δεν του πολυέδινα σημασία στην αρχή, γιατί έμοιαζε βαρετή, αλλά το τέλος την έστρωσε πολύ...

Link to comment
Share on other sites

Βασικά έμοιαζε με κακέκτυπο Βασιλάκη Καΐλα.

 

Χαχαχα :D Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, ομολογουμένως! Αλλα όχι και κακέκτυπο! Give me some credit :p.

Link to comment
Share on other sites

Να σου πώ την αλήθεια, κάτι του λείπει. Το ηθικό δίδαγμα ποιο είναι; Που είναι η κάθαρση στον μύθο; Αυτό που είδαμε ήταν μόνο μια μπαμπεσιά, που ποτέ δεν ξεπληρώθηκε. Αν είναι και στα παραμύθια να γίνεται έτσι, τότε ζήτω που καήκαμε! Και όχι μόνο δεν ξεπληρώθηκε, αλλά διαιωνίζεται! Ξανασκέψου το λίγο σε παρακαλώ, στα παραμύθια δεν γίνεται να νικάνε οι άτιμοι.

Link to comment
Share on other sites

Χμμ...ίσως να χεις ένα δίκιο...Σ αυτό που λες περι κάθαρσης, δηλ, θα πρεπει να το σκεφτώ, μηπως πρέπει να αλλάξω/προσθέσω κάτι... (τώρα που δε θα χω και τον περιορισμο των λέξεων). Αλλά όχι και να αλλάξω τελείως το τέλος, γιατί αυτό είναι το νόημα της ιστορίας, ότι την πατάει το παιδάκι, και νικάνε οι άτιμοι, αλλιώς θα ήτανε...θα ήταν παραμύθι :p.

Γενικά, έχει μεν τη μορφή και το στυλ ενός παραμυθιού, αλλά δεν το πήγαινα για τέτοιο ακριβώς, μάλλον υποθέτω χρησιμοποιήσα τη φόρμα του παραμυθιού για να βγει πιο έντονα το αποτέλεσμα του τέλους...

Link to comment
Share on other sites

δε νομιζω οτι χρειαζεται καποια καθαρση, το ηθικο διδαγμα ειναι ωραιο και απλο για μενα, οταν θες να κανεις κατι και δε σε παιρνει μπορει να καταληξεις να πληρωσεις πολυ μεγαλυτερο τιμημα απο οτι περιμενες, και μετα φυσικα δε θα διστασεις να κανεις το ιδιο και σε οποιον κακομοιρη βρεθει στο δρομο σου προκειμενου να ξελασπωσεις εσυ...

 

μπορει να μην ειναι πολυ παραμυθενιο αλλα ειναι αληθηνο :p

Edited by Celestial
Link to comment
Share on other sites

Μου αρέσει πολύ σαν συνοχή, ροή και γενικά σαν κείμενο, αλλά νιώθω και εγώ αυτήν την "απουσία" της κάθαρσης ή/και του "ηθικού διδάγματος". Όντως, πάντως, στο τέλος σε καθηλώνει....

Link to comment
Share on other sites

Βρε, αυτό δεν είναι παραμύθι, είναι θριλεράκι με τα όλα του. Γιάιξ!

 

Λοιπόν... δε θα μπορούσα να πω πως αυτό εδώ είναι πλήρες, όμως είναι πολύ κοντά. Έχει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα: τη γάτα-αιχμάλωτο του σχολείου και μια ακόμα καλύτερη συνθήκη: τον πιτσιρικά που δεν ξέρει τι είναι το σχολείο.

 

Μέχρι εκεί που πάει και παραμονεύει το βράδυ μπας και μάθει κάτι, ό,τι, είναι όμορφα γραμμένο, με τα λάθη του, την προχειρότητά του (εντάξει τα ξέρεις αυτά καλύτερα από μένα, δε θα κάτσω να στα πω :p ) όμως η ιστορία ρέει όμορφα. Ο χρόνος είναι μοιρασμένος σωστά, ο λόγος άμεσος και αρχή της πλοκής τέλεια.

 

Από κει και μετά τα ζούληξες, τα έφερες και τα στρίμωξες για να χωρέσουν σε λίγες λεξούλες και να γίνουν ολόκληρη, τελειωμένη ιστορία. Ναι, δεκτό, οκ. Αλλά να μη μείνει έτσι! (πάλι δεν ξέρω που είναι εκείνο με το μαστίγιο :p ) Βασικά, σαν ιδέα θα γινόταν αρκετά εύκολα μια νουβέλα. Έστω μικρή, αλλά έχει πολύ ζουμί ακόμα και μας αφήνει διψασμένους να το περιμένουμε. Έχει να πει και σα θέμα και σα λόγος, παρόλο που κι αυτόν τον τελευταίο τον σουρδουλουμπιάζεις λίγο προς το τέλος. Εκεί δηλαδή που έχεις ωραίες ισορροπίες ξαφνικά αρχίζει να γίνεται παραμύθι που όμως το αφηγείται παιδί.

 

Ένα μέρος της αφήγησης που είναι ίσως λίγο προβληματικό είναι η σχέση του παιδιού με τη μάνα που είναι απλά ανύπαρκτη. Βρισκόμαστε μεν από την οπτική γωνία του μικρου γενικά, αλλά ίσως θα έπρεπε να ξέρει (για να ξέρουμε κι εμείς) πως η μάνα του τον αγαπάει? Τον παραμελεί? Κάτι για να ενισχύσει την ύπαρξη της και να της δώσει έναν κάποιο λόγο να βρίσκεται στην ιστορία.

 

Αυτά, δεν έχω τίποτα άλλο να σου πω επί του παρόντος. Όταν θα τη διορθώσεις και θα είναι έτοιμη, θα γίνω όσο πιο κακιά μπορώ, αλλά τώρα με την έλλειψη τόνων της, τα κόμματα στο βρόντο, με εκείνο το «κάνα» (συγγνώμη «κανα» άνευ πνεύματος :p) που το υπάρχει μέσα στο κείμενο, ούτε που ξέρω πόσες φορές και όλα αυτά τα ωραία της (τα γρηγορογραμμένα :p ) τι άλλο να πω, κυρία μου? φιλάκια μόνο :p

Link to comment
Share on other sites

Χεχε...Διαβάζοντας την κριτική σου, μου ήρθε μια ατάκα του Κινγκ, νομιζω για τη γυναίκα του (ή ενός χαρακτηρα για τη γυναίκα του, δε θυμαμαι) : "ψάχνει για τρύπες στο καλύτερο σακάκι σου και συνήθως βρίσκει αρκετές". Το σχόλιο είναι θετικό φυσικά :D. Έχεις δίκιο και σε ευχαριστώ πολυ πολυ και για άλλη μια φορά για το χρόνο και την κριτικη και την υποστήριξη και τα μαστίγια :p. :D

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, ας αρχίσουμε να σχολιάσουμε σιγά σιγά τις ιστορίες του διαγωνισμού: προσωπικά δεν εκπλήσομαι για την πρώτη θέση που έλαβε αυτή η ιστορία, αφού τα έχει όλα: έχει συναίσθημα (πολύ Βασιλάκης Καΐλας ο πρωταγωνιστής) έχει γάτες, έχει μαγεία, με άλλα λόγια είναι μια ιστορία που διαβάζεται εύκολα και ανεβάζει σιγά σιγά το ενδιαφέρον. Θυμίζει ένα από τα σκοτεινά παραμύθια του Νeil Gaiman στα one-shots του Sandman, όπου το "ηθικό δίδαγμα" μένει να αιωρείται.

Στα αρνητικά τώρα: Πρώτα απ' όλα θα σήκωνε κάμποσες διορθώσεις, κάτι που δεν έγινε γιατί γράφτηκε τελευταία στιγμή. Επίσης, η αρχή με ξενέρωσε, επειδή έφερνε πολύ σε μελό του 60.

 

Τέλος να συγχαρώ τη συγγραφέα για τη νίκη της και να αναφέρω ότι, ως ιστορία που κέρδισε, θα μείνει pinned για τον υπόλοιπο μήνα. Πάντα τέτοια Trillian.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Τώρα που έχω διαβάσει λίγο Sadman, προσπαθούσα να θυμηθώ σε ποια ιστορία ήταν αυτή η παρατήρησή σου Nihilio. Και, ναι! ήταν εδώ όπου την έψαξα πρώτα κι όπου ερχόμουν να κάνω ακριβώς την ίδια: ότι όντως έχει αυτού του είδους την ... χμμμ... "σκοτεινότητα" που δεν είναι ακριβώς τέτοια, όμως έχει αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα.

 

Τριλ, ξέρεις πόσο μου άρεσε όταν το ξεκίνησα να το διαβάζω το Sadman, οπότε μου είναι δύσκολο να προσθέσω κάτι εκτός του ότι βρήκα επιτέλους αυτό: :whip: (μέρες το ψάχνουμε) κι ότι συνεχίζω να τη θέλω διορθωμένη!

Link to comment
Share on other sites

  • Mesmer featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..