Atrelegis Posted October 1, 2006 Share Posted October 1, 2006 2 μετά μεσημβρίας, Δευτέρα: «Ρίξε βρε πούστη! ΡΙΞΕ!» Η βολή αντήχησε μέσα στο προαύλιο, κάνοντας ακόμη και το τρίξιμο της γέρικης αλυσίδας να σταματήσει για μια ανάσα. Η κραυγή της σφαίρας, που ξεπήδησε σαν ένα δαιμονικό νεογέννητο μέσα από τα τρίσβαθα της κάνης έγινε ένα κοφτό μοιρολόι που σκορπιζόταν στον αέρα, ενώ το μολυβένιο βέλος διέσχισε την απόσταση προς το στόχο του σε λιγότερο από μια ανάσα. Διαπέρασε το δέρμα με την ευκολία που το ανθρώπινο δάχτυλο διαπερνά ένα χιλιοστό χαρτιού, διέσχισε το χώρισμα του κρανίου και βυθίστηκε μέσα στον εγκέφαλο, κλεισμένο μέσα σε αίμα και φαιά ουσία, προτού ξαναβγεί στον ήλιο με τη βία, τυλιγμένο σε υγρή πορφύρα. Το σώμα του παιδιού έπεσε κάτω αθόρυβα, το πρόσωπό του χαμογελαστό. 4 προ μεσημβρίας, Κυριακή: «Που σκατά ήσουν πάλι;» «Όπου ήθελα ήμουνα! Σε ρωτάω που γυρνούσες όταν βγαίνεις;» «Βρωμάς οινόπνευμα! Πάλι μου γύρναγες στις πουτάνες;» «Άι στο διάολο, μαλακισμένη!» «Με λες εμένα μαλακισμένη, που είμαι το μόνο άτομο που ασχολείται με το παιδί μας;» «Το παιδί δεν έχει τίποτα. Του χρειάζεται λίγο ξύλο, θα στρώσει» «Τι λες ρε κάθαρμα; Την άλλη φορά γύρισε με μελανιές σε όλο του το σώμα! Τον δέρνουνε και το αφήνεις να περάσει έτσι;» «Τον δείρανε γιατί πήγε και τους κάρφωσε. Έπρεπε να τους είχε αντισταθεί. Τζάμπα πληρώνω το καράτε;» «Πας να αλλάξεις το θέμα! Με ποιες πουτάνες γύρναγες πάλι;» «Βρε δεν πας να γαμηθείς λέω εγώ; Πάω για ύπνο» «Γύρνα πίσω! Δεν τελειώσαμε!» «Τελειώσαμε από τη στιγμή που σε παντρεύτηκα» Μέσα στο γνώριμο σκοτάδι του δωματίου του, το παιδί αφουγκραζόταν με κλειστά τα μάτια του τον καυγά των μεγάλων, τις κραυγές και τις κακές λέξεις και τις φωνές. Δε φώναζαν παρά ελάχιστα, αλλά τα αυτιά του δέχονταν την παραμικρή λεπτομέρεια σα σήμα κινδύνου, απειλώντας να γκρεμίσουν τον μικρό του κόσμο. Από στιγμή σε στιγμή θα έμπαιναν μέσα στο δωμάτιό του, θα διέλυαν το σκοτάδι και την ησυχία του και με μεγάλα ψαλίδια θα κόβανε στη μέση τα πάντα. Τα παιχνίδια του, τις αφίσσες του, τα μοντέλα των δεινοσαύρων και τα παράθυρα, θα χώριζαν ακόμη και τα σανίδια του πατώματος και τα λεφτά που είχε στον κουμπαρά του. Και όταν τελείωναν με όλα αυτά, χριτς-χρατς-χριτς-χρατς θα κόβανε τα ξύλα από το κρεβάτι. Χριτς-χρατς-χριτς-χρατς θα έκοβαν στη μέση το στρώμα. Και μόλις ξέμεναν και από στρώμα θα τον έκοβαν και αυτό στα δύο, χριτς-χρατς-χριτς-χρατς. Ένα πόδι η μαμά, ένα ο μπαμπάς. Το δεξί το χέρι θα το έπαιρνε η μαμά, γιατί αυτή του έμαθε να γράφει, αλλά ο μπαμπάς θα έπαιρνε το κεφάλι, γιατί ήταν κατά βάθος έξυπνο παιδί… Με αυτές τις σκέψεις, κουλουριάστηκε μέσα στα σκεπάσματα όλο και περισσότερο, αναζητώντας προστασία. Ήθελε ο καυγάς να σταματήσει, αλλά ήξερε ότι το επόμενο πρωί θα ήταν ακόμη χειρότερο, με μαύρα μάτια και βρισιές και μηχανικά φιλάκια πρι πάει στο σχολείο. Και το σχολείο θα ήταν κρύο και εχθρικό και το χοντρό παιδί θα τον έδερνε πάλι γιατί τα καρφιά είναι μόνο για ξύλο. Θα δοκίμαζε να τον σταματήσει, αλλά θα έτρωγε απλά περισσότερο ξύλο και ο κύριος δε θα τον βοηθούσε γιατί έπρεπε να μάθει να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του μόνος του. Και για πρώτη φορά στη ζωή του, προσευχήθηκε να είχε κάποιον τρόπο να ανταποδώσει, να τη φέρει στο χοντρό παιδί και στον δάσκαλό του και σε όλους όσους τον είχαν πει καρφί. Αθόρυβα, σηκώθηκε από το κρεβάτι του και βγήκε στο διάδρομο. Ο καυγάς είχε σταματήσει. Η μαμά κοιμόταν στον καναπέ πάλι και θα ξυπνούσε με μαύρα μάτια. Ο μπαμπάς θα έλειπε για δυο τρεις μέρες ακόμη. Θα είχε φύγει όπως-όπως, χωρίς ρούχα ή τίποτε άλλο επάνω του. Με γατίσια ευελιξία, εισέβαλε στο δωμάτιο των γονιών του. 9 προ μεσημβρίας, Δευτέρα: Το φιλί ήταν προμελετημένο. Τα χέρια της πρακτικά τον έσπρωξαν από το αμάξι μπροστά στην καγκελόπορτα. Κάποτε, θυμόταν, έμοιαζε με τα κάγκελα στα παράθυρα μιας φυλακής. Θυμόταν ακόμη την πρώτη φορά που την είδε, πόσο πολύ τον είχε παραξενέψει. Το σχολείο του έμοιαζε με φυλακή, μια φυλακή στην οποία πάσχιζε να μπει, αντί να προσπαθεί να ξεφύγει. Μέχρι πρόσφατα φοβόταν να περάσει τις πύλες, να διασχίσει το προαύλιο με ανοιχτό βήμα για αν αποφύγει τον χοντρό που θα τον έδερνε και τους δασκάλους που θα τον έδιναν στους διώκτες του για να περάσουν την ώρα τους. Αλλά τώρα πια δεν ήταν παρά το κλουβί ενός καναρινιού, ανίκανο να τον κρατήσει. Διέσχιζε το χώρο με το πάσο του και ένιωθε είκοσι μέτρα ψηλός, ανίκητος. Ας τολμούσαν να τα βάλουν μαζί του και θα τους σταματούσε μια και καλή. Και όλα αυτά χάρη στο μικρό βάρος στην τσέπη του… 11 προ μεσημβρίας, Δευτέρα: «Τι είπα μόλις τώρα;» ρώτησε ο δάσκαλος, κοιτάζοντάς τον με τα μεγάλα, γέρικα μάτια του, στοιχισμένα από ένα πέτρινο πρόσωπο, τοποθετημένο πάνω στο σώμα ενός σκιάχτρου. Κρατούσε το βιβλίο ανέμελα, ενώ σήκωνε τα γυαλιά του με τα μακριά του δάχτυλα για να τα φέρει στο ύψος των ματιών του. «Δεν πρόσεχες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε χαμογελώντας σαδιστικά, χωρίς καν να περιμένει την απάντησή του. «Δεν προσέχεις, δε διαβάζεις, τι θα κάνω με σένα; Μόνο για να καρφώνεις σε έχουμε εδώ;» Η τάξη χασκογέλασε με την παρατήρηση του δασκάλου. Ήταν αηδιαστικό, σκέφτηκε το παιδί, πως ένας μεγάλος εξαρτιόταν τόσο πολύ από την κακία των παιδιών. Άλλες φορές θα συγκρατιόταν αρκετά ώστε να κλάψει στο διάλειμμα, αλλά όχι όσο είχε το βάρος στην τσέπη του. Ο δάσκαλός του γύρισε την πλάτη, προσποιούμενος ότι συνέχιζε το μάθημα, όμως το δηλητήριο απλωνόταν στην τάξη, το μίσος και η καταφρόνηση. Μια σαλιωμένη μπάλα από χαρτί έπεσε στα μαλλιά του και ο πίσω του έριξε μια σφαλιάρα. Γύρισε για να ανταποδώσει, όταν το βιβλίο εκτοξεύτηκε από την έδρα και τον χτύπησε στο πρόσωπο, ανοίγοντάς του τη μύτη. «Και ταραξίας συν τοις άλλοις! Στο διευθυντή αμέσως και θα εισηγηθώ την αποβολή σου! Άκουσες τι σου είπα; Μη με κοιτάς με αυτό το ύφος, δε θα σε φο- τι κάνεις εκεί;» οι τελευταίες λέξεις βγήκαν τσιριχτά από το στόμα του, καθώς το παιδί έβγαλε το πιστόλι από την τσέπη του. Η κάνη ξέρασε φωτιά και η σφαίρα χτύπησε ανάμεσα στα έκπληκτα μάτια του ενήλικα, αφήνοντας μια κόκκινη κηλίδα σε μαύρο φόντο. Από εκεί και πέρα, τα πάντα έγιναν ένας στρόβιλος από φόβο και κραυγές σε κόκκινο φόντο. 2 παρά δέκα μετά μεσημβρίας, Δευτέρα Ο χοντρός τρέχει. Τον έχει κυνηγήσει μέσα από διαδρόμους και από τάξεις, τον έχει στριμώξει. Έχει βγάλει από τη μέση τον διευθυντή, εκείνο τον σιχαμένο τον καθαριστή που βρώμαγε τυρί, τα κορίτσια που γελούσαν πίσω από την πλάτη του. Τον ακούει που τρέχει επάνω στις σκάλες, προσπαθεί να ξεφύγει αλλά είναι καταδικασμένος να παγιδευτεί. Ακολουθεί σταθερά, αργά. Τα χέρια του τρέμουν, τα δόντια του χτυπούν μεταξύ τους και ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπό του. Ξέρει ότι είναι άρρωστος. Και ξέρει και τη θεραπεία. Μόλις φάει τον χοντρό, θα βρει τη μαμά και τον μπαμπά. Ξέρει τι θα του κάνουν οι αστυνομικοί άμα τον πιάσουνε, το έχει δει στις ταινίες. Αλλά πρέπει να ζήσει λίγο ακόμη, να σταματήσει τους γονείς του πριν κάνουν και άλλο παιδί σαν αυτόν. Ανεβαίνει στην ταράτσα. Βλέπει τον χοντρό, ιδρωμένο, τρομαγμένο, τα πρόσωπό του μια μάσκα μίσους και αγριότητας. Τον έχει πιάσει. Δοκιμάζει να του επιτεθεί, αλλά η σφαίρα είναι γρηγορότερη. Τον βλέπει να πέφτει κάτω, ένα σακί από σάρκα και οστά. Οι σειρήνες ουρλιάζουν γύρω του. Βλέπει τους αστυνομικούς να φωνάζουν και να απομακρύνουν τους ομήρους. Προσπαθούν να του μιλήσουν, αλλά δεν τους ακούει. Κατεβαίνει στο προαύλιο, δίπλα στην παλιά κούνια. Η μαμά και ο μπαμπάς τον πλησιάζουν όλο και περισσότερο, προσπαθούν να τον περικυκλώσουν. Δε θα σηκώσει όπλο επάνω τους, σκέφτονται. Όχι το παιδί μας. Μια νεκρική σιγή απλώνεται καθώς το όπλο αδειάζει πάνω στους ενήλικες. Παραμένει ακίνητο, καθώς το μικρό σημάδι από φως κάθεται στο μέτωπό του. Σημαδεύει τον κοντινότερο άνδρα και φωνάζει: «Ρίξε! Ρίξε!» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
LeMirage Posted October 1, 2006 Share Posted October 1, 2006 Καλή απόδοση, πειστικά πρόσωπα (δες όμως παρακάτω), ρεαλιστικοί διάλογοι. Χρονικά ισορροπημένη δράση, γρήγορη. Ειδικά η σκηνή στο σπίτι με τον τσακωμό των γονιών και τις εφιαλτικές (πολύ εφιαλτικές!) σκέψεις του ήρωα, πολύ καλή. Καθόλου άσχημη ιστορία, αν και το θέμα έχει κυκλοφορήσει πολύ στην ειδησεογραφία τα τελευταία χρόνια, απο το Columbine και μετά, και η απόδοσή του στο κείμενο είναι non-fiction: Είναι περισσότερο μια δραματοποιημένη έκδοση μιας είδησης. Αυτό όμως δεν την κάνει λιγότερο καλή. Εχω μόνο μια αντίρρηση: Ο ήρωας δε δείχνει να είναι πάνω από 13 χρονών. Είναι πολύ δύσκολο για ένα παιδί τέτοιας ηλικίας να σκοτώσει ένα ενήλικο με τέτοια ακρίβεια, "ανάμεσα στα μάτια", και μάλιστα μετά να συνεχίσει να σκοτώνει με τέτοια αποτελεσματικότητα. Ισως χρειάζονται λίγες παραπάνω εξηγήσεις εκεί, ή να κάνεις τον ήρωά σου να φαίνεται λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία. (Οι δράστες της σφαγής στο Columbine ήταν 17 και 18 χρονών). LeMirage Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Atrelegis Posted October 1, 2006 Author Share Posted October 1, 2006 Σωστό. Η ιστορία θέλει διόρθωση, αν και την έγραψα κάπου μεταξύ 3 και 4 το πρωί. Χρόνια και ζαμάνια, Mirage. Πώς και από δω; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Deodonus Posted October 5, 2006 Share Posted October 5, 2006 Η κραυγή της σφαίρας, που ξεπήδησε σαν ένα δαιμονικό νεογέννητο μέσα από τα τρίσβαθα της κάνης έγινε ένα κοφτό μοιρολόι που σκορπιζόταν στον αέρα, ενώ το μολυβένιο βέλος διέσχισε την απόσταση προς το στόχο του σε λιγότερο από μια ανάσα. Αν εξαιρέσεις αυτό το σημείο, που με έκανε να πυροβοληθώ και εγώ (ναι, δεν τα πάω καλά με τις εκτενείς περιγραφές, αν και η συγκεκριμένη είναι καλή), μου άρεσε αρκετά σαν κείμενο, αν και το τέλος δεν το πολυκατάλαβα (ποιός πυροβόλισε). Είχε πλάκα η σκινή thriller με το παιδάκι να κυκλοφορεί στους διαδρόμους με το όπλο (φαντάζομαι με βλέμα σατανικό και απόμακρο, μάτια ελαφρώς κόκκινα). Μια μικρή απορία για το όπλο έχω (είχαν οι γονείς του όπλο; με τέτοιους καβγάδες και είχε μείνει αχρησιμοποίητο;...) και για το πόσες σφαίρες είχε μέσα (άσχετο). Τέλος πάντων, καλό κείμενο, καλή ροή και καλή περιγραφή. Αυτά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted October 5, 2006 Share Posted October 5, 2006 Δεν ξέρω πως να το σχολιάσω. Είναι αρκετά καλό σαν κείμενο, με περίεργο περιεχόμενο. Το πρόβλημά μου έγκειται στο ότι μου θυμίζει αρκετά την πραγματικότητα, και εκεί είναι που αρχίζω και σκέφτομαι παραπέρα. Θέλω να διαβάζω σε ιστορίες αυτά που βλέπω στα κανάλια κάθε μέρα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 5, 2006 Share Posted October 5, 2006 Τώρα γιατί μας το έκανες αυτό? Κι εγώ το columbine σκέφτηκα βασικά, ευθύς αμέσως, ίσως επειδή είναι η (ας πούμε) αρχή της όλης ιστορίας. Ναι, εντάξει είναι μια πολύ δυνατή ιστορία, άκρως ανατριχιαστική γιατί εμπεριέχει πολύ αλήθεια μέσα της. Δεν την έχεις γράψει καλά όμως. Πέρα από τη σκηνή μέσα στο δωμάτιο για την οποία θα μπορούσα να σου πω πως είναι ένα μικρό αριστούργημα με σωστές δόσεις από όλα, σε όλο το υπόλοιπο φαντάζομαι τι θα μπορούσες να έχεις κάνει και στενοχωριέμαι που δεν το βλέπω. Θα σου δώσω και κάνα παράδειγμα για να μη βαράς αργότερα, αλλά όχι δε θα κάτσω να σου βγάλω ένα ένα τα φάουλ: «Η βολή αντήχησε μέσα στο προαύλιο, κάνοντας ακόμη και το τρίξιμο της γέρικης αλυσίδας να σταματήσει για μια ανάσα...» Δείξε μας την κούνια, έχουμε ξεχάσει αυτή την υπέροχη φράση όταν φτάνουμε στο τέλος. «Η κραυγή της σφαίρας, που ξεπήδησε σαν ένα δαιμονικό νεογέννητο μέσα από τα τρίσβαθα της κάνης έγινε ένα κοφτό μοιρολόι που σκορπιζόταν στον αέρα, ενώ το μολυβένιο βέλος διέσχισε την απόσταση προς το στόχο του σε λιγότερο από μια ανάσα.» Ιδέα δεν έχω πως θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά, αλλά είναι υπέροχα. Σταματάς το χρόνο και μας αφήνεις μετέωρους να παρακολουθούμε τη σφαίρα να κινείται και να αλλάζει ηχητικούς χρωματισμούς. Και μετά: «Διαπέρασε το δέρμα με την ευκολία που το ανθρώπινο δάχτυλο διαπερνά ένα χιλιοστό χαρτιού,» Τι είπε τώρα το άτομο? Εντάξει, εκτός του ότι το παρακάνεις με την παρομοίωση, είναι και άθλια. Πως διαπερνάει δηλαδή το δάχτυλο ένα χιλιοστό (μάλιστα) χαρτιού? Και πως τολμάς να καταστρέφεις την επάνω παρομοίωση με αυτή την προχειρη και φτηνή που έφτιαξες εδώ? Ε? Ε? Να εξαφανιστεί πάραυτα! Ή το χαρτί να γίνει πουρές τελοσπάντων, αλλά κάνε κάτι. Και το κάνεις αρκετές φορές εκεί μέσα το παραπάνω, μάλιστα κύριε. Ποιος φωνάζει «ρίξε, ρίξε» στο τέλος? Ο ίδιος που φωνάζει και στην αρχή? Είναι λίγο ασαφές αλλά δε θα σε μαλώσω γι αυτό γιατί γενικά είναι η μόνη ασάφεια που έχεις μέσα και το θεωρώ μεγάλο επίτευγμα από μόνο του. Επίσης, ο διάλογος σου είναι βεβιασμένος. Αν δε θέλεις να μακρυγορείς αλλά να μπούμε στο πνεύμα άμεσα θα μπορούσες να τον παρεμβάλεις κομματιαστά μέσα από το δωμάτιο. Να ακούμε τι λένε δηλαδή ανάμεσα στις σκέψεις του πιτσιρικά ώστε να μη μας ενδιαφέρει η συνέχεια. Νομίζω πως κάτι τέτοιο ξεκίνησες να κάνεις δε, αλλά επειδή το πασάλειψες λιγάκι για να βγει στην ώρα του, δεν το έφτιαξες επαρκώς. Κι εμένα η ακρίβεια του πιτσιρικά με το όπλο μου φαίνεται λιγάκι κάπως, όπως και το βιβλίο που έφαγε στο κεφάλι από το δάσκαλό του λίγο υπερβολικό. Η λέξη «έφαγε» επίσης, ή τουλάχιστον θέλει εισαγωγικά κι ίσως να τραυμάτιζες και μερικούς αντί να τους φας όλους? Πουφ, δεν ξέρω, όταν θα κάτσεις να το δεις θα τα φτιάξεις μόνος σου αυτά. Άλλο ένα πράγμα που θα μπορούσα να σου πω είναι ότι μ’ αρέσει πάρα πολύ το μπρος πίσω που κάνεις. Αυτή η αίσθηση του κύκλου, τη λατρεύω. Με δυσκόλεψαν λίγο οι ώρες και οι μέρες με τον τρόπο που τις ξεκινάς. Νομίζω θα ήταν καλύτερα να είναι πρώτα η μέρα και μετά οι ώρες στη μορφή που έχουμε συνηθίσει να τις βλέπουμε κι όχι ολογράφως, αλλά τώρα αυτό ίσως να ήταν δικό μου κόλλημα όσο διάβαζα. Πάντως πήγαινα μπρος πίσω μέχρι να εγκαταλείψω και να τις ξεχάσω. Θέλει πολύ διόρθωμα η ιστορία και το θέλει επειδή (κυρίως) μπορείς να την κάνεις τέλεια. Σταματάω γιατί το ξέρεις ήδη. Κατά τα άλλα, τι να σου πω ρε συ? Μακάρι να μην ήσουνα τόσο σκόρπιος και να το έκανες πιο συστηματικά, χωρίς προθεσμίες κτλ γιατί πραγματικά γράφεις τόσο πολύ ωραία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted October 7, 2006 Share Posted October 7, 2006 Πάλι τα έχουν πει όλα - δεν πρέπει ν' αφήνω πράγματα να τα διαβάζω αργότερα, αυτό είναι το σίγουρο... Ένα πράγμα που μου την έσπασε είναι ότι φαίνεται να περνάς αδιάφορα το γεγονός ότι σκοτώνει τους γονείς του - μια πράξη μάλλον παράλογη, και άρα χρήζουσα περισσότερου βάρους, αν σκεφτείς ότι ήθελε περισσότερα από την οικογένειά του, όχι να την ξεπαστρέψει. Τέλος, όσο πεζό κι αν ακούγεται, επειδή τα υπόλοιπα πιστεύω ότι στα είπαν, θα εμμείνω στο θέμα για το χαρτί: ένα χιλιοστό χαρτιού ΔΕΝ διαπαιρνάτει με άνεση από το ανθρώπινο δάχτυλο. Προσέχετέ τα αυτά, ρε παιδιά, γιατί είναι πολλοστή φορά που διαβάζω ανθρώπους που έχουν καλή γραφή να κάνουν τέτοια θαλασσώματα στα κείμενά τους. Αν θέλετε να έχετε και παράδειγμα για το χαρτί, μουσκέψτε 5-10 κόλλες (ούτε ένα χιλιοστό) μέχρι που να μαλακώσουν και ενώστε τις όπως έχουν βραχεί. Όταν έχουν πλέον στεγνώσει, δοκιμάστε το πιο πάνω... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 7, 2006 Share Posted October 7, 2006 Στα έχω ξαναπεί ρε: όταν αρχίσεις τα rewrites θα κάνεις καριέρα. Το κείμενο μου άρεσε πάρα πολύ. Ήταν έντονο, με γρήγορο ρυθμό, γλαφυρότατες περιγραφές, πολύ καλή προσέγγιση του κεντρικού χαρακτήρα, πολύ όμορφα δωσμένες εικόνες σε ένα πολύ καλό draft για ιστορία ψυχολογικού τρόμου. Όμως ΘΕΛΕΙ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΡΕ!!! κοψίματα, ραψίματα, αλλαγές εκφράσεων και σκούπα στους αμερικανισμούς που σου ξεφεύγουν από εδώ κι από εκεί. Ξανακοίτα το, θα βγάλει μια πολύ καλή ιστορία αν το προσέξεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.