month Posted October 6, 2006 Share Posted October 6, 2006 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Month Είδος: Hρωική φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 1318 Αυτοτελής; Οχι κεφάλαιο 3ο Σχόλια: Μετά απο καιρό κατάφερα και τελείωσα το κεφάλαιο αυτό. Ελπίζω να σας αρέσει. Καλή ανάγνωση. Τελικά τα κατάφεραν και πέρασαν στο υπόγειο αυτοί οι δύο, σκέφτηκε τρίβοντας νωχελικά τα πεταχτά αυτάκια ενός μαύρου τετραπόδου που θύμιζε πάνθηρα, αλλά παραήταν μεγάλο για να είναι. Χαμογέλασε πονηρά καθώς σκεφτότανε τα σχέδια που είχε ετοιμάσει για αυτούς τους δύο. Θα κράταγαν την διασκέδαση σε υψηλά επίπεδα κάτι που είχε να γίνει πολλά χρόνια. Επιτέλους, θα το έριχνε έξω. «Και πες μου γιατί πρέπει να είμαι εγώ μπροστά και να κρατάς εσύ τον πυρσό;» ρώτησε ο Ρέρικ. «Γιατί έτσι είπα εγώ.» «Μα στρίψαμε το νόμισμα και κέρδισα!» «Κλέβοντας και τις τρεις φορές.» «Γιατί δεν είπες τίποτα την τελευταία φορά τότε;» «Επειδή δεν ήμουν σίγουρος.» Ο Ρέρικ προπορευότανε με το τσεκούρι του έτοιμο για δράση. Το πρόβλημα ήταν ότι είχαν μπει στα υπόγεια μέρη του οχυρού, οπότε έπρεπε να αντιμετωπίσουν την δυσωδία που έβγαινε από τους μουχλιασμένους τοίχους. Ευτυχώς ή δυστυχώς, όπως το πάρει κανείς, η γενική έλλειψη ζωής συνεχιζόταν και εδώ, οπότε δεν υπήρχαν ποντίκια. Βέβαια με την τύχη που τους έδερνε τον τελευταίο καιρό, όλο και κανένας γιγαντιαίος αρουραίος από το πουθενά θα εμφανιζότανε σκέφτηκε ο Ρέρικ. Παράλογη σκέψη αφού στην περιοχή μέσα στο κάστρο δεν υπήρχε τροφή ούτε για σπίνο, πόσο μάλλον για έναν αρουραίο στο μέγεθος τσοπανόσκυλου. Ο διάδρομος συνέχιζε κατηφορικά, όλο και πιο βαθιά στο έδαφος, κάτι που ανησυχούσε τους δύο συντρόφους. Δεν υπήρχαν πόρτες ούτε στα αριστερά, ούτε στα δεξιά. Μόνο μια ατελείωτη κατηφορική ευθεία. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα και επιτέλους φάνηκε μια πόρτα μπροστά τους. Με ιδρωμένα χέρια μέσα από τα γάντια του, ο Ρέρικ γύρισε το πόμολο αργά. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη. Αργά αργά και προσεκτικά άνοιξε την πόρτα. Ήταν προετοιμασμένος για παγίδες, για τέρατα και γενικά για μια πολύ μεγάλη γκάμα πραγμάτων που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει, αλλά το θέαμα που είδε ήταν πραγματικά παράξενο. Ένα μεγάλο δωμάτιο, με πολύ ψηλό ταβάνι, στο ύψος τριών αντρών περίπου, τετράγωνο με μήκος είκοσι βήματα, αν υπολόγιζε σωστά ο Ρέρικ. Στους τοίχους μεταξένιες κουρτίνες κρύβανε την πέτρα και δημιουργούσανε μια έντονη θηλυκή εικόνα στο δωμάτιο. Στο πάτωμα πολλά πουφ και μαξιλάρες, φτιαγμένα έτσι ώστε να κάθονται πολλά άτομα άνετα. Και στον τοίχο στα δεξιά τους, ένας τεράστιος καθρέφτης που έπιανε όλο τον τοίχο σε όλες του τις διαστάσεις. Το πιο εντυπωσιακό όμως δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Μέσα στο δωμάτιο ήτανε ξαπλωμένη πάνω στα πουφ μια γυναίκα! Μια γυναίκα όμορφη, πανέμορφη, εξαιρετικά όμορφη, και μετά προσθέτεις και ένα κερασάκι ομορφιάς στην τούρτα της εξαισιωσύνης που είδαν μπροστά τους. (σημείωση του συγγραφέα: η υπερβολή εδώ θα εξηγηθεί σε ύστερο κεφάλαιο) Τα μαλλιά της μαύρα, σαν το απαλό χρώμα που παίρνει ο ουρανός μια έναστρη νύχτα, τα χείλη της κόκκινα σαν ζεστό αίμα από πληγή, και τα μάτια της δύο απύθμενες λίμνες του πιο μαγευτικού πράσινου που μπορούσε κανείς να βρει. Το σώμα της σαν να ήταν σκαλισμένο στο πιο φίνο μάρμαρο που υπήρχε και που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει στον κόσμο αυτό. Ο Ρέρικ έμεινε με το στόμα ανοιχτό, λες και μπορούσε να κάνει αλλιώς. Αντίθετα ο Γκουίντορ ερωτεύτηκε τον καθρέφτη με την πρώτη ματιά που του έριξε. Ένας τεράστιος καθρέφτης, χωρίς ίχνος παραμόρφωσης στην επιφάνειά του. Όσα έδειχνέ μέσα του ήταν μια ανέλπιστα πιστή αντανάκλαση των όσων υπήρχαν στο δωμάτιο. Ο ίδιος, ο Ρέρικ, ακόμα και η γυναίκα αντανακλούντα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Τα μάτια της, τα χείλη της, τα φίδια στο κεφάλι της… Ο Γκουίντορ ξαφνιασμένος ανοιγόκλεισε τα μάτια του και ξανακοίταξε. Μάλλον το φαντάστηκε γιατί η κοπέλα ήταν όπως ακριβώς και στη πραγματικότητα· ξαπλωμένη πάνω στο πουφ με κλειστά τα μάτια λες και κοιμότανε. Ο Ρέρικ προχώρησε δισταχτικά προς το μέρος της και την σκούντηξε απαλά. Αυτή άνοιξε τα μάτια της, σαν τρομαγμένου ελαφιού, και κοίταξε το άτομο που την ξύπνησε. Μετά την αρχική της έκπληξη, και το γούρλομα των ματιών που είναι συνοδοιπόρος αυτής (της έκπληξης, όχι της κοπέλας), η κοπέλα τινάχτηκε και αγκάλιασε τον Ρέρικ από τον λαιμό, ενώ άρχισε να κλαίει με αναφιλητά. «Επιτέλους, επιτέλους, κάποιος ήρθε να με σώσει» έλεγε ξανά και ξανά, χωμένη μέσα στο στήθος του Ρέρικ. Αυτός, τρομαγμένος λίγο, προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Ο Γκουίντορ άφησε επιτέλους τον καθρέφτη και πλησίασε την κοπέλα. Έβγαλε ένα φλασκί από την τσέπη του, κάποια απ’ όλες, και με χαμηλή και ευγενική φωνή, της πρόσφερε από το περιεχόμενό του. «Πιες λίγο από αυτό, θα σε βοηθήσει.» «Ε.. ευχαριστώ.» «Τώρα πες μου πια είσαι και τι κάνεις εδώ;» Η κοπέλα ήπιε λίγο από το φλασκί, και το χρώμα επέστρεψε στα μάγουλά της. Τα μάτια της ανάψανε και γενικά φάνηκε να παίρνει ζωή. Άρχισε να μιλάει ζωηρά. «Με λένε Τέρνια. Είμαι κόρη ευγενούς από τη χώρα του Πόντου. Με έφερε εδώ ένας απαίσιος μάγος, που προσπαθεί να πείσει τον πατέρα μου να του πουλήσει τη γη του. Το πρόβλημα είναι ότι ο μάγος προσπάθησε να ερευνήσει λίγο παρακάτω και έπεσε στον φύλακα, ο οποίος απάλλαξε, ευτυχώς, τον κόσμο από τον μάγο. Άκουσα το τέλος του από το δωμάτιο αυτό. Είμαι εδώ περίπου 5 μέρες τώρα και το νερό και το φαΐ, έχουν τελειώσει. Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, σας παρακαλώ!» Δάκρυα είχαν αρχίσει πάλι να ανεβαίνουν στα μάτια της κοπέλας, ενώ τους κοίταζε παρακλητικά. Κοιταχτήκανε για ένα δευτερόλεπτο και μετά κοίταξαν πάλι την Τέρνια. «Εντάξει, αλλά να ξέρεις ότι πάμε στο πλάσμα που σκότωσε αυτόν που σε απήγαγε.» είπε ο Ρέρικ. «Οπουδήποτε είναι καλύτερα από το να περιμένω εδώ!» είπε καθώς ξαναπήδησε μέσα στην αγκαλιά του Ρέρικ. Ο αλχημιστής μάζεψε το μπουκάλι με το ποτό του και κοίταξε την δόση που είχε μείνει. Έπρεπε να τελειώνουν γρήγορα. «Ρέρικ, σταμάτα να χαλβαδιάζεσαι με την κοπέλα και προχώρα! Πρέπει να τελειώνουμε επιτέλους με αυτό το μέρος!» Ο Ρέρικ και η Τέρνια, με τα πρόσωπα κοκκινισμένα, ακολούθησαν τον Γκουίντορ. Η Τέρνια έμεινε να ακολουθεί στο τέλος της παράταξης με ένα παράξενο χαμόγελο στα χείλη της. Προχώρησαν στο επόμενο δωμάτιο, που ήταν άλλος ένας διάδρομος. Ένα τέταρτο περπατήματος αργότερα, φτάσανε σε μια καινούργια πόρτα. «Μου φαίνεται, ή παραείναι ίσιο το μονοπάτι τώρα τελευταία;» «Έχεις δίκιο Ρέρικ, είναι σαν κάποιος να μας οδηγεί…» «Τι λες να κρύβεται πίσω από την πόρτα;» «Αν είμαστε τυχεροί κάτι που μπορεί να πεθάνει. Το ποιο πιθανό βέβαια με την τύχη που μας δέρνει, είναι να ζει ένα Lich.» «Τι είναι Lich;» «Κάτι που δεν θες να γνωρίσεις από κοντά, Τέρνια» Το πρώτο πράγμα που παρατήρησαν όταν άνοιξαν την πόρτα ήταν ο κίτρινος κρύσταλλος, που ήταν τοποθετημένος πάνω σε έναν γκρι βωμό, ο οποίος ήταν καλυμμένος με καφέ πιτσιλιές. Το δεύτερο πράγμα που παρατήρησαν ήταν μια τεράστια πράσινη ουρά, που πάνω της καθότανε ένα εξίσου τεράστιο και πράσινο κεφάλι σαύρας. Το τελευταίο πράγμα που είδανε ήτανε τα καθόλου καθησυχαστικά απομεινάρια του προηγούμενου δείπνου του δράκου, κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινους σκελετούς. «Προτείνω να υποχωρήσουμε στρατηγικά.» «Συμφωνώ μαζί σου.» «Δυστυχώς για σας, μικροί πίθηκοι, εγώ διαφωνώ.» Ο δράκος άνοιξε βαριεστημένα το ένα του μάτι. Χασμουρήθηκε, κάτι που έκανε το δωμάτιο να σειστεί, και κοίταξε τους τρεις που είχαν μπει στο δωμάτιο. «Σε τι οφείλω την αγενέστατη εισβολή σας στη κρεβατοκάμαρά μου;» ρώτησε ο δράκος. «Δεν ήταν ηθελημένο, άρχοντά μου. Ήμαστε σε μια αποστολή και ζητούμε ταπεινά, απλά να περάσουμε.», είπε ο Γκουίντορ. «Είμαι υποχρεωμένος να σας σταματήσω. Βλέπεις είχα την ατυχία να συμφωνήσω με κάτι θνητούς, και είμαι ο φύλακας. Μην ρωτήσεις τίνος ο φύλακας, δεν έχει νόημα.» είπε με βαρειστημένη φωνή ο δράκος «Εμμμ, τότε θα πρέπει να μας πεις που αλλού μπορούμε να βρούμε λίγο καθαρό νερό», ρώτησε δισταχτικά ο Γκουίντορ. «Και γιατί ψάχνετε κάτι τόσο σπάνιο, αν μπορώ να ρωτήσω;» είπε χαμηλόφωνα ο δράκος. «Είμαστε σε αποστολή από ένα τρίτο πρόσωπο. Δυστυχώς δεν μπορώ να αποκαλύψω παραπάνω πράγματα.» απάντησε με σεβασμό ο Γκουίντορ. «Χμμμ. Τότε δεν μπορώ να σας το δώσω έτσι απλά. Θα πρέπει να περάσετε…» άρχισε ο δράκος. «Τρεις δοκιμασίες.» συμπλήρωσε ο Ρέρικ. «Γιατί πρέπει πάντα να περνάμε από τρεις δοκιμασίες μπορείς να μου πεις μάγε;» «ΓΚΟΥΙΝΤΟΡ!» απάντησε τσατισμένα ο γερο-αλχημιστής. Ο δράκος παρακολουθούσε με ανανεωμένο το ενδιαφέρον του. Καταλάβαινε τώρα γιατί είχαν καταφέρει να έρθουν αλώβητοι στο άντρο του. Οι νεοφερμένοι ήταν… διασκεδαστικοί. Edited October 6, 2006 by month Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted October 15, 2006 Share Posted October 15, 2006 Έχει κάποια τεχνικά λαθάκια, αλλά δεν θα μείνω σ΄αυτά [αν θέλεις άλλη φορά, από msn, είναι κάτι "πού" από τα οποία λείπει ο τόνος, κάτι τέτοιου στιλ πράγματα]. Το πρόβλημα που νομίζω πως έχει είναι ότι δεν είναι αρκετά αστείο για παρωδία, και δεν είναι αρκετά πειστικό και engaging για μη-παρωδία. Κατάλαβες; Είναι μια dndάδικη ιστορία, το γράψιμο δεν είναι σε καμμία περίπτωση απαράδεκτο, αλλά δεν λύνομαι στα γέλια, άρα δεν είναι πολύ καλή παρωδία, κι ούτε και την παίρνω στα σοβαρά, άρα δεν είναι πολύ καλή σοβαρή fantasy ιστορία. Είναι κάπου στη μέση. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 23, 2006 Share Posted October 23, 2006 Ναι, ειδικά σε αυτό το κεφάλαιο έχει γίνει περισσότερο dndάδικο από τι ήταν προηγουμένως. Αν και ο δράκος, ε, θα τους είχε φάει και θα ρώταγε τα πτώματά τους για αυτά που θα ήθελε να μάθει κατόπιν, αλλά εντάξει, δεν είναι faerun είναι Αρέττα (ο κόσμος δεν είναι?) παρόλο που μοιάζει εξαιρετικά. Τώρα εκτός από αυτό, το τέλος όπου φωνάζει ο Γκουίντορ πως τον λένε Γκουίντορ "για τελευταία φορά" είναι κάτι που το περιμένω από το πρώτο κεφάλαιο να συμβεί. Το ότι το κάνει μπροστά στο δράκο είναι ακόμα καλύτερο από αυτό που περίμενα Γενικά, για όσο έχεις γράψει μέχρι στιγμής έχω να σου πω τα εξής: Εδώ έχεις μια ιστορία ανάλαφρη, την οποία θεωρώ πως πρέπει να συνεχίσεις να αντιμετωπίζεις ως τέτοια -καθότι το κάνεις αρκετά καλά- και να αφήνεις κατά μέρους κάθε βαρύγδουπο όνομα που σου έρχεται στο μυαλό. Την καις με αυτά. Τα σχόλια του συγγραφέα είναι όμορφα και είναι ένα στοιχείο που με λίγη εξάσκηση παραπάνω θα μπορείς να το χειριστείς πολύ καλά και να δίνεις με αυτό έναν τόνο χιούμορ στην ιστορία, όπου το χρειάζεσαι. κακώς εμφανίζεται τόσο λίγο. Το μυστήριο με το κορίτσι ίσως έπρεπε να υπάρχει και λιγάκι μέσα στο διάλογο, αν όντως είναι ύποπτη. Έτσι ως έχει είναι λίγο περίεργο, είναι λίγο ανύπαρκτη σα φιγούρα και ειδικά μετά που περπατάνε κι ενώ είναι καινούργια στην ομάδα δεν της κάνει κανείς τους ερωτήσεις. Θέλει φτιάξιμο. Για τη φάση με το δράκο δε μπορώ να σου πω κάτι ακόμα πρέπει να τη δω να καταλλήγει. Κι εδώ όμως, εκείνα τα σχόλια του συγγραφέα (και δε μιλάω μόνο για το ξεκάθαρο αλλά και για εκείνο πχ από το 1ο κεφάλαιο με τη λογική που φωνάζει στο κεφάλι τους) ίσως να σου έδιναν διέξοδο όπου ενδεχομένως κολλήσεις. Καλή συνέχεια σου εύχομαι, σε καμία περίπτωση να μην την αφήσεις πριν τελειώσει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.