heiron Posted December 5, 2006 Share Posted December 5, 2006 (edited) Ειδος: Θεολογικη, παρανοικη ΕΦ Βια: Οχι, απειροελαχιστη Σεξ: Οχι Λεξεις: 1745 περιπου Αυτοτελης: Ναι Σχολια: Ο "Υιος του Θεου" βολταρει στη Θεσσαλονικη με τη Μαρια και παθιαζεται με το τελος του κοσμου. Ελπιζω να μην αφοριστω... Η ΈΣΧΑΤΗ ΚΥΡΙΑΚΗ Ο ήλιος ξεπρόβαλλε πέρα από τον Λευκό πύργο. Η πόλη έχανε τη μαγεία του σαββατόβραδου και έπαιρνε τη νωχελική πρωινή όψη που είχε κάθε Κυριακή. Οι γοητευτικές, μυστηριώδεις γειτονιές της μετατρέπονταν σε ήσυχα, βρώμικα δρομάκια. Οι καλοντυμένοι, κεφάτοι νέοι κάτοικοι της γύριζαν νυσταγμένοι και μεθυσμένοι στα σπίτια τους. Πέρα από τις πολυκατοικίες, το πάρκο της παραλίας και τη φθαρμένη από τα κύματα προκυμαία, το φως του ηλίου αντανακλώνταν στα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού. Το χρώμα τους ήταν αυτό του φρέσκου λαδιού από τους ελαιώνες της Γαλιλαίας. Είναι περίεργο πως οι αιώνες σβήνουν ονόματα και γεγονότα από τη μνήμη αλλά αδυνατούν να εξαλείψουν τις εικόνες που χαραχτήκαν στη συνείδηση κατά τη διάρκεια των ανέμελων παιδικών χρόνων. Δεν θυμόταν πότε ήταν η πρώτη φορά που είχε αντικρύσει αυτό το χρώμα, ήθελε όμως αυτή να ήταν η τελευταία. Δυο χιλιάδες χρόνια είναι υπερβολικά πολλά για να υποφέρει ο οποιοσδήποτε. Ακόμη κι ο Υιός του Θεού δεν έπρεπε να υποφέρει τόσο καιρό. Είναι άδικο να θυσιάζομαι για τους ανθρώπους. Ανώφελο. Θα έπρεπε να το είχε συνειδητοποιήσει και να μου δώσει τη δύναμη να βάλω ένα τέλος. Γιατί με παράτησε να περιπλανιέμαι χωρίς δυνάμεις; Είναι μια δοκιμασία κι αυτή; Να βρω μόνος μου τη δύναμη; Κι έπειτα είμαι ελεύθερος να διορθώσω το λάθος; Τα πόδια του Χρήστου έσταζαν ακόμη καθώς ήταν κρεμασμένα πάνω από τη θάλασσα. Σύρθηκε προς τα πίσω και έβγαλε τα παπούτσια του αδειάζοντας το υπόλοιπο περιεχόμενο στα σκαλοπάτια. Θα έπρεπε να βγάλει και το τζιν και την μπλούζα. Ήταν πρωί και έκανε ψύχρα αλλά προτιμούσε να περιμένει τη Μαρία να του φέρει στεγνά ρούχα. Ούτως ή άλλως δεν υπήρχε περίπτωση να πάθει κάτι σοβαρό. Ούτε είχε καμιά σημασία. Σήμερα έπρεπε να τα καταφέρει. Έπρεπε αυτή να ήταν η τελευταία μέρα για τον ίδιο, την ανθρωπότητα και το σύμπαν. Αν μπορούσε να συγκεντρωθεί λίγο ακόμη θα τα κατάφερνε. «Εδώ είσαι πάλι;», διέκοψε την ονειροπόληση του η Μαρία. Γύρισε και την αντίκρισε. Δυο χιλιάδες χρόνια είχε μείνει ίδια και απαράλλακτη στα μάτια του. Τα μαλλιά της παρέμεναν μαύρα σαν έβενο και έπεφταν μακριά και πλούσια στους ώμους της. Κάθε φορά που την κοίταζε, τα μάτια της του θύμιζαν τους ρόζους των ξύλων που χρησιμοποιούσε στη δουλειά του ο Ιωσήφ. Και το δέρμα της ανέδυε ανεπαίσθητα την μεθυστική μυρωδιά του εργαστηρίου του. Ιδρώτας και φρεσκοκομμένο ξύλο και αγάπη στο ίδιο άρωμα. Δεν ήταν λεπτή, ούτε είχε αισθησιακές καμπύλες αλλά ήταν η κοπέλα που τον συντρόφευε για είκοσι αιώνες. Κι ένας έρωτας τόσο μακρόχρονος παύει να είναι μόνο σαρκικός, παύει να είναι ακόμη και απλώς πνευματικός. Είναι σαν δυο κομμάτια από το ίδιο μέταλλο που έλιωσαν και δέθηκαν μαζί. Και κάθε χτύπημα όλα αυτά τα χρόνια της σχέσης τους έκανε το μέταλλο εκείνο πιο δυνατό, όπως το σφυροκόπημα του σιδερά. «Σου έχει γίνει έμμονη ιδέα να βουτάς με τα ρούχα σου στα βρομόνερα κάθε Κυριακή. Ελπίζω αυτή να είναι η τελευταία γιατί αυτή τη βδομάδα αρχίζει η εξεταστική και δεν έχω όρεξη να ψάχνω να σε βρω», τον μάλωσε ενώ του έβγαζε τα βρεγμένα ρούχα. Τι σημασία έχει αν θα πάρει το πτυχίο της Ψυχολογίας αφού ο κόσμος θα καταστραφεί; αναρωτήθηκε ο Χρήστος σκουπίζοντας το γυμνό του σώμα με μια μεγάλη άσπρη πετσέτα. «Αυτή θα είναι η τελευταία Κυριακή. Η έσχατη. Σήμερα έκανα τρία βήματα στη θάλασσα. Ως το μεσημέρι θα έχω ανακτήσει τις δυνάμεις μου», της απάντησε κι άρχισε να ντύνεται με τα στεγνά ρούχα που του είχε φέρει μέσα σε μια πλαστική τσάντα από το σούπερ μάρκετ της γειτονιάς τους. Η Μαρία πήρε τη σακούλα και έβαλε μέσα τα βρεγμένα, αφού πρώτα τα έστυψε δημιουργώντας μικρές, μαύρες κηλίδες στο τσιμέντο της παραλίας. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την κρατούσε κοντά του. Είχε και παλιότερα γκόμενους που το μυαλό τους δεν λειτουργούσε και τόσο καλά. Ίσως να είχε κάποια κλίση σε τέτοιους τύπους αλλά ο Χρήστος έμοιαζε διαφορετικός. Όσους μήνες ήταν μαζί δεν τον είχε δει να παίρνει ναρκωτικά, δεν κάπνιζε ούτε τσιγάρα για την ακρίβεια. Και πάντα έπινε λίγο. Αλλά προφανώς είχε προσωπικά προβλήματα αφού ήταν αποκομμένος από την κοινωνία. Δεν είχε κανένα ζωντανό συγγενή και οι φίλοι του ήταν ελάχιστοι. Ακόμη και αυτοί οι φίλοι, βέβαια, συναναστρέφονταν μαζί του κυρίως για να γελούν με τις ασυναρτησίες που έλεγε και τον ιδιαίτερο, μάλλον τρελό αλλά διασκευαστικό τις περισσότερες φορές, χαρακτήρα του. Πολλοί της έλεγαν ότι η θέση του είναι σε κάποιο ίδρυμα όμως δεν έβλεπε γιατί ένας τόσο αγαθός άνθρωπος θα έπρεπε να κλειστεί σε τρελοκομείο και να γίνει φυτό από τα ψυχοφάρμακα. Εξάλλου ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση για μελέτη και από μικρή ήταν ερωτευμένη με την ψυχανάλυση και την ψυχολογία. Αν έβλεπε ότι η κατάσταση του χειροτέρευε θα έφευγε μακριά. Σύντομα έπαιρνε το πτυχίο της και επέστρεφε στην Καρδίτσα. «Κάποια μέρα μπορεί να πνιγείς, Χρήστο», του είπε και ξεκίνησαν για το σπίτι της. «Δεν πρόκειται να το ξανακάνω αυτό, μην ανησυχείς. Μην ανησυχείς για τίποτα», της αποκρίθηκε με μια παράξενη λάμψη στο βλέμμα του που δεν οφείλοταν στο μολυσμένο θαλασσινό νερό ούτε σε δάκρυα. Την αγκάλιασε και πέρασαν τον παραλιακό δρόμο. Η πλατεία Αριστοτέλους άρχιζε να παίρνει ζωή ξανά. Ηλικιωμένοι, κατά κύριο λόγο, έκαναν βόλτες, καθόταν στα ξύλινα, άβολα παγκάκια και στις καφετέριες συζητώντας για κάθε πιθανό θέμα. Πέρα μακριά, στο βορρά, η ομίχλη διαλυόταν και αποκάλυπτε τα σπίτια της Άνω πόλης και το δάσος από τις κεραίες τηλεοράσεων, τις τόσο άναρχα τοποθετημένες. Ο Χρήστος χτυπούσε με δύναμη τα πόδια του στο δάπεδο και διασκέδαζε με τον υπόκωφο ήχο που προκαλούσε, τρομάζοντας έτσι τους γέρους με τα γκρίζα και καφετιά παλτά που περπατούσαν παραδίπλα. «Θέλεις να φάμε κανένα γύρο, Χρήστο;» Το στομάχι του γουργούριζε εδώ και ώρα αλλά ήταν αποφασισμένος να μην φάει. Έπρεπε το σώμα του να μείνει απερίσπαστο για την τελική δοκιμασία που θα περνούσε από στιγμή σε στιγμή. Μερικά λεπτά πείνας ακόμη. «Όχι», της απάντησε και έστριψαν δεξιά. Η Μαρία σταματούσε μερικές φορές για να χαζέψει τα ρούχα στις βιτρίνες των καταστημάτων. Ήταν συνήθεια της να ψωνίζει καινούργια ρούχα κατά τη διάρκεια της εξεταστικής ώστε να κατέβαινε στην πόλη της με ανανεωμένη γκαρνταρόμπα αλλά ο φίλος της ήταν βιαστικός. Την αγκάλιαζε και σχεδόν την έσπρωχνε να προχωρήσουν προσπερνώντας όσους βάδιζαν αργά. Ευθεία μπροστά ξεπρόβαλλε η Αγία Σοφία. Τα δέκα παράθυρα στον αρρωστημένο κίτρινο τοίχο της έμοιαζαν να τον παρακολουθούν με δέος, σιωπηλά και ακίνητα σαν να γνώριζαν τι έμελλε να συμβεί. Συνήθιζε να κάνει μια επίσκεψη όταν ήταν στη γειτονιά και να ανάβει ένα κερί αλλά αυτή τη φορά προσπέρασε την παλιά εκκλησία με τα καφετιά και κόκκινα τούβλα της και ανηφόρισε προς την Εγνατία. Τα παιδιά συνέχισαν να παίζουν μπάλα στη σκιά του μεγάλου, πρασινισμένου από τις κακουχίες αιώνων, τρούλου φωνάζοντας και βρίζοντας ώσπου χάθηκαν πίσω από τις βελόνες των πεύκων και τα μεγάλα, πλατιά φύλλα των φοινίκων της αυλής. Το βιβλιοπωλείο που τόσες φορές είχε επισκεφτεί στο παρελθόν ήταν κλειστό. Ποτέ δεν θα ξαναπερνούσε από εδώ. Δεν θα ρουφούσε το άρωμα του φρέσκου βιβλίου, ούτε του παλιού. Θα του έλειπε το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου που σκόπευε να διαβάσει αλλά δεν είχε τα χρήματα για να το αγοράσει. Θα μπορούσε να αναβάλλει το σχέδιο του ώστε να μπορέσει για άλλη μια βδομάδα να κολυμπήσει στο πέλαγος των άγνωστων τίτλων, να καταδυθεί στις στοίβες για να βρει ένα συγκεκριμένο τόμο που του είχε γίνει εμμονή. Αλλά όχι. Ούτε βιβλία ούτε καμιά άλλη υλική απόλαυση. Μόνο αυτός και η Μαρία και το Τίποτα. Ως το τέλος του χρόνου και ακόμη παραπέρα. Αυτό έπρεπε να κάνει, το είχε συνειδητοποιήσει τώρα, μετά από δυο χιλιάδες χρόνια. Ήταν λάθος που θυσιάστηκε για την ανθρωπότητα. Δεν το άξιζε κανείς τους. «Γιατί να σωθούν; Τίποτα. Όλα να γίνουν Τίποτα! Το κενό, το κενό, το κενό!», ούρλιαζε, τραβώντας τα βλέμματα για μια στιγμή. Μετά από ένα δευτερόλεπτο, ο κόσμος προσποιούταν ότι δεν τον άκουσε. Η Μαρία επιτάχυνε το βήμα της ανήσυχη. «Αύριο θα πάμε να σε κοιτάξει κάποιος γιατρός. Τα έχεις παίξει εντελώς σήμερα!» Έσκυψε και την φίλησε. Οι υγρές ακόμη μπούκλες του χάιδεψαν το δέρμα της, ηρεμώντας την με το δροσερό άγγιγμα τους. Δεν θα υπάρχει γιατρός αύριο. Δεν θα υπάρχει ούτε το αύριο. Μόνο εμείς και το Κενό, σκέφτηκε. Αλλά έχει παγιδευτεί πάλι στο υλικό κορμί της και τη Μάγια, την ψευδαίσθηση του κόσμου. Θα καταλάβει όταν όλα τελειώσουν και θα ξαναγίνει η Μαρία μου, η παντοτινή, η άχρονη Μαρία. Πλησίαζαν τώρα. Η Καμάρα και το τέλος των πάντων. Το ραντεβού με την ανυπαρξία. Θα διάβαιναν την αψίδα και όλα θα τελείωναν. Ούτε η μυρωδιά του φρέσκου ψωμιού ούτε τα κορναρίσματα έπρεπε να τον αποσπάσουν. Ενοχλήσεις ως το τέλος! Η παθητική αντίσταση. Ο νόμος της Αδρανείας σε όλο του το μεγαλείο. Πέρασαν τα φανάρια. Πλήθος πιστών έβγαινε από τον ναό της Παναγιάς Δεξιάς. Ηλικιωμένες και μεσήλικες κυρίες φλυαρούσαν ακατάπαυτα φτύνοντας ασυναίσθητα ψίχες από το αντίδωρο που είχαν μασήσει στην εκκλησία. Τα χτενίσματα τους επιτηδευμένα για να καλύψουν την ασχήμια τους, τα κακόγουστα ρούχα τους νοτισμένα με φθηνά αρώματα για να καλύψουν την μπόχα τους. Οι μυρωδιές τους έφθαναν ανακατεμένες στα ρουθούνια του ως μυρωδιά της αμαρτίας. Σταμάτησε κάτω από την Καμάρα και κράτησε το χέρι της Μαρίας. Εκείνη, απορημένοι, έμεινε ακίνητη. Συγκεντρώθηκε και οραματίστηκε το Τίποτα. Σίγουρος πως ο Πατέρας θα του έκανε αυτή την τελική χάρη, έκανε το τελευταίο βήμα πέρα από την αρχαία αψίδα. Τα μάτια του ήταν κλειστά, το πρόσωπο του γαλήνιο. Όλα τελείωναν, επιτέλους. Και τότε, αισθάνθηκε να πέφτει. Πτώση. Πτώση και πόνος. Μια κυρία με παλιό, μπλε ταγιέρ και μπεζ τσάντα τον είχε σπρώξει και ήταν πεσμένος στο έδαφος. Δεν γύρισε καν να τον κοιτάξει παρά είπε ένα ειρωνικό σχόλιο στη φίλη της και συνέχισε. Η μύτη του έσταζε αίμα. Δεύτερη φορά μάτωνε πριν τη Δοκιμασία. Και πάλι η Μαρία ήταν κοντά του να του σκουπίσει το αίμα με το μαντήλι της. «Μαρία», της ψιθύρισε απαλά στο αυτί ενώ του καθάριζε το πρόσωπο, «θέλω να με πιστέψεις». Την κοίταξε στα θολά αμυγδαλωτά της μάτια αλλά αυτή απέστρεψε το βλέμμα της συγχυσμένη. Προτίμησε να κοιτάξει προς την απέναντι πολυκατοικία και τις κλειστές της μπαλκονόπορτες όταν η εικόνα της οικοδομής άρχισε να θολώνει και να εξαφανίζεται, μαζί με ολόκληρη τη γειτονιά. Όλα χαθήκαν για ένα χτύπο της καρδιάς και επανήλθαν αμέσως μετά. Ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό της. Ήταν άφωνη. Τα χείλη της ήταν ανοιχτά αλλά η γλώσσα της αδυνατούσε να βρει μια κατάλληλη λέξη. «Δεν… δεν… », τραύλισε μόνο. «…μπορεί;» ρώτησε ο Χρήστος και αυτή τη φορά ήταν επιτέλους ανάλαφρος και ευτυχισμένος. «Μπορεί», είπε με σιγουριά και αυτοπεποίθηση. Οι άνθρωποι, τα αυτοκίνητα, τα κτίρια, η Γη και το Σύμπαν ολάκερο ξεθώριασαν σταδιακά, αφήνοντάς τους μόνους στο κενό. Ακόμη κι ο Πατέρας είχε αποχωρήσει. _σ_ατη_Κυριακη.doc Edited December 11, 2006 by heiron Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted December 5, 2006 Share Posted December 5, 2006 Καταρχάς, ενα μεγάαλο φιλί απο μένα . . Kατάφερες και με πήγες πίσω για λίγο, έβλεπα τους δρόμους μπροστά στα μάτια μου και ειλικρινά...ουφ. Αη σιχτίρ, με συγκίνησες... Γκουχ. Πίσω στην ιστορία λοιπόν. Μ άρεσε πάρα πολύ! . Πολύ ωραία γραμμένη, ήθελε όμως λίγη περισσότερη ανάπτυξη, εκεί προς το τέλος. Κάπου μεταξύ Αγίας Σοφίας και Καμάρας ;). Λιιιγο ακόμα ανάπτυξη, να μας δείξεις πόσα έχει περάσει όλους αυτούς τους αιώνες. Και λιγη ακόμα εξήγηση, ας πούμε γιατί ειδικά στην Καμάρα; Και τελικά έφυγε ολος ο κοσμος ή μονο αυτοι οι δύο; Ξεκαθάρισέ το λίγο. Η αρχή είναι πάρα πολύ καλή. Ειδικά αυτό για το χρώμα της θάλασσας, και τα μάτια της Μαρίας, ήταν πραγματικά εμπνευσμένα σχόλια! Πολύ ωραία ιδέα - στο είχα πει απο το μήτινγκ - και πολύ ωραία ιστορια. Και με ταξίδεψες και σ ευχαριστώ . Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted December 5, 2006 Share Posted December 5, 2006 Μου θυμίζει κάτι από τα Ονόματα του Θεού, σε πιο ελληνικό (κλασικό στοιχείο σου) και πιο εκκλησιαστικά επιβαρυμένο (ως ελληνικό) - καλό κείμενο, γενικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Balidor Posted December 5, 2006 Share Posted December 5, 2006 Τρελιάρικο, εγώ μπερδεύτικα κάπως στην φάση είναι η παντοτινή μαρία τόσων αιώνων αλλα και μια φοιτήτρια που τον περνάει για τρελό. Αλλα παρ'όλα αυτά πολύ καλή ιδέα ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted December 6, 2006 Author Share Posted December 6, 2006 Ευχαριστω,Τριλ.Να ανεβαινεις που και που πανω για να τα θυμασαι και να συγκινεισαι πιο συχνα. Δεν θυμαμαι ποτε μου ηρθε η ιδεα για το στορυ-ουτως η αλλως εχω αρκετες αυτου του στυλ-αλλα ο τιτλος μου ειχε ερθει την τελευταια Κυριακη των διακοπων μου. Οσον αφορα την Μαρια, περιμενα καποιο σχολιο γιατι επιτηδες το αφησα μετεωρο. Στην αρχικη του μορφη ηταν η Μαρια η Μαγδαληνη,αθανατη κι αυτη και ηταν ενας απο τους λογους που ειχε μαλωσει ο Υιος με τον Πατερα.Οταν το ξαναγραψα ομως αποφασισα να την κανω πιο αμφιλεγομενη φιγουρα αφου ο Χρηστος την θεωρει την ιδια που γνωρισε τον 1ο αιωνα αλλα προφανως ειναι μια Ελληνιδα 20αρα φοιτητρια.Δεν ξερω αν το προσεξατε, αλλα ο Χρηστος εχει...εχμ...σαλταρει λιγο.Οποτε λογικα κανει λαθος.Αλλα εφοσον τελικα φαινεται οτι ειναι οντως ο Υιος του Θεου,ισως να εχει καποιο δικιο.Ισως ηταν η ψυχη της αιωνιας Μαριας μες την Καρδιτσιωτισα που την εκανε να τον ερωτευτει.Ισως παλι, αυτος να ηταν τρελαμενος με την απωλεια της θνητης αγαπημενης του αιωνες πριν που οσες γνωριζε εκτοτε τις εβλεπε ιδιες,σαν την πρωτη.Αυτη η τελευταια ειναι και η αγαπημενη μου εκδοχη αλλα μπορειτε να διαλεξετε οποια θελετε. Υπενθυμιζω οτι "Δυο χιλιάδες χρόνια είχε μείνει ίδια και απαράλλακτη στα μάτια του" Στα ματια του,οχι οπωσδηποτε και αντικειμενικα. Επισης,στην πρωτη γραφη του διηγηματος υπηρχε ενας διαλογος που εξηγουσε αρκετα πραγματα οπως λογους που τον οδηγησαν εκει αλλα ηταν κακογραμμενος και τελικα τον εφαγε ο καδος απορριματων. Η Καμαρα ηταν ιδανικο σημειο για να δωσει ραντεβου με το τελος του κοσμου.Ειναι και αρχαια πυλη,ε... Ναι,υποτιθεται οτι εξαφανιζεται ο κοσμος,τα παντα.Δηλαδη αυτο προσπαθει ο Χρηστος.Τωρα αν το πετυχαινει... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ivan Gig Nth Yuk Posted December 8, 2006 Share Posted December 8, 2006 Φάση είχε. Μου άρεσε αρκετά. Μου άρεσε ακόμα περισσότερο επειδή ήταν στην Θεσσαλονίκη και το να διαβάζω για μέρη που διασχίζω (ή διέσχιζα) σχεδόν καθημερινά και να τα βλέπω από μια τρίτη ματιά έχει τελικά πολλή πλάκα. Όσο για την ιστορία, ήταν έξυπνη και δοσμένη πολύ καλά. Υ.Γ.: Εγώ είχα για αρκετά μεγάλο διάστημα του κειμένου πως πρόκειται για την μητέρα του Χριστού η Μαρία. Ίσως όμως απλώς δεν μου πέρασε απ' το μυαλό στην αρχή η Μαγδαληνή. Υ.Γ.2: Τι σε πειράζει ο αφορισμός αφού δεν θα υπάρχει τίποτα; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted February 5, 2007 Share Posted February 5, 2007 Πολύ punk διήγημα. Πολύ ενδιαφέρον επίσης, δεν το βλέπω ως χαριτωμένο ή αστείο, είναι μάλλον γαμάτο και post modern. Slipstream actually. Πολύ καλογραμμένο και άρτιο, δεν έχω και τίποτα να σχολιάσω. Keep it up! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 17, 2007 Share Posted May 17, 2007 Έξυπνο κείμενο και πολύ ζωντανή αποτύπωση της συμπρωτεύουσας (πάω στοίχημα ότι αν την είχα επισκεφτεί θα το έβλεπα διαφορετικά) αλλά νομίζω ότι κουτσαίνει κάπου: ο κόσμος τελειώνει και όμως ο Χρή(ι)στο(ό)ς απλά σκέφτεται την Μαρία, τίποτα περισσότερο. Λείπουν κομμάτια από το παζλ και αυτό αφήνει στο τέλος μια χλιαρή εντύπωση. Κατά τη γνώμη μου χρειάζεται παραπάνω "κρέας" για να δουλέψει ως ιστορία. ΥΓ: σου έχουν ξεφύγει κάτι τυπογραφικά λάθη, όπως για παράδειγμα το αλλά διασκευαστικόή το Εκείνη, απορημένοι, (Ανταπόδοση κριτικής) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted May 18, 2007 Author Share Posted May 18, 2007 Αχαχα,ναι...τα ορθογραφικα πρεπει να εγιναν οταν έβαζα τους τονους μεσω ορθογραφικου ελεγχου οποτε μπηκαν λαθος-παρομοιες-λεξεις. Οσο για το κρεας,χμμμ,θα μπορουσε ισως να εχει λιγο παραπανω αλλα δεν ειναι και απαραιτητο.Το τελος ειναι μια χαρα πιστευω.Ειναι αυτος και η Μαρια,τελος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.