Jump to content

Ροσάλια


Sonya

Recommended Posts

Όνομα συγγραφέα: Σόνυα

Είδος: φαντασία

Βία: όχι

Σεξ: όχι

Αριθμός λέξεων: 1.631

Αυτοτελής: απολύτως

Σχόλια: δεν είναι τίποτα σπουδαίο, απλά μου άρεσε σαν ιδέα.

 

 

ΡΟΣΑΛΙΑ

 

«Και ποτέ, ποτέ δεν μπορείς να τελειώσεις ό,τι αρχίζεις! Όλο σχέδια και ‘θα’ και πύργοι από άμμο! Κι εγώ να δουλεύω μέρα και νύχτα σ’ αυτή την άθλια τρύπα με πάσης φύσεως φρικιά να ψάχνουν ευκαιρία να μου βάλουν χέρι!»

 

Στο σκοτεινό δωμάτιο, με τη σκόνη να δημιουργεί λόφους δυσώδους αποσύνθεσης, τα ξύλινα κύπελλα σκόρπια και βρόμικα στο πάτωμα, έτριζε την πένα του πάνω σε παλιό, πολυχρησιμοποιημένο και ξυσμένο πάπυρο, με το μελάνι να κοντεύει να τελειώσει. Τα μαλλιά του, βδομάδες άλουστα, κρεμόντουσαν σαν ποντικοουρές στην πλάτη του, το ίδιο του το σώμα είχε γίνει ένα με το βρόμικο, σκληρό ύφασμα που το κάλυπτε.

 

«Κι όλο γράφεις σ’ αυτό το καταραμένο γραφείο, το ένα μεγαλειώδες έργο πίσω από το άλλο και κανένα ποτέ δεν τελειώνει κι η ώρα που θα βγούμε από δω και θα πάμε να ζήσουμε σε πύργους με υπηρέτες ποτέ δεν έρχεται!»

 

Κι η φωνή της, τσουχτερή σαν τον βορινό αέρα που έμπαινε απ’ τις τρύπες των παραθύρων, ν’ αντηχεί πάνω στο ‘χρατς χρατς’ της πένας, ν’ αντηχεί μέσα στο ίδιο το μυαλό του σαν καταδίωξη Ερινύας. Μ’ ένα τσιτσιριστό ήχο, το κερί, ο μοναδικός φωτισμός του έσβησε κι αυτός πετάχτηκε σαν να ‘χαν βάλει φωτιά στην ξύλινη καρέκλα του. Στα σκοτεινά, σκορπίζοντας τα λίγα πράγματα που είχαν μείνει όρθια, έψαχνε να βρει άλλο, αν και ήξερε, μέσα στις γωνίες του μυαλού του πως ήταν το τελευταίο, δεν υπήρχε άλλο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο. Καταράστηκε κι άρχισε να κλωσάει ό,τι έβρισκε δεξιά κι αριστερά. Στα τυφλά, άρχισε να ψάχνει για οτιδήποτε έμοιαζε μεταλλικό. Βρήκε ένα κύπελλο, χάλκινο, δεν θα έπιανε και πολλά, αλλά θα έκανε τη δουλειά του. Βγήκε τρέχοντας έξω κι αψηφώντας το κρύο –δεν είχε πανωφόρι, το είχε πουλήσει την προηγούμενη βδομάδα- κατευθύνθηκε προς το μαγαζάκι του μικρού γνώμου, που αγόραζε, πουλούσε κι αντάλλασσε τα πάντα. Μπήκε μέσα, έτρεξε προς τον πάγκο, χωρίς ν’ αφήσει περιθώρια για χαιρετισμούς και πέταξε το κύπελλο.

 

«Γρήγορα, Τουλούκ! Πόσα κεριά μου δίνεις γι αυτό το ποτήρι; Κι ένα δοχείο μελάνι κι αν έχεις, λίγους ακόμα παπύρους, έστω και χρησιμοποιημένους!»

 

Ο Τουλούκ δεν βιαζόταν ποτέ. Πήρε το βρόμικο κύπελλο και το στριφογύρισε με έμπειρο χέρι, βάζοντας τα ειδικά γυαλιά του, που ανίχνευαν την καθαρότητα και το είδος του μετάλλου στα μάτια του.

 

«Λοιπόν, λοιπόν... θα είμαι καλός μαζί σου, Λερρντέν. Αν θες και κερί και πάπυρο και μελάνι, θα πάρεις ένα απ’ τα δύο πρώτα και τρία απ’ το τελευταίο. Και είμαι πολύ καλός μαζί σου, Λερρντέν.»

 

«Τρία! Τρία κεριά, σε παρακαλώ, Τουλούκ! Να με βγάλουν τη νύχτα! Δώσε μου μισό μπουκάλι μελάνι, μέχρι να βρω κάτι άλλο να σου φέρω, σε ικετεύω, Τουλούκ!»

 

Ο γνώμος ήξερε τον Λερρντέν πολύ καιρό, από τότε που είχε μετακομίσει στην πόλη του, δεκαπέντε χρόνια πριν, με την όμορφη μισοξωτικιά γυναίκα του, αρκετά ευκατάστατος απ’ την περιουσία του πατέρα του και μελλοντικός, όπως έλεγε, ποιητής και συγγραφέας («κυρίως συγγραφέας, κύριοι, και οσονούπω ο μεγαλύτερος μισοξωτικός συγγραφέας που γνώρισαν οι κόσμοι»). Μέσα σε λιγότερο από πέντε χρόνια, η περιουσία είχε κάνει φτερά, σε άλλα πέντε η όμορφη Ροσάλια είχε καταντήσει να δουλεύει στο πανδοχείο της πόλης και σε πέντε ακόμα τον είχε εγκαταλείψει οριστικά και τον είχε αφήσει να ζει στην απόλυτη ανέχεια, ξεπουλώντας τα πάντα. Ο Τουλούκ τον κοίταξε, τα κόκκινα, πρησμένα και σχεδόν μωλωπισμένα μάτια, το λιπόσαρκο πρόσωπο, τα οστεώδη χέρια και τα κουρελιασμένα ρούχα, παρωδία του κομψού και φιλόδοξου εαυτού του κι αναστέναξε.

 

«Πολύ καλά, Λερρντέν, θα έχεις πέντε κεριά, όχι απ’ τα μικρά, μεγάλα και μελάνι και χαρτί, αλλά φρόντισε να τελειώσεις αυτή τη φορά, αλλιώς την επόμενη θα πάρεις ένα φύλλο κουρελιασμένου παπύρου για πέντε χρυσά νομίσματα, κατάλαβες;»

 

Ο Λερρντέν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και άπλωσε πεινασμένα το τρεμάμενο χέρι του να πάρει το θησαυρό του. Ο Τουλούκ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του κι έβγαλε μια μικρή σακουλίτσα κάτω απ’ τον πάγκο.

 

«Πάρ’ το, είναι το κολατσιό της κυράς μου για το βράδυ. Φάε κάτι, Λερρντέν, θα πεθάνεις αν συνεχίσεις έτσι.»

 

Ο μισοξωτικός μουρμούρισε μια ευχαριστία και βγήκε τρέχοντας. Έφτασε στο σπίτι, πέταξε τη σακουλίτσα με το φαγητό σε μια γωνιά, άναψε ένα απ’ τα κεριά και συνέχισε να γράφει.

 

«Βαρέθηκα, κουράστηκα πια! Τίποτα δε σε νοιάζει, εκτός απ’ τον εαυτό σου, Λερρντέν! Όλη μέρα σβήνεις και γράφεις και ξανασβήνεις και τα παρατάς και πίνεις και τρως κι εγώ πρέπει να τα κάνω όλα! Και φταίω κι από πάνω, είμαι σκληρή και δεν έχω κατανόηση! Σε προειδοποιώ, Λερρντέν, θα φύγω!»

 

Κι έτριζε η πένα κι έτρεμε το χέρι κι οι σελίδες γέμιζαν, η μία μετά την άλλη και συσσωρεύονταν πάνω στο ξύλινο γραφείο. Κι έμενε η σακουλίτσα μ’ εκείνο το κολατσιό να ξεραίνεται και σιγά σιγά να μουχλιάζει στη γωνία.

 

«Ούτε που μ’ ακούς πια! Σαν να μην υπάρχω! Σαν να μην υπάρχεις εσύ! Σα φάντασμα νιώθω, μ’ ακούς; Ξεκουνήσου! Απάντα μου, μίλα μου, που να πάρει!»

 

Η ανάσα του έβγαινε σε αχνιστά συννεφάκια κι ο ιδρώτας του πυρετού πάγωνε πάνω στο μέτωπό του, καθώς τα ξυλιασμένα του, μαύρα απ’ το μελάνι δάχτυλα δεν άφηναν στιγμή την πένα, γεμίζοντας με μικρές κραυγές κι αγκομαχητά τη μία σελίδα μετά την άλλη. Κι έκανε οικονομία στο κερί, βάζοντας το γραφείο απέναντι απ’ το ανοιχτό παράθυρο και γράφοντας μέσα απ’ το τρεμάμενο φως του διπλανού σπιτιού, με μια πέτρα να συγκρατεί τις σελίδες απ’ τη μανία του βοριά.

 

«Λερρντέν! Δεν αντέχω άλλο! Δεν αντέχω αυτή τη σιωπή, αυτή την κατάντια! Κοίταξέ με! Αυτή είναι η Ροσάλια, το κόσμημα του οίκου της, η γυναίκα που ερωτεύτηκες; Κοίτα τις σκιές κάτω απ’ τα μάτια μου, κοίτα τα σημάδια απ’ τα δάκρυα, κοίτα τα ρούχα μου, κοίταξέ με, πανάθεμά σε!»

 

Το χιόνι τον είχε εξαναγκάσει να γυρίσει ξανά το γραφείο στην πρώτη του θέση, στο κέντρο του δωματίου, για να μην βρέξει και χαλάσει τις σελίδες του και τώρα, αδιάφορος για τη λευκή στοίβα κάτω απ’ το παράθυρο και τις νιφάδες που τεμπέλιαζαν αργόσχολα εδώ κι εκεί μέσα στο σπίτι του, συνέχιζε, με γουρλωμένα τα πυρετικά του μάτια, να γράφει διαρκώς και να στοιβάζει τις σελίδες.

 

«Φεύγω. Δε με νοιάζει αν μ’ ακούς ή αν με βλέπεις πια, Λερρντέν, εγώ φεύγω. Αντίο.»

 

Είχε περάσει ένας μήνας από τότε που ο Τουλούκ είχε δει για τελευταία φορά τον Λερρντέν στο μαγαζί του και, είτε ήθελε να το παραδεχτεί είτε όχι, ανησυχούσε για τον μισοξωτικό. Εκείνη τη νύχτα, αφού έκλεισε, τυλίχτηκε καλά στο πανωφόρι του κι αντί να γυρίσει στο σπίτι του, πήγε στο πανδοχείο, πήρε μια σακούλα φαγητό και περπάτησε όσο μπορούσε πιο γρήγορα με τα κοντά ποδαράκια του προς το σπίτι του Λερρντέν. Χτύπησε διακριτικά την πόρτα, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μαζεύοντας το θάρρος του, δοκίμασε το πόμολο κι η πόρτα υποχώρησε μ’ ένα απαλό τρίξιμο. Ο γνώμος μπήκε διστακτικά μέσα και κοίταξε το δωμάτιο, με το μαζεμένο εδώ κι εκεί χιόνι να αντανακλά τη νύχτα.

 

«Λερρντέν; Είσαι εδώ; Σου έφερα κάτι να φας.»

 

Μοναδική απάντηση, ήταν ο βοριάς που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Ο Τουλούκ δίστασε για λίγο και μετά χρησιμοποίησε τη μαγεία του είδους του κι άναψε μια μικρή εστία φωτιάς στο χέρι του. Στο κέντρο του δωματίου είδε το γραφείο, με τις συσσωρευμένες σελίδες κάτω από μια πέτρα, το μελανοδοχείο άδειο και την πένα στο πάτωμα. Δίπλα στις σελίδες, πεσμένο πάνω στο γραφείο, είδε τον Λερρντέν. Λίγο πιο ήσυχος, τον πλησίασε κι ακούμπησε τον ώμο του μισοξωτικού.

 

«Σε πήρε ο ύπνος, φίλε μου; Έλα, ξύπνα, σου ‘φερα να φας.»

 

Ο Λερρντέν δεν αποκρίθηκε κι ο Τουλούκ, αφήνοντας τη σακούλα πάνω στο γραφείο, έφερε τη φωτιά κοντά στο πρόσωπο του μισοξωτικού. Τα μισάνοιχτα μάτια και το μελανιασμένο πρόσωπο, δεν του άφησαν καμία αμφιβολία για την πραγματικότητα που έσφιξε την καρδιά του σαν τανάλια. Άναψε ένα κερί που ‘χε περισσέψει κι έριξε μια ματιά στις σελίδες. Πάνω πάνω, μια σελίδα δέσποζε, με τον τίτλο του βιβλίου που ήταν στοιβαγμένο από κάτω: Ροσάλια.

 

* * * * *

Στην πόλη της πια, με δεκαπέντε χρόνια απ’ τη ζωή της να έχουν αφήσει μια μόνιμη σφραγίδα θλίψης στα μάτια της, η μισοξωτικιά, με την κομψή της ομπρέλα να την προστατεύει απ’ την ανοιξιάτικη βροχή, είδε τ’ όνομά της ξαφνικά, να την κοιτάζει πίσω από γυαλί. Μπήκε μέσα κι έπιασε το δερματόδετο βιβλίο.

 

Ροσάλια, του Λερρντέν Πουσέλ.

 

Δεν μπορούσε να ελέγξει τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα μάτια της. Χωρίς να πει λέξη σε κανέναν, έτρεξε προς τους στάβλους της πόλης και, βγάζοντας απ’ το χέρι της το χρυσό βραχιόλι που της είχε δωρίσει ο πατέρας της για παρηγοριά, αγόρασε ένα άλογο και μ’ αυτό κάλπασε προς το μέρος που για δεκαπέντε χρόνια ήταν το σπίτι της.

 

Πριν μπει μέσα, κοντοστάθηκε. Το σπίτι έμοιαζε ξένο κι ένας άγνωστος την κοιτούσε απ’ το παράθυρο. Προβληματισμένη, περπάτησε, κρατώντας το άλογο απ’ τα γκέμια του, προς το παντοπωλείο του γνώμου. Ο μικρόσωμος έμπορος ήταν κρυμμένος πίσω απ’ τον πάγκο του κι όταν σήκωσε το βλέμμα του, δεν την αναγνώρισε.

 

«Τουλούκ; Εγώ είμαι, η Ροσάλια. Πού είναι ο Λερρντέν, Τουλούκ;»

 

Ο γνώμος την έπιασε απ’ το μπράτσο και, κλείνοντας το μαγαζί του, την πήγε στο πανδοχείο που δούλευε κάποτε. Εκεί, μ’ ένα μπουκάλι κρασί, της διηγήθηκε την ιστορία του προηγούμενου χειμώνα και την παρηγόρησε στα δάκρυά της. Η μισοξωτικιά άνοιξε το δερματόδετο βιβλίο, το πρώτο και τελευταίο έργο του άντρα της.

 

...ακούω τις φωνές σου, δίπλα μου, μέσα μου, μέρα και νύχτα κι είναι πιο δυνατές τώρα που έφυγες. Κι η εικόνα σου, η λατρεμένη σου μορφή, περιφέρεται χωρίς ύπαρξη μέσα στο άδειο σπίτι. Και δε μιλώ, να μη σ’ ενοχλήσω, μόνο με το νου μου σε καλώ και σε χρειάζομαι, Ροσάλια, αγαπημένη, πανέμορφη Ροσάλια...

 

Αργά το ίδιο βράδυ, ο Τουλούκ την πήγε στο νεκροταφείο και την άφησε μόνη πάνω απ’ την πλάκα που έφερε το όνομα του άντρα της, να κλάψει και να πενθήσει. Η Ροσάλια έκατσε δίπλα στο μνήμα και χάιδεψε την ταφόπλακα, όπως χάιδευε άλλοτε τα μαλλιά του.

 

«Ανόητε Λερρντέν μου... Θα μπορούσες απλά να μου είχες μιλήσει...»

 

 

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία με έντονες εικόνες και θαυμάσιο ρυθμό διήγησης. Μία ολόκληρη ζωή σκιαγραφείται με απλό αλλά τόσο πολύχρωμο και νοσταλγικό τρόπο καθώς περνάει σαν φιλμ από τα μάτια του αναγνώστη της ιστορίας σου. Γράφεις όμορφα και απλά χωρίς υπερβολές και άσκοπα λογοτεχνικά τρικ που καταντούν κουραστικά και ξεθωριάζουν την ουσία της πλοκής. Μου αρέσει πολύ το στιλ γραφής σου και το "ξετύλιγμα" της ιστορίας σου. Μπράβο!

Edited by greenmist
Link to comment
Share on other sites

  • 4 weeks later...

Ροσάλια...Ροσάλια...

Ο τίτλος και μόνο ήταν ένα παράξενο κάλεσμα σαν από σειρήνα. Και όταν κοίταξα "μέσα στο νερό" αρχίζοντας να διαβάζω την ιστορία, δυο χέρια με άρπαξαν και με παρέσυραν στο βυθό. Να ήταν τα χέρια της Ροσάλια ή του συγγραφέα τις τελευταίες μέρες του οποίου αφηγείται η ιστορία; Δεν ξέρω.

Ξέρω όμως πως ταυτίστηκα απόλυτα με τον πρωταγωνιστή, μπήκα στα βάθη του ψυχισμού του γιατί μια πλευρά μου έχει βιώσει αυτό που βίωνε ο Λερρντέν. Ξέπνοα διάβασα την ιστορία σου, χωρίς καν να μπορώ να βγω στην επιφάνεια για μια ανάσα.

 

Επικύνδινη ιστορία. Μπορεί κάποιος να πνιγεί μέσα της, ή να τον αφήσει αδιάφορο αν δεν έχει νιώσει ποτέ κανένα πάθος. Πάρα πολλά συναισθήματα δωσμένα σε μια άψογα γραμμένη ιστορία.

 

Ταυτίστηκα και με τον καλό γνώμο (μ'άρεσε που ήταν γνώμος και όχι χιλιοχρησιμοποιημένος νάνος) ο οποίος έκρυβε πραγματική σοφία μέσα του γιατί ήξερε πως λειτουργεί ο πραγματικός κόσμος, και πως η παρακμή είναι κάτι που οι ίδιοι δημιουργούμε για μας και για τους άλλους.

Ο κόσμος στον οποίο εκτυλίσσεται η ιστορία είναι βέβαια φάντασυ κόσμος με μια δόση από 18ο αιώνα, αλλά είναι και σύγχρονος μαζί αφού η έμφαση της ιστορίας αφορά καταστάσεις που υπάρχουν και στον δικό μας κόσμο.

Η τραγικότητα της ιστορίας χωρίς να είναι πουθενά ωμή, είναι τόσο αποτελεσματική που με καθήλωσε σαν αναγνώστη. Ναι, έχω ξαναδιαβάσει παρόμοιες ιστορίες, αλλά συνήθως κάπου ενυπάρχει ένα μελόδραμα. Στη δική σου ιστορία δεν υπάρχει πουθενά μελόδραμα, πουθενά ωραιοποίηση, πουθενά ωμότητα.

Γι'αυτό και μ'άρεσε τόσο πολύ η ιστορία, παρά τον εσωτερικό "πόνο" που μου προκάλεσε. Οι βαθιές εμπειρίες πονάνε πολλές φορές και πρέπει να πονάνε. Αλλά ο πόνος αυτός δεν είναι καταστροφικός αλλά μάλλον δημιουργικός, μάλλον ο πόνος όταν ξέρεις πως κάτι είναι αληθινό και το βλέπεις κατάματα, έστω και μέσα από ένα πρίσμα "φαντασίας".

Κατανόησα και τη στάση της Ροσάλια χωρίς να μπορώ να πω πως ταυτίστηκα μαζί της (δεν κατάλαβα μόνο τι περίμενε να της πει ο Λερρντέν για να γυρίσει. Ήταν ασαφές το σημείο αυτό ή μου διέφυγε κάτι;).

Και μου έμεινε το ερώτημα. Θα έπρεπε ο Λερρντέν να της έχει μιλήσει; Θα έγραφε αυτό που έγραψε αν η Ροσάλια ήταν μαζί του; Ή η μετουσίωση της Ροσάλια σε Μούσα του, μια μούσα-βρυκόλακα προφανώς που του ρούφηξε τη θέληση για ζωή, ήταν το ζητούμενο του Λερρντέν από την αρχή, και έτσι θα έπρεπε να είναι, γιατί έτσι θέλησε ο Λερρντέν;

Δεν έχουν τόσο σημασία οι απαντήσεις - αν και είναι καλοδεχούμενες - αλλά οι ερωτήσεις που μου γεννήθηκαν από την ανάγνωση, την εμπειρία ίσως έπρεπε να πω, της ιστορίας. Και σε ευχαριστώ για την εμπειρία αυτή της βύθισης μέσα στον ψυχισμό τόσο τον δικό σου σαν συγγραφέα, όσο και τον δικό μου σαν αναγνώστη.

Κι ας κόντεψα να πνιγώ!

 

 

Y.Γ. Στα τεχνικά θέματα συμφωνώ απόλυτα με τον Greenmist παραπάνω!

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Εμένα μου άρεσε που ήταν γνώμος για άπειρους λόγους: πλάσματα πανούργα, του πνεύματος και των ευρημάτων, της δημιουργίας και της κατασκευής, είναι οι τετραπέρατοι εφευρέτες της Βικτωριανής εποχής μπροστά στους νάνους-κατασκευαστές Ινδιάνους, αν με πιάνεις. Και πολύ, πολύ κοφτερά μυαλά.

 

Από την άλλη, μου άρεσε μια συγκεκριμένη λεπτομέρεια: το κείμενο θυμίζει αρκετά τα θρηνητικά έργα του Poe, όπως η Λιγεία, η Βερονίκη, το Πορτρέτο, και μύρια άλλα, μόνο που σε αυτά ο μόνος που πραγματικά καταστρέφεται είναι η γυναίκα και ο άντρας συντρίβεται συναισθηματικά. Εδώ έχουμε τη διάλυση του άντρα σα σε αντιπαράθεση, σχεδόν, στο Πορτρέτο, και η συντριβή της ζωής της, κυρίως στη συνειδητοποίηση του γεγονότος, είναι της Ροσαλίας.

 

Οπότε καταλήγω στο τρελό ατού του έργου: η ειρωνία. Όχι σαρκασμός, όχι σάτιρα, αλλά απλή, φριχτή, τόσο αληθινή τραγική ειρωνία... Αυτή δεν είναι που, όταν νοιώθουμε πως χάσαμε κάτι πολύ σημαντικό επειδή δεν προσέξαμε κάτι, γλύφει χαιρέκακα την τραχιά γλώσσα της στις πληγές μας;

Link to comment
Share on other sites

Ήταν ο περιορισμός των 2.000 λέξεων που άφησε σχετικές ασάφειες, αλλά στο τέλος μπορώ να πω ότι προτίμησα ν' αφήσω κενά στον κύκλο, παρά να τον ολοκληρώσω, ν' αφήσω ένα "γιατί;" να πλανάνται στον αέρα. Ωστόσο, μιας και ζητούνται απαντήσεις, θα τις δώσω:

 

Ο Λερρντέν έγραφε απ' την αρχή για τη Ροσάλια, ακόμα κι όσο ήταν μαζί του. Μόνο που ήταν τόσο απορροφημένος απ' την συγγραφική της εικόνα κι είχε πάψει να βλέπει την πραγματική, γι αυτό και την αγνοούσε σαν παρουσία, με αποτέλεσμα και να μην μπορεί να γράψει, μιας και δεν μπορούσε ν' αποτυπώσει την ιδεατή εικόνα της και η ίδια τελικά, κουρασμένη απ' την "ανυπαρξία" της να τον αφήσει. Κι όταν δεν υπήρχε πλέον σαν πραγματικότητα, μπόρεσε επιτέλους να την αποδώσει στο χαρτί, να δώσει στην αιώνια "Ροσάλια" όλα όσα δεν είχε δώσει στην θνητή.

 

Ο κάφρος μέσα μου είχε σκεφτεί ένα πολύ πιο ειρωνικό τέλος, στο οποίο θα κατέληγε η ίδια η Ροσάλια να γίνει διάσημη και πλούσια εξαιτίας του βιβλίου που είχε γραφτεί γι αυτή και να φάει όλα τα λεφτά στον πύργο της με γκόμενους, αλλά δε μου πήγε καρδιά... Προτίμησα να μην την φτηνύνω, να δώσω αξία όχι μόνο στον συγγραφέα, αλλά και στη μούσα του, αφήνοντάς την να νιώσει και να εκτιμήσει κι εκείνη την απώλεια και την αγάπη του Λερρντέν.

 

Αυτό το πάθος που λες, Διονύση, το αυτοκαταστροφικό σχεδόν, το ένιωσα πάρα πολύ όταν έγραφα το nanowrimo φέτος, όταν σε κάποιο σημείο όλα είχαν πάψει να έχουν σημασία και το μόνο στο οποίο έδινα όλο μου το είναι ήταν το Δακρυσμένο Κρίνο. Απ' τη στιγμή που το τελείωσα, μ' έκαιγε να μπορέσω να ενσωματώσω σε μια ιστορία αυτή την εμπειρία και το θέμα του διαγωνισμού (thanks Μιχάλη, διάβασες τη σκέψη μου) μου έδωσε σχεδόν έτοιμη τη Ροσάλια.

 

Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τα καλά σας λόγια... :)

Link to comment
Share on other sites

Έκανες πολύ καλά που συγκράτησες τον κάφρο. Θα ήταν κρίμα για την μνήμη του Λερρντέν. Επίσης θα κατέστρεφε ένα πολύ καλό έργο με πολύ δυνατές εικόνες. Είναι καλό να αφήνεται ο αναγνώστης να σκεφτεί τι συνέχεια της ιστορίας και να δίνει τις δικές του εξηγήσεις. Άλλωστε όλοι κρύβουμε ένα κάφρο μέσα μας :)

 

Η επιλογή των φυλών δεν νομίζω ότι είχαν σημασία για αυτό το έργο. Θα μπορούσαν να είναι απλά άνθρωποι χωρίς η ιστορία να χάνει ή να κερδίζει τίποτα. Η ατμόσφαιρα ήταν δυνατή και γεμάτη πόνο και θλίψη όπως τον βιώνουμε όλοι.

Link to comment
Share on other sites

Για τις φυλές, το πράγμα είναι απλό για μένα: άπαξ κι έβαλε μισοξώτικους, θα σπαζόμουν να δω τον αρχετυπικό-ανεξαρτήτως-αν-βγάζω-νόημα-σα-μαγαζάτορας-απλά-όλοι-ξέρουν-πόσο-απίστευτος-είμαι-στις-κατασκευές-όπως-και-ο-μπατζανάκης-του-θείου-της-κουνιάδας-μου-άλλωστε νάνο - μιας κι έβαλε φανταζύ πλάσματα, καλά έκανε και το κράτησε εκεί που ήθελε, απλά μου άρεσε η επιλογή.

 

Όσο για τον κάφρο, πράγματι, έχεις δίκιο που δεν το έκανες αυτό [/me fetches me ax in case you think otherwise].

Link to comment
Share on other sites

Χριστίνα μου, δεν έχω να κάνω καμια παρατήρηση απολύτως! Η ιστορία σου νομίζω ήταν η πιο καλογραμμένη και η πιο άρτια του διαγωνισμού :). Νομιζω ότι κάπου "έπιασα" τη σύνδεση με το Δακρυσμένο Κρίνο, κάτι στην ιστορία μου το θύμιζε, αλλά απ αυτό όμως ομολογώ ότι έχασε πόντους γα μένα...Ήθελα δηλαδή να δω κάτι διαφορετικό, χωρίς αυτό να σημαίνει επουδενί ότι η ιστορία δεν ήταν καλή :).

Link to comment
Share on other sites

Χριστίνα μου, δεν έχω να κάνω καμια παρατήρηση απολύτως! Η ιστορία σου νομίζω ήταν η πιο καλογραμμένη και η πιο άρτια του διαγωνισμού :) . Νομιζω ότι κάπου "έπιασα" τη σύνδεση με το Δακρυσμένο Κρίνο, κάτι στην ιστορία μου το θύμιζε, αλλά απ αυτό όμως ομολογώ ότι έχασε πόντους γα μένα...Ήθελα δηλαδή να δω κάτι διαφορετικό, χωρίς αυτό να σημαίνει επουδενί ότι η ιστορία δεν ήταν καλή :) .

 

Εεε... δεν υπάρχει πουθενά το Δακρυσμένο Κρίνο στη Ροσάλια. Ήταν η εμπειρία που βίωσα σαν Χριστίνα γράφοντας ασταμάτητα κάτι, ό,τι, το οποίο απλά έτυχε να είναι το Δακρυσμένο Κρίνο, η οποία μετουσιώθηκε σε μια φανταστική ιστορία. Εκτός αν αυτό εννοούσες κι εγώ απλά πρέπει να περάσω τις ρίζες γιατί βγαίνει το ξανθό στην επιφάνεια. :p Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! :)

Link to comment
Share on other sites

Χμμμ κάτι τέτοιο εννοούσα, ναι...ότι δε μου "μίλησε" η ιστορία, το θέμα, γιατί κάπου κατάλαβα σε τι αναφερόσουν και...χμμμ δεν ξέρω, ίσως ήμουν και σε περιεργη φαση, αλλά...ενώ είναι πολύ ωραία ιστορία, στη φάση που ήμουν δε με συγκίνησε - τελειως υποκειμενικό :)

Link to comment
Share on other sites

δεδομένου ότι καθυστέρησα να γράψω εδώ (διακοπές από τον υπολογιστή και το ιντερνετ γενικότερα), διαβάζοντας τα πρώτα σχόλια νομίζω ότι καλύφθηκαν αυτά που είχα να πω, σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σκόπευα.

γενικότερα διαβάζω μια ιστορία και η άποψή μου σχηματίζεται από τη γεύση που μου έχει αφήσει λίγο καιρό μετά. η ροσάλια είναι πολύ όμορφη ιστορία, που με ανησύχησε λιγακί ως παραφθορά της δικής μου συμπεριφοράς απέναντι σε μερικά άτομα (παραφθορά είπαμε, δεν κάνω ακριβώς αυτό.... :bleh: ) ως επακόλουθο αυτού, με άγγιξε και ήταν περίεργο να διαβάζω την απέναντι πλευρά. ο δέκτης που δεν έλαβε ποτέ αυτό που σκόπευε ο άλλος να του επικοινωνήσει.

είμαι σε περιέργη φάση αυτόν τον καιρό, (ψιλοκρίσεις, ψιλοφάσεις, τα γνωστά...) δεν θα σχολιάσω περαιτέρω. σόρρυ.

αλλά ήταν πολύ όμορφη ιστορία (παρόλο που δεν θέλω να την ξαναδιαβάσω για λίγο καιρό...) :hi: :rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Λουθ, με παραξένεψες εδώ. Είναι γραμμένο ατμοσφαιρικά, με τα σωστά επίθετα, με ωραίες λέξεις, με το γνωστό σου υπέροχο ύφος, αλλά έχει μία τεράστια τρύπα, ένα κενό στη συνοχή της που δεν το έχω ξαναπετύχει σε καμιά δικιά σου ιστορία. Δεν τον καταλαβαίνω. Δεν επικοινωνώ με τον Λερντέν αρχικά. Υποθέτω βασικά ούτε κι εσύ, υποθέτω δηλαδή πως αυτό είναι και το πρόβλημα, ότι δεν τον έχεις αισθανθεί τόσο ώστε να καταφέρεις να μου τον πλασάρεις σωστά. Ακόμη, δεν είμαι σίγουρη ως προς τις οπτικές γωνίες που χρησιμοποιείς. Ενώ δείχνει να είναι η ιδανική Ο.Γ. αυτή του Λερντέν αρχικά, δεν προλαβαίνω να τον γνωρίσω (ίσως βέβαια να είναι απόρροια του παραπάνω και όχι κάτι ξεχωριστό αυτό) κι έπειτα, αφού έχω αποφασίσει σχεδόν πως η Ροσάλια είναι και λίγο εγωίστρια και ... λιγουλάκι συμφεροντολόγα (το κομμάτι με τον πύργο ρε παιδί μου, ξερωγώ, ασχέτως με το τι είχε γίνει προηγουμένως) έπειτα απαιτείς να συμπάσχω μαζί της αλλάζοντας στην δική της Ο.Γ. αλλά γίνεται πολύ γρήγορα αυτό, τόσο που δεν προλαβαίνω να πάρω το μέρος της.

 

Επίσης, κοίτα να δεις, ξέρω αυτά που έγιναν μέσες άκρες: δεν της μιλούσε, την παραμελούσε κτλ, τον ζούσε ουσιαστικά, αυτή έφυγε, αυτός τελείωσε το βιβλίο που έγραφε για εκείνη, η Ροσάλια το βρήκε τυπωμένο και συμπέρανε (επειδή της έγραψε βιβλίο) πως την αγαπούσε. Μα δεν την αγαπούσε! Δε μπορεί να την αγαπούσε και να την έχασε έτσι, παραμελώντας την. Εκτός κι αν κι εδώ κάτι δεν έχω πιάσει σωστά, την τέχνη του αγαπούσε μόνο κι αυτά που μπορούσε να εκμαιεύσει από την παρουσία της και να τα χρησιμοποιήσει στην τέχνη του. Αν ήταν αυτό το θέμα, η ειρωνεία στο τέλος δηλαδή που εκείνη νομίζει πως την αγαπούσε τελικά και πονά, ενώ αυτός δεν την αγαπούσε στ’ αλήθεια κι η Ροσάλια πλέον δε θα το μάθει ποτέ, ήθελε άλλη αντιμετώπιση εξαρχής. Ήθελε αναδιοργάνωση για να βγει γιατί και τώρα που το λέω κάνω μια υπόθεση επειδή ξέρω πόσο καλά χειρίζεσαι αυτά τα θέματα συνήθως.

 

 

 

Ομολογώ πως ενώ είναι γραμμένη με το δικό σου ιδιαίτερα όμορφο τρόπο γλωσσικά, με έχει εκπλήξει το γεγονός ότι δεν πιάνω το νόημα. Πρώτη φορά μου συνέβη αυτό σε δική σου ιστορία

Link to comment
Share on other sites

Σου 'χω πει ότι σ' αγαπάω εσένα, ε; :bleh:

 

Βασικά καλή μου, φταίει που εσύ είσαι τόσο επικοινωνιακή και έξω καρδιά, που δεν μπόρεσες να συνδεθείς με τον Λερρντέν. Την αγαπάει τη Ροσάλια, αλλά δεν μπορεί να το εκφράσει σ' εκείνη την ίδια, όπως θα έπρεπε ή όπως θα ήθελε η Ροσάλια, με αποτέλεσμα να μην το εισπράττει. Της έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά, αλλά μόνο μέσα απ' τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να εκφραστεί, δηλαδή τη γραφή. Ό,τι δεν της λέει τα δεκαπέντε χρόνια του γάμου τους (το οποίο αποδεικνύει ότι κι η Ροσάλια τον αγαπούσε, αλλιώς δεν θα ανεχόταν δεκαπέντε χρόνια παρακμής μαζί του), της το μεταδίδει ουσιαστικά μέσα απ' το έργο του.

 

Ουσιαστικά, εγώ μπόρεσα να επικοινωνήσω με τον Λερρντέν, γιατί έχω βιώσει και την ανικανότητα έκφρασης με οποιονδήποτε άλλο τρόπο πέραν της γραφής και την ολοκληρωτική αφοσίωση σ' αυτήν. Ίσως απλά να μην κατάφερα να το αποδώσω σωστά, για το οποίο ευθύνεται κι ο καταραμένος περιορισμός των λέξεων, αλλά σου υπόσχομαι να προσπαθήσω να το ξαναγράψω κι όσο μεγάλο γίνει, ακριβώς γιατί είσαι απ' τους ανθρώπους που μπορούν να κατανοήσουν ακραίους χαρακτήρες και συμπεριφορές και στενοχωριέμαι που δεν κατάφερα να σου μεταφέρω αυτό το συναίσθημα.

Link to comment
Share on other sites

Αυτό το "αγαπούσε ή όχι" την Ροσάλια ήταν κάτι για το οποίο αναρωτήθηκα και γω. Όμως σε αντίθεση με τη Νίενορ - και εδώ φαίνεται πόσο διαφορετικά μπορεί να δει κάποιος μια ιστορία, κάτι που βρίσκω υπέροχο - αισθάνομαι πως καταλαβαίνω απόλυτα τον Λερρντέν, έστω κι αν δεν μπορώ να δεχτώ τις επιλογές του.

Όμως έχοντας βρεθεί σε μια παρόμοια θέση στην πραγματική ζωή, αναρωτιέμαι τελικά τι ακριβώς αγαπούσε ο Λερρντέν. Αγαπούσε τη Ροσάλια. Αλλά ποια Ροσάλια? Λέμε συχνά πως "θέλω να με αγαπήσει κάποιος/κάποια και να καταλάβει τον εσωτερικό μου κόσμο και μπλα μπλα μπλα". Αλλά είναι αρκετό αυτό? Ο Λερρντέν εμφανώς αγαπούσε κάποια "εσωτερική" Ροσάλια, αλλά στην εξωτερική ζωή και έκφραση δεν λειτουργούσε καλά. Η Ροσάλια από την άλλη πιθανά να κολακευόταν από αυτή την "πνευματική" αγάπη αλλά δεν θα άντεχε, και ίσως δεν έπρεπε να δεχτεί και να αντέξει, μια ζωή όπου η καθημερινή εκδήλωση της αγάπης και της συμβίωσης θα ήταν πάντα κάτι υποδεέστερο, κάτι ευτελές, σε σχέση με το "όραμα" του Λερρντέν. Γι'αυτό και έφυγε.

Και αποδείχτηκε τελικά σε ποιο σημείο έφτασε τον Λερρντέν η εμμονή του. Όλος ο εξωτερικός κόσμος ήταν κάτι σχεδόν αόρατο γι'αυτόν, όλη η φυσική ζωή ήταν πάντα κάτι υποδεέστερο.

Έτσι απαντώ εν μέρει στις ίδιες τις ερωτήσεις που έκανα στο πρώτο ποστ μου σχετικά με το ρόλο της Ροσάλια. Δεν ήταν η Ροσάλια που του ρούφηξε τη θέληση για ζωή. Ήταν η ίδια η εμμονή του, η ίδια η "μεταστοιχείωση" του πραγματικού και πεζού σε ένα τόσο άπιαστο ιδανικό που αποκλειστικά και μόνο μέσω της τέχνης θα μπορούσε να το εκφράσει.

 

Η ίδια η Ροσάλια επίσης παιρνά από κάποια μεταμόρφωση και εδώ είναι λίγο πιο μπερδεμένα τα πράγματα. Γιατί ακριβώς έφυγε? Εμφανώς ήθελε να ζει πιο άνετα, και δεν μπορούσε να δεχτεί την εμμονή του Λερρντέν. Ίσως κιόλας να μην έβλεπε στον εαυτό της αυτά που έβλεπε ο Λερρντέν.

Μετά όμως όταν πια επιστρέφει, φαίνεται και η ίδια να έχει αλλάξει κάπως. Τι άλλαξε? Είδε πως η εξωτερική άνεση αν και δίνει ασφάλεια δεν καλύπτει βαθύτερες ανάγκες? Ανακάλυψε ξαφνικά πως ο "εσωτερικός της κόσμος" ήταν κάτι υπαρκτό και προσφιλες όπως προφανώς ήθελε κι ο Λερρντέν να την κάνει να δει? Έγινε πιο ώριμη αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη αυτογνωσία?

Δυστυχώς η τελική φράση «Ανόητε Λερρντέν μου... Θα μπορούσες απλά να μου είχες μιλήσει...» είναι εντελώς "cryptic" και δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα τι ακριβώς εννοεί! Αυτό βέβαια δεν αφαιρεί καθόλου από τη γοητεία της ιστορίας, το αντίθετο μάλιστα.

Πιθανώς όμως να μην υπάρχει κάποιο μυστήριο εκεί, αλλά η απάντηση να είναι απλή και προφανής. Όσο υψηλά ιδανικά και μεγαλόπνοες εμπνεύσεις να έχει κανείς για αυτόν/αυτήν που αγαπά, όση λυρικότητα και ποίηση και μουσική και άστρα και βαθιές ιδέες να γεννούν αυτές οι εμπνεύσεις, τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο μια απλή ειλικρινής επικοινωνία. Μια απλή φράση. Ένα "σ'αγαπώ" χωρίς τερτίπια και φιοριτούρες. Και αυτό ίσως είναι που δεν είπε ο Λερρντέν ποτέ, και ο κάθε Λερρντέν!

Link to comment
Share on other sites

Δυστυχώς η τελική φράση «Ανόητε Λερρντέν μου... Θα μπορούσες απλά να μου είχες μιλήσει...» είναι εντελώς "cryptic" και δεν μπορώ να βγάλω συμπέρασμα τι ακριβώς εννοεί! Αυτό βέβαια δεν αφαιρεί καθόλου από τη γοητεία της ιστορίας, το αντίθετο μάλιστα.

Πιθανώς όμως να μην υπάρχει κάποιο μυστήριο εκεί, αλλά η απάντηση να είναι απλή και προφανής. Όσο υψηλά ιδανικά και μεγαλόπνοες εμπνεύσεις να έχει κανείς για αυτόν/αυτήν που αγαπά, όση λυρικότητα και ποίηση και μουσική και άστρα και βαθιές ιδέες να γεννούν αυτές οι εμπνεύσεις, τίποτα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο μια απλή ειλικρινής επικοινωνία. Μια απλή φράση. Ένα "σ'αγαπώ" χωρίς τερτίπια και φιοριτούρες. Και αυτό ίσως είναι που δεν είπε ο Λερρντέν ποτέ, και ο κάθε Λερρντέν!

 

Ναι, αυτό, αυτό ακριβώς! :worshippy:

Link to comment
Share on other sites

Ααααα, μάλιστα. Λοιπόν και τώρα που τό πιασα σου έχω και μια πρόταση επιτέλους γιατί προηγουμένως δεν είχα καμία :p

 

Θα μπορούσες να τη βάλεις να διαβάζει το βιβλίο. Όχι απλά να το πιάνει και να τρέχει, αλλά να διαβάζει σκηνές που έχει ζήσει εκείνη κάπως κι εκείνος αλλιώς και για πρώτη φορά να βλέπει πως τις έζησε ο Λερντέν. Έτσι θα έλυνες αυτόματα και τη δική της μεταστροφή (αυτό που περιγράφει ο Διονύσης επάνω) και θα βλέπαμε και κάποια πράγματα από τον κοινό βίο τους. Τώρα εσύ βέβαια διορθώνοντας μπορεί να βρεις κάτι κλάσεις ανώτερο από αυτό που σου λέω εγώ εδώ, όμως είναι το πρώτο που μου ήρθε στο μυαλό σαν έλλειψη γιαυτό και στο λέω.

 

Θα την ξαναδιαβάσω σίγουρα όταν τη διορθώσεις γλυκιά μου, θα γίνει μια πολύ όμορφη ιστορία. Είναι δύσκολο το θέμα σου αυτή τη φορά για μας τους απλούς ανθρώπους. :)

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Σταθερά πολύ καλή γραφή, αν και εδώ κάτι με χάλασε. Πολύς συναισθηματισμός, λίγη μελούρα και ειλικρινά το τέλος του κάφρου μου φαίνεται πιο καλό από αυτό που τελικά έβαλες. Τα όσα είπε πιο πάνω ο Διονύσης στέκουν, αν και έχω την εντύπωση ότι τελικά κάτι λείπει από την όλη ιστορία, κάποιες μικρές πινελιές που θα την έκαναν πολύ καλύτερη.

Link to comment
Share on other sites

"Και δε μιλώ, να μη σ’ ενοχλήσω, μόνο με το νου μου σε καλώ και σε χρειάζομαι, Ροσάλια, αγαπημένη, πανέμορφη Ροσάλια..."

 

Μάλλον δεν ήταν η ώρα να το διαβάσω τούτο 'δω, αλλά το διάβασα. Είναι καλογραμμένο, το έχεις το γράψιμο, όσο γράφεις τόσο θα ομορφαίνει. Η ιδέα δεν ξέρω κατά πόσον είναι πρωτότυπη, αλλά αποδόθηκε με τρόπο ατμοσφαιρικό, μου άρεσε. Κι εγώ ίσως θα ήθελα να είναι λίγο μεγαλύτερο, να μας πεις περισσότερα, ίσως.

 

Όσο για τη σιωπή, είναι μόνο όταν φοβάσαι πως δεν θα σ' ακούσουν. Και δε σ' ακούν, δε σ' ακούν, αυτοί οι κάποιοι δε σ' ακούν...

Link to comment
Share on other sites

Εκπληκτικη οπως παντα αγαπημενη μου αδελφη! Κειμενο σφιχτο δεμενο και παντα ευρηματικη καταληξη ή ισως πολυ ομορφα δοσμενη.Πολυ σωστο το νοημα για την σχεση αντρα γυναικας νομιζω οτι πολυ θα ειδαν μια αλλη οψη του εαυτου τους,

Η ομορφια οταν ειναι μεσα σου μενει αμολυντη και ιδανικη πανω στα στηριγματα που εσυ και μονο εσυ οριζεις.

 

Ο αδελφος Αινειας (ο αμπελοφιλοσοφος) :beerchug:

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..