DinoHajiyorgi Posted December 6, 2006 Share Posted December 6, 2006 (edited) Η νύχτα έχασε τον ήχο της. Πρώτα στάθηκε ο άνεμος, σίγησε το θρόισμα των φύλλων. Μετά βουβάθηκαν τα τριζόνια. Η Μονή του Ιερού Μυστηρίου βρέθηκε ξαφνικά σε αφύσικη πολιορκία. Πύκνωσε θαρρείς η νύχτα γύρω της. Οι φλόγες στα καντήλια τρεμόπαιξαν άηχες, έσυραν σκιές πάνω στο σκληρό βλέμμα των ακοίμητων βυζαντινών αγίων. Ο ηγούμενος είχε γείρει το κεφάλι στο στήθος, μέσα στην πλούσια κατάλευκη του γενειάδα και είχε αποκοιμηθεί καθιστός στο γραφείο του, μπροστά στην αλληλογραφία που τον απασχολούσε όλο το βράδυ. Τα πολλά χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη του φτερούγισαν για λίγο μακριά, λείαναν οι βαθιές του ρυτίδες στον ατάραχο του ύπνο, σημάδι μιας σπάνιας αθωότητας. Στο λιτό του κρεβάτι, με μαξιλάρι την παλάμη του, ο αδελφός Λουκάς ήταν χαμένος σε ανήσυχο ύπνο. Ονειρευόταν πως στεκόταν ξυπόλητος στην Αγία Τράπεζα της μονής, τη λαξευμένη μέσα στον φυσικό βράχο της βουνοπλαγιάς. Η πέτρα πίσω από τον εσταυρωμένο είχε γίνει ξαφνικά διάφανη, ένα παράθυρο στον ηλιόλουστο κάμπο που απλωνόταν στους πρόποδες. Δεν ήταν μόνος του. Υπήρχε κάποιος μαζί του εκεί, ένας άλλος μοναχός τον οποίον δεν μπορούσε να αναγνωρίσει γιατί ο ήλιος έλαμπε δυνατά πάνω στα μάτια του. Ο περίλαμπρος άγνωστος του έδειξε τον κάμπο και κάτι είπε αλλά δεν μπόρεσε να τον ακούσει. Ένα μουγκρητό κάλυψε τα λόγια του. Άρχισε να τρίζει η βουνοπλαγιά και ένας αναστεναγμός ξεπήδησε από την γη. Μεγάλο κουρνιαχτό σηκώθηκε στον κάμπο και λούστηκε απόκοσμα στο φως του φεγγαριού. Σείστηκαν τα μαύρα ιστορικά τείχη, κεριά έσβησαν στο πάτωμα, ράγισε το κοίλωμα του βράχου πίσω από τον εσταυρωμένο. Ένας σκοτεινός ψίθυρος ελευθερώθηκε μέσα στο ιερό. Ο ηγούμενος σήκωσε το κεφάλι του ζαλισμένος. Βογκούσε η μονή, τα ζώα στον στάβλο ξεσήκωναν σαματά. Κολυμπούσε το πάτωμα κάτω από την καρέκλα του, το φωτιστικό από πάνω του ταλαντευόταν σαν τρελό. Έκανε τον σταυρό του και όσο γρήγορα του επέτρεπε η ηλικία του βγήκε στο μπαλκόνι. Ο σεισμός σταμάτησε το ίδιο απότομα, τα ζώα όμως συνέχισαν να μουγκανίζουν. Η αυλή γέμισε γρήγορα ανήσυχους μοναχούς. Ο Λουκάς μόλις είχε αφήσει το κελί του, βρέθηκε δίπλα στον ηγούμενο ταραγμένος. Κοίταξαν μαζί πέρα από τις κεραμοσκεπές της μονής σαν να περίμεναν να διακρίνουν κάποιον εχθρό, τους πυργίσκους πολιορκητικών μηχανών ίσως. «Είχε καιρό να μας θυμηθεί» είπε ο γέροντας, «το αντέξαμε όμως, δόξα τω Θεώ!» Από κάτω ακούγονταν οι ανάκατες φωνές των μοναχών. Ο Λουκάς κοίταξε τον ηγούμενο απορημένος. «Τι είπαν;» ρώτησε. Ο γέροντας χαμογέλασε στον νέο μοναχό, δεν ήταν πάνω από τριανταπέντε. «Ρώτησαν αν είδαμε φώτα στον ουρανό. Είναι μια ντόπια ιστορία.» Ο ηγούμενος έσκυψε προς την αυλή. «Όχι Ιωσήφ παιδί μου, μόνο το φεγγαράκι λάμπει σήμερα.» Γύρισε προς τον Λουκά. «Καλύτερα να ελέγξουμε για τίποτα ζημιές…» είπε και σκύβοντας πάλι στα κάγκελα απευθύνθηκε στην αυλή, «Βασίλη, πήγαινε να ηρεμίσεις τα ζώα.» Διασκορπίστηκαν όλοι τους, ο καθένας με μια έγνοια στο κεφάλι. Ο Ευσέβιος δεν πρόσεξε το κάταγμα στον βράχο μέσα στο σκοτάδι του ναού. Δεν είχε ραγίσει κανένα εικόνισμα, δεν είχε παρά να μαζέψει όσα κεριά και καντήλια είχαν πέσει καταγής. Ετοιμαζόταν να φύγει όταν πρόσεξε το σκέπασμα της τράπεζας που ταλαντευόταν σαν από αδικαιολόγητη πνοή. Έκανε τον σταυρό του και βγήκε οπισθοχωρώντας από την εκκλησία σκιαγμένος. Αλλάζοντας στα άμφια της πρωινής λειτουργίας, το βλέμμα του αδελφού Λουκά κοντοστάθηκε στην τοιχογραφία πίσω από τον εσταυρωμένο. Η εικόνα διατηρούσε ακόμα αρκετά έντονα τα χρώματα της. Ο τελευταίος καλλιτέχνης που την είχε ανανεώσει είχε χαρίσει το μεράκι του πριν είκοσι χρόνια. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα απεικονιζόμενα πρόσωπα που έμοιαζαν να παρακολουθούν με πόνο το μαρτύριο του Κυρίου, ένα από αυτά, ένας καλόγερος με τρομερό ύφος και διαπεραστικά μάτια κοιτούσε μπροστά, κάρφωνε αυτή τη στιγμή τον νεαρό μοναχό. Ο καλόγερος της τοιχογραφίας ήταν ο μόνος που ήταν ζωγραφισμένος χωρίς φωτοστέφανο. Ασυναίσθητα ο Λουκάς χαμήλωσε το βλέμμα του και πρόσεξε το ράγισμα στον βράχο, πάνω στον χιτώνα της αινιγματικής φιγούρας. Πλησίασε περίεργος, γονάτισε να ψηλαφίσει την ζημιά. Ένιωσε την αναπνοή του βράχου πάνω στα δάχτυλα του. Πόσο βαθιά ήταν η ρωγμή; Από πίσω επικρατούσε το σκοτάδι…και προς στιγμή νόμισε πως άκουσε έναν ήχο. Έπεσε στα τέσσερα και κόλλησε το αφτί του στην χαραμάδα. Ίσως το ισχνό ρεύμα του αέρα να δημιουργούσε μια πλάνη στον κοχλία του αφτιού του αλλά θα νόμιζε κανείς πως άκουγε μακρινούς ψίθυρους, ανακατεμένους μεταξύ τους, επίμονους, βιαστικούς, ακατανόητους. Έμεινε για λίγο παγωμένος στην θέση του, γεμάτος δέος, αδύναμος να κουνηθεί. Μήπως άκουγε αδελφούς να συνομιλούν σε κάποιο χώρο του μοναστηριού, μήπως οι πέτρες μετέδιδαν κάπως εκείνες τις συνομιλίες; Η θέση όμως της εκκλησίας στην μονή, ενάντια στον όγκο της βουνοπλαγιάς, το απέκλειε. Τραβήχτηκε και σηκώθηκε όρθιος. Αισθάνθηκε τους ψιθύρους να τρυπώνουν μέσα του, να ψάχνουν να φωλιάσουν στον νου του. «Λουκά, τι κάνεις εκεί;» Η φωνή του ηγούμενου τον ξάφνιασε τόσο που σχεδόν του ξέφυγε μια κραυγή. «Σεβάσμιε…Έχει ραγίσει ο βράχος.» Ο ηγούμενος πλησίασε με ενδιαφέρον σμίγοντας τα πλούσια του φρύδια. Εξέτασε και ο ίδιος την ζημιά. «Θα χρειαστεί δουλειά εδώ. Να το αναλάβει ο Θόδωρος. Είναι καλός σε αυτά. Τα χρώματα είναι παλιά και θέλει τέχνη να τα ταιριάξεις.» Ο Λουκάς έτεινε προς την προσωπικότητα που τον απασχολούσε στη τοιχογραφία. «Δεν τόλμησα ποτέ να ρωτήσω…Ποιος είναι αυτός;» «Είναι ο πατήρ Εμμανουήλ. Ήταν ηγούμενος επί τουρκοκρατίας. Προστάτεψε την μονή σε δύσκολα χρόνια.» «Έχει ένα άγριο ύφος…» Τα λευκά μουστάκια του γέροντα συσπάστηκαν σε ένα χαμόγελο. «Εγώ το βλέπω περισσότερο σαν θλιμμένο παρά σαν άγριο.» «Γιατί τον απεικόνισαν χωρίς φωτοστέφανο;» «Γιατί το ζήτησε ο ίδιος. Τα αρχεία δεν εξηγούν το γιατί.» «Ανήκει όμως η θέση του εδώ…μέσα στο ιερό;» «Το ιερό δεν ήταν πάντα σ’αυτό το σημείο. Η μονή πυρπολήθηκε από τους Τούρκους το 1822.» «Προσέξατε το ρεύμα που βγάζει ο βράχος; Έρχεται μέσα από το βουνό. Κάποιο άνοιγμα ή και κάποια σπηλιά ίσως.» Ο ηγούμενος κούνησε το κεφάλι του. Γύρισε στο ντουλάπι με τα άμφια. Ο Λουκάς έτρεξε δίπλα του να τον βοηθήσει. «Είσαι καινούργιος και δεν ξέρεις πολλά για την μονή μας» είπε στον νέο, «Σε ξέρω το ίδιο ελάχιστα. Έλα να με δεις το απόγευμα, να τα πούμε.» «Θα έρθω σεβάσμιε.» Δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα για την ρωγμή. Η εκκλησία γέμισε από τους αδελφούς που μαζεύτηκαν για τον όρθρο και η μέρα κύλησε τυπικά πλην κάποιων έκτακτων επισκευών. Ένιωθε νευρικός. Σεβόταν απεριόριστα τον ηγούμενο, είχε όμως ένα κάποιο άγχος με ανθρώπους που κατείχαν πάσης φύσεως εξουσία. Παρακολούθησε τους έναν, δύο, τρεις κύβους ζάχαρης που έριξε στο τσάι του και ζεστάθηκε λίγο με τη θέση του απέναντι του. Ο ηγούμενος αγαπούσε το τσάι του γλυκό, πρέπει να ήταν γλυκός άνθρωπος. Το απόγευμα έλαμπε ζεστό έξω από το παράθυρο τους. Η αιωρούμενη σκόνη χρύσιζε πάνω από τα κιτρινισμένα χειρόγραφα στο τραπέζι. Πήρε μια γουλιά από το δικό του φλιτζάνι και μετά σκέφτηκε τι να πει για να σπάσει την νευρικότητα του. «Το όνομα της μονής είναι σχετικά πρόσφατο.» Το κάτω χείλος του γέροντα γεύτηκε τις υγρές άκρες στα μουστάκια του και κοίταξε έξω από το τζάμι σαν να διάβαζε τον ουρανό. «Είναι ακόμα η μονή του Αγίου Γεωργίου. Μετονομάστηκε σε ‘Ιερού Μυστηρίου του Αγίου Γεωργίου’ το 1819. Η τωρινή του ονομασία είναι χάριν συντόμευσης. Οι αιτίες της αλλαγής της ονομασίας είναι άγνωστες. Στην φωτιά του 1822 καταστράφηκαν πολλά ανεκτίμητα χειρόγραφα.» Ο γέροντας σταμάτησε και το βλέμμα του έμεινε καρφωμένο έξω. Ο αδελφός Λουκάς είχε μείνει να μασάει ένα από τα μουστοκούλουρα που είχαν μπροστά τους. Το κατάπιε με λίγο τσάι πριν πάρει βιαστικά τον λόγο. «Στο Άγιο Όρος υπάρχει η γραπτή μαρτυρία ενός ηγούμενου που χρονολογείται το 1820. Κάνει μια περαστική αναφορά στην μονή εδώ σαν υστερόγραφο σε μια ξυλογραφία της εποχής.» Ο ηγούμενος έστρεψε το βλέμμα του και τον κοίταξε. «Δεν το ήξερα αυτό.» Η προσοχή του σεβασμιότατου όπλισε τον μοναχό με νέο θάρρος. «Γράφει για το ‘θαύμα της μονής του Ιερού Μυστηρίου κατά των απίστων.’ Δεν προσφέρει όμως καμία περαιτέρω εξήγηση.» «Η επιβίωση της μονής μέσα από όλες τις δοκιμασίες της ιστορίας είναι ένα αναμφισβήτητο θαύμα.» Ο Λουκάς έπλεξε και ξέπλεξε τα δάχτυλα του πριν μιλήσει. Χαμήλωσε το βλέμμα στο τσάι του. «Υπήρχε μια εποχή που η ζωή μου ήταν ένα αδηφάγο κενό που με έτρωγε ζωντανό. Διάλεξα τον ασκητικό βίο στην αναζήτηση ενός θαύματος. Ήθελα κάτι το χειροπιαστό για να πιστέψω. Πολλές φορές ανακαλύπτω με οδύνη του πόση λίγη πρόοδο έχω κάνει.» Τα μάτια του γέροντα τον εξέτασαν ζεστά σε μια σύντομη παύση. «Εύχομαι να μην διάλεξες την μονή μας για τους διάφορους αφελείς θρύλους που κουβαλάει.» Ο Λουκάς κούνησε το κεφάλι του έντονα για να διαβεβαιώσει τα λόγια του. «Τα φώτα στον ουρανό και τους ιπτάμενους δίσκους; Φυσικά όχι! Αυτά τα άκουσα για πρώτη φορά σήμερα από τους αδελφούς μας. Ακούγεται σαν καθαρή διαστρέβλωση όλων όσων αντιπροσωπεύει η ιστορία της μονής.» Ξαφνιάστηκε όταν διέκρινε μια κάποια διαλλακτικότητα στο γέρικο βλέμμα. «Τα έχω δει κι εγώ αυτά τα περίεργα φώτα που λένε. Δύο φορές στα σαράντα χρόνια που βρίσκομαι εδώ. Το ’72 και το ’88. Το πρώτο ήταν καλοκαίρι και συνέβη στην διάρκεια δυνατού σεισμού. Είδα δυνατές αντανακλάσεις να ξεπηδούν μέσα από το κουρνιαχτό που σήκωσε το βουνό, σαν να είχαν ξεπροβάλλει δυο-τρεις μικροί ήλιοι στην διάρκεια της νύχτας. Το δεύτερο ήταν καταχείμωνο, τα είδα να χορεύουν μέσα σε κατάμαυρα σύννεφα ένα πρωί με έντονη χιονοθύελλα. Υπήρξαν και άλλες μαρτυρίες φυσικά από άλλους αδελφούς, των οποίων την αξιοπιστία δεν αμφισβήτησα ποτέ μου. Η εξήγηση που κρύβεται πίσω από αυτό το φαινόμενο δεν την ξέρω ούτε έχω σκοπό να την αναλύσω. Αυτά που έχουν σημασία, αυτά που χρειάζεται να γνωρίζουμε για μια ασφαλή και ενάρετη ζωή βρίσκονται όλα εδώ, στον Θείο Λόγο Του.» Ακούμπησε το χέρι του σε μια μικρή Αγία Γραφή που είχε στο γραφείο του. «Από τότε που άρχισαν να διαδίδονται οι ιστορίες και την στιγμή που έγινε της μόδας, είχαμε πολλούς περίεργους και ερευνητές που χτυπούσαν την πόρτα μας για να θαυμάσουν δήθεν την μονή μας, ή να αναγνώσουν τα κείμενα της βιβλιοθήκης μας. Αυτοί δεν με απασχόλησαν ποτέ στα σοβαρά. Εκείνο όμως στο οποίο δίδω μεγάλη προσοχή είναι οι ψυχές εκείνες που έρχονται να μονάσουν δίπλα μας παρακινούμενες από χίμαιρες.» Έσκυψε εμπρός. «Ο καθένας μας είναι η προσωποποίηση ενός θαύματος Λουκά παιδί μου. Κάθε μέρα και ένα θαύμα ανθίζει μέσα μας. Η πίστη στον Πανάγαθο Θεό μας κουβαλάει πέρα από το τέλμα της ζωής. Φαντάσου τους μοναχούς που επέζησαν να αντικρίσουν τις στάχτες της μονής τους εκείνο το μοιραίο πρωινό. Τι τους ένωσε στην κοινή απόφαση να συνεχίσουν; Η πίστη. Αν δεν είναι αυτό ένα θαύμα…τότε τι είναι;» «Ναι αλλά…Ποιο είναι το κίνητρο αυτής της πίστης;» «Το κίνητρο της πίστεως; Τα πάντα. Η ίδια η δημιουργία. Ότι υπάρχει γύρω σου και ότι υπάρχει μέσα σου. Όλα όσα μας μιλάνε για το μεγαλείο του Θεού. Δεν είναι η αποτυχία μας να ανοίξουμε τα μάτια σε αυτό το μεγαλείο που μας προκαλεί την μεγαλύτερη δυστυχία;» «Φοβάμαι πως δεν είμαι έτοιμος για να σας απαντήσω Σεβάσμιε.» Ο γέροντας έσκυψε εμπρός και ξαναγέμισε το φλιτζάνι του μοναχού. «Ο ασκητικός βίος είναι ένα ταξίδι. Ένα μακρύ ταξίδι. Εάν διαθέτεις υπομονή και ξέρεις που να ψάξεις θα ανταμειφθείς με τις απαντήσεις που αναζητάς. Το βασίλειο του Κυρίου κρύβει πολλές εκπλήξεις.» Σκιές εισέβαλαν στο κελί του αδελφού Λουκά το βράδυ, του έκλεψαν ξανά τον ήρεμο ύπνο. Δεν έπαψε να στριφογυρίζει στο κρεβάτι του. Περίεργα όνειρα τον στοίχειωσαν. Βρισκόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα. Ψίθυροι τράνταζαν το ιερό. Ο πατήρ Εμμανουήλ εγκατέλειψε τα χρώματα του βράχου και κατέβηκε ολοζώντανος στο πάτωμα. Ο Λουκάς δεν μπορούσε να κουνηθεί, ήταν μαρμαρωμένος στη θέση του. Ο αρχαίος ηγούμενος τον πλησίασε και του μίλησε δείχνοντας του την ρωγμή στην πέτρα. Τα χείλη όμως κινήθηκαν βουβά, οι λέξεις ήταν χωρίς ήχο, μόνο οι ξένοι ψίθυροι υπερίσχυαν εκεί μέσα, ράγιζαν το κρανίο του μοναχού στα δύο. Την άλλη μέρα ακολούθησε τα βήματα του σαν το σώμα του να είχε λάβει μια εντολή που το μυαλό ήταν ανίκανο να ξεδιαλύνει. Κατέβηκε τον φυσικό βράχο του βουνού που αγκάλιαζε τους πρόποδες της μονής. Η διαδρομή ήταν κοπιαστική καθώς απαιτούνταν και κάποια αναρρίχηση γύρω από άβατα εμπόδια. Μαύρες, κοφτερές πέτρες καμουφλαρισμένες από αγριόχορτα και θάμνους σημάδευαν με τομές τα σανδάλια του. Όταν σταμάτησε επιτέλους κάποια στιγμή να ξαποστάσει, η πλαγιά από πάνω του έπαιρνε τέτοια απότομη κλίση που τα τείχη της μονής, που ήξερε ήταν πάνω από το κεφάλι του, δεν ήταν ορατά από την θέση του. Η πλαγιά συνέχιζε μπροστά του απλωμένη σε ένα γιγάντιο κοίλωμα που χανόταν μέσα σε δροσερή σκιά. Σκαμμένος από τον χρόνο, αόρατος στο σκοτάδι, έδινε από τον κάμπο την εντύπωση πως ο βράχος που στήριζε την μονή αιωρούνταν στο κενό. Είχε προετοιμαστεί για τον κόπο του, ήταν εφοδιασμένος με ένα δισάκι στο οποίο έφερε ένα παγούρι με νερό. Ήπιε την πρώτη του γουλιά και αναρωτήθηκε αν ήξερε τι έκανε. Κοίταξε πέρα στον κάμπο. Ξεραμένα χωράφια ψήνονταν κάτω από τον καυτό καλοκαιριάτικο ήλιο. Από κάπου μακριά ακούγονταν βελάσματα. Το ξαναπήρε απόφαση και χώθηκε στον βράχο. Το φυσικό άνοιγμα σχημάτιζε ένα ανοδικό μονοπάτι που χανόταν ψηλά, ανάμεσα σε δένδρα που κρέμονταν γαντζωμένα στην πέτρα. Το έδαφος ήταν γυμνό και τραχύ. Αποδέχτηκε την πρόκληση και συνέχισε. Σύντομα συνειδητοποίησε πως το πέρασμα στένευε στο κάθε του βήμα. Αναγκάστηκε να γυρίσει την πλάτη του στο βουνό και να σκαρφαλώσει βηματίζοντας πλαγίως. Μόλις η κλίση έγινε τόσο απότομη που άρχισε να γλιστράει το πόδι του το μονοπάτι γύρισε μέσα και άνοιξε στα δύο. Ο ένας δρόμος συνέχιζε ανοδικά προς την μονή και ο άλλος, ο καθοδικός, ήταν αδιαπέραστος από νεκρούς κορμούς δένδρων, συσσωρευμένων από μακροχρόνιες κατολισθήσεις. Χωρίς αιτία έπιασε τον εαυτό του να διαπραγματεύεται την δεύτερη επιλογή. Ξερά, πυκνά κλαδιά χαράκωσαν το πρόσωπο του. Έσπρωξε σκονισμένους θάμνους και σκαρφάλωσε γιγάντιες πέτρες. Τα δάχτυλα του σύρθηκαν σε χαραμάδες και εσοχές και μάτωσαν. Κορυφές δένδρων από κάτω του έκρυβαν τον αποκαρδιωτικό γκρεμό που θα μπορούσε να του κλέψει το θάρρος. Σκονισμένος ο ίδιος είχε γίνει αόρατος πάνω στον βράχο. Πείσμωσε, αρνήθηκε να σταθεί να ξαποστάσει και να ξεδιψάσει πριν φτάσει στο έσχατο του όριο. Και τότε το είδε. Ένα μικρό άνοιγμα στην βουνοπλαγιά. Μια μαύρη τρύπα χαμένη στους θάμνους. Πρόσφατα αποκολλημένοι βράχοι είχαν αποκαλύψει το πάνω χείλος ενός μεγαλύτερου φυσικού ανοίγματος. Αναγκάστηκε να συρθεί στα τέσσερα για να το φτάσει. Έχωσε το κεφάλι του και άφησε ένα επιφώνημα. Μια απέραντη απόκοσμη ηχώ άρπαξε αμέσως την κραυγή του και την μετέτρεψε σε έναν εφιαλτικό ψίθυρο. Περιπλανήθηκε στην άβυσσο και μετά γύρισε πίσω, τον χαστούκισε. Αναπήδησε ξαφνιασμένος. Άκουσε την ίδια στιγμή την καμπάνα της μονής να χτυπάει για συσσίτιο. Ο ήχος ταξίδεψε ανακουφιστικά μέσα στο στενό μονοπάτι. Έβγαλε έναν μεγάλο τετράγωνο φακό από το δισάκι και σημάδεψε την τρύπα. Το κενό ρούφηξε την αχτίδα και την εξαφάνισε. Εξέτασε τα εσωτερικά τοιχώματα γύρω από το άνοιγμα. Η κοιλότητα ήταν τεράστια μέσα στα σπλάχνα του βουνού. Η οροφή της χανόταν στο σκοτάδι. Το έδαφος κατηφόριζε σε μια εξίσου αόρατη άβυσσο. Σύρθηκε μέσα και άρχισε να γλιστράει προς τα κάτω. Η πέτρα ήταν καλυμμένη από λευκή σκόνη σαν από κιμωλία και ήταν ατάραχη, δεν είχε άλλα ίχνη πέρα από αυτά που δημιουργούσε ο ίδιος τώρα. Τελικά κατέληξε σε ένα πλάτωμα μόλις έξι μέτρα από την τρύπα. Η σπηλιά ήταν διάτρητη από εσοχές και γωνίες που σχημάτιζαν περίεργες σκιές. «Τι κάνω εδώ πέρα;» Ήταν δικός του ο ψίθυρος, του βγήκε αυθόρμητα. Η ηχώ το πήρε, το ταξίδεψε προς τον αθέατο τρούλο από πάνω. «Τι κάνω εδώ πέρα…τι κάνω εδώ πέρα…» Περίμενε μέχρι να σταματήσει. Άρχισε να βηματίζει ακολουθώντας το φως του φακού σε ένα τραχύ, ελαφρά ανηφορικό έδαφος. Η ίδια του η αναπνοή προκαλούσε μια νέα ηχώ που του ζάλιζε τον νου. «Ρουφάει και τις σκέψεις…» Αμέσως μετάνιωσε που μίλησε. Το σπήλαιο επανέλαβε το παιχνίδι με τα νέα λόγια του. Δεν θα έλεγε κουβέντα αλλά τον έπιασε τώρα ένα νευρικό χάχανο. Ο κάθε του ήχος, η κάθε του εισπνοή και εκπνοή μετατρέπονταν σε βλήματα που έκαναν γκελ πάνω στα αόρατα τοιχώματα της κοιλότητας. Πολλαπλασιάζονταν και επιχειρούσαν να τον τρελάνουν. Σήκωσε τα χέρια του και κάλυψε τα αφτιά του. «Σταμάτα» είπε μέσα από τα δόντια του. Έχασε το κράτημα στον φακό που έπεσε και κύλησε στο χώμα. Το φως σταμάτησε στο κιτρινισμένο κρανίο κάποιου αρχαίου πτώματος. Οι νεκρές κόγχες κάρφωσαν τον Λουκά, η φριχτή μάσκα από κάτω παγωμένη σε ένα αιώνιο χαμόγελο. Επέστρεψε το βλέμμα αποσβολωμένος, κατέβασε τα χέρια του. Η σπηλιά δονούνταν από ψίθυρους. Έβρεχε ακατανόητους εφιαλτικούς ψαλμούς. Άρπαξε πάλι τον φακό και σκόρπισε το φως άτακτα ολόγυρα. Ένα ολόκληρο κοινό από σκελετούς γέμιζε το αμφιθέατρο της σπηλιάς. Σταυροκοπήθηκε. «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…» «Αδελφέ μου.» Μια φράση τόσο απλή, τόσο ξεκάθαρη, τον χάιδεψε και ρίγησε ολόκληρος. Ξεφώνισε και γύρισε προς κάθε κατεύθυνση ψάχνοντας στο σκοτάδι. Ήταν μόνος. Εδώ κάτω ζωντανός ήταν μόνο ο ίδιος. Οι ψίθυροι είχαν σταματήσει ξαφνικά. Τάφος, αυτό ήταν η σπηλιά, ένας τάφος. Πρόσεξε καλύτερα τα κόκαλα. Υπήρχαν σκουριασμένα μαχαίρια, σπαθιά με γυρτές λεπίδες ανάμεσα τους. Χαντζάρια. «Τούρκοι» σκέφτηκε. Εξέτασε το έδαφος παραπέρα. Αναπάντεχα πάνω από τον σωρό τον νεκρών άστραψε μια εκθαμβωτική αντανάκλαση που του έκαψε τα μάτια. Δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ένιωσε το στόμα του θεόστεγνο. Πήρε απανωτές γουλιές από το παγούρι του πριν πλησιάσει το νέο εύρημα. Ήταν ένα μακρόστενο, επιχρυσωμένο σεντούκι. Έντεχνα σκαλισμένο, βυζαντινό, έδειχνε βαρύ και αμετακίνητο. Γονάτισε δίπλα του και ψηλάφισε την υφή του καλύμματος. Σκαλισμένος στο χρυσό ο Άγιος Γεώργιος καβάλα στο άλογο του σκότωνε τον δράκο με το δόρυ του. «Θησαυρός! Βρήκαμε θησαυρό!» Σταγόνες ιδρώτα του έτσουζαν τα μάτια, σκουπίστηκε με την ανάποδη του χεριού του. Έστησε τον φακό σε μια πέτρα και άρχισε να ψαχουλεύει τις γωνίες του σεντουκιού. Το κάλυμμα ήταν βαρύ, ίσως και σφραγισμένο. Δύο προσπάθειες του να το ανοίξει απέτυχαν. Πήρε μια βαθιά εισπνοή και έβαλε όλη του την δύναμη στην τρίτη και τελική. Ο παγιδευμένος αέρας σφύριξε αρρωστημένα. Η ξαφνική του επιτυχία και το βάρος του καλύμματος τον παρέσυραν καταγής. Σηκώθηκε αλαφιασμένος και παίρνοντας τον φακό πλησίασε το σεντούκι. Πάγωσε. Το σεντούκι είχε χρησιμοποιηθεί σαν νεκρική θήκη. Μέσα, τυλιγμένο σε νεκρώσιμο σάβανο, ήταν το μουμιοποιημένο λείψανο ενός ανθρωπόμορφου πλάσματος. Ψηλού αναστήματος, καταλάμβανε όλο το μήκος της θήκης. Το δέρμα, γκρίζο από τον χρόνο, τύλιγε ρυτιδωμένο τα κόκαλα, οι κόγχες κενές τρύπες σε ένα ολοστρόγγυλο κρανίο. Το στόμα έχασκε ανοιχτό χωρίς δόντια. Τα χέρια, σταυρωμένα στο στήθος, είχαν τρία χοντρά δάχτυλα το καθένα. Έκανε τον σταυρό του με τρεμάμενα χέρια. «Πανάγαθε, φύλαξε τα λογικά μου!» Δίπλα στα πόδια του νεκρού υπήρχε ένα κιούπι. Το στόμιο του ήταν σφραγισμένο με κερί. Το σήκωσε στα χέρια του. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, ήταν τρομοκρατημένος. Δέος και αμφιβολία έρεαν στις φλέβες του. Τα χέρια του ήταν ιδρωμένα, γλιστρούσαν. Έσκαψε το κερί και ελευθέρωσε το σφράγισμα. Ξαφνικά το φως τρεμόπαιξε, έσβησε ο φακός και τον κατάπιε το σκοτάδι. Η καμπάνα στην μονή χτυπούσε για τον εσπερινό όταν κατέβηκε το απότομο μονοπάτι με τον θησαυρό σφιχτά αγκαλιασμένο πάνω στο στήθος του. Ένα πορφυρό φωτοστέφανο κάλυπτε την σιλουέτα της μονής πάνω από το κεφάλι του. Το βήμα του σερνόταν και σκόνταφτε χωρίς να λογαριάζει τον γκρεμό δίπλα του. Ήταν ευγνώμων που είδε ξανά το λιγοστό έστω φως του σούρουπου. Στο μοναστήρι τον έψαχναν όλη μέρα. Απορημένα βλέμματα τον υποδέχτηκαν μόλις μπήκε στην αυλή τρικλίζοντας. Πήγε κατευθείαν στο γραφείο του ηγούμενου που τον κοίταξε γεμάτος έγνοια. «Λουκά παιδί μου, που ήσουν όλη μέρα;» Με τρεμάμενα χέρια άφησε το κιούπι πάνω στο τραπέζι. Οι δύο άντρες κάθισαν αντικριστά μόνοι τους, με τις εύθραυστες περγαμηνές ανοιγμένες ανάμεσα τους. Ο γέροντας προσπαθούσε να ακούει πάνω από τους χτύπους της καρδιάς του την ώρα που ο νεαρός μοναχός διάβαζε με τρεμουλιαστή φωνή. Γεννήθηκα Εμμανουήλ Καλατζής στην Πετρούπολη εν έτι 1784 από εύπορους έλληνες γονείς. Έτυχα ευρείας μορφώσεως. Ανήσυχος από την φύση μου βάλθηκα από νωρίς να ακολουθήσω το μονοπάτι που θα με οδηγούσε στο νόημα της ύπαρξης μου. Βάλθηκα στην αναζήτηση ενός θαύματος. Άνοιξα μια πόρτα στην Βασιλεύουσα και εισήλθα στα ενδότερα της Ελλάδος, διψασμένος για μια αλήθεια. Το έτος 1818 με βρήκε να ασκώ μοναχικό βίο στη μονή του Αγίου Γεωργίου στη Θεσσαλία, μέσα στη δικαιοδοσία του Βελή Πασά. Με όλη την εμπειρία που νόμιζα πως με βάραινε, σε μια εποχή που η πίστης μας δεχόταν τα δεινά, δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένος για την αποκάλυψη που με περίμενε. Οι δύο μοναχοί έφτιαχναν μια λυπητερή εικόνα όπως διέσχιζαν τον μουντό κάμπο, ο πρώτος πεζός, ο δεύτερος καβάλα στο γαϊδουράκι. Φορούσαν προβιές πάνω από τα μαύρα τους ράσα. Ο πεζός ήταν άντρας ενώ ο έφιππος αμούστακο παιδί ακόμα. Γεμάτα τσουβάλια κρέμονταν από τους ώμους του ζώου. Η μονή ήταν τώρα ορατή από την θέση τους. Κρύος άνεμος τάραξε τους αμπελώνες και σήκωσε βαθύ θρόισμα. Ο νεαρός, ο Θωμάς, χώθηκε βαθύτερα στην προβιά του. «Μην έρθουν και σε μας;» «Ποιοι;» «Οι τούρκοι.» Ο πάτερ Εμμανουήλ συλλογίστηκε για λίγο τους φόβους του μικρού. «Αν τραβήξανε για το Ασπρονέρι όπως μας είπαν στη Στάνη, θα είναι πολύς δρόμος να γυρίσουν για την μονή.» «Λες να πρόλαβαν να φύγουν;» «Ποιοι;» «Οι Φιλικοί.» «Κι αν δεν έχουνε φύγει απ’την μονή, οι τούρκοι δεν πρόκειται να τους βρουν. Το ξέρεις.» Το παιδί βυθίστηκε για λίγο στον εαυτό του. «Θέλω να πράξω σωστά πάτερ. Θέλω να πολεμήσω να διώξω τον Τούρκο. Κοιτάζω όμως τριγύρω και είμαι μόνος. Όλα τα παλικάρια παρμένα απ’τους αραπάδες ή φευγάτα στα βουνά. Θέλω να φύγω κι εγώ…αν μονάχα δεν ήταν η υπόσχεση μου στη μάνα μου. Αν με αρπάξουν και μένα τότε πάει η ελπίδα…» «Γιατί δεν μιλάς με τον ηγούμενο;» «Τα λέμε με τον ηγούμενο. Ξέρω πως γνωρίζει καπετανέους αλλά μου λέει να κάνω υπομονή.» «Αυτό πρέπει και να κάνεις. Κάπου θα βρεις τον δρόμο σου…» σταμάτησε και χαμογέλασε πικρά. Το παιδί τον κοίταξε με απορία. Ο άντρας αγνάντεψε τον ορίζοντα. «Καλύτερα όμως να μην κάθεσαι να μ’ακούς. Πώς να καθοδηγήσω εσένα όταν δεν βλέπω ο ίδιος που βαδίζω; Η πίστη Θωμά είναι μία απεραντοσύνη χωρίς σημάδια. Τα ευαγγέλια χαρτογραφούν αυτό που έχουμε εδώ μέσα. Εκεί αρχίζει και το ψάξιμο. Κι εγώ ακόμα ψάχνω. Κατάλαβες;» Ο νέος σήκωσε το κεφάλι του αρνητικά, επιπρόσθετα μπερδεμένος. «Καλά…μόνο μην πεις τίποτα από όσο σου’πα στον ηγούμενο.» «Ο Δημήτριος λέει πως παλιά ήσασταν με το αιρετικό σινάφι.» Ο Εμμανουήλ γέλασε. «Το μάτι του ηγούμενου διαπερνά καρδιές,» φώναξε. Τράβηξε το ζώο από τα γκέμια αλλά εκείνο αντέδρασε, έκανε ένα βήμα πίσω. «Έλα τώρα και φτάσαμε.» Το ζώο αντέδρασε ακόμα πιο έντονα, σχεδόν σηκώθηκε στα πισινά του πόδια γκαρίζοντας. Ο Θωμάς κόντεψε να πέσει από το σαμάρι. Ο Εμμανουήλ δεν μπορούσε να ψυχολογήσει τα αίτια αυτής συμπεριφοράς του ήπιου κατά τα άλλα ζώου όταν ο Θωμάς σήκωσε το χέρι του πάνω από το αφτί του. «Πάτερ…ακούστε…» Επικρατούσε ένα αμυδρό σφύριγμα στον αέρα που γινόταν ολοένα και πιο δυνατό. Ασυναίσθητα κοίταξαν και οι δύο προς την μονή. «Τι είναι αυτό;» Δεν πρόλαβαν να θέσουν άλλο ερώτημα. Το σφύριγμα έσκασε σαν βρυχηθμός πάνω από τα κεφάλια τους και σχίσθηκε ο ουρανός στα δύο. Το γαϊδουράκι τίναξε τον αναβάτη του στο έδαφος. Ο άντρας μόλις που πρόλαβε να καλύψει τα αφτιά του. Μια εκκωφαντική έκρηξη σήκωσε τους πρόποδες του βουνού στέλνοντας μια στήλη φωτιάς στα ουράνια. Ένα καυτό κύμα έριξε τον Εμμανουήλ δίπλα στο παιδί ενώ ο γάιδαρος εξαφανίστηκε καλπάζοντας πανικόβλητος. Φωτιά κάλυψε τα λασπωμένα χωράφια του κάμπου και μαύρος καπνός κηλίδωσε τα σύννεφα. Οι δύο μοναχοί τρίκλισαν στα πόδια τους με τα μηνίγγια τους να βουίζουν. Έχασκαν προς τον κάμπο κατάπληκτοι. Ο αντίλαλος έφτασε μέχρι το μακρινό ποτάμι, την ώρα που το διέσχιζαν καβαλάρηδες, τούρκοι. Επικεφαλής τους ήταν ο Οσμάν Ρέης, ένας σωματώδης γενίτσαρος. Οι ακόλουθοι του ήταν οπλισμένοι με δόρυ και τουφέκια. Γύρισαν τα κεφάλια τους πέρα από τις κορυφές των δένδρων και είδαν τον καπνό. Ο Οσμάν έστρεψε αμέσως το άλογο του για εκεί. Οι άλλοι ακολούθησαν χωρίς κουβέντα. Ένα μακρύ, μαυρισμένο χαντάκι είχε σκάψει τα χωράφια στα δύο. Το έδαφος και οι κοντινοί θάμνοι, οι αμπελώνες, είχαν αρπάξει φωτιά. Ο Εμμανουήλ πλανιόταν αποσβολωμένος μέσα στην καταστροφή με τον Θωμά τρομαγμένο από πίσω. Στο τέρμα του νεοσχηματισμένου χαντακιού, καρφωμένος στο χώμα ήταν ένας φλεγόμενος, μεταλλικός κύλινδρος, μεγάλος σαν άμαξα. Η παράξενη, περίτεχνη του επιφάνεια είχε αλλοιωθεί από την υψηλή θερμοκρασία. Πριν καταλάβουν τι έβλεπαν, μια μπουκαπόρτα στο πλευρό το παράξενου οχήματος εξερράγη προς τα έξω. Το μεταλλικό κάλυμμα εκσφενδονίστηκε ψηλά πριν σκάσει στο χώμα δίπλα στον πάτερ Εμμανουήλ. Άντρας και παιδί έπεσαν στα τέσσερα ξαφνιασμένοι. «Πάτερ! Πάμε να φύγουμε!» «Όχι! Κοίτα!» Ο Εμμανουήλ έδειχνε προς το καπνισμένο όχημα. Κάποιος ή κάτι προσπαθούσε να βγει από το άνοιγμα. Φορούσε μια λευκή στολή μαυρισμένη τώρα από τον καπνό. Ένα σκούρο κράνος κάλυπτε το κεφάλι του. Οι κινήσεις του ήταν απεγνωσμένες σαν να προσπαθούσε να απεγκλωβιστεί. Ήταν εξαντλημένος και παγιδευμένος. «Η κόλαση ξέρασε τα δαιμόνια της!» τσίριξε ο Θωμάς. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Εμμανουήλ τινάχθηκε όρθιος και έτρεξε προς το όχημα. «Χρειάζεται βοήθεια! Θα καεί!» Το παιδί παρακολουθούσε ανήμπορο από τον τρόμο. Συνεχίζεται Edited July 19, 2008 by DinoHajiyorgi Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted January 18, 2007 Share Posted January 18, 2007 Λοιποον, επειδή αν περιμένω να το σχολιάσω όλο μαζί, θα αργήσει πολύ ακόμα, ας τα πάρω ένα ένα Μερικές παρατηρήσεις λοιπόν για το πρώτο κομμάτι: Καταρχάς όχι αγγλικά ερωτηματικά! Πρέπει να το προσέξεις αυτό, χτυπάει αρκετά άσχημα. Επίσης, θέλεις μερικά κόμματα εδώ κι εκεί, να κυλάει πιο άνετα το κείμενο. Μερικές συγκεκριμένες παρατηρησούλες: Ο ηγούμενος είχε γείρει το κεφάλι στο στήθος, μέσα στην πλούσια κατάλευκη του γενειάδα και είχε αποκοιμηθεί καθιστός στο γραφείο του, μπροστά στην αλληλογραφία που τον απασχόλησε όλο το βράδυ. -- καλύτερα "απασχολούσε" Ο ηγούμενος πλησίασε με ενδιαφέρων σμίγοντας τα πλούσια του φρύδια. Εξέτασε και ο ίδιος την ζημιά.- ενδιαφέρον, με ο. Αυτοί δεν με απασχόλησαν ποτέ στα σοβαρά. Εκείνο όμως στο οποίο δίδω μεγάλη προσοχή είναι οι ψυχές εκείνες που έρχονται να μονάσουν δίπλα μας παρακινούμενες από πλάνες χίμαιρες.» --- δεν είναι λίγο αδόκιμο αυτό; η χίμαιρα είναι ουσιαστικό, θα πρέπει ή να το βάλεις μόνο του, ή να βάλεις ένα κόμμα ανάμεσα. Ο κάθε του ήχος, η κάθε του εισπνοή και εκπνοή μετατρέπονταν σε βλήματα που έκαναν γκελ πάνω στα αόρατα τοιχώματα της κοιλότητας.-- Το έκαναν γκελ μου φαίνεται πολύ μοντέρνο για να ταιριάζει εδώ, ίσως καλύτερα το "αναπηδούσαν". Επέστρεψε το βλέμμα αποσβολωμένος, κατέβασε τα χέρια του. Η σπηλιά δονούνταν από ψίθυρους. Έβρεχε κυριολεκτικά ακατανόητους εφιαλτικούς ψαλμούς. -- αυτή είναι λανθασμένη χρήση του "κυριολεκτικά" - οκ, ξέρω ότι το λέμε, αλλά έχω ένα κόλλημα με αυτό, είναι λάθος Το βήμα του σερνόταν και σκόνταφτε χωρίς να λογαριάζει τον γκρεμό δίπλα του. Ήταν ευγνώμον που είδε ξανά το λιγοστό έστω φως του σούρουπου.- ευγνώμων, με ω. Αυτά από τα ψιλά Κάτι άλλο που μου έκανε εντύπωση, λες ότι οι Τούρκοι ήταν οπλισμένοι με δόρυ...είσαι σίγουρος; δεν πολυξέρω, αλλά με έκανε να απορήσω, ντουφέκι και δόρυ; Γενικά, στο είπα κιόλας, η ιστορία μου άρεσε, το να τοποθετήσεις το σκηνικό σε ένα μοναστήρι είναι πάρα πολύ καλή και ενδιαφέρουσα ιδέα, με κράτησε μέσα στην ιστορία από μόνο του. Ήθελα να ρωτήσω όμως, αυτό είναι πρόσφατο κείμενο ή παλιό; Πόση διορθωση έχει πέσει, αν έχει; Γιατί, από το πρώτο κομμάτι και μετά, νομίζω γίνεται λίγο πιο πρόχειρο το γράψιμό σου, και αυτό χαλάει την εικόνα... Θέλω να τα ξαναδιαβάσω και τα υπόλοιπα, για να σου πω πιο συγκεκριμένα τι εννοώ, αλλά έχω βασικά δύο αντιρρήσεις - ή μαλλον, "σημεία να προσέξεις" : Ένα είναι η γλώσσα που χρησιμοποιείς όταν κάνεις το φλας μπακ. Επειδή έχω κάποια εξοικείωση με τη γλώσσα αυτής της περιόδου, τόσο την "μορφωμένη" όσο και την καθομιλουμένη, νομίζω ότι τα έχεις πάει αρκετά καλά, αλλά ότι θέλει δουλειά ακόμα. Σε ένα τέτοιο κείμενο δηλαδή, η γλώσσα θα πρέπει να είναι ακριβώς, ώστε να πετύχει το αποτέλεσμα. Όταν βρω λίγο χρόνο, θα το κοιτάξω περισσότερο, να σου πω. Ένα παράδειγμα σε αυτό το κομμάτι: λες Γεννήθηκα Εμμανουήλ Καλατζής στην Πετρούπολη εν έτι 1784 από εύπορους έλληνες γονείς. Είχα την τύχη ευρείας μορφώσεως... Το πρώτο κομμάτι (γεννήθηκα κτλ) είναι αρκετά κοντά, αλλά απο κει και πέρα δεν το κρατάς, το γυρνάς σε πιο μοντέρνα ελληνικά. Ας πούμε θα πρεπε να βάλεις "έτυχα ευρείας μορφώσεως" αντί για "είχα την τύχη". Για την υπόλοιπη παράγραφο, θα πρέπει να αλλάξεις τελείως τη σύνταξη, αν θέλεις να το δώσεις ακριβώς...και νομίζω ότι εκεί πρέπει να το δώσεις ακριβώς, γιατί στην ουσία μετά μας λες τι λέει αυτό το κείμενο, ως αναπαράσταση. Ένα δεύτερο, γενικότερο, είναι το ίδιο το φλας μπακ. Καταλαβαίνω ότι είναι απαραίτητο για την ιστορία, δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσες να το δώσεις χωρίς αναδρομή, αλλά κάτι δε μου πάει καλά με την τεχνική...κυρίως γιατί η αναδρομή είναι πάρα πολύ μεγάλη, και παράλληλα το παρόν έχει κι αυτό σημασία στην ιστορία...Θα το ξαναδιαβάσω όμως και θα σου πω πιο ξεκάθαρα τη γνώμη μου γι αυτό Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 18, 2007 Author Share Posted January 18, 2007 Σε ευχαριστώ trillian για τον κόπο και το ενδιαφέρον σου. Λαβαίνω όλες τις υποδείξεις σου στα σοβαρά. Τα ορθογραφικά και τα άλλα θα διορθωθούν στο κείμενο. Τα ; έχουν ήδη μπει. Το διήγημα ξεκίνησα να το γράφω σαν σενάριο το 1991 και όταν έφτασα στο σημείο που ο εξωγήινος λέει «Εσύ θα μας δείξεις αυτό που ήρθαμε να βρούμε» εκεί κόλλησα και τα παράτησα. Άρχισα να το διαμορφώνω σε διήγημα τον Μάρτιο του 2005 και όταν έφτασα στο ίδιο σημείο πάλι κόλλησα και το άφησα. Το πρόβλημα μου ήταν η έννοια του Θεού, που είναι τόσο ρευστή μέσα μου, και που ίσως πεισματικά ήθελα να βάλω - την δική μου άποψη - στην ιστορία. Και στις φιλοσοφικές συζητήσεις δεν τα πάω καλά. Το καλοκαίρι του 2006 πήρα την απόφαση που με λύτρωσε. Το «παραμυθάκι» του δόγματος της χριστιανικής ορθόδοξης εκκλησίας ήταν το μόνο που χρειαζόμουν για το διήγημα, θα ήταν και πιο αληθοφανές σύμφωνα με την εποχή του. Τώρα…Οι διάλογοι των χαρακτήρων και η περιγραφή της ιστορίας ας είναι στα σημερινά ελληνικά. Δεν με νοιάζει. (Και τους τούρκους τους έχουμε να μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά, έτσι δεν είναι;) Εκεί όμως που υπάρχει προσωπική αφήγηση, είναι η αφήγηση του Εμμανουήλ όπως την διαβάζουν από τους παπύρους οι δύο μοναχοί του σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και της ιστορίας του εξωγήινου όπως την λέει ο Εμμανουήλ, αυτά ναι, θα ήθελα να είναι σε εκείνη την παλιά γλώσσα. Και αγαπητή μου trillian… αυτό που βλέπεις είναι ότι μπορούσα να κάνω καλύτερα. Δεν έχω ούτε την γνώση ούτε το ταλέντο για να το διορθώσω. Αυτά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted January 18, 2007 Share Posted January 18, 2007 Τώρα…Οι διάλογοι των χαρακτήρων και η περιγραφή της ιστορίας ας είναι στα σημερινά ελληνικά. Δεν με νοιάζει. (Και τους τούρκους τους έχουμε να μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά, έτσι δεν είναι;) Εκεί όμως που υπάρχει προσωπική αφήγηση, είναι η αφήγηση του Εμμανουήλ όπως την διαβάζουν από τους παπύρους οι δύο μοναχοί του σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και της ιστορίας του εξωγήινου όπως την λέει ο Εμμανουήλ, αυτά ναι, θα ήθελα να είναι σε εκείνη την παλιά γλώσσα. Και αγαπητή μου trillian… αυτό που βλέπεις είναι ότι μπορούσα να κάνω καλύτερα. Δεν έχω ούτε την γνώση ούτε το ταλέντο για να το διορθώσω. Δε νομιζω ότι είναι θέμα ταλέντου, είναι απλά θέμα γνώσεων Μη νομίζεις ότι κι εγώ ξέρω πολλά περισσότερα, απλά ξέρω ότι τα ελληνικά αυτης της περιόδου ήταν τελείως...μπασταρδεμένα. Μπορώ να σου δείξω επισημες επιστολές, να πάθεις πλάκα :tongue: Αλλά οι μοναχοί είχαν πιο "καλά" ελληνικά, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, με πάρα πολλές μετοχές. Τα κείμενά τους δηλαδή. Η γλώσσα η καθημερινή είναι άλλο θέμα, και κει τα έχεις πάει μια χαρά Δεν υπάρχει λόγος στην αφήγηση να γίνεις πιο πιστός, έχεις βάλει μέσα αρκετες εκφράσεις της περιόδου που κάνουν μια χαρά αυτή τη δουλειά όσον αφορά τη συσχέτιση με την ιστορική περιοδο - και αυτό είναι ένα από τα πολύ καλά στοιχεία της ιστορίας Επιμένω στη διαφορά όμως των γραπτών κειμένων, γιατί θα προσφέρει ακόμα περισσότερο...συναίσθημα ίσως, αυθεντικότητα. Δεν απέχεις πολύ, αλλά αυτό το λίγο που θα μπορούσε να γίνει καλύτερο, θα το ψάξω λίγο να δω αν μπορώ να βοηθήσω Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 18, 2007 Author Share Posted January 18, 2007 Κάθε βοήθεια ευπρόσδεκτη. Thanks. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted April 4, 2008 Share Posted April 4, 2008 Στη ζωή μου έχω μάθει να ψάχνω. Και ως γνωστόν όποιος ψάχνει βρίσκει και ο ευρών αμειφθήσεται. Η αμοιβή μου είναι μερικές πολύ όμορφες και καλογραμμένες ιστορίες που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ξεθαφτούν και να διαβαστούν ή αν θέλετε να ξαναδιαβαστούν. Αυτή είναι μια από αυτές. Κάντε ένα κόπο. Μπορεί να είναι κάπως μεγαλύτερη από τις συνηθισμένες μικρές ιστορίες αλλά διαβάζεται με τη μία. Όσο για μένα αν δε σας πειράζει θα σκάψω και θα ξεθάψω κι άλλες. Ερώτηση: Γιατί σταμάτησε η ενημέρωση του ευρετηρίου ιστοριών βιβλιοθήκης; Είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted April 4, 2008 Share Posted April 4, 2008 Ερώτηση: Γιατί σταμάτησε η ενημέρωση του ευρετηρίου ιστοριών βιβλιοθήκης; Είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Επειδή δεν έχω αξιωθεί να το κάνω ακόμα. Θα δω τι μπορώ να κάνω από εβδομάδα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted April 4, 2008 Share Posted April 4, 2008 Επειδή δεν έχω αξιωθεί να το κάνω ακόμα. Θα δω τι μπορώ να κάνω από εβδομάδα. Έτυχε να σε πετύχω μέσα έτσι; Ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted April 5, 2008 Share Posted April 5, 2008 Στη ζωή μου έχω μάθει να ψάχνω. Και ως γνωστόν όποιος ψάχνει βρίσκει και ο ευρών αμειφθήσεται. Η αμοιβή μου είναι μερικές πολύ όμορφες και καλογραμμένες ιστορίες που κατά τη γνώμη μου πρέπει να ξεθαφτούν και να διαβαστούν ή αν θέλετε να ξαναδιαβαστούν. Αυτή είναι μια από αυτές. Κάντε ένα κόπο. Μπορεί να είναι κάπως μεγαλύτερη από τις συνηθισμένες μικρές ιστορίες αλλά διαβάζεται με τη μία. Όσο για μένα αν δε σας πειράζει θα σκάψω και θα ξεθάψω κι άλλες. Ερώτηση: Γιατί σταμάτησε η ενημέρωση του ευρετηρίου ιστοριών βιβλιοθήκης; Είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι για να διαβάσεις Χατζηγιώργη πρέπει να πεις θα διαβάσω Χατζηγιώργη. Μεγάλες ιστορίες που δεν αξίζει να περάσουν απαρατήρητες, όμως θέλουν κι αυτές τον ανάλογο χρόνο τους, σε αντίθεση με άλλα διηγηματάκια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 21, 2008 Author Share Posted July 21, 2008 Το ον κουνούσε τα χέρια του στα τυφλά για να πιαστεί από κάπου. Ο άντρας πλησίασε ακάθεκτος. Η υψηλή θερμοκρασία τον χτύπησε άγρια, ξεφώνισε σοκαρισμένος αλλά δεν υποχώρησε. Άρπαξε τα χέρια του ξένου και τον τράβηξε με όση δύναμη διέθετε. Εκείνος αφέθηκε στο τράβηγμα του μοναχού. Κατάφερε να τον βγάλει και να τον σύρει σε ασφαλή απόσταση από το όχημα. Το ον ήταν ανθρωπόμορφο, μεγάλου ύψους. Το κράνος κάλυπτε τελείως το κεφάλι και τα γάντια του κατέληγαν σε τρία χοντρά δάχτυλα. Η στολή είχε σχισθεί στα πλευρά και αιμορραγούσε κατακόκκινο αίμα. Έμεινε αναίσθητο εκεί που το εναπόθεσε ο μοναχός. Ο Θωμάς κράτησε σκιαγμένος απόσταση. Η προσοχή του πήγε στην βουνοπλαγιά όπου πολλοί μοναχοί κατηφόριζαν από την μονή προς τον τόπο της καταστροφής. Ο Εμμανουήλ γονάτισε δίπλα στον ξένο. Τον κοίταζε αχόρταγα, μια εκείνον μια το παράξενο όχημα. «Θεέ μου και Κύριε! Τι εναποθέτεις στα χέρια μου?» Έσκυψε να ελέγξει την πληγή, μούσκεψε τα δάχτυλα του στο αίμα. Ξεκούμπωσε και έβγαλε το γιλέκο του, το δίπλωσε και το πίεσε πάνω στο τραύμα. Οι άλλοι μοναχοί κατέφθασαν δίπλα στο παιδί αλαφιασμένοι, γεμάτοι ερωτηματικά. Τους απευθύνθηκε. «Αδελφοί, δώστε βοήθεια!» Έτρεξαν δίπλα του. «Ποιος είναι ετούτος;» «Μια ψυχή που μας έχει ανάγκη. Βοηθήστε με.» Τον σήκωσαν όλοι μαζί προσεκτικά και πήραν την ανηφόρα. Ένας μοναχός έριξε ανήσυχες ματιές προς τον ορίζοντα. «Αυτό θα μαζέψει τους τούρκους στα κεφάλια μας.» Σαν απάντηση, το όχημα στο χαντάκι εξερράγη με μια εκθαμβωτική λάμψη. Ότι μυστικά έκρυβε το περιεχόμενο του εξαφανίστηκαν σε χίλια κομμάτια. Έσκυψαν ενστικτωδώς χωρίς να τον αφήσουν από τα χέρια τους και συνέχισαν την άνοδο προς το μοναστήρι. Στην αυλή επικρατούσε μεγάλη σύγχυση όταν έφτασε η πομπή με τον τραυματία. Ένας μοναχός είχε βρει και έσερνε μαζί του τον γάιδαρο του Εμμανουήλ. Κύκλωσαν όλοι τους τραυματιοφορείς ενώ άλλοι βάλθηκαν να ξεφορτώσουν τις προμήθειες από το τετράποδο. Ερωτήσεις και εξηγήσεις έπεφταν η μία πάνω στην άλλη. Δύο μοναχοί προνόησαν να κλείσουν την βαριά ξύλινη πύλη της μονής. Η αυλή άδειασε αμέσως καθώς η φασαρία μεταφέρθηκε σε έναν από τους κοιτώνες. Μικρά καντήλια προσέφεραν αμυδρό φωτισμό στο μικρό δωμάτιο. Τον άφησαν πάνω στο μοναδικό κρεβάτι και κάποιος τράβηξε το κράνος του ξένου. Έμειναν όλοι μετέωροι για λίγο να χωνεύουν αυτό που αντίκριζαν. Το κεφάλι ήταν ολοστρόγγυλο, άτριχο. Το δέρμα του κατάλευκο. Η μύτη και τα αφτιά σχεδόν ανύπαρκτα, βυθισμένα στο κρανίο του. Τα μάτια του, πλαισιωμένα σε μεγάλες κόγχες, ήταν κλεισμένα σφιχτά, δείγμα επίπονης λήθης. Μια ασταθής αναπνοή ξεχύνονταν από το ανοιχτό του στόμα. Σκληρό, κιτρινισμένο νύχι κάλυπτε την θέση των δοντιών. Μόνο η σοβαρότητα του τραύματος μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή τους, ο Εμμανουήλ τους κατεύθυνε κι εκείνοι σαν υπνωτισμένοι, συνεπαρμένοι από τον παράξενο τους ασθενή κατάφεραν να τον ανασηκώσουν και να βγάλουν το πάνω μέρος της στολής του. Ξαφνικά ο ξένος άφησε ένα δυνατό επιφώνημα και ένα καντήλι, ο τοίχος από πίσω και η γωνία της πόρτας που βρέθηκαν στο στόχαστρο της κραυγής θρυμματίστηκαν με μιας. Αμέσως τον άφησαν και έκαναν πίσω τρομαγμένοι. Κοίταζαν την τρύπα στην πόρτα σαν να είχαν δεχτεί πυρά από οχτρούς. Όχι λιγότερο ξαφνιασμένος, ο Εμμανουήλ πήρε πρώτος το θάρρος να επιστρέψει στο πλευρό του ασθενή. «Μην φοβάστε, δεν ήθελε να μας βλάψει…» τους καθησύχασε. Φέρανε νερό και έπλυναν το αίμα. Το λευκό, λείο δέρμα δεν είχε καμία μυϊκή λεπτομέρεια. Κάποιοι δεν μπορούσαν να σταματήσουν να σταυροκοπιούνται μέχρι που μην αντέχοντας τον φόβο τους έφυγαν από το δωμάτιο τρεχάτοι. Ο ηγούμενος Δημήτριος έχασε το χρώμα του μόλις μπήκε στον κοιτώνα. «Τι δαίμονας είναι ετούτος Εμμανουήλ;» «Πλάσμα Κυρίου είναι Μακάριε. Έχει πληγωθεί και έχει ανάγκη την βοήθεια μας.» «Μα τι έγινε εκεί έξω; Σείστηκαν τα θεμέλια της μονής!» Δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Δεν ξέρω Μακάριε. Ακούσαμε την έκρηξη, είδαμε φωτιά και τρέξαμε κι εμείς να δούμε. Βρήκαμε αυτόν τον δύστυχο σε άσχημη κατάσταση…» «Σε τι δοκιμασίες μας ρίχνει πάλι ο Πανάγαθος;» Οι μοναχοί σταμάτησαν και κοίταξαν τον ηγούμενο τους. Ο ηλικιωμένος άντρας πλησίασε το κρεβάτι και κοίταξε τον τραυματία. Η αναπνοή του όντος ήταν κοφτή, το στήθος ανεβοκατέβαινε ακανόνιστα. «Δείχνει άσχημα χτυπημένος» είπε τελικά, «Έχουμε χριστιανικό καθήκον να τον βοηθήσουμε…αλλά πως ξέρουμε πως δεν θα μας βλάψει;» «Δεν πρόκειται να μας κάνει κακό» απάντησε ο Εμμανουήλ, «Είναι το ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος για εκείνον.» Τότε άκουσαν τις φωνές απ’έξω, ερχόταν από τις επάλξεις. «Τούρκοι! Πλησιάζουν Τούρκοι!» Οι καβαλάρηδες διέσχιζαν τον κάμπο προς το μέρος τους. Ο Οσμάν Ρέης σταμάτησε το άλογο του πάνω στο μαυρισμένο χώμα. Οι φωτιές είχαν σβήσει αλλά τα πάντα, και οι πέτρες ακόμα, κάπνιζαν. Δένδρα, θάμνοι και χόρτα είχαν μετατραπεί σε κάρβουνο. Οι στρατιώτες κοιτάχτηκαν απορημένοι. Από το όχημα μόνο ένα άμορφο καύκαλο είχε μείνει. «Μπαρούτι μου μυρίζει» είπε φωναχτά για να τον ακούσουν οι άντρες του. «Οι γκιαούρηδες στο μοναστήρι θα ξέρουν» συμπλήρωσε ο Ισμαήλ. «Να πάρετε τον ξένο και τον Θωμά κάτω στην καταπακτή.» Ο ηγούμενος Δημήτριος μίλησε ήρεμα, δεν υπήρχε ίχνος πανικού στην φωνή του. Με την βοήθεια των άλλων ο Εμμανουήλ μετέφερε τον τραυματισμένο στην εκκλησία της μονής. Σήκωσαν μια μαρμάρινη πλάκα μπροστά στο ιερό για να φανερώσουν την ξύλινη καταπακτή από κάτω. Πρώτα κατέβηκαν ο Θωμάς με τον Εμμανουήλ και μετά, κρατώντας τον τυλιγμένο μέσα σε σεντόνι, τους κατέβασαν τον ξένο μέσα στην κρυψώνα. Ο Εμμανουήλ αποφάσισε να μείνει για να προσέχει την κατάσταση του τραυματία, μια απόφαση που ανακούφισε και τον Θωμά. Ήταν ένα ευρύχωρο άνοιγμα πάνω από το οποίο είχε χτιστεί η εκκλησία. Οι δύο μοναχοί έπρεπε να καθίσουν οκλαδόν για να χωρέσουν. Ξάπλωσαν τον τραυματία προσεχτικά ανάμεσα τους. Πριν κλείσουν την καταπακτή από πάνω, τους έδωσαν το κράνος και την στολή του ξένου. Όταν έβαλαν και το μάρμαρο στην θέση του μόνο δύο χαραμάδες φωτός μπορούσαν να εισβάλουν μέσα στην κρυψώνα. Φώτισαν αχνά το πρόσωπο του ξένου. Ο Θωμάς σύρθηκε όσο μακριά του επιτρεπόταν και έμεινε εκεί φοβισμένος. «Δεν είναι γέννημα γης ετούτο» ψέλλισε. «Όχι…μας ήρθε από μακριά. Μας έπεσε θα έλεγα από τα ουράνια.» «Τι μου λες πάτερ; Μόνο ο Θεός και οι άγγελοι του ζουν στα ουράνια.» «Και πως ξέρουμε πως αυτός δεν είναι ένας από τους αγγέλους του Κυρίου; Ένας άγγελος που έχασε τον δρόμο του;» «Πιστεύεις κάτι τέτοιο πάτερ;» «Αυτό που πιστεύω ξεπερνάει τις προσδοκίες κάθε ανθρώπου Θωμά. Ένα όνειρο που σιγοκαίει στα σωθικά μου από τότε που πρωτοκοίταξα τον έναστρο θόλο και θαύμασα το μεγαλείο της δημιουργίας. Και αναρωτήθηκα πόσο τεράστιο ήταν πράγματι αυτό το μεγαλείο. Και ως που έφτανε. Ίσως αυτό έψαχνα όλη μου την ζωή. Νομίζω πως ο Θεός μου έστειλε την απάντηση του σήμερα.» Ο Δημήτριος στάθηκε στο κέντρο της αυλής, με τους υπόλοιπους να τρέμουν πίσω του. Έκανε ατάραχος νεύμα σε δύο μοναχούς να ανοίξουν τις πύλες. Ένας-ένας μπήκαν οι καβαλάρηδες, με τα ντουφέκια έτοιμα και το βλέμμα καχύποπτο. Ο όγκος των αλόγων έσπρωξε τους μοναχούς πίσω, τους κόλλησε στον τοίχο. Ο ηγούμενος παρέμεινε στο κέντρο κυκλωμένος από τους καβαλάρηδες. Δύο τράβηξαν τα σπαθιά τους και ξεπέζεψαν. Πλαισίωσαν το άλογο του αρχηγού τους που σταμάτησε στην σκιά της γέρικης βελανιδιάς. Τα μάτια του Οσμάν καίγανε πάνω στον ηγούμενο. «Τι τρέχει εδώ καλόγερε; Ακούσαμε μια έκρηξη. Είδαμε τα χωράφια καμένα.» Τα τούρκικα του Δημήτριου ήταν άψογα. «Δεν ξέρουμε εφέντη. Ακούσαμε την έκρηξη αλλά φοβηθήκαμε να βγούμε για να δούμε.» Ο γενίτσαρος έστρεψε την περιφρόνηση του στους υπόλοιπους μοναχούς. «Εσείς είστε όλοι κι όλοι;» Πάλι ήταν ο Δημήτριος που απάντησε. «Ναι εφέντη. Εμείς είμαστε όλοι.» «Ακούσαμε πως κυκλοφορούν αναρχικοί στις γύρω περιοχές. Διακινούν όπλα και μπαρούτι. Δεν νομίζω να ξέρετε τίποτα;» «Όχι εφέντη. Δεν έχουμε ακούσει…ούτε έχουμε δει τίποτα…» «Εμείς ακούσαμε πως κρύβετε αντάρτες και όπλα.» «Εφέντη…Εδώ είναι ο οίκος του Θεού. Η ζωή μας είναι αφιερωμένη στην δοξασία του Ονόματος Του. Πολιτικές καταστάσεις δεν διαπερνούν τα τείχη μας.» «Ωραία τα λες γέρο, μήπως με την ίδια γλώσσα ξεσηκώνεις και τους χωριάτες; Όποτε ξεσπούν φασαρίες και σκοτώνονται δικοί μας, παπάδες ανεμίζουν την παντιέρα. Λίγα παραδείγματα είχαμε τελευταία;» Με ένα νεύμα του χεριού του ξεπέζεψαν όλοι, διασκορπίστηκαν να ψάχνουν την μονή. Ξεπέζεψε και ο ίδιος, διέταξε έναν μοναχό να τους ποτίσει τα άλογα. Κοίταξαν στο καμπαναριό, στη στάνη, έκαναν άνω κάτω τους κοιτώνες, την βιβλιοθήκη και τις αποθήκες. Τρεις μπήκαν στην εκκλησία με τα όπλα έτοιμα για ενέδρα. Συνάντησαν μόνο τα επικριτικά βλέμματα των βυζαντινών αγίων που κατάφεραν να τους κάνουν να νιώσουν άβολα. Η ασταθής μαρμάρινη πλάκα πέρασε ανυποψίαστη κάτω από το βήμα τους. Γύρισαν με άδεια χέρια στον αρχηγό τους εκτός από τον Ισμαήλ που επέστρεψε ακόμα πιο καχύποπτος. «Έχουν έναν γάιδαρο στη στάνη ιδρωμένο και σκονισμένο. Πρέπει να έχει κάνει ταξίδι ή και να έτρεξε πρόσφατα.» Ο Οσμάν κούνησε με νόημα το κεφάλι του και πλησίασε τον Δημήτριο. «Δεν σε βοηθάει να μου λες ψέματα γέρο. Θα πάρεις πολλούς στον λαιμό σου με την στάση που κρατάς.» «Δεν σας έχουμε κρύψει τίποτα, εφέντη.» «Δεν σε πιστεύω. Μαύρη θα είναι η μέρα που θ’αρχίσω να πιστεύω τους γκιαούρηδες.» Ύψωσε την φωνή του για να τον ακούσουν όλοι. «Ακούστε με καλά. Έχω την σφραγίδα του Βελή Πασά και σας περνώ όλους από φωτιά και γιαταγάνι αν μ’αρέσει. Δεν σας συμφέρει να παίζεται μαζί μου. Εάν έχετε κρυμμένα όπλα ή αναρχικούς, σας συμφέρει να μιλήσετε τώρα.» Οι μοναχοί τον κοίταξαν φανερά ταραγμένοι αλλά κανείς τους δεν έβγαλε άχνα. Ο Οσμάν χαμογέλασε και απλώνοντας το χέρι του άρπαξε την γενειάδα του Δημητρίου. Ταλαντεύτηκε η αποφασιστικότητα τους αλλά ο ηγούμενος τους έγνεψε ήρεμος να ησυχάσουν. «Σας έχει βαρεθεί η ψυχή μου εσάς και τον τόπο σας» συνέχισε ο τούρκος, «Η θέση μου είναι στην Μεγάλη Πύλη, δίπλα στον Σουλτάνο μας. Αντ’αυτού, νταλαβερίζομαι εδώ κάτω με σας τα ζώα, τους γκιαούρηδες.» Τον τράβηξε από τα γένια προς το δένδρο. «Βρες σχοινί» είπε σε έναν από τους άντρες του. «Έχετε ξεχάσει νομίζω ποιον οφείλετε να προσκυνάτε. Καιρός να σας το θυμίσω.» «Είμαστε χριστιανοί. Οφείλομαι υποτέλεια μόνο στον Πανάγαθο Θεό και στον υιόν Του Ιησού Χριστό…» Τον χαστούκισε με την ανάποδη του χεριού του και ο ηγούμενος βρέθηκε να κυλιέται στο χώμα. Απτόητος ξανασηκώθηκε όρθιος διατηρώντας την ηρεμία του. Ο τούρκος στρατιώτης επέστρεψε με σχοινί. Πέταξαν την μία άκρη του γύρω από το ψηλότερο κλαδί και έδεσαν μια θηλιά στην άκρη του. Ο Οσμάν ανέβηκε πάλι στο άλογο του και απευθύνθηκε στους μοναχούς. «Σας χρειάζεται ένα παράδειγμα για να μάθετε να κάθεστε ήσυχα. Όλος αυτός ο θόρυβος για επανάσταση που σας πουλάνε οι ξένοι είναι ένα επικίνδυνο παραμύθι που θα σας στοιχίζει μέχρι να βάλετε μυαλό.» Πέρασαν την θηλιά στον λαιμό του γέροντα και πέταξαν την άλλη άκρη του σχοινιού στον Οσμάν. Την έδεσε με δύο στροφές στην σέλλα του. Όλοι οι μοναχοί έκλαιγαν φανερά, πολλοί έκρυβαν το πρόσωπο τους για να μη βλέπουν. Ο αδελφός Νικόλαος δεν άντεξε, αψηφώντας το δόρυ που τον σημάδευε έκανε ένα βήμα εμπρός, κλότσησε το χώμα, σήκωσε σκόνη. «Μακάριε!» φώναξε. Η φωνή του ηγούμενου βγήκε αυστηρή και επιτακτική. «Νικόλαε, στη θέση σου!» Με την ίδια αυστηρότητα κοίταξε τον γενίτσαρο κατάματα. «Στείλε με στον Κύριο μου αφέντη. Στην ηλικία μου θα πρέπει να σου είμαι ευγνώμον.» Ο Οσμάν τσίγκλησε το άλογο του, το ζώο χλιμίντρισε και υπάκουσε στο πρόσταγμα. Τα πόδια του Δημητρίου άφησαν το χώμα και ένας ομόφωνος αναστεναγμός άφησε τους μοναχούς. Πέσανε στα γόνατα τους και σταυροκοπήθηκαν. Ο γενίτσαρος σταμάτησε δίπλα σε ένα καγκελωτό παράθυρο και κρατώντας το τεντωμένο σχοινί στιβαρά με το αριστερό του, πέρασε την άκρη του σχοινιού σε ένα από τα κάγκελα και το έδεσε κόμπο εκεί. Οι υπόλοιποι τούρκοι ανέβηκαν στα άλογα τους. Το άψυχο σώμα έμεινε να αιωρείται στη μέση της αυλής, στη σκιά του γέρικου δένδρου. Ο Οσμάν έκανε έναν τελευταίο κύκλο γύρο από τους γονατισμένους μοναχούς. «Μην ξεγελιέστε πως πίσω από τους ψηλούς σας τοίχους είστε ελεύθεροι να υπονομεύετε τα θεμέλια της Αυτοκρατορίας. Έχετε να λογοδοτείτε σε μένα για την κάθε σας αναπνοή. Να είστε σίγουροι πως θα σας ξανάρθουμε. Πρέπει να διδαχτείτε να είστε συνεργάσιμοι αν θέλετε να αποφύγετε ανάλογες τιμωρίες.» Πέρασε τις πύλες για τον κάμπο και ακολούθησαν οι άντρες του, τα άλογα τους ανελλιπώς φορτωμένα με τρόφιμα από τις αποθήκες της μονής. Άνοιξαν την καταπακτή και ο Εμμανουήλ αντίκρισε τους αδελφούς του δακρυσμένους. «Εμμανουήλ…Σκοτώσανε τον Δημήτριο.» Ο Θωμάς πετάχτηκε έξω ουρλιάζοντας, έτρεξε έξαλλος έξω από την εκκλησία. Την καταπακτή την έκλεισαν πάλι πάνω από τον τραυματία, θεώρησαν πως ήταν ασφαλέστερος εκεί κάτω. Ο πάτερ Εμμανουήλ βγήκε στην αυλή για να αντιμετωπίσει το αναπάντεχο δράμα. Ειρωνικά θαρρείς, τα γκρίζα σύννεφα είχαν αποτραβηχτεί και ο ήλιος έλαμπε τώρα ζεστός. Το σώμα του ηγούμενου κείτονταν λυμένο στο έδαφος και ο Θωμάς χτυπιόταν και έσκουζε δίπλα του. Οι περισσότεροι κοίταζαν τον Εμμανουήλ αποζητώντας μια παρηγοριά. «Αδελφέ μου, τι θα απογίνουμε;» τον ρωτούσαν. «Έχουμε τον Κύριο στο πλευρό μας» τους απαντούσε, δεν είχε κάτι άλλο να τους πει. Προσπαθούσε όσο μπορούσε να κρύψει την οργή του, τους φόβους του. Ο Θωμάς άρχισε να κάνει κύκλους τρέμοντας ολόκληρος. «Θα το πληρώσουν αυτό!» φώναζε. Το παιδί δεν είχε διάθεση να ακούσει κανέναν που ήθελε να τον καθησυχάσει. Τους γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε τρεχάτος. Οι μοναχοί κύκλωσαν τον Εμμανουήλ. «Εμμανουήλ, πρέπει να απευθυνθούμε στον καδή γι αυτό το φονικό.» «Για φονικό πρόκειται. Χωρίς καμία απολύτως αφορμή ή πρόκληση» φώναξε ένας άλλος. «Υποτίθεται πως έχουμε το δικαίωμα κάποιας προστασίας» συμπλήρωσε τρίτος. Ο Εμμανουήλ τους παραμέρισε και γονάτισε δίπλα στον ηγούμενο. Πήρε συγκινημένος το γέρικο χέρι στο δικό του. «Μας έχει βρει μια συμφορά, αδελφοί μου. Θα την επιβιώσουμε όπως επιβιώσαμε τόσες άλλες. Βοηθήστε με τώρα να μεταφέρουμε τον πατέρα μας. Πρέπει να τον κηδέψουμε.» Ο Θωμάς παρακολούθησε την νεκρική πομπή στην αυλή από το καμπαναριό. Σιγόβραζε μέσα στην οργή του, ξεχείλιζε από μίσος. Εκεί δίπλα του, πίσω από μερικά λασκαρισμένα τούβλα είχε ένα ντουφέκι και ένα πουγκί με βόλια. Ήταν δικά του. Το βλέμμα του πέταξε πέρα από την κάμαρα του καμπαναριού, κάτω στον κάμπο. Μόλις έπεφτε η νύχτα θα έφευγε, θα ξεχυνόταν στο κατόπι τους, θα τους προλάβαινε. Ντυμένο στα επίσημα του άμφια, η σωρός του Δημητρίου εναποτέθηκε κάτω από το βλέμμα του Παντοκράτορα στην εκκλησία. Όλοι οι μοναχοί πλην του Θωμά μαζεύτηκαν για την αγρύπνια. Κάτω από την διεύθυνση του Εμμανουήλ έψαλαν την νεκρώσιμη ακολουθία. Το θυμίαμα κάλυψε μεθυστικά την οδύνη τους, τα κεριά κράτησαν το σκοτάδι της νύχτας έξω από τον ναό. Το ζεστό φως, η θεϊκή μυρωδιά, οι ψαλμωδίες διαπέρασαν τις χαραμάδες και άγγιξαν τον κοιμισμένο ξένο, χάιδεψαν τα χαρακτηριστικά του. Για μια στιγμή η αναπνοή του έγινε άτακτη και ξαφνικά άνοιξε τα μάτια του, κατάμαυρα, γυαλιστερά, ανήσυχα. Παρέμεινε ακίνητος να ακούει τις ψαλμωδίες. Μια μικρή προσπάθεια να μετακινηθεί του έστειλε ένα επίπονο μήνυμα. Συσπάστηκε το πρόσωπο του. Ψηλάφισε περίεργος τον επίδεσμο του, άγγιξε το τραύμα του. Κοίταξε προς το φως που έπεφτε πάνω του, εστίασε το βλέμμα του, διαπέρασε μια χαραμάδα, αντίκρισε το πρόσωπο του Παντοκράτορα στον τρούλο, έδειχνε τρομερός στο φως των κεριών. Σήκωσε επίπονα τα χέρια του και άγγιξε το κεφάλι του. Μια γαλάζια ανταύγεια φώτισε το μέτωπο του. Είχαν όλοι τους βυθιστεί στη προσευχή τους τώρα, τα μάτια κλειστά και τα χείλη να πλάθουν άηχα τις πονεμένες λέξεις. Μόνο τα κεριά άφηναν κάποιο τσιτσίρισμα στη παραμικρή πνοή που τα άγγιζε. Κάποια στιγμή ο αδελφός Νικόλαος σηκώθηκε και έσβησε τα περισσότερα. Η απελπισία τους είχε αρχίσει να χάνεται, η περισυλλογή τους είχε φέρει νέα δύναμη στις καρδιές τους. Υπήρχαν χειρότεροι τρόμοι από το σκοτάδι της νύχτας. Κανείς τους δεν αντιλήφθηκε το γαλάζιο φως που αναδύθηκε από τις σχισμές της καταπακτής. Αθόρυβα, το μάρμαρο ανασηκώθηκε μόνο του από την θέση του. Το ίδιο βουβά άνοιξε και η καταπακτή. Η γαλάζια ανταύγεια έλουσε το εσωτερικό της εκκλησίας. Ο ξένος αναδύθηκε από το άνοιγμα της κρύπτης, το σώμα του αιωρήθηκε προς τα πάνω και έμεινε εκεί ακίνητος, με τα πόδια του λίγους πόντους πάνω από το μαρμάρινο πάτωμα. Εξέτασε περίεργος τις πτυχές του χώρου που τον περιέβαλε, τα εικονίσματα, τις τοιχογραφίες. Τέλος έστρεψε την προσοχή του στον νεκρό ηγούμενο και στους προσευχόμενους μοναχούς. Ο Εμμανουήλ ήταν γονατιστός στην Αγία Τράπεζα, στραμμένος προς τον εσταυρωμένο αλλά με το πρόσωπο κάτω, το μέτωπο του σχεδόν άγγιζε το έδαφος. Ένιωσε μιαν ανατριχίλα στην πλάτη του. Άκουσε μιαν αναστάτωση πίσω του. Κάποιοι μοναχοί έτυχε να είχαν ανοίξει τα μάτια τους, άφωνοι και τρομαγμένοι άρχισαν να πετάγονται ένας-ένας όρθιοι. Ο Εμμανουήλ σηκώθηκε, σταυροκοπήθηκε και γύρισε να δει τι συμβαίνει. Τα μάτια του αμέσως συνάντησαν τα δικά του, το δέος του έκοψε τα γόνατα. Ο ξένος αιωρήθηκε προς το μέρος του μέχρι που τα πόδια του πάτησαν απαλά στο κορυφαίο σκαλί του ιερού. Ο Εμμανουήλ δεν ήξερε τι να πει, αναρωτιόταν αν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Αναπάντεχα, ο ξένος τού απευθύνθηκε. Καθαρές, εξωγήινες λέξεις με βαθιά, μεταλλική αντήχηση. Ο μοναχός έμεινε κατάπληκτος γιατί είχε καταλάβει την κάθε λέξη. «Εδώ είναι ο οίκος του Θεού. Βρίσκεσαι σε ένα μοναστήρι. Σε βρήκαμε εδώ κοντά…Ήσουν βαριά τραυματισμένος» του απάντησε. Ο ξένος έμοιαζε να κατάλαβε τα λόγια του Εμμανουήλ. Οι υπόλοιποι μοναχοί έμειναν να παρακολουθούν μαρμαρωμένοι. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 23, 2008 Author Share Posted July 23, 2008 Κήδεψαν τον ηγούμενο στο κοιμητήρι της μονής, δίπλα στους αρχαίους του αδελφούς. Σηκώθηκε περίεργος άνεμος και κουβάλησε βαριά σκόνη πάνω από το μοναστήρι, τους άσπρισε τα ράσα. Ο Νικόλας κοίταξε προς τον κάμπο αλλά ο ορίζοντας είχε χαθεί μέσα σε μια αδιαπέραστη θολούρα. «Εμμανουήλ, τι θα απογίνει με τον Θωμά; Φοβάμαι πως ο άμυαλος θα πέσει σε μεγάλο κακό.» «Δεν νομίζω πως είμαστε πλέον σε θέση να τον βοηθήσουμε. Δεν ξέρουμε που βρίσκεται και προέχει το καλό της μονής. Μπορούμε μόνο να του στείλουμε τις προσευχές μας.» «Και με…εκείνον…τι θα κάνουμε;» «Όσο έχει ανάγκη την βοήθεια μας θα την προσφέρουμε. Αυτό εξάλλου είναι και το έργο μας. Είναι πλάσμα Θεού και πιστεύω πως μας έχει ανάγκη.» Ο άνεμος χειροτέρεψε και όλοι γύρισαν βιαστικά στους κοιτώνες τους. Ο ξένος μας επισκέπτης εγεννήθη σε μακρινό αστέρι, σε έναν κόσμο εξελιγμένο πέρα από κάθε δυνατότητα που θα μπορούσε να φανταστεί η ταπεινή μου γνώση. Όλα τους όμως τα επιτεύγματα δεν ήταν ικανά να τους χαρίσουν ποθητή χαρά, μια ποθητή γαλήνη. Γεμάτοι ανησυχίες, προβληματισμούς, άρχισαν να βασανίζονται με ερωτήματα στραμμένα στην προέλευση και στον προορισμό της ζωής. Το νόημα όλων, ο φόβος της ανυπαρξίας, δημιούργησε μια γενιά εξερευνητών που εγκατέλειψαν την γη τους σε αναζήτηση μιας θεωρίας. Στην αναζήτηση του Δημιουργού Όντος. Δεν μπορώ να εξηγήσω πως μπορούσα να καταλάβω την γλώσσα του, ούτε πως μπορούσε εκείνος να καταλάβει την δική μου. Ίσως έτσι ήταν σχεδιασμένο από την θεία θέληση που κινούσε αυτή τη συνάντηση. Ήμασταν και οι δύο ταξιδιώτες μιας κοινής αναζήτησης. Καθόταν στην ψάθινη καρέκλα, τυλιγμένος στην κουβέρτα του, ατένιζε τον κάμπο από το μπαλκόνι. Παρακολουθούσε αχόρταγα την θέα, ρουφούσε την κάθε λεπτομέρεια και απόχρωση. Τα πάντα ήταν καινούργια και κάθε στιγμή άλλαζαν, τίποτα δεν παρέμενε το ίδιο, τα σκόρπια σύννεφα στον ασημί, δροσερό ουρανό, ο άνεμος στους θάμνους και τα δένδρα. Είδε κοράκια και γερανούς να πετούν ψηλά και άφησε έκπληκτα επιφωνήματα. Άφηνε έκπληκτα τραγουδιστά επιφωνήματα με κάθε τι που έβλεπε για πρώτη φορά και αδυνατούσε να ερμηνεύσει. Δίπλα του είχε μια γαβάθα γεμάτη μήλα. Πήρε ένα στο χέρι του και το μύρισε, τι ξέχωρη ευωδιά που είχε. Ήξερε ακριβώς τι γεύση θα είχε πριν το δαγκάσει. Τον πλησίασε από πίσω με ένα ποτήρι γάλα, έμεινε για λίγο ακίνητος να τον παρατηρεί. Τα πράγματα που γνώριζε αυτό το εκπληκτικό πλάσμα, αυτά που είχε δει και αυτά που είχε πράξει, ήθελε να τα μάθει, να τα βιώσει με το δικό του βλέμμα. Ο ξένος αντιλήφθηκε τον Εμμανουήλ και γυρνώντας να τον αντικρίσει του χαμογέλασε. Ο μοναχός ανταπόδωσε. «Χαίρομαι που αισθάνεσαι καλύτερα. Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου για να σε βοηθήσω.» Το πλοίο μας έχει καταστραφεί και είμαστε ναυαγοί σε αυτόν τον τόπο. «Ο οίκος του Θεού είναι ανοιχτός σε όλους όσους αποζητούν την φιλοξενία του. Είσαι στην φροντίδα του τώρα.» Είσαι εκπρόσωπος του Θεού, του Δημιουργού; «Ένας ταπεινός εκπρόσωπος του, ναι.» Μπορείς να μας πας σε Εκείνον; «Δεν νομίζω πως είναι δυνατόν. Δεν αντιλαμβανόμαστε τον Θεό έτσι.» Που είναι ο Θεός; «Παντού. Ο Θεός είναι παντού.» Μπορείς να μας τον δείξεις τότε; «Τον Θεό τον βλέπεις μόνο με τα μάτια της ψυχής.» Τον κοίταξε μπερδεμένος. Λαβαίνουμε τα λόγια σου σε συγκεχυμένες ερμηνείες. Θέλουμε να μας διδάξεις όλα όσα ξέρεις. Θέλουμε να γνωρίσουμε τον Θεό. «Δεν έχω όλες τις απαντήσεις που νομίζεις πως έχω. Είναι θέμα πίστεως. Σε στιγμές αδυναμίας σαν άνθρωπος αναζήτησα κι εγώ κάποια απόδειξη. Και νομίζω πως Εκείνος μου έστειλε εσένα.» Η έκπληξη άστραψε στο πρόσωπο του ξένου. Του διέφυγε μια αστεία νότα. «Ναι, εσένα. Νομίζεις πως έφτασες εδώ τυχαία; Τα πάντα σε τούτο το σύμπαν ανήκουν στο σοφό και ανεξιχνίαστο σχέδιο του.» Μπορείς να μας διδάξεις την πίστη; Να μας βοηθήσεις να πιστέψουμε; «Η πίστη είναι ήδη μέσα σου. Πως αλλιώς θα αποτολμούσες να αφήσεις την γη σου για ένα τόσο μακρινό κι επικίνδυνο ταξίδι;» Τότε θα μας αποκαλύψεις αυτό που ήρθαμε να βρούμε. Το παιδί έτρεχε δύο μερόνυχτα στα δάση και τις πλαγιές πριν προλάβει τον Οσμάν Ρέη στο χάνι του Λεβένταγα, δίπλα στον παλιό μύλο. Οι δέκα καβαλάρηδες είχαν περάσει την νύχτα εκεί με τον Ισμαήλ σκοπιά έξω, με τα άλογα. Βυθισμένος στα ξερά φύλλα του δάσους, στη βάση ενός μεγάλου βράχου, ο Θωμάς ήταν σχεδόν αόρατος. Το κορμί του μουδιασμένο από το κρύο, το βόλι έτοιμο στο χέρι του, είχε έναν πολύ καλό στόχο της πόρτας του χανιού. Από εκεί θα έβγαιναν οι τούρκοι. Ο μεγάλος τροχός του μύλου έτριζε δυνατά όπως τον έσπρωχνε ασταμάτητα το παγωμένο, μαύρο ποτάμι, κάλυπτε το σούρσιμο του Θωμά στα ξερά φύλλα καθώς άλλαζε πλευρό. Νυσταγμένος, ο Ισμαήλ κοίταξε πολλές φορές προς την κατεύθυνση του παιδιού χωρίς να τον βλέπει. Τα μουντά χρώματα του πρωινού ξεχείλιζαν το ένα πάνω στο άλλο και τα γυμνά κλαδιά των δένδρων γέμιζαν το βλέμμα με σωρό χαρακιές. Άνοιξε η πόρτα του χανιού και πρώτος ξεπρόβαλλε ο Οσμάν Ρέης. Έδενε νωχελικά το ζωνάρι στη μέση του. «Φτιάξε καφέ καπελά!» φώναξε βραχνά. Οργή, μίσος και χαρά κατέκλυσαν τον Θωμά. Σήκωσε το ντουφέκι του και σημάδεψε αλλά ξαφνικά δίστασε. Τον κατέκλυσαν ένα σωρό αμφιβολίες. Ήταν αρκετά κοντά για να τον σκοτώσει; Θα καιγόταν το μπαρούτι μέσ’ την πρωινή υγρασία; Δεν ήθελε να πάει η ευκαιρία χαμένη. Έτρεμε ήδη από την ανυπομονησία να πάρει εκδίκηση. Αυτές οι μικρές αμφιβολίες φάνηκαν κρίσιμες καθώς οι υπόλοιποι τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν ένας-ένας και να τσιτώνονται στο ύπαιθρο. Καταράστηκε τον εαυτό του για την βλακεία του και σήκωσε το ντουφέκι άλλη μια φορά σημαδεύοντας τον Οσμάν. Πήρε μια βαθιά εισπνοή, κράτησε την ανάσα και πίεσε την σκανδάλη. Ο κρότος ήταν δυνατός και τους ξάφνιασε όλους. Το βόλι εκσφενδονίστηκε ακράτητο προς τον στόχο του. Του ήταν αδύνατο να αναγνώσει τα ιερά μας βιβλία, μπορούσε όμως να τα καταλάβει αναγνωσμένα από εμένα. Μία φορά ήταν αρκετή για να μνημονεύσει τα πάντα. Έδωσε μεγάλη προσοχή στο βιβλίο της Γενέσεως, στο δράμα των πρωτοπλάστων και από την Καινή Διαθήκη του έκαναν μεγάλη εντύπωση τα Θεία Πάθη του Κυρίου μας. Δεν αναφέρει πουθενά τον Μολιβάρ. Ο Θεός Δημιουργός εποίησε τον ουρανό με τα άστρα και μετά έστρεψε όλη του την αγάπη στη Γη και τον άνθρωπο. Δεν λέει πουθενά για τον Μολιβάρ και την φυλή μας; Η έντονη απογοήτευση του άγγιξε βαθιά τον Εμμανουήλ. Υπήρχε μια μοναδική και πρωτότυπη προοπτική σε αυτό το πρόβλημα, κάτι που κανένας ιερωμένος δεν είχε αντιμετωπίσει μέχρι τότε. Ο Εμμανουήλ άφησε τον εαυτό του να φανεί ειλικρινείς, να πει αυτό ακριβώς που αισθανόταν χωρίς να ανησυχεί αν παραβίαζε κάποιο δόγμα. «Όπως έχεις προσέξει,» του είπε, «ο Κύριος δημιούργησε και τα πτηνά του ουρανού αλλά δεν έδωσε φτερά στον άνθρωπο. Είμαστε πλάσματα συνδεδεμένα με την γη και τον μόχθο της. Γκρεμοτσακιζόμαστε και στην πιο μικρή πλαγιά, τέτοια είναι η μοίρα μας. Ο άνθρωπος δεν φαντάστηκε ποτέ του πως είναι πλασμένος για να πετάξει πόσο μάλλον να ταξιδέψει στ’ αστέρια. Δεν θα είχε νόημα νομίζω να αναφέρει ο Θείος Λόγος την ύπαρξη σας σε μας. Αλλά αφού ήρθες εσύ από τα αστέρια δεν μπορώ να αμφισβητήσω πως είσαι κι εσύ πλάσμα του Θεού, ούτε πως ο ερχομός σου δεν ήταν στο δικό Του σχέδιο, να σε φέρει σε μας και να ελευθερώσει την φαντασία μας.» Το χέρι του ξένου άγγιξε τις ανοιχτές σελίδες του ευαγγελίου, έσυρε τα δάχτυλα του πάνω στο ιερό κείμενο. Είστε ευλογημένοι που ο Θεός Δημιουργός σας έδωσε τον Λόγο του. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το ιερό. Κοίταξε σαν μαγεμένος τον εσταυρωμένο. Ο Εμμανουήλ αισθανόταν την ταραχή του καθώς εκείνος αναμόχλευε τη νέα γνώση, τη νέα πίστη, την αποκάλυψη που γεννιόταν στο μυαλό του. Ο Εμμανουήλ έκανε ένα ασυναίσθητο βήμα προς το μέρος του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. Πως είναι δυνατό ο Θεός Δημιουργός, η υπέρτατη δύναμη του σύμπαντος, να παραδώσει τον υιό του στην μανία των υπηκόων του, για να βασανιστεί, να υποφέρει, να ματώσει και να πεθάνει; «Και να αναστηθεί όμως τρεις μέρες μετά…» Για ποιον λόγο; Για να δήξει στους ανθρώπους πως η μανία τους είναι μάταιη; Πως είναι αθάνατος; Δεν είναι λογικό. «Ο Κύριος μάτωσε για να μας δήξει την αγάπη του. Για να μας απαλλάξει από τα λάθη του παρελθόντος και για να μας δώσει ελπίδα για το μέλλον. Μας φανέρωσε πως ο σαρκικός θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής, πως μετά από τις κακουχίες αυτού του σύντομου βίου μας περιμένει κάτι καλύτερο και αιώνιο.» Δεν μπορούσε ο πλάστης απλώς να διορθώσει αυτόν τον κόσμο; Να σβήσει το κακό με ένα του νεύμα; «Και που θα ήταν η ελεύθερη βούληση των ανθρώπων; Ο Θεός μας έπλασε ελεύθερους. Δεν μπορεί να μας επιβάλλει ούτε το καλό μας αν δεν το θέλουμε οι ίδιοι.» Πως κυβερνάει ο Δημιουργός τότε; Έχει χάσει ο Θεός την δύναμη του; «Ο Θεός Δημιουργός…σαν Σοφός Πατέρας, έδωσε τον Θείο Λόγο στα παιδιά του για να τα καθοδηγήσει στον σωστό δρόμο. Εκεί μέσα υπάρχει ότι ακριβώς χρειάζεται ο άνθρωπος για να ζήσει μια ολοκληρωμένη και ευτυχισμένη ζωή. Είναι η αγάπη του προς εμάς που μας αφήνει ελεύθερους να αποφασίσουμε πόσο πιστοί θέλουμε να είμαστε στις οδηγίες του.» Εζήτησε να βαπτιστεί. Δεν εγνώριζα πως θα αντιδρούσαν οι αδελφοί μου μοναχοί, και έχοντας κρίνει την απαίτηση του αποδεκτή, ετέλεσα την λειτουργία κρυφά, αργά το βράδυ. Εζήτησε και έλαβε το χριστιανικό του όνομα, και το όνομα αυτού Αδάμ. Ενώ του εξήγησα πως η βάπτιση θα τον ξέπλενε από όλα τα αμαρτήματα του παρελθόντος εκείνος επέμενε να εξομολογηθεί. Είχα νιώσει τις τελευταίες μέρες μέγα βάρος να συνθλίβει τον αδελφό μου και δέχτηκα να τον ακούσω ενώπιον του Κυρίου στο ιερό. Μολιβάρ αποκαλούσαν τη γη που κατοικούσαν. Δεν τους απασχόλησε ποτέ πως έλαβαν το δώρο της ζωής, ποτέ δεν αναρωτήθηκαν ποιοι ήταν οι πρωτόπλαστοι στον κόσμο τους. Το σώμα τους διέθετε δυνάμεις που τους έκαναν πράγματι να φαντάζουν σαν θεοί. Μπορούσαν με τη φωνή τους να σκάψουν τη γη, να σπάσουν την πέτρα, με το μάτι τους να δουν τα μυστικά της ύλης και με τη φωτιά στα σωθικά τους να την λιώσουν και να την ξαναφτιάξουν σαν τον σιδερά που δουλεύει τον χαλκό και το σίδερο. Δεν αρρώσταιναν ποτέ και αν τραυματίζονταν μπορούσαν να γιάνουν με μία μόνο ευχή. Αυτή η θαυματουργή φλόγα που έκαιγε μέσα τους όμως δεν ήταν παντοτινή. Έσβηνε αργά ή γρήγορα, ανάλογα πόσο πολύ έκαιγε και ξοδευόταν στην διάρκεια μιας ζωής. Ο καθένας τους γνώριζε περίπου πόση ζωή του απέμενε και πότε θα πέθαινε. Και δεν τον φοβόντουσαν τον θάνατο, τον θεωρούσαν φυσικό επακόλουθο και απόλυτο τέλος εκείνης της ζωής. Είχαν την συνήθεια να ενταφιάζουν τους γονείς τους καίγοντας το σώμα και διατηρώντας το κεφάλι τους στις μεγάλες πυραμίδες της φυλής. Η πέτσα στο μυαλό των νεκρών διατηρούσε γραμμένες τις εμπειρίες του κάθε μακαρίτη και μπορούσαν αν ήθελαν να διαβάζουν το παρελθόν πάνω στα κόκαλα της οποιαδήποτε κάρας. Όταν έχτισαν τα πρώτα τους πλοία και επισκέφτηκαν άλλα αστέρια, συνάντησαν πλάσματα που τους πέρασαν για θεούς και τους προσκύνησαν, συνάντησαν και πλάσματα που τους πέρασαν για διαβόλους και τους έδιωξαν. Δεν διέψευσαν όσους τους λάτρεψαν και έτσι πήραν για πρώτη φορά σκλάβους, δούλους που τους μετέφεραν στον Μολιβάρ για να τους υπηρετούν. Δεν ένιωθαν ικανοποίηση στο να προσποιούνται τους θεούς, απλώς πίστευαν πως ήταν όντως σα θεοί και πως η δουλικότητα αυτών των πλασμάτων ήταν απόλυτα φυσιολογική. Κάποια χρόνια αργότερα έπεσε καταστροφή εξ ουρανών στη γη τους. Μια φωτιά που έκαψε σχεδόν τα πάντα Μετά ακολούθησε το μαύρο θανατικό που σκότωσε όλα τα μικρά τους. Ο Αδάμ και οι αδελφοί του ζευγάρωναν μόνο μία φορά στη ζωή τους και κάθε ζευγάρι γεννούσε έναν διάδοχο τον οποίον εκπαίδευαν μέχρι τα είκοσι του έτη, για να του μεταδώσουν όλα όσα ήξεραν αλλά και για να του μάθουν πώς να χειρίζεται το σώμα του. Όσο και να προσπάθησαν δεν μπόρεσαν να σώσουν τους γιους και τις κόρες τους. Μετά την οδυνηρή αγωνία αυτής της απώλειας όλη η φυλή βρέθηκε χωρίς διαδόχους. Για να σωθούν έπρεπε να παρατείνουν την ζωή τους για ένα δεύτερο ζευγάρωμα. Για να το κατορθώσουν έπρεπε να παρατήσουν κάθε δραστηριότητα και να κάνουν οικονομία στην εσωτερική τους φλόγα. Θα περνούσαν πολλά χρόνια μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα που θα ήταν ικανοί για την δεύτερη τεκνοποίηση. Έγιναν ξαφνικά εν μια νυκτί αδύναμοι και αβοήθητοι, έπεσαν από τα βάθρα τους στα μάτια των δύστυχων τους σκλάβων. Και οι δούλοι σηκώθηκαν και τους εγκατέλειψαν, και οι αδελφοί του Αδάμ ήταν πολύ αδύναμοι για να τους σταματήσουν. Υπήρξαν όμως και δούλοι που αγαπούσαν τα αφεντικά τους, αυτοί έμειναν να φροντίσουν τους μετανοημένους κυρίους τους. Και εκεί, μέσα από την ξαφνική δυστυχία, τον φόβο του θανάτου που έγινε φόβος για πρώτη φορά, την οδύνη της αναίτιας απώλειας των τέκνων τους και την αναπάντεχη αγάπη που έλαβαν ενώ δεν την άξιζαν, εκεί γεννήθηκαν οι πρώτες απορίες, η ανάγκη της αναζήτησης που κρύβει μέσα του κάθε πλάσμα που ψάχνει να βρει τον πατέρα του. Άνοιξαν τα μάτια και τα αφτιά τους για πρώτη φορά και έμαθαν όλα όσα ήξεραν οι δούλοι τους για τη φύση του θείου, δεν ήταν όμως αρκετά. Και οι μνήμες των προγόνων τους για τους πρωτόπλαστους του Μολιβάρ αποδείχθηκαν άχρηστες αφού τα πιο αρχαία λείψανα ήταν πλέον η σκόνη που κάλυπτε τα δώματα των νεκρικών πυραμίδων. Όταν ολοκληρώθηκε το δεύτερο ζευγάρωμα, ο Αδάμ και πολλοί άλλοι αποφάσισαν να θυσιάσουν τη ζωή που τους είχε απομείνει ταξιδεύοντας στα πέρατα της πλάσης σε αναζήτηση απαντήσεων. Ο Αδάμ είχε αφήσει πίσω μια σύντροφο και ένα βρέφος που δεν θα ξανάβλεπε ποτέ αλλά παραδέχτηκε πως η αγάπη που ένιωθε για εκείνους τώρα ήταν ένα συναίσθημα καινούργιο για εκείνον, ένα συναίσθημα που στην γη του κουβαλούσαν μόνο οι δούλοι. Ευχήθηκε να αποκτούσαν και οι δικοί του μια μέρα αυτή τη γνώση και ζήτησε συγνώμη για κάθε οδύνη που μπορεί να προκάλεσε ο ίδιος με την πρότερη αλαζονεία του. Μετά την βάφτιση του αποσύρθηκε εκστασιασμένος σε ένα κελί και γονατίζων, έσκυψε το κεφάλι και σφάλισε τα μάτια αυτού, και με δέος απευθύνθηκε εις Κύριον εκλιπαρών συγχώρεση και γαλήνη. Μετά από λίγες μέρες ο Εμμανουήλ είδε τον Αδάμ να βγαίνει από το κελί του. Η εθελοντική του απομόνωση φαίνεται πως του είχε κάνει πολύ καλό. Ο μοναχός δεν μπορούσε να μην προσέξει τις αλλαγές πάνω στον ξένο. Το δέρμα του έλαμπε σαν να το φώτιζε μια δυνατή εσωτερική φλόγα. Σύντομα τον βοήθησε να βγάλει και τους επιδέσμους του. Οι πληγές του είχαν κλείσει αφήνοντας μόνο ισχνά σημάδια. Ο Αδάμ ζήτησε την άδεια να κυκλοφορήσει ελεύθερα στη μονή. Παρακολούθησε την θεία λειτουργία κρυμμένος στο ιερό, εκστασιασμένος από τις όμορφες ψαλμωδίες. Μετά, είχε να κάνει ένα σωρό ερωτήσεις στον Εμμανουήλ για τους συμβολισμούς που είχε ακούσει στους μελωδικούς στοίχους. Οι άλλοι μοναχοί τον απέφευγαν σαν τον διάβολο, δεν μπορούσαν να συνηθίσουν το παρουσιαστικό του παρά τα καθησυχαστικά λόγια του αδελφού τους. Ο Εμμανουήλ αντιλήφθηκε πως και ο ίδιος ο Αδάμ έμενε μακριά τους, για τελείως διαφορετικό λόγο όμως. Περπάτησαν μαζί μετά το γεύμα στην περιφέρεια της μονής, μέσα από τα τείχη. Ήταν μια βόλτα που μόλις είχαν αρχίσει να την καθιερώνουν μεταξύ τους. Αυτή τη μέρα δεν μιλούσε κανείς τους, ήταν ο καθένας τους βυθισμένος σε προσωπικούς στοχασμούς. Ο Βελή Πασάς θα επέστρεφε σύντομα στο πασαλίκι του και οι αδελφοί είχαν συντάξει μια προσεχτική διαμαρτυρία για το έγκλημα του Οσμάν Ρέη. Ο Εμμανουήλ θα έπρεπε να ηγηθεί της αποστολής στη Λάρισα όπου και θα ζητούσε άδεια από την Μητρόπολη για να εκλέξουν νέο ηγούμενο. Όλοι στη μονή επέμεναν να πάρει τη θέση ο ίδιος ο Εμμανουήλ, μια προοπτική που του δημιουργούσε επιπρόσθετο βάρος. Οι ευθύνες ήταν δυσβάσταχτες. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τι μπορούσε να στοχαζόταν ο φιλοξενούμενος τους εκείνη τη στιγμή αλλά στον τρίτο γύρο ο Αδάμ σταμάτησε ξαφνικά στη γέρικη ελιά. Το δέντρο πρέπει να ήταν εκατοντάδων χρόνων, ο κορμός του στριφογυριστός, με τον φλοιό σκασμένο σε πολλά σημεία και ούτε ίχνος βλασταριού πάνω του. Βρισκόταν πίσω από την εκκλησία, σε μια χορταριασμένη και ξεχασμένη γωνία της αυλής. Γονάτισε δίπλα στο δένδρο και το χάιδεψε τρυφερά. Ο Εμμανουήλ στάθηκε πίσω από την πλάτη του και παρακολούθησε σιωπηλά, όλο περιέργεια. Ο Αδάμ συνέχισε να χαϊδεύει τον ρυτιδιασμένο κορμό και άρχισε να μουρμουράει κάποια ψαλμωδία. Ο Εμμανουήλ έσκυψε να ακούσει καλύτερα και αντιλήφθηκε πως δεν ήταν ψαλμός, όχι με στοίχους τουλάχιστον, αλλά μουσικοί ήχοι που βγαίνανε από τα βαθιά του εσώψυχα. Μετά ο Αδάμ έπιασε τον κορμό και με τα δύο χέρια και σχηματίζοντας ένα όμικρον με το στόμα του άφησε μια σειρά από κοφτούς ήχους που έμοιαζαν με σκάγια που σκάνε. Το χώμα στις ρίζες του δένδρου τραντάχτηκε σαν να δέχτηκε βόλια. Στην συνέχεια ακούμπησε το μέτωπο του στον φλοιό και αφήνοντας έναν βόμβο να πάλλεται από τα μηνίγγια του έκανε όλο το δέντρο να τρέμει. Φύσηξε ξαφνικά ένας αέρας και ο Εμμανουήλ άκουσε θρόισμα. Σήκωσε το κεφάλι του και είδε τα κλαδιά της ελιάς ολοζώντανα, γεμάτα φυλλαράκια και φορτωμένα με τον καρπό. Ήταν ένα θαυμαστό κομμάτι των ικανοτήτων που είχε ο Αδάμ κα οι όμοιοι του. Ξαφνικά ακούστηκαν βήματα και ο Αδάμ πετάχτηκε όρθιος, μακριά από τον δένδρο. Ήταν η μία, πιο σημαντική του έγνοια. Δεν ήταν θεός και δεν ήθελε να τον νομίσει ποτέ κανείς για θεό. Είχε διαφυλάξει μια ειδική εμπιστοσύνη μόνο για τον Εμμανουήλ, τον μοναδικό άνθρωπο που τον κατανοούσε. Ήταν οι Σπυρίδων και Νικόλαος, ήρθαν τρεχάτοι προς το μέρος τους. Ήταν φανερά αναστατωμένοι. «Εμμανουήλ! Επέστρεψε ο Θωμάς!» «Είναι χτυπημένος!» «Τον κυνηγούν οι τούρκοι!» Μέσα σε μια στιγμή ο Εμμανουήλ ένιωσε να εξαφανίζονται όλες του οι προηγούμενες έγνοιες. Μόλις είχε φτάσει μια καταστροφή που θα τα αποτελείωνε όλα μια και καλή. Ακολούθησε τους αδελφούς μοναχούς με βήμα ταχύ, αγνοώντας τις λαχανιασμένες τους διηγήσεις, κάνοντας υπομονή να τα ακούσει κατευθείαν από το στόμα του νεαρού ασώτου. Δεν γύρισε καν να κοιτάξει τον Αδάμ, για τον οποίο δεν είχε πλέον καμία έγνοια. Κι εκείνος δεν έδωσε σημασία στην τόσο ανθρώπινη συμπεριφορά τους. Κοίταζε εκστασιασμένος το δέντρο της ελιάς που μόλις είχε σώσει. Μπορούσε να δει την αύρα της και να ακούσει τα λόγια της. Έλεγε «ευχαριστώ» αλλά δεν απευθυνόταν στον Αδάμ. Έλεγε ευχαριστώ στον ήλιο που έλαμπε πάνω της, ευχαριστώ στο νερό που ρουφούσαν οι ρίζες της, ευχαριστώ στον αέρα που φυσούσε στα κλαδιά της, ευχαριστώ ακόμα και σε αυτούς που διάλεγαν τον καρπό της. Ήταν η μόνη λέξη που είχε νόημα, ένα ευχαριστώ προς την ζωή και την δημιουργία. Ακούμπησε το χέρι του στο δέντρο και το ευχαρίστησε με την σειρά του. Πρόσεξε πως μερικοί μοναχοί ήταν ήδη πάνω στις επάλξεις, κοιτούσαν ανήσυχοι προς τον κάμπο. Οι υπόλοιποι είχαν μαζευτεί έξω από το κελί του Θωμά, δεν χωρούσαν όλοι μέσα. Έκαναν στην άκρη για τον Εμμανουήλ. Το παιδί καθόταν στην κλίνη, χωρίς φανέλα, ο Ιάκωβος του έδενε τον ώμο. «Θωμά!» φώναξε ο Εμμανουήλ. Μόλις τον είδε, το πρόσωπο του Θωμά συσπάστηκε. «Πάτερ…» κατάφερε να ψελλίσει. Έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του ξεσπώντας σε λυγμούς. «Συγχώρεσε με πάτερ…» Ο Εμμανουήλ στάθηκε από πάνω του ανάστατος. «Τι έκανες Θωμά; Τι έκανες;» «Δεν μπόρεσα να εκδικηθώ τον Δημήτριο πάτερ! Απέτυχα!» «Πες μας τι έγινε!» «Τους πρόλαβα τους τούρκους, στην Πηγή. Στο χάνι του βλάχου. Έστησα καρτέρι όλη νύχτα, τους περίμενα απ’έξω…Αλλά αστόχησα, ο γενίτσαρος την γλίτωσε, την έφαγε ένας άλλος δίπλα του. Άρχισαν να μου ρίχνουν και με βρήκαν στον ώμο. Έτρεξα για το χειμαδιό, για να πάρω το βουνό, μήπως πέσω στους κλέφτες για προστασία αλλά με πρόλαβαν με τ’άλογα στην πλαγιά. Άλλαξα τότε δρόμο μέσα από το δάσος. Με είχαν στο κατόπι τρία μερόνυχτα να τρέχω γύρω-γύρω χωρίς λυτρωμό. Τη δεύτερη νύχτα έχασα το δισάκι μου και φοβήθηκα πως το βρήκαν. Είχα μέσα τυλιγμένο το ράσο μου πάτερ. Αν το βρήκαν θα κατάλαβαν από πού είχα έρθει. Τότε αποφάσισα να έρθω εδώ, να σας ειδοποιήσω…Εμένα πρέπει να με έχασαν, αν όμως βρήκαν το ράσο…Θα έρθουν εδώ…» Τον νίκησαν πάλι οι λυγμοί. «Να μας λυπηθεί ο Θεός» είπε κάποιος. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 25, 2008 Author Share Posted July 25, 2008 Ο Εμμανουήλ βγήκε στην αυλή συλλογισμένος. Τον ακολούθησαν οι μοναχοί, περίμεναν να πάρει εκείνος μια απόφαση. Την πήρε και τους την είπε. «Νικόλαε, πάρτε όσες προμήθειες μπορείτε να κουβαλήσετε και κατεβείτε όλοι οι αδελφοί στο σπήλαιο. Πάρε μαζί σου και το εικόνισμα του Αγίου. Αφήστε τα ζωντανά γιατί κάνουν φασαρία και θα τα ακούσουν.» «Και εσύ αδελφέ Εμμανουήλ;» τον ρώτησαν. «Αν αφήσουμε όλοι τη μονή οι τούρκοι θα σκυλιάσουν και μπορεί να τα κάψουν όλα. Καλύτερα να βρουν κάποιον να τους δώσει μια δικαιολογία, μήπως τους κατευνάσει κατιτίς.» Δεν τον πίστεψαν, ήταν σαν να τον έβλεπαν ήδη βασανισμένο και κρεμασμένο στη βελανιδιά, αλλά δεν έφεραν αντίρρηση. Άρχισαν να ετοιμάζονται όλοι βουβοί από συγκίνηση για την μεγάλη δοκιμασία. Βρήκε τον Αδάμ να κάθεται στο γρασίδι, σε ένα στρώμα από πολύχρωμα λουλούδια που όμοια τους δεν είχε ξαναδεί σε καμία εποχή. Αισθανόμαστε την ταραχή σου, του είπε. «Ναι, κάτι συμβαίνει. Υπάρχει κίνδυνος για την μονή και τη ζωή όλων των αδελφών μας. Πλησιάζουν τούρκοι…» Τούρκοι. «Είναι…» είπε και κοντοστάθηκε. Μπορούσε να το εξηγήσει με τρόπο που θα καταλάβαινε αλλά ξαφνικά ο Εμμανουήλ αναλογίστηκε τη βαρύτητα του παραδείγματος. Του το έδωσε όμως. «Είναι οι δυνάστες μας.» Είστε οι σκλάβοι τους. Καταλαβαίνω. «Ορίζουν το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου πάνω μας. Μας φοβούνται επειδή ανά πάσα στιγμή ποθούμε την ελευθερία μας. Τώρα πιστεύουν πως επιχειρήσαμε να τους βλάψουμε. Γι αυτό θέλω να σου ζητήσω μια χάρη. Στους πρόποδες του βουνού, κάτω από τη μονή υπάρχει μια σπηλιά. Εκεί θα καταφύγουν όλοι οι αδελφοί για να κρυφτούν, εκεί θα έχουν ασφάλεια. Θέλω να πάς μαζί τους.» Ο Αδάμ σηκώθηκε και το βλέμμα του καρφώθηκε βαθιά στα μάτια του άντρα. Ο αδελφός μας τι σκοπό έχει να πράξει; «Εγώ θα μείνω να μιλήσω στους τούρκους, να τους κατευνάσω.» Τότε θα μείνουμε κι εμείς δίπλα του. «Οι τούρκοι δεν πρέπει να σε δουν. Αν σε δουν θα σε πάρουν σίγουρα μαζί τους, θα σε πάνε στον Πασά και τότε…θα πέσουν κι άλλοι τούρκοι στα κεφάλια μας…» Θα κρυφτούμε εδώ πάνω. «Μα θα ψάξουν κάθε σπιθαμή αυτή τη φορά. Ούτε για την καταπακτή στο ιερό δεν είμαι σίγουρος…» Ξαφνικά ο Εμμανουήλ αντιλήφθηκε πως ήταν μόνος. Κοίταξε γύρω του σαστισμένος. Σαν αεράκι τον χάιδεψε ο ψίθυρος του Αδάμ. Όταν δεν θέλουμε να μας βλέπουν είμαστε ικανοί. Έστριψε το κεφάλι του και τον είδε να στέκεται εκεί, στο σημείο που δεν ήταν πριν, και του χαμογελούσε. Οι μοναχοί μάζεψαν όσα τρόφιμα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμα στην κρυψώνα τους, για το άγνωστο διάστημα που θα ήταν αναγκασμένοι να μείνουν εκεί κάτω. Υπήρχε προηγούμενο επί Φραγκοκρατίας όπου παλιοί αδελφοί τους προτίμησαν να λιμοκτονήσουν μέχρι ενός, εκεί στη σπηλιά, παρά να φανερωθούν στους τότε τυράννους τους, που τους έψαχναν για να τους κρεμάσουν. Δεν θα μπορούσαν ούτε φωτιά να ανάψουν από φόβο μην τους προδώσει ο καπνός. Το πιο σημαντικό ήταν το νερό και γέμισαν από το πηγάδι όσα ασκιά μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ο Νικόλαος κατέβασε τη θαυματουργή εικόνα του Αγίου Γεωργίου και ξεκίνησαν. Τους ξεπροβόδησε στη πύλη ο πάτερ Εμμανουήλ. Τον αγκάλιασαν και τον φίλησαν σταυρωτά όλοι τους. Μαζί τους ήταν και ο Θωμάς, το βλέμμα του απαρηγόρητο. «Προσευχηθείτε για το θαύμα αδελφοί μου,» τους είπε. Ανατολικά της πύλης υπήρχε ένα δάσος που ακολουθούσε την φυσική πλαγιά του βουνού προς την είσοδο του σπηλαίου. Κάθε χρόνο οι βροχές του χειμώνα έτρωγαν λίγο-λίγο το χώμα και τα δέντρα είχαν αρχίσει να παίρνουν μια περίεργη κλίση. Το μονοπάτι όμως κρατούσε καλά και έκανε την κατάβαση εύκολη. Ήταν η πυκνότητα των δένδρων και το σκύψιμο τους που ξεγελούσε το μάτι και έκρυβε τη διαδρομή. Χανόντουσαν όλα μετά από λίγο κάτω από τα τείχη, κάτω από τον βράχο που κουβαλούσε το μοναστήρι, μέσα σε μια μόνιμη σκιά, χειμώνα καλοκαίρι. Πυκνές φυλλωσιές και θάμνοι έκρυβαν την είσοδο, δεν το έβλεπες το άνοιγμα αν δεν ήξερες πως ήταν εκεί. Ήταν το μυστικό της μονής που γνώριζαν μόνο οι μοναχοί και εκεί κάτω είχαν κρυμμένα τα πιο πολύτιμα κειμήλια της μονής, θησαυρούς από την εποχή του βυζαντίου. Τα είχαν κρύψει εκεί από τη στιγμή που πρωτομπήκε κατακτητής στη Θεσσαλία, φράγκος ή τούρκος. Κατέβαινε πότε-πότε εκεί ο ηγούμενος με δύο-τρεις μοναχούς να ψάλει μια δέηση και να φιλήσει τον χρυσό σταυρό του Αγίου Γεωργίου. Μέχρι το σούρουπο είχαν μαζευτεί όλοι εκεί μέσα, μαζεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στο σκοτάδι, να πολεμούν το κρύο και τους φόβους τους με θερμή προσευχή. Ο Εμμανουήλ κάθισε στις επάλξεις και για λίγο ένιωσε μια μικρή ελπίδα πως ίσως τελικά οι τούρκοι δεν θα εμφανίζονταν. Πρόσεξε όμως μια φωτιά να καίει στον ορίζοντα, προς το γεφύρι της Παναγιάς, μισής μέρας δρόμος μακριά. Αν ήταν αυτοί, θα έφταναν στη πόρτα τους πριν το μεσημέρι, αν ξεκινούσαν με το φως της αυγής. Ο Αδάμ ήταν στην εκκλησία, γονατιστός μπροστά στον εσταυρωμένο, με τα χέρια του ενωμένα στο στήθος και το κεφάλι του σκυμμένο χαμηλά. Ζητούσε συγχώρεση για τον εαυτό του αλλά και για όλους όσους από τους αδελφούς του δεν γνώριζαν να πράξουν το ίδιο. Ζητούσε δύναμη για τον ίδιο αλλά και τον αδελφό του Εμμανουήλ για να αντεπεξέλθουν της νέας δοκιμασίας. Μέχρι την αυγή ήταν ακόμα εκεί, ακίνητος, η προσευχή να καίει στο κεφάλι του. Το εσωτερικό του φως δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο, το δέρμα του λαμποκοπούσε σαν διάφανο. Ο Εμμανουήλ μπήκε στην εκκλησία και είδε το θαυμαστό αυτό θέαμα. Καντήλια, και ποτέ ο ήλιος, είχαν φωτίσει μέχρι τότε τις προσόψεις των αγίων. Είχαν εξαφανιστεί τώρα οι τοίχοι και οι βυζαντινές αγιογραφίες στέκονταν με φόντο τον Θεσσαλικό κάμπο. Και ο Παντοκράτορας έμοιαζε να χαμογελάει και να ευλογεί τα τέκνα του ενάντια στο γαλάζιο του ουρανού. Έκανε το σταυρό του και δάκρυσε. Ξαφνικά δεν φοβόταν, δεν φοβόταν καθόλου. Πρώτα τους άκουσε να ρίχνουν στον αέρα, δύο-τρία βόλια. Μετά βαρούσαν με τις γροθιές τους την πύλη ουρλιάζοντας τις βρισιές τους. Τον είχε πάρει ο ύπνος σε ένα από τα στασίδια της εκκλησίας. Είχε σκοπό να ανοίξει την πύλη νωρίς τα χαράματα για να τους υποδεχτεί η μονή χωρίς παρεμπόδιση, αλλά παρακοιμήθηκε και τώρα ήταν αργά. Δεν πρόσεξε πουθενά στο ιερό τον Αδάμ αλλά δεν είχε καιρό να σκεφτεί για εκείνον. Οι τούρκοι είχαν χάσει έναν σύντροφο τους από γκιαούρικο βόλι και ήταν έξαλλοι. «Ανοίγω! Ανοίγω εφέντιδες!» τους φώναξε. Δεν ήταν εύκολη δουλειά για να την κάνει στα γρήγορα μόνος του. Ο σύρτις ήταν βαρύς. Μόλις τον έριξε τους ένιωσε να σπρώχνουν την μεγάλη πύλη απ’ έξω. Οι μισοί όρμησαν μέσα έφιπποι, οι άλλοι με τα πόδια. Κόλλησαν αμέσως τον Εμμανουήλ στον τοίχο με τα μαχαίρια τους ενώ έψαχναν σαν τρελοί για τους άλλους. «Που είναι;! Που είναι οι άλλοι;!» του φώναζαν. Τους απαντούσε πως έφυγαν αλλά είτε δεν τον άκουγαν ή δεν τους άρεσε η απάντηση του. «Που είναι;!» φώναζαν και τον χαστούκιζαν. Ο Οσμάν Ρέης μπήκε καβάλα και στάθηκε στη μέση της αυλής. Η αρχική έρευνα κράτησε περίπου είκοσι λεπτά. Και οι ίδιοι οι τούρκοι έδειχναν να φοβούνται τον γενίτσαρο τους. Έτρεμαν να του αναφέρουν πως δεν ήταν κανείς εκεί πέρα κι όσο δεν έβρισκαν τόσο σκύλιαζαν. Στο τέλος ο Οσμάν έκανε νόημα να φέρουν τον Εμμανουήλ μπροστά του. Ο γενίτσαρος δεν έκανε τον κόπο να ξεπεζέψει. «Που είναι οι άλλοι ρε γκιαούρη;» τον ρώτησε. «Έφυγαν εφέντη» απάντησε όσο πιο ατάραχα μπορούσε. «Έφυγαν; Και γιατί έφυγαν;» ρώτησε πονηρά. «Ταράχτηκαν όταν κρέμασες τον ηγούμενο εφέντη. Έφυγαν για Λάρισα, να δουν τον καδή. Φοβόντουσαν μην γυρίσεις και ξεσπάσεις πάλι πάνω τους.» Όταν ανέφερε τον καδή ένιωσε τον Οσμάν να χάνει την υπεροψία του. Ο γενίτσαρος κοίταξε γύρω την μονή, ποιος ξέρει τι να σκεφτόταν. Σίγουρα όμως δεν θα υποχωρούσε μπροστά σε αυτόν τον γκιαούρη. Στο τέλος κοίταξε τον Εμμανουήλ καλά, τον εκνεύριζε το ατάραχο παρουσιαστικό του μοναχού. «Εσύ μωρέ, ήσουν εδώ, είδες που κρέμασα εκείνο το σκυλί;» Ο Εμμανουήλ απάντησε «ναι» και αμέσως το μετάνιωσε. «Εγώ δεν σε θυμάμαι, τον θυμάται κανείς σας;» Οι τούρκοι δεν θυμούνταν κανέναν απάντησαν όμως αρνητικά όπως το απαιτούσε η περίσταση. «Δεν ξεχνώ φάτσες εγώ,» συνέχισε ο Οσμάν, «και μάλιστα μια αυθάδικη φάτσα σαν και την δική σου. Που ήσουν μωρέ την πρώτη φορά, ε; Σε είχαν κρυμμένο αυτοί οι τράγοι;» «Όχι εφέντη, εδώ ήμουν, στην αυλή με τους άλλους…» Ο Οσμάν του έδωσε μια κλοτσιά στο πρόσωπο, ο Εμμανουήλ δεν πρόλαβε να βγάλει ούτε βογκητό. Έπεσε στο χώμα και του χίμηξαν από πάνω δύο να τον βαρούν και να τον κλοτσούν. «Βάλτε φωτιά σε όλα! Μη μείνει τίποτα όρθιο!» ούρλιαξε ο έφιππος γενίτσαρος, «Φέρτε και ένα σχοινί! Μετά θα τους ξετρυπώσουμε και τους άλλους!» Ξαφνικά ένας από τους τούρκους έβγαλε μια κραυγή. «Σεϊτάν!» φώναξε και έδειξε την είσοδο της εκκλησίας. Ο Αδάμ στεκόταν εκεί και τους κοίταζε ολόλαμπρος. Ειρήνη είπε και τον κατάλαβαν όλοι. Συνεχίζεται Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted July 28, 2008 Author Share Posted July 28, 2008 Ο Εμμανουήλ σήκωσε το ματωμένο του πρόσωπο από το χώμα και είδε με αγωνία τον Αδάμ να αντικρίζει στα φανερά τους τούρκους. Πριν προλάβει να φωνάξει οι τούρκοι άνοιξαν πυρ. Τα βόλια έσκασαν στο στέρνο, στους ώμους, στα μπράτσα του, κατακόκκινο αίμα ξεπήδησε από τα τραύματα του. Το ξάφνιασμα του Αδάμ ήταν οδυνηρό. Του ξέφυγε μια επίπονη κραυγή. Το κεφάλι ενός τούρκου που έτυχε να τον αντικρίζει διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. «Σεϊτάν!» Ο Αδάμ τρέκλισε και σκέπασε το στόμα με το χέρι του. Ο Οσμάν άρπαξε το δόρυ από έναν πεζό και παίρνοντας ένα γρήγορο σημάδι το εκσφενδόνισε στον διάβολο που είχε εμφανιστεί μπροστά τους. Το δόρυ τον βρήκε στο στήθος και τον τρύπησε βαθιά. Ο Αδάμ συγκράτησε μια κραυγή και άρπαξε το δόρυ δίπλα στο τραύμα σαν να ήθελε να προλάβει το αίμα του. Αλλά δεν ήταν αίμα αυτό που ανάβλυσε, ήταν κατάλευκο φως που έκαψε αμέσως το μακρύ κοντάρι. Και μετά έμοιαζε σαν να άρχισε να ξεφλουδίζει όλο του το δέρμα γύρω από το τραύμα και υπέρλαμπρο φως ξεχύθηκε σαν χείμαρρος έξω. Τα άλογα χλιμίντρισαν τρομαγμένα και οι τούρκοι κάλυψαν τα μάτια τους. Ο Εμμανουήλ κατάφερε να τιναχτεί όρθιος και καλύπτοντας τα μάτια του όπως μπορούσε έτρεξε ελεύθερος προς τον Αδάμ. Δεν πρόλαβε να τον πλησιάσει. Όλο το εσωτερικό φως του επισκέπτη από τα άστρα ξεχύθηκε ανεξέλεγκτο έξω. Έγινε μια μικρή έκρηξη και ο Εμμανουήλ ένιωσε σαν να έπεσε ο ήλιος πάνω στη μονή. Το ωστικό κύμα τίναξε τον μοναχό μακριά από το βεληνεκές της καταστροφής. Ένας πίδακας ατμού σφύριξε έξω από το πηγάδι την ώρα που η βελανιδιά και η βαριά ξύλινη πύλη μετατρέπονταν σε σύννεφα από στάχτες και αποκαΐδια. Οι σάρκες των τούρκων σκόρπισαν σαν φλεγόμενος χαρτοπόλεμος. Άνθρωποι και άλογα σωριάστηκαν στην αυλή ένας σωρός από κατάμαυρα κόκαλα. Ο Εμμανουήλ σηκώθηκε με τα μάτια του να τσούζουν. Τα πάντα κάπνιζαν. Οι πέτρες των τειχών ήταν πυρακτωμένες, κατακόκκινες. Όλο το έδαφος της αυλής είχε μετατραπεί σε γυαλί. Είδε αμέσως τον Αδάμ σωριασμένο στην είσοδο της εκκλησίας και έτρεξε στο πλευρό του. Ήταν ακόμα ζωντανός αλλά ξεψυχούσε. Αδελφέ μας, ζητούμε την συγχώρεση σου ψέλλισε. «Δεν φταις εσύ,» είπε νιώθοντας έναν λυγμό να πασχίζει να ελευθερωθεί από τα σωθικά του. Εκείνη την στιγμή πρόσεξε μια κίνηση στην πύλη από την άκρη του ματιού του. Γύρισε και είδε τα αδέλφια του να μπαίνουν στην αυλή. Ο Θωμάς κρατούσε το ντουφέκι του. Οι υπόλοιποι είχαν ξύλα, πέτρες, μέχρι και μια χρυσή ποιμαντορική ράβδο. Η προσευχή τους είχε οπλίσει με μια νέα απόφαση, είχαν έρθει με σκοπό να δώσουν μάχη, όλοι για την μονή ή κανένας. Σταυροκοπιόνταν μπροστά στην θεία δίκη που αντίκριζαν. Αδελφέ μας είπε πάλι ο Αδάμ. «Θα σε φροντίσουμε αμέσως, μην ανησυχείς,» τον πρόλαβε ο Εμμανουήλ χωρίς να πιστεύει τα λόγια του. Το τραύμα στο στήθος ήταν φοβερό. Δεν ανησυχούμε. Θνήσκουμε αδελφέ μας. Ζητούμε τη χάρη της θείας μετάληψης πριν το τέλος. «Βοηθήστε να πάμε μέσα τον αδελφό μας, να τον μεταλάβουμε.» Κανείς τους δεν είπε τίποτα. Τον σήκωσαν και τον μετέφεραν στο ιερό. Ο Εμμανουήλ ετοίμασε βιαστικά τα ιερά σκεύη και μετάλαβε τον Αδάμ σε κλίμα τρομερής κατάνυξης. «Τούτω εστί το αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού…» Ο αδελφός μας Αδάμ εκράτη εν ζωή για δύο ώρες ακόμη μετά την θεία μετάληψη του. Πλήρους αταραξίας εζήτησε να καθίσει στο αναγνωστήριο από όπου μπορούσε να ατενίσει τον κάμπο. Μου υπενθύμισε πως μια μέρα οι αδελφοί του από τα αστέρια θα έρχονταν να τον ψάξουν, θα έψαχναν για το λείψανο του, θα διάβαζαν στην κάρα του όλα όσα είχε μάθει εδώ στη γη μας. Ευχήθηκε καλύτερη μοίρα για όλους μας και παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του εις Κύριον. Τον κλαύσαμε όλοι και εναποθέσαμε το λείψανο του στο σπήλαιο που θα έκρυβε στο εξής το μεγαλύτερο θαύμα που θα έλπιζα ποτέ να γίνω μάρτυρας. Θα ακολουθούσαν όμως και πολλά άλλα θαύματα αγαπητέ μου αναγνώστα. Οι αδελφοί μου μπήκαν ωσάν ποντίκια σε εκείνο το σπήλαιο και εξήλθαν ωσάν λιοντάρια. Νέος άνεμος φύσηξε στον κάμπο μας και έρχονται νέα από όλη την Ελλάδα για επανάσταση και αγώνα για τη λευτεριά. Εσύ που αναγνώσκεις τούτο το κείμενο εύχομαι να βιώνεις καλύτερη μοίρα αδελφέ μου, να βιώνεις την ελευθερίαν. Δεν μπορώ να μαντέψω το δικό μου μέλλον. Η ζωή μου είναι έκθετη στον μεγάλο αγώνα, όλο κινδύνους, μπορώ μόνο πότε-πότε να ξεκλέβω λίγο χρόνο και να αγναντεύω τα άστρα και να αναμένω για τους μακρινούς μας αδελφούς. Την ευχή μου. Οι δύο άντρες δεν είπαν κουβέντα. Ο Λουκάς τύλιξε με τρεμάμενα χέρια την τελευταία περγαμηνή και την έβαλε με προσοχή πίσω στο κιούπι. Δεν μπορούσαν ακόμα να κατανοήσουν την σημασία αυτής της ιστορίας στα ίδια τους τα εσώψυχα πόσο μάλλον τι θα μπορούσε να σημαίνει στον άλλον. Αυτό έκαναν και τώρα, έψαχναν μέσα τους την αλήθεια. Συμφώνησαν σχεδόν σιωπηλά να αποσυρθούν στα κελιά τους, να αφήσουν τον ύπνο να τους θρέψει το μυαλό, ήταν και οι δύο τους εξαντλημένοι. Ο Λουκάς ονειρεύτηκε πάλι τον Εμμανουήλ. Ο μοναχός ήταν λιγότερο τρομαχτικός τώρα. Διέκρινε καλύτερα την θλίψη του και άκουσε τα λόγια του. Στέκονταν μαζί στο ιερό και το φάντασμα του έδειχνε τον βράχο. «Ο αδελφός μας πεθαίνει. Σώσε τον λόγο του πριν χαθεί για πάντα.» Ήταν βαρύ και σημαντικό το μήνυμα. Τον τρόμαξε χωρίς να το καταλάβει. Ο ηγούμενος κάθισε σε μια πέτρα έξω από την μονή και αγνάντεψε τον κάμπο. Αναλογίστηκε πόσο λίγο είχε αλλάξει αυτή η θέα μέσα στους ταραγμένους αιώνες. Τα χωράφια ψήνονταν κάτω από τον ήλιο, η μόνη ένδειξη πολιτισμού τα μεγάλα ψεκαστήρια που πότιζαν τις καλλιέργειες. Εκεί πάνω στον συλλογισμό του τον βρήκε και ο Λουκάς. «Σκέφτηκα παιδί μου,» είπε ο γέροντας, «τι όμορφη που ήταν η ιστορία που διαβάσαμε χθες το βράδυ. Ένα μοναδικό ντοκουμέντο το οποίο συνοδεύεται από ένα ακόμα πιο μοναδικό εύρημα που το καθιστά αναμφισβήτητο. Όλος ο πλανήτης θα γυρίσει και θα κοιτάξει εδώ, η μονή και τα ονόματα μας θα γίνουν ξακουστά στην οικουμένη. Δεν είναι όμως εκεί το ζήτημα. Το ζήτημα είναι πόσοι θα καταλάβουν αυτή την ιστορία, πόσοι θα κατανοήσουν το νόημα και την ομορφιά της. Για να μην σου πω πόσοι θα κατηγορήσουν τον πάτερ Εμμανουήλ για αθέμιτο προσηλυτισμό, άτοπη και ανιστόρητη κριτική αλλά θα υπάρξουν και τέτοια φρούτα. Θεωρώ πως δυστυχώς ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να μάθει. Όσο δεν μπορούσε τότε δεν μπορεί και τώρα. Εξάλλου, αναλογίσου πως όσοι γνωρίσουν τον Αδάμ θα πρέπει κάποια μέρα να γνωρίσουν και τους δικούς του. Γιατί ξέρουμε πως είναι εδώ, γυροφέρνουν συχνά πυκνά και τον ψάχνουν, σχεδόν πρέπει να τον έχουν εντοπίσει μέχρι τώρα.» Ακολούθησε μια παύση καθώς ο Λουκάς σκεφτόταν τι να πει. «Τι θέλετε να κάνω;» ρώτησε τελικά. «Πήγαινε τα χειρόγραφα πίσω εκεί που τα βρήκες. Ας μην πούμε τίποτα σε κανέναν. Η ευθύνη είναι υπεράνω μας» απάντησε ο ηγούμενος. Ο Λουκάς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τι απέγινε ο πάτερ Εμμανουήλ;» ρώτησε πριν αποσυρθεί. «Σκοτώθηκε υπερασπιζόμενος τη μονή το 1822. Χάθηκε στη φωτιά που έβαλαν τότε οι Τούρκοι.» Ακολούθησε την ίδια, την δική του διαδρομή προς το σπήλαιο που ήταν αντίθετη από αυτή που βάδισαν οι μοναχοί εκείνα τα χρόνια. Η δασωμένη βουνοπλαγιά με το εύκολο μονοπάτι δεν υπήρχε πια, είχε χαθεί μετά από αλλεπάλληλες κατολισθήσεις. Σκεφτόταν τα λόγια του ηγούμενου και δεν ήταν σίγουρος αν συμφωνούσε μαζί του. Ήταν σίγουρος πως δεν είχε ανακαλύψει το λείψανο κατά λάθος. Τον είχε μιλήσει ο πάτερ Εμμανουήλ σε όνειρο ή σε όραμα, τον είχε οδηγήσει ανώτερη δύναμη στο σπήλαιο. Ήταν προσταγή να φανερωθεί η ιστορία, να μάθει ο κόσμος τι είχε συμβεί. Μετά την ανάγνωση των κειμένων πλησίασε την σαρκοφάγο με νέο δέος. Η ηχώ που επικρατούσε μέσα στο σκοτάδι δεν τον ενοχλούσε πια. Είδε ξανά το σώμα, τον Αδάμ, και ένιωσε να αντικρίζει κάποιον που γνώριζε. Άφησε το κιούπι εκεί που το βρήκε, δίπλα στα πόδια του νεκρού. Του ξέφυγε λίγο και ένιωσε τα κόκαλα να υποχωρούν στο μικρό βάρος. Του πέρασε τότε μια πανικόβλητη υποψία. Άπλωσε διστακτικά το χέρι του και ακούμπησε τον δείκτη του στο ξερό μέτωπο. Στην ελάχιστη πίεση το κόκαλο άνοιξε και χύθηκε μέσα σαν άμμος. Το ράγισμα απλώθηκε σαν ιστός αράχνης και έμεινε έτσι, έτοιμο να διαλυθεί κάτω και από την πιο απαλή πνοή. «Είναι αργά. Δεν θα προλάβουν την διαθήκη που άφησε πίσω του» ψιθύρισε στη σιωπή της σπηλιάς. Τα οστά του νεκρού είχαν φτάσει στο όριο τους, ή ίσως η ξαφνική τους έκθεση στον αέρα να τα είχε φέρει εκεί. Σε λίγο θα ήταν σκόνη σαν αυτή που κάλυπτε τα δώματα των πυραμίδων στον Μολιβάρ. Ένας τρομερός υπόκωφος ήχος έτριξε ολόγυρα του. Σειόταν πάλι το βουνό και αυτή τη φορά ήταν παγιδευμένος μέσα στα πέτρινα έγκατα του. Άκουσε πέτρες να ξεκολλάνε από την οροφή του σπηλαίου και να σκάνε πάνω στα κόκαλα που τον περιστοίχιζαν. Είδε να δυναμώνει το φως στην είσοδο και νόμισε πως το τράνταγμα είχε κυλήσει κι άλλα από τα βράχια που την έφραζαν. Κατάλαβε γρήγορα πως κάτι άλλο συνέβαινε. Μπήκε μέσα ένα φως, μετά ένα δεύτερο, ύστερα ακολούθησε ένα τρίτο, σε λίγο δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Ήταν όλα μαζί ένα μεγάλο γαλάζιο φως που έδιωξαν κάθε ίχνος σκιάς από εκείνο το οστεοφυλάκιο. Ο τάφος δεν ήταν πλέον τάφος. Ο Λουκάς σηκώθηκε όρθιος και τους άκουσε να του μιλούν, καταλάβαινε την κάθε τους λέξη. Ο φόβος, ο πανικός χάθηκαν αμέσως από την καρδιά του και χαμογέλασε. Τον πλημμύρισε μια απέραντη ευτυχία γιατί ήταν ένας άνθρωπος που μόλις του είχε αποκαλυφθεί το νόημα της ύπαρξης του. Ήταν τώρα έτοιμος να παραδοθεί, ετοιμαζόταν γι αυτό όλη του τη ζωή. Ένιωσαν τον σεισμό στη μονή, είδαν και τα φώτα. Μέχρι το βράδυ ο αδελφός Λουκάς δεν είχε δώσει σημεία ζωής. Ο ηγούμενος έμεινε ξάγρυπνος όλη τη νύχτα να τον τρώει η έγνοια. Με το πρώτο φως της αυγής μάζεψε τους μοναχούς πριν τον όρθρο και τους αποκάλυψε την ύπαρξη της σπηλιάς. Τους είπε πως την είχε βρει τυχαία ο αδελφός Λουκάς και με τον χθεσινό σεισμό ανησυχούσε για την ασφάλεια του νέου. Δεν τους είπε τίποτα παραπάνω και τους έστειλε να ψάξουν. Εξαιτίας του σεισμού καινούργιες πέτρες έφραζαν την σπηλιά και δεν την βρήκαν αμέσως. Μετά τους πήρε κάποιες ώρες να σκάψουν για να μπουν μέσα. Δεν βρήκαν πουθενά κανένα ίχνος του αδελφού Λουκά. Επίσης δεν ανέφεραν κανένα σεντούκι ή μουμιοποιημένο λείψανο. Τα κόκαλα των τούρκων είχαν φαίνεται θαφτεί κάτω από χαλάσματα. Υπέθεσαν πως ο αδελφός τους κατάφερε να βγει από την σπηλιά πριν χαθεί ή πέσει στον γκρεμό που έχασκε από κάτω. Έψαχναν για άλλες δύο μέρες πριν απευθυνθούν στην αστυνομία. Η εξαφάνιση αυτή δεν λύθηκε ποτέ. Ούτε τα παράξενα φώτα επέστρεψαν ξανά στον τόπο τους. Έριξε έναν-έναν τρεις κύβους ζάχαρης στο τσάι του. Του άρεσε να το πίνει γλυκό και να το απολαμβάνει σιγά-σιγά. Το ανακάτωσε υπνωτισμένος από το σούρσιμο του κουταλιού στην μικρή πορσελάνη. Παρά τα χρόνια του η ακοή και το μυαλό του κρατούσαν καλά. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα κι ας μπορούσε να μαντέψει την μοίρα του αδελφού Λουκά. Τρεις άντρες, ιερωμένοι και οι τρεις, μοιράζονταν τώρα ένα θαύμα. Τους το μετέφερε μέσα από τον χρόνο ο πρώτος, δεύτερος, μάρτυρας και προστάτης του μυστικού ο εαυτός του, ενεργός στην εξέλιξη του ο τρίτος. Σύντομα θα παρέδιδε το πνεύμα του στον Κύριο και κανείς δεν θα μάθαινε ποτέ τίποτα εκτός κι αν επέστρεφε κάποτε ο απών αδελφός τους. Ο ηγούμενος μάντεψε πως θα περνούσε πολύς καιρός μέχρι εκείνη τη μέρα, πολύς καιρός. Το πεπρωμένο του αδελφού Λουκά μόλις είχε ξεκινήσει και ο γέροντας ευχήθηκε με όλη του την ψυχή να ήταν αυτό ακριβώς που έψαχνε ο νέος άντρας. Αυτό που ψάχνει ο καθένας, σκέφτηκε. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.