Throgos Posted January 4, 2007 Share Posted January 4, 2007 Τις προάλλες εκατέβαινα ένα δρόμο κίτρινο σαν τις πατούσες μιας ημέρας δίχως άνοιξη – σαν να τις πατούσες ήμερα δίχως να τις ανοίξεις. Τα σπίτια αριστερά και κεντροδεξιά με κοιτούσανε σαν μάτια από τ’ άδεια τους παράθυρα και υψωνόντανε καμπύλα προς τις όχθες τ’ ουρανού. Αλλά το βήμα μου ήταν σταθερότερο από τις πλάκες του ασφαλτόδρομου, και αυτό τις έκανε να σείονται σαν κοσμικές κουδουνίστρες, και στα κενά να διαφαίνεται το μαύρο πιξελιασμένον χάος. Εκείνη τη μαύρη μέρα είχα ένα σκοπό: να φτάσω στην άκρη της κυλινδρικής πλατείας του Αγίου Στεφάνου του Βασιλομήτορος, να σκαρφαλώσω στο ξεχαρβαλωμένο πύργο-ρολόι και να πιαστώ απ’ το δίκτυο των υπονόμων που ξερνούσαν ασταμάτητα κοχλάζοντα υγρά λες και δεν είχαν πάτο (τό ‘λεγαν όλοι). Τα μαραμένα πικράχλαδα της γερασμένης φαλκονέρας πού ‘χε αράξει κατακεί έπεφταν μονόχορδα, ένα-ένα, ένα πίσ’ απ’ τ’ άλλ, με την καμιά, με την καμιά. Τα κοίταξα· μου μυρίζανε σαν δέρμα. Αυτό με έκανε να πάρω τη ριζική απόφαση, και να ορμήξω μπροστά σαν αφηνιασμένη χελώνα, να συρθώ τυφλοσούρτης παρασυρμένος στ’ αγκαθιάρικα σύρματα που εκτείνουνται σαν υπογάστριος σαρμάς. Ένας συρμός που απεσυρόταν εκείνη την ώρα για τον μεσημεριανό του ύπνο πέρασε στο βάθος των γραμμών. Άρχισα να προχωρώ· μπροστά μου, τα καρνάγια. Πίσω μου το περασμένο παρελθόν υπό τη μορφή μιας παπάγιας. Το τοπίο μου, σαν παραμορφωμένο από το δικτυωτό πρίσμα μιας διχάλας, περνούσε κυματιστά και έγερνε προς τον εαυτό του. Όχι! Δεν πρέπει να σηκώνεις τις φτέρνες απ’ το πάτωμα. Ο θόρυβος των αυτιών μου τάραζε το χλωμό μου ανιέναι· βρυχηθμός κανείς, εκτός από το πέλαγος. Επιτάχυνα βραδέως. Μετά από λίγη ώρα προχωρηγώντας έφτασα σε μια σημαιοστόλιστη κορώνα, που στεκόταν σκληρή πάνω σε μια μαρμάρινη βωμολοχία. Μπροστά στον νοτισμένο βράχο που είχε σχήμα παγωνιού, η γυάλινη επίληψή μου λύγισε, διπλώθηκε, και τέλος επανακάμφθη, για να αντικρίσει μια οδόντα μεγέθους αδοκίμου. Τα μάτια της ήταν βαθιά. «Ποιός είσαι;» με ρώτησε. «Ένας απλός ονειροσφάχτης ποντικιών», απήντησα. «Ενδιαφέρων, έως ότου βρεις κολώνα» πετάρισε τα κλάσματα του ρούχου της. Ένα δάκρυ αδιάλυτου σιροπιού κύλησε μαιανδροειδώς από του μαγούλου· το σκούπισα με σκοπό την ανάπτυξη. «Θα μπορούσες νά ‘σαι ρόμβος. Σ’ αγαπάνε;» είπα για να σπάσω τον πάγο. Ο παγοκόφτης έσπασε και τα κομμάτια του έραναν το χώρο με μεταλλικά πριονίδια. Το άρωμα σκόρδου ξύπνησε. «Στο καλό της Παναΐας» με αποσιώπησε. Ακολούθησα το δρόμο του τυχόντος· χτενίζοντας τα πρωτοβρόχια που κολλούσαν στα άνθη των σταχυών, ηρέμησε το πυκνό μου ανιέναι. Παράτησα τη μάσκα υδρογόνου μου στο πεζούλι της Αγριελιάς Μπερναμπέου. Ήταν ακόμα έξω απ’ τη βδομάδα. Τρία ξεκληρισμένα αποκαΐδια χωραφιών δεξιά, αριστερά, πίσω τα ξάρτια της ανεμοδούρας. Οι κλαγγές των πετάλων της μου θύμιζαν βωβή ταινία· μού ‘βγαζαν τα μάτια. Ο καψερός ήλιος μου έγδερνε τα εξογκώματα του δέρματος, αυτά τα ακροκέραμα με τις κουβαρίστρες τις σοσιαλίστριες. «Δε μου φτάνουν ως το δόρυ, με ξανάβουν. Ας αφιχθώ λοιπόν· δε μου μένει και τίποτα ωχρό.» σκέφτηκα. Κιαφίχθησα. Η πλατεία ξανοιγόταν διάπλατη και όμως αδιαπέραστη, σαν να είχε έναν ήχο βουβαλιού που εξορμούσε άρρητα από γωνία σε γωνία κι αντιμάχως. Με μια ψυχική βουρδουλιά έπιασα να κατηφορίζω, έπιασα και το υπέργειο σχοινί πού ‘ταν φτιαγμένο από κεχριμπαρένια βρύα. Η κατάβαση, περιελιγμένη ελικοειδώς, μου προκαλούσε πάντοτε μια κολάσιμη διάθεση, την βραχοειδή καπνολογία του Νεκροποτάμου. Ο πάτος της ήταν το βάθος της επιφάνειάς του· ένα κυκλωτικικό επίπεδο, στρεβλωμένη πραγματικότητα, καμπύλωνε το μυαλό και μπορούσε να κάνει τον οποιονδήποτε να συγχρωτιστεί χωρίς προσπάθεια σε κάθε μετάσταση. Η πρύμνη της άγγιζε ακροθιγώς το οικοδόμημα του πύργου-ωρολογίου, το οποίο στην όψη μου θύμιζε όλο και περισσότερο την παπάγια, το περασμένον μου. Ο ίδιος ο πύργος ήταν απερίγραπτος· το ρολόγι όχι τόσο – είχε τα χαρακτηριστικά ενός ρολογιού. Η φρούδα φλούδα που κρεμόταν ίσως άσκοπα από την άκρη του πυργόσχημου τέρατος, η επιφανώς τοποθετημένη ανάρτηση ανάβασης και ο απύθμενος ουρανός που εκρέμετο στο βάθος του ύψους του πύργου, όλ’ αυτά με κατέστησαν ψυχικά ανάστατο. Η ανάσταση αυτή εκδηλώθηκε εξωτερικώς υπό τη μορφή πυωδών σπυριών, τα οποία έπιασαν να αναδύονται φουσκαλοειδώς και να συντριβανούνε στην επιφάνεια. Οι φουσκαλίδες ταρακούνησαν τον πύργο τον ευαίσθητο εις τας μεταβολάς ηχοτοπίωνε. Εγώ δεν πτοήθην· άδραξα τις αναρτήσεις αναβάσεως μεταλλικές και ακανθωδώς εκτείνουσες και ήρχισα ν’ αναβαίνω χωρίς πολλές αποχρώσεις σκέψεων. Άπλωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω. Στην κορυφή υψωνόταν το ρώγμα· ένα υπερβατικό δημιούργημα συλλήδην ασύλληπτο δια τον ανθρώπινον τον νούν, που σμίκρυνε τα μάτια σου μόνον που τ’ αγνάντευες. Στη μπατρίδαμ είχουμε καίνα ρητό: «Ντίος στήν εκκλησιά, ρώγμα στο χώμα» και μ’ αυτό νοούσαμ’ ότι σα δεις το θάμα δεν είναι πια θάμα. Κατανοητέον λοιπόν πόσο αστράφτον ήτον αυτό το κατασκεύασμα, και πόσο πράγματι με σαγήνευε απ’ τη μιά, κι απ’ την άλλη με προκάλαγε να το καταχτήσω. Χωρίς πολλάς χασομεράσες, συνέχισα την ανάβασιν κάνοντας εγκιβωτισμένες σκέψεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienna Posted February 8, 2007 Share Posted February 8, 2007 Χάρη, μπαίνε πιο συχνά στο msn, σε παρακαλώ. Περνάω και στο σχόλιο τώρα. Λοιπον, αυτή η σχέση σου με το λόγο, η εξαίσια, όσο πάει καλυτερεύει, τι θα γίνει επί τέλους; Γράφεις-γράφεις τέτοια, και μετά δεν είσαι στο msn. Απαράδεκτο. [Παρασύρθηκα, λέω πάλι για το msn.] Τι να πω όμως; Οι παρηχήσεις είναι υπέροχες, οι συνειρμοί όταν συνεργάζονται με αυτές τις παρηχήσεις είναι μοναδικοί, σταματάω κάθε λίγο σκεπτόμενη πως η γλώσσα είναι απόλαυση, και μ' ένα άλλο κομμάτι του μυαλού μου επεξεργάζομαι αυτά που γράφεις, και μου δίνουν κάτι, βγάζω κάτι. Έχω μάλιστα την αίσθηση πως βγάζω ένα κάτι πολύ συναφές με το δικό σου κάτι - αλλά μέχρι να σε ξαναδώ και να βάλουμε τα κάτι μας κάτω, δίνω χώρο στο να είναι η αίσθησή μου απλώς/απλός [ευσεβής] πόθος. Μιιιιιικ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted July 10, 2009 Share Posted July 10, 2009 Λίγο κουραστική στην ανάγνωση αυτή η ιστοριούλα. Αλλά έχει το γνωστό Θρώγγιο ενδιαφέρον. Οι αγαπημένες μου ατάκες: Επιτάχυνα βραδέως. Η ανάσταση αυτή εκδηλώθηκε εξωτερικώς υπό τη μορφή πυωδών σπυριών, τα οποία έπιασαν να αναδύονται φουσκαλοειδώς και να συντριβανούνε στην επιφάνεια. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.