Στηβεν Posted January 7, 2007 Share Posted January 7, 2007 (edited) Γεια σας. Είμαι καινούργιο μέλος εδώ, ονομάζομαι Βασίλης, είμαι από την Αθήνα, και είμαι 15 χρονών. όπως είδα, έχετε πολύ καλό υλικό. Σκέφτηκα να δημοσιεύσω και εγώ μια ιστορία μου, αυτή που πήρε καλές κριτικές. Είδος: Τρόμου-Κοινωνικό Βία: Ναι (πολυ! ) Σεξ: Όχι Αυτοτελής: Όχι, Εισαγωγή και 1ο Κεφάλαιο από 5 Πριν το Τέλος Εισαγωγή Είναι βράδυ. Ή έτσι νομίζω… Δεν ξέρω, οι ώρες περνούν, και εγώ κάθομαι εδώ, μέσα στο σαλόνι, με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο, βουτηγμένος στο αίμα. Οι ηλιαχτίδες, που πριν λίγο χόρευαν διαπερνώντας τις κουρτίνες τώρα έχουν χαθεί. Τα μάτια μου έχουν κοκκινίσει, νιώθω το στήθος μου να βράζει, ενώ δίπλα μου το χαλί έχει αμέτρητα καψαλίσματα από τα τσιγάρα που έσβησα πάνω του. «Γιατί; Γιατί να συμβεί σε εμένα αυτό!» ουρλιάζει μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Αυτό το γαμημένο μου κεφάλι, που εδώ και μερικούς μήνες κοντεύει να σπάσει. Νιώθω νεκρός, δεν έχω καν την δύναμη να σηκωθώ. Με το ζόρι σηκώνω το βλέμμα μου. Δεν βλέπω τίποτα. Τίποτα που να με εμποδίζει να σηκώσω το πιστόλι και να πατήσω την σκανδάλη, να κάνω τις φωνές να σκάσουν μια για πάντα. «Ηλίθιε, άχρηστε, που ανάθεμα την ώρα που σε γέννησα!» ακούω την μάνα μου να φωνάζει. Αυτή η κωλόγρια με ενοχλεί ακόμα και μέσα από τον τάφο της. Τώρα τελευταία έχω συνεχώς φλας-μπακ. Μάλλον θα φταίνε τα μανιτάρια… Δεν ξέρω, θέλω να πεθάνω, όμως δεν είμαι αρκετά γενναίος για να δώσω τέλος στα πάντα… Σηκώνομαι αργά. Στην αρχή τα γόνατα μου τρέμουν, αλλά καταφέρνω να σηκωθώ. Βγάζω το τσιγάρο από το στόμα και το σβήνω στο μέτωπο αυτού του μαλάκα στο πάτωμα, που ούτε ξέρω πως τον λένε. Γιάννη; Νίκο; Μιχάλη; Ούτε που με νοιάζει. Προχωρώ στην κουζίνα. Τα συρτάρια είναι ανοιχτά, κάτι έψαχνα… Τι; Δεν θυμάμαι. Τέλοσπάντων. Παίρνω ένα ποτήρι μέσ’ την βρόμα και το γεμίζω με νερό. Ψαχουλεύω στην τσέπη μου. Πολλά πράγματα. Γεμίζω την χούφτα μου με χάπια. Πιάνω ένα κόκκινο, και το χώνω γρήγορα στο στόμα μου, πριν πέσει από το τρέμουλο της παλάμης μου, κατεβάζοντας και το νερό. Βγαίνω από την κουζίνα, με αργά βήματα. Θέλω να πάω στην κρεβατοκάμαρα, πριν ενεργήσει το LSD και πέσω ξερός. Δεν το αντέχω, μου φέρνει παραισθήσεις, αλλά είναι από τα ποιο δυνατά που έχω. Μπαίνω μέσα στο δωμάτιο. Καταστροφή. Κάποιος είναι πάνω στο κρεβάτι. Τον έχω καλύψει με ένα σεντόνι. Γιατί άραγε; Δεν θυμάμαι. Δίνω μια σπρωξιά, και πετάω το άψυχο κουφάρι στο πάτωμα. Βλέπω φευγαλέα σκιές πάνω στους τοίχους. Πρέπει να κοιμηθώ. Τρομάζω πολύ όταν έρχονται… Κεφάλαιο 1-Σαν μικρά παιδιά Είναι μια ηλιόλουστη μέρα. Είμαι ξαπλωμένος στο γρασίδι, δίπλα στον φίλο μου τον Γιώργο. Τα κορμάκια μας είναι ιδρωμένα από τον καύσωνα του καλοκαιριού. Νιώθω τόσο όμορφα, που τουλάχιστον την συγκεκριμένη ώρα, δεν φανταζόμουνα πως θα μπορούσε να καταλήξει η ζωή μου. Ήμασταν μόνο εννιά χρονών. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν το παιχνίδι. Γδαρσίματα στους αγκώνες και στα γόνατα το αποδείκνυαν αυτό. Ήμουν τόσο ευχαριστημένος με την ζωή μου. Εντάξει δεν ήταν και ότι καλύτερο. Η μητέρα μου με έδερνε όποτε γυρνούσε από την δουλειά εκνευρισμένη. Δηλαδή σχεδόν κάθε απόγευμα. Μπαμπάς δεν υπήρχε. Όποτε με ρώταγαν έλεγα αυτό που με είχε δασκαλέψει εκείνη. «Είναι σε διακοπές» και πραγματικά το πίστευα. Ο μόνος που πραγματικά αγαπούσα ήταν ο παππούς μου, ο οποίος, όποτε δεν έπαιρνε τα λεφτά της σύνταξης του η μάνα, μου αγόραζε παιχνίδια και γλυκά. Όταν αυτή με έδερνε, εκείνος εξαφανιζόταν γιατί δεν ήθελε να το βλέπει. Όμως δεν έλεγε τίποτα. Απλώς με παρηγορούσε, και μου έλεγε ότι θα καλυτερέψουν όλα. Εγώ δεν στενοχωριόμουν και πολύ. Γιατί μέχρι τότε πίστευα ότι όλες η μαμάδες το έκαναν αυτό. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την μέρα που ο παππούς μου πήρε το καινούργιο ποδήλατο που τόσους μήνες ζητούσα. Μπήκα στο σπίτι, πετώντας από την χαρά. Έτρεξα στην μαμά, που ήταν καρφωμένη στην τηλεόραση, μασουλώντας πασατέμπο. Της είχα πει χίλιες φορές ότι με ενοχλούσε ο ήχος που έκαναν, αλλά εκείνη αντί να σταματήσει μου έλεγε να σκάσω γιατί θα μου σπάσει το κεφάλι. «Μαμά, μαμά έλα γρήγορα έξω!» της φώναξα και της τράβηξα το χέρι. Τότε αστραπιαία ένας καυτός πόνος απλώθηκε στο μάγουλο μου. «Αυτό, για να μάθεις να φωνάζεις όταν βλέπω τηλεόραση» και το βλέμμα της έμεινε μετέωρο στο κενό. Εγώ όμως είχα συνηθίσει τα χαστούκια, και έτσι δεν πτοήθηκα. Μέσα μου έλεγα ότι έτσι μου δείχνει ότι με αγαπάει. «Μα είναι τέλειο, πρέπει να το δεις! Να δεις τι μου πήρε ο παππούς! Έλα!» την παρακίνησα. Ωστόσο, μια φράση της έκανε εντύπωση. «Σου πήρε; Σου αγόρασε κάτι δηλαδή;» σφύριξε. Οχ. Με αυτόν τον τρόπο μιλούσε, όταν πλησίαζε η έκρηξη. Σηκώθηκε και με παραμέρισε. Εγώ την πήρα από πίσω χαρωπά, μην ξέροντας τι θα γινόταν. Βγήκε έξω, στον κήπο. Περπάτησε αποφασιστικά προς τον παππού. Εκείνος στεκόταν με ένα πλατύ χαμόγελο, δίπλα στο ολοκαίνουργιο, γυαλιστερό ποδήλατο. Ωστόσο μόλις είδε την έκφραση στο πρόσωπο της κόρης του, το χαμόγελο έσβησε. Στάθηκε μπροστά του και έριξε μια οργισμένη ματιά στο καινούργιο μου απόκτημα. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, και κλώτσησε με δύναμη το ποδήλατο. Εγώ πετάχτηκα σαν ζεματισμένος και μου ξέφυγε μια στριγκλιά. Έτρεξα στο δώρο μου και έπεσα στο γόνατα να δω αν είχε πάθει καμιά ζημιά. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάγουλα μου. «Γιατί του το αγόρασες αυτό πατέρα;» ούρλιαξε η μάνα, αδιαφορώντας για τους γείτονες. «Η μάλλον, που βρήκες τα λεφτά να το αγοράσεις αυτό;» ρώτησε. «Έλα τώρα Μαρία, μην κάνεις έτσι… Ηρέμησε. Εννοώ, κάθε πότε παίρνει δώρα αυτό το παιδί;» και με κοίταξε στοργικά. «Θα σε ρωτήσω για μια ακόμα φορά, που βρήκες τα λεφτά να του το πάρεις αυτό;» και έδειξε το ποδήλατο. «Πήρα… Πήρα την σύνταξη μου από την τράπεζα Μαρία…» απάντησε ο παππούς, σαν παιδί που απολογούνταν για μια αταξία. Η μάνα τον έφτυσε. «Τι τόλμησες και έκανες πα… παλιόγερε!» ξεστόμισε, μην ξέροντας ούτε η ίδια πως το είχε τολμήσει. «Μαρία, μην παραλογίζεσαι… Κακομεταχειρίζεσαι το παιδί. Μια φορά του έκανα ένα δώρο, δεν χάλασε ο κόσμος!» έκανε εκείνος. «Και τώρα πως θα περάσουμε τον υπόλοιπο μήνα πατέρα; Πως; Με τι λεφτά;» γάβγισε. Εγώ παρακολουθούσα αμίλητος. «Δεν πειράζει θα τα καταφέρουμε» προσπάθησε να την καθυσηχάσει. Όμως η μαμά δεν έπαιρνε από λόγια. «Αυτή την φορά είσαι τυχερός. Όμως την επόμενη φορά που θα πάρεις την σύνταξη χωρίς να με ρωτήσεις θα σε κλείσω σε άσυλο… Μαλάκα!» κραύγασε προσπαθώντας να βρει λέξεις να εκφράσει τον θυμό της. Η μάνα έσκυψε και έπιασε το ποδήλατο. Τότε κατάλαβα τι θα έκανε. Άρχισα να ουρλιάζω με όλη την δύναμη μου, προσπαθώντας να το κρατήσω. Εκείνη μου έδωσε μια κλοτσιά στο στομάχι. Μου κόπηκε η ανάσα, και αναγκαστικά το άφησα. Εκείνη προχώρησε προς το αμάξι της. Σηκώθηκα με κόπο και την κυνήγησα. Δεν μπορούσα να την αφήσω να το γυρίσει πίσω. Προσπάθησα να της το αποσπάσω, αλλά εκείνη με έσπρωχνε, με χαστούκιζε, με γρονθοκοπούσε με όποιο χέρι ήταν ελεύθερο. Όμως πονούσα ποιο πολύ στην ψυχή, παρά στο σώμα. Έφτασε στο αμάξι. Έβγαλε τα κλειδιά από την ρόμπα της και άνοιξε το πορτ-μπαγκάζ. Έχωσε μέσα το ποδήλατο. Εγώ προσπάθησα να την εμποδίσω, αλλά δεν είχα την δύναμη. Μπήκε στην θέση του οδηγού και έβαλε μπροστά την μηχανή, ύστερα από μερικές προσπάθειες. Το σαράβαλο της δεν ήταν και ότι καλύτερο. Εγώ ούρλιαζα και χτυπούσα τα τζάμια, προσπαθώντας να την εμποδίσω. Μα εκείνη ήταν προσηλωμένη στον δρόμο, αγνοώντας με. Ο παππούς μας παρακολουθούσε πετρωμένος. Τον κοίταξα παρακλητικά, μα εκείνος δεν έκανε καμιά κίνηση. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε, και βγήκε από το δρομάκι. Εγώ έτρεξα πίσω του, μα δεν το προλάβαινα. Έτρεξα, έτρεξα με όλη μου την δύναμη, αλλά δεν την πρόλαβα. Όταν ποια δεν μπορούσα να αντέξω τις σουβλιές στο συκώτι μου σταμάτησα, για να καταλάβω ότι ύστερα από τόσο δρόμο που είχα ακολουθήσει το αμάξι, δεν ήξερα που βρισκόμουν. Ήταν θαύμα πως δεν με είχε πατήσει κανένας μέσα στο δρόμο. Περιφέρθηκα για κάμποσες ώρες μόνος, μέχρι που με βρήκε ένας άγνωστος άντρας, που με άκουσε να ουρλιάζω βοήθεια μέσα στην νύχτα, και με έφερε πίσω στο σπίτι. Εγώ είχα τρελαθεί από τον φόβο. Ήταν μεσάνυχτα όταν ποια επέστρεψα. Χτύπησα πολλές φορές το κουδούνι, μέχρι που μου άνοιξε η μάνα. Ήμουν χάλια, έκλαιγα ακόμα και τα πόδια μου είχαν βγάλει φουσκάλες από το τρέξιμο. «Τέτοια ώρα ήρθες πουλάκι μου; Ε, θα μείνεις έξω!» και μου έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Εγώ άρχισα να φωνάζω και να χτυπάω το γδαρμένο ξύλο. Μετά από μερικά λεπτά τα παράτησα. Θα έπρεπε να μείνω έξω μέχρι αύριο. Ευτυχώς που ήρθε ο παππούς και με έβαλε μέσα. Ο φόβος είχε φωλιάσει για τα καλά από εκείνη την μέρα στην καρδιά μου. Το θυμόμουν πολύ έντονα εκείνη την ηλιόλουστη μέρα, όταν ήμουν ξαπλωμένος στον κήπο με τον Γιώργο. Παρόλη την ζέστη, αυτή η ανάμνηση μου πάγωνε την καρδιά. Γιατί εκείνη την μέρα αντίκρισα για πρώτη φορά την τρέλα της μάνας μου. Edited January 7, 2007 by Στηβεν Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted January 7, 2007 Share Posted January 7, 2007 Καλως ηρθες! Πρωτο ποστ με ιστορια,ωραια!Λοιπον,δεν εχω πολλα να πω για την ωρα.Αυτο το τηλεφωνο μου αποσπουσε την προσοχη μερα που ειναι και δεν μπορουσα να συγκεντρωθω,παντως ειναι αρκετα καλογραμμενη.Υποθετω απο τα συμφραζομενα οτι εχεις γραψει κι αλλες,απλα αυτη θεωρεις οτι ειναι η καλυτερη σου.Και πας αρκετα καλα για το νεαρο της ηλικιας σου.Κατι ψιλολαθακια οπως ορθογραφικα ("ποιο" αντι για "πιο" σε καποιο σημειο) ειναι σχεδον αμελητεα αλλα καλου κακου κανε εναν ελεγχο παραπανω. Για την ιστορια,η εισαγωγη ειναι καπως τρομου και καπως δυσνοητη αλλα υποθετω ολα θα ξεκαθαριστουν αργοτερα.Γραφεις σε πρωτο προσωπο,πραγμα ασυνηθιστο και ψιλοδυσκολο.Προτιμω 3ο προσωπο. Α,αν τελικα ειναι τρομου το μεταφερω στις ιστοριες τρομου.Υπαρχουν κατηγοριες στη Βιβλιοθηκη αν προσεξες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Στηβεν Posted January 16, 2007 Author Share Posted January 16, 2007 Ευχαριστώ πολύ! Λοιπόν, ορίστε και η συνέχεια. Κεφάλαιο 2 Ανοίγω με δυσκολία τα βλέφαρα μου. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, χωρίς να κοιτάξω το πτώμα στο δάπεδο. Η μπλούζα κολλάει πάνω μου από τον ιδρώτα, παρόλο που είμαστε στην μέση του χειμώνα. Κοιτάω γύρω μου. Ευτυχώς οι παραισθήσεις του LSD έχουν εξαφανιστεί. Πηγαίνω στο σαλόνι και κάθομαι στον καναπέ. Το ρολόι στον τοίχο δείχνει 3.46 μετά τα μεσάνυχτα. Δεν κοιμήθηκα σχεδόν καθόλου. Ψαχουλεύω για το τηλεκοντρόλ και ανοίγω την τηλεόραση. Δεν έχει τίποτα. Παίρνω ένα πακέτο τσιγάρα από το τραπέζι. Δεν υπάρχει ούτε ένα μέσα. Τώρα δεν έχω τι να καπνίσω, μου έχει τελειώσει και η φούντα. Θα έπαιρνα κανά χάπι, αλλά δεν θέλω να έχω παράξενες παρενέργειες τις τελευταίες ώρες της ζωής μου. «Ψεύτη!» λέει μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου. Αφού είμαι δειλός, τι τα συλλογίζομαι αυτά; Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρω το πιστόλι και να τινάξω τα μυαλά μου στον αέρα. Δεν έχω τα κότσια, πως το λένε. Νιώθω να τυφλώνομαι. Οχ. Έκανα λάθος. Οι παραισθήσεις δεν εξαφανίστηκαν. Δεν μπορώ να το αποφύγω… «Γαμώτο» ψιθυρίζω καθώς πέφτω στο πάτωμα. Περπατώ στον δρόμο. Είμαι ολομόναχος. Πόσο χρονών είμαι; Δεκατέσσερα; Ναι, το πολύ δεκαπέντε. Είναι χειμώνας, και κάνει κρύο. Ο λευκός ουρανός το πάει για χιόνι. Ωραία, μερικές μέρες μακριά από το σχολείο. Δεν μου αρέσει εκεί. Οι μισοί στην τάξη με κοροϊδεύουν για τα ρούχα μου, ενώ δεν υπάρχει μάθημα που να είμαι καλός. Σε όλα είμαι χάλια. Σκατά. Γιατί να είναι έτσι η ζωή μου; Ευτυχώς που υπάρχει και ο Γιώργος. Είναι ο παιδικός μου φίλος, από τότε που γνωριστήκαμε είμαστε αχώριστοι. Συζητάμε τα πάντα ακόμα και για τα κορίτσια. Βέβαια εγώ δεν έχω την παραμικρή σχέση με το θέμα. Είμαι άσχημος, ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Πάντα ήμουν ψηλότερος από όλα τα παιδιά της τάξης, ξερακιανός και άχαρος. Τα μαύρα μου μάτια κάνουν τους άλλους να αποστρέφουν το βλέμμα τους, ενώ τα κορακίσια, λαδωμένα μαλλιά μου δεν είναι και ότι καλύτερο. Φτάνω στο σπίτι. Δεν ακούω φωνές. Ωραία, δεν τσακώνεται πάλι η μάνα με τον παππού. Μα καλά χαζή είναι, δεν καταλαβαίνει ότι είναι γέρος άνθρωπος; Μπαίνω μέσα. Κανείς δεν είναι στο σαλόνι. Παράξενο. Πολύ παράξενο… Πηγαίνω στο δωμάτιο του παππού. Είναι εκεί, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Δεν φαίνεται καλά. Πηγαίνω και κάθομαι δίπλα του. Προσέχω κάτι παράξενο. Το κάτω χείλος του έχει στραβώσει… Τι συμβαίνει; Μέσα στο δωμάτιο μπαίνει η μάνα με ένα ποτήρι νερό. «Α, ώστε ήρθες; Φύγε από εκεί ο παππούς δεν είναι καλά» και με παραμέρισε. Κούνησε το ποτήρι μπροστά στο πρόσωπο του παππού. «Τι θα γίνει πατέρα θα το πιεις ή θα με σκάσεις;» ρώτησε. Ο παππούς είχε αρχίσει να μπλαβίζει. Άνοιξε το στόμα του, προσπαθώντας να μιλήσει. Τότε πρόσεξα κάτι τρομερό: Είχε κυριολεκτικά καταπιεί την γλώσσα του. Πετάχτηκα μακριά, ουρλιάζοντας. «Μαμά, ο παππούς κάτι έχει πάθει!» της φώναξα. «Μην φωνάζεις γουρούνι! Το ξέρω ότι έχει πάθει κάτι, αλλά δεν πειράζει θα του περάσει» και άφησε το ποτήρι στο κομοδίνο, δίπλα στο κρεβάτι. «Μαμά, έχει καταπιεί την γλώσσα του!» τσίριξα. Εκείνη έστριψε αδιάφορα στο πατέρα της και έσκυψε πάνω από το κεφάλι του. Του άνοιξε με την βία το στόμα και το είδε. «Α… Ναι…» διαπίστωσε χλιαρά. «ΕΧΕΙΣ ΤΡΕΛΑΘΕΙ;» ξελαρυγγιάστηκα εγώ και αμέσως έτρεξα στο σαλόνι. Σήκωσα το ακουστικό και κάλεσα το 166… «Όχι, όχι, δεν συμβαίνει αυτό…» είπα από μέσα μου προσπαθώντας να μην λιποθυμήσω… Οι επόμενες ώρες πέρασαν σαν όνειρο. Ήρθε το ασθενοφόρο και πήρε τον παππού. Η μάνα ήθελε να μείνει σπίτι, αλλά εγώ κατάφερα να την πείσω να πάμε στο νοσοκομείο. Σε όλη την διαδρομή έκλαιγα με λυγμούς, αλλά εκείνη αδιαφορούσε. Ήθελα να της κοπανήσω το κεφάλι στον τζάμι, ήθελα να πεθάνω, δεν ξέρω τι ήθελα. Το μόνο πράγμα που με ένοιαζε ήταν να γίνει καλά ο παππούς. Όταν φτάσαμε, οι γιατροί μας είπαν ότι ήταν στην εντατική. «Δεν είναι εύκολα τα πράγματα…» δήλωσε δυσοίωνα μια μικροκαμωμένη νοσηλεύτρια πριν χαθεί μέσα στο δωμάτιο. Καθίσαμε στα πλαστικά καθίσματα. Εγώ περίμενα τρώγοντας τα νύχια μου. Η μάνα άναψε τσιγάρο, γράφοντας εκεί που δεν παίρνει μελάνι την ταμπελίτσα απέναντι της που έλεγε «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΠΝΙΣΜΑ». Ύστερα από μια βασανιστική ώρα, ήρθε ένας γιατρός. Δεν μας κοίταζε στα μάτια. Ήξερα τι θα πει, πριν το πει. Όχι, όχι δεν αλήθεια. «Λυπάμαι, αλλά ο κύριος Αλέξανδρος απεβίωσε» ανακοίνωσε. Εγώ πέτρωσα. Το είπε τόσο απλά. Τόσο απλά! Τόσο απλά, κατάστρεψε άλλον ένα κομμάτι της ζωής μου. Τόσο απλά με έστειλε στην κόλαση να καώ, μόνος με μια μπάσταρδη που ήταν μάνα μου. Τα μάγουλα μου πλημμύρισαν δάκρυα. Προσπάθησα να ουρλιάξω, αλλά δεν βγήκε ο παραμικρός ήχος από το ανοιχτό μου στόμα. «Ξέρετε, αν τον είχατε φέρει έστω και είκοσι λεπτά ποιο πριν θα τα είχαμε καταφέρει, όμως ήταν ήδη αργά…» έκρωξε. Η μάνα άκουσε απτόητη την δήλωση του. Με κοίταξε και σηκώθηκε. «Πολύ καλά. Φεύγουμε» σφύριξε, με έπιασε από το μπράτσο και με τράβηξε. Ο γιατρός της έπιασε τον ώμο. «Μα… Περιμένετε! Πρέπει να μεταφερθεί η σωρός του ανθρώπου στο νεκροταφείο» έκανε. «Α, ναι, πρέπει» Εγώ είχα αποσβολωθεί. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Την κοίταξα με τόσο μίσος που ήμουν σίγουρος ότι τα μάτια μου είχαν κοκκινίσει, σαν δαίμονα. Πως έκανε έτσι; Ήταν πατέρας της. Πατέρας της! Έπρεπε να θρηνήσει, να φωνάξει να κλάψει. Αλλά όχι, αυτή δεν νοιαζόταν, απλώς ήθελε να φύγει. «Θα σας πάρω τηλέφωνο για να κανονίσουμε την μεταφορά» πληροφόρησε τον γιατρό. Εκείνος έστριψε την πλάτη του και έφυγε. Τότε εγώ βρήκα την δύναμη να μιλήσω. «Μα… μα… ΗΤΑΝ ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ!!!» ούρλιαξα εγώ με τόση δύναμη που ήμουν σίγουρος ότι θα έσπαγα τα τζάμια. Η μάνα με άφησε για να κλείσει τα αυτιά της. Εγώ συνέχισα να τσιρίζω με όλη μου την δύναμη. Όλοι είχα γυρίσει και με κοιτούσαν. «Σταμάτα μαλακισμένο, σταμάτα!» πρόσταξε και μου έδωσε ένα χαστούκι. Εγώ όμως δεν σταμάτησα. Δεν μπορούσα να το αντέξω, ένιωθα ένα καυτό θυμό να γλύφει τα σωθικά μου, σαν να μου ξεριζώνουν την καρδιά. Η μάνα παράτησε την προσπάθεια της να μου κλείσει το στόμα και φώναξε σε μια νοσηλεύτρια. «Τι κοιτάς σαν χάνος μωρή; Κάνε του μια ηρεμιστική να το βουλώσει!» και η νοσηλεύτρια υπάκουσε. Έτρεξε κατά μήκος του διαδρόμου, και ύστερα από λίγο βγήκε από μια πόρτα με έναν άντρα να την ακολουθεί. Εγώ είχα γίνει κατακόκκινος. Ένιωθα τον λαιμό μου έτοιμο να σκάσει. Ο άντρας ήρθε προς το μέρος μου και με άρπαξε με τα ατσάλινα μπράτσα του. Η νοσηλεύτρια έβγαλε μια σύριγγα από την τσέπη της και την έχωσε με δύναμη στην μέσα μεριά του αγκώνα. Εγώ συνέχισα να φωνάζω με όλη μου την δύναμη. «ΗΤΑΝ… ΠΑΤΕΡΑΣ… ΤΟΝ ΑΦΗΣΕΣ… ΣΠΙΤΙ… ΤΟΝ… ΣΚΟΤΩΣΕΣ!» καθώς ένιωθα ένα μούδιασμα σε όλο το σώμα μου. Ο άντρας με έπνιγε, και δεν μπορούσα να φωνάξω. Και ύστερα όλα άρχισαν να γίνονται μαύρα. Και τότε έχασα τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου… Όταν ξύπνησα ήμουν στο αμάξι της. Δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου. Πηγαίναμε στο σπίτι. Χωρίς τον παππού. Γιατί ο παππούς δεν υπήρχε ποια. Είχε φεύγει, μια για πάντα. Τουλάχιστον ελπίζω να πήγε σε ένα καλύτερο κόσμο. Η μάνα γύρισε και με κοίταξε, περισσότερο με αποστροφή παρά με στοργή ή αγάπη. «Κοίτα…» έκανε μην ξέροντας τι να πει. «Ξέρω ότι θα είναι δύσκολο χωρίς αυτόν, αλλά δεν χάλασε και ο κόσμος…». Ξαφνιάστηκα. Προσπαθούσε να με καθυσηχάσει. Απάντησα με δυσκολία. «Το ξέρω». Κοίταξε έξω από το παράθυρο, προσπαθώντας να αγνοήσω τον αυτό το πράγμα που κλωθογύριζε στο στομάχι μου. Αυτό που είπε ήχησε σαν καμπάνα στα αυτιά μου. «Εντάξει, τώρα ποια δεν θα έχουμε την σύνταξη του να μας συντηρήσει, αλλά δεν πειράζει, το πολύ-πολύ να δουλέψεις εσύ». Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted January 16, 2007 Share Posted January 16, 2007 Very Good Βασίλη. Αν γράφεις έτσι τώρα στα 15, συνέχισε και... έχεις μέλλον. Το Στήβεν που κολλάει με το Βασίλης;! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Στηβεν Posted January 17, 2007 Author Share Posted January 17, 2007 Άσχετο είναι! Anyway! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted January 17, 2007 Share Posted January 17, 2007 Χαχ...είμαι άρρωστος που γέλασα στην τελευταία φράση του 2ου κεφαλαίου? Ηταν σαν το καρφί στο φέρετρο. Όπως είπε και ο φίλτατος Χείρον, έχεις κάποια μικρολαθάκια, αλλά όλα λύνονται αν το ξαναδιαβάσεις 2-3 φορές. Εγώ να πώ οτι μου άρεσε, έχει ενδιαφέρον και θα ήθελα να μάθω τι γίνεται παρακάτω. Άρα είναι πετυχημένο, γιατι το να με κάνεις να θέλω να διαβάσω κάτι, πόσο μάλλον στην οθόνη είναι δύσκολο επίτευγμα. Κάτι που δεν μου άρεσε, είναι πόσο ''στατικο'' είναι σε σημεία, π.χ οταν έχει παραισθήσεις. Προσπάθησε να δείξεις τι συμβαίνει, όχι να διηγηθείς. ΔΕΙΞΕ οτι ο ήρωας είναι μπερδεμένος, μην μας το λες. Αυτιά. Και καλωσήρθες! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Στηβεν Posted January 27, 2007 Author Share Posted January 27, 2007 Ορίστε και το τρίτο κεφάλαιο. Κεφάλαιο 3 Είμαι στην τουαλέτα, και πλένω το πρόσωπο μου, όμοιο με γυμνό κρανίο. Ξύπνησα ουρλιάζοντας. Ο θάνατος του παππού ήταν από τις χειρότερες μου αναμνήσεις. Δεν θα το ξεχνούσα ποτέ στην ζωή μου. Όχι, δεν θρήνησα. Γιατί στην πραγματικότητα τον μίσησα τον παππού. Τον μίσησα γιατί με εγκατέλειψε, με άφησε μόνο με την μάνα μου, μια πόρνη. Γιατί όταν πέθανε ο παππούς, αποθρασύνθηκε τελείως. Έφερνε το κάθε γκόμενο της μέσα στο σπίτι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ναύτες και νταλικέρηδες. Βέβαια αυτό ήταν πολύ παράξενο, διότι εκείνη δούλευε σε εργοστάσιο παραγωγής πλαστικών. Πως στο διάολο τους έβρισκε όλους αυτούς; Είχα βάσιμες υποψίες ότι τα απογεύματα που έλειπε και δεν μου έλεγε που πήγαινε, έκανε πιάτσα. Δεν ήταν άσχημη γυναίκα, τουλάχιστον σε γενική κλίμακα. Δεν είχε σχεδόν καθόλου παραπανίσια κιλά, ενώ έδειχνε πέντε-δέκα χρόνια μικρότερη από ότι ήταν, εξαρτάται από τον αν την κοίταζες στο πρόσωπο ή λίγο ποιο κάτω. Βγάζω ένα σακουλάκι από την αριστερή μου τσέπη. Μέσα υπάρχει μια λευκή σκόνη, σαν άχνη ζάχαρη. Βάζω λίγη πάνω στο ράφι του καθρέφτη, και την ρουφάω με τον μικρό, μεταλλικό κύλινδρο που έχω εκεί πάνω. Είναι δυνατή, αναμφίβολα. Νιώθω να ζαλίζομαι. Πεταμένα τα λεφτά που έδωσα, δεν είναι καθαρή, την νοθεύσανε. Μετά από λίγους μήνες αφότου άρχισα να παίρνω ηρωίνη, καταλάβαινα την διαφορά. Τώρα ποια, πολύ δύσκολα έβρισκες αυθεντικό πράμα. Βγαίνω από την τουαλέτα. Παραπατάω από την ζαλάδα. Στέκομαι ακίνητος, πάνω από το πτώμα του άντρα στο δάπεδο. Ποιος είναι; Γιατί τον σκότωσα; Γιατί είμαι σίγουρος ότι εγώ τον σκότωσα. «Ναι, για αυτό ήταν ανοιχτά τα συρτάρια της κουζίνας». Θυμάμαι που έψαχνα, τυφλωμένος από την οργή κάτι αιχμηρό. Και ύστερα βρήκα το ψαλίδι, και τον ξεκοίλιασα. Όμως, ποιος ήταν ο λόγος; Θέλω να πάω στο περίπτερο, όμως είναι ακόμα εφτά η ώρα, δεν νομίζω να έχει ανοίξει. Πρέπει να αλλάξω ρούχα. Αν με δουν έτσι όπως είμαι, με την μπλούζα μου και το παντελόνι μου μέσα στο αίμα, θα με περάσουν για ψυχοπαθή. Όχι ότι δεν είμαι, αλλά γιατί να το μάθει ο κόσμος; Το στομάχι μου πονάει. Πρέπει να φάω κάτι. Αλλά δεν έχω όρεξη. Θα πάω να κάτσω λίγο. Όμως καθώς προχωράω, πέφτω κάτω σαν σακί. Κάτι έχω πάθει τις τελευταίες ώρες και κοιμάμαι συνεχώς. Πριν χάσω τις αισθήσεις μου, νιώθω έναν οξύ πόνο να διαπερνά το κρανίο μου… Ήταν βράδυ. Καθόμουν στον καναπέ, μαζεμένος, κοιτάζοντας τηλεόραση. Η μάνα είχε αργήσει. Που να ήταν; Αναμφίβολα, σε κάποιο πεζοδρόμιο, δείχνοντας τα πόδια της στα αμάξια που περνούν. Είχα φτάσει δεκαέξι χρονών ποια. Ήμουν το ποιο ψηλό παιδί στην τάξη μου, και ευτυχώς τα μάτια μου είχαν ανοίξει, και είχαν γίνει καστανά. Τα μαλλιά μου είχα καταφέρει να τα φτιάξω, έτσι που δεν έμοιαζαν με λιγδωμένες ποντικοουρές. Είχα ομορφύνει αισθητά, αυτό είναι σίγουρο. Βέβαια δεν ήμουν σαν τον Γιώργο, ο οποίος, είχε πάρει τον μισό γυναικείο πληθυσμό του σχολείου, και ας ήταν ο πρώτος χρόνος μας στο Λύκειο. Αυτός ένα βλέμμα να τους έριχνε, τις είχε κιόλας στο κρεβάτι του. Παρόλα αυτά είχα και εγώ, έστω και λίγη, πέραση. Να, εκείνη την αποχή φλέρταρα με την Έφη, μια κοπέλα ένα χρόνο μεγαλύτερη. Ο Γιώργος είχε πει πως είναι μια χαρά, θα της καθόταν. Εμένα μου άρεσε, γιατί ήταν ντροπαλή. Μακάρι να γινόταν κάτι, το γούσταρα πολύ αυτό το κορίτσι. Η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, όπως πάντα. Αποφάσισα να πάω για ύπνο. Σηκώθηκα και πήγα στο δωμάτιο μου. Καθώς όμως ξάπλωνα, άκουσα την πόρτα να ανοίγει. Ήρθε η ηλίθια. Μα δεν ήταν μόνη. Κάποιον είχε φέρει μαζί της. Δεν άντεχα να φέρνει τους γκόμενους της. Άκουσα γελάκια. Μπήκε στο δωμάτιο της. Κοίταξα από την κλειδαρότρυπα. Ναι, κάποιος ήταν μαζί της. Ο σιγανός ήχος, από τα ελατήρια του στρώματος, ήρθε στα αυτιά μου. Πήγα στο σαλόνι, καθώς σιγανά βογκητά μου τρυπούσαν το μυαλό. Θα την έβριζα, όταν την ξαναέβλεπα. Άλλωστε είχα μεγαλώσει αρκετά για να μην την φοβάμαι, δεν μπορούσε να με δείρει. Απλώς έφευγα από το σπίτι, και γυρνούσα ότι ώρα ήθελα. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά, και στο σαλόνι αντιλάλησε ένα ουρλιαχτό. Δεν έδωσα σημασία. Όμως ακολουθήθηκε, από φωνές και ύστερα πνιχτούς ήχους. Τι είχε συμβεί; Έπρεπε να πάω; Ξανάκουσα ένα ουρλιαχτό, και αυτή την φορά ήταν σίγουρα από την μάνα. Έτρεξα στο δωμάτιο της, και άνοιξα με βιάση την πόρτα. Το θέαμα ήταν φρικτό. Η μάνα είχε πέσει στο πάτωμα, τυλιγμένη με ένα σεντόνι. Είχε μια τεράστια χαρακιά στο κεφάλι, που ξεκινούσε από τον κρόταφο, και τελείωνε κοντά στην καρωτίδα. Από πάνω της βρισκόταν ένα άντρας. Αν έκρινα από το ντύσιμο του, πρέπει να ήταν λιμενεργάτης. Μια τεράστια κοιλιά κρεμόταν πάνω από το παντελόνι του. Στο δεξί του χέρι, κρατούσε ένα σπασμένο μπουκάλι μπύρας. «Θα ξαναφωνάξεις;» την ρώτησε. Έσκυψε, έπιασε το κεφάλι της, και το κοπάνησε στο κομοδίνο. Εκείνη ούρλιαξε, τόσο δυνατά έκλεισα τα αυτιά μου. «Άσε με, μαλάκα!» τσίριξε εκείνη, προσπαθώντας να προστατευθεί με τα χέρια της. «Τι είπες μωρή; Θα σε σκοτώσω!» Εκείνη, καθώς ανασηκωνόταν, προσπάθησε να του χώσει μια μπουνιά, αλλά εκείνος έπιασε τον καρπό της, και τον γύρισε με τόση δύναμη, που τον έσπασε. Η μάνα έπεσε κάτω, σφαδάζοντας. «ΒΟΗΘΕΙΑ, ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ!» Τότε εγώ πετάχτηκα μπροστά, και έσπρωξα τον άντρα με τον αγκώνα μου. Εκείνος έβγαλε ένα πνιχτό θόρυβο, και έπεσε με τα μούτρα στον τοίχο. Το ήδη κομματιασμένο μπουκάλι έγινε θρύψαλα, ενώ ο άντρας έπιασε την μύτη του. Μαζεύτηκε στην γωνία του δωματίου, προσπαθώντας να συνέλθει από την έκπληξη. Κοιτάζει γύρω, να δει ποιος τον χτύπησε. Το βλέμμα του σταμάτησε, οργισμένο, πάνω μου. Τινάχτηκε προς το μέρος μου, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η φόρα του, μας πέταξε και τους δύο μέσα στο σαλόνι. Εγώ σωριάστηκα πάνω σε ένα τραπεζάκι. Εκείνος τσακίστηκε στο πάτωμα. Έτρεξα γρήγορα μακριά του, καθώς ένιωθα έναν οξύ πόνο στην πλάτη. Κοίταξα γύρω μου, προσπαθώντας να βρω ένα όπλο. Εκείνος, σηκώθηκε, και κουνήθηκε πέρα-δώθε ζαλισμένος. Τότε όρμισα στο τζάκι, και πήρα μια μασιά. Έκανα έναν κύκλο γύρω του, σαν καρχαρίας έτοιμος να επιτεθεί στο θύμα του. Με κοίταξε και γέλασε. «Θα με χτυπήσεις αγοράκι;» Μου επιτέθηκε. Εγώ τίναξα την μασιά εναντίον του. Η ενέργεια πέτυχε εν μέρει: Το μυτερό κομμάτι του μετάλλου, καρφώθηκε στην κοιλιά του, όμως ξέφυγε από τα χέρια μου. Τώρα δεν είχα τίποτα να τον πολεμήσω. Μου έριξε μια μπουνιά, και ένιωσα την μύτη μου να σπάει. Αίμα λέκιασε την μπλούζα μου. Κλονίστηκα, και έπεσα κάτω, σχεδόν λιπόθυμος. Άνοιξα τα μάτια μου, μισότυφλος, έρποντας στο χαλί σαν φίδι. Ο άντρας ήρθε από πάνω μου, όμοιος με άγγελο-τιμωρό. «Παλιόπαιδο, θα σε τιμωρήσω όπως σου αξίζει» είπε. Τότε εγώ του κλότσησα το γόνατο, με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Έπεσε κάτω, φωνάζοντας πως θα με σκοτώσει. «Δεν… Θα… προλάβεις…» ψέλισσα εγώ μέσα από τα δόντια μου, φτύνοντας αίμα. Σύρθηκα ως την άκρη του σαλονιού. Εκεί υπήρχε ένα μικρό, δρύινο κομοδίνο. Άνοιξα το συρτάρι. Εκεί μέσα η μάνα φυλούσε πάντα κάτι πολύ επικίνδυνο: Ένα πιστόλι. Έπιασα το περίστροφο, και το γύρισα προς τον άντρα. Εκείνος ερχόταν προς το μέρος μου. «Θα με σκοτώσεις με το παιχνιδάκι σου;» με κορόιδεψε. «Φύγε… Θα… Θα… Σε… Σκοτώσω…» τον απείλησα. Εκείνος δεν έπαιρνε από λόγια. «Θα το πληρώσεις αυτό που έκανες…» έκρωξε. Και τότε εγώ, χωρίς να το καταλάβω, πάτησα την σκανδάλη. Μια, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε φορές. Μικρές τρύπες, ισάριθμες με τους εκκωφαντικούς θορύβους που έκανε το όπλο, εμφανίστηκαν στο στέρνο του άντρα. Τα μάτια του πετάχτηκαν έξω, από την έκπληξη. Προσπάθησε να στηριχτεί στον τοίχο, όμως δεν τα κατάφερε, και έπεσε, για τελευταία φορά στην ζωή του, στο δάπεδο, καθώς το μια μικρή λίμνη από κόκκινο υγρό, άρχισε να σχηματίζεται γύρω του. Εγώ έμεινα εκεί. Δεν μπορούσα, και δεν ήθελα να σηκωθώ. Απέμεινα εκεί, κοιτάζοντας τα άψυχα, γυάλινα μάτια του… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted March 20, 2007 Share Posted March 20, 2007 Γενικά το γράψιμο είναι πάρα πολύ καλό, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς την ηλικία σου, Στήβεν. Καταφέρνεις να περάσεις αρκετά πειστικά το τι βιώνει ο ήρωας ενώ δεν κάνεις το λάθος να καταφεύγεις σε οφθαλμοφανείς υπερβολές (αν και το τρίτο μέρος ήταν λίγο υπερβολικό, τα δύο πρώτα όμως και κυρίως η σκηνή με το ποδήλατο ήταν πολύ δυνατή). Αν εξαιρέσει κανείς το λάθος με το πιο/ποιο και πια/ποια που κάνεις συνέχεια δε βρίσκω κάποιο σοβαρό πρόβλημα με τη γραφή σου. Για το ποιο τώρα: ποιος-α-ο είναι ερωτηματική αντωνυμία. Το 'πιο' δε θυμάμαι τι ακριβώς είναι αλλά δηλώνει σύγκριση. Το 'πια' είναι νομίζω πρόθεση και δηλώνει χρόνο. Έτσι έχουμε για παράδειγμα: Ποιο βιβλίο διάβασες; Ο Τάκης είναι πιο ψηλός από το Νίκο Ποιά είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας Δε πηγαίνει πια στο σχολίο (Κριτική ανταπόδοσης στην ιστορία 'Απληστία') Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted April 13, 2007 Share Posted April 13, 2007 Αυτό εδώ δεν είναι τελειωμένο ε? Βασικά πέρα από τα ορθογραφικούλια που λέει κι ο Nihilio, πέρα και από κάποια λαθάκια στίξης και σύνταξης (πχ δε θες κόμμα πριν από τα «και» ούτε πριν από τα «ή» εκτός κι αν έχουν πριν δευτερέουσα πρόταση) , είναι πολύ καλό. Το στυλ του είναι πειστικότατο, η εναλλαγή παρόν-παρελθόν λειτουργεί ωραιότατα ως δομή και το ύφος του δεν είναι μόνο μοντέρνο, έχει κι εκείνη την αίσθηση ενός πράγματος πιο κλασικού. Ωραίος συνδυασμός. Νομίζω πως το ωραιότερο στοιχείο του κειμένου αυτού είναι ο τρόπος με τον οποίο αλλάζεις υφολογικά τις ηλικίες. Ο τρόπος σκέψης του Αλέξανδρου (έτσι δεν είναι? Γιαυτό δε μας λες πως λένε τον παππού?) σαν παιδί είναι διαφορετικός από αυτόν ενός εφήβου και στις δύο περιπτώσεις δείχνει να είναι καλά επεξεργασμένο το τι θες να δείξεις. Θέλω πολύ να μάθω τι συμβαίνει με αυτόν. Υ.Γ. Μιχάλη, το "πια" είναι χρονικό επίρρημα και το "πιο" συγκριτικό επίρρημα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted May 21, 2007 Share Posted May 21, 2007 (edited) χεχε σε σημεία έκλασα στα γέλια. ίσως το πιο φριχτά αστείο πράμα που έχω διαβάσει. Ennow bebaia oti einai mia poly gamath Mavrh Kwmwdia kai oti exeis talento na grafeis over the top pramata. Pianeis akribws aftes tis leptomereies pou xriazontai. Υ.Γ. Ευχαριστώ το Nihilio για την επισήμανση. Το αρχικό μύνημα ήταν λίγο κούκου και είχε αγνώστου σημασία. Edited May 22, 2007 by darky Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 21, 2007 Share Posted May 21, 2007 Darky, θα σε παρακαλούσα να είσαι πιο ευγενικός στις κριτικές σου. Και, αν θεωρείς ότι κάπου υπάρχει πρόβλημα με το κείμενο να κάνεις μια πιο εκτενή αναφορά σε αυτό. Ευχαριστώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.