month Posted January 9, 2007 Share Posted January 9, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Month Είδος: Φαντασία; Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: 2.375 Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Λίγο μεγαλύτερη απ' ότι υπολόγιζα... Αν πρέπει να αλλάξει βιβλιοθήκη, έχετε την άδεια να κάνετε την αλλαγή. «Με την καινούργια επαναστατική συσκευή της “Όνειρα ΑΕ”, μπορείτε τώρα και εσείς να ζήσετε τα όνειρά σας! Με το πάτημα ενός απλού κουμπιού μπορείτε να βρεθείτε στο ψηλότερο βουνό, σε μια παραλία, με εκατοντάδες άλλα άτομα που έχουν όμοια όνειρα με τα δικά σας! Ζήστε το όνειρό σας τώρα!» Το κτίριο ήταν σαν οποιοσδήποτε άλλος ουρανοξύστης, γυαλιστερός και περήφανος, αψηφώντας την μανία του ανέμου και το κρύο τον χειμώνα, αντέχοντας την ζέστη και την κάψα του καλοκαιριού. Τα παράθυρά του, μαύρα τα περισσότερα, αντανακλούσανε τα γειτονικά κτίρια και την κίνηση κάτω στον δρόμο. Το μόνο που διαφοροποιούσε το κτίριο από τα άλλα του είδους του, ήταν η μεγάλη ταμπέλα στην είσοδο του κτιρίου, ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα πολύχρωμα γράμματα «ΌΝΕΙΡΑ ΑΕ». Οι πόρτες του, διπλές και από το ίδιο μαύρο υλικό που ήταν και τα παράθυρα, δεν επέτρεπε σε κανέναν να δει το εσωτερικό παρά μόνο αν ερχότανε ο ίδιος μέσα. Και αν κάποιος όντως έμπαινε, συνήθως έμενε έκπληκτος. Ο εσωτερικός χώρος ήταν τελείως διαφορετικός από τον εξωτερικό. Μια πανδαισία χρωμάτων, πολλές φορές παράταιρα μεταξύ τους αλλά με κάποια μυστική εσωτερική αρμονία να τα δένει, εισβάλανε στο οπτικό πεδίο του επισκέπτη. Τα γραφεία και τα γκισέ εξυπηρέτησης έμοιαζαν μέρος του χώρου· πολλές φορές δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις από τον τοίχο πίσω τους, λες και κρυβόντουσαν, λες και περιμένανε να παίξουνε κρυφτό και το μόνο που ζητούσανε ήταν κάποιον να πάει να τα φυλάξει για να αρχίσει το παιχνίδι. Οι υπάλληλοι, όλοι νέοι και χαρωποί, διασκέδαζαν παίζοντας οι ίδιοι κρυφτό με τους επισκέπτες και πελάτες, φορώντας ρούχα τέτοια που τους έκανε ένα με τα γραφεία τους. Ήταν άγραφος κανόνας των εργαζομένων ότι όποιος πήγαινε στο κτίριο προσπαθώντας να βιαστεί, θα έφευγε τελευταίος. Γιατί αν κάποιος δεν μπορεί να περιμένει για το όνειρό του, το αξίζει πραγματικά άραγε; Αυτό πίστευε και η ίδια η εταιρία, ή μάλλον καλύτερα ο ιδρυτής και δημιουργός της εταιρίας των ονείρων, όπως την έλεγαν όλοι. Μέσα σε όλη αυτή την χαρούμενη ατμόσφαιρα, μόνο ένας εργαζόμενος είχε κακό κέφι, όπως άλλωστε κάθε μέρα. Ήταν, ίσως, ο πιο σημαντικός κρίκος στη δημιουργία των ονείρων που θέλανε οι γύρω του, και αυτό του έσπαγε τα νεύρα. Ήθελε να μπορούσε να καταστρέψει τα όνειρα των γύρω του, αλλά δεν μπορούσε γιατί απλά δεν μπορούσε να καταστρέψει δουλειά που πίστευε ότι ήταν τέλεια. Πολλές φορές προσπάθησε να σβήσει τα αρχεία με τα όνειρα, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή το μετάνιωνε και απλά δημιουργούσε έναν καινούργιο όνειρο, πιο όμορφο και πιο χαρούμενο από το προηγούμενο, όνειρο που μισούσε διπλά από το προηγούμενο. Δεν ήταν κακόκεφος επειδή το ήθελε, αλλά επειδή δεν ήξερε να είναι κάτι άλλο. Στην εταιρία τον φωνάζανε Γκρινιάρη, αν και τους απαντούσε πάντα ότι δεν είναι μπλε και σίγουρα τα λευκά παντελονάκια δεν ήταν του στυλ του. Όλοι τον αγνοούσανε χαρακτηριστικά όπως γίνεται σε τέτοιες καταστάσεις. Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα, ή έτσι τουλάχιστον έμοιαζε, ο Γκρινιάρης δούλευε αργά στο γραφείο του. Γύρω του τα κράνη ψευδαισθήσεων και οι αισθαντικές καρέκλες γέμιζαν το χώρο, με μεγάλες οθόνες από πάνω τους να δείχνουν τοπία και καταστάσεις που αποτελούσαν τα όνειρα που είχε ο καθένας. Έτσι ένα όνειρο έδειχνε δέκα ημίγυμνες γυναίκες να κοιτάνε προκλητικά προς την οθόνη, ένα άλλο με περίεργα και φρικιαστικά τέρατα έτοιμα να πολεμήσουνε, κάποιο ένα τοπίο στην θάλασσα. Ο Γκρινιάρης τα ήξερε όλα, τα είχε δει όλα, τα είχε δοκιμάσει όλα, μιας και δεν παραδεχότανε ποτέ ότι ένα προϊών ήταν έτοιμο αν δεν έδινε την πραγματική, αληθινή αίσθηση του ζωντανού κόσμου. Είχε αναγκαστεί να πάει στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και να γνωρίσει όλες τις υφές των πραγμάτων που μπορούσε να αγγίξει. Το σώμα του, κανείς δεν ξέρει το πως και το γιατί, μπορούσε να θυμηθεί με λεπτομέρεια την υφή του κάθε υλικού, και αυτή του την ιδιότητα την χρησιμοποιούσε στην κατασκευή των ονείρων. Σκυμμένος πάνω από την οθόνη του με τα γάντια αίσθησης σε λειτουργία, δοκίμαζε την υφή των διάφορων υλικών μέχρι να βρει την τελειότητα. Έτσι και εκείνη την νύχτα, μέχρι που ένα λαμπάκι αναβόσβησε διακριτικά μπροστά του, κάτι που τον έκανε να ξεφυσήξει εκνευρισμένος. Σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε την πόρτα, χωρίς να προσπαθήσει να καλύψει την ενόχληση από το πρόσωπό του ή την φωνή του. «Τι είναι;» «Γκρινιάρη…» είπε ο μεσήλικας που στεκότανε μπροστά του. «Δεν με λένε Γκρινιάρη! Μου τη δίνει να με λένε Γκρινιάρη!» είπε με δηλητήριο στην φωνή του. Μια λεπτή νεανική φωνούλα άρχισε να χαζογελάει, προσπαθώντας να καλύψει το γέλιο, αλλά αποτυγχάνοντας παταγωδώς. «Έχω πει ότι δεν θέλω να φέρνεται παιδιά εδώ μέσα! Μου καταστρέφουνε την δουλειά μου, το εργαστήριό μου, και προσπαθούνε να μου μάθουνε πως είναι η αίσθηση μιας αγκαλιάς!» «Πάντα έτσι ανάποδος είναι, θείε;» Ήταν ένα κοριτσάκι, νεαρό και όμορφο, δροσερό και γεμάτο ζωή. Έμοιαζε κάπου δεκατεσσάρων χρονών και τα μάτια του ήταν καθαρά και λαμπερά, κάτι που πολλά νέα άτομα έχουν χάσει. Έβλεπε την ζωή όπως πρέπει να την βλέπει κάποιος στην ηλικία της και χαιρότανε τα πάντα, ειδικά όταν ήταν κάτι το καινούργιο. Ο Γκρινιάρης κατσούφιασε κι άλλο. «Τι θες;» είπε κοφτά, νευριασμένος. «Το χιόνι που φτιάχνεις.» είπε το κορίτσι. «Είναι πολύ κρύο.» «Είναι μια ιδιότητα του χιονιού ξέρεις. Παγωμένο νερό και όλα τα τοιαύτα!» Η κοπέλα χαμογέλασε γλυκά και του έδωσε ένα ψυγειάκη για αναψυκτικά που είχε αφήσει δίπλα της. Άνοιξε το καπάκι, πείρε μια χούφτα μέσα από αυτό και χαμογελώντας ακόμα του το πρότεινε. «Ορίστε, δοκίμασε και πες μου αν είναι τόσο κρύο!» Το χαμόγελο της κοπέλας ήταν πραγματικό, το ήξερε μέσα του. Είχε δει τόσους ανθρώπους γύρω του που χαμογελούσανε ψεύτικα που πια τους διάβαζε. Γενικά το κορίτσι έβγαζε ζωντάνια από μέσα του, λες και ήταν ένα κύμα που πάλευε να καλύψει όλο τον κόσμο. Αναστέναξε ενοχλημένος, και άγγιξε το χιόνι. Πράγματι το κρύο ήταν εκεί αλλά ήταν και κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, μια ανεπαίσθητη ζεστασιά. Κοίταξε την κοπέλα παραξενεμένος. «Που το βρήκες αυτό;» ρώτησε απορημένος. «Στο ψυγείο μας στο σπίτι!» του απάντησε χαμογελώντας λίγο πονηρά τώρα. «Μπορείς να μου φτιάξεις αυτό το χιόνι; Σε παρακαλώ!» είπε γλυκά στον Γκρινιάρη. «Θα το φτιάξω. Όταν το έχω έτοιμο θα σε φωνάξω.» απάντησε. Τρεις μήνες μετά, και ήταν στα όρια της αυτοκτονίας. Είχε περάσει την απελπισία, είχε νικήσει την ηττοπάθεια, αλλά το χιόνι δεν μπορούσε να το φτιάξει. Όλα τα όνειρα που έφτιαχνε βελτιωνόντουσαν σταθερά· λες και ζωντάνευαν στην πραγματικότητα, και δεν ήταν απλά προγράμματα σε ψυχρές οθόνες. Το χιόνι του όμως παρέμενε κρύο και παγωμένο, όπως το έφτιαχνε πάντα. Το σκέφτηκε σκληρά και διεξοδικά και τελικά αποφάσισε να πάει σε ένα θέρετρο, μπας και βρει την λύση· αφού το χιόνι από τα ψηλότερα βουνά δεν έκανε, ίσως ένα πιο κοσμοπολίτικο χιόνι να ήταν αυτό που ζητούσε. Ρουθούνισε από την ενόχλησή. Έκανε λες και το χιόνι είχε ψυχή ή ζωή, και δεν ήταν μια απλή χημική ένωση. «Μπαμπά! Γιατί αυτός ο κύριος είναι τόσο κατσουφιασμένος;» «Σουυτ! Μην δείχνεις, είναι αγένεια!» Ο λόγος για το οποίο δεν πήγαινε διακοπές ποτέ ήταν εμφανέστατος πια στο μυαλό του. Χιλιάδες άτομα γύρω του διασκεδάζανε και γελάγανε και αυτός το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να έχει κατσούφικο ύφος. Βαθιά μέσα του ζήλευε όλους τους ανθρώπους για την ικανότητά τους να γελάνε, αλλά δεν θα το παραδεχότανε ποτέ σε κανένα ούτε καν στον εαυτό του. Το παιδί που ρώτησε τον πατέρα του τον κοίταζε προσεχτικά. Σιγά και ντροπαλά τον πλησίασε. «Είσαι λυπημένος;» τον ρώτησε. «Όχι.» απάντησε απότομα. «Θες να παίξεις χιονοπόλεμο; Πάντα μου φτιάχνει το κέφι!» είπε το παιδί χαμογελώντας αθώα και πραγματικά. Όπως την μέρα που δέχτηκε να φτιάξει το χιόνι, έτσι και μπροστά σε εκείνο το παιδί δεν μπορούσε να αρνηθεί χωρίς να νιώσει σαν ένα τέρας. Με κατσουφιασμένο ύφος ακολούθησε τον μικρό, που το τράβαγε από το χέρι και έτρεχε χαρούμενα προς κάποια άλλα παιδιά, που χωριζόντουσαν σε ομάδες για να παίξουνε. Ένιωθε γελοίος. Παντού τα παιδιά γύρω του πετάγανε χιονόμπαλες το ένα στο άλλο. Πέταξε με μισή καρδιά και αυτός μια-δύο, και έφαγε πολύ περισσότερες, μιας και απ’ ότι φαινότανε ήταν ο ιδανικός στόχος για χιονόμπαλες. Έβγαλε το γάντι του και άρχισε να σκουπίζει το χιόνι από το πρόσωπό του και ένιωσε κάτι περίεργο. Το χιόνι δεν ήταν παγωμένο αλλά έβγαζε μια μικρή ζεστασιά από μέσα του, πιο ισχυρή από κάθε παγόβουνο που είχε νιώσει. Στην σύγχυση του το χιόνι που κρατούσε στο χέρι του έπεσε. Έσκυψε γρήγορα να το πιάσει για να το εξετάσει ακόμα περισσότερο, αλλά όταν το άγγιξε ήταν το ίδιο παγωμένο και άψυχο πράγμα όπως πάντα. Απελπισμένος έφυγε και από εκείνο το μέρος και γύρισε στο γραφείο του, στη δουλειά του. «Μπορείς να ρωτήσεις την ανιψιά σου τι χιόνι ήταν αυτό που έφερε στο γραφείο μου;» Τόσο είχε απελπιστεί που δεν μπορούσε να φτιάξει αυτό το ζεστό χιόνι, που ήταν έτοιμος να παραδεχτεί την ήττα του και να μάθει το μυστικό του από κάποιον άλλο. «Μου είπε ότι αν με ρωτήσεις, να σου δώσω ένα χαρτί. Περίμενε λίγο.» Δέκα λεπτά αργότερα είχε το χαρτί στα χέρια του και συνοφρυώθηκε. Στα σαράντα χρόνια του ποτέ δεν είχε συναντήσει κάτι τόσο εκνευριστικό, εκτός από άλλη μια φορά πριν από πολλά χρόνια. Το χαρτί είχε μια απλή ερώτηση που ήξερε είδη και τις δύο απαντήσεις της, αν και δεν κατανοούσε την δεύτερη. Το χαρτί έγραφε: “Τι γίνεται το χιόνι όταν λιώνει;”. Ήξερε ότι η μια απάντηση ήταν νερό και η δεύτερη Άνοιξη, απάντηση που είχε πάρει από μια κοπέλα που βγαίνανε μαζί, αλλά τον παράτησε για κάποιον με μερσεντές και σταθερό μισθό. Πέταξε νευριασμένος το χαρτί στο πάτωμα, και κοίταξε τα χέρια του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι δεν έκανε σωστά, γιατί το χιόνι που έφτιαχνε ήταν τόσο παγωμένο. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να σκεφτεί… Το τοπίο ήταν λευκό. Μια απέραντη κουβέρτα από χιόνι κάλυπτε τα πάντα, δρόμους βουνά, ακόμα και τα λίγα αυτοκίνητα που ήταν παρατημένα στην άκρη του δρόμου. Ο ουρανός ήταν καθαρός, χωρίς ίχνος από σύννεφα πάνω του, χωρίς ήλιο. Χωρίς ήλιο; σκέφτηκε και κοίταξε τα χέρια του ερευνητικά. Έμοιαζαν με χέρια ατόμου πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία απ΄ ότι ήταν πραγματικά και ρουθούνισε από τον εκνευρισμό του. Όνειρο, βλέπω ένα από αυτά τα αναθεματισμένα όνειρα! σκέφτηκε πάλι, κουνώντας το κεφάλι του. «Ακριβώς, και ίσως μάθεις κάτι αυτή την φορά.» είπε μια φωνή, που θύμιζε την δική του. Κοίταξε και είδε τον νεανικό εαυτό του, αλλά όπως δεν ήταν ποτέ ο ίδιος· χαμογελούσε. Ρυτίδες και γραμμές που είχε από το μόνιμο κατσούφιασμα δεν υπήρχαν στο πρόσωπό του, μόνο γραμμές από το μόνιμο χαμόγελο. «Υποτίθεται ότι είσαι η χαρούμενη πλευρά του εαυτού μου; Δεν έχεις πεθάνει χρόνια τώρα;» είπε εκνευρισμένος. «Έτσι θα έπρεπε, αλλά ποτέ δεν πέθανα πραγματικά. Αν και θα μπορούσε κανείς να το περιμένει, μετά από τόσα χρόνια κατσούφιασμα.» «Να λείπει το κήρυγμα! Το τι κάνω και το τι έγινα στη ζωή μου δεν έχει σημασία τώρα! Το μόνο που έχει σημασία είναι το ζεστό χιόνι!» απάντησε. «Τότε σκέψου πότε ένιωσες το χιόνι; Και τι ήθελε να σου πει πριν από τόσα χρόνια η…» «Μην τολμήσεις να πεις το όνομά της!» φώναξε. «Προσπαθώ να το ξεχάσω τόσα χρόνια!» ο νεανικός εαυτός του κούνησε κάπως λυπημένα το κεφάλι του. «Ας είναι! Σκέψου όμως αυτά που σου είπα τώρα, και σύνδεσέ τα. Θα σε περιμένω.» Ο χώρος άρχισε να αλλάζει· εκεί όπου υπήρχε φως και χρώμα τώρα υπήρχε κενό και σκοτάδι. Κάθισε μόνος και σκέφτηκε τα τρία στοιχεία που του είχανε δώσει… «Θείε, μπορούμε να πάμε να τον δούμε τώρα;» «Δεν έχει συνέρθει ακόμα από το εγκεφαλικό που έπαθε, γι’ αυτό θα σας παρακαλούσα να μην κάνετε φασαρία μέσα στο δωμάτιο.» Φωνές. Φωνές ακουγόντουσαν έξω από το δωμάτιό του, φωνές γνωστές. Άνοιξε αργά τα μάτια του και κοίταξε ψηλά. Λευκές λάμπες νέον φώτιζαν τον χώρο απαλά διώχνοντας τις σκιές και το σκοτάδι, ενώ το παράθυρο έδειχνε έναν κόσμο που γρήγορα θα βυθιζότανε σε άλλη μια νύχτα. Γύρισε και κοίταξε τον εαυτό του, και παρατήρησε την μάσκα στο πρόσωπό του και τις πεταλούδες καρφωμένες στα χέρια του, συνδεδεμένες με τους ορούς δίπλα στο κρεβάτι του, τα ρυθμικά χτυπήματα των μηχανημάτων. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε το κοριτσάκι που του είχε δώσει το χιόνι πριν από τόσους μήνες, το πρόσωπό του γεμάτο ανησυχία. Χαμογέλασε ελαφρά για να διώξει την ανησυχία της. «Λοιπόν, μάλλον δεν μπορώ να φτιάξω το χιόνι σου τελικά.» είπε αδύναμα. «Μην σε νοιάζει τώρα το χιόνι!» είπε λες και ήταν έτοιμη να κλάψει, γεγονός που τον έπιασε εντελώς απροετοίμαστο. Πίστευε ότι όταν θα έφτανε η ώρα του θα έφευγε άκλαυτος, χωρίς κανένας να νοιαστεί για το αν είχε ζήσει ποτέ. Και να που τώρα μια μικρή άγνωστη έκλαιγε για αυτόν. «Μα πια είσαι και κλαις για τον Γκρινιάρη πια;» είπε και μέρος της παλιάς ενόχλησής του μπήκε στη φωνή απρόσκλητη. «Ξόδεψε τα δάκρυά σου σε άτομα που το αξίζουνε!» «Μα και εσύ το αξίζεις! Ξέρεις πόσο σε θαυμάζουν όλοι, και ας σε λένε Γκρινιάρη; Όλοι θέλουν να σε δουν να γελάς μια φορά, εσύ που έφερες το γέλιο στη ζωή τους με τα όνειρά που φτιάχνεις!» είπε και του έσφιξε το χέρι. Η ζέστη ήταν εκεί. Το χιόνι έλειπε, αλλά η ζεστασιά που ένιωθε όταν του το είχε προτείνει υπήρχε στο άγγιγμά της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει τι να πει, απλά την κοίταζε σαν χαζός. «Μα γιατί δεν λες κάτι;» ρώτησε η κοπέλα. «Δεν ξέρω τι να πω!» απάντησε. «Γεια σου παιδί μου ίσως;» είπε η φωνή του συνάδελφού του από την πόρτα. Το κάθαρμα είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του, σαν την γάτα που μόλις έφαγε το καναρίνι και έχει αφήσει άλλο ένα για επιδόρπιο. Ήταν το πιο κοντινό πράγμα που είχε ποτέ σε φίλο. Ένα χρόνο μετά, ο Γκρινιάρης συνέχιζε την καθημερινή του ρουτίνα. Τα όνειρά του γινόντουσαν όλο και πιο όμορφα, όλο και πιο ζωντανά, ξεπερνώντας την απλή πραγματικότητα πολλές φορές. Κάποια όνειρα ήταν πραγματικά νεραϊδένια, λες και υπήρχανε ταυτόχρονα στην μηχανή και στον ύπνο αυτού που τα ζούσε, όνειρα που ακόμα κα όταν έφευγες από τη μηχανή στοιχειώνανε τα μάτια σου και τα έβλεπες συνέχεια. Η βοηθός του, η κόρη του, καθότανε ώρες μαζί του και του έλεγε πως ένιωθε τα διάφορα αντικείμενα και άλλα πράγματα που ποτέ δεν είχε νιώσει ο ίδιος. «Και εδώ πιστεύω ότι θα πρέπει να του δώσει μια αγκαλιά, για να του δείξει ότι τον αγαπάει!» «Χμ. Και πως είναι να νιώθεις μια αγκαλιά;» ρώτησε. Η κόρη του κατέβηκε από την καρέκλα της και τον αγκάλιασε σφιχτά, ενώ στο στόμα του διαγραφότανε ένα χαρούμενο χαμόγελο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Saulot Posted January 15, 2007 Share Posted January 15, 2007 Σνιφ... Κάθαρμα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
PiKei Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Φαντασία; Μυστήρια Επιστημονική Φαντασία; Αλληγορία; Τι είναι το "Ζεστό Χιόνι"; Ακόμα κι εσύ δεν έχεις καταλήξει. Παρ΄όλα αυτά ισορροπείς πάνω σε αρκετά αντιφατικά στοιχεία και ολοκληρώνεις την ιστορία σου με happy ending για τον ήρωα. Με ενοχλεί ότι το διήγημα δεν είναι ένα. Έχει κωμικά στοιχεία, έχει όμορφα "μαγικά ρεαλιστικά", έχει ένα περιβάλλον ΕΦ στην ΟΝΕΙΡΑ ΑΕ, σχέσεις, αλλά όλα αυτά είναι ωραία υλικά μαγειρικής που δεν γίνονται (κατά την γνώμη μου) ένα πιάτο φαγητό. Μην παρεξηγηθώ, δεν είμαι της "καθαρής γραμμής", "ΕΦ είναι μόνο η ΕΦ","Φάνταζυ και μόνο Φάνταζυ", και τέτοια... η γραφή είναι μία κι όποιος γουστάρει δανείζεται στοιχεία απ' όπου θέλει. Απλά νομίζω ότι θέλεις ίσως ακόμα ένα ξαναγράψιμο, με καθαρότερη ματιά γύρω από το τι θέλεις να πεις, ποιά είναι η κεντρική γραμμή που διατρέχει την ιστορία σου. Η αναζήτηση του Ζεστού Χιονιού, ο Γκρινιάρης, το "μαγικό" κορίτσι; Ο ήρωας σου περνάει από μια κατάσταση σε μια άλλη. Θέλεις να συνειδητοποιεί σταδιακά τις αλλαγές που γίνονται μέσα του ή θέλεις μια "αποκάλυψη"; Και από που ξεκινάει; Στην διασημότερη Χριστουγεννιάτικη ιστορία, αυτή του Ντίκενς, ο Σκρούτζ είναι ένας εγωιστής σπαγγόραμένος κωλόγερος. Αντιπαθητικός στην αρχή, έχει να κάνει μια μεγάλη διαδρομή για να γίνει ότι κι αν πιστεύει κανείς πως γίνεται στο τέλος. Ο δικός σου είναι κατά βάση καλός. Έχει μικρότερη διαδρομή για να γίνει καλύτερος. Στο δίπολο δυστυχίας -ευτυχίας που θα μπορούσες να το τοποθετήσεις, δεν φαίνεται και πολύ δυστυχισμένος στην αρχή. Φαίνεται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον, υπονοείς πως οι άλλοι καταλαβαίνουν κάτι που ο ίδιος αγνοεί - ή έχει απωθήσει. Όμως αυτό τον κάνει τον καλύτερο Ονειρευτή της εταιρείας... τι γίνεται αν το χάσει; Το διήγημα "λέει", γνώμη μου είναι πως πρέπει να αποφασίσεις τι θέλεις ακριβώς να πει. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Ένα πάρα πολύ σύντομο (και θα επιστρέψω φυσικά για περισσότερα): Ακριβώς το Σκρούτζ θυμήθηκα κι εγώ όταν διάβασα την ιστορία, μα ακριβώς. Και ήταν κακό γιατί είχα μέτρο σύγκρισης και καλό γιατί γενικά μου αρέσουν οι ιστορίες αυτού του είδους. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Celestial Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Υποθετω οτι το ζεστο χιονι ( η τουλαχιστον αυτο ειναι αυτο που νομιζω οτι εννοουσε ο month ) ειναι το νορμαλ χιονι μεν αλλα οταν το υποκειμενο βιωνει τη θερμοκρασια του υπο την επιρρεια συγκεκριμενων συναισθηματων η ¨ζεστη" του χιονιου ειναι μια συναισθηματικη ζεστη που απλα υπερκαλυπτει την αβολη αισθηση της αφης του κρυου απο το χιονι ( μπορει παλι και οχι και ετσι να το ειδα εγω ) παντως πολυ ωραια ιστοριουλα και εν γενη δε νομιζω οτι της ελειπε κατι. επισεις νομιζω οτι ο χαρακτηρας εδω δεν ειναι ο σκρουντζ γιατι δεν ειναι κακος.. βασικα μαλον μονος ειναι και αυτο επιδη εχει αφιερθσει το μυαλο του στο να αναπαραγει αισθησεις και καταστασεις το εχει εκπαιδευσει να απορριπτει την υποκειμενικοτητα των συναισθηματων, τοσο πολυ που οταν αυτα περνανε τα "τειχη" του δε τα αναγνωριζει πλεον και νομιζει οτι απλα ειναι αλλη μια εκδηλωση των αισθησεων του. βασικα ο λογοςπου μου αρεσε τοσο πολυ ειναι οτ το διηγημα λεει οτι θελει να ακουσει ο αναγνωστης απο αυτα που περιγραφει, δε μπορω να το κρινω ως δομη η γραματικα αλλα σαν ιστορια πιστευω οτι επιτυγχανει το σκοπο της ( εκτος να ο σκοπος της δεν ειναι αυτος που νομιζω φυσικα :P ) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted February 1, 2007 Author Share Posted February 1, 2007 Λοιπόν... Όσο για το τι είναι το ζεστό χιόνι, θα αφήσω εσάς να το βρείτε μόνοι σας. Τώρα για τα υπόλοιπα. Ο Γκρινιάρης είναι αυτό ακριβώς το πράγμα. Ένας γκρινιάρης. Όσο για το πότε άλλαξε... Πιστεύω ότι ήταν την στιγμή που δέχτηκε την πρόκληση να βρεί τι είναι αυτό που έκανε το χιόνι ζεστό, απο την στιγμή που δέχτηκε, έστω και ασυνείδητα την ύπαρξη κάτι το οποίο ύπο κανονικές συνθήκες δεν νυπήρχε. Μετά έπρεπε απλά να το παραδεχτεί στον εαυτό του. Όσο για το τι ήθελα να πώ... Δεν έχει απολύτος καμία σημασία. Σημασία έχει τι λέει σε εσάς η ιστορία, τίποτα άλλο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted February 1, 2007 Share Posted February 1, 2007 Συγκινητικό. Καλή η απόδοση του Γκρινιάρη, αν και δεν ξέρω αν έπρεπε να επιμείνεις τόσο πολύ στο ότι όλοι οι άλλοι γελάνε κι αυτός όχι. Ίσως έπρεπε να δείξεις, παρά να δηλώσεις την αναποδιά του. Χωλαίνει επίσης η εμφάνιση της κόρης από το πουθενά. Δεν προοικονομείται (αν δε σε ταράζει ιδιαίτερα αυτή η λέξη) πουθενά το ότι το κορίτσι είναι κόρη του και γι’ αυτό και ξενίζει το χάπυ έντ. Αν υπήρχε μια ιδέα έστω σαν υπαινιγμός της ύπαρξης παιδιού, τότε το ευτυχές τέλος δε θα έμοιαζε τόσο γλυκερό. Και κάτι ακόμη. Το πέρασμα από την υγεία στο εγκεφαλικό ήταν άψογο. Πραγματικά υποδειγματικό. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted February 2, 2007 Share Posted February 2, 2007 Για το σημείο στο οποίο λέει η Naroualis επάνω, ήθελα να σου πω κι εγώ: ήταν όντως πάρα πολύ καλό, σου έχει πετύχει ιδαίτερα. Τώρα για τα υπόλοιπα, σου είπα ήδη πως την είδα σε σχέση με το Σκρούτζ εξαρχής (και όχι ρε σεις, ούτε και ο Σκρουτζ είναι κακός, απλά στριμένος είναι κι εκείνος και φιλάργυρος ). Αυτό ήταν καλό από την άποψη ότι συμπαθώ το κόνσεπτ της ιστορίας εξαρχής, οπότε μέ "έπιασε ο γάτζος" στο θέμα σου και την είδα με καλή διάθεση εξαρχής. Κατά τα άλλα θα σου έλεγα κι εγώ τα ίδια που σου λέει κι ο PiKei επάνω ή με δικά μου λόγια, αυτά που επαναλαμβάνω κάθε φορά (και που θα τα λέω και θα τα ξαναλέω μέχρι να μου δώσεις σημασία ). Θυμάσαι καθόλου το σχολείο? "Σκέφτομαι και γράφω" όχι ανάποδα, αυτή είναι η σειρά και μόνο αυτή! Έχεις γράψει πολύ ωριμότερα πράγματα, επομένως μπορείς, άρα, ναι, θα συνεχίσω να το επαναλαμβάνω, το πολύ πολύ να μαλιάσει η γλώσσα μου άδικα: Βρες ένα τρόπο να ξέρεις γιατί έχεις βάλει κάθε πράγμα που μέσα στην αφήγησή σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lithonis Posted February 4, 2007 Share Posted February 4, 2007 Από τις καλύτερες ιστορίες σου που έχω διαβάσει. Είχε και αυτή πολύ συναίσθημα και σε σωστές δόσεις. Τα περάσματα από το ένα σημείο της ιστορίας στο άλλο γίνονται ομαλά χωρίς να ξενίζουν. Σαν σκοτεινό σημείο στην ιστορία θεωρώ το ρόλο της κοπέλας. Δεν κατάλαβα τι ρόλο έπαιζε. Ήταν κόρη του; Και γιατί δεν του αποκαλύφθηκε εξ’ αρχής; Γιατί αποκαλούσε θείο τον συνάδελφό του; Είναι αυτό που λέει η Naroualis. Δεν προοικονομείται αλλά δεν δίνονται και επαρκής εξηγήσεις στο τέλος. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted February 5, 2007 Author Share Posted February 5, 2007 Να πώ την αλήθεια θέλει λίγο παραπάνω εξηγήσεις, και στην αρχική της μορφή είχε κάπου άλλη μια σελίδα όπου εξηγούνται όλα αυτά που ζητάτε. Δεν τα έβαλα λόγο χώρου, και γιατί δεν τραυμάτιζε το νόημα της ιστορίας η έλειψή τους. Η κανονική ιστορία έχει χαθεί, καθώς χάλασε το flash drive που την κουβάλαγα και δεν την έσωσα στο σκληρό μου, το ζώων... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 17, 2007 Share Posted May 17, 2007 Κατά βάση η ιστορία αυτή είναι καλή. Έχει βέβαια την τάση να αναπηδά από εδώ και από εκεί σαν μπαλάκι του πινγκ πονγκ, αλλά στο τέλος βρίσκει το στόχο της. Περνάει από ΕΦ σε φανταστικό ρεαλισμό και τούμπαλιν, ακουμπάει λίγο στο χιούμορ και τελικά καταλήγει στο δράμα, αν και για πάντα οδηγεί προς την κατάληξη. Είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και δείχνει πολύ καθαρά ένα προσωπικό στυλ που σταδιακά αναδεικνύεται και που καλό θα ήταν να το δουλέψεις. Γιατί η αχίλλειος πτέρνα της ιστορίας είναι κατά τη γνώμη μου η έλλειψη τεχνικής: λάθη στη στίξη, λάθη στην ορθογραφία, κενά στην πλοκή που, αν και μάλλον προσδίδουν μια αθωότητα στην ιστορία, αφαιρούν από αυτή σημαντικό μέρος της ομορφιάς της. (ανταπόδοση κριτικής) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted May 22, 2007 Author Share Posted May 22, 2007 Και εδώ, επιτέλους, είναι η ιστορία ολοκληρωμένη. Έχει κάπιες διαφορές με την αρχική και είναι σχεδόν διπλάσια σε έκταση για να χωρέσουν όλα όσα έπρεπε να μπουν. Καλή ανάγνωση. «Με την καινούργια επαναστατική συσκευή της “Όνειρα ΑΕ”, μπορείτε τώρα και εσείς να ζήσετε τα όνειρά σας! Με το πάτημα ενός απλού κουμπιού μπορείτε να βρεθείτε στο ψηλότερο βουνό, σε μια παραλία, με εκατοντάδες άλλα άτομα που έχουν όμοια όνειρα με τα δικά σας! Ζήστε το όνειρό σας τώρα!» Το κτίριο ήταν σαν οποιοσδήποτε άλλος ουρανοξύστης, γυαλιστερός και περήφανος, αψηφώντας την μανία του ανέμου και το κρύο τον χειμώνα, αντέχοντας την ζέστη και την κάψα του καλοκαιριού. Τα παράθυρά του, μαύρα τα περισσότερα, αντανακλούσανε τα γειτονικά κτίρια και την κίνηση κάτω στον δρόμο. Το μόνο που διαφοροποιούσε το κτίριο από τα άλλα του είδους του, ήταν η μεγάλη ταμπέλα στην είσοδο του κτιρίου, ταμπέλα που έγραφε με μεγάλα πολύχρωμα γράμματα «ΌΝΕΙΡΑ ΑΕ». Οι πόρτες του, διπλές και από το ίδιο μαύρο υλικό που ήταν και τα παράθυρα, δεν επέτρεπε σε κανέναν να δει το εσωτερικό παρά μόνο αν ερχότανε ο ίδιος μέσα. Και αν κάποιος όντως έμπαινε, συνήθως έμενε έκπληκτος.O εσωτερικός χώρος ήταν τελείως διαφορετικός από τον εξωτερικό. Μια πανδαισία χρωμάτων, πολλές φορές παράταιρα μεταξύ τους αλλά με κάποια μυστική εσωτερική αρμονία να τα δένει, εισβάλανε στο οπτικό πεδίο του επισκέπτη. Τα γραφεία και τα γκισέ εξυπηρέτησης ,έμοιαζαν μέρος του χώρου· πολλές φορές δεν μπορούσες να τα ξεχωρίσεις από τον τοίχο πίσω τους, λες και κρυβόντουσαν, λες και περιμένανε να παίξουνε κρυφτό και το μόνο που ζητούσανε ήταν κάποιον να πάει να τα φυλάξει για να αρχίσει το παιχνίδι. Οι υπάλληλοι, όλοι νέοι και χαρωποί, διασκέδαζαν παίζοντας οι ίδιοι κρυφτό με τους επισκέπτες και πελάτες, φορώντας ρούχα τέτοια που τους έκανε ένα με τα γραφεία τους. Ήταν άγραφος κανόνας των εργαζομένων ότι όποιος πήγαινε στο κτίριο προσπαθώντας να βιαστεί, θα έφευγε τελευταίος. Γιατί αν κάποιος δεν μπορεί να περιμένει για το όνειρό του, το αξίζει πραγματικά άραγε; Αυτό πίστευε και η ίδια η εταιρία, ή μάλλον καλύτερα ο ιδρυτής και δημιουργός της εταιρίας των ονείρων, όπως την έλεγαν όλοι. Μέσα σε όλη αυτή την χαρούμενη ατμόσφαιρα, μόνο ένας εργαζόμενος είχε κακό κέφι, όπως άλλωστε κάθε μέρα. Ήταν ακρογωνιαίος λίθος στη δημιουργία των ονείρων, και αυτό τον εκνεύριζε. Ήθελε να μπορούσε να καταστρέψει τα όνειρα των γύρω του, αλλά δεν μπορούσε γιατί απλά δεν μπορούσε να καταστρέψει δουλειά που πίστευε ότι ήταν τέλεια. Πολλές φορές προσπάθησε να σβήσει τα αρχεία με τα όνειρα, αλλά πάντα την τελευταία στιγμή το μετάνιωνε και απλά δημιουργούσε έναν καινούργιο όνειρο, πιο όμορφο και πιο χαρούμενο από το προηγούμενο, όνειρο που μισούσε διπλά από το προηγούμενο. Δεν ήταν κακόκεφος επειδή το ήθελε, αλλά επειδή δεν ήξερε να είναι κάτι άλλο. Στην εταιρία τον φωνάζανε Γκρινιάρη, εξαιτίας της χαρωπής προσωπικότητάς του, αλλά ο μόνος φίλος που είχε και που τον ήξερε από χρόνια πριν, έλεγε ότι δεν είναι γαλάζιος και σίγουρα η εικόνα του με λευκό κοντό παντελονάκι δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστική. Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα, ή έτσι τουλάχιστον έμοιαζε, ο Γκρινιάρης δούλευε αργά στο γραφείο του. Γύρω του τα κράνη ψευδαισθήσεων και οι αισθαντικές καρέκλες γέμιζαν το χώρο, με μεγάλες οθόνες από πάνω τους να δείχνουν τοπία και καταστάσεις που αποτελούσαν τα όνειρα που είχε ο καθένας. Σε μια οθόνη μπορούσες να δεις έναν πολύχρωμο κύκλο που με κάθε χτύπο της καρδιάς σου άλλαζε μορφή και χρώμα, αλλού μπορούσες να δεις ένα σμήνος από σκούπες που πετάγανε στον ουρανό και κρώζανε μόνο όπως οι σκούπες μπορούν, και τέλος ένα καράβι που περπάταγε στα βουνά και έψαχνε να βρει κάτι. Ο Γκρινιάρης τα ήξερε όλα, τα είχε δει όλα, τα είχε δοκιμάσει όλα, μιας και δεν παραδεχότανε ποτέ ότι ένα προϊόν ήταν έτοιμο αν δεν έδινε την πραγματική, αληθινή αίσθηση του ζωντανού κόσμου ακόμα και αν αυτό ακούγονταν παράλογο. Είχε αναγκαστεί να πάει στα πιο απίθανα μέρη του κόσμου και να γνωρίσει όλες τις υφές των πραγμάτων που μπορούσε να αγγίξει. Το σώμα του, κανείς δεν ξέρει το πως και το γιατί, μπορούσε να θυμηθεί με λεπτομέρεια την υφή του κάθε υλικού, και αυτή του την ιδιότητα την χρησιμοποιούσε στην κατασκευή των ονείρων. Σκυμμένος πάνω από την οθόνη του με τα γάντια αίσθησης σε λειτουργία, δοκίμαζε την υφή των διάφορων υλικών μέχρι να βρει την τελειότητα. Έτσι και εκείνη την νύχτα, μέχρι που ένα λαμπάκι αναβόσβησε διακριτικά μπροστά του, κάτι που τον έκανε να ξεφυσήξει εκνευρισμένος. Σηκώθηκε όρθιος και άνοιξε την πόρτα, χωρίς να προσπαθήσει να καλύψει την ενόχληση από το πρόσωπό του ή την φωνή του. «Τι είναι;» «Γκρινιάρη…» είπε ο μεσήλικας που στεκότανε μπροστά του. Ο γκρινιάρης απλά κοίταξε ενοχλημένος τον φίλο του, μην απαντώντας καν στην προσπάθεια του να τον κάνει να νευριάσει. Μια λεπτή νεανική φωνούλα άρχισε να χαζογελάει, προσπαθώντας να καλύψει το γέλιο, αλλά αποτυγχάνοντας παταγωδώς. «Έχω πει ότι δεν θέλω να φέρνετε παιδιά εδώ μέσα!» διαμαρτυρήθηκε ξαφνικά καθώς είδε ένα μικρό κοριτσάκι που τον παρατηρούσε διεξοδικά. «Πάντα έτσι ανάποδος είναι, θείε;» ρώτησε η κοπέλα. Ήταν ένα κοριτσάκι, νεαρό και όμορφο, δροσερό και γεμάτο ζωή κάπου στα δώδεκά του χρόνια. Τα μάτια του ήταν καθαρά και λαμπερά, κάτι που έχει εκλείψει ακόμα και σε παιδιά τόσο μικρής ηλικίας.. Έβλεπε την ζωή όπως πρέπει να την βλέπει κάποιος στην ηλικία της και χαιρότανε τα πάντα, ειδικά όταν ήταν κάτι το καινούργιο. Ο Γκρινιάρης κατσούφιασε κι άλλο. «Τι θες;» είπε κοφτά, νευριασμένος. «Το χιόνι που φτιάχνεις.» είπε το κορίτσι. «Είναι πολύ κρύο.» «Είναι μια ιδιότητα του χιονιού ξέρεις. Πρέπει να παγώσεις νερό για να φτιάξεις χιόνι!» απάντησε με τον αέρα του ειδικού. Η κοπέλα χαμογέλασε γλυκά και του έδωσε ένα ψυγειάκι για αναψυκτικά που είχε αφήσει δίπλα της. Άνοιξε το καπάκι και πήρε μια χούφτα μέσα από αυτό. «Ορίστε, δοκίμασε και πες μου αν είναι τόσο κρύο!» του είπε καθώς του το πρόσφερε χαμογελώντας. Το χαμόγελο της κοπέλας ήταν πραγματικό, το ήξερε μέσα του. Είχε δει τόσους ανθρώπους γύρω του που χαμογελούσανε ψεύτικα που πια τους διάβαζε. Γενικά το κορίτσι έβγαζε ζωντάνια από μέσα του, λες και ήταν ένα κύμα που πάλευε να καλύψει όλο τον κόσμο. Αναστέναξε ενοχλημένος, και άγγιξε το χιόνι. Πράγματι το κρύο ήταν εκεί αλλά ήταν και κάτι άλλο, κάτι που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, μια ανεπαίσθητη ζεστασιά. Κοίταξε την κοπέλα παραξενεμένος. «Που το βρήκες αυτό;» ρώτησε απορημένος. «Στο ψυγείο μας στο σπίτι!» του απάντησε χαμογελώντας λίγο πονηρά τώρα. «Μπορείς να μου φτιάξεις αυτό το χιόνι; Σε παρακαλώ!» είπε γλυκά στον Γκρινιάρη. «Θα το φτιάξω. Όταν το έχω έτοιμο θα σε φωνάξω.» απάντησε. Ο Γκρινιάρης στρώθηκε στην δουλειά μετά από αυτό και το έκανε σκοπό του να φτιάξει ζεστό χιόνι. Μέσα στον πρώτο μήνα είδε ότι ήταν αδύνατο να αφαιρέσεις το κρύο από το χιόνι, γιατί αυτόματα το έκανε κάτι άλλο. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μήνα αναρωτιόταν γιατί ασχολιόταν τόσο πολύ με κάτι που δεν είχε νόημα και ακόμα χειρότερα για κάποια που δεν την ήξερε καν! Ήταν στα όρια να τα παρατήσει όταν σκέφτηκε ότι δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει, και συνέχισε τις προσπάθειες. Στο τέλος του τρίτου μήνα ήταν έτοιμος να κάνει φόνο από τα νεύρα του. Είχε δοκιμάσει όλα τα κόλπα και τα υλικά που ήξερε, όλη την γνώση που είχε αποκτήσει μετά από τόσα χρόνια δημιουργίας, αλλά το χιόνι δεν μπορούσε να το φτιάξει. Όλα τα όνειρα που έφτιαχνε βελτιωνόντουσαν σταθερά· λες και ζωντάνευαν στην πραγματικότητα, λες και τα άτομα που συναντούσες μέσα τους είχανε την δική τους ψυχή. Τα όνειρα είχανε αποκτήσει ένα αναπάντεχο πάθος εκείνη την περίοδο, λες και μαζί με τον δημιουργό τους όλα μαζί ψάχνανε να βρούνε μια λύση για το άλυτο μυστήριο που το καπρίτσιο ενός μικρού κοριτσιού τον έκανε να ψάχνει. Το χιόνι του όμως παρέμενε κρύο και παγωμένο, όπως το έφτιαχνε πάντα. Το σκέφτηκε σκληρά και διεξοδικά και τελικά αποφάσισε να πάει σε ένα θέρετρο, μήπως και βρει την λύση· αφού το χιόνι από τα ψηλότερα βουνά δεν έκανε, ίσως ένα πιο κοσμοπολίτικο χιόνι να ήταν αυτό που ζητούσε. Ρουθούνισε από την ενόχλησή. Έκανε λες και το χιόνι είχε ψυχή ή ζωή, και δεν ήταν μια απλή χημική ένωση. Ξεκίνησε να φτιάχνει την βαλίτσα του όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα. Εκνευρισμένος άνοιξε την πόρτα και είδε τον φίλο του με ένα καφέ στο χέρι. «Τι θες εσύ;» τον ρώτησε απότομα. «Μια φορά να μου μιλήσεις χωρίς να θες να με σκοτώσεις… Δεν βλέπεις πως με σκοτώνει αυτό;» είπε μελοδραματικά. «Ω άτιμη μοίρα! Γιατί να…» συνέχισε να λέει, και κάπου εκεί ο Γκρινιάρης γύρισε την πλάτη του και συνέχισε να φτιάχνει τα πράγματά του. «…πάει το χιόνι;» άκουσε ο Γκρινιάρης αφού αγνόησε όλο το υπόλοιπο μέρος των λεγόμενων του φίλου του. «Αίσχος. Δεν το έχω φτιάξει ακόμα. Πες στην ανιψιά σου…» άρχισε να λέει ο Γκρινιάρης. «Μπα, η κόρη ενός φίλου είναι. Αυτή αποφάσισε να με λέει θείο κάποια στιγμή.» είπε κάπως αδιάφορα ενώ βοήθαγε στο να τσαλακωθούνε κάπως τα ρούχα που μπαίνανε στην βαλίτσα. «Δεν με νοιάζει.» απάντησε ο Γκρινιάρης, που προσπαθούσε να ταχτοποιήσει τα ρούχα του έτσι ώστε να μην μπορεί ο άλλος να τα τσαλακώσει. «Πες της ότι το χιόνι της θα αργήσει λίγο.» είπε. «Καλώς. Και που πας για να έχουμε και καλό ερώτημα;» ρώτησε ο άλλος που πλέον προσπαθούσε να βρει κάποιο όνειρο που δεν είχε δει ποτέ του. «Σε ταξίδι για έρευνα. Και σταμάτα να πειράζεις όλο το σύμπαν γύρω σου! Σαν ωχτάχρονο παιδί κάνεις!» ξέσπασε τέλος ο Γκρινιάρης αφού του είχε κάνει το εργαστήρι του άνω κάτω. «Μπαμπά! Γιατί αυτός ο κύριος είναι τόσο κατσουφιασμένος;» είπε ένα μικρό αγόρι δείχνοντας με το δάχτυλό του την, ποια η έκπληξης;, κατσούφικη φάτσα του Γκρινιάρη. «Σουυτ! Μην δείχνεις, είναι αγένεια!» είπε ο πατέρας του παιδιού τραβώντας το μακριά από τον Γκρινιάρη και χαμογελώντας απολογητικά προς αυτόν. Ο λόγος για το οποίο δεν πήγαινε διακοπές ποτέ ήταν εμφανέστατος πια στο μυαλό του. Χιλιάδες άτομα γύρω του διασκεδάζανε και γελάγανε και αυτός το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να έχει κατσούφικο ύφος. Τόσος χαμένος χρόνος μόνο και μόνο για να ξεκουραστούν, μόνο και μόνο για να παίξουν, λες και δεν μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο σπίτια τους. Απλά δεν μπορούσε να τους καταλάβει. Το παιδί που ρώτησε τον πατέρα του τον κοίταζε προσεχτικά. Σιγά και ντροπαλά τον πλησίασε. «Είσαι λυπημένος;» τον ρώτησε. «Όχι.» απάντησε απότομα. «Θες να παίξεις χιονοπόλεμο; Πάντα μου φτιάχνει το κέφι!» είπε το παιδί χαμογελώντας αθώα, πραγματικά και με τρόπο που ήταν τελείως άγνωστος στον Γκρινιάρη. Όπως την μέρα που δέχτηκε να φτιάξει το χιόνι, έτσι και μπροστά σε εκείνο το παιδί δεν μπορούσε να αρνηθεί χωρίς να νιώσει σαν ένα τέρας, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει στον εαυτό του. Με κατσουφιασμένο ύφος ακολούθησε τον μικρό, που το τράβαγε από το χέρι και έτρεχε χαρούμενα προς κάποια άλλα παιδιά, που χωριζόντουσαν σε ομάδες για να παίξουνε. Ένιωθε γελοίος. Παντού τα παιδιά γύρω του πετάγανε χιονόμπαλες το ένα στο άλλο. Στεκότανε σαν το άγαλμα και έβλεπε ανέκφραστος τα παιδιά που τρέχανε γύρω του, μέχρι που ένα του έβαλε μια μπάλα χιονιού στο χέρι του. Με μισή καρδιά την πέταξε, και αμέσως κατάλαβε το τραγικό του λάθος, αφού έγινε ο κύριο στόχος για τις χιονόμπαλες των παιδιών. Έβγαλε το γάντι του και άρχισε να σκουπίζει το χιόνι από το πρόσωπό του και ένιωσε κάτι το περίεργο. Το χιόνι δεν ήταν παγωμένο αλλά έβγαζε μια μικρή ζεστασιά από μέσα του, πιο ισχυρή από κάθε παγόβουνο που είχε νιώσει. Στην σύγχυση του το χιόνι που κρατούσε στο χέρι του έπεσε. Έσκυψε γρήγορα να το πιάσει για να το εξετάσει ακόμα περισσότερο, αλλά όταν το άγγιξε ήταν το ίδιο παγωμένο και άψυχο πράγμα όπως πάντα. Απελπισμένος έφυγε και από εκείνο το μέρος και γύρισε στο γραφείο του, στη δουλειά του. «Μπορείς να ρωτήσεις την ανιψιά σου τι χιόνι ήταν αυτό που έφερε στο γραφείο μου;» ρώτησε τον φίλο του. Τόσο είχε απελπιστεί που δεν μπορούσε να φτιάξει αυτό το ζεστό χιόνι, που ήταν έτοιμος να παραδεχτεί την ήττα του και να μάθει το μυστικό του από κάποιον άλλο. «Δεν είναι ανιψιά μου όπως σου είπα. Είναι η κόρη ενός καλού μου φίλου. Αν και μου είπε ότι αν με ρωτήσεις για το χιόνι, να σου δώσω ένα χαρτί. Περίμενε λίγο.» απάντησε καθώς προχώραγε προς την πόρτα. Δέκα λεπτά αργότερα κοίταζε το χαρτί παραξενεμένος, ενώ πάνω από τον ώμο του προσπαθούσε να το διαβάσει και ο φίλος του, περισσότερο για να τον κάνει να μιλήσει για το τι διάβαζε τώρα, αφού το χαρτάκι το είχε διαβάσει πολλές φορές μέχρι να το φέρει στον Γκρινιάρη. Κάτι του θύμιζε, και το περίεργο ύφος που είχε πάρει ο άλλος τον έκανε να σκεφτεί πιο σκληρά. «Κάτσε αυτό δεν σε είχε ρωτήσει η…» είπε καθώς ξαφνικά θυμήθηκε το παρελθόν τους. Τριανταπέντε χρόνια τώρα δεν είχε συναντήσει ποτέ του κάτι τόσο εκνευριστικό, ακόμα και τον φίλο του, εκτός από την μοναδική φορά που είχε κάνει σχέση με μια γυναίκα πολλά χρόνια πριν. Το χαρτί είχε την ίδια απλή ερώτηση που του είχε κάνει και εκείνη τότε, και ήξερε ήδη και τις δύο απαντήσεις της. Το χαρτί έγραφε: “Τι γίνεται το χιόνι όταν λιώνει;”. Η κοπέλα του τον ρώτησε μια βραδιά που γυρνάγανε από ένα σινεμά, καθώς ήτανε αγκαλιασμένοι (κάτι που έγινε μόνο και μόνο γιατί παραπονέθηκε για το κρύο). Είχε χιονίσει ξαφνικά και αναπάντεχα. Κανείς δεν περίμενε τόσο άσχημο καιρό στα τέλη του Φλεβάρη. Τρεις μήνες μετά την είδε να φεύγει μετά από έναν επικό καυγά που είχε μαζί του, και στον οποίο του πέταξε στο κεφάλι σχεδόν ότι αντικείμενο υπήρχε στο σπίτι μέσα. Και τέλος έπεσε η βόμβα. Τον παράταγε για να πάει με κάποιον που την έκανε να νιώθει σιγουριά. Ο Γκρινιάρης την κοίταζε καθώς μάζευε τα ρούχα της, μέσα στη σιωπή, και δεν έκανε ούτε μια κίνηση για να την εμποδίσει. Τελικά αυτή πείρε την βαλίτσα με τα ρούχα της, ρούχα που έκανε να μαζέψει αρκετά περισσότερη ώρα από όσο θα έπρεπε. Τελικά μπροστά στο ταξί που είχε καλέσει την πρόλαβε ο φίλος του και της μίλησε για λίγο, την αγκάλιασε και αποχωριστήκανε. Το μόνο που του είπε ο φίλος του τότε, και για τις επόμενες δυο εβδομάδες, ήταν πόσο μαλάκας ήταν. Στο τέλος των δύο εβδομάδων του μίλησε για την νεαρή εταιρία που θα δημιουργούσε ένας γνωστός του, και του είπε αν ήθελε να πιάσει δουλειά. Ο Γκρινιάρης δεν είχε κάτι καλύτερο να κάνει οπότε δέχτηκε την πρόταση του φίλου του. Πέταξε νευριασμένος το χαρτί στο πάτωμα, και κοίταξε τα χέρια του. Δεν μπορούσε να κατανοήσει την απάντηση στην ερώτηση πριν από τόσα χρόνια, και δεν μπορούσε να την καταλάβει ούτε και τώρα. Τι σχέση έχει η Άνοιξη με το λιώσιμο του χιονιού; Δεν μπορούσε να καταλάβει τι δεν έκανε σωστά, γιατί τον άφησε η άλλη πριν από τόσα χρόνια, γιατί δεν γίνεται νερό το χιόνι, γιατί το χιόνι που έφτιαχνε ήταν τόσο παγωμένο. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να σκεφτεί… Το τοπίο ήταν λευκό. Μια απέραντη κουβέρτα από χιόνι κάλυπτε τα πάντα, δρόμους βουνά, ακόμα και τα λίγα αυτοκίνητα που ήταν παρατημένα στην άκρη του δρόμου. Ο ουρανός ήταν καθαρός, χωρίς ίχνος από σύννεφα πάνω του, χωρίς ήλιο. Χωρίς ήλιο; σκέφτηκε και κοίταξε τα χέρια του ερευνητικά. Έμοιαζαν με χέρια ατόμου πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία απ΄ ότι ήταν πραγματικά και ρουθούνισε από τον εκνευρισμό του. Όνειρο βλέπω, ένα από αυτά τα αναθεματισμένα όνειρα! σκέφτηκε πάλι, κουνώντας το κεφάλι του. «Ακριβώς, και ίσως μάθεις κάτι αυτή την φορά.» είπε μια φωνή, που θύμιζε την δική του. Το άτομο που του μίλαγε έμοιαζε και δεν έμοιαζε με αυτόν. Εκεί που αυτός ήταν σχεδόν μόνιμα κατσουφιασμένος, το άτομο μπροστά του έμοιαζε να χαμογελάει μόνο παρόλες τις έγνοιες που είχε. Το γερασμένο του πρόσωπο ήταν καλοσυνάτο και ήρεμο, και μόνο κάποιες ρυτίδες από το μόνιμο χαμόγελο το σκάβανε. «Νόμιζα ότι είχε εξαφανιστεί πριν από χρόνια εσύ.» είπε ο Γκρνιάρης κοιτάζοντας την μορφή μπροστά του προσεχτικά. «Σίγουρα δεν έχω και πάρα πολλούς λόγους για να γελάω τα τελευταία χρόνια.» «Έτσι θα έπρεπε, αλλά ποτέ δεν πέθανα πραγματικά όσο και αν προσπάθησες. Αν και θα μπορούσε κανείς να το περιμένει, μετά από τόσα χρόνια κατσούφιασμα. Αλήθεια το στόμα σου μπορεί να μπει σε άλλη θέση;» είπε πειραχτικά η εύθυμη πλευρά του Γκρινιάρη. «Να λείπει το δούλεμα! Το τι κάνω και το τι έγινα στη ζωή μου δεν έχει σημασία τώρα! Το μόνο που έχει σημασία είναι το ζεστό χιόνι!» απάντησε. «Τότε σκέψου πότε ένιωσες το χιόνι; Και τι ήθελε να σου πει πριν από τόσα χρόνια η…» «Μην τολμήσεις να πεις το όνομά της!» φώναξε. «Προσπαθώ να το ξεχάσω τόσα χρόνια!» Ένα κάπως θλιμμένο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη της εύθυμης πλευράς του. «Τα λάθη τα παλιά πονάνε ε; Αλήθεια γιατί δεν της είπες τίποτα όλη την ώρα που έφτιαχνε τα ρούχα της; Κάτι, έστω και να την βρίσεις, να της δείξεις ότι ενδιαφέρεσαι. Τέλος πάντων, σκέψου τα όλα και μάθε επιτέλους από τα λάθη σου! Δεν κάνει κακό! Θα σε περιμένω.» του είπε χαμογελαστά ενώ άρχισε να χάνεται, και το τοπίο να μαυρίζει. Τα πάντα ήτανε σκοτάδι. Το μόνο που μπορούσε να δει ήτανε το περίγραμμα των χεριών του, και αυτό μόνο αν τα έφερνε κοντά στο πρόσωπό του. Η σκέψη του για πρώτη φορά μετά από χρόνια ήταν καθαρή. Κοίταξε τα χέρια του καθώς προσπαθούσε να κατανοήσει όλα όσα είχανε γίνει μέχρι εκείνο το σημείο στην ζωή του. Τελικά έκρυψε το πρόσωπό του και επανέλαβε αυτό που του είχε πει ο φίλος του τόσα χρόνια πριν, όταν έδιωξε την κοπέλα του… «Θείε, μπορούμε να πάμε να τον δούμε τώρα;» ρώτησε μια κοριτσίστικη φωνή με αγωνία. «Δεν είναι και στην καλύτερη κατάσταση, γι’ αυτό θα σας παρακαλούσα να μην κάνετε φασαρία μέσα στο δωμάτιο.» αποκρίθηκε μια σοβαρή και ώριμη φωνή. Φωνές. Φωνές ακουγόντουσαν έξω από το δωμάτιό του. Φωνές γνωστές. Άνοιξε αργά τα μάτια του και κοίταξε ψηλά. Λευκές λάμπες νέον φώτιζαν τον χώρο απαλά διώχνοντας τις σκιές και το σκοτάδι, ενώ το παράθυρο έδειχνε έναν κόσμο που γρήγορα θα βυθιζότανε σε άλλη μια νύχτα. Γύρισε και κοίταξε τον εαυτό του. Παρατήρησε την μάσκα στο πρόσωπό του, τις πεταλούδες καρφωμένες στα χέρια του συνδεδεμένες με τους ορούς δίπλα στο κρεβάτι του, καθώς και τα ρυθμικά χτυπήματα των μηχανημάτων. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε το κοριτσάκι που του είχε δώσει το χιόνι πριν από τόσους μήνες, το πρόσωπό του γεμάτο ανησυχία. Χαμογέλασε ελαφρά για να διώξει την ανησυχία της. «Λοιπόν, μάλλον δεν μπορώ να φτιάξω το χιόνι σου τελικά.» είπε αδύναμα και κάπως δειλά. «Μην σε νοιάζει τώρα το χιόνι!» είπε λες και ήταν έτοιμη να κλάψει, γεγονός που τον έπιασε εντελώς απροετοίμαστο. Πίστευε ότι όταν θα έφτανε η ώρα του θα έφευγε άκλαυτος, χωρίς κανένας να νοιαστεί για το αν είχε ζήσει ποτέ. Και να που τώρα μια μικρή άγνωστη έκλαιγε για αυτόν. «Μα πια είσαι εσ’υ επιτέλους και κλαις για τον Γκρινιάρη;» είπε και μέρος της παλιάς ενόχλησής του μπήκε στη φωνή απρόσκλητη. «Κλάψε για κάποιον που το αξίζει!» «Μα και εσύ το αξίζεις! Ξέρεις πόσο σε θαυμάζουν όλοι, και ας σε λένε Γκρινιάρη; Όλοι θέλουν να σε δουν να γελάς μια φορά, εσύ που έφερες το γέλιο στη ζωή τους με τα όνειρά που φτιάχνεις!» είπε και του έσφιξε το χέρι. Η ζέστη ήταν εκεί. Το χιόνι έλειπε, αλλά η ζεστασιά που ένιωθε όταν του το είχε προτείνει υπήρχε στο άγγιγμά της. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει τι να πει, απλά την κοίταζε σαν χαζός. «Μα γιατί δεν λες κάτι;» ρώτησε η κοπέλα. «Δεν ξέρω τι να πω!» απάντησε. «Είσαι πολύ μαλάκας.» είπε η φωνή του φίλου του από την πόρτα. Το κάθαρμα είχε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στο πρόσωπό του, σαν την γάτα που μόλις έφαγε το καναρίνι και έχει αφήσει ένα δεύτερο για επιδόρπιο. «Για κοίταξέ την, ποιον σου θυμίζει;» είπε κάπως πειραχτικά. Ο Γκρινιάρης κοίταξε προσεχτικά το κοριτσάκι και μια ιδέα πέρασε από το μυαλό του. «Δηλαδή λες… Μα… πότε… αδύνατο…δεν… Τα ήξερες όλα από την αρχή!» φώναξε τελικά νευριασμένος στον φίλο του. Έπιασε ένα μαξιλάρι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο φίλος του έπεσε στο έδαφος. «Άτιμη μοίρα, με φάγανε μπαμπέσικα! Για δες καιρό που διάλεξε…» άρχισε να λέει και τα άλλα δυο άτομα που ήταν στο δωμάτιο πάψανε να του δίνουνε σημασία. «Δηλαδή είσαι… η κόρη μου;» ρώτησε δειλά. Το κοριτσάκι το μόνο που έκανε ήταν να τον αγκαλιάσει. Δυο βδομάδες αργότερα βγήκε από το νοσοκομείο ανανεωμένος και αλλαγμένος αρκετά. Έμεινε έκπληκτος το πόσες κάρτες και ευχές έλαβε για να του ευχηθούνε γρήγορη ανάρρωση. Άνθρωποι που δεν τους είχε ακούσει ποτέ του ευχόντουσαν μέσα από την καρδιά τους να γίνει καλά. Συνάδελφοι που το μόνο που κάνανε ήταν να τον κοροϊδεύουν τον επισκεφθήκανε με την αγωνία φανερή στα πρόσωπά τους. Η χειρότερη όμως στιγμή ήταν όταν τον επισκέφτηκε η μάνα της κόρης του. Άνοιξε απλά την πόρτα και μπήκε, κάθισε ήσυχα σε μια καρέκλα δίπλα του και τον κοίταξε ερευνητικά. «Λοιπόν;» του είπε. «Συγνώμη που σε έδιωξα. Συγγνώμη που δεν σε σταμάτησα.» μπόρεσε να πει μόνο μετά από κάμποση ώρα που κοιτάζανε ο ένας τον άλλο. Η γυναίκα του χαμογέλασε γλυκά και τον φίλησε απαλά στο στόμα. «Έπρεπε πραγματικά να κάνεις τόσα χρόνια για να καταλάβεις το λάθος σου τότε;» τον ρώτησε χαμογελαστά. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να στρέψει αλού το κεφάλι του. Η δουλειά του προχωρούσε κανονικά. Όνειρα και φαντασιώσεις, ελπίδες και φόβους είχε πάλι στα χέρια του για να δημιουργήσει, μετά από απουσία ενός μήνα Ένιωθε λες και γύρισε πίσω στο σπίτι του, η μυρωδιά της κλεισούρας, οι οθόνες που δεν σβήνανε σχεδόν ποτέ, ο συνθέτης αφής, όλα τα εργαλεία του τον καλωσόριζαν πίσω. Άρχισε να δουλεύει και τόση ήταν η προσοχή του που δεν είδε μια μικρή φιγούρα να μπαίνει μέσα στο γραφείο του και να κάθετε σε μια καρέκλα. Με το πρόσωπο του καλυμμένο από μια μάσκα ψευδαισθήσεων άρχισε να φτιάχνει το όνειρο του, χρώμα προς χρώμα, εικόνα προς εικόνα. Τόσα χρόνια δεν είχε φτιάξει ούτε ένα για τον εαυτό του. «Ίσως αν του έβαζες λίγο παραπάνω κόκκινο;» είπε το κοριτσάκι καθώς έβλεπε τα αποτελέσματα στην οθόνη μπροστά του. Ο Γκρινιάρης μηχανικά γύρισε να διώξει τον εισβολέα από το βασίλειό του, όταν είδε την κόρη του να του χαμογελάει. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, και το μετάνιωσε. Το μόνο που έκανε ήταν να ακολουθήσει την πρόταση της κόρης του. Πέρασε ο καιρός, και η κόρη του ήταν συνέχεια στο πλάι του. Χρώματα και πάθος μέχρι εκείνη την στιγμή άγνωστα στον Γκρινιάρη ξαφνικά εισβάλανε στην ζωή του και στα έργα του. Με την βοήθειά της έκανε την υπέρβαση, έφερε στα όνειρα που έφτιαχνε αυτό το κάτι που υπάρχει στα κανονικά μας όνειρα, αυτό που δεν μπορεί αντικατασταθεί από τίποτα το ψεύτικο. Τόσο καλά γίνανε που ζωντάνευαν πολλές φορές τα όνειρα και αυτοί που τα ζούσανε απλά ήτανε μέρη τους, και όχι οι απόλυτοι αφέντες του, όπως γινότανε μέχρι τότε. Και τέλος όταν φεύγανε από την συσκευή των ονείρων, το όνειρο έμενε μαζί τους, στην καρδιά τους, και όχι απλά στο μυαλό τους. Η βοηθός του, η κόρη του, καθότανε ώρες μαζί του και του έλεγε πως ένιωθε τα διάφορα αντικείμενα και άλλα πράγματα που ποτέ δεν είχε νιώσει ο ίδιος. «Και εδώ πιστεύω ότι θα πρέπει να του δώσει μια αγκαλιά, για να του δείξει ότι τον αγαπάει!» «Χμ. Και πως είναι να νιώθεις μια αγκαλιά;» ρώτησε. Η κόρη του κατέβηκε από την καρέκλα της και τον αγκάλιασε σφιχτά, ενώ στο στόμα του διαγραφότανε ένα χαρούμενο χαμόγελο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.