synodoiporos Posted January 10, 2007 Share Posted January 10, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Δημήτρης Αργασταράς Είδος: μια "σκοτεινή" νουβέλα.. Βία; Όχι... μάλλον Σεξ; Έρωτας... Αριθμός Λέξεων: ε, συγγραφέας είμαι, όχι αριθμητής :tongue: Αυτοτελής; η κατάληξη προιδεάζει για την συνέχεια Σχόλια: γραμμένο πριν αρκετά χρόνια, αλλά όχι τόσο πολλά.. -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- ΉΤΑΝ ΑΡΓΑ ΤΗΝ ΝΥΧΤΑ και η θλιμμένη του φιγούρα περιδιάβαινε σιωπηλή μέσα στο μισοσκόταδο. Αισθανόταν ιδιαίτερα κουρασμένος, μα ένιωθε συγχρόνως μια περίεργα έντονη διάθεση για κάτι διαφορετικό απόψε… «Να πάρει η οργή! Η δουλειά βαστάει μέχρι αργά, παρά είναι τραβηγμένη η ώρα, και η μονοτονία της έχει καταντήσει πια ανυπόφορη…». Στάθηκε στην άκρη του σκονισμένου δρόμου, μια άμαξα περνούσε εκείνη την στιγμή με τον σκυθρωπό αμαξά της σκυμμένο πάνω από τα χαλινάρια, ενώ μια ψιλή βροχούλα είχε αρχίσει να πέφτει. Ο ουρανός σκεπαζόταν από πυκνά νέφη Παρέμενε εκεί, στην άκρη του δρόμου, παρ’ όλο που η άμαξα είχε πλέον περάσει. Το ηχηρό της κουδούνισμα και οι οπλές των αλόγων ακούγονταν ακόμη μέχρι που σιώπησαν. Στον δρόμο δεν φαινόταν τώρα κανείς. Μήτε άνθρωπος, μήτε κανένα ζώο τριγυρνούσε έξω εκείνη την ώρα, τα πάντα φαίνονταν κλειστά, κι αυτό έκανε την μοναξιά του ακόμη βαρύτερη. «Είμαι ο μοναδικός ζωντανός άνθρωπος στην πόλη» μουρμούρισε κάτω από το παχύ του μουστάκι, που οι άκρες του έμοιαζαν να είχαν κρυσταλλώσει. «Θα το δούμε…». Κούμπωσε κάπως καλύτερα το παλτό του, έχωσε ακόμη πιο βαθιά το κεφάλι του μέσα στο μάλλινο σκουφί που φορούσε και, πιο σκυφτός από πριν, προχώρησε κι έστριψε στο επόμενο στενό. Αν είχε υπολογίσει σωστά, καθώς είναι δύσκολο να προσανατολιστείς με τέτοιο καιρό, αυτό που ζητούσε θα έπρεπε να βρίσκεται κάπου εδώ κοντά. Τώρα στεκόταν σε κάθε στενό του δρόμου, κοίταζε προσεκτικά προς όλες τις κατευθύνσεις κι ύστερα συνέχιζε πάλι. Θυμόταν πολύ καλά πως το είχε δει μερικές φορές, μα χωρίς να το προσέξει ιδιαίτερα. Φευγαλέα περνούσε από μπροστά του, έτσι ώστε να αμφιβάλλει απόψε αν θα το έβρισκε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, αλλά δεν σταμάτησε ούτε στιγμή, ίσως ήταν το κρύο που τον ανάγκαζε να προχωρά. «Μπα, πάει πια» σκέφτηκε «τώρα προχώρα, θα το βρούμε». Περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια, που έριχναν βουβά την σκιά τους στον λιγοστά φωτισμένο δρόμο ενώ από πάνω του φυσούσε ο άνεμος και τα σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Ώσπου πράγματι, τρία στενά πιο κάτω, χωμένη σε ένα χαμηλό υπόστεγο, όπως ακριβώς το θυμόταν, πιο μέσα από τα άλλα σπίτια, αλλά αρκετά φωτεινή, φάνηκε η ταβέρνα που ζητούσε. Καθώς πλησίαζε μπορούσε να ακούει τις φωνές των ανθρώπων από μέσα και πριν ακόμη σύρει την βαριά ξύλινη πόρτα αισθάνθηκε την ζεστασιά που έπρεπε να είχε ο χώρος. Η εικόνα που αντίκρισαν τα μάτια του έμοιαζε φιλική και συνηθισμένη. Ήταν ένα μακρόστενο, σχετικά μεγάλο δωμάτιο, με τραπέζια εκατέρωθεν στους τοίχους και μερικές λάμπες πάνω σε βάσεις να σκορπούν νυσταλέα το ωχροκίτρινο φως τους. Στο βάθος υπήρχε μία πόρτα με καμάρα, που οδηγούσε μάλλον στο μαγειρείο της ταβέρνας, καθώς από εκεί είδε τις σερβιτόρες να βγαίνουν με τους δίσκους στα χέρια και μυρουδιές από κρασί και διάφορους μεζέδες ξεχύθηκαν στον χώρο. Σε ένα τραπέζι μία παρέα τριών αντρών μόλις είχαν τελειώσει το φαγητό τους κι άναβαν τσιγάρο. Σε ένα άλλο, πιο παράμερα, καθόταν ένα ζευγάρι, ο άντρας φορούσε ακόμη το καπέλο του και συζητούσαν σιωπηλά. Η πόρτα έκλεισε πίσω του, το ίδιο απότομα όπως άνοιξε, με έναν τραχύ θόρυβο, ανακοινώνοντας την μάλλον καθυστερημένη είσοδό του. «Σε ποιο τραπέζι θα κάτσω» διερωτήθηκε «πρέπει να βρω που θα κάτσω». Τότε πρόσεξε τον καλόγερο δίπλα του, κρέμασε το βρεμένο του παλτό και το μάλλινο σκουφί που φορούσε και, αφού έστρωσε τα ρούχα του με απότομες κινήσεις, τράβηξε για το μικρό τραπεζάκι, το ακριανό, δίπλα στην σόμπα. Η θερμοκρασιακή διαφορά που τον χτύπησε ήταν τόση που ξαφνικά ένιωσε να καίγεται, να φουντώνει… Μα έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Έγειρε λοιπόν πίσω στην καρέκλα και έπλεξε τα χέρια μπροστά στην κοιλιά του. «Μέχρι εδώ καλά» σκέφτηκε «ας περιμένουμε τώρα να δούμε τι θα γίνει». Η ζέστη τον τύλιγε τώρα αργά, νωχελικά διαπερνούσε ολόκληρο το κορμί του, από τον μουσκεμένο του λαιμό μέχρι τις υγρές κάλτσες των ποδιών του. Τι καλά που ήταν! Η φωτιά σιγόκαιγε στην σόμπα και τα θρυμματισμένα καυσόξυλα, άχνιζαν πυρωμένα, σκορπώντας μια ευχάριστη μυρουδιά, που αναδύονταν και ερέθιζε τα ρουθούνια. Επιτέλους ηρεμία! Ένιωσε τα βλέφαρά του να τον πιέζουν και τα μάτια του απαλά να κλείνουν. Τώρα έπλεε μέσα σε μία ρόδινη, ονειρώδη ατμόσφαιρα… Όταν άνοιξε τα μάτια του ένιωσε μια φιγούρα να βρίσκεται χαμηλά κοντά του. Ανακάθισε στην θέση του και κοίταξε καλύτερα. Ακριβώς δίπλα του, μπροστά στην σόμπα, είχε γονατίσει μία από τις σερβιτόρες. Είχε ανοίξει το πορτάκι της σόμπας και πρόσθετε ορισμένα καινούρια καυσόξυλα στην φωτιά, ύστερα πήρε την μεταλλική ράβδο που κρεμόταν στο πλάι και ανακάτεψε την στάχτη. Πρόσεξε το μπλουζάκι της που ήταν ξεκούμπωτο στο καταπάνω κουμπί και του φάνηκε, καθώς η λαιμόκοψη ήταν αρκετά μεγάλη, πως άφηνε ένα μέρος του στήθους της εκτεθειμένο. Ναι, διέκρινε καθαρά τα δυο της στήθη και την σκοτεινή γραμμή στην μέση. Αναρίγησε σ’ όλο του το κορμί και τινάχθηκε απ’ την θέση του. Μα εκείνη την στιγμή η κοπέλα σηκωνόταν. Αφού έστρωσε με αργές κινήσεις την ποδιά της, με την ίδια χαρακτηριστική ηρεμία, έβγαλε από το τσεπάκι της ένα κομμάτι τσαλακωμένο χαρτί κι ένα μολύβι. Τον κοίταξε και χαμογέλασε ελαφρά. - Λοιπόν, τί θα θέλατε; - Κάτι ζεστό… Κάνει τόσο κρύο έξω… - Μάλιστα - η κοπέλα το σημείωσε στο χαρτί της, το πρόσωπό της ήταν φωτεινό και πρόσχαρο, μετά σήκωσε πάλι το κεφάλι - θα θέλατε τίποτα άλλο, έχουμε κάτι καλαμαράκια απόψε πολύ καλά, είναι φρεσκότατα. Το πρωί μας τα φέραν από το λιμάνι κι φαίνονταν ακόμη ζωντανά… Βέβαια, το γνώριζε αυτό το εμπόριο. Αν ο ταβερνιάρης ήθελε φρέσκα ψάρια έπρεπε να ζέψει ένα κάρο, να πάρει μαζί του έναν βοηθό και να κατέβει στο λιμάνι, κάτω στην πόλη, μία διαδρομή όχι τόσο μικρή και καθόλου εύκολη. Εκτός από τα ψάρια, ήταν αναγκασμένος να αγοράσει και τον πάγο, ύστερα να φορτώσει και να γυρίσει πίσω. Οι ψαράδες, που φαίνεται πως γνώριζαν πολύ καλά την δυσκολία αυτού του ταξιδιού, φρόντιζαν να την εκμεταλλεύονται αρκετά. Γρήγορα όμως βρέθηκαν άνθρωποι που αγόρασαν κάρα κι ανέλαβαν τον ρόλο του μεσάζοντα. Στην αρχή οι τιμές τους ήταν πολύ ψιλότερες, μα αργότερα κατέβηκαν λόγω του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Όμως τα ψάρια που έφταναν δεν ήταν πια φρέσκα, πιο συχνά ήταν αρκετών ημερών και τις περισσότερες φορές ότι οι πλούσιοι στην πόλη αρνιούνταν να αγοράσουν. Ναι, τα γνώριζε όλα αυτά, όμως πως μπορούσε να αρνηθεί στα δύο φωτεινά μάτια που τον κοίταζαν και στο ρόδινο χαμόγελο. Παρήγγειλε λοιπόν και τα καλαμαράκια. Η κοπέλά αφού το σημείωσε κι αυτό, ύστερα τον κοίταξε πάλι κι έμεινε για λίγο στην θέση της σα να περίμενε κάτι ακόμη. Γρήγορα όμως έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε. Καθώς απομακρυνόταν, τα βήματά της ηχούσαν πάνω στο ξύλινο δάπεδο γοργά και χαριτωμένα ενώ και τα χέρια της κινούνταν με χάρη, ολόκληρη έμοιαζε με κούκλα που κάποιος άλλος θαρρείς την κινούσε. Όσο περίμενε την παραγγελία του, έριξε μια ματιά στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι του μπιλιάρδου που υπήρχε στο κέντρο του μαγαζιού. Μια στέκα και μερικές σκόρπιες μπάλες, φτιαγμένες από καουτσούκ, βρίσκονταν πάνω στην πράσινη τσόχα του. Θυμήθηκε πως μία φορά, καθώς περνούσε απ’ έξω, είχε δει κάποιους να τσακώνονται γύρω από το τραπέζι του μπιλιάρδου, μάλιστα ο ένας προσπάθησε να χτυπήσει κάποιον με την στέκα. Θυμήθηκε πως αυτό συνέβη την πρώτη φορά που είχε εντοπίσει το μέρος. Κάθε άλλη φορά όμως που έτυχε να περνά απ’ έξω, τα πράματα ήταν μάλλον ήσυχα και κανέναν άλλον δεν είχε δει ξανά στο μπιλιάρδο. Η σερβιτόρα επέστρεψε αφήνοντας τον δίσκο πάνω στο τραπέζι του. Εκείνος αναρωτήθηκε αν είχε τραβήξει τα βλέμματα των θαμώνων, αλλά με μία ματιά ολόγυρα το μόνο που αντίκρισε ήταν γυρισμένες πλάτες. Βοήθησε την κοπέλα να αδειάσει τον δίσκο κι ύστερα έβαλε το χέρι στην τσέπη του. - Ευχαριστώ, καλή σας όρεξη, είπε η νεαρή κοπέλα κι έκανε να φύγει, γύρισε όμως γρήγορα για να προσθέσει: Ελπίζω να ευχαριστηθείτε και να ξανάρθετε. Είναι η πρώτη φορά που σας βλέπουμε εδώ, έτσι δεν είναι; - Η πρώτη φορά που με βλέπετε εσείς, απάντησε σε εύθυμο τόνο κι έπιασε το ζεστό φλιτζάνι του, η πρώτη φορά που με βλέπετε, μα εγώ σας έχω ξαναδεί καθώς περνούσα απέξω… Πριν προλάβει να τελειώσει την φράση του, η κοπέλα έδειξε να αναστατώνεται, χαμήλωσε τα μάτια και τα μάγουλά της ελαφρώς κοκκίνισαν. Τότε κατάλαβε πως τον είχε παρεξηγήσει. Όχι, δεν εννοούσε καθόλου αυτό. - Εννοώ το μαγαζί σας… έχω δει πολλές φορές, ψέλλισε αμήχανα. - Α! Δεν είναι δικό μου το μαγαζί, ψιθύρισε η κοπέλα χαμηλώνοντας το κεφάλι κι εξαφανίσθηκε γρήγορα. Αφού ήπιε το ποτό του και δοκίμασε τα καλαμαράκια, αναρωτήθηκε αν ήταν η σερβιτόρα που του ’πε ψέματα, για το πόσο καλά και φρέσκα ήταν, ή αν ακολουθούσε απλώς τις εντολές του εργοδότη της. Πάντως φαινόταν καλή, έμοιαζε η νεότερη από τις δύο που διέθετε η ταβέρνα και σίγουρα ήταν η ομορφότερη. Μερικές φορές, ενώ εξυπηρετούσε τους άλλους πελάτες, είχε γυρίσει προς το μέρος του ρίχνοντας μια πεταχτή ματιά. Αλλά μετά από ’κείνον κανείς άλλος δεν μπήκε στην ταβέρνα κι αργότερα, όταν έφυγαν ο άντρας με την γυναίκα, απόμεινε μόνο η παρέα των τριών, οι οποίοι είχαν απλωθεί στις καρέκλες τους και απολάμβαναν τα τσιγάρα τους, βυθισμένοι σε μία ονειροπόλα αφασία. Όταν σηκώθηκε να φύγει, το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν πάνω από την πόρτα που οδηγούσε στο μαγειρείο σήμανε την ώρα. Το βρήκε αρκετά ταιριαστό για την περίσταση και χαμογέλασε. Καθώς φορούσε το παλτό του, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει την δεύτερη σερβιτόρα, η οποία ακουμπισμένη στο τοίχο, με τα χέρια πίσω, τις παλάμες χαμηλά στην μέση, φανερά κουρασμένη μισόκλεινε τα μάτια. Αυτή που τον είχε σερβίρει δεν βρισκόταν εκεί. Πρόβαλε μόλις εκείνος έσπρωχνε την πόρτα, έριξε μια ματιά στους τρεις ξαπλωτούς κι έπειτα πρόσεξε πως εκείνος έβγαινε. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν, κάτι έλαμψε στα μάτια της και τα χείλη της μισάνοιξαν. Η βαριά όμως πόρτα έκλεισε κι ο ψυχρός αέρας, που τον χτύπησε, ξαναζωντάνεψε τα μέλη του σώματός του. * * * Πόσο δύσκολα έσερνε τα βήματά του πάνω στο μουσκεμένο χώμα! Πόσο κουρασμένος στ’ αλήθεια αισθανόταν, παρόλο που κανονικά, μόνο ξεκούραση θα έπρεπε να είχε κερδίσει από την ολιγόωρη παραμονή του στην ταβέρνα. Άλλωστε γι’ αυτό δεν είχε οδηγηθεί εκεί; Για λίγη ανάπαυση μετά την σκληρή δουλειά της ημέρας, που μόλις είχε περάσει, που μόλις είχε αφήσει πίσω της τον κοπιώδη θόρυβό της. Ωστόσο γνώριζε πως οι συνάδελφοί του, καθισμένοι στο καλοστρωμένο και ευωδιαστό από τα φαγώσιμα οικογενειακό τραπέζι, θα είχαν ήδη γνωρίσει την ξεκούραση. Θα χαμογελούσαν όλο ικανοποίηση μπροστά στην περιποιητική σύζυγο και τα καλοσυνάτα παιδιά τους…δίχως να τους έχει αγγίξει καθόλου όλη αυτή η αβάσταχτη τριβή της εργασίας ή ακόμα και αν τους είχε αγγίξει, αν φευγαλέα την είχαν αισθανθεί, τώρα δεν υπήρχε πια γι’ αυτούς κι ήταν σα να μην υπήρξε ποτέ… Τα σύννεφα, που προς στιγμή φαίνεται πως είχαν τραβηχτεί, ξανασυνάζονταν πάλι, βαριά και σκοτεινά κι ο αγέρας μύριζε υγρασία. Σε λίγο η βροχή θα ξανάρχιζε κι ο δρόμος του θα γινόταν δύσκολος. Όμως καθόλου δεν φαινόταν να τον ενοχλεί αυτό, ίσως μάλιστα να μην το σκεφτόταν καν έτσι όπως συνέχιζε να προχωρά ανηφορίζοντας ένα μικρό δρομάκο, που περιστοιχιζόταν πλέον από λιγοστά σπίτια, αραιά τοποθετημένα μεταξύ τους. Καθώς συνέχιζε να βαδίζει, τυλιγμένος μέσα στα ρούχα του και με το μάλλινο σκουφί τόσο κατε-βασμένο που σχεδόν κάλυπτε ολόκληρο το πρόσωπό του, γοργοκίνητες σκέψεις και συλλογισμοί έρχονταν να του κρατήσουν συντροφιά… Ο εργοδότης του, ένας νεαρός άντρας, ψηλός και γεροδεμένος, που από τη εμφάνισή του φαινόταν άνθρωπος που περιποιείται ιδιαίτερα τον εαυτό του, μοσχομύριζε σήμερα, λες κι είχε ολόκληρος βουτηχτεί στην λεβάντα. Είχε περάσει λίγο πριν το τέλος της εργασίας για τους επιθεωρήσει. Ξιπασμένος κι αλαζονικός, όπως ήταν πάντα άλλωστε, παρατηρούσε με εκείνο το σοβαρό ύφος τους εργαζόμενους του κι έδινε κάθε τόσο συμβουλές για το πώς έπρεπε να γίνει το κάθε τι, λες και γνώριζε εκείνος τι ακριβώς χρειαζόταν η δουλειά. Σήμερα τον είχε προσέξει που στεκόταν λίγο παράμερα, να κοιτάει αόριστα τους υπαλλήλους του. Η έκφρασή του ήταν λίγο διαφορετική σήμερα. Κοιτούσε για περισσότερη ώρα απ’ ότι συνήθως με ένα βλέμμα περίεργο, ένα βλέμμα ούτε αυστηρό, ούτε φιλικό, η ματιά του, γαλάζια κι απαστράπτουσα όπως πάντα δεν ήταν αποδοκιμαστική αλλά είχε κάτι που, αν δεν γνώριζε κανείς ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι ρόλο έπαιζε εκεί μέσα, θα θεωρούσε ότι κοίταζε με κάποια γλύκα, ναι, με μία περίεργη γλύκα και συμπόνια. Με μια περίεργη γλύκα και συμπόνια… Άραγε η δική του ματιά, η ματιά του η σκούρα και κουρασμένη, μπορούσε να έχει το ίδιο ύφος την ώρα που δύο λευκά, απαλά και χνουδάτα χέρια, απίθωναν πάνω στο τραπέζι την παραγγελία του; Τότε που φάνταζε τόσο ευαίσθητη και εύθραυστη η μορφή της και ταυτόχρονα εξέπεμπε τόση αγαλλίαση κι ηρεμία…Ήταν μία νεαρή αφράτη επαρχιωπούλα, μία αγαθή νεαρή, που δεν είχε διστάσει να χαμογελάσει απέναντι στην βαριά μοναξιά του. Μα μήπως δεν ήταν κι εκείνη μόνη της, μήπως δεν αισθανόταν κι εκείνη την μοναξιά, σιωπηλή και απόκρυφη, να τονίζει τις χαριτωμένες της κινήσεις με σπασμούς που μόνο οι πιο μυημένοι θα μπορούσαν να καταλάβουν. Προσπάθησε να ξαναφέρει στο νου του τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου της, τα γλυκά χαρακτηριστικά του προσώπου της, προσπάθησε να συγκρατήσει την εικόνα της, να θυμηθεί ακριβώς πως ήταν, να την κάνει χειροπιαστή, να την νιώσει να διαχέεται μέσα στην σκέψη του, να καταλάβει σε κύματα κάθε χώρο της καρδιάς του, σαν θάλασσα, αχνογάλαζη και χρυσίζουσα, στα καλοκαιρινά απομεσήμερα του νότου και να βουτήξει στην θάλασσα αυτή, να κλείσει τα μάτια και να αναπαυθεί. Που μόνο οι πιο μυημένοι μπορούσαν να καταλάβουν… Γιατί δεν έκανε καμία κίνηση προς το μέρος της; Γιατί είχε περιορισθεί μόνο στον ανιαρό ρόλο του πελάτη, που θέλει απλά να φάει και να πιει; Εκείνη τον είχε κοιτάξει μερικές φορές, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, μα τι μπορούσε να σημαίνει η ματιά της αυτή; Βέβαια η ταβέρνα εκείνη την ώρα δεν είχε πολλούς πελάτες, κι από όσους υπήρχαν ποιοι έχριζαν κάποια εξυπηρέτηση; Ίσως μόνο αυτός. Μα αν η ματιά της, αν ο αμήχανος δισταγμός της μερικές στιγμές, δεν ήταν μόνο επαγγελματικός ζήλος, αν σήμαινε κάτι, αν… αυτό δεν ήθελε ούτε καν το σκέφτεται, γιατί τότε εκείνος… Να πάρει η οργή! Γιατί σηκώθηκε να φύγει; Γιατί πήγε αν ήταν απλώς να φάει και να φύγει; Γιατί είχε εξαρχής ξεκινήσει; Να πάρει η οργή! Ένας δυνατός αγέρας, που κατάφερε να διαπεράσει τα ρούχα του, διέκοψε τις σκέψεις του αυτές. Ξαφνικά αντιλήφθηκε πως είχε αγνοήσει το κρύο και βάδιζε αδιάκοπα, μηχανικά κι ήταν ξαναμμένος. Σταμάτησε για μια στιγμή. Στάθηκε και κοίταξε πίσω του. Είδε στο βάθος τα μικρά σπιτάκια της πόλης, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, στοιβαγμένα μέσα στο σκοτάδι, σε μερικά άναβε ακόμη κάποιο φως. Πιο έξω, στα περίχωρα, τα σπίτια, αραιά τοποθετημένα μεταξύ τους, ανέβαιναν αργά τον λόφο, σαν κάποιος να τα είχε ξεπετάξει εκεί για να ζουν οι λιγότερο επιθυμητοί άνθρωποι του συνοικισμού. Το δικό του σπίτι δεν φαινόταν. Ήταν εντελώς από την αντίθετη κατεύθυνση. Έπρεπε να γυρίσει πίσω ακολουθώντας ακριβώς τον ίδιο δρόμο και να προχωρήσει κάμποσο ακόμη για να φτάσει. Ένας δεύτερος αγέρας, ψυχρός κι αυτός, τον χτύπησε στο σβέρκο. Γύρισε και κοίταξε μπροστά του. Ο λόφος ανέβαινε λίγο ακόμη και πίσω από το βαθύ σκοτάδι, που φωτιζόταν σε κάποιες μεριές από το φως του φεγγαριού που έπεφτε πάνω στα σύννεφα, καθώς τα δένδρα παλινδρομούσαν τα κλαδιά τους από τον άνεμο, πίσω από αυτό το εξωτικό τοπίο της νύχτας, μπορούσε να διακρίνει με τα μάτια της φαντασίας του μόνο το μεγάλο σπίτι που ορθωνόταν, αγέρωχο, πετρόχτιστο κι ακλόνητο, μέσα στις ερημιές που το περιέβαλαν. Εκεί διέμενε ακόμη η μόνη συγγενής του που ζούσε στην πόλη, κληρονόμος του συζύγου της κι αυτού του πύργου, η θεία του, η Λουκρητία Μπερλιόζ. Η βαρόνη Μπερλιόζ είχε αποσυρθεί στον πύργο της τα τελευταία χρόνια. Καθώς διέθετε δύο υπηρέτες και μία οικονόμο για να φροντίζουν ό,τι εκείνη χρειαζόταν, περνούσε τις ώρες της αναπολώντας τα περασμένα και προβάροντας συνεχώς το περιφρονητικό κι άκαμπτο ύφος που έπρεπε να δείχνει απέναντι στους κοινούς θνητούς. Απ’ όσο μπορούσε να γνωρίζει δεν διατηρούσε ιδιαίτερες κοινωνικές επαφές με κανέναν και, παρόλο που δεν έπαυε να του υπενθυμίζει με την στάση της την κοινωνική διαφορά που υπήρχε μεταξύ τους, έδειχνε ταυτόχρονα μια συμπάθεια απέναντί του, μια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα σε δύο μοναδικούς απομείναντες συγγενείς. Σκέφτηκε πως είχε περάσει αρκετός καιρός χωρίς να επισκεφτεί την θεία του, παρόλο που παλαιότερα το συνήθιζε. Το κρύο μεγάλωνε συνεχώς, ο αγέρας δεν έδειχνε διάθεση να κοπάσει και τα σύννεφα όλο και πύκνωναν στον ουρανό. Ο πύργος βρισκόταν πολύ πιο κοντά αυτή την στιγμή από το να γυρίσει πίσω στο σπίτι του. Αποφάσισε λοιπόν να επισκεφτεί την θεία του. Ήταν σίγουρος πως θα του πρότεινε να περάσει εκεί την νύχτα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted January 10, 2007 Author Share Posted January 10, 2007 Με ενδιαφέρουν ασφαλώς τα σχόλιά σας... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted January 11, 2007 Share Posted January 11, 2007 Συγγνώμη, αλλά δεν με έπεισε... Και σαν σενάριο, και σαν εκτέλεση, I find it lacking, ίσως θα έπρεπε να το φρεσκάρεις και να το ξαναβάλεις; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted January 13, 2007 Author Share Posted January 13, 2007 Χα, χα.. month, με είχες προιδεάσει για την αρνητική κριτική σου και.. το φτυάρι.. αλλά φίλε μου έλπιζα σε λίγο περισσότερο σκάψιμο... Χωρίς πλάκα τώρα. Αυτή είναι μια παλαιότερη ιστορία μου, που και μένα δεν με ικανοποιεί τόσο (σε σχέση με τις άλλες). Ωστόσο, είναι αρκετά μεγάλη (πιάνει νομίζω 3 σελίδες Α4) και είναι γραμμένη, θα έλεγα, αρκετά στρωτά, για αυτό την παρουσιάζω συχνά ως ένα δείγμα γραφής μου.. Αν και μάλλον δεν είναι το αντιπροσωπευτικότερό μου και, μάλλον, θα έπρεπε να σταματήσω να το κάνω αφού (απ' ότι βλέπω) δεν εντυπωσιάζει ιδιαίτερα... Ένας άλλος φίλος μου είχε πει πως είναι γραμμένη πολύ τυπικά, με ένα συμβατικό και κάπως κοινό τύπο γραφής. Συγκεκριμένα μου είχε γράψει : "Το κείμενο που μου έστειλες με έβαλε σε σκέψεις, τις οποίες θα διατυπώσω ακριβώς, χωρίς να τις φιλτράρω. Νομίζω ότι στην προσπάθειά σου να αποτυπώσεις τη σκέψη σου σε μια δεδομένη λογοτεχνική μορφή, στερήθηκες το προσωπικό στοιχείο που έχουν τα άλλα σου κείμενα. Αισθάνθηκα ότι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να έχει γραφτεί από οποιονδήποτε γνωρίζει τους κανόνες της λογοτεχνίας, ενώ τα άλλα σου κείμενα είναι κείμενα ενός συγκεκριμένου ανθρώπου και ενός ιδιαίτερου τρόπου (ύπαρξης και σκέψης).Και εδώ μπαίνει το θέμα ότι όταν κανείς χρησιμοποιεί μια δεδομένη μορφή έκφρασης, πρέπει να ξέρει πολύ καλά για ποιο λόγο τη χρησιμοποιεί και πώς τη χρησιμοποιεί. Γιατί αλλιώς είναι σαν ένα ρούχο που αντί να το φοράμε, μας φοράει. Γιατί δεν το φτιάξαμε στα μέτρα μας. Οπότε δεν θα ήταν προτιμότερο να θέσεις εσύ εξαρχής τους κανόνες του παιχνιδιού και τη μορφή στην οποία θα αποτυπώσεις την σκέψη σου, αντί να υιοθετείς έναν δεδομένο τρόπο ; Εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω. Αλλά, αν δεν θέλεις να ακολουθήσεις αυτό τον δρόμο και προτιμάς τις ήδη εγκαθιδρυμένες μορφές, τότε θα πρέπει να τις διαχειριστείς απολύτως συνειδητά. Είναι θέμα επιλογής. Μπορείς να πάρεις οποιαδήποτε λογοτεχνική ή μη μορφή, ακόμη και πεπαλαιωμένη, και να την ανανεώσεις. Να μας την προσφέρεις ξανά, ιδωμένη από μια άγνωστη οπτική γωνία. Όπως κι αν είναι, το ερώτημα για μένα, είναι γιατί διαλέγεις αυτό τον τρόπο αφήγησης και δόμησης του κειμένου, γιατί σε εξυπηρετεί αυτός ο συγκεκριμένος τρόπος και όχι κάποιος άλλος. Τί μπορείς να κάνεις με αυτή τη μορφή". Αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστά σε γενικές γραμμές. Πιστεύω πως κι εσύ κάτι τέτοιο να ήθελες να πεις. Αλλά από την άλλη, δεν καταλαβαίνω πλήρως τι ακριβώς δεν ικανοποιεί σε αυτό το κείμενο. Δηλαδή αν το βλέπαμε γραμμένο σε κάποιο βιβλίο, θα σκεφτόμασταν όλα αυτά ή θα το διαβάζαμε χωρίς να ενοχλεί ιδιαίτερα ; Δεν ξέρω... Και με τα γραφόμενά σου δεν με βοηθάς και πολύ... Νομίζω πως θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο αναλυτικός στην κριτική σου, month. Τί ακριβώς δεν σου άρεσε ; Γιατί λες ότι θέλει επιπλέον δουλειά (φυσικά και θέλει, αλοίμονο αν ήταν ένα "τελειωμένο" κείμενο) ; Ποιά ακριβώς σημεία φαίνονται αδύναμα ; Τί ακριβώς δεν σε έπεισε ; Θα περιμένω να επιστρέψεις πιο εμπεριστατωμένα... Σε ευχαριστώ πάντως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
trillian Posted January 13, 2007 Share Posted January 13, 2007 (edited) Καταρχάς, μια παρατήρηση: Μου άρεσε πάρα πολύ ο τίτλος! Μου θυμιζει ένα παλιό παραμύθι μάλιστα! Μόνο που δε θα πρεπε να είναι με ω; Α και ω γίνεται ο; Χμμ λίγη βοήθεια εδώ παιδιά; Λείπει και ο μπαμπάς μου να τον ρωτήσω... Στο ίδιο το κείμενο: Γράφεις πάρα πολύ καλά, με μια - λιγο γρήγορη ομολογουμένως - ανάγνωση το μόνο που μου χτύπησε ήταν αυτό το "θερμοκρασιακή διαφορά" θα ήταν σαφώς καλύτερα το πιο απλό ίσως αλλά και πιο στρωτό "διαφορά θερμοκρασίας". Τα κεφαλαία στην αρχή είναι ένα στυλ που έχω καιρό να το δω και όχι μόνο δε μου χτύπησε άσχημα, αλλά μου άρεσε! Τα υποστηρίζεις με τη γραφή σου αυτά τα κεφαλαία. Το μόνο "πρόβλημα" που βλέπω είναι λοιπόν πρόβλημα ανάπτυξης, και συνίσταται κυρίως στο ότι κόβεις την ιστορία στη μέση. Εκεί που το αφήνεις το κομμάτι μένει ξεκρέμαστο, δεν έχει κάποια ουσία, είναι απλά μια σκηνή παρουσίασης χαρακτήρα. Θα πρέπει να έχουμε και τη συνέχεια λοιπόν για να κρίνω Ένα άλλο που παρατήρησα σε αυτό το κομμάτι πάντως, είναι ότι δεν είναι εμφανές σε ποια εποχή ή και σε τι κόσμο είμαστε. Ένας άντρας, μια πόλη, μια ταβέρνα, μια κοπέλα, μια πλούσια θεία. Θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε, δε μας έχεις βάλει κάποιο στοιχείο που να δείχνει προς τα που το πας. Αυτό για μένα ήταν θετικό, γιατί περιμένω να δω τη συνέχεια, όπου υποθέτω αυτά θα ξεκαθαριστούν. Το ίδιο ισχύει σε ένα βαθμό και για τον χαρακτήρα. Στην αρχή υπέθεσα ότι πρόκειται για κάποιον φτωχό - το ότι είναι μόνος είναι σίγουρο - αλλά τελικά σίγουρα δεν είναι, καθώς έχει μια πλούσια θεία. Οπότε τα κίνητρα που τον κάνουν να περιφέρεται στην πόλη μέσα στη νύχτα είναι τελείως προσωπικά και ψυχολογικά λογικά, και ανάλογα με το τι μέγεθος έχει τελικά η ιστορία σου θα πρέπει να τον αναπτύξεις λιγο περισσότερο σε αυτό το κομμάτι. Αυτα τα λίγα, δε μπορώ να πω περισσότερα χωρίς τη συνέχεια...Αν ήταν να το κρίνω τελείως αυτόνομα, θα έλεγα ότι η ανάπτυξη είναι λιγο άνιση: Από τη μια προχωράς την...ψυχολογική αναδίπλωση ας πούμε του χαρακτήρα πολύ αργά, από την άλλη η πλοκή προχωράει πολύ γρήγορα στο τέλος - αυτή η αλλαγή πορείας προς το σπιτι της θειας του - η οποία απαιτεί μια ολόκληρη παράγραφο ώστε να μας τη συστήσεις πρώτα - γίνεται λίγο απότομη και χαλάει λίγο τη ροή της ιστορίας. Αλλά αυτό είναι κάτι που μπορεί να διορθώνεται με τη συνέχεια, χωρίς να χρειαστεί ν αλλάξεις κάτι εδώ... Οπότε, βάλε και τη συνέχεια Και καλωσήρθες κι από μένα Edited January 13, 2007 by trillian Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
synodoiporos Posted January 15, 2007 Author Share Posted January 15, 2007 Γειά σου, trillian.. Καταρχήν, στάθηκες στα.. σωστά σημεία. Ο τίτλος προέκυψε τυχαία - τον βρήκα καθώς ξεφύλλιζα σε ένα βιβλιοπωλείο ένα τόμο με διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Φαίνεται πως το βιβλίο άνοιξε στην σωστή σελίδα και το μάτι μου έπεσε στην σωστή λέξη - που εκείνη την περίοδο μάλιστα αναζητούσα ("τί τίτλο να βάλω;"). Την θεωρώ μία από τις περίεργες συμπτώσεις που καμιά φορά παρατηρώ. Δυστυχώς, δεν θυμάμαι την ορθογραφία της λέξης. Μάλιστα καθώς την έβαζα κι εδώ ως τίτλο, στάθηκα για λίγο διστακτικός και δοκίμασα και τις δύο εκδοχές και τελικά το άφησα απλά "ρο". Ετυμολογικά, το "παρορίτης" προέρχεται από το "παρά-ώρα" - αυτός που βαδίζει την νύχτα παρά την ώρα, σε "λάθος" ώρα.. Η "θερμοκρασιακή δραφορά" είναι ένα σημείο που κι εμένα με προβληματίζει κάθε που διαβάζω την ιστορία (το ότι το πρόσεξες για μένα σημαίνει πως η ανάγνωσή σου δεν ήταν και τόσο "λίγο γρήγορη"). Δεν ξέρω γιατί μέχρι στιγμής δεν το έχω αλλάξει με κάτι άλλο. Αυτό που προτείνεις φαίνεται καλό εκ πρώτης. Τα κεφαλαία στην αρχή εξυπηρετούν κυρίως λόγους αισθητικής - επίσης αποσκοπούν στο να τραβήξουν λίγο περισσότερο την προσοχή του αναγνώστη. Χαίρομαι που βρίσκεις πως υποστηρίζεται από τον τρόπο γραφής. Τώρα αυτό που επισημαίνεις στην συνέχεια είναι το προφανές γεγονός για την ιστορία : δεν είναι ολοκληρωμένη. Είναι απλώς η αρχή μιας μεγαλύτερης ιστορίας και ακόμη ίσως να μην είναι και η τελική εκδοχή αυτής της αρχής. Οπότε, πράγματι, το όλο πράγμα μένει κάπως μετέωρο, με τον αναγνώστη να καταλήγει κάπως ανικανοποίητος και με αρκετά ερωτηματικά. Νομίζω πως αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για αυτούς που γράφουν. Καταλήγουν με μερικές ιστορίες ημιτελής, ανολοκλήρωτες, που σταματούν κάποια στιγμή και μετά δεν τις ξαναπιάνουν (είτε γιατί η έμπνευση που τις δημιούργησε μοιάζει να πέρασε, είτε γιατί δεν βρίσκουν τον χρόνο να το κάνουν, είτε ποιός ξέρει για ποιούς λόγους..). Ίσως θα μπορούσα να δώσω εδώ πάντως μια ιδέα για την συνέχεια της ιστορίας έτσι όπως την έχω πρόχειρα φανταστεί. Ο Πύργος της "δούκισας θείας" και η επίσκεψη σε αυτόν είναι κάτι που έρχεται να εξελίξει την ιστορία, γιατί κάτι έπρεπε να γίνει μετά (για πόσο ο ήρωας θα τριγυρνούσε άσκοπα; ). Λέω λοιπόν να τον στείλω εκεί, όπου θα συναντήσει περισσότερους απ' όσους περιμένει και μια αρκετά ενδιαφέρουσα κατάσταση. Το πρόχειρο σενάριο λέει τα εξής : πηγαίνει στον έρημο και ανεμοδαρμένο πύργο, περνά τον φράκτη και το μονοπάτι του παραμελημένου κήπου, φτάνει στην μεγάλη πόρτα και την χτυπά. Του ανοίγει ένας άγνωστος που απ' ότι φαίνεται τον μπερδεύει με κάποιον άλλον (του στυλ "ελάτε, σας περίμενα, ήρθα πιο γρήγορα από σας" κτλ). Μπαίνουν μέσα - ο επιβλητικός πύργος, μία ετεροχρονισμένη χάρη, μερικές αμήχανες στιγμές. Η πόρτα ξαναχτυπά - μπαίνει ένας νέος άντρας, όμορφος και καλοντυμένος - είναι το αφεντικό του που αναφέρετε κάποια στιγμή στην ιστορία, αλλά δεν αναγνωρίζει τον υπάλληλό του. Μετά από λίγο κατεβαίνει και η δούκισα από την σκάλα, με το πιο επιβλητικό και ονειροπόλο ύφος που θα μπορούσε να είχε. Ο μεσήλικας συμβολαιογράφος που του άνοιξε την πόρτα, το αφεντικό -νέος, υπερόπτης, δανδής και προικοθήρας, η ονειροπόλα και ¨αλλαχού" θεία και αυτός, μέσα σε έναν πύργο μιας περασμένης εποχής μια νύχτα με καταιγίδα... Κάπως έτσι, ίσως... Δεν ξέρω αν το καταλάβατε περίπου... Αυτά.. Γιατί ο ήρωας τριγυρνά μόνος του μέσα στην νύχτα, trillian ; Γιατί ταξιδεύει ; Γιατί δεν πάει στο ήσυχο και ζεστό σπιτάκι του ; Τί είναι αυτό που τον βασανίζει ; Γιατί, κάτι τον βασανίζει, κάτι τον "τριγυρνά" και αυτόν, μια σκοτεινή ανησυχία, που τον σπρώχνει συνεχώς και πιο μακριά, πέρα από το ασφαλές του σπίτι, πέρα από την πόλη... Ο ήρωας τριγυρνά βασανιζόμενος από το... μυστικό, ενώ γύρω του παίζεται η ανθρώπινη κωμωδία... Ποιό είναι το μυστικό ; Ποιά είναι η ανθρώπινη κωμωδία ; Τί υπάρχει πέρα από την ασφάλεια και την ζεστασιά ; Γιατί ; Περιέργα ερωτήματα, trillian, πολύ περίεργα... Μην ρωτήσεις τον μπαμπά... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.