Jump to content

Φρέσκο Χιόνι


Atrelegis
Mesmer
Message added by Mesmer

Νικήτρια ιστορία στον 5ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας.

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Atrelegis

Είδος: Παραμύθι

Βία; Θα θέλατε

Σεξ; Μετά τις 12

Αριθμός Λέξεων: 2,000, πανω κάτω 300

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Η συμμετοχή μου για το διαγωνισμό φεβρουαρίου. Έχω ανεβάσει το κέιμενο και στο τόπικ.

 

Φρέσκο Χιόνι

 

Οι σκηνές από δέρμα ήταν στοιχισμένες γύρω από τη φωτιά που έλαμπε στο κέντρο της πεδιάδας. Πόδια χτυπούσαν το κρύο έδαφος σε χορό και παιχνίδι, σχεδόν αθόρυβα κλεισμένα μέσα στο μανδύα από γούνα και δέρμα. Οι φωνές των παιδιών και το τραγούδι των μεγάλων, οι ιστορίες των γηραιότερων, αντηχούσαν μέσα στον πάγο, συνθέτοντας έναν απoχαιρετισμό στη μέρα.

 

Σήμερα θα αφηγούνταν τη ζωή τους, τα κατορθώματά τους στη διάρκεια της μέρας. Σήμερα, θα κοιτούσαν τον κόσμο με μάτια άσπιλα από το σκοτάδι, ντυμένο στα γιορτινά του, πριν το Μέγα Γουέντιγκο, ο Πατέρας των Αρκούδων, σηκωνόταν για να καταπιεί τον ήλιο. Ύστερα, στους έξι μήνες που θα ακολουθούσαν, ο Γουέντιγκο θα έπεφτε σε λήθαργο προσπαθώντας να χωνέψει τον ήλιο, αλλά η θέρμη του και το φως του θα τάραζαν το στομάχι του. Για έξι μήνες, ο Πατέρας των Αρκούδων θα ξεφυσούσε παγωμένους αέρηδες και θα στριφογύριζε στον ύπνο του μέσα στην πεδιάδα των ανέμων, στην άκρη του κόσμου.

 

Μα ο ήλιος θα τον έτρωγε από μέσα και ο Πατέρας των Αρκούδων θα αρρώσταινε βαριά. Τότε, όπως και αμέτρητες φορές πριν, ο Κόρακας θα του έφερνε το βοτάνι που θα τον έσωζε, με αντάλλαγμα τον ήλιο. Και όπως κάθε φορά, ο Γουέντιγκο θα ξερνούσε τον ήλιο και θα ανάρρωνε. Και όπως κάθε φορά, όταν πλέον θα ήταν και πάλι υγιής, θα δοκίμαζε και πάλι να καταπιεί τον ήλιο.

 

Αυτή την ιστορία έλεγαν οι γέροι στους εφήβους, που κοιτούσαν με ορθάνοιχτα μάτια τον ορίζοντα, περιμένοντας να δουν το πέλμα ή το στόμα μιας γιγάντιας αρκούδας, έστω την απόμακρη σιλουέτα ενός λευκού βουνού που θα άδραχνε τον ήλιο και τα τον κατάπινε. Οι πατεράδες, που είχαν ακούσει την ιστορία αυτή αμέτρητες φορές, ασχολούνταν με την καταμέτρηση των προμηθειών και τη δημιουργία καμακιών. Πού και πού οι πιο τολμηροί συζητούσαν για κυνήγι στις πεδιάδες πέρα από τον ορίζοντα, που οι φώκιες ήταν παχιές και άφθονες.

 

Οι γυναίκες άκουγαν τις συζητήσεις των ανδρών και τις ιστορίες των γέρων και κρυφογελούσαν με κάποια κοινά μυστικά, για τα κουσούρια του ενός ή τις αδυναμίες του άλλου, καθώς έξαιναν τις γούνες και κατεργάζονταν το δέρμα για να φτιάξουν γούνες.

 

Αλλά ο Νάμο καθόταν απλώς στην άκρη, χωρίς να συμμετέχει στις δραστηριότητές τους. Ο Νάμο άκουγε το τριζοβολητό των ξύλων και τα γέλια των παιδιών, χαμογελούσε με τις φάλτσες νότες που έβγαιναν πού και πού από κάποιο λαρύγγι. Αλλά δεν έφτιαχνε καμάκια, μια και παραήταν γέρος για αυτό, ούτε έφτιαχνε γούνες, μια και αυτό ήταν δουλειά των γυναικών. Ούτε άκουγε τις ιστορίες, αφού τις ήξερε όλες. Μερικές τις είχε ζήσει μάλιστα: το μεγάλο κυνήγι των γιακ στο νότο, πριν είκοσι χρόνια, τη μεγάλη πείνα πριν άλλα τόσα, το πως αυτός και τα αδέλφια του ταξίδεψαν μέχρι την άκρη του ορίζοντα για να σκοτώσουν αρκούδες, μια και το κρέας ήταν ελάχιστο εκείνο τον καιρό.

 

Δεν έλεγε ιστορίες, όχι μόνο επειδή κανείς δε θα ήθελε να τον ακούσει, αλλά και επειδή δε θα ενδιέφεραν κανένα. Κανείς δεν ήθελε να ακούσει τις πράξεις ενός άνδρα που θα έπρεπε να είχε πεθάνει. Τα παιδιά του ήταν πλέον ασπρομάλληδες, με τις δικές του ιστορίες να πουν και τα δισέγγονά του ήταν πλέον άνδρες.

 

Ο χρόνος του είχε στερήσει τη γυναίκα, τους φίλους και τους άθλους του. Δεν ήταν παρά ένα σάψαλο πλέον στα μάτια των δικών του. Δεν του το έλεγαν, αλλά ένα βλέμμα τους ήταν αρκετό για να τον πείσει. Έτρωγε τα ψάρια τους, έπιανε χώρο στις σκηνές τους.

 

Έτσι λοιπόν, σιωπηλά, ο Νάμο αποφάσισε να περιμένει για τη νύχτα. Μόλις το Γουεντιγκο κατάπινε τον ήλιο, θα άφηνε τον καταυλισμό. Θα διέσχιζε τη πάλλευκη έρημο και θα έφτανε πέρα από την άκρη του ορίζοντα, στην πεδιάδα των Ανέμων. Μόλις έφτανε εκεί, θα έβρισκε τον Γουέντιγκο και θα τον ανάγκαζε να ξεράσει τον ήλιο, θα τον ξύπναγε από τον λήθαργό του.

 

Βέβαια δε σκόπευε να γυρίσει από το ταξίδι αυτό. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε και αν θα επιτύγχανε τίποτα με αυτό, αν απλά θα γινόταν ένας λοφίσκος από πάγο μέσα στη λευκή απεραντοσύνη του κόσμου.

 

Αλλά ο καιρός του είχε περάσει. Αν ο κόσμος δεν επρόκειτο να τον αφήσει να φύγει, τότε θα σκαρφάλωνε στην κορυφή του ή θα πέθαινε προσπαθώντας.

 

Ο ήλιος έπεσε αργά από τον θρόνο του στον ορίζοντα. Ντύθηκε τα πένθιμα πορφυρά του και η φύση θρήνησε μαζί του. Κάποιος είπε ότι το κόκκινο ήταν το εσωτερικό του στόματος του Γουέντιγκο, καθώς το φώτιζε ο ήλιος, μα οι γηραιότεροι τον σώπασαν.

 

Η σφαίρα από φως γλίστρησε κάτω από τον ορίζοντα, και χάθηκε, αφήνοντας πίσω της το απέραντο σκοτάδι. Το κρύο έπεσε πάνω στις στέπες σα σάβανο, κάνοντας τους Ινουίτ να χωθούν μέσα στις σκηνές τους σα τρομαγμένα τρωκτικά.

 

Ο Νάμο όμως ήταν αυτός που σηκώθηκε, η μικρή εκείνη κηλίδα που διέσχισε το χιόνι, καθώς οι πρώτες νιφάδες άρχισαν να πέφτουν αργά και να κάθονται επάνω στους ώμους του. Έσερνε στην αρχή τα βήματά του, μα με κάθε στιγμή κινούνταν όλο και πιο γρήγορα. Το χιόνι που κούρνιαζε στους ώμους του πάγωνε τα δάχτυλα του χρόνου που τον τραβούσαν πίσω. Με κάθε του βήμα πετούσε πίσω και άλλη μια χαμένη στιγμή. Με κάθε του ανάσα έδιωχνε από μέσα του τις σκέψεις, την κούραση.

 

Χαμογελώντας σα το πρώτο αρσενικό της αγέλης, άνοιξε το βήμα του.

 

Σταμάτησε αργότερα, αφού αναγκάστηκε να πείσει τον εαυτό του να σταματήσει. Μπορεί η αυτοπεποίθηση του να του είχε παραχωρήσει μια αίσθηση ευφορίας, αλλά ήξερε ότι αυτό δε θα κρατούσε. Αν δεν έβρισκε κάπου να κρυφτεί το ψύχος θα τον εξαντλούσε και το χιόνι, που ήδη είχε αρχίσει να πέφτει με ανανεωμένη ένταση, θα τον έθαβε.

 

Κοιμήθηκε για λίγο μόνο και μετά άρχισε και πάλι το ταξίδι του, αφήνοντας πίσω τους λοφίσκους που έπαιζε όταν ήταν παιδί. Προσπέρασε προσεκτικά την αρκούδα που ψάρευε ένα τελευταίο ψάρι πριν πέσει σε νάρκη και απέφυγε το λεπτό πάγο που θα τον παρέσυρε μέσα στην παγωμένη αγκάλη του νερού από κάτω του.

 

Κυνηγούσε όποτε χρειαζόταν και άναβε ελάχιστα φωτιά. Παρέμενε αθόρυβος σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού του, με μόνη σκέψη του το πέρασμα των ημερών και τα παλιά του κατορθώματα. Εκεί, στο μέρος όπου το χιόνι είχε γίνει διάφανος κρύσταλλος, είχε σκοτώσει την πρώτη του φώκια. Μερικές μέρες μετά, βρήκε το μικρό καταφύγιο που είχε φτιάξει όταν ήταν έφηβος μαζί με τα αδέρφια του, για να περάσουν πέρα από τον ορίζοντα. Στα δυτικά βρισκόταν ο Μέγας Αρού, που κάποτε είχε βάλει στοίχημα με τον ήλιο ότι μπορούσε να κάνει έναν Ινουίτ να βγάλει τη γούνα του. Αν ο Αρού νικούσε, θα παγίδευε τον ήλιο μέσα σε πάγο για πάντα, να τον κάνει δώρο στη μνηστή του. Μα αν ο ήλιος νικούσε, ο Αρού ο άσπλαχνος θα γινόταν πέτρα. Ο Αρού ξεφύσησε με όλη του τη δύναμη, σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμά του, μα ο Ινουίτ κράτησε τη γούνα του με νύχια και δόντια. Όταν όμως ο ήλιος έλαμψε, ο Ινουίτ την έβγαλε και ο Αρού έμεινε εκεί, ανίκανος να σαρώσει ξανά τον κόσμο με τους τρομερούς του αέρηδες.

 

Του πήρε περίπου έξι νύχτες για να φτάσει στο παγόβουνο που σημάδευε την άκρη του ορίζοντα. Μέτρησε τις προμήθειές του τότε και όταν τελείωσε, ήξερε πως δεν είχε αρκετές για να κάνει το ταξίδι του γυρισμού. Εκείνη τη νύχτα έφαγε ελάχιστα και αποφάσισε να μην ξεκουραστεί. Ανέβηκε το βουνό, ακολουθώντας το μονοπάτι που είχαν χαράξει εκείνοι που είχαν έρθει εδώ πριν από αυτόν χρόνια πριν, από την αυλή του ήλιου στην αυγή του χρόνου.

 

Μα καθώς έφτανε στην κορυφή του μονοπατιού, εξουθενωμένος και παγωμένος, μια πνοή αέρα τον χτύπησε καταπρόσωπο, απειλώντας να τον ρίξει κάτω. Ο περιπαιγμός του ανέμου χτύπησε κατά πρόσωπο τότε.

 

Πού πηγαίνεις, γερό-Ινουίτ; Θα πεθάνεις εκεί πέρα!

 

Ο Νάμο όμως στάθηκε και έκανε το πρώτο βήμα.

 

Θα σε καταπιεί το κρύο γέρο. Θα σε γδάρουμε εμείς και θα σε θάψει το χιόνι, αν δε σου φάει πρώτα το πρόσωπο καμιά αρκούδα.

 

Ο Ινουίτ πάτησε γερά και έκανε το πρώτο του βήμα προς τα έξω.

 

Θα προκαλέσεις λοιπόν τον Γουέντιγκο; Θα τολμήσεις να ενοχλήσεις τον Πατέρα των Αρκούδων; Γύρνα πίσω ηλίθιε σάκε από κρέας. Γύρνα πίσω και περίμενε τη Γρια Θάνατο να έρθει να σε πάρει!

 

Αυτά και άλλα λόγια περιπαικτικά έλεγαν οι άνεμοι στον Νάμο, μα αυτός συνέχισε. Τα μάτια του ήταν σχεδόν τυφλωμένα από τις νιφάδες που οι άνεμοι έριχναν στο πρόσωπό του, μα σαν ακούμπησε το πόδι του στην άλλη πλευρά, μια νεκρική σιγή επικράτησε παντού.

 

Βρισκόταν πλέον πέρα από τον ορίζοντα, ενώ το χιόνι έπεφτε πυκνό παντού. Το ψύχος είχε καταλαγιάσει σα δαιμόνιο πάνω στους ώμους του, ενώ δεν υπήρχε σημάδι ζωντανού όντος γύρω του.

 

Για μια και μοναδική στιγμή, η μοναξιά άδραξε τον γέρο-Ινουίτ. Μα ο Νάμο συνέχισε, ασταμάτητος. Με τα βήματά του να αντηχούν μέσα στην απέραντη πεδιάδα και τα πόδια του χωμένα ως τον αστράγαλο στο παχύ χιόνι, ήταν η μόνη ατέλεια μέσα στο απέραντο λευκό. Όμως ο Νάμο δεν έχανε την ελπίδα του, ακόμη και μέσα σε αυτό το απόλυτο σκοτάδι. Επειδή άκουγε, κάπου στο βάθος, το μουγκρητό του ανέμου, το ροχαλητό του Γουέντιγκο.

 

Όταν τελικά εξαντλήθηκε, έκανε ένα πρόχειρο καταφύγιο μέσα στο χιόνι και έκλεισε τα μάτια του. Η κούραση τότε έγινε γλυκιά ευφορία και το ψύχος το πρωινό φως του ήλιου. Τα πόδια του πατούσαν μέσα στο σκληρό χώμα της τούνδρας και κυνηγούσε παρέα με τους αδελφούς του. Τα χέρια του έσφιγγαν το σώμα της γυναίκα του και τα χείλη του δάγκωναν το πιο τρυφερό κρέας. Οι οσμές από ανθρώπινα σώματα, κουλουριασμένα όλα μαζί για να γλυτώσουν το κρύο γαργάλησαν τη μύτη του. Μέσα στο όνειρό του, τα νανουρίσματα των γυναικών έκαναν τα βλέφαρά του να βαρύνουν...

 

Ο Νάμο τότε τινάχτηκε, πετώντας από πάνω του το χιόνι που τον είχε καλύψει. Είχε σχεδόν πεθάνει εκείνη τη στιγμή, είχε σχεδόν αφεθεί στο ψύχος. Από κάπου ψηλά άκουσε τις βλαστήμιες των ανέμων. Πήρε τα εφόδιά του και ξεκίνησε ξανά. Μα οι σκέψεις τριβέλιζαν το μυαλό του. Θυμόταν τη φωτιά και το κρέας. Τα αδέλφια του, που ένας προς έναν τον είχαν αφήσει πίσω, τα παιδιά του, που τα είδε να γερνούν και να κάνουν τα δικά τους παιδιά. Είχε ζήσει περισσότερο από όλους τους. Είχε νικήσει τον χρόνο και τη φθορά. Είχε περάσει την άκρη του ορίζοντα, είχε φτάσει εκεί που οι τωρινοί νέοι δε θα τολμούσαν να σιμώσουν. Είχε αντικρίσει με τα μάτια του τον τόπο με τις παχιές φώκιες και είχε δει ότι δεν ήταν παρά μια απέραντη λευκή έρημος. Μπορούσε να πάει πίσω, να τους πει την ιστορία του, να καυχηθεί. Ίσως αν πήγαινε πίσω, αν έφερνε μια μικρή ομάδα από Ινουίτ, τότε όλοι μαζί θα μπορούσαν να πάνε και να ταράξουν τον Γουέντιγκο. Πόσο υπέροχο θα ήταν αυτό, να γίνει θρύλος.

 

Μα ο Νάμο ήξερε ότι έκανε λάθος. Ήξερε πολύ καλά ότι ήταν ετοιμοθάνατος. Και αν δεν τον εξόντωνε το ταξίδι, θα τον σκότωνε η θλίψη, όταν θα γύριζε πίσω στη φυλή του, σαν θα έβλεπε τα απογοητευμένα βλέμματά τους. Δε λέει να πεθάνει, θα σκέφτονταν. Και τώρα θα μας φορτωθεί περισσότερο, θα παρασύρει τα παιδιά μας στο ηλίθιο ταξίδι του.

 

Ο Ινουίτ άνοιξε το βήμα του και ούτε μια φορά δεν ξανακοίταξε πίσω του.

 

Μέσα από χιόνι και όλο και πιο άγριο κρύο, ο Νάμο έφτασε στην Πεδιάδα, όπου οι αγέρηδες ούρλιαζαν και τα παγωμένα νέφη νανούριζαν τον Γουέντιγκο. Μπήκε μέσα, τρέχοντας σχεδόν, αντιστεκόμενος στην ορμή των ανέμων, που ούρλιαζαν με οργή στο πρόσωπό του.

 

Πέταξε το σακίδιό του για να διευκολύνει τις κινήσεις του, αφήνοντάς το δίπλα σε ένα μικρό λόφο από πάγο. Το καλάμι και το καμάκι του τα κάρφωσε στο έδαφος, δίπλα από μια μικρή συστάδα από κρυστάλλους, λεπτούς και ίσους με αυτόν σε ύψος.

 

Η κρούστα πάγου πάνω στο σώμα του έσπαζε και ξανασχηματιζόταν σε κάθε του βήμα, καλύπτοντας τα μάτια του. Μισότυφλος, ο Νάμο τρέκλισε προς την πηγή της θερμότητας, προς την κοιλιά του Γουέντιγκο. Με μουδιασμένα χέρια, βυθίστηκε σχεδόν μέσα στη γούνα του Γουέντιγκο και ψηλάφισε προς τα πάνω, προς τη μουσούδα του. Η θέρμη του παγιδευμένου ήλιου ζέσταινε το πρόσωπό του, αλλά σιγά-σιγά έσβηνε, καθώς σίμωνε όλο και περισσότερο προς τας ρουθούνια του κτήνους, από όπου ξεκινούσαν οι άνεμοι.

 

Με τα μάτια ανοιχτά, διέκρινε την τεράστια μουσούδα, τα πάλλευκα δόντια και την κατάμαυρη υγρή μύτη. Είδε επίσης τους άλλους παγωμένους σχηματισμούς μπροστά του, τα σχήματα των ανθρώπων που είχαν κρυσταλλώσει μπροστά στο Γουέντιγκο, προσπαθώντας να το σκουντήσουν μέχρι να ξυπνήσει.

 

Αλλά ο Νάμο είχε άλλο σχέδιο. Με τρεμάμενα χέρια, σκαρφάλωσε τη γούνα του κτήνους. Θα έφτανε στο κεφάλι του και εκεί θα τον δάγκωνε και θα ούρλιαζε μέσα στα αυτιά του, ενοχλώντας τον σα τσιμπούρι, μέχρι που να τον αναγκάσει να ξυπνήσει. Μα σαν βρέθηκε μες τη γούνα του Γουέντιγκο, το σώμα του μούδιασε από άκρη σε άκρη. Κάθε του βήμα ήταν ένας άθλος και κάθε του κίνηση έπαιρνε έναν αιώνα. Απεγνωσμένα, τα πνεύματα του αέρα αρπάζονταν από τα μαλλιά του και τους ώμους του, παλεύοντας να τον ρίξουν κάτω.

 

Ο Ινουίτ έφτασε την κορυφή του κεφαλιού του κτήνους και κάθισε κάτω, ανίκανος πλέον να σηκωθεί. Εκεί, αδυνατώντας πλέον να κάνει κάτι άλλο, ξάπλωσε δίπλα στο αυτί του και προσπάθησε να φωνάξει με όλη του τη δύναμη.

 

Μα το στόμα του είχα μουδιάσει και η γλώσσα του είχε μπλαβιάσει από τον πάγο. Οι χορδές του είχαν ζαρώσει και αδυνατούσαν να βγάλουν έστω και ένα κιχ. Όμως ο Νάμο ούρλιαξε, ξανά και ξανά, μέχρι που εξάντλησε κάθε ρανίδα της δύναμής του.

 

Και όταν πια έκανε ό,τι μπορούσε, αποκοιμήθηκε στο ρυθμό του νανουρίσματος που αντηχούσε στα αυτιά του...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Ελάχιστα πράγματα έχω να γράψω για το νικηφόρο διήγημα.

 

Η ατμόσφαιρα του είναι γοητευτική, η αφήγηση σαν παραμύθι, όπως άλλωστε και το δηλώνεις, πιστεύω πως θα μπορούσες ίσως να αναπτύξεις περισσότερο την αντίληψη του ήρωα για τον κόσμο και την διαφορά της με την δική μας αντίληψη, να τονίσεις λίγο αυτήν την διαφορά με στοιχεία (όπως ότι οι Εσκιμώοι έχουν πάρα πολλές λέξεις για την περιγραφή της χιονόπτωσης κι άλλα παρόμοια εθνολογικά). Κατά τα άλλα είναι ένα πλήρες παραμύθι με δράση, ήρωα, πρόβλημα, λύση, μπράβο σου!

 

Δύο πληκτρολογικές αβλεψίες που τσέκαρα τις βάζω εδώ:

...έστω την απόμακρη σιλουέτα ενός λευκού βουνού που θα άδραχνε τον ήλιο και τα τον κατάπινε.

 

Χαμογελώντας σα το πρώτο αρσενικό της αγέλης, άνοιξε το βήμα του.

 

Το πρώτο είναι μάλλον "θα" και το δεύτερο "σαν". Αν συμφωνείς διόρθωσε τα.

 

Μπράβο και πάλι.

Link to comment
Share on other sites

Ούτε εγώ έχω πολλά να πω για την ιστορία σου :) Η ιστορία είναι μαγευτική, η γραφή σου είναι μαγευτική, και μας ταξίδεψες όλους νομίζω, σ' αυτό τον κόσμο όπου ο Γουέντιγκο καταπίνει τον ήλιο...

 

Έχω μόνο μερικές παρατηρήσεις, για το πώς θα μπορούσε να είναι ακόμα καλύτερη: Noμίζω ότι θέλει μια μικρή, ελάχιστη αναδιαμόρφωση: Η ιστορία πρέπει να είναι η ιστορία του Νάμο, όχι η ιστορία του κόσμου που τον έχεις τοποθετήσει...Πρέπει να φέρεις το Νάμο στο κέντρο και, παρά το ότι είναι ο ήρωας της ιστορίας, δε νομίζω ότι είναι στο κέντρο ακριβώς ακόμα...Θέλει λίγο περισσότερη ανάπτυξη, τα κίνητρά του, ο χαρακτήρας του. Επίσης, το τέλος, νομίζω θα μπορούσες να το χτίσεις λιιιγο καλύτερα ακόμα: Προσωπικά, με άφησε με μια γεύση λίγο..."τι, αυτό ήταν μόνο;". Κι αυτό δεν είναι κακό - να είναι μόνο αυτό το τέλος - αλλά πρέπει να το χτίσεις καλύτερα ώστε να δουλέψει.

 

Μια πρόταση για το πώς θα μπορούσες να διορθώσεις και τα δύο παραπάνω μαζί: Στο σημείο όπου ο Νάμο αποκοιμιέται στους πάγους, θα μπορούσες να το επιμηκύνεις λίγο, να μας δείξεις περισσότερα τα όνειρά του, περισσότερες αναμνήσεις ίσως, ώστε να δούμε και τον χαρακτήρα του και τα κίνητρά του λίγο περισσότερο. Ήδη τα ξέρουμε, αλλά μια "επέκταση" εκεί θα του έδινε ακριβώς αυτό το λίγο βάρος παραπάνω που νομίζω ότι χρειάζεται. Κι επίσης, θα μπορούσες να το παρουσιάσεις έτσι ώστε το υπόλοιπο κομμάτι, με τον Γουέντιγκο, να είναι πιο...αμφισβητήσιμο. Να μην ξέρουμε αν όντως πήγε, αν αποκοιμήθηκε τελικά στους πάγους ή αν αποκοιμήθηκε στη γούνα του Γουέντιγκο ;) (ίσως οι δύο αυτές παράγραφοι να κλείνουν με την ίδια ακριβώς πρόταση, αυτή για τα νανουρίσματα ;) )

 

Κατά τα άλλα δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, η ιστορία ήταν υπέροχη, και πάλι συγχαρητήρια - και κακομοίρη μου, μη τυχόν και ξαναφήσεις το γράψιμο τόσο πολύ ;)

Edited by trillian
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε πολύ η ιστορία, μου άρεσαν οι μύθοι της, το ταξίδι, ο ήρωας και πολλά άλλα. Το μόνο που δεν μου άρεσε (και είμαι σίγουρος πως μαζί μου θα διαφωνήσουν πολλοί) είναι το τέλος. Διάβαζα και διάβαζα και αναρωτιόμουν τι θα γίνει, αν θα ζήσει ή όχι, αν θα επιστρέψει να διηγηθεί ξανά και όλα αυτά που αναρωτιέσαι και απλώς μου φάνηκε απότομο, σαν να μην κολλούσε. Ένιωθα κάτι να έλειπε. Δεν είναι ότι ήλπιζα να ζήσει. Απλώς μου φάνηκε απότομο. Χμμ, δεν έχω να πω κάτι άλλο. Συγχαρητήρια. :)

Link to comment
Share on other sites

Ουρκχ! Ήταν καλό, αρκετά καλό. Και έπιανε το νόημα του χαρακτήρα άψογα.

Link to comment
Share on other sites

Atre, τι να σου πω παιδάκι μου? (επαναλαμβάνομαι μου φαίνεται το έχω ξαναπεί αυτό). Που ήσουνα τόσο καιρό? Πολύ μου λείψανε οι ιστορίες σου, πράγματι.

 

Λοιπόν, λοιπόν, ο Γουέντικο καταπίνει τον ήλιο και έχει καούρες μέχρι να τον ξαναφτύσει :) :) :)

Αρχικά διαβάζοντας με πήγαινε η ιστορία τη βόλτα της, κλασικά δική σου, κλασικά όμορφη, ίσως μου φάνηκε ακόμα ομορφώτερη επειδή είχα καιρό να διαβάσω κάτι δικό σου καινούργιο. Μετά κάποια στιγμή (επίσης κλασικά :p) ήθελα να αρχίσω να σε μαλώνω: "καθώς έξαιναν τις γούνες και κατεργάζονταν το δέρμα για να φτιάξουν γούνες." και ναι, ξέρω δεν είναι ούτε λάθος, ούτε ακριβώς κακό, είναι όμως επανάληψη και καθόλου δεν την έχεις ανάγκη. Έχεις λέξεις. Μετά, ξέρεις, τα παράτησα, σταμάτησα να την ψάχνω (πράγμα που χρειάστηκε να καταβάλω προσπάθεια για να το κάνω γιατί είναι αυτόματη αντίδραση) για να την ευχαριστηθώ πρώτα κι αργότερα να την ξαναδώ. Το λοιπόν, έχει τυπογραφικά, έχει κάνα δυο αρυθμίες που θα μπορούσες να έχεις αποφύγει (κι αυτό γιατί ξέρω την πένα σου, όχι επειδή είναι μια ιστορία ενός άσχετου στο πουθενά) έχει μερικά περισευούμενα κόμματα κι αλλα που λείπουν, έχει και κάνα δυο λαθάκια στην πλοκή, αλλά νομίζω πως δε σε "μαλώσω" αυτή τη φορά γιατί σα να μου φαίνεται πως ένα χεράκι τουλάχιστον την έχεις περάσει.

 

Επί του θέματος τώρα, εγώ στο τέλος είχα την αίσθηση πως το υπόλοιπο ταξίδι: από κει που κοιμήθηκε και μετά, το έκανε στον ύπνο του. Τη δεύτερη και την τρίτη φορά που τη διάβασα συνέχισα να πιστεύω το ίδιο και πολύ μου αρέσει σαν τέλος. Αν δεν είναι ένα από εκείνα τα "αμφιλεγόμενα τέλη" που αλλος μπορεί να καταλάβει πως έκανε το υπόλοιπο ταξίδι αλήθεια κι άλλος αυτό που κατάλαβα εγώ, τότε θέλει μια κάποια δουλίτσα να το ξεκαθαρίσεις. Είναι άσχημος ο τρόπος που σηκώνεται και δεν τον πιστεύω αν δεν είναι στον ύπνο του. Είναι υπερήλικας, έχει δισέγγονα και πετιέται πάνω ενώ είχε σχεδόν παγώσει. Αν είναι έτσι όπως τα λέω τα πράγματα τότε μην το πειράξεις καθόλου, είναι πανέμορφο όπως είναι.

 

Αυτά τα λίγα έχω να σου πω μόνο και γράψε μας κι άλλες! :)

 

Υ.Γ. επ τώρα τρέχεις διαγωνισμό έτσι? χεχε

Link to comment
Share on other sites

αν και έχω αρκετά να πω για την ιστορία αυτή, θα αρκεστώ σε ένα μόνο.

 

όταν διάβασα την ιστορία σου, σχολίασα στην αλεξάνδρα ότι πρέπει να εκδοθεί αυτή η ιστορία. μετά από δύο μέρες το είχα φανταστεί, το έχω στο μυαλό ως βιβλίο. εικονογραφημένο φυσικά. σκληρόδετο. με πολύ λευκό και θαλασσί μέσα. και ωραίες ζωγραφιές.

 

μέχρι να το πιάσω στα χέρια μου αυτό το βιβλίο (κατά προτίμηση υπογεγραμμένο) αρνούμαι να σχολιάσω περαιτέρω την ιστορία αυτή.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφη ιστορία που σε ταξιδεύει.

Απολαυστική με πολύ ωραία κοσμοπλασία.

Μου άρεσε πολύ στα σημεία όπου έδειχνε τον Νάμο να είναι βάρος τον δικών του και την στωικότητα με την οποία δεχόταν αυτή την κατάσταση. Στη συνέχεια την κρίση του για τους απογόνους του, που υπό το βάρος των δικών του εμπειριών δεν τους θεωρεί άξιους διαδόχους του. Ωραίες περιγραφές και αρκετά γλαφυρές.

 

Το μόνο αρνητικό που εντόπισα ήταν ότι δεν κατάλαβα που ακριβώς ξεκινούσε η ψευδαίσθηση. Είχα την αίσθηση ότι πρόκειται για ψευδαίσθηση αλλά κάτι δεν έπιασα. Το ξαναδιάβασα αλλά δεν το βρήκα οπότε θεώρησα ότι ήταν μια μετάβαση που έγινε λόγο της κόπωσης και της χιονοθύελλας. Δεν το συνέδεσα με τον ύπνο του.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ατρελέγι, σε αδίκησα πάρα πολύ, αλλά ευτυχώς μπόρεσες να το ξεπεράσεις...

 

Δε θα επαναλάβω τα παινέματα, είναι νομίζω περιττά πια. Θα σταθώ μόο στα σημεία που εμένα με ξένισαν.

 

Δεν εχεις τόσο καλή ανάπτυξη του περιβάλλοντος. Εντάξει η κοσμοθεωρία των Ινουίτ, εντάξει η περιγραφή των ασχολιών της ομάδας, αλλά κάπου είχα την εντύπωση ότι όλο αυτό συμβαίνει μέσα σε μια γυάλινη μπάλα κι όχι στον πραγματικό κόσμο ή έστω στον κόσμο των παραμυθιών. Μου λείπει κάτι που δυστυχώς δε μπορώ να το εντοπίσω. Η αίσθηση της γυάλινης μπάλας υπερτερεί.

 

Τα κίνητρα του Νάμο είναι επίσης στον αέρα. Η γηραιότητά του και το ότι πρέπει να αναχωρήσει για να αφήσει χώρο στους υπόλοιπους δεν δικαιολογεί αυτήν την περιπέτεια. Γιατί θέλει να φτάσει το Γουέντικο; Για να κάνει ακόμη έναν τελευταίο άθλο; Οι παραδοσιακοί υπέργηροι του Νέου Κόσμου απλά αποχωρούν συμβιβασμένοι με το ότι πρέπει να πεθάνουν κι η πάλη τους με το πρέπει να να πεθάνω και το θέλω να ζήσω είναι συνήθως εσωτερική. Δε λέω ότι έπρεπε να βολευτείς σε έναν κλισεδιάρη ήρωα, αλλά δείχνει ξεκρέμαστος στην όλη φιλοσοφία την οποία πρεσβεύει.

 

Κι ένα τελευταίο. Θα μπορούσες να έχεις το πέρασμα από την πραγματικότητα στο μυθικό με πολύ καλύτερο τρόπο, να αφήσεις στον αέρα το αν όλα τα τελευταία τα έζησε ή τα ονειρεύτηκε λίγο πριν πεθάνει. Και λέω θα μπορούσες όχι σαν προτροπή, γιατί πραγματικά θα μπορούσες, γιατί έχεις τη δυαντότητα να το κάνεις με επιτυχία. Αφήνω σε σένα την απόφαση, μιας και ποτέ αυτού του είδους οι αποφάσεις σου δε με έχουν απογοητεύσει.

Link to comment
Share on other sites

  • 2 years later...

Με ταξίδεψε. Με συγκίνησε. Μου θύμισε έναν από τους τρεις χιλιάδες λόγους που λατρεύω αυτά τα φανταστικά πλάσματα, τα... αρσενικά! ^_^

Συμφωνώ με τον Araquel: θα ήθελα αυτό το εικονογραφημένο, παρακαλώ!

μετά από δύο μέρες το είχα φανταστεί, το έχω στο μυαλό ως βιβλίο. εικονογραφημένο φυσικά. σκληρόδετο. με πολύ λευκό και θαλασσί μέσα. και ωραίες ζωγραφιές.
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Το ταξίδι στις λευκές στέπες, το κρύο που νιώθεις να σε παγώνει, ο ήλιος που χάνεται για να ξαναγυρίσει....

Έφερε τον χειμώνα στην καρδιά του καλοκαιριού, και ήταν ένας διαφορετικός χειμώνας, χιονισμένος, με κατάλευκες σκεπές και παγωμένους δρόμους.

 

Ένας χειμώνας που πλέον δεν είμαι σίγουρη αν θα συναντήσω....

 

συγχαρηρτήρια από εμένα. :)

Link to comment
Share on other sites

  • Mesmer featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..