Jump to content

Ένα Απειροστό Κομμάτι Αλήθειας Παγιδευμένο Στην Αιωνιότητα


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Έσκυψε προς το φινιστρίνι και κοίταξε έξω. Η εικόνα που του έκαψε τα μάτια ξέσχισε την ψυχή του. Είχε σημαδευτεί για την αιωνιότητα.

 

Υπήρχε ένα ατελείωτο, σκοτεινό κενό του οποίου ο ίδιος αποτελούσε ένα δομικό στοιχείο. Ήταν ένα σωματίδιο, ένα μόριο στην σούπα του σύμπαντος, ένα χιλιοστό κλάσματος δευτερολέπτου παγιδευμένο στον χρόνο να κάνει κύκλους εσαεί. Ήταν ικανός μιας βασικής μόνο επίγνωσης. Ήξερε, είχε αίσθηση του εαυτού του, σκεφτόταν άρα ήταν υπαρκτός, αιωρούμενος στο άχρωμο διάστημα μαζί με εκατομμύρια άλλους σαν κι εκείνον, περιμένοντας ένα σημάδι του οποίου η σημασία μέχρις στιγμής παρέμενε αινιγματική. Η αναμονή δεν τον ενοχλούσε. Δεν είχε πια αίσθηση του χρόνου. Κάθε στιγμή της αιωνιότητας ήταν πανομοιότυπη με την προηγούμενη. Είχε μνήμη, μνήμη συνταρακτικών γεγονότων βεβαίως, παρ’όλα αυτά δεν τον άγγιζε τίποτα, δεν μπορούσε να τον εντυπωσιάσει τίποτα στην τωρινή του κατάσταση. Ήξερε πως το σύμπαν, όλο το σύμπαν, το γνωστό και το άγνωστο, η αρχική δημιουργία όπως ήταν κάποτε γνωστή, είχε καταρρεύσει, είχε εξαφανιστεί σε μια απύθμενη μαύρη τρύπα και όλα όσα είχαν κάποτε υπάρξει είχαν διασπαστεί σε δισεκατομμύρια αδρανή σωματίδια σαν και του λόγου του. Η ζωή είχε κατακερματιστεί πέρα από κάθε σχήμα και ουσία. Τώρα, ο χρόνος κρατούσε την αναπνοή του και το κενό ανέμενε. Ο αρχιτέκτονας κοιμόταν και ονειρευόταν τα μελλούμενα, τακτοποιούσε τα έργα και τις πράξεις ενός νέου δράματος.

 

Έτσι, περίμενε κι εκείνος. Και είχε ολοένα μεγαλύτερη συναίσθηση της ύπαρξης του. Σταδιακά άρχισε πρώτα να νιώθει και μετά να ακούει το βουητό. Μικροσκοπικά, μυστηριώδη στοιχεία διατηρούσαν σταθερές και γρήγορες τροχιές γύρω του. Δεν ήξερε τι ήταν, ούτε ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία τους. Ήρθε όμως εκείνη η στιγμή, μαλακά από το πουθενά, και ξαφνικά απόκτησε περιέργεια. Μεγάλωσε μέσα του σαν μια κάποια ξεχασμένη ιδιότητα της ταυτότητας του. Ποιος ήταν, τι ήταν? Η ερώτηση πήρε σχήμα και η πυκνότητα του αυξήθηκε. Η βαρύτητα που απέκτησε τράβηξε πάνω του έναν από τους μικροσκοπικούς του δορυφόρους που αμέσως απορροφήθηκε από το είναι του. Σαν ένα κομμάτι παζλ, μια θαμπή απεικόνιση του παρελθόντος του, της ζωής του στην αρχική δημιουργία, πήρε σχήμα. Θυμήθηκε πως κάποτε είχε υπάρξει σαν άνθρωπος, είχε υπάρξει άντρας, είχε γεννηθεί, ζήσει, αναπνεύσει και είχε πεθάνει σε έναν πλανήτη που αποκαλούσαν Γη. Όταν είχε καταρρεύσει το σύμπαν ο ήλιος που έκαιγε στον ουρανό των αναμνήσεων του είχε ήδη σβήσει χιλιετηρίδες πριν. Όταν εκείνος ο ήλιος είχε χάσει την φλόγα του η ζωή στην Γη ήταν ανύπαρκτη για χιλιάδες χρόνια. Θυμήθηκε το φως και τα χρώματα. Θυμήθηκε πόσο όμορφα ήταν. Η μνήμη, σαν δίκοπο μαχαίρι, ήταν ομορφιά και οδύνη μαζεμένα σε ένα. Κι όμως επιθυμούσε να θυμηθεί περισσότερα. Ήταν κάποτε άντρας. Περπατούσε όρθιος, ένιωθε την γη κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του, μπορούσε να νιώσει την θνητή του σάρκα, αισθανόταν το ίδιο το οξυγόνο που του έκαιγε τα πνευμόνια. Θυμήθηκε την μέρα που πέθανε. Περιέργως θυμήθηκε και όλα όσα ακολούθησαν την τραγική εκείνη μέρα. Είδε την ίδια του την κηδεία, είδε τους συγγενείς του να κλαίνε πάνω από τον τάφο του. Ακολούθησε την ζωή των απογόνων του. Ο τελευταίος που κουβαλούσε τα γονίδια του είχε σκοτωθεί σε κάποιο οδικό ατύχημα εξακόσια χρόνια μετά από τον δικό του θάνατο. Υπήρξε μάρτυρας και όλης της κατοπινής ιστορίας της ανθρωπότητας. Τότε πλέον είχε χάσει την ικανότητα των επίγειων συναισθημάτων, δεν τον συγκινούσε τίποτα. Σιγά-σιγά, κομμάτι-κομμάτι, το πνεύμα του είχε αρχίσει να χάνει τις προσωπικές του μνήμες, απαλλασσόμενο από όλα εκείνα τα κομμάτια που έφτιαχναν κάποτε το άτομο που ήταν, υποχωρώντας σταδιακά σε μια βασική συναίσθηση ύπαρξης. Δεν ήταν δική του βούληση ή απόφαση αυτή η μεταμόρφωση. Ήταν απλά ο τρόπος με τον οποίο είχε σχεδιαστεί και καθοριστεί ο κόσμος. Ήταν εκεί, ήταν παρόν όταν ξεψύχησε ο τελευταίος άνθρωπος στην Γη και ήταν ανίκανος να κατανοήσει την απώλεια, να νιώσει λύπη. Το συναίσθημα της θλίψης ήταν ήδη ξένο στην παροντική του κατάσταση. Ο ίδιος δεν ήταν πλέον τίποτα περισσότερο από ένα απλό στίγμα στην επιφάνεια ενός μεγάλου πίνακα. Δεν υπήρχαν δάκρυα να χυθούν, όχι εδώ πέρα. Αναρωτήθηκε αν έτσι ήταν το να είναι κανείς Θεός. Όταν εξαφανίστηκε και ο ήλιος είχε αφήσει χωρίς τύψεις πίσω του όλα όσα του ήταν οικεία και ταξίδευε προς τις παρυφές του κόσμου. Μεγάλες αλλαγές συντελούνταν γύρω του. Το σύμπαν ήδη συστελλόταν με τις άκρες του να μαζεύονται προς το κέντρο. Είδε πλανήτες να συνθλίβονται μεταξύ τους, γαλαξίες να εκρήγνυνται, άστρα να σβήνουν το ένα μετά το άλλο. Το τέλος είχε συντελεστεί με έναν τεράστιο, εντυπωσιακό τρόπο, μια θεαματική καταστροφή ανίκανη να περιγραφεί από την θνητή ανθρώπινη φαντασία. Μετά την φωτιά, το κρύο και το σκοτάδι κατάπιαν τα πάντα. Ακολούθησε το απόλυτο κενό, το τίποτα. Χωρίς φως, χωρίς ήχο, χωρίς αίσθηση. Για κάποιο διάστημα μετά είδε ξανά το τέλος του κόσμου στα όνειρα του. Τέλος, έπαψε και να ονειρεύεται. Δεν ήξερε αν ήταν μόνιμα ξύπνιος ή κοιμόταν. Δεν αντιλαμβανόταν πια την διαφορά. Δεν μπορούσε ούτε να υπολογίσει τον χρόνο που είχε περάσει από την κατάρρευση, κι αν ακόμα ήταν δυνατή η ύπαρξη γραμμικού χρόνου πλέον. Μέχρι αυτή την παρούσα στιγμή είχε ξεχάσει τα πάντα, μέχρι αυτή τη στιγμή που μια έκρηξη μνήμης τον είχε ταράξει συθέμελα. Και αποζητούσε περισσότερα. Αυτό που κατείχε ήταν ένα ατελές σύνολο, μια θαμπή συλλογή του παρελθόντος, σαν ένα συγκλονιστικό όνειρο το οποίο η λογική του πάσχιζε να το βάλει σε μια τάξη.

 

Η περιέργεια είχε τραβήξει πάνω του το πρώτο κομμάτι του γρίφου. Τι θα χρειαζόταν για να θυμηθεί περισσότερα? Έκανε μια ευχή. Μια ευχή τόσο αβάσταχτη που την ένιωσε να τον καίει. Το είναι του πήρε ένα αμυδρό σχήμα και άρχισε να περιστρέφεται σχηματίζοντας μια δύνη γύρω του.

 

Έσκυψε προς το φινιστρίνι και κοίταξε έξω. Είδε την Μαίρη στο λιμάνι. Έτρεχε κατά μήκος του μόλου ακολουθώντας το υδρόπτερο προς το στόμιο του λιμανιού. Μόλις στιγμές πριν την κρατούσε στην αγκαλιά του. Στεκόντουσαν κάτω από τον ήλιο περιμένοντας για το πλεούμενο της γραμμής, το φόρεμα της έκαιγε στο άγγιγμα του. Γεύτηκε την θάλασσα στον λαιμό της, αισθάνθηκε το ζεστό της πρόσωπο στο μάγουλο του. Την είχε αγκαλιάσει όσο πιο σφιχτά μπορούσε ανίκανος να αποτυπώσει την αύρα της μόνιμα πάνω του. Η μνήμη της αγκαλιάς της ήταν μια τόσο κενή αίσθηση που είχε αρχίσει να την επιθυμεί ξανά, να του λείπει, με το λιμάνι ακόμα σε απόσταση αναπνοής από το Ιπτάμενο Δελφίνι. Εκείνη είχε γίνει μέρος του σκηνικού τώρα, απελπιστικά μακρινή, και ολοένα η φιγούρα της μίκραινε πάνω στον βράχο του νησιού. Σκαρφάλωσε τον πυργίσκο στο τέλος του μόλου, στάθηκε δίπλα σε ένα από τα κανόνια και του έγνεψε. Πόσο την αγαπούσε! Ήταν ερωτευμένος με εκείνη την γυναίκα. Το όνομα της ήταν Μαίρη και ζούσε σε εκείνο το νησί. Θυμήθηκε τον ήχο της φωνής της, το γέλιο της, τους αναστεναγμούς της όταν κοιμόταν στο πλευρό του, θυμήθηκε το κλάμα και τα δάκρυα της. Οι σκέψεις, ανησυχίες, έγνοιες και ανασφάλειες της ήταν τρομερά, ανελέητα φαντάσματα που άρχισαν να τον βασανίζουν. Του είχε λείψει τόσο. Η θύμηση της τον έκανε να πονάει παρόλο που δεν κατείχε θνητή σάρκα, ούτε εγκέφαλο ή καρδιά ή αντλούμενο αίμα που να το δικαιολογεί. Θυμόταν καλύτερα την σάρκα τώρα, πόσο ήθελε να γεμίσει τα όνειρα του μ’αυτή, πόσο το επιθυμούσε ένοχα, σκέψη βαριά σαν ασυγχώρητη αμαρτία.

 

Τι είχε απογίνει εκείνη? Γελοία ερώτηση, το ήξερε. Θα πρέπει να είχε αποβιώσει κι εκείνη στην εποχή της, όπως κι εκείνος. Όλα όσα έφτιαχναν στο σύμπαν το σκηνικό αυτής της μνήμης ήταν χαμένα αμετάκλητα στο άπειρο του παρελθόντος. Δισεκατομμύρια χρόνια είχαν παρέλθει από εκείνη την στιγμή στο λιμάνι. Εκείνη δεν υπήρχε πια. Το νησί δεν υπήρχε πια. Η θάλασσα που περιέκλειε το νησί δεν υπήρχε πια. Αέρια και σκόνη σκορπισμένα στο άπειρο σκοτάδι ήταν όλα. Κι όμως, εδώ ήταν ο ίδιος, ένα ασήμαντο μόριο στο αχανές, νεκρό σύμπαν, και την θυμόταν, την σκεφτόταν, λαχταρούσε επίπονα άλλο ένα φιλί από τα χείλη της. Πως είχαν καταλήξει οι δύο τους? Δεν μπορούσε να την δει δίπλα στο νεκροκρέβατο του. Είχε πεθάνει μακριά της, η απουσία της ήταν οδυνηρή στο τελευταίο του λεπτό. Πονούσε και δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα άλλο. Ο πόνος μεγάλωσε τον όγκο του, μπορούσε να νιώσει πλέον το σχήμα του. Το είναι του έπαιρνε στερεά μορφή. Περισσότερα κομμάτια του παζλ πέσανε στην θέση τους. Οι απαντήσεις που αποζητούσε ήρθαν σαν ανελέητες πληγές. Άκουσε τη φωνή της στο τηλέφωνο, μια απρόσωπη φωνή που του έλεγε πως είχε τελειώσει μεταξύ τους, πως ήταν καιρός ο καθένας τους να πάρει τον δρόμο του, να προχωρήσει περαιτέρω. Είχε νιώσει προδομένος, είχε νιώσει οργή και απελπισία, ταπείνωση και μίσος, οδύνη και μετάνοια. Η αγάπη όμως δεν χάθηκε, η αγάπη αρνήθηκε να φύγει. Δεν θα έπαυε ποτέ να την αγαπάει. Δεν θα αγαπούσε ποτέ ξανά τόσο. Ήταν ένας ανήμπορος θνητός άνθρωπος και προσπάθησε χωρίς επιτυχία να παλέψει τον πόνο, προσπάθησε απεγνωσμένα να βρει ένα νόημα σε αυτήν την κοσμική φάρσα που βασάνιζε την ανθρωπότητα σε όλη της την ιστορία. Ποιο ήταν το νόημα της αγάπης? Ποια η σημασία και ο ρόλος της στον σχεδιασμό του σύμπαντος όταν το σεξουαλικό ένστικτο ήταν παραπάνω από αρκετό για την διαιώνιση του είδους?

 

Εδώ ήταν λοιπόν τώρα, ένα κομμάτι του Θεού, και ακόμα ανίκανος να καταλήξει σε ένα λογικό συμπέρασμα. Η ίδια η αναμόχλευση του ζητήματος αποδεικνύονταν αληθινό μαρτύριο. Η σκέψη του βρισκόταν σε αναταραχή. Είδε άστρα να γεννιούνται και να πεθαίνουν, είδε γαλαξίες να γεννούν ανείπωτη ομορφιά, μετά είδε εκείνη την ομορφιά να γίνεται στάχτη σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η ζωή γεννιόταν με μοναδικό σκοπό να πεθάνει. Ούρλιαξε. Ήθελε να αρνηθεί τα πάντα, να τα καταργήσει. Άρπαξε αυτή την μία μνήμη, αυτή την μοναδική στιγμή στον χρόνο και έψαξε την αλήθεια της. Διότι είχε συμβεί και δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ούτε από τον Θεό. Και ήταν ο μόνος ο οποίος νοιαζόταν για την σημασία της. Ήταν μια σταθερή στιγμή στον χρόνο, ένα λιθάρι στην κατασκευή του πρωταρχικού σύμπαντος. Κάποτε, στο γαλάζιο νεφέλωμα στην άκρη της Κασσιόπης, η ξαφνική εμφάνιση μιας μαύρης τρύπας είχε σαν αποτέλεσμα ένας κίτρινος πλανήτης να αλλάξει την τροχιά του και να συγκρουστεί με τα τρία του φεγγάρια. Την ίδια ακριβώς στιγμή που συνέβαινε αυτό το συγκλονιστικό και τόσο πραγματικό συμβάν, συνυπήρχε και μια άλλη αλήθεια στο σύμπαν, έτη φωτός μακριά, ήταν Καλοκαίρι στο βόρειο ημισφαίριο της Γης, καλοκαίρι του 1997, και ο ίδιος στεκόταν σαν άντρας με σάρκα και οστά στον μόλο του νησιού, κρατούσε την Μαίρη από την μέση, περίμεναν το υδρόπτερο. Ήταν μεσημέρι, έκανε ζέστη, δεν ήταν ευτυχισμένος. Ήταν το δεύτερο τους καλοκαίρι μαζί και ήταν πολύ ερωτευμένος. Τον αγαπούσε κι εκείνη, ο ίδιος όμως δεν είχε κανέναν απολύτως έλεγχο στον τρόπο που επιθυμούσε εκείνη να του δοθεί, η αγάπη της δεν τον γέμιζε. Εκείνος ήθελε περισσότερα αλλά συμβιβαζόταν με όσα είχε το προνόμιο να λαμβάνει. Εκείνη είχε περάσει πολλά στην ζωή της, ήταν δυστυχισμένη. Δεν μπορούσε να την κάνει ευτυχισμένη όσο και να προσπαθούσε, ο πόνος της του ήταν ένα μυστήριο. Ήξερε μόνο να την κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά του και να της ψιθυρίζει γλυκόλογα, να της σβήνει τα δάκρυα της με τα φιλιά του. Δεν το ήξερε τότε αλλά βρισκόταν ήδη στον κολοφώνα της σχέσης τους. Επίσης δεν γνώριζε πως αυτή η αγάπη ήταν το καλύτερο μερίδιο που είχε να του διαθέσει το σύμπαν στο σύνολο της ανθρώπινης ζωής του. Αναταράχτηκε και στριφογύρισε ενθυμούμενος, αντιλαμβανόμενος το τώρα. Βούτηξε στο όνειρο αποζητώντας ανακούφιση από την μνήμη, επιθυμώντας να ακινητοποιήσει την στιγμή. Μπορούσε να νιώσει την βαρύτητα του εδάφους κάτω από τις πατούσες του σαν να βρισκόταν τώρα εκεί. Η καρδιά του χτυπούσε γοργά. Αισθάνθηκε το αδύναμο, αλμυρό αεράκι στον σβέρκο του. Την κοίταξε. Του χαμογέλασε. «Σ’αγαπώ» της είπε. Είχε ανάγκη να της το επαναλάβει. Ήταν τόσο διάφανη, το φάντασμα της έμοιαζε να αγνοεί τα λόγια του, τόσο αποστασιοποιημένη, τόσο απόμακρη στην λαχτάρα του. Ήταν μαζί τις τελευταίες τέσσερις μέρες. Την είχε νιώσει να πνίγεται, να δυσανασχετεί στην συνεχόμενη παρουσία του, γι αυτό και έφευγε τώρα με την ελπίδα να της λείψει, για να επιστρέψει σύντομα σε μια νέα επίσκεψη. Την αγκάλιασε σφιχτά πριν την επιβίβαση, την ένιωσε ανυπόμονη στο άγγιγμα του, ανυπόμονη για τον χωρισμό τους. Κοιτάζοντας από το φινιστρίνι είδε την μικροσκοπική της φιγούρα να τρέχει στον μόλο, να του γνέφει, να μικραίνει, να χάνεται μέσα στην απόσταση. Η εικόνα της στο στόμιο του λιμανιού θα τον κυνηγούσε στον ξύπνιο και στον ύπνο του. Μακριά της, στην προσωπική του ημι-ύπαρξη, θα τον έπιαναν συχνά τα κλάματα τραβώντας την προσοχή αδιάκριτων βλεμμάτων. Θα ακολουθούσαν άυπνες νύχτες, η μορφή της γυναίκας που του έγνεφε από τον πυργίσκο θα γινόταν εικόνα γυναίκας που αγαπήθηκε, μια άπιαστη πηγή ευτυχίας, έρωτας ποθητός μα χαμένος. Ήταν όλα τους αληθινά, η ύπαρξη της, η αγάπη του για εκείνη και η αγάπη της για εκείνον, αλήθειες που η θύμηση τους ήταν δηλητήριο. Αν είχαν υπάρξει άλλες γυναίκες στην ζωή του, του ήταν άγνωστο, δεν τον ενδιέφερε. Η ζωή είχε ήδη κλείσει έναν κύκλο και δεν είχε αφήσει κανένα ηθικό δίδαγμα, κανένα κατάλοιπο σοφίας για να απαλύνει τον πόνο του. Ποιο ήταν το νόημα όλων? Αυτό ήταν ο σκοπός της ύπαρξης, να υποφέρεις? Που ήταν τελικά η ιδεατή, ιδανική ευτυχία που την έψαχνε τόσο η ανθρωπότητα και είχε όντως υπάρξει ποτέ?

 

Το είναι του κόχλασε, κλονίστηκε, έτριξε, θυμήθηκε το σαρκικό του σώμα, ήταν πάλι άντρας. Θυμήθηκε την αίσθηση του δέρματος της πάνω στο δικό του, το γλυκό νέκταρ που τον κρατούσε ζαλισμένο και ερωτευμένο στην αγκαλιά της, την εσωτερική της φωτιά που τον κατάπιε και τον έστειλε να καεί σαν ήλιος που πεθαίνει στο σκοτάδι του κόσμου, θάνατος θεϊκός. Την ήθελε πίσω. Του είχε λείψει. Η ανάγκη του για εκείνη ήταν τόσο δυνατή που μια αποκάλυψη έσκασε απότομα στην συνείδηση του. Θα αποκτούσε ξανά, έλεγε ο χρησμός, την γυναίκα που αγάπησε όπως την απόκτησε τόσες άλλες φορές στο παρελθόν. Έκλαψε αλλά αντί να χύσει δάκρυα πήρε φωτιά. Το πρωταρχικό σύμπαν δεν ήταν τελικά το πρώτο όπως είχε πιστέψει. Η δημιουργία είχε καταρρεύσει αμέτρητες φορές και είχε ξαναγεννηθεί αμέτρητες φορές. Τα βασικά στοιχεία συνέθεταν το παρελθόν και το μέλλον εσαεί ακολουθώντας το ίδιο σενάριο με μικρές μόνο παραλλαγές στην πλοκή. Υπήρχε μια θάλασσα σε όλες τις εκδοχές, και ένα νησί στο μέσον εκείνης της θάλασσας, και εκείνος με την Μαίρη στεκόντουσαν στο λιμάνι εκείνου του νησιού ξανά και ξανά και ξανά. Είχε τρέξει κατά μήκος του μόλου προς τον πυργίσκο και του είχε γνέψει από εκεί. Εκείνος είχε κοιτάξει από το φινιστρίνι και είχε νιώσει τον πόνο της αγάπης του για εκείνη. Δισεκατομμύρια χρόνια μετά, στο ίδιο σκηνικό, ήταν ανακουφισμένος αυτή τη φορά που δεν μπορούσε να διακρίνει τα δάκρυα στο πρόσωπο της από αυτή την απόσταση. Σε αυτή την εκδοχή τον είχε παρακαλέσει εκείνη να μην φύγει. Εκείνος ήταν που είχε ενοχληθεί από το κλάμα της, ένιωθε την παρουσία της να τον πνίγει. Κοίταξε στον ορίζοντα ανυπόμονος για την άφιξη του μεταγωγικού του. Μια άλλη γυναίκα ήταν στο μυαλό του, μια άλλη τον περίμενε στην ενδοχώρα. Η Μαίρη είχε τσακίσει, πληγωμένη από την αδιαφορία του. Μετά είδε αυτή την εκδοχή που εκείνη έμεινε στην θέση της στον μόλο, άφησε το υδρόπτερο να φύγει χωρίς την συνοδεία της, η απόσταση μεταξύ τους ήταν τώρα αμοιβαία. Οι νέες μνήμες ήταν πολύ πιο τρομερές για να τις αντέξει. Παρά τις τρικλοποδιές της θνητής ζωής, αυτή η ουσία του εαυτού του, ότι είχε απομείνει μέσα στο σκοτάδι, αυτό το ασήμαντο μόριο που ήταν τώρα, αγαπούσε μια γυναίκα που κάποτε αποκαλούνταν Μαίρη και λαχταρούσε να την νιώσει ξανά μέσα στην αγκαλιά του. Εδώ, στην γνήσια, ουδέτερη μορφή του, αυτή την αγάπη αποδεχόταν σαν την μοναδική αλήθεια και καμία άλλη εκδοχή της. Αλλά είχε εξαπατηθεί. Ήταν το θύμα μιας σκληρής, θεϊκής φάρσας. Ήταν όλα στημένα και σχεδιασμένα για πάρτι του. Εδώ ήταν, περίμενε το σημάδι της νέας αρχής, της διαδικασίας που θα τον έφερνε ξανά στο νησί, πίσω στην Μαίρη του, μόνο για να την χάσει ξανά, δέσμιος ενός απάνθρωπου σεναρίου.

 

Δεν υπήρχε ελπίδα λοιπόν? Ήταν προορισμένος να χάσει όλα όσα είχε θυμηθεί μόλις ξαναγεννιόταν σε θνητή σάρκα, καταδικασμένος να επαναλάβει τα ίδια, ηλίθια λάθη? Αντιλήφθηκε πως δεν θυμόταν καμία εκδοχή μνήμης όπου είχε παραμείνει στο νησί, όπου βίωσε την ευτυχία ενός αμοιβαίου πάθους, όπου μοιράστηκε την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Δεν είχε συμβεί ακόμα και ήταν ίσως μόνο θέμα χρόνου μέχρι να φτάσουν σε εκείνο το στάδιο, αλλά πότε, μετά από πόσους συμπαντικούς κύκλους σημαδεμένους από οδύνη? Και θα σταματούσε ποτέ, θα είχαν όλα μια λογική ολοκλήρωση, θα έφτανε ποτέ στον παράδεισο? Δεν ήταν δίκαιο. Ήθελε να τελειώσουν όλα, να σταματήσει τον απάνθρωπο αυτόν κύκλο για τα καλά. Δεν ήθελε να ανήκει άλλο στην δημιουργία. Ήθελε να πεθάνει, να σβήσει ολοκληρωτικά την ύπαρξη του. Όσο μεγάλωνε η επιθυμία του τόσο πιο ζωηρά καιγόταν και αυξανόταν η ουσία του. Το μαρτύριο του αυξήθηκε, τα πλευρά του σχίστηκαν και νόμισε πως άκουσε τον εαυτό του να ουρλιάζει. Εάν μπορούσε μόνο να αφαιρέσει τον εαυτό του από τον μεγάλο πίνακα τότε εκείνη δεν θα τον γνώριζε ποτέ. Στο νέο έργο, θα στεκόταν στο λιμάνι όχι για να τον αποχαιρετίσει αλλά για να περιμένει την άφιξη ενός άλλου εραστή. Ήταν όντως αυτό που πραγματικά επιθυμούσε? Μια θνητή ζωή χωρίς εκείνη? Θα την παραχωρούσε στην αγκαλιά ενός άλλου αν αυτό την έκανε πραγματικά ευτυχισμένη? Είχε αποτύχει να το κάνει τότε, όταν εκείνη με δάκρυα του έλεγε στο τηλέφωνο πως όλα είχαν τελειώσει μεταξύ τους. Είχε γνωρίσει κάποιον άλλον, κάποιον που την πληρούσε, που της πρόσφερε γαλήνη. Πληγωμένος, οργισμένος, προδομένος, της φώναξε σκληρά λόγια. Έλπιζε να δυστυχήσει εκείνη μακριά του όταν ο δυστυχής ήταν ο ίδιος. Δεν είχε πρόσωπο κι όμως ένιωσε καυτά δάκρυα στα μάγουλα του. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος κατάφερε όμως να σκεφτεί μιαν απάντηση. Λαχταρούσε την ανακούφιση. «Ναι» ήταν η απόκριση του. Η ευτυχία της ήταν το παν.

 

Λευκή φλόγα τον κατήργησε και νόμισε πως πέθανε. Αλλά δεν ήταν νεκρός. Δεν είχε την δύναμη να επεμβαίνει στα καπρίτσια του Θεού. Το βάσανο του έγινε η σπίθα που έβαλε φωτιά στα μόρια που τον περιστοίχιζαν και με την σειρά τους μετάδωσαν την πυρκαγιά στο σύμπαν. Το φως απλώθηκε στο απέραντο σκοτάδι σαν χαμόγελο, γέννησε τα χρώματα, η κοσμική σκόνη άρχισε να περιστρέφεται και να συνθέτει. Ο αρχιτέκτονας είχε ξυπνήσει.

 

Χωρίς Τέλος

Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Με τρομάζουν τα κείμενα όπου οι ήρωες δεν έχουν καμμιά ελπίδα. Η ιστορία σου είναι τόσο μαύρη που δεν ξέρω αν αντέχω να τη διαβάσω δεύτερη φορά. Ό,τι έπιασα με την πρώτη θα σχολιάσω λοιπόν.

 

Γενικά, εικονοπλασία. Λογικό, εφόσον έχεις το μικρόβιο της μεγάλης οθόνης. Πολύ όμορφες εικόνες, ολοζώντανες. Το μόριο. Οι επαναλαμβανόμενες σκηνές στο λιμάνι. Ολοζώντανες.

Μια παρατήρηση μόνο: κόψε τις παραγράφους. Ζαλίστηκα να το διαβάσω, μου έπεσαν πολύ μεγάλες. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, κι εγώ κάποιες φορές δυσκολεύομαι να κόψω μια νοηματική ενότητα στα δύο. Αλλά εδώ το παράκανες. Δώστου λίγο χώρο να αναπνεύσει.

 

«Η μνήμη της αγκαλιάς της ήταν μια τόσο κενή αίσθηση»

 

Να και κάτι που θα μπορούσα να το είχα πει εγώ. Απλά πρόλαβες και σκέφτηκες να το πεις πριν από μένα. Όταν θυμάσαι μια αγκαλιά, έχεις αυτόματα την αίσθηση του κενού… Άψογη διατύπωση, φίλε μου.

 

[This is a return review!]

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..