Jump to content

"Τίποτα δεν υπάρχει. Τα πάντα επιτρέπονται."


Rikochet

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: H.

Είδος: Μαστουρωμένη Φαντασία;

Βία; Ξέρω γω;

Σεξ; Υπονοείται!

Αριθμός Λέξεων: 1.320

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Χρήσιμα links:

Hassan-i-Sabbah

Firdous e Bareen

Kaaba

 

 

 

Στο οροπέδιο της Γκίζα ο Χασάν έχει την πλάτη γυρισμένη στον ήλιο και στη Νεκρόπολη. Προτιμάει να περιεργάζεται τη γραμμή που ονομάζεται «ορίζοντας». Στα μάτια του, το θολό φίδι δεν ορίζει τίποτα – ο Χασάν ξέρει ότι το μόνο που εμποδίζει τη ματιά του να πάει παρακάτω είναι η άμμος και η στάχτη των νεκρών, αυτή που σηκώνεται από κάθε πυρά και τάφο και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται τι απογίνεται. Είναι πάντα η ίδια στάχτη, σκέφτεται, σκουπίζοντας ιδρώτα από το μαυριδερό του μέτωπο. Χαμηλώνει το βλέμμα και κοιτάζει την πίπα ανάμεσα στα χαλαρωμένα δάχτυλα του. Μυρίζει το ξύλο της, μαζί με τον καπνό. Καθώς τον νιώθει να έρπεται στο λαρύγγι του νιώθει πως, τελικά, δεν έχει πολλή διαφορά απ’ τον ορίζοντα. Και το όπιο είναι ένα θολό φίδι που κουλουριάζεται γύρω από τις άκρες του μυαλού του και ορίζει τη δική του οπτική στον κόσμο. Ορίζει.

 

Έξυσε τον κρόταφο του και ξανακοίταξε τον ορίζοντα και το θολό φίδι τεντώθηκε τεμπέλικα, και οι ορισμοί με τα ερπετά έγιναν ένα.

Ολοκληρώνοντας τον άξονα, ο Χασάν ατένισε τον ουρανό, υποκείμενο και αντικείμενο μπήκαν έξαφνα στη θέση τους και είναι βράδυ τώρα – του φάνηκε πως ο Ορίων χαμογέλασε, και αυτός, σαν απάντηση, φύσηξε καπνό προς το μέρος του.

 

*

 

Στη Μέκκα ο Χασάν ακουμπάει το χέρι του στο μαύρο πέτρωμα του Κααμπά και τα δάχτυλα του πάλλονται από ιερή ενέργεια. Είναι χειμώνας, και είναι νύχτα, γι’αυτό ο Χασάν είναι σχεδόν μόνος του. Η πίπα είναι μισοθαμμένη στην άμμο, ανάμεσα στα πόδια του. Τα μάτια του είναι κλειστά. Ο Χασάν ριγεί. Το μαύρο πέτρωμα είναι μπροστά του, και στα ακροδάχτυλα του, και, σε μερικές στιγμές, πάνω του και μέσα του. Ο Χασάν είναι το Κααμπά. Τα πάντα μπαίνουν στη θέση τους:

 

Ο Χασάν-ι-Σάμπα στέκεται στην άκρη του κήπου του, καθώς δώδεκα γυμνόστηθες γυναίκες αγκαλιάζουν δώδεκα αρματωμένους νέους. Σιγά-σιγά τους γδύνουν, τους δίνουν να καπνίσουν και τους ταΐζουν από τα εξωτικά φρούτα του κήπου, και, τέλος, τους ξαπλώνουν κάπου απόμερα και τους καβαλικεύουν ψιθυρίζοντας λόγια που ανήκουν μόνο εκεί, στον Παράδεισο, στο Φίρντους ε Μπαρίν. Όλα κάτω από την άγρυπνη ματιά του Γέρου του Βουνού.

 

Κάθε νύχτα αγρύπνιας είναι μια ρυτίδα στο πρόσωπο του Χασάν-ι-Σάμπα. Οι αισθήσεις του χάνονται. Η μόνη γεύση που γεύεται είναι αυτή του μετάλου, η μόνη οσμή αυτή της σκουριάς. Ο κήπος δεν είναι ούτε καν λαβύρινθος – είναι ατέρμονη επανάληψη – άλλες γυναίκες, άλλα κορμιά. Τα ίδια φρούτα. Το ίδιο χασίς. Οι ίδιες γυναίκες, οι ίδιοι άνδρες. Ο ίδιος και απαράλλαχτος Παράδεισος.

 

Ο Χασάν-ι-Σάμπα ονόμασε τη σκύλα του Αγρύπνια, και τώρα πια κοιμάται αυτή αντί για τον ίδιο, πάντα κοντά στα πόδια του, έτσι ώστε να μετράει τα αποσκελετωμένα πλευρά της και να ξαφνιάζεται – κάθε φορά – από τούτο δω το παράδοξο: τα πλευρά της Αγρύπνιας είναι το μόνο ερέθισμα του που μένει ίδιο, μα πάντα αλλάζει. Ο κήπος μαραίνεται αλλά είναι πάντα ο Παράδεισος, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

 

 

Ο Χασάν-ι-Σάμπα βλέπει εφιάλτες στον ξύπνιο του. Βλέπει τον Αλλάχ, με τη μορφή ενός άντρα με ολόμαυρα μάτια, να βγαίνει από τον πιο όμορφο καρπό του Φίρντους ε Μπαρίν και να τρώει όλα τα κορμιά που αναπαύονται, ιδρωμένα μετά απ’ το ζευγάρωμα και χαλαρωμένα από τον καπνό, να τα κατασπαράζει όλα με χάλκινη, σκουριασμένη μασέλα.

 

Ο Χασάν-ι-Σάμπα βλέπει το στρατό του και αγαλλιάζει. Χαϊδεύει την Αγρύπνια στοργικά και καπνίζει, προσπαθώντας να κρατήσει τον Αλλάχ και τον Παράδεισο του μακριά. Ο Παράδεισος είναι γύρω απ’τον Χασάν-ι-Σάμπα, λέγεται Φίρντους ε Μπαρίν, είναι κήπος και, σύντομα, τάφος του.

 

Ο Χασάν-ι-Σάμπα πεθαίνει, και κοιμάται, και μόλις τα μάτια του κλείνουν η Αγρύπνια αφήνει ένα γρύλισμα και σωριάζεται. Η Αγρύπνια έχασε το σκοπό της και κοιμήθηκε για τελευταία φορά.

 

Ο Χασάν είναι ο Χασάν-ι-Σάμπα, και μόλις απομακρύνει το χέρι του από το Καάμπα, νιώθει κάτι υγρό και ζεστό στο γόνατο του. Δεν κοιτάζει γιατί ξέρει ότι είναι η γλώσσα της Αγρύπνιας. Δεν κοιτάζει γιατί ακούει την ανάσα της που είναι γεμάτη προσμονή και θάνατο.

 

Αυτή τη φορά ο Χασάν γονατίζει, μαζεύει την πίπα και την φυλάει σε μια ριχή τσέπη, και ακουμπά το μέτωπο του στο κτίσμα – ξέροντας ότι είναι ο Χασάν-ι-Σάμπα, και ότι δεν του έχει μείνει πολλή ζωή.

 

Ο Μωϋσής βόσκει τα πρόβατα και η μέρα γίνεται νύχτα, και ο νεαρός βοσκός ξέρει ότι αυτό έχει ξανασυμβεί, και δεν ξαφνιάζεται ούτε νιώθει τόσο άβολα, μόνο περιεργάζεται τα μάτια κάθε ζωντανού και βλέπει ότι όλα έχασαν το χρώμα τους. Ο Μωϋσής χαμογελάει γιατί όλα πάνε καλά.

 

Ο Μωϋσής βόσκει το Ισραήλ και οι μέρες γίνονται αιώνιες νύχτες, και ο καθοδηγητής ξέρει ότι αυτό έχει ξανασυμβεί, και θα ξανασυμβεί, και ευφραίνεται καθώς περιεργάζεται τα μάτια κάθε πιστού γιατί ξέρει ότι εκεί προετοιμάζεται το έδαφος για να χαραχτούν λόγια, και βλέπει ότι όλα έχασαν το χρώμα τους. Ο Μωϋσής χαμογελάει γιατί όλα πάνε καλά.

 

Ο Μωϋσής γονατίζει και σφίγγει τα δόντια του, καθώς η θεϊκή εντολή σφυροκοπάει για ώρες κάθε του άμυνα. Και όταν τα θεϊκά άκρα χαράζουν τους νόμους στο στέρνο του, δεν κλαίει. Και όταν τα δάχτυλα του ματώνουν για να βρουν τις πλάκες μέσα στη λάσπη, δεν κλαίει. Και όταν τα χέρια του χαράζουν τους νόμους στις πλάκες, δεν κλαίει. Όταν εναποθέτει τις πλάκες μπροστά στο θάμνο και αυτός φλέγεται, ευχαριστημένος, μόνο τότε ο Μωϋσής επιτρέπει στον εαυτό του ένα δάκρυ.

 

Ο Μωϋσής γυρίζει πίσω ξυπόλυτος, ματωμένος και φορτωμένος πλάκες. Η θεϊκή εντολή είναι βαριά για τις πλάτες όλων, μα ο χώρος υπάρχει ήδη στα μάτια τα δίχως κατεύθυνση. Ο νεαρός βοσκός εξετάζει ένα-ένα τα ζωντανά του κοπαδιού και βεβαιώνεται ότι κάθε κενό και κάθε τους ανάγκη γέμισε με Θεό. Ο Μωϋσής χαμογελάει γιατί όλα πάνε καλά.

 

Ο Μωϋσής παραδίδει το σκήπτρο, το φτιαγμένο από ενοχή και αγκάθια , στον υιό του Ψαριού. Στα μάτια του καθρεφτίζεται η ενότητα. Το παιδί καταλαβαίνει ότι δεν καταλαβαίνει και ότι μια μέρα, όταν θα καταλάβει, θα είναι αργά. Η Ιστορία το διέψευσε, και γι’αυτό ο ετοιμοθάνατος χαμογέλασε. Ο Μωϋσής πέθανε χαμογελώντας, γιατί όλα πήγαν καλά.

 

Ο Χασάν είναι ο Μωϋσής, και, ανοίγοντας τα μάτια του, βρίσκει στην παλάμη του το σκήπτρο. Τα αγκάθια του τρυπούν ευχάριστα την παλάμη, και η Αγρύπνια γλείφει το αίμα απ’ τις πληγές.

 

*

 

Πίσω στο οροπέδιο της Γκίζα ο Χασάν κοιτάζει τους νεκρούς και τον ήλιο της νύχτας, και η ντροπή του είναι πολύ μικρότερη από το προσδοκώμενο. Γονατίζει και ανάβει την πίπα του. Η Αγρύπνια κρατάει το σκήπτρο στο στόμα της. Το θολό φίδι ανασαλεύει.

Οι νεκροί, μην έχοντας άλλη, πιο πιεστική ασχολία, κοιτάζουν μέσα από τις πυραμίδες έκπληκτοι. Οι γενετικές μνήμες που, σαν σκουλήκια, τριγυρίζουν μέσα στις σαρκοφάγους των, τους φαίνονται μάλλον προδοτικές. Είναι νύχτα μα εκεί στέκεται ο Χασάν-ι-Σάμπα, ο Μωϋσής, και λούζεται στο φως του ήλιου.

 

Ο Χασάν χαμογελάει σαν τον Μωϋσή και τρέμει σαν τον Χασάν-ι-Σάμπα γιατί ξέρει. Ξέρει ότι ο ίδιος είναι μόνο ο Χασάν. Ο μεγαλωμένος στο ψωροχώρι. Ο φτωχός, ο παραμελημένος. Ο κακόμοιρος. Αργότερα, ο τρελός. Ο πλανημένος. Αργότερα, ο αλ-Χαζρέντ. Ο γραφιάς. Το τέρας. Πάντα: ο κόμβος. Εκεί όπου συναντώνται, κάθε τόσο, τα ποτάμια του χρόνου και στροβιλίζονται και το νερό είναι πάντα χλιαρό, και πάντα αμβροσία. Εκεί όπου όλα τα πρόσωπα είναι ένα. Όπου τα λόγια του Χασάν-ι-Σάμπα και η πλάνη του Μωϋσή βρίσκουν τη μεγαλύτερη δικαίωση τους.

 

Ο Χασάν χαμογελάει γιατί ξεγέλασε επιτέλους τους νεκρούς, και τώρα πεθαίνει και ο ίδιος, και το σκήπτρο γίνεται σκόνη μέσα στον αμμοστρόβιλο, και η Αγρύπνια εξαφανίζεται προτού την πάρουν χαμπάρι οι νεκροί.

 

*

 

Στη Rua de Bella Vista αρ. 11, στον δεύτερο όροφο, ανακατεύω τα κούτσουρα στο τζάκι και σου προσφέρω φτηνό κρασί γιατί, αλήθεια, είναι ό,τι έχει μείνει. Η Αγρύπνια γουργουρίζει κοντά στα πόδια σου μα δεν κοιμάται. Ούτε ξυπνάει. Έμαθε πια...

Είμαι ο Χασάν, και ο Χασάν-ι-Σάμπα, και ο Μωϋσής, και όλοι οι άλλοι. Όμως η φωτιά σβήνει και το κρασί είναι πραγματικά απαίσιο. Νυχτώνει...

Έχεις την ιστορία σου, ξέρεις την ασέλγεια μου. Ναι, γελάω, γιατί η Ιστορία πάντα ήταν η πιο δύστροπη ερωμένη μου. Ζήτα της συγνώμη εκ μέρους μου.

 

Στη Rua de Bella Vista αρ. 11, στον δεύτερο όροφο, ανακαλύπτω ότι οι νεκροί δεν θα μπορούσαν να νοιάζονται λιγότερο.

Edited by Rikochet
Link to comment
Share on other sites

Γιάννη...δεν πιστεύω να πειραματίζεσαι με πράγματα που δεν πρέπει; :tongue:

 

Τι να πω, εχμ...καταρχάς, γαμάτο!. Δευτερευόντως όμως, κάτι χάνω. Ο Γέρος του Βουνού είναι ο Μωυσής; Γιατί; Ποια η σύνδεση σε αυτό; Μάλλον είναι ιστορικό το θέμα υποθέτω...Και η οδός στο τέλος είναι αναφορά σε τι; Γαμώτο, κάτι χάνω! Τι;

 

Παρότι νιώθω ότι χάνω κάτι, ότι αυτό που θες να πεις το βλέπω θολά (σαν μέσα από παραπέτασμα καπνού ίσως ;) ) η ιστορία μού κέντρισε το ενδιαφέρον να μάθω τι εννοεις! Οπότε για δώσε καμιά πληροφορία παραπάνω...

 

Οι σκηνές του Βουνού πάντως, το παραλήρημα (αν και όχι ακριβώς παραλήρημα, απλά...εχμ. Αυτό που λες :tongue:) είναι πολύ καλογραμμένα :) Όλη η ιστορία είναι καλογραμμένη δηλαδή. Για ρίξε και μια διευκρίνηση όμως, γιατί με κόλλησες ;)

Link to comment
Share on other sites

Μμμμ.

 

Πολύ καλογραμμένο, και πολύ αληθινή η αίσθηση της παραίσθησης, το χάσιμο, η όλη μαστούρα. Ταξίδι.

Πολύ πειστικό, επίσης, δίνει όντως την αίσθηση πως είναι γραμμένο εκ των έσω.

Δεν μπορώ να πω κάτι αρνητικό, ουσιαστικά. Είναι πολύ εσύ χωρίς να είναι όμοιο με κάποιο άλλο σου, είναι δυνατό, είναι καλοφτιαγμένο και προσεγμένο, έχει φράσεις που θα τις θυμάμαι, έχει συνειρμούς ελεύθερους, δεν ασφυκτιά... Τι να πω; Ή γράφεις υπέροχα, γενικά, ή εγώ συντονίζομαι με εσένα/τα όσα γράφεις.

 

Keep it up.

Link to comment
Share on other sites

Το ότι το γράψιμό σου είναι καλό, το ξέρεις και το λένε κι άλλοι. Πολύ κομψό και διακριτικό εκ μέρους σου να προσθέσεις παραπομπές, τις οποίες ασφαλώς διάβασα. Θα ήμουν κακός με το κείμενό σου, εάν δεν είχα διαβάσει πρώτα τις παραπομπές.

Ο "Χασάν" σου είναι πολύ πειστικός. Οπωσδήποτε βασίζεται αρκετά στην περιγραφί του ιστορικού Χασάν, τουλάχιστον όπως τον περιγράφουν οι παραπομπές τις οποίες είχες την καλοσύνη να παραθέσεις. Και η εναλλαγή της αφήγησης με τον παραληρηματικό εσωτερικό μονόλογο λειτουργεί πολύ καλά. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, αλλά μου φαίνεται ότι πρόκειται για παραληρηματικό μονόλογο το κείμενο με πλάγια γραφή. Εάν η εντύπωσή μου είναι σωστή, η επιλογή του γ΄ενικού στα σημεία αυτά είναι άριστη ως έκφραση της αποστασιοποίησης του Χασάν από τον εαυτό του - κυρίως, όμως, ως "ύπουλος" τρόπος εναλλαγής του αφηγηματικού φορέα.

 

Σε έχασα στο τελευταίο κομμάτι. Γιατί β' ενικό; Ποιος είσαι και σε ποιον απευθύνεσαι;

Link to comment
Share on other sites

Ίσως να μην το κατάλαβα, η γραφή του όμως με αιχμαλώτισε. Δεν ένοιωσα δηλαδή πως έφταιγε ο συγγραφέας στην μη κατανόηση μου του κειμένου αλλά η δική μου ρηχή αντίληψη. Αυτά που διάβαζα τα αισθανόμουν μεγαλύτερα και σημαντικότερα από μένα. Σαν να διάβαζα «απόκρυφα».

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..