Jump to content

Στοιχειωμένος Ορφέας


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Το τηλέφωνο ξύπνησε τον Ηλία στις τέσσερις το πρωί. Είχε γίνει μια έκρηξη στο Κίτσα-Κιτς κλαμπ στην Αβάντων. Τον πήρε είκοσι λεπτά να ντυθεί, να πετάξει την κάμερα στη τσέπη τού παλτού του και να βγει στον δρόμο. Άλλα δέκα λεπτά για να θυμηθεί που είχε παρκάρει και να απεγκλωβίσει το αμάξι του από τον πηγμένο σε αμάξια μονόδρομο. Δεν είχε λόγο να βιάζεται. Ήταν φυσικά μια ασυνήθιστη και αναπάντεχη είδηση για τα δεδομένα τής πόλης αλλά δεν υπήρχε και κανένας πυρετός ανταγωνισμού να τον βιάζει. Εργαζόταν για την Ευβοϊκή Άποψη, την εφημερίδα που φημιζόταν να κάμνει «την τόση είδηση τόοοση.» Ήταν η μεγαλύτερη εφημερίδα της Χαλκίδας, δεύτερη μεγαλύτερη δεν υπήρχε. Ακολουθούσαν μερικές ισχνές εκδόσεις που τύπωναν τόσα φύλλα όσα και οι μια-δυο χούφτες αναγνώστες τους. Η Άποψη ήταν στην πρώτη γραμμή τριάντα χρόνια, ο ίδιος συνεργαζόταν μόνο τα τελευταία πέντε. Τραβούσε κυρίως φωτογραφίες και πότε-πότε έγραφε και κανένα άρθρο. Δεν ήταν η σταθερή του δουλειά, δεν θα ήταν δυνατόν να τον συντηρεί, τυχερός ήταν και που είχε να λαβαίνει κάτι για τις υπηρεσίες του. «Ξέρεις πόσοι περιμένουν για τη θέση σου; Και τσάμπα μάλιστα;» του έλεγε συχνά το μεγάλο boss.

 

Η έκρηξη είχε γίνει στις τρεις και τριάντα, μισή ώρα αφού είχαν κλείσει, μια και ήταν βράδυ Τρίτης. Δύο πυροσβεστικά, ένα ασθενοφόρο και δύο περιπολικά του έκλειναν την πρόσβαση στο κλαμπ. Το μπλόκο ήταν αρκετά απομακρυσμένο και τον παραξένεψε, μήπως φοβόντουσαν για δεύτερη έκρηξη; Πάρκαρε όπως μπορούσε στην πλατεία του Αγίου Νικολάου και συνέχισε με τα πόδια. Παρά το άγριο της ώρας ο δρόμος είχε γεμίσει κόσμο, πλήθος από περίεργους. Είδε να επιβιβάζουν στο ασθενοφόρο τον Αθανασιάδη, τον ιδιοκτήτη του κλαμπ, τον Μπόρις, τον συνέταιρο του, τον Αλέξη τον μπάρμαν, και τον μπρατσαρά του μέρους, τον Άρη. Λάβαιναν ήδη πρώτες βοήθειες καθώς είχαν εκδορές και μώλωπες παντού. Έσπρωξε για να τους φτάσει και να τους φωνάξει κάποιες ερωτήσεις. Κανείς τους δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Έβγαλε την κάμερα και άστραψε μερικά φλας πάνω τους. Έφυγαν κακήν-κακώς για το νοσοκομείο. Θα τους προλάβαινε εκεί ίσως αργότερα για μια πιο ιδιωτική συνέντευξη.

 

Όταν έφτασε στο σημείο κατάλαβε το μέγεθος της καταστροφής. Ο δρόμος και τα πεζοδρόμια μπροστά και γύρω από το κλαμπ είχαν εξαφανιστεί κάτω από ένα σωρό μπάζα. Πρόβλεψε πως με αυτό το χάλι η Αβάντων θα ήταν κλειστή όλη μέρα, πράγμα που σήμαινε πως η Χαλκίδα θα μετατρεπόταν σε έναν κυκλοφοριακό εφιάλτη. Πρόσεξε πως το κτίριο του κλαμπ ήταν άθικτο. Μόνο οι βιτρίνες των απέναντι μαγαζιών είχαν εξαφανιστεί κάτω από τον χείμαρρο του έρματος που είχε πεταχτεί από την είσοδο του Κίτσα-Κιτς. Ένα κλιματιστικό μηχάνημα ήταν βυθισμένο στο παμπρίτζ ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Όσο το παρατηρούσε και έκαμνε τον απολογισμό στο κεφάλι του τόσο πιο περίεργο του φαινόταν το όλο σκηνικό. Καρέκλες, σκαμπό, πολυθρόνες, τραπεζάκια, φωτιστικά, καθρέπτες, γλάστρες, ηχεία, ξύλινες επενδύσεις τοίχου, πόρτες, κάγκελα και σιδηροκατασκευές, σκάλες, μοκέτες και ταπετσαρίες, μπουκάλια, ποτήρια, πιάτα, τενεκεδάκια αναψυκτικών, σακουλάκια με πατατάκια και ξηρούς καρπούς, ψυγεία, νεροχύτες, κομμάτια του μπαρ και ο πάγκος του ντι-τζεη με το ηχητικό σύστημα και ένα σωρό σι-ντι, ήταν όλα χυμένα έξω από το κλαμπ, πολλά ολόκληρα άλλα σπασμένα αλλά κανένα καμένο. Δεν υπήρχαν σοβάδες ή τούβλα.

 

Τράβηξε ένα σωρό εντυπωσιακές φωτογραφίες με την ψηφιακή του κάμερα. Είδε μια ομάδα από αστυνομικούς και πυροσβέστες να συζητούν παραξενεμένοι στις σκάλες του κλαμπ. Τον χαιρέτησαν κοινότυπα όταν τον είδαν, τους ήταν γνώριμος. Όταν ρώτησε για την έκρηξη του είπαν πως δεν ήταν σίγουροι αν ήταν έκρηξη και κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Αν δεν βγει πόρισμα δεν θα γράψεις τι σου είπαμε,» τον προειδοποίησε ο Μπλέτσας, ο αστυνόμος. «Γράψε πως ερευνούνται τα αίτια» συμπλήρωσε. Υπήρχαν εγκοπές στα σκαλοπάτια από πρόσκρουση βαρέων αντικειμένων. Η είσοδος του Κίτσα-Κιτς έχασκε σαν μια τρύπα καθώς έλειπαν οι δύο βαριές πόρτες από μαόνι και φιμέ παραθυράκια που την έφραζαν. Είχε δει την μία μέσα στο μαγαζί απέναντι.

 

Στην αρχή νόμισε πως είχαν σκουπίσει το χολ που οδηγούσε στα ενδότερα του μπαρ. Εδώ θυμόταν πως είχε μοκέτα με δύο μεγάλες πολυθρόνες, δύο τεράστιες γλάστρες στη γωνία και έναν μεγάλο καθρέπτη στον τοίχο. Ήταν ένας φωτεινός χώρος όπου ξέφευγες για λίγο από το σκοτάδι και τη βαβούρα του μπαρ, έκαμνες ένα τσιγάρο και ξυπνούσες λίγο τον εγκέφαλο πριν βουτήξεις πάλι μέσα στα ποτά και την τέκνο-ποπ. Ήταν ο χώρος στον οποίο συναντούσες την παρέα για να μπεις ή για να κάνεις σχέδια για το μετά, φεύγοντας. Ήταν και το λημέρι του Άρη, του μπρατσαρά του κλαμπ, του «μίστερ πόρτα». Σε έκοβε με το μυστήριο μάτι κρυμμένο πίσω από τα Ray-Ban και αν δεν του άρεσες η βραδιά σου μόλις είχε λήξει. Στα δέκα χρόνια που λειτουργούσε το μέρος ο Ηλίας είχε έρθει μόνο δύο φορές. Τελικά είχε καταλήξει πως το σκηνικό του clubbing δεν ήταν της ηλικίας του. Τώρα το χολ ήταν σκοτεινό γιατί δεν υπήρχε κανένα φωτιστικό στον τοίχο. Δεν υπήρχε τίποτα. Οι τοίχοι, το ταβάνι, το πάτωμα ήταν γυμνά και ολοκάθαρα. Μόνο οι στρογγυλές προσβάσεις στα καλώδια πίσω από τους τοίχους έσπαζαν την μονοτονία του ντεκόρ. Τα ενδότερα προς το κυρίως κλαμπ ήταν θεοσκότεινα. Έβγαλε έναν μικρό φακό και συνέχισε.

 

Το Κίτσα-Κιτς ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κλαμπ της Χαλκίδας, όχι έξυπνα διαρρυθμισμένο κατά τη γνώμη του, αλλά ήταν ότι καλύτερο διέθετε η νυχτερινή ζωή της πόλης. Είχε δύο επίπεδα, με δύο πίστες χορού αλλά μόνο ένα μπαρ. Με την λογική να χωράει μόνο όρθιους, υπήρχε ένα μικρό αμφιθέατρο στριμωγμένο πίσω για να μπορείς να κάθεσαι ή να ακουμπάς έστω για λίγο το ποτό σου. Ο Ηλίας έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Δεν υπήρχε κλαμπ εδώ, τίποτα δεν μαρτυρούσε πως υπήρξε ποτέ κλαμπ εδώ. Το Κίτσα-Κιτς είχε φύγει, ήταν όλο έξω, σκορπισμένο στην οδό Αβάντων. Εδώ ήταν ένα τεράστιο, σκοτεινό σπήλαιο από καθαρούς, σοβαντισμένους τοίχους. Πρέπει να είχε δουλέψει συνεργείο (από πόσα άτομα;) και να είχαν αδειάσει τα πάντα στον δρόμο, μέχρι και την τελευταία βίδα, και όταν τέλειωσαν να έδωσαν και ένα γερό σκουπισματάκι. Πήρε μερικές φωτογραφίες κι από δω αν και το τοπίο δεν είχε τίποτα να δείξει. Σκέφτηκε να φωνάξει απ’έξω έναν από τους πυροσβέστες για να ποζάρει ενάντια στο σκηνικό, για να τονίσει τον χώρο και το μέγεθος του. Αν δεν αποκαλούσαν το συμβάν έκρηξη ήταν περίεργος τι εξήγηση θα του έδιναν.

 

Στο νοσοκομείο τους είχαν απαλλάξει όλους εκτός από τον μπάρμαν ο οποίος είχε χτυπήσει στο κεφάλι. Ο Ηλίας αισθάνθηκε τυχερός γιατί γνωρίζονταν με τον Αλέξη από παλιά. Πάλι όμως εκείνος δεν ήταν διατεθειμένος να μιλήσει. Είχε ζαλάδες και δεν ήταν καν σίγουρος τι είχε συμβεί. Στο τέλος η περιέργεια γράπωσε τον Ηλία και υποσχέθηκε στον Αλέξη να μην τον καρφώσει στο άρθρο του.

 

Δεν είχαν κόσμο αυτό το βράδυ. Έδιωξαν τις κοπέλες νωρίς και ο Αλέξης έμεινε να ταχτοποιήσει το μπαρ μόνος του. Ο Αθανασιάδης καθόταν με τον Μπόρις σε ένα τραπέζι και έλεγχαν τις εισπράξεις τους. Συζητούσαν ατελείωτα για τζιπ καθώς ο πρώτος ήθελε να αγοράσει ένα και ο δεύτερος κόμπαζε για πόσα είχε αποκτήσει στη διάρκεια της περιπετειώδους ζωής του. Ο Άρης καθόταν με τα αφεντικά και τους άκουγε με το στόμα ανοιχτό μην καταλαβαίνοντας πολλά από τεχνικές επιδόσεις και τις τιμές σε δολάριο ανά κυβικό λίτρο βενζίνης ανά χιλιόμετρο του εκάστοτε μοντέλου. Δέκα μέρες τώρα ήταν η αγαπημένη τους κουβέντα και έσπρωχνε τον Αλέξη στα όρια της υπομονής του γι αυτό και κοίταζε να εστιάσει την προσοχή του αλλού, να τους ξεκόψει από το μυαλό του. Μόλις είχε καταφέρει να βυθιστεί στην μελωδία των Simply Red που έπαιζαν στα ηχεία όταν μια-δυο φορές ο ήχος άρχισε να κάνει διακοπές μέχρι που σταμάτησε τελείως. Τα αφεντικά γύρισαν και τον κοίταξαν νομίζοντας πως το είχε κλείσει εκείνος. Ο Αλέξης ανταπόδωσε το βλέμμα και τους έδειξε πως ήταν απασχολημένος να πλένει τα ποτήρια. Τον έστειλαν στον πάγκο του ντι-τζέη να το βάλει πάλι μπρος.

 

Την στιγμή που στεκόταν μπροστά στους ενισχυτές και αισθανόταν σαν χαζός προσπαθώντας να βρει το σωστό κουμπί, αισθάνθηκε πρώτα να τον χτυπάει μια ζέστη, σαν να είχε κάποιος φουλάρει ξαφνικά το κλιματιστικό. Ακούστηκε τότε ένας τρομερός κρότος, σαν να ξεκόλλησε ταυτόχρονα όλο το κλαμπ από τα ντουβάρια. Την ίδια στιγμή νόμισε πως κάποιος τράβηξε και τα δύο του πόδια βίαια από πίσω αλλά δεν έπεσε καταγής. Άρχισε να πέφτει μέσα σε μια βροχή από σκόνη και θραύσματα και ταυτόχρονα άκουγε ξύλα να σπάνε, γυαλιά να θρυμματίζονται και σίδερα να λυγίζουν. Ένιωσε να τον χτυπάνε πολλά αντικείμενα και η κοφτερή άκρη κάποιας συσκευής τον βρήκε στο κεφάλι. Ένιωσε ζεστό αίμα να ρέει στο πρόσωπο του, η αλμυρή του γεύση πότισε το στόμα του. Και όλο έπεφτε αλλά δεν μπορούσε να δει τίποτα. Φωτιστικά ξεριζώνονταν από τους τοίχους σε εκρήξεις από σπίθες και τα πάντα βυθίζονταν στο σκοτάδι. Το σώμα του δεχόταν χτυπήματα από παντού σαν να αναπηδούσε στα τοιχώματα κάποιου πηγαδιού. Ήταν σίγουρος πως επρόκειτο να πεθάνει. Σε κλάσματα δευτερολέπτου θυμήθηκε κάτι που είχε δει στις ειδήσεις. Το έδαφος να ανοίγει και να καταπίνει ένα ολόκληρο γαμήλιο γλέντι. Ήταν σίγουρος πως αυτό είχε συμβεί. Είχε υποχωρήσει το πάτωμα και τώρα κατάπινε όλο το κλαμπ. Όταν όμως τέλειωσαν όλα ήταν ακόμα ζωντανός, πάνω σε μια σωρό από μπουκάλια και ξύλα, έξω στον δρόμο. Ο Αθανασιάδης, ο Μπόρις και ο Άρης είχαν σκορπίσει εδώ κι εκεί, ματωμένοι, βογκούσαν σαν δαρμένες γυναίκες.

 

«Καταλαβαίνεις…το παίζω στο κεφάλι μου ξανά και ξανά και κάθε τόσο μαζεύω λεπτομέρειες αλλά…ζήτημα είναι αν κράτησε πάνω από δέκα δευτερόλεπτα η όλη φάση…κι ας ακούγεται σαν δέκα λεπτά…» Ο Ηλίας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Σύμφωνα με το αποτέλεσμα όλα όσα έλεγε ο Αλέξης ακούγονταν σωστά. Τι είχε συμβεί όμως; Το κτίριο είχε ξεράσει όλο το Κίτσα-Κιτς κλαμπ έξω; «Και κάτι άλλο…» συνέχισε ξαφνικά ο Αλέξης, «Την ώρα που έπεφτα…υπήρχε και ένας ήχος, σαν να άρχισαν να παίζουν πάλι τα ηχεία, πολύ δυνατά όμως. Δεν ήταν μουσική…έμοιαζε σαν να άνοιξε κάποιος την τηλεόραση του και άρχισε να κάνει ζάπιν…Δεν είναι λογικό βέβαια αλλά μόνο έτσι μπορώ να το περιγράψω. Κράτησε ένα δευτερόλεπτο αλλά μετά…μετά ήμουν έξω.»

 

Οι υπόλοιποι τρεις μάρτυρες αρνήθηκαν να του μιλήσουν. Από τις καταθέσεις τους στην αστυνομία δεν έμαθε τίποτα περισσότερο. Έλεγαν πως όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα και πως δεν θυμούνταν πολλά. Χωρίς να βγει το πόρισμα, το πρωτοσέλιδο της Άποψης έγραψε «Έκρηξη Μυστήριο στο Κίτσα-Κιτς». Είχε μέσα μπόλικες έγχρωμες φωτογραφίες και ένα μικρό αλλά έντονα δραματοποιημένο ρεπορτάζ γραμμένο από τον boss τον ίδιο, βάση του οπτικού υλικού και μόνο. Το άρθρο που είχε γράψει ο Ηλίας έθετε όλα τα σωστά ερωτήματα που δεν παρήγαγαν όμως και καμία απάντηση. Ο εκδότης το βρήκε πολύ ασαφές και δεν χρησιμοποίησε τίποτα από το σκεπτικό του Ηλία. Αναγκάστηκε όμως να το πληρώσει αφού πήγαινε πακέτο με τις φωτογραφίες.

 

Πριν λήξει το έτος, ο Ηλίας βρήκε επιτέλους μόνιμη δουλειά σαν αρθρογράφος σε περιοδικό με έδρα την Αθήνα. Θα μπορούσε επιτέλους να βγάζει τα προς τω ζειν κάνοντας αυτό που αγαπάει και έτσι δεν λυπήθηκε καθόλου που έπρεπε να μετακομίσει από την Χαλκίδα. Για αρκετό καιρό δεν ξέχασε την υπόθεση του Κίτσα-Κιτς και μέσα από γνωστούς, αλλά και από την Άποψη που αγόραζε στην Αθήνα, προσπάθησε να ακολουθήσει την ιστορία. Ο Αθανασιάδης δεν συνήλθε οικονομικά από την καταστροφή του κλαμπ. Η ασφαλιστική εταιρεία αρνήθηκε κάθε αποζημίωση για την «ύποπτη» εκείνη ζημιά. Έφυγαν με τον Μπόρις στην Θεσσαλονίκη και ένα χρόνο μετά γύρισε μόνο ο ρώσος για να ανοίξει στριπτιζάδικο στη Γλύφα. Όσο για το ακίνητο έμαθε πως έγινε τελικά αρένα του Μπόουλινγκ. Εκεί έμοιαζε να κλείνει και όλο το πράγμα, εκεί το άφησε να ξεχαστεί και ο Ηλίας.

 

Τρία χρόνια μετά το είδε ξανά, ήταν πάλι πρωτοσέλιδο στην Ευβοϊκή Άποψη. Είχε σταματήσει να την αγοράζει από τότε που είχε αλλάξει ο εκδότης της, όχι πως είχε αλλάξει τίποτα στην ποιότητα της έκδοσης, ο διάδοχος δεν είχε πέσει μακριά από την μηλιά, απλώς ένιωθε πως δεν τον συνέδεε πλέον τίποτα μαζί της. Αυτό το φύλλο όμως έπρεπε να το αγοράσει. Δεν ήξερε αν το νέο boss αγνοούσε τον προ τριετίας τίτλο ή όχι, έγραφε όμως «Έκρηξη Μυστήριο στο Μπόουλινγκ». Είχε πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που ήταν σχεδόν πανομοιότυπο με αυτό που είχε τραβήξει ο Ηλίας τότε, με διαφορά τα παπούτσια, τις κορίνες και τις μπάλες από πλέξιγκλας χυμένα στον δρόμο. Ο Ηλίας πήρε άδεια από την δουλειά και την αμέσως επομένη έφυγε για Χαλκίδα.

 

Ένα συνεργείο του δήμου είχε ήδη μαζέψει τα μπάζα όταν έφτασε. Τα απέναντι καταστήματα είχαν πάλι καταστραφεί στον χαλασμό. Μίλησε με τους ιδιοκτήτες τους, θυμούνταν όλοι τους και το συμβάν του Κίτσα-Κιτς. Κανείς δεν είχε να τους προσφέρει κάποια εξήγηση και άρα καμία αποζημίωση και για τις δύο περιπτώσεις. Αυτή τη φορά υπήρχαν μάρτυρες από την πλευρά του δρόμου. Συνέβη στις τέσσερις περίπου το πρωί και μέσα δεν βρισκόταν κανείς γιατί το Μπόουλινγκ ήταν κλειστό για μήνες, σαν επιχείρηση πήγαινε για φούντο. Δεν είχαν να πουν πολλά. Ήταν μια παρέα που επέστρεφε από μπαρότσαρκα στην παραλία και ανέβαινε την Αβάντων για Νεάπολη. Δεν είχαν φτάσει ακόμα μπροστά στο μαγαζί όταν ένιωσαν έναν κρότο. Μετά τινάχτηκαν οι εξώπορτες πάνω στις απέναντι βιτρίνες και ακολούθησε ένας χείμαρρος από μπάζα που γέμισε τον δρόμο με ένα πυκνό κουρνιαχτό που κάλυψε και τους ίδιους. Δεν είχαν καμία αμφιβολία πως ήταν έκρηξη, κι ας μην είδαν φωτιά ή καπνό, τίποτα άλλο δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει εκείνο το ωστικό κύμα. Ο Ηλίας όμως είχε μπει μέσα εκεί, και με το φως της ημέρας αυτή τη φορά, και είχε αντικρίσει το ίδιο και απαράλλαχτο σκηνικό που είχε δει τρία χρόνια πριν, γυμνούς, άκαπνους τοίχους. Όταν έφτιαξε την παρομοίωση για τους μάρτυρες, την είσοδο του Μπόουλινγκ σαν ένα στόμα που ξερνάει τα εντόσθια του, όλοι τους συμφώνησαν πως πράγματι, κάπως έτσι ήταν.

 

Η άδεια του έπεσε πάνω στο Σαββατοκύριακο και έτσι κέρδισε δύο μέρες παραπάνω «διακοπές» στην Χαλκίδα. Η μητέρα του ήταν κάτι παραπάνω από χαρούμενη να τον φιλοξενήσει και ας μην του το έδειξε στα φανερά. Παράκαμψε όμως το λιτό της διαιτολόγιο για να του μαγειρέψει όλα του τα αγαπημένα και παχυντικά φαγητά. Ο Ηλίας δεν είχε σκοπό να αφήσει ανεκμετάλλευτο το ταξίδι. Θα συνέδεε δύο καταστροφές σε ένα χορταστικό άρθρο γεμάτο αίνιγμα και μυστήριο. Στη τυπωμένη σελίδα η φαντασία ανοίγεται σε επίπεδα που το λογικό μυαλό σηκώνει φραγμούς. Η όλη υπόθεση μύριζε θορυβοποιά πνεύματα, τα πόλτεργαϊστ, δαιμονικά ή φαντάσματα, το κτίριο εκείνο στην οδό Αβάντων πρέπει να ήταν στοιχειωμένο. Αν ζούσε στο εξωτερικό ο συνειρμός θα είχε γίνει προ πολλού. Εδώ όμως ήταν Ελλάδα και ο έλληνας δεν τα χάφτει αυτά. Δεν πειράζει, σαν άρθρο θα ήταν, το λιγότερο, νόστιμο.

 

Την Κυριακή το βράδυ βγήκε στην παραλία να ξεσκάσει λίγο. Κάθισε σε ένα από τα καφέ για μια κρύα μπύρα και παρακολουθούσε τον περίπατο των ντόπιων μπρος-πίσω. Επηρεασμένοι θαρρείς από τα τρελά νερά του Ευρίπου, πηγαινοέρχονταν μαγεμένοι, ψάχνοντας ένα κάποιο φλερτ, μια ερωτική υπόσχεση ίσως. Στο διπλανό του τραπέζι μιλούσαν για το Μπόουλινγκ στην Αβάντων και έστησε αφτί μήπως ακούσει τίποτα ενδιαφέρον. Τρεις νύχτες στη σειρά, μετά τα μεσάνυχτα, πολύ κόσμος είχε ακούσει φωνές από μέσα, σαν κάποιος να έκαμνε τεστ σε ηχεία μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Κι όσοι είχαν τολμήσει να μπουν μέσα μετά από πρόκληση της παρέας, δεν είχαν βρει απολύτως τίποτα. Ο Ηλίας κοίταξε το ρολόι του. Θα δοκίμαζε κι αυτός ένα τελευταίο προσκύνημα στον χώρο, ίσως του έβγαινε τυχερό.

 

Στάθηκε μπροστά στα σκαλοπάτια και κοίταξε μέσα στο σκοτεινό στόμιο του κτιρίου. Εκεί ήταν η άβυσσος του μυαλού του. Ένιωθε περίεργα όπως περίμενε. Αναρωτήθηκε αν είχε επηρεαστεί από τις μαλακίες που είχε γράψει για την στήλη του. Πέρασε πίσω του μια παρέα και τον κοίταξαν με περιέργεια. Κάτι είπαν μεταξύ τους και χαχάνισαν. Περίμενε να φύγουν και μετά μπήκε μέσα στην μαυρίλα. Είχε βαρεθεί να περιμένει και είχε αρχίσει να νυστάζει. Θα τολμούσε να πάει ως τη μεγάλη αίθουσα και μετά θα γυρνούσε να φύγει, μαύρη πέτρα θα έριχνε πίσω του.

 

Άναψε τον μικρό φακό που κουβαλούσε πάντα και στάθηκε στο κέντρο του κενού τίποτα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα καινούργιο μπεζ χρώμα, η μόνη παρέμβαση που δεν ήταν φαίνεται εφικτή να εκδιωχτεί από το στοιχειό. «Τι είσαι;» είπε φωναχτά και πήρε αμέσως την απάντηση. Ένα τρομερό ουρλιαχτό έσκισε την αφύσικη σιγή και ένα φριχτό πλάσμα άνοιξε τα σαγόνια του να τον καταπιεί. Ξεφώνησε και αναπήδησε πίσω, ο φακός έπεσε από το χέρι του. Ο φόβος όμως εξαφανίστηκε αμέσως. Αυτό που είχε απέναντι του ήταν ένας λυκάνθρωπος τεράστιων διαστάσεων, από το «Ουρλιαχτό» του Τζο Ντάντε. Το είχε στην συλλογή του από dvd και το έβλεπε πότε-πότε αλλά είχε ξεχάσει το συναίσθημα του να το βλέπει κάποιος μεγεθυσμένο πάνω στο πανί. Εκεί μέσα στο σκοτάδι, η οπτασία μιας μεγάλης οθόνης τού έπαιζε ένα απόσπασμα από την αγαπημένη του ταινία μέσα ακριβώς στην αίθουσα που την είχε πρωτοδεί.

 

Τον καιρό που πήγαινε γυμνάσιο, στο σινέ Ορφέας της οδού Αβάντων είχε δει το «Ουρλιαχτό», που ευτυχώς προβαλλόταν Κατάλληλο Άνω των 13 Ετών γιατί αλλιώς θα είχε πρόβλημα. Ξαφνικά οι εικόνες άλλαξαν. Τώρα είδε τις γιγάντιες φιγούρες των Τέρενς Χιλ και Μπαντ Σπένσερ, ήταν οι αδελφοί «Τρινιτά» και έσπαζαν στο ξύλο τους κακούς του παλιού γουέστ. Κι αυτό κράτησε για λίγο. Μετά ήρθε ο Γκοτζίλα, όχι ο αμερικάνος αλλά ο αυθεντικός ιάπωνας, στον Ορφέα είχε δει όλα εκείνα τα παλιά του έπη. Να και ο Κρίστοφερ Λι σαν Δράκουλας, και ο Λουί Ντε Φινές σε κάποιο ξέφρενο κυνηγητό, και ο Μπρους Λε να μιμείται τον δάσκαλο κυρίως με το όνομα, και ο Αλέν Ντελόν μπάτσος, ο Πήτερ Φόντα να κάνει σούζες και ο Μπαρτ Ρέινολντς να ξεφεύγει από τα λαγωνικά, αλλά και η Ορνέλα Μούτι παιδούλα, σε κάποιες από τις ιταλικές σεξοκωμωδίες της. Εδώ τα είχε δει όλα, ίσως με χάλια εικόνα και ακόμα χειρότερο ήχο, σε άβολα, τρύπια καθίσματα, σε ένα χώρο κρύο τον χειμώνα και ασφυκτικά ζεστό την άνοιξη, είχε γαλουχηθεί όμως εκεί μέσα, στη μαγεία του σινεμά, κι ας τον πρόλαβε στην παρακμή του, τα χρόνια της τηλεόρασης. Ο Ορφέας κράτησε όσο μπορούσε και το τέλος ήρθε με τα βίντεο. Έναν Σεπτέμβριο, αυτός και οι περισσότερες αίθουσες τις Χαλκίδας δεν άνοιξαν ποτέ ξανά.

 

Μπορεί ένα σινεμά να γίνει φάντασμα, να στοιχειώσει; Γιατί όχι; Τι είναι αυτά που απαρτίζουν την ψυχή του; Οι ταινίες που κουβαλούν την δική τους ζωή, με τις εικόνες και τους ήχους τους, οι άνθρωποι που το δουλεύουν, κάθε βράδυ, εφτά μέρες την εβδομάδα, και οι θεατές, λίγοι ή πολλοί που γεμίζουν τα καθίσματα του και εναποθέτουν ένα κομμάτι τους εκεί μέσα βλέποντας το έργο, ένα κομμάτι τη φορά. Αφήνουν τα γέλια τους, τα γιουχαΐσματα τους, τις εξυπνάδες που πετούν στην οθόνη ή τα πειράγματα μεταξύ τους, κάποιοι από αυτούς οι ίδιες φάτσες που έρχονται και ξανάρχονται πασχίζοντας να βρουν μια υπόσχεση. Για δύο ώρες μια κοινότητα αγνώστων κάθεται μέσα στο σκοτάδι, με προσήλωση κυρίως, και παρακολουθούν φανταστικά δρώμενα στην οθόνη και ενώ ξέρουν πως αυτός είναι ο Αλέν Ντελόν κι εκείνος είναι ο Τσάρλς Μπρόνσον, πιστεύουν, πιστεύουν όλα όσα ακούν και βλέπουν. Ποια εκκλησία θα μπορούσε να ισχυριστεί πως έχει την ίδια επιρροή και επίδραση στο ποίμνιο της; Είναι μια μοναδική τελετουργία που με την συσσώρευση του χρόνου θα πρέπει να μαζεύει απίστευτη ενέργεια. Αν αυτό δεν είναι η ψυχή του, τι είναι; Δεν συγκρίνεται με κανένα κλαμπ ή μπαρ, με αρένα μπόουλινγκ ή σούπερ μάρκετ ή οποιονδήποτε άλλη εισβολή που παραγκωνίζει αυτούς τους υπέροχους ναούς του παρελθόντος. Κατά κάποιο τρόπο, άγνωστο γιατί, ο Ορφέας είχε ξυπνήσει δύο φορές και τις δύο φορές τους έδειξε τι να κάνουν με το κλαμπ και το μπόουλινγκ τους. Τους έστειλε εκεί απ’όπου ήρθαν.

 

Απ’όσο γνώριζε, ο Ορφέας δεν έδειξε σε κανέναν άλλον αυτά που έδειξε στον ίδιο. Ίσως τα φαντάστηκε, ίσως τα είδε όλα εκείνα επειδή ξαφνικά θυμήθηκε ποιος ήταν εκείνος ο χώρος, αν και θα ήθελε να πιστεύει πως τα είδε επειδή ο Ορφέας θυμήθηκε εκείνον, τον παλιό του πιστό. Όταν τελείωσε και επανήρθε το σκοτάδι ο Ηλίας βγήκε έξω σαν να έβγαινε όντως από τον σινεμά, με την νοσταλγία να του προκαλεί μεγάλη θλίψη. Δεν μπορούσε να φανταστεί παρόμοιο δεσμό ανάμεσα στα σημερινά παιδιά και τα multiplex τους. Όχι με τον ίδιο ρομαντισμό που ένιωθε να είναι δεμένος ο ίδιος με τις λιγότερο από τέλειες εκείνες αίθουσες. Γύρισε σπίτι με βήμα βαρύ αναλογιζόμενος τα νέα του συμπεράσματα. Τελικά το άρθρο που είχε γράψει ήθελε άλλο ένα πέρασμα. Είχε μπόλικη φαντασία, τού έλειπε όμως το συναίσθημα.

 

Ο Ορφέας έμεινε κενός και ανεκμετάλλευτος για δύο χρόνια. Μετά έμαθε πως γκρέμισαν κάποιους τοίχους και ένωσαν δύο ακίνητα για να φιλοξενήσουν ένα μεγαλοκατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Οχτώ χρόνια μετά γκρέμισαν όλο το τετράγωνο για να αναγείρουν ένα μοντέρνο κτίριο που στέγαζε γραφεία. Το στοιχειό δεν επανήρθε ποτέ. Είχε δώσει φαίνεται το στίγμα του τόσο, όσο να ξυπνήσει μια ξεχασιάρα καρδιά.

 

Είναι στο χέρι μου να θυμάμαι.

 

 

Τέλος

Link to comment
Share on other sites

Εχω την εντυπωση οτι ειναι η πρωτη ιστορια σου που σχολιαζω.

Στις αλλες ιστοριες δεν ειχα κατι ουσιαστικο να προσθεσω στους προλαλησαντες,τωρα σπαω το ροδι.

 

Ωραια ιστοριουλα αλλα της ελειπαν στοιχεια στα οποια εισαι καλος(ιδιορυθμη γκροτεσκα χιουμοριστικη εφ).Ειχε καποια μικρολαθακια αλλα δεν θα σταθω στο γιατι εβαλες "τον πηρε εικοσι λεπτα να ντυθει" κι οχι "του πηρε".

Το θεμα ειναι οτι καποιες εκφρασεις μου φανηκαν πολυ προχειρες.

"Εργαζόταν για την Ευβοϊκή Άποψη, την εφημερίδα που φημιζόταν να κάμνει «την τόση είδηση τόοοση.» Ήταν η μεγαλύτερη εφημερίδα της Χαλκίδας, δεύτερη μεγαλύτερη δεν υπήρχε" "(μπορουσες να μας δωσεις να καταλαβουμε οτι ηταν η μονη εφημεριδα της πολης με μεγαλη κυκλοφορια κι οτι ηταν μαλλον κουτσομπολιστικη.Το εθεσες μαλλον ακομψα)

 

"το μεγαλο boss"(σε χαλαει η λεξη "αφεντικο";Τα αγγλικα χτυπανε ασχημα)

 

Οπως σου εχουν ξαναπει ειναι καλυτερο να γραφεις τα λογια-διαλογους σε διαφορετικες παραγραφους-σειρες.

 

Σαν ιδεα δεν ηταν ασχημη αν και πανω κατω ειναι προφανες τι συνεβη,απο τον τιτλο και δεδομενου οτι προκειται για ιστορια φαντασιας βεβαια!Αποπνεει εναν καποιο ρομαντισμο για τις περασμενες εποχες.Ωραια, αλλα δεν μου εκανε εντυπωση.Εχεις γραψει και καλυτερες.

Link to comment
Share on other sites

"το μεγαλο boss"(σε χαλαει η λεξη "αφεντικο";Τα αγγλικα χτυπανε ασχημα)

 

Οπως σου εχουν ξαναπει ειναι καλυτερο να γραφεις τα λογια-διαλογους σε διαφορετικες παραγραφους-σειρες.

 

Σε ευχαριστώ heiron για τα σχόλια σου.

 

Δέχομαι πως πολλοί μπορεί να ενοχλούνται με τις αγγλικούρες. Κι εγώ ακόμα. Τι γίνεται όμως αν είναι ο τρόπος που διαλέγει να αποκαλεί το αφεντικό του ο αφηγητής ή άλλος ήρωας στο διήγημα; Ο Ηλίας τον αποκαλεί big boss.

 

Αλλά, θα μπορούσε να είναι και συνειδητή μου επιλογή σαν συγγραφέας, εγώ να αποκαλέσω έτσι το αφεντικό του ήρωα μου. Ποιο σκεπτικό θα έπρεπε να με αποτρέψει από το να το κάνω; Πως δεν είναι πολιτικά ή ελληνικά ορθό;

 

Ο μόνος διάλογος που έχω στο διήγημα είναι η αφήγηση του μπάρμαν νομίζω. Κράτησα τους διάλογους εντός της παραγράφου επειδή συνεχίζει να μιλάει πάλι ο ίδιος. Αν είναι κι έτσι λάθος θα το προσέξω κι αυτό στο μέλλον.

Link to comment
Share on other sites

Κοιτα,δεν φαινεται πουθενα(αν και μπορει να το υποψιαστει οποιος εχει λιγο μυαλο,σιγουρα) οτι ετσι τον αποκαλει ο ηρωας.Ειναι μερος της αφηγησης.Εσυ,ο συγγραφεας, αφηγεισαι την ιστορια.Και φυσικα δεν απαγορευεται-τιποτα δεν απαγορευεται στη φανταστικη λογοτεχνια αν το θετεις ετσι.Απλα ειναι μαλλον ασχημο κατα τη γνωμη μου.

Θα μπορουσες να αναφερεις οτι τον αποκαλουσε big boss.Προσεξε:Στην απαντηση σου ειπες big boss-που ειναι η δεκτη αγγλικη εκφραση.Στο κειμενο γραφεις το μπασταρδεμενο "μεγαλο boss".

 

Οσο για τους διαλογους εδω δεν δημιουργειται προβλημα γιατι δεν υπαρχουν μεγαλοι διαλογοι.Απλα το ανεφερα και με βαση αλλα κειμενα σου.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Πολύ ωραία ιστορία, με κράτισε από την αρχή ως το τέλος. Θα περίμενα κάποια "πρόχειρη εξήγηση" για το τί έγινε εκεί πέρα, τί γράψαν οι εφημερίδες ένα πράγμα, κλίνει ίσως λίγο απότομα. Αλλά δεν με ενόχλισε ιδιαίτερα. Πολύ καλή ιστορία, με μυστήριο αλλά και συναίσθημα στο τέλος.

 

Αυτάαα...

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..