Jump to content

FFL #2 (Rikochet vs DinoHajiyorgi vs Dain vs northerain vs Nihilio vs Guardian of the RuneRing #2 vs Iliosporos)


Naroualis

Recommended Posts

O 2ος Διαγωνισμός Flash Fiction Live είναι γεγονός!

 

 

Όπως και στον πρώτο, στις 9 η ώρα το βράδυ της Τετάρτης, 21/2/2007, όσοι θέλουν να συμμετάσχουν θα πρέπει να κάνουν add reply σ' αυτό το τόπικ. Στο reply θα γράψουν μια μικρή, αλλά οπωσδήποτε ολοκληρωμένη ιστοριούλα φαντασίας, ε.φ. ή τρόμου, χωρίς όριο λέξεων.

 

 

 

Το τόπικ θα είναι ανοιχτό μέχρι τις 10:00 μμ, δηλαδή οι συμμετέχοντες έχουν αυστηρά μία και μόνο ώρα για να γράψουν την ιστορία τους. Μπορείτε να γράψετε την ιστορία σας σε οποιονδήποτε editor (π.χ. word) χωρίς να έχετε καν κάνει login. Απλά το reply σας πρέπει να έχει ανέβει πριν τις 10:01. Στις 10:01 το τόπικ θα κλείσει και οι διαγωνιζόμενες ιστορίες θα μπουν σε poll. Η ψηφοφορία θα κρατήσει δύο μέρες, έως την Παρασκευή, 24/2, και ώρα 12:00 το βράδυ. Μετά το πέρας της εντεκάτης νυχτερινής, το poll δε θα κλείσει, αλλά πιθανοί εκπρόθεσμοι ψήφοι δεν θα καταμετρηθούν.

 

 

 

Σε περίπτωση κατάθεσης περισσοτέρων από 10 ιστοριών και σε συμφωνία με τους συμμετέχοντες υπάρχει δυνατότητα να δωθεί μικρή παράταση 12 ή 24 ωρών στην ψηφοφορία για να μπορέσουν όσοι θέλουν να ψηφήσουν να διαβάσουν τις ιστορίες με την άνεσή τους.

 

 

 

Να σημειωθεί ότι δεν έχει σημασία η ώρα που θα ανέβει η κάθε ιστορία. Σημασία έχει η αρτιότητά της, δηλαδή να έχει αρχή, μέση και τέλος και να ικανοποιεί τον συγγραφέα της ως προς το περιεχόμενό της.

 

Το θέμα του διαγωνισμού θα ανέβει σε reply 1-2 λεπτά πριν τις 9 μ.μ. κι ένας mod (προσφέρθηκε ο admin Dain) θα αναλάβει να το εμφανίσει και σε αυτό το ποστ.

 

Και για όσους αργήσουν να ανοίξουν τον υπολογιστή τους εκείνη την ώρα, συμβουλεύω να μην πτοηθούν. Η δική μου ιστορία για το 1ο Flash Fiction Live γράφτηκε μέσα σε 10 λεπτά. ;)

 

Το θέμα του 2ου Διαγωνισμού Flash Fiction Live είναι: Η Απάτη.

Οπουδήποτε, οποτεδήποτε, από οποιονδήποτε, σε οποιοδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο, αρκεί να είναι τοποθετημένη στη σφαίρα του φανταστικού (εφ, φάνταζυ, τρόμος).

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Δε βλέπω αντίδραση, οπότε Τετάρτη στις 10μμ, it is. Κάντε νοητικό μασάζ στα νοητικά σας κύτταρα και σας περιμένω αύριο το βράδυ!

Link to comment
Share on other sites

Να σας θυμήσω από απόψε στις 9, δηλαδή σε 3 ώρες περίπου θα γίνει το 2ο FFL. Be there, or be square! :tongue:

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

Το θέμα του 2ου Διαγωνισμού Flash Fiction Live είναι: Η Απάτη.

 

Οπουδήποτε, οποτεδήποτε, από οποιονδήποτε, σε οποιοδήποτε και με οποιοδήποτε μέσο, αρκεί να είναι τοποθετημένη στη σφαίρα του φανταστικού (εφ, φάνταζυ, τρόμος).

 

Για να δω μολυβάκια...

Link to comment
Share on other sites

Ο Φέχου μύρισε το ξεραμένο αίμα που κοσμούσε την πέτρινη λεπίδα του τσεκουριού του. Η μεταλλική ευωδιά σκαρφάλωσε στα ρουθούνια του και χώθηκε στο κρανίο του, σ'εκείνο το σημείο που ο πόνος δάγκωνε μανιασμένα τα νεύρα, και τον θόλωσε.

 

Ο Φέχου στάθηκε αργά-αργά. Το νέφος πίσω απ'τα μάτια του τον έκανε να ξεχάσει τις πληγές του. Πήρε μερικές ανάσες. Κοίταξε προς την έξοδο της σπηλιάς. Βήματα, βήματα, βήματα - φως.

 

Λόφος, κατηφορά - ξεχύθηκε σαν τους πετροπάνθηρες του νησιού του και έτρεξε πίσω από τον φυγά -

 

- πέντε νύχτες. Τόσες τον κυνηγούσε ο Φέχου. Η κόπωση δεν είχε καταβάλει ακόμα κανέναν απ' τους δυο τους. Μόνο οι πληγές μπορούσαν να σταματήσουν τον Φέχου - ο μπάσταρδος είχε τηλεβόλο - αλλά τώρα δεν είχαν καμιά σημασία.

 

Επιτέλους, τον πλησίασε αρκετά. Με μια καλοζυγισμένη ριξιά, το τσεκούρι προσγειώθηκε πάνω στον στόχο του. Βόγκηξε και σωριάστηκε και προσπάθησε να συρθεί, καθώς ο Φέχου τον πλησίαζε, χαμογελώντας, αλλά ο χτυπημένος ανακάλυψε σύντομα ότι δεν ένιωθε τίποτα κάτω απ' την βάση της σπονδυλικής του στήλης. Του ξέφυγε μια φωνή που έζεχνε πίκρα και θυμό.

 

Ο Φέχου γονάτισε πάνω απ' τον σωριασμένο, τον έγδυσε από οποιοδήποτε αντικείμενο είχε μείνει ακόμα πάνω του μετά το πολυήμερο κυνήγι, και τον κλώτσησε στα πλευρά, αναγκάζοντας τον να γυρίσει ανάσκελα. Τελικά γύρισε μόνο ο κορμός του - το νεκρό βάρος σταμάτησε στα μισά.

 

Ο Φέχου έβγλαε μια χούφτα σκόνη από ένα πουγκί στη ζώνη του και άρχισε να διαγράφει με αυτή, αργά-αργά, ένα κύκλο γύρω απ' το θύμα του, ψέλνοντας:

 

"Δεχτείτε την προσφορά μου Ούρουζ, Θούρισαζ, Άνσουζ, Ράιντο..."

 

Προτού προλάβει να συγκρατηθεί, ο χτυπημένος άρχισε να παρακαλάει:

 

"Μη σε παρακαλώ σε παρακαλώ δεν έκανα τίποτα δεν έκανα τίποτα δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να κυνηγάς -"

 

"...Κέναζ, Γκέμπο, Γούνγιο, Χάγκαλαζ, Νάουθιζ, Ίσα..."

 

"- όχι όχι δεν καταλαβαίνεις έπρεπε να σε απομακρύνω ΝΑ ΣΕ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΩ ήθελαν να σε απομακρύνω ήθελαν - ε-ε-εκείνοι σε έστειλαν ήθελαν να φύγεις με πλήρωσαν με πλήρωσαν ΜΕ ΠΛΗΡΩΣΑΝ ΕΚΕΙΝΟΙ -"

 

"...Γιέρα, Έιθβαζ, Πέρθ, Άλγκιζ, Σοβίλο, Τίβαζ, Μπερκάνο, Έχβαζ, Μάναζ, Λάγκουζ, Ίνγκβαζ -"

 

Ύψωσε το τσεκούρι του και ετοιμάστηκε να προφέρει το τελευταίο όνομα -

 

"- ΣΕ ΘΕΛΟΥΝ ΝΕΚΡΟ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΠΛΗΡΩΣΑΝ ΑΚΡΙΒΑ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ -"

 

- ο Φέχου κοντοστάθηκε. Τον κοίταξε.

 

"- έτσι είναι, έτσι είναι, ήθελαν να φύγεις για να μπορέσουν να περιποιηθούν και την Μάε και τους υπόλοιπους, έτσι έγινε, γι' αυτό μ'έβαλαν να τον σκοτώσω και να φύγω, ήξεραν ότι θα με κυνηγήσεις, ΜΕ ΠΛΗΡΩΣΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΓΑΜΩΤΟ, έτσι είναι, μην με σκοτώσεις, κουράστηκα να τρέχω τόσες μέρες, δεν μπορώ να τρέξω πια, δεν μπορώ να περπατήσω -"

 

"Γιατί δεν μίλησες νωρίτερα;"

 

"- ήταν πολλά τα λεφτά και μου είχαν υποσχεθεί έξοδο..."

 

"Που είναι;"

 

Ο τραυματίας του έδειξε έναν αμμόλοφο, μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά.

 

Ο Φέχου άρχισε να περπατάει προς τα εκεί.

 

"Θα με αφήσεις; Θα με αφήσεις εδώ; Δεν μπορώ να περπατήσω! Δεν μπορώ να περπατήσω ρε γαμημένε! Τον γιο σου θα αφήσεις; Θα με αφήσεις να με φάει ο ήλιος; Γύρνα πίσω! ΓΥΡΝΑ ΠΙΣΩ!"

 

Ο Φέχου γύρισε. Τα μάτια του στένεψαν.

 

Το τσεκούρι του διέγραψε ένα ημικύκλιο και προσγειώθηκε μπροστά στα μάτια του γιου του, σηκώνοντας ένα μικρό σύννεφο σκόνης.

 

Ο Φέχου συνέχισε την πορεία του προς το λόφο. Το θόλωμα του πόνου είχε σταματήσει. Πρέπει να γυρίσω πίσω. Άρχισε να ανεβαίνει, ενώ οι πληγές είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η Μάε... Κινδυνεύει η Μάε... Βήμα. Η πύλη... Βήμα. Εξαρχής ήταν λάθος, έπρεπε να το φανταστώ... Βήμα. Βήμα. Βήμα. Λίγο ακόμα... Βήμα. Έφτασα...

 

Το σώμα του Φέχου κύλησε μέχρι τη βάση του αμμόλοφου, και έμεινε εκεί. Το αίμα του γιού του είχε σχηματίσει μια κυλίδα πάνω στην άμμο λίγο πιο πέρα.

 

*

 

Το τσεκούρι είναι θαμμένο μέσα στην άμμο εδώ και αιώνες.

 

Είναι πολύ βαρετά εκεί.

 

Κάποτε το χρησιμοποιούσαν για να σκοτώνουν αγριογούρουνα και πετροπάνθηρες.

 

Μετά το πέταξαν.

 

Είναι πολύ βαρετά εκεί.

 

Του αρέσει να επινοεί ιστορίες. Για το πως βρέθηκε εκεί. Για τον κάτοχο του.

 

Είναι πολύ βαρετά εκεί.

Link to comment
Share on other sites

Το παιδί άρχισε να ουρλιάζει και να αντιστέκεται. Η αποφασιστικότητα στο βλέμμα του άντρα το είχε προϊδεάσει για τον σκοτεινό του σκοπό. Όλη την εβδομάδα κοίταζε ο πατριάρχης στον ουρανό και μουρμούραγε σκληρές προσευχές. Μετά, στο τέλος του μεγάλου ποδαρόδρομου, όταν άφησαν τα αιγοπρόβατα πίσω, φάνηκε ο ψηλός ναός στο τέλος του φαραγγιού. Και το παιδί κάτι ένιωσε παρά κατάλαβε.

 

Κάποια στιγμή κουράστηκε να το τραβάει, το έσπρωξε πάνω στα χαλίκια και του έδεσε χέρια και πόδια σαν ερίφιο. Το σήκωσε στους ώμους και συνέχισε. Τιναζόταν, έκλαιγε και παρακαλούσε. Ο άντρας είχε κάνει προ πολλού πέτρα την καρδιά του. Κατανίκησε το δάκρυ που του έκαψε το μάτι από μέσα, η ανθρωπιά του που πάσχιζε να βγει. Η ανθρωπιά του όμως δεν μετρούσε. Η εντολή του Κυρίου υπερτερούσε όλων.

 

Μπήκε μέσα στον μεγάλο ναό. Η σκιά και η δροσιά του κουκούλωσε τους δύο προσκυνητές, άντρα και παιδί, πατέρα και γιο. Οι κραυγές του παιδιού ξεσήκωσαν μια τρομακτική ηχώ μέσα στον πανύψηλο, θόλο. Σχεδόν έπεσαν μαζί στον στρογγυλό βωμό, μπροστά στο τρομερό πέτρινο είδωλο του θεού. Άφησε το παιδί πάνω στον σκούρο γρανίτη και κοίταξε τα πεταχτά μάτια του Μεγαλοδύναμου.

«Εδώ είμαι! Θα υπακούσω την εντολή σου!» φώναξε.

Μόνο άνεμος φύσηξε μέσα από τα μισάνοιχτα σαγόνια του θεού. Ήταν μόλις δέκα μέρες πριν, σε αυτό ακριβώς το σημείο που στεκόταν ο πατριάρχης της φυλής Βε όταν ο Κύριος του ζήτησε να αποδείξει την πίστη του. Θυσία τον βενιαμίν του.

 

Ο θεός τώρα έμενε βουβός. Ο άντρας έβγαλε το μαχαίρι του και πλησίασε τον βωμό. Ο θεός ήθελε πρώτα την θυσία. Θα μιλούσε μετά. Το παιδί είδε την λάμα και άρχισε να σκούζει.

«Μη μπαμπά!» φώναξε.

«Μην είσαι ασεβής παιδί μου» είπε και το τέλειωσε αμέσως. Είχε την τέχνη, δεν άφηνε τα πρόβατα του να υποφέρουν στην σφαγή. Το όριζε ο θείος νόμος. Το κρέας έτσι μόνο θεωρούνταν καθαρό.

 

Τα μάτια του αγοριού γύρισαν άσπρα καθώς του κόπηκε η μιλιά, ο λαιμός του κρουνός να βάφει τον βωμό κόκκινο. Ο άντρας σήκωσε τα ματωμένα του χέρια στον αέρα και φώναξε.

«Κύριε! Υπάκουσα στην εντολή σου! Είμαι ο αληθινός πιστός σου!»

Ο θεός παρέμεινε σιωπηλός.

 

Τον συνεπήρε μια ταραχή τον άντρα. Μια αμφιβολία. Τρίκλισε μπροστά στον φακό και ξαφνικά, μια δέσμη φωτός τον βρήκε στο μάτι. Κοίταξε ταραγμένος προς την πηγή της και πίσω από ένα κούφωμα στον βράχο είδε μια φωτεινή σχισμή. Πλησίασε και χρειάστηκε να χωθεί αρκετά βαθιά για να ανακαλύψει την πόρτα.

 

Ήταν ένα δωμάτιο, χτισμένο μέσα στην φυσική κοιλότητα του βράχου. Υπήρχαν μεταλλικές επικαλύψεις παντού γεμάτες πολύχρωμα φώτα που αναβόσβηναν κουδουνίζοντας. Υπήρχαν και καθίσματα. Ξαφνικά ακούστηκε ένα υπόκωφο βουητό, σαν ένας χείμαρρος που τον καταπίνει μια χαράδρα. Μετά έσβησε όσο γρήγορα ξεκίνησε. Άνοιξε μια άλλη πόρτα και βγήκε ένας άμουσος άντρας που ανέβαζε εκείνη την στιγμή τα παντελόνια του και έδενε την ζώνη του. Κοκάλωσε μόλις αντίκρισε τον πατριάρχη μπροστά του. Τα λευκά ρούχα του βεδουίνου ήταν κατακόκκινα από το αίμα.

 

Μια περίεργη φωνή ξεπήδησε από τα κουτιά δίπλα στα φώτα.

«Άλφα Ένα – Άλφα Ένα, έλα Άλφα Ένα. Μπαίνουμε σε τροχιά…ετοιμαστείτε για ρήψη…»

«Αα…» ψέλλισε ο άμουσος άντρας στραβοκαταπίνοντας, «Έχουμε ένα πρόβλημα…»

 

Ο πατριάρχης κρατούσε σφιχτά ακόμα το μαχαίρι του.

Link to comment
Share on other sites

I’m in a bathroom in a bar in Arizona. I look at myself in the mirror and I see my face is purple, beaten, torn and bleeding. The right side of my mouth is torn up to a permanent half-smile and my left eye is swollen shut. I’m a man who died in the last bathroom stall when two local hicks came in and kicked me to death because I was ''a fucking homo''. One of them had a switchblade and he thought that since I smiled so much he would help me with it by cutting up my face to a permanent smile. I died in his hands as his pal kicked me in chest till it caved in. He didn’t finish his job. Now I haunt this shitty bar and the people that pass through here.

This isn’t me. This is the person in the mirror. A ghost. But in this room, I am he and he is me. This is how I get in contact with them. I feel their pain, their misery, their past. I see how they died and who they where before that. At least the pieces of their life that are relevant to their current state of existence. They’re ghosts, imprints on the fabric of reality of events and feelings that transpired, twisting reality around them to something different. When something really terrible happens that ends someone’s life, it’s common for an imprint of the events to stay behind, long after the body has been buried and the blood has been washed away.

The typical explanation for ghosts as spirits that never moved on is a bit naοve, but I guess it’s relatively accurate as to their nature. We know much more about them now than we ever did before The Tempest struck across the world. It’s funny how humanity was obsessed with the undead in the form of zombies. Our imagination was captured by that particular apocalypse scenario while what awaited us was a completely different form of undeath. When the thin barrier between us and the spirit world thinned enough, every single place that had some degree of spirit residue became a node for them. The seer number of spirits, feelings, visions and energy killed millions in places all over the world. How do you know what the history of your home is? Of your favorite picnic spot, your school, your workplace? We have riddled the world with death and horrible memories to the point where everything is polluted by our hate. And when The Tempest came, all these places had a chance to show their scars, the bodies under their ground, the blood that had been shed could now once again flow freely.

 

I’m one of those that are ''sensitive''. I can feel the resonance of these places, be it strong or weak, be it an entity or just a feeling of unease in the base of your spine. I feel it tenfold and most importantly, I can stand it without going insane. And now I try to fight it. The end of the world left me with nothing, like everyone else. I might as well use my ''gift'' for something useful.

 

I was in a house I was crashing in when I discovered the mangled body of a teenager in one of the cupboards. It wasn’t real of course, it was a residue. Her mouth, a black hole that bled and no tongue in it told me how she got murdered in her home, along with her parents and little brother. She begged me to find her murderer, make her pain stop. I know that there is nothing I can do for her, that nothing can erase what happened to her but I can’t tell her that. I can’t say no. I felt the hate in that house, the insane rage of the murderer, the little boy’s fear as he hid in a closet, listening to the screams of his mother. I could see how when the closed door opened and he was dragged out, the first thing he saw was the skinned body of his mother.

 

She told me where to look. In the bathroom of that old bar down the road, lying now derelict and semi-collapsed. And that’s where I went. But the image in the mirror is no longer me and it’s no longer the face of a tormented spirit. It’s the face of my brother, looking at me with sunken eyes and a sadness that makes my heart stop and then resume, like the world stopped for a second, a beat skipped on the record of life. He puts his hand on the glass on his side of the mirror and he tries to smile, but his destroyed face can never feign a smile again. He says

''Hi bro''

And

''What’s up?''

The sound of that voice hurts me so deep inside that I drop to my knees in the dirty floor and I feel a pain in my chest.

''What, you’re not happy to see me? I’m happy to see you, big brother''

I can’t speak because my mind is being torn apart by memories and feelings that I have been hiding from myself all these years. Regret. Shame. Disgust at myself. For not being there, for not being a bigger brother to my little brother. For abandoning him like the rest of the family did.

''Yes Jack, you did abandon me. And this is what happened to me. And this is your fault and no one else’s.''

I was fooled into coming here. This happens. I've always been too trusting. Too emotional. But then again, I guess that's why I am what I am. But they can use that against you.

I can’t bring myself to look up at him. I’m not sure if he’s even there anymore. I run out of the old building and into the sunlight but I can never run away from my past.

 

In the car, I light a cigarette and weep like a child with my arms resting on the steering wheel. When I’m done, I drive out to the house.

I take the gasoline tank from the back seat and splash the gas around on the porch and the front door. I throw my lighter on it and back away as the flames engulf the front of the house. I stay at the same spot until the whole house is on fire and starts to collapse. When the only thing remaining is a pile of smoldering wood, I get in my car and drive off. I don’t look in the rear mirror.

 

Ninja Edit: Word fucked up.

Edited by northerain
Link to comment
Share on other sites

“Είσαι σίγουρος ότι θα έρθει;” ρώτησε ο Τομ τον Ντίκι, κοιτάζοντας το ρολόι της Όπερας να δείχνει ότι η ώρα έχει περάσει από έντεκα.

“Χαλάρωσε,” απάντησε ο κοντόχοντρος άντρας, “θα άργησε λίγο.”

Οι δύο μικρο κακοποιοί είχαν πιάσει επιτέλους την καλή. Στα χέρια τους είχαν πέσει κάποια κοσμήματα για τα οποία θα πλήρωνε πλουσιοπάροχα κάποιος Ερρίκος Λίμινγκ, τον αντιπρόσωπο του οποίου περίμεναν αυτή τη στιγμή.

Ο Τομ, νευρικός, έσφιξε τη σακούλα με τα κοσμήματα κάτω από το γκρίζο πανωφόρι του και προσπάθησε, μέσα από την ομίχλη που είχε πέσει στο Λάχαντρος να διακρίνει τον αντιπρόσωπο. Πρέπει να είχαν περάσει το πολύ δύο λεπτά από τη στιγμή που οι δύο άντρες μίλησαν, όταν στο χαμηλό φως από τις λάμπες που φώτιζαν τον δρόμο, είδαν μια μορφή να ξεπροβάλει από την ομίχλη και να περπατάει προς το μέρος τους. Με έκπληξη διέκριναν ότι, αντί για κάποιον από τους χοντροκομμένους ανθρώπους του υποκόσμου, απέναντί τους στεκόταν μια ψηλή, μελαχρινή και μαυροντυμένη γυναίκα.

“Ήρθα για τα κοσμήματα,” του είπε.

“Ποια κοσμήματα;” έκανε τάχα ανήξερος ο Τομ.

“Τα κοσμήματα που θέλει ο κύριος Λίμινγκ,” είπε η γυναίκα, “αυτά που κρύβεις κάτω από το σακάκι σου.”

“Το παραδάκι πρώτα,” μπήκε στη μέση ο Ντίκι.

“Οι κανόνες άλλαξαν,” είπε ψυχρά η γυναίκα, “τα κοσμήματα τώρα!”

Οι δύο άντρες γέλασαν. “Στα όνειρά σου!” της είπε ο Τομ. “Εκτός κι αν σκοπεύεις να μας πληρώσεις σε είδος,” είπε ο Ντίκι.

“Αυτό ακριβώς σκόπευα,” είπε η γυναίκα, “τα κοσμήματα για τις ζωές σας. Δε θα σας κάνουν καλύτερη προσφορά.”

Ο ψυχρός τόνος της έκανε τον Τομ να πισωπατήσει, ο Ντίκι όμως ήταν πολλά χρόνια στην πιάτσα για να φοβάται απειλές. Με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε έξω το μαχαίρι του και το έστρεψε προς τη γυναίκα.

Και τότε το σκοτάδι έπεσε.

Με ένα νεύμα της γυναίκας τα φώτα από τις λάμπες άρχισαν να πνίγονται μέσα σε σύννεφα από σκιές, ενώ από τις πλάκες του δρόμου φάνηκε σαν πλοκάμια από σκιές να βγαίνουν και να τυλίγονται γύρω από τα πόδια των δύο αντρών, τραβώντας από τα σώματά τους την θερμότητα τους.

Οι δύο άντρες, χωρίς να χάσουν στιγμή, πέταξαν τα κοσμήματα στα πόδια της γυναίκας και έφυγαν τρέχοντας, ενώ οι σκιές επέστρεφαν πίσω στις κρυψώνες τους,

 

 

Ο Ερρίκος Λίμινγκ έπινε νευρικά το κρασί του, κοιτάζοντας τη νεαρή κοπέλα που στεκόταν απέναντί του. Λίγο μεγαλύτερη από είκοσι, όμορφη και επικίνδυνη, σκέφτηκε.

“Και τι θέλουν τα αφεντικά σας από εμένα;” ρώτησε την κοπέλα ο έμπορος.

“Τα αφεντικά μου έμαθαν για την απόπειρά σας να αγοράσετε σήμερα τα κοσμήματα του μακαρίτη Λεονάρδου Κρίμπερ από δύο μικρο κακοποιούς, σε μια προσπάθεια σας να αποδείξετε ότι είστε εκτός γάμου απόγονός του και να καρπωθείτε την κληρονομιά που άφησε ο μεγάλος αυτός πολιτικός, καθώς και τον τίτλο ευγενείας που διακαώς επιθυμείτε να αποκτήσετε.”

“Και γιατί αυτό αφορά τα αφεντικά σας;” την ρώτησε ο άντρας, “υποθέτοντας πάντα ότι πράγματι πήγα να κάνω κάτι τέτοιο;”

“Επειδή κάτι τέτοιο θα έπληττε όχι μόνη την μνήμη του πρώην προέδρου, που έζησε μια υποδειγματική ζωή, όσο και επειδή θα διατάρασσε την ηρεμία της πολιτικής ζωής στο Λάχαντρος.”

“Ναι, αλλά ακόμα δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου,” της είπε ο άντρας.

Ως απάντηση η γυναίκα έριξε στο τραπέζι της τσάντα με τα κοσμήματα και του έδειξε το σήμα της μυστικής υπηρεσίας. Ο άντρας κατέρρευσε, ενώ η γυναίκα του έριξε ένα πονηρό βλέμμα και βγήκε από το δωμάτιο, παίρνοντας μαζί της τα κοσμήματα.

Καλή δουλειά Κασσάνδρα, είπε στον εαυτό της χαμογελώντας.

Edited by Nihilio
μικροδιορθώσεις
Link to comment
Share on other sites

Συγγραφέας: Απόστολος

Είδος: Τρόμου

Αριθμός λέξεων: 524

Σχόλια: Την ιδέα την είχα πριν λίγο καιρό. Την είχα ξεχάσει μέχρι που άρχισα να σπάω το μυαλό μου για να βρω μια ιδέα και οι συλλογισμοί με οδήγησαν σε αυτή τη μνήμη. :whistling:

 

 

 

 

 

 

 

 

"Είστε καλά;" ρώτησε ο αστυνομικός που μπήκε μέσα στο σπίτι. "Πού βρίσκεται η γυναίκα σας;". Ο άντρας που στέκεται σαν άγαλμα στην πόρτα, σηκώνει διστακτικά το χέρι, με κατεύθυνση προς τη μεγάλη σαλοκουζίνα του ευρύχωρου σπιτιού. Ο αστυνόμος, τρέχει προς τα εκεί, περνώντας από το πεντακάθαρο μαρμάρινο πάτωμα. Ανάμεσα στη νοητή γραμμή μου χωρίζει το σαλόνι από την κουζίνα υπάρχει μια λίμνη από αίμα. Λίγο πιο πέρα, ένα μικρό ποταμάκι οδηγεί στο σώμα της γυναίκας. Ο αστυνόμος, ειδοποιεί κατευθείαν να έρθει ασθενοφόρο και επιπλέον μονάδες. Ξέρει όμως ότι όλα αυτά είναι μάταια. Έτσι πηγαίνει να μιλήσει στον άντρα.

 

-Οφείλω να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, λέει τυπικά ο αστυνόμος. Ο άντρας τον κοιτάζει στα μάτια.

-Για ποιο πράγμα πρόκειται;

-Για τη γυναίκα σας.

 

 

"Δεν αντέχω άλλο. Αφήστε με! Δεν έκανα τίποτα! Είστε τρελοί!". Ο άντρα φαίνεται να τα έχει χαμένα. Χτυπάει τους τοίχους του αστυνομικού τμήματος με μανία, με πάθος. "Είναι αδιανόητο!" φωνάζει. Ο ανακριτής τον κοιτά με απορία και κάποιο θαυμασμό. "Είναι εκπληκτικός ηθοποιός" λέει ψιθυριστά. "Όμως τα στοιχεία οδηγούν σε αυτόν. Δεν υπήρχε κανένας άλλος που να θέλει να σκοτώσει τη γυναίκα. Μια κανονική κυρία ήταν και μάλιστα, όπως την περιγράφουν οι γείτονες, αρκετά συμπαθητική αλλά αποκομμένη από τον κόσμο. Πέρα από το γεγονός ότι βρέθηκε δολοφονημένη με κουζινομάχαιρο", σκέφτεται, "αλλά υπάρχουν τρόποι να τον κάνω να μιλήσει."

 

Ο νέος άντρας, έχει αρχίσει να τρελαίνεται. Βλέπει παντού στους τοίχους του σπιτιού του τη γυναίκα του να του φωνάζει. Να τον παρακαλά να τη σώσει. Κάθεται στο κρεββάτι όλο το βράδυ και την σκέφτεται. Νιώθει το τρυφερό της άγγιγμα να τον χαϊδεύει απαλά όπως κάποτε, στριφογυρίζει και σαν τον παίρνει ο ύπνος εφιάλτες τον ξυπνάνε με κραυγές. "Την θέλω πίσω! Την θέλω πίσω! Φέρ' την μου!". Πάει στο μπάνιο, βρέχει το πρόσωπό του, τα κατακόκκινα μάτια του, γεμάτα φόβο, γνωρίζοντας πως αύριο το πρωί, ο ανακριτής θα συνεχίσει μαζί του, θα τον χτυπήσει, θα τον απειλήσει, θα τον καταστρέψει. Θα τον εκμηδενίσει σε ποταπό, σιχαμερό σκουλήκι, μόνο και μόνο για να τον κάνει να παραδεχτεί κάτι που δεν έκανε. "Δεν αντέχω άλλο..." λέει στο είδωλό του, με μια τρεμάμενη φωνή, σα να κλαψουρίζει. "Δεν μπορώ άλλο. Δεν μπορώ". Τα μάτια του κλείνουν, γλιστράει και πέφτει. "Ας με βρουν εδώ νεκρό αύριο. Ας τελειώσει αυτό το μαρτύριο." Όμως τα παρακάλια δεν τα ακούει κανείς. Και πάντα, μετά τη νύχτα ξημερώνει.

 

"Επιτέλους! Βρήκαμε στοιχεία που τον συνδέουν με το έγκλημα. Τελείωσε. Πες του να βρει δικηγόρο. Έπεσε η αυλαία."

 

Στην καρέκλα ενός μικρού τραπεζιού, κάθεται ο άντρας, αδύνατος, γερασμένος, σχεδόν νεκρός. Το ποταπό σκουλήκι που τον ήθελε ο αστυνόμος. Απέναντί του, ένας άντρας με γκρι κουστούμι του απλώνει το χέρι. "Εγώ θα σας εκπροσωπήσω. Πριν πούμε οτιδήποτε, οφείλω να σας κάνω μερικές ερωτήσεις, να δω τη θέση σας, την άποψή σας για τα γεγονότα και θέλω την αλήθεια."

Στα μάτια του εγκληματία, βγαίνει μια σπίθα, μια ελπίδα που τον ελευθερώνει. Χαμογελά, κλείνει τα μάτια και ονειρεύεται.

 

 

"Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά. Τα χέρια μου είναι λουσμένα με αίμα. Με το αίμα της γυναίκας μου. Και καθώς κοιτώ το κουφάρι, αδειανό, χωρίς ψυχή - όπως ήταν πάντοτε- χαμογελάω. Τώρα μένει απλά να καλέσω την αστυνομία και να τους πω πως βρήκα τη γυναίκα μου νεκρή."

Edited by Guardian of the RuneRing #2
Link to comment
Share on other sites

Στο διήγημα μου ήθελα να γράψω "τρίκλισε μπροστά στον βωμό" και έγραψα καταλάθος "φακό".

Link to comment
Share on other sites

ΓΚΑΝΤΑΜΕΣ

Ήταν παντρεμένοι πάνω από 20 χρόνια και πάντα εμπιστευόταν τη γυναίκα του. Πίστευε ότι καθένας σε μία σχέση πρέπει να έχει το χώρο του και το χρόνο του. Η πίεση δεν βγάζει ποτέ σε καλό.

Όποτε γυρνούσε σπίτι όμως από τη δουλειά ή από κάποιο ταξίδι πάντα πατούσε 2 φορές δυνατά και κοφτά την κόρνα. Ήταν το μικρό του συνθηματικό.

Με αυτό τον τρόπο έκανε φανερή την παρουσία του ενώ παράλληλα άφηνε στη γυναίκα του το χρόνο της για την περίπτωση που… Σκατά! Ούτε να το σκέφτεται δεν ήθελε.

 

Μένανε σε μια τριώροφη μονοκατοικία στο Γέρακα. Είχε πάντα χώρο να παρκάρει το αυτοκίνητο κάτω από ένα μικρό στέγαστρο που είχε φτιάξει μόνος του, δίπλα στον κήπο και ακριβώς κάτω από τα μπαλκόνια της πρόσοψης.

 

Εκείνο το απόγευμα είχε σχολάσει νωρίς. Αρκετά πιο νωρίς, πρέπει να ήταν τέσσερις όταν μπήκε στην Αττική Οδό και 15 λεπτά αργότερα περνούσε την είσοδο της πιλοτής του γκαράζ και έμπαινε στο σπίτι.

 

ΜΠΙΠ… ΜΠΙΙΙΠ… Δύο δυνατά κοφτά κορναρίσματα αντήχησαν στη γειτονιά.

 

Πάρκαρε το μικρό τζιπάκι που είχε αγοράσει πριν δυο χρόνια κάτω από το στέγαστρο και έσβησε τη μηχανή.

Ίσα-ίσα είχε ανοίξει την πόρτα του και είχε μισοβγάλει το πόδι έξω όταν με ένα εκκωφαντικό θόρυβο η αλουμινένια οροφή από το στέγαστρο κατέρρευσε και έσκασε πάνω στο αυτοκίνητο, συντρίβοντας το παρμπριζ και τσαλακώνοντας την οροφή.

Χοντρά θραύσματα γυαλιού πετάχτηκαν στο πρόσωπο του.

 

Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτή την γκαντεμιά.

 

Γιατί έπεσε εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή; Αφού δεν ακούμπησε πουθενά.

Δεν μπορούσε να έχει πέσει 1 λεπτό νωρίτερα ή έστω αργότερα, να προλάβαινε τουλάχιστον να βγει έξω;

 

Προσεκτικά αποφεύγοντας κομμάτια σκισμένου μετάλλου και δοκάρια ξεγλίστρησε από το αυτοκίνητο και έκανε δύο βήματα πίσω για να εκτιμήσει την καταστροφή.

 

Ξέχασε τα πάντα μονομιάς.

 

Πάνω στο στέγαστρο βρισκόταν η γυναίκα του γυμνή, με αίμα να κυλάει από το στόμα της, τα πόδια της να σχηματίζουν αφύσικες γωνίες και το κορμί της στιγματισμένο με κάποια παράξενα σχέδια γεμάτα καμπύλες.

Πάτησε πάνω στο αυτοκίνητο και στα σίδερα της οροφής και γονάτισε πάνω από τη γυναίκα του με καυτά δάκρυα να του θολώνουν τα μάτια.

Έπιασε το σφυγμό της αλλά πριν ακουμπήσει το χέρι του στο λαιμό της ήξερε πως είναι νεκρή.

Έβαλε τα κλάματα.

 

Για τον χαμό της αγαπημένης του, για την αυτοκτονία της, γιατί δεν πρόλαβε να της πει μια τελευταία φορά σ’αγαπώ και κυρίως γιατί ο ίδιος εκείνο το πρωινό δεν είχε πάει στη δουλειά. Είχε περάσει τη μέρα στο σπίτι της φοιτητριούλας που πήδαγε τους τελευταίους δύο μήνες.

 

Είχε σκεφτεί ότι μπορεί να τον έπιανε η γυναίκα του αλλά δεν του πέρασε από το μυαλό ότι μπορεί να αυτοκτονούσε.

Απογοητευμένος κοίταξε ψηλά και ξεστόμισε κατάρες για όλο τον κόσμο.

 

Ένα κεφάλι τον κοιτούσε από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου.

 

Πνίγηκε από το κλάμα και την έκπληξη.

Αναγνώρισε τον Λίβυο κηπουρό του γειτονικού σπιτιού.

 

Τον κοιτούσε από ψηλά γεμάτος οργή στα μάτια και έκλαιγε.

 

Με σπασμένη φωνή και περίεργα ελληνικά του φώναξε:

 

-Κοίτα το γυναίκα σου! Ξέρεις τι γράφει κοιλιά της;

 

Γύρισε και κοίταξε το πτώμα της συζύγου του. Τα σχέδια που είχε δει πάνω στο σώμα της ήταν αραβουργήματα.

 

-Γράφει: «Τα πνεύματα της Γκανταμές θα τιμωρήσουν κάθε αδικία. Πόνο με πόνο, θάνατο με θάνατο.»

 

-Απατούσες γυναίκα σου, εκείνη απατούσε εσένα. Αυτό δίκαιο.

-Όταν πάτησες κόρνα, μαλάκα, είδα τα μάτια της και κατάλαβα ότι εσένα αγαπάει.

-Της άξιζε την πετάξω πάνω σου.

 

Τα γόνατά του λυγίσανε και κατάρρευσε πάνω στο γκαράζ δίπλα στο πτώμα της μοιχαλίδας συζύγου του. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν τέτοια που δεν μπορούσε να αντέξει άλλο.

 

Ώστε τον απατούσε και εκείνη;

Αλλά τι σημασία είχε πια; Ήταν νεκρή…

 

Γύρισε και κοίταξε τον Λίβυο που μπήκε στο σπίτι του και του σκότωσε τη γυναίκα αφού πρώτα την πήδηξε, με τη θέλησή της.

 

-Εσένα τι σου αξίζει;

 

Μια σκιά του φάνηκε πως πέρασε πάνω από το γρασίδι με ασύλληπτη ταχύτητα.

 

Ένα σύννεφο από άμμο και μέσα του κάτι που έμοιαζε με φτερωτή καμήλα έσερνε πίσω της ένα χαλί γεμάτο με τα πιο όμορφα σχέδια και χρώματα που είχε δει ποτέ του. Κάποιος καθόταν πάνω στο χαλί. Γιαταγάνια και μαστίγια έσκιζαν τον αέρα κινούμενα από χέρια που δεν μπορούσε να δει σε ποιον ανήκαν.

 

Όρμησαν στο μπαλκόνι του.

 

Ύστερα δύο σκιές ακόμα.

 

Μια από το σύννεφο της άμμου που έφευγε μακριά και μια από το κατακρεουργημένο πτώμα που βούτηξε από το μπαλκόνι του τρίτου και έσκασε δίπλα του με ένα βαρύ ήχο που φρόντισε να απορροφήσει το γκαζόν.

 

Το βράδυ κάποιοι από τους τίτλους των ειδήσεων ήτα

 

«Βροχή Λάσπης έπληξε Χαλάνδρι-Αγία Παρασκευή. Αναστατωμένοι οι κάτοικοι.»

 

«Μυστήριο καλύπτει την διπλή δολοφονία του Γέρακα. Ο απατημένος σύζυγος σκότωσε τη γυναίκα του και τον αλλοδαπό εραστή της. Αντιμέτωπος με ποινή δις ισόβια»

 

Μέσα στο κρατητήριο, κατηγορούμενος για την διπλή δολοφονία θυμήθηκε τότε που νέος ακόμα στην εταιρεία, έκλεψε εκείνο το τεράστιο ποσό χρημάτων που του έφτιαξε τη ζωή. Θυμήθηκε με πόση σιγουριά αρνήθηκε τα πάντα και έστρεψε τις έρευνες προς τον αθώο συνάδελφό του που τελικά καταδικάστηκε σε πολυετή φυλάκιση.

 

«Τα πνεύματα της Γκανταμές θα τιμωρήσουν κάθε αδικία. Πόνο με πόνο, θάνατο με θάνατο.»

Edited by iliosporos
Link to comment
Share on other sites

Παρακαλώ τους κ.κ. διαγωνιζομένους να σηκώσουν τα χεράκια από τα πληκτρολόγια, καθώς ο χρόνος έληξε. Να τους υπενθυμίσω τα λόγια του ποιητή: «τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα», να τους ευχαριστήσω για την προσέλευση και την προσπάθεια και να ευχηθώ - :bangin: - (εντάξει, εντάξει, πώς κάνετε έτσι για λίγη φλυαρία…)

 

Καλείται ο Dain να κάνει μια αγγαρεία ακόμη και να κλείσει το τόπικ, όσο θα παραδίδω τα πονήματα των αγαπητών συναδέλφων στην εράσμια μοχθηρία του αναγνωστικού κοινού. :Ρ

 

Το poll όπου μπορείτε να ψηφίσετε και να σχολιάσετε τις ιστορίες των παιδιών είναι:

 

 

http://community.sff.gr/index.php?showtopic=5819&hl=

 

Κι όλοι μαζί να καλέσουμε όσο περισσότερα από τα μέλη του φόρουμ να ψηφίσουν. Δεν είναι ντροπή να λες τη γνώμη σου. Ντροπή είναι να μη συμμετέχεις.

Edited by Dain
Link to comment
Share on other sites

To τόπικ κλείνει. Η συνέχεια στο Poll όπως είπε παραπάνω η Ευθυμία. :)

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to FFL #2 (Rikochet vs DinoHajiyorgi vs Dain vs northerain vs Nihilio vs Guardian of the RuneRing #2 vs Iliosporos)
Guest
This topic is now closed to further replies.
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..