Balidor Posted March 6, 2007 Share Posted March 6, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Δημήτρης Balidor Κουτσομιχάλης Είδος: Whatever (όποιος καταλάβει ας μου πει (στο τέλος θα γίνει λίγο φαντασίας παντος) Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων:δεν μέτρησα .... μικρά πάντως ! Αυτοτελής; Οχι (2 πρώτα μέρη ... επίσης τις παραθέτω έτσι χώρια, όπως ακριβώς τις έγραψα) Σχόλια: Χαρακτηριστικό είδος από τις βλακείες που γράφω πάντα... (αν υποθέσουμε οτι γράφω) ΜΕΡΟΣ 1ο ! Δεν σε αφήνω ρε γαμώτο. Ο Μηνάς αγγίζει το ποτήρι με το ουίσκι και αφήνει το μυαλό του να σκέφτεται, τι θα τις έλεγε. Του έχουν λείψει οι στιγμές που την συμπληρώνει λίγο πριν τελειώσει μια πρόταση! Τώρα τελειώνει μόνος του τις προτάσεις μέσα στο μυαλό του. Τα παγάκια σπάνε με έναν από ήχο μέσα στην αλκοόλη του ποτηριού, ξυπνάνε τις αισθήσεις του για ζωή. Ούτε το ποτό δεν τον αφήνει σε ηρεμία, τείνει σε θόρυβο η γαλήνη μέσα στο μυαλό του. Βλέπει στο κρεβάτι του έναν καθρέφτη ξαπλωμένο. Προχωρά προς το κρεββάτι, χαλαρά γέρνει το σώμα του προς το κρεββάτι έτσι ώστε να διακρίνει την αντανάκλαση του εαυτού του μέσα στον καθρέφτη. Γιατί ξέρει... δεν αντανακλάτε η μορφή του πάνω στο γυαλί αλλά μέσα από αυτό. Κάποιοι αν τον άκουγαν να λέει ότι βλέπει τον εαυτό του με με ένα τσιγάρο, το ουίσκι από την άλλη, με την φόρμα και ένα φανελάκι όπως τώρα δεν θα τους φαινόταν περίεργο. Το περίεργο είναι ότι είναι βρίσκεται σε ένα χιονισμένο τοπίο, από πίσω του ένα βουνό, καλυμμένο από πυκνό πάγο που έχει μια γαλάζια χροιά χρώματος κάτω από τα δύο μεθυσμένα φεγγάρια του χειμώνα. Το ποτήρι γλιστράει από τα χέρια του καθώς χαζεύει από μέσα τον εαυτό του να χαμογελά, παγωμένος του γλιστρά κι αυτού το ποτήρι. Το μεθύσι είναι, πεπεισμένος κάνει το σώμα σώμα του να αλλάξει κατεύθυνση 180 μοίρες και να κινηθεί προς τον καναπέ. Αφήνει τον καθρέφτη και ξαναπιάνει τις σκέψεις του, μία προς μία. Θέλει να τις πει ότι από την στιγμή που την αγαπά, όλα τα άλλα είναι ένα τίποτα, αστρική σκόνη στα μονοπάτια του χρόνου. Ο εαυτός του πια μοιάζε με μπάλα μπάσκετ που κατρακυλά στον κατήφορο, κατήφορο των σκέψεων και δεν ξέρει πως να αντιδράσει. ταλαιπωρεί το μυαλό του με εφιάλτες που τους ζωντανεύει επίτηδες, για να βασανίσει το εγώ του. Θέλει να την πάρει να τις πει ότι είναι δύσκολο να πιστέψει τα λάθη και να αγαπήσει κάθε ψέμα. Είναι δύσκολο να ξέρεις ότι μέσα από το ψέμα πηγάζει ζωγραφισμένη η αλήθεια, είναι κατάρα των καλλιτεχνών αυτή ξέρετε. Μέσα από ένα παραμύθι βγαίνει το πάθος ίσως και ο φθόνος, η αγάπη και το ψέμα. Και οι άνθρωποι, φτιάχνουμε αληθινά ψέμματα για να ζούμε πιο έντονα την κάθε στιγμή μας. Πάραυτα λατρεύει την θλίψη και την απόρριψη, είναι κι αυτά μέρος της καλλιτεχνικής του ιδιοτροπίας σηκώνει το ακουστικό και την παίρνει τηλέφωνο... Μέρος 2ο -Παρακαλώ; -Ποιος είναι; (Ακούγεται μια αντρική και γνώριμη φωνή) -Φίλε εσύ πήρες, πες μου ποιος είσαι. -Εγώ είμαι ο Μηνάς εσύ ποιος είσαι; -Κι εγώ ο Μηνάς είμαι. -Τι λες ρε φίλε, δώσε μου τη... (πριν προλάβει να πει το όνομα της τον διακόπτει ο τύπος που είναι στην γραμμή) -Ξέρεις κάνει κρύο εδώ... -Στα αρχίδια μου τι κάνει εκεί ... δώστη τώρα. Το τηλέφωνο κλείνει, ξαναπαίρνει και μια κυρία κυρία ακούγεται στο βάθος να λέει: "Ο αριθμός αυτός που καλείται δεν υπάρχει, ελέγξτε ξανά τον αριθμό ή τον τηλεφωνικό κατάλογο" Ένα περίεργο συναίσθημα τον κάνει να αναρωτιέται γιατί η κοπέλα στο φωνητικό μύνημα τον ειρωνεύεται. Ένας μυστήριος τόνος στην χροιά της φωνής της, του λέει πόσο χαζός είναι που δεν "νιώθει" την αλήθεια. Το δωμάτιο (δυστυχώς γι αυτόν) παραμένει ίδιο, τα παράθυρα κλειστά. Κοιτάει το μπουκάλι ουίσκι που είναι με ευγένεια ακουμπισμένο στο πάτωμα δίπλα στον καναπέ. Οι μύες στο σώμα του κάνουν παράπονα και με σπασμούς θέλουν να του δείξουν ότι θέλουν να αγγίξουν το μικρό μισοάδειο (ίσως μισογεμάτο) μπουκάλι χαράς και ξενοιασιάς ! Πιάνει το τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης: *τζζζ - Φαίνεται να μην υπάρχουν θύματα, αλλά πολλές δεκάδες τραυμ.... *μπβζιτ - Ο Γιάννης Παρταούλας θα μας τραγουδήσει το "Μωρό μου σαμπρέλα,σε τυλίγω με κορδέλα" και θα μας.... *μπβζιτ - Τώρα και μόνο για μισή ώρα ΜΟΝΟ με 89.99 Ε το στεγνωτήριο-ψησταριά-αντιβίωση και ψυγείο ΟΛΑ ΣΕ ΕΝΑ έρχεται κατευθ... *τζζζ Σκατά, πιάνει το μπουκάλι... θα κάνει και σήμερα το δικό του σόου, στο μυαλό του. Τόσα βράδια μονάχος και δεν έχει προσελκύσει κόσμο στο σόου του, όλο εφιάλτες ενοχές και κάνα ζευγάρι από τύψεις κάθονται στα πίσω καθίσματα στην σκηνή ... ψιθυρίζουν ... κρυφογελάν ... και πετάνε ποπ κορν μπροστά στις άδειες θέσεις. Στο διάλειμμα, λίγο πριν την κορύφωση του έργου έχουν φύγει και πλέον μόνος του στην σκηνή δίνει τον καλύτερο του εαυτό. Μονάχα τα δοκάρια και οι τοίχοι άμα είχαν συναισθήματα κάθε βράδυ θα έκλαιγαν μαζί του, θα χειροκροτούσαν τον καλλιτέχνη. Αυτά, η σχεδόν μόνιμα αναμμένη τηλεόραση μπροστά στον καναπέ, τα πεταμένα περιοδικά στο πάτωμα και το άδειο ποτήρι, το οποίο αποτελεί και το ταμείο για το θέατρο του παραλόγου. Οι ηθοποιοί ξέρετε είναι σαν τα μηχανήματα, κάνουν πολλά πράγματα, σε κάνουν να δακρύσεις, να γελάσεις... θα χορέψει και θα τραγουδήσει. Ο ίδιος όμως μπορεί να μην νιώθει τίποτα απ' όλα αυτά. Η τέχνη ξέρετε πολλές φορές μοιάζει με το κυνηγητό που παίζει η μέρα με την νύχτα. Η τέχνη χάνεται και βρίσκεται στην ψυχή του καλλιτέχνη και κάνει κύκλους, διαδρομές αστικών λεωφορείων, πέρα δώθε. Ένα αλισβερίσι μεταξύ θεατή και θεάματος. "Καληνύχτα" κλείνει την τηλεόραση. Ξαπλώνει στο καναπέ ο οποίος είναι τοποθετημένος στην μέση ενός από τους 4ς τοίχους του στούντιο που ζει. Είσοδος ελεύθερη, όλοι είσαστε καλοδεχούμενοι, έχουμε απόψε μπουφέ και άνθρωπο να ανοίγει την πόρτα. *** Το σκηνικό διαφορετικό,ένας παλιός πύργος από κάποιο χωριό και ο ουρανός χωρίς κέφια απόψε. Αυτός μπροστά στη είσοδο χαζεύει ψιλά, ένα αμάξι σταματάει μπροστά του. Η πόρτα ανοίγει ελάχιστα τόσο ώστε να χωρέσει το μικρό λεπτοκαμωμένο της πόδι. Η κόκκινη γόβα αγγίζει το έδαφος, η καρδιά του αφήνεται και γίνεται ένα με το χώμα που πατά. (to be continued) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Balidor Posted April 30, 2007 Author Share Posted April 30, 2007 Μέρος 3ο ! Η φωνή της λίγο απρόσιτη, κρύα αλλά με μια δόση στοργής. - Τι ήταν αυτά που μου έλεγες στο τηλέφωνο ; Ο Μηνάς χαμηλώνει το βλέμμα του, και εκεί που χάζευε τον γαλήνιο ουρανό του φάνηκε να χαζεύει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της… Αγγελικό όπως πάντα, έτσι και τώρα! - Συγνώμη αλλά ήμουν χαμένος λίγο… - Πάλι πίνεις, έμοιαζες σαν να μίλαγες σε κάποιον άλλον, σαν να μίλαγες σε σένα. - Σου ζήτησα συγνώμη... - Μάλλον πρέπει να την ζητήσεις στον εαυτό σου… Πριν προλάβει να αρθρώσει μια λέξη, με το χαρακτηριστικό ύφος της μητρικής φροντίδας τον διακόπτει… - Δεν πειράζει, σε αποπήρα, πάμε πάνω στο μπαλκόνι να τα πούμε καλύτερα ; Θα ήθελες ένα τσάι; Τα σκαλιά στο παλιό μανιάτικο πύργο όπως πάντα του θυμίζουν την σκληράδα των παιδικών του χρόνων, σκέψεις χαμένες και αναμνήσεις πνιγμένες από το αλκοόλ! Κάθε σκαλί και μια ανάμνηση, σαν σκορπισμένες φωτογραφίες στο πάτωμα. Σαν ένα άδειο δωμάτιο με κεράκια που τρεμοπαίζουν. Έτσι είναι οι αναμνήσεις, το κερί λιώνει, τα χρόνια περνούν, οι αναμνήσεις σβήνουν και εκείνα που σε πονάνε συνήθως σβήνουν τελευταία. Είναι δύσκολο να θέλεις να σβήσεις την φλόγα με το αλκοόλ, στην αρχή φαίνεται να χάνετε το φως της και να νικά το σκοτάδι, αλλά όταν το αλκοόλ νικήσει τότε νιώθεις τα σωθικά σου να σε καίνε και να σε πνίγει ο καπνός του δωματίου. Οι σκέψεις σαν χίμαιρες δημιουργημένες από αλκοόλ και την ενόρμηση της αυτοκτονίας σε κυνηγάνε στα σκοτάδια του δωματίου! - Μηνά, με ακούς; Η φωνή της τον ξύπνησε πολύ ευγενικά, και έκανε για δεύτερη φορά μέσα σε μισή ώρα, το βλέμμα του, από το πουθενά να ταξιδεύει στις καμπύλες και το χρώμα του δέρματός της. Και συνεχίζει… - Με στεναχωρει το γεγονός ότι δεν προσέχεις τον εαυτό σου, ακόμα και στην δουλειά σου δεν τα πας καλά. Χάνεσαι συνέχεια και πολλές φορές ασυναίσθητα μιλάς σε πρόσωπα που δεν υπάρχουν. - Ξέρεις, έχεις δίκιο, αλλά νιώθω …. Το βλέμμα του ξαναστρέφεται στην παραλία, περίπου εκεί που χάζευε και πρίν. Αυτήν την φορά κάπου πιο συγκεκριμένα. Σε ένα συγκεκριμένο σημείο, μια μικρή λάμψη του κέντρισε την προσοχή. Σηκώνεται αφήνει απαλά την λέξη «Συνγώμη» να βγει από τα χείλη του, κάνει λίγο πίσω την καρέκλα, και ξεκινά προς την παραλία. Με την απροσεξία του χτυπησε το πόδι του τραπεζιού και λίγη ποσότητα απο το τσάι χύθηκε στο τραπεζάκι. Σαστισμένη εκείνη, κοιτάει τις λίγες κηλίδες απο το τσάι στο τραπέζι. Έτσι γίνεται συνήθως, ξεκινάει με λίγες κηλίδες και κάποια στιγμή το ποτήρι της αγάπης έχει μείνει μισοάδειο, μένει λίγη ποσότητα η οποία αρκεί για να νοιάζεσαι για τον άλλον. Μια μικρή ποσότητα που απλά σε κάνει να μην ξεκόψεις. Σταγόνα σταγόνα χάνεται όμως κι αυτό το λίγο στον χρόνο και δεν μένει τίποτα. *** Τα σκαλιά λιγόστεψαν και μόλις πέρασε την πόστα του πύργου κοιτάει προς την παραλία και διακρίνει ότι η μικρή, τσαχπίνα και περίεργη λάμψη είχε και παρέα ... πλέον ήταν παραπάνω από 5 και με κάθε βήμα του αυξάνονταν, μερικά μέτρα από την παραλία φάνηκε ξεκάθαρα οτι ήταν η αντανάκλαση του ήλιου που ευγενικά χαίδευαν οι αχτίδες του πάνω σε μερικά μπουκάλια, τα οποία τα έφερνε το ταξιδιάρικο κύμα και τα άφηνε στην παραλία του επειδή δεν είχαν χτυπήσει εισιτήριο ! Φτάνει εκεί που το κύμα πλέον ακούμπαγε μερικά δάκτυλά του. σκύβει λίγο την μέση του, μέσα στην ζαλάδα της απότομης κίνησης διακρίνει ένα χαρτάκι στο μπουκάλι μπροστά του, άλλο ένα και στο επόμενο, όλα είχαν μέσα μικρά χαρτάκια. μερικές χιλιάδες μπουκάλια με ελπίδες φυλαγμένες, είχαν αράξει σε μια απόσταση 50 μέτρων. "Κοίτα με, υπάρχω" "Μην με ξεχνάς" "Είμαστε κι άλλοι" "Απέναντι μέσα από το γυαλί" "Θα σου μιλάμε συνέχεια" "Χαχαχα, τι πας να κάνεις ρε" Συνέχισε όλο το απόγευμα να διαβάζει τα χαρτάκια. Παρακλήσεις, όνειρα, αναφορές σε καταστάσεις και απειλές, όλων των ειδών τις σκέψεις, γραμμένες γι αυτόν, μίλαγαν για την ζωή του και ήταν γραμμένα όλα με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα ! *** Πίσω στο στο μικρό πύργο μαζεύει τα πράγματα να γυρίσει Αθήνα... ενα μύνημα πάνω στο τραπεζάκι με τα γράμματα της - Όταν συνέλθεις τηλεφώνησε μου Με τον χαρακτηριστικό ήχο του φερμουάρ και το σακουβαγιάζ γεμάτο στον ώμο του κατεβαίνει τα σκαλιά εκείνα με τις αναμνήσεις και πάει προς το αυτοκίνητο του, το παλιο φιατάκι, ανάμεσα στον λεβιέ των ταχυτήτων και το χειρόφρενο ένα δοχειάκι μεταλικού χρώματος έχει μέσα του θαμμένη την ελπίδα του για λύτρωση. Με ένα κλίκ ανοίγει το ράδιο σε έναν σταθμό που ήδη υπήρχε αν και δεν τον ένοιαζε πολύ. Fragile Dreams απο τους αγαπημένους του Anathema, τι σύμπτωση, έτσι ξεκινάει πάντα την εκπομπή του. "Καλησπέρα, κι απόψε μαζί σας ο Μηνάς Παπαγεργούλης, συντροφιά..." και αμέσως κλείνει το ράδιο.... δεν γίνεται αυτό..... ΑΥΤΟΣ είναι στο ράδιο.... Μέρος 4ο ! Τα προηγούμενα μέρη βρίσκονται σε παλαιότερα πόστ παρακάτω Συνέχεια.....: Επόμενο τραγούδι .... "Φωτιά μου εσύ κι αέρας, στο σύνορο τούτης της μέρας... την φλόγα σου δώσ' μου, και γίνε μου φως μου, χρυσόμαλλο δέρας ... το γέλιο σου δωσ' μου, και γίνε του κόσμου, το πέρας" Βράδυ πλέον του έκανε παρέα ο εαυτός του σαν μια ηχογραφημένη εκπομπή, τον ακούει να λέει για άλλα μέρη, χιονισμένα τοπία, σπίτι με τζάκι, αγκαλιά με ανθρώπους που αγαπά και πρόσωπα που λατρεύει. Ο εαυτός του που του μιλά είναι κάπου πενηνταπέντε, με παιδιά και σταθερή δουλειά. Ένας άλλος εαυτός, ένα όνειρο, στόχος, επιθυμία αλλά και πίνακας ακριβός, που δεν πρόκειται ποτέ να αγοράσει. Του αφιερώνει τραγούδια, του κρατάει παρέα και του ομολογεί πως η μόνη του παρέα είναι πλέον τα φώτα της Εθνικής Οδού Τριπόλεως - Αθήνας. Οι μεγάλες κολόνες σώματα γυναικεία, τις έφερναν κοντά του, τα χιλιόμετρα που έγραφε το κοντέρ και μετά τo έσκαγαν και χάνονταν στο σκοτάδι... σαν τις γυναίκες που ξάπλωσαν για ένα βράδυ μαζί του. Σαν χορεύτριες με καλλίγραμμα κορμιά τοποθετημένα στην σειρά μέσα στα 3 τετραγωνικά μέτρα σανίδι, να υπνωτίζουν τον αντρικό πληθυσμό ενός μπαρ σε ένα σκοτεινό στενάκι κάπου στου Ρέντη. Του κάνουν νοήματα όλο τσαχπινιά και νάζι, του τραγουδάνε και του χορεύουν... "Θα πω ένα τραγούδι, σήκω να το χορέψεις... τα μάτια να μου κλέψεις, για πάντα πριν χαθώ". Ο ρυθμός του ρεφρέν λύνει τον μανδύα που κράταγε τα μάτια του κλειστά. Η μελωδία μεταμορφώνει τις φθηνές λάμπες της δημόσια εταιρίας ηλεκτρισμού στα ξανθά της μαλλιά και ο νους του ένας ραδιοφωνικός παραγωγός που της αφιερώνει τραγουδάκια. Το χέρι σαν κισσός που έπιανε το τιμόνι, τώρα διψάει και απλώνει τα κλαδιά του προς το μικρό ατσάλινο μπουκάλι που περιέχει μια σημαντική ποσότητα από ουίσκι... το πιοτό του, το βάλσαμο και μοναδικό μέσο να μην ακούει τα "Σε μισώ", "Μου λείπεις", "Είναι ωραία εδώ", "Θέλω να την ξανακερδίσω" που ακούγονται από τα ηχεία του αυτοκινήτου. Λέξεις από το ίδιο του το στόμα. - Σου λείπει έτσι; - Αφόρητα. (Ο καθρέφτης μαρτυράει την μορφή που του έκανε την ερώτηση. Στον ίδιο καθρέφτη δύο ίδια είδωλα, το ένα τόσο όμοιο αλλά συνάμα και αντίθετο του άλλου. Στο πίσω κάθισμα, πιθανότατα βρίσκεται η φωνή της παρηγοριάς, της παραφροσύνης...) - Τι σου λείπει πιο πολύ; - Αυτή (με αυτήν την απάντηση ένα νευρικό γέλιο απλώνεται από το πίσω κάθισμα σε όλη την καμπίνα του αυτοκινήτου.) - Δεν είσαι ικανός να την κερδίσεις. (Μάλλον τελικά να κάθεται πίσω του το φάντασμα της αυτοκριτικής) - Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν μπορώ να την ξανακερδίσω; - Να σου απαντήσω με μια ερώτηση... Μπορείς να ζήσεις κανονικά; (Κοιτάει από τον καθρέφτη, ίσως και να είναι η φροντίδα της συνείδησης) - Μάλλον όχι, μπορεί και ναι! - Εντάξει τότε... κοίτα μπροστά σου... (τελικά ίσως να είναι ο άγγελος του θανάτου του....) - Τουλάχιστον ας της έλεγα ένα "αντίο". Τα φώτα από τις κολόνες φαίνονται αδύναμα μπροστά σε αυτά του μεγάλου βυτιοφόρου που πλησιάζει. Τελευταία εικόνα στα μυαλό του, εκείνη... (to be continued) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.