DinoHajiyorgi Posted March 10, 2007 Share Posted March 10, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Ντίνος Είδος: Λαϊκή Φαντασία Βία; Όχι Σεξ; Όχι Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Θα ταίριαζε στον διαγωνισμό σουφουφίτικου διηγήματος Μαρτίου για τον Χορό, σαν παλιό όμως διήγημα το έβαλα εκτός, αντί άλλου. Μπορείτε να το συγκρίνετε με την επίσημη συμμετοχή μου και να κρίνεται την απόφαση μου. Ένας μουντός ουρανός στεφάνωσε την άγρια βουνοπλαγιά. Ο Γιάννης γλίστρησε στους πρόποδες, ανάμεσα στα δένδρα, και αντικρίζοντας το ποτάμι ακολούθησε την διαδρομή του νερού μέσα από απόμακρα, σκιερά και μυθικά σκηνικά. Παρασυρμένες φυλλωσιές, παραμορφωμένα βράχια, ύποπτα γέρικα δένδρα στοίχειωσαν το πέταγμα του. Το νερό έσπασε σε ρυάκια, ξεπρόβαλε ο πάτος του στον ήλιο, χάθηκε το μυστήριο. Πέρα περίμενε το χωριό, κόκκινες σκεπές, πράσινες αυλές, χαλικοστρωμένα δρομάκια. Ήξερε πως ονειρευόταν αλλά αυτό δεν τον καθησύχαζε. Στάθηκε στην πλατεία του χωριού μόνος, καρφωμένος από το απελπιστικό βλέμμα του αχυράνθρωπου. Το ομοίωμα κρεμόταν από το μοναδικό δένδρο ταλαντευόμενο στον άνεμο, με το τεντωμένο του σχοινί να τρίζει μουσικά στην αφύσικη ησυχία. Από μια γωνία εμφανίστηκαν βουβά κάποια παιδιά με αναμμένες δάδες στα χέρια. Έβαλαν φωτιά στον αχυράνθρωπο και άρχισαν να κάνουν κύκλους γύρω από το δένδρο. Τον έπιασε τρελό χτυποκάρδι. Άρχισε να τρέχει πανικόβλητος. Έφτασε στην βρύση, στάθηκε αποσβολωμένος μπροστά σε μια μάζωξη από κοπέλες του χωριού που γέμιζαν τις στάμνες τους. Ενοχλημένες παραμέρισαν να αποκαλύψουν μιαν άλλη, μιαν άγνωστη που στεκόταν εκεί, δίπλα στον κρουνό, το πρόσωπο της καλυμμένο με μια κόκκινη μαντίλα, τα μακριά, ξανθιά μαλλιά της χυτά στην πλάτη. Την πλησίασε επιφυλακτικός, κατεχόμενος από φόβο και περιέργεια μαζί. Η κοπέλα γέμισε μια πήλινη κούπα με νερό από την βρύση και του την προσέφερε, κρατώντας το κεφάλι της πάντα χαμηλωμένο. Σαν υπνωτισμένος ακούμπησε την κούπα στα χείλη του καθώς εκείνη σήκωσε το βλέμμα της και σιγά-σιγά του αποκάλυψε το πρόσωπο της. Το δοχείο γλίστρησε από τα χέρια του, έπεσε αργά και ατελείωτα προς το πλακόστρωτο όπου έγινε και θρύψαλα. Ο Γιάννης άνοιξε τα μάτια του, είχε ξυπνήσει. Το φως της αυγής γέμισε την κρεβατοκάμαρα του. Έμεινε για λίγο ακόμα ξαπλωμένος να αφουγκράζεται τις καμπάνες της εκκλησίας. Διπλωμένο πάνω σε μια καρέκλα ήταν το κοστούμι του. Ο αδελφός του παντρευόταν σήμερα. Φαγητό, κρασί και κέφι χρωμάτισαν την πλατεία, έδιωξαν από την θύμηση του παλικαριού το ζοφερό όνειρο. Ο Ηλίας, ο γαμπρός, έσυρε τον χορό με την νύφη από δίπλα, όλη η σύναξη χαμένη στη μέθη του τσάμικου που ύφαιναν οι οργανοπαίκτες. Η Άννα γύρισε στην ξαδέρφη της και τσούγκρισε τα ποτήρια τους. «Άντε Ανάστω μου, να τον χαίρεσαι τον λεβέντη σου και σύντομα μια καλή νύφη και για τον Γιάννη σου.» Η μάνα γύρισε και κοίταξε τον γιο της, τον Γιάννη, που έμοιαζε σαν μαγεμένος όπως παρακολουθούσε το γλέντι. «Ευχαριστώ ξαδέρφη, ευχαριστώ. Αν και δύσκολο το βλέπω για τον μικρό.» «Γιατί καλέ; Κοτζάμ άντρας έγινε πια!» «Δεν ξέρω, μάλλον νωρίς είναι. Το κεφάλι πετάει αυτουνού. Όλο στα σύννεφα είναι ο νους του.» «Μην είναι νεραϊδοπαρμένος;» Η Ανάστω άρχισε να φτύνεται και να σταυροκοπιέται. «Φτου, δάγκωσε την γλώσσα σου κακόμοιρη!» αναφώνησε ενώ η ξαδέρφη της γέλασε καλόβουλα. Ο παπάς πρόσεξε τον Γιάννη που μελετούσε τις κοπέλες του χωριού που χόρευαν. Τις κοίταζε μία-μία σαν να έψαχνε να αναγνωρίσει κάποια. Ο ιερωμένος έσκυψε προς το μέρος του νέου. «Σ’αρέσει κάποιο από τα κορίτσια μας Γιάννη μου;» Ο νέος κοκκίνισε και ο παπάς γέλασε καλόκαρδα με την αμηχανία που του προκάλεσε. Γέμισε τα ποτήρια τους κρασί. «Έλα παιδί μου. Στην υγεία και ευτυχία του Ηλία, και στα δικά σου σύντομα. Ο Θεός να καθοδηγεί τις βουλές σου.» «Έχω να προσέχω την μάνα μου τώρα παπά μου.» «Όλα είναι μέσα στα σχέδια του Κυρίου. Μην σκιάζεσαι. Η αγάπη χωράει τους πάντες και τα πάντα.» Μέσα στο γλέντι εμφανίστηκε άντρας περίεργος με τρελό μάτι, ρούχα τσαλακωμένα και σκονισμένα, χαζογελώντας, κάνοντας γκριμάτσες, χαμένος ο ίδιος στο δικό του, ιδιωτικό πανηγύρι. Η Άννα τον έδειξε στην ξαδέρφη της. «Να ένας νεραϊδοχτυπημένος» Η Ανάστω σταυροκοπήθηκε ξανά. «Μόνο αυτός ο φουκαράς μας έλειπε» είπε. Ο τρελός πλησίασε το μεγάλο τραπέζι και στάθηκε απέναντι από τον Γιάννη. Άρχισε να κάνει νοήματα και να βογκάει σαν μουγκός. Ο Γιάννης του πρόσφερε ένα ποτήρι κρασί. Ο τρελός γέλασε ευχαριστημένος και άδειασε το ποτήρι στα χείλη του αποζητώντας να ξεδιψάσει. Εκείνη την στιγμή τελείωσε ο χορός και ο Ηλίας γύρισε και βροντοφώναξε. «Αδέρφι! Έλα παίξε την φλογέρα σου. Παίξε να χορέψω! Έλα σήκω πάνω!» Ο κόσμος χειροκρότησε για να ενθαρρύνει τον νέο. Ο Γιάννης σηκώθηκε και πήγε δίπλα στους άλλους οργανοπαίχτες. Κανείς δεν πρόσεξε τον τρελό που άπλωσε το χέρι του και πήρε το ψωμομάχαιρο από το τραπέζι. Αποχώρησε το ίδιο απαρατήρητος την ίδια στιγμή που ο Γιάννης ακούμπησε την φλογέρα στα χείλη του. Το παιδί είχε ταλέντο, από πολύ μικρός. Το απέδειξε για άλλη μια φορά παίζοντας με μαεστρία, γλυκαίνοντας τις ψυχές των παρευρισκομένων. Η μουσική της φλογέρας πέταξε βαθιά στο δάσος, τάραξε τα νερά μιας πηγής. Αιθέρια φιγούρα αναδύθηκε μέσα από τα παιχνιδίσματα του ήλιου πάνω στα νερά και η Λάμια άρχισε να περιστρέφεται και να χορεύει ανάμεσα στους θάμνους και τα δέντρα, φευγαλέα ανάμεσα στο φως και την σκιά. Τα μακριά ξανθιά μαλλιά της έσβησαν το πρόσωπο της, το φόρεμα της άλλαξε χρώματα σχίζοντας τον αέρα. Ο Γιάννης κράτησε τα μάτια του κλειστά βυθισμένος με κατάνυξη στο παίξιμο του. Η μουσική του τον γέμισε με χαρά, ένιωσε να τον ανυψώνει. Πάνω στα κεραμίδια ενός σπιτιού κάθισε ο τρελός σταυροπόδι, απασχολημένος να προσπαθεί να σκαλίσει με το μαχαίρι ένα καλάμι, να φτιάξει μια φλογέρα. Το ταραγμένο του βλέμμα ταξίδεψε προς την βουνοκορφή ψηλά πάνω από το χωριό. Εκεί, η Λάμια περιστρεφόταν όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο μανιασμένα ξεσηκώνοντας έναν στρόβιλο από φύλλα, λουλούδια και χόρτα. Ο Γιάννης ένιωσε μια νέα, ξένη παρουσία μέσα στο κεφάλι του και σταμάτησε ξαφνιασμένος. Άγρια, πονεμένη κραυγή αναδύθηκε από το δάσος. Ο τρελός άφησε το μαχαίρι και το καλάμι να πέσουν από τα χέρια του και σκέπασε τα αφτιά του τρομαγμένος. Η γυναίκα ανασηκώθηκε ανήσυχη και αφουγκράστηκε την νύχτα. Την είχαν ξυπνήσει τα βελάσματα από το μαντρί. Έσπρωξε την πλάτη του άντρα της, τον έβγαλε από τον ύπνο του. Του έκανε νόημα να ακούσει. Το χειμαδιό ήταν ανάστατο από πανικόβλητα βελάσματα. Ο τσοπάνος ένιωσε να παγώνει η καρδιά του. Εκείνες οι κραυγές προμήνυαν μόνο κακά μαντάτα. Λύκος ή αρκούδα μπορούσαν να είναι η αιτία τους αν και ήταν καιρός που είχαν συναντήσει κάποιο από τα δύο. Σηκώθηκε με σφιγμένο το στομάχι, πήρε τον φανό και το τσεκούρι και βγήκε έξω στο σκοτάδι. Το κοπάδι ήταν μαντρωμένο μέσα στο φυσικό βαθούλωμα ενός βράχου. Θαρρείς και έπεσε ησυχία στο πλησίασμα του άντρα. Υπήρχε όμως μια περίεργη αίσθηση στον ψυχρό αέρα, πίκριζε το χνώτο του τσοπάνου. Υπήρχαν τρία-τέσσερα πρόβατα σωριασμένα στο έδαφος, ακίνητα, άψυχα, γύρω από τα οποία είχαν αποτραβηχτεί τα υπόλοιπα ζώα με τον τρελό φόβο φανερό στο φως του φανού. Τα πεσμένα ερίφια ήταν νεκρά χωρίς όμως σημάδια βίας πάνω τους. Ο τσοπάνος έσκυψε από πάνω τους σκιαγμένος προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί όταν ένιωσε τις τρίχες στον σβέρκο του να σηκώνονται όρθιες. Γύρισε ταυτόχρονα να δει και αμέσως το μετάνιωσε. Το χτικιό γλίστρησε φευγαλέα στο φως του φανού του, ήταν όμως αρκετό για να νιώσει τον τρόμο να μπήγει τα νύχια στην ψυχή του. Ούρλιαξε και στην φυγή του τσακίστηκε πάνω στον φράχτη του μαντριού. «Άκου Γιάννη, με ειδοποίησε ο ξάδελφος από το χειμαδιό και…υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Έχουν αρρωστήσει κάμποσα ζωντανά και θ’ ανέβει ο γιατρός πάνω. Θέλω να πας και συ να δεις τι γίνεται. Να ’χουμε και εμείς κανένα μάτι στην κατάσταση γιατί ξέρεις τον ξάδερφο τώρα. Εγώ δεν θα ξεμπλέξω από Αθήνα τόσο γρήγορα και θέλω να επιβλέψεις λίγο την κατάσταση. Πήγαινε, άκου τι έχει να πει ο γιατρός, πως είναι τα πράγματα και μόλις μπορέσω θα έρθω κι εγώ. Τους είπα πως θα πας και σε περιμένουν.» Τόσα είπε του αδελφού του στο τηλέφωνο ο Ηλίας. «Δεν θα του πεις για το παγανό;» τον ρώτησε η γυναίκα του μόλις έκλεισε. «Τι να του πω, τα τρελά που μου αράδιασε ο ξάδερφος; Ο Γιάννης έγινε άντρας πια, είναι καιρός να αφήσει τα παραμύθια της γιαγιάς και να αναλάβει τις ευθύνες του.» Πάνω στο βουνό η γυναίκα του τσοπάνου έμπηξε κλωνάρια αγριοκερασιάς στο χώμα γύρω από το χειμαδιό για να κρατήσει το κακό μακριά. Στο χωριό η κυρά Ανάστω άπλωνε μπουγάδα στον κήπο της όταν έσκασε ένα μπουμπουνητό από ψηλά που της έσφιξε την καρδιά. «Μέλι και γάλα» ψιθύρισε και σταυροκοπήθηκε. Μπήκε στο σπίτι και πήγε στην κουζίνα να ζυμώσει λαγάνες. Είχε στρώσει ήδη γάλα, τυρί και ελιές για τον γιο της που καθόταν εκεί και έτρωγε. «Να κάνεις τον γύρο του κάμπου, μην ανέβεις την πλαγιά» του ορμήνεψε. «Είναι διπλάσιος δρόμος.» «Ας είναι. Να πας και να γυρίσεις γερός.» «Πρώτη φορά πάω;» «Πριν πήγαινες με τον Ηλία και σε πρόσεχε. Τώρα θα είσαι μοναχός. Το βουνό δεν χαρίζεται στους άβγαλτους.» «Θα μου πεις και σε μονοδένδρι μη σταθώ, σε πεύκο μη σταλίσω, κι απάνω σε ξερή κορφή φλουέρα μην λαλήσω;» την ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει ένα χαμόγελο. Τον κοίταξε σοβαρά. «Σκασμένο, το θυμάσαι όλο αυτό; Και να μην το ξεχάσεις ποτέ. Οι παλιοί κάτι ξέρανε όταν τα λέγανε. Ήταν σοφός άνθρωπος η γιαγιά σου.» «Άνθρωπος ή λάμια;» Σχεδόν της έπεσε η ζύμη. «Ορίστε; Τι είπες;» «Ο παππούς μου είπε κάποτε πως η γιαγιά ήταν λάμια που ζούσε στα βουνά. Όταν την συνάντησε όρμησε να τον φάει. Ήταν όμως νέος και όμορφος και την κέρδισε για γυναίκα του, την έκανε θνητή σαν κι εμάς.» «Ο παππούς στο’πε αυτό; Και η γιαγιά σου τι είπε; Την ρώτησες;» «Φοβήθηκα. Κι αν ήταν αλήθεια;» «Η γιαγιά σου ήταν λάμια μόνο για την στρυφνή πεθερά της. Μην πω τώρα καμιά στραβή κουβέντα για τους αποθαμένους.» «Όμορφη σαν λάμια δεν φώναζαν την γιαγιά στο χωριό;» Δεν του απάντησε, του έκανε νόημα να τελειώνει. «Άντε τελείωνε γιατί θα βραδιαστείς στον δρόμο.» Αργότερα, στο κατώφλι, τον σταύρωσε με το δεξί της. «Με τον Χριστό και την Παναγία» είπε στην πλάτη του. «Μέχρι την Τετάρτη θα έχω γυρίσει» της φώναξε. Με το σακίδιο του στον ώμο σκαρφάλωσε τα δρομάκια του χωριού προς την πλαγιά. Δίπλα στον ελαιώνα τον περίμενε ο τρελός. Του έκανε νοήματα και του έδειξε την φλογέρα που είχε φτιάξει από το καλάμι. Ο Γιάννης χαμογέλασε και έβγαλε την δική του από το σακίδιο. Άρχισε να παίζει μια γλυκιά μελωδία βαδίζοντας. Ο τρελός τον ακολούθησε για μεγάλο μέρος του δρόμου προσπαθώντας να παίξει και αυτός αλλά βγάζοντας άτεχνους ήχους. Έτσι πήγαν μαζί μέχρι τους πρόποδες του βουνού. Εκεί ο τρελός στάθηκε και βογκώντας προσπάθησε να προειδοποιήσει τον Γιάννη για το βουνό χωρίς αποτέλεσμα όμως. Έμεινε να κοιτάζει απελπισμένος την πλάτη του νέου που απομακρυνόταν. Ο Γιάννης σκαρφάλωσε την τραχιά πλαγιά με τον κάμπο να απλώνεται στα αριστερά του. Ήταν φανερό πως είχε ήδη διαλέξει την διαδρομή του. Ακούμπησε σε ένα πεύκο να πάρει μιαν ανάσα. Ο ουρανός ψηλά ήταν μουντός και πότε-πότε βρυχιόταν. Κοίταξε σκιαγμένος τον γέρικο κορμό στον οποίο ακουμπούσε και τραβήχτηκε μακριά αναλογιζόμενος τους φόβους του. Συνέχισε όλο και ψηλότερα, όλο και βαθύτερα. Έμοιαζε να μικραίνει ενάντια στο σκηνικό που τον περιέκλειε και που άρχιζε νομίζεις να τον αγκαλιάζει πριν τον καταπιεί. Χάθηκε στις σκιές των δέντρων, μπήκε σε έναν εξωτικό κόσμο που κυριαρχούσε ο δικός του ήχος. Ο άνεμος θρόισε τα φύλλα πάνω από το κεφάλι του. Διέσχισε ένα ρυάκι ταράζοντας τα νερά του. Η λάμια ήταν εκεί, σύρθηκε κρυφά στις ριπές του νερού, κατόπι του. Ψίθυροι του χάιδεψαν το κεφάλι, έκαναν τον νέο να σταθεί, να προσέξει γύρω του. Οι σκιές των δένδρων του έγνεψαν. Το φως της ημέρας έτρεχε να φύγει μακριά του. Ο Γιάννης συνέχισε, άφησε κάποια στιγμή το δάσος πίσω του και σκαρφάλωσε τον γυμνό ώμο του βουνού όταν τον έπιασε η βροχή. Έτρεξε σε μια εσοχή του βράχου να προφυλαχτεί. Κάθισε να περιμένει να περάσει η μπόρα. Μέχρι το βράδυ η βροχή είχε κοπάσει. Ο Γιάννης είχε ανάψει μια φωτιά και καθόταν να ξεγελάσει την πείνα του με λίγο τυρί και λαγάνα. Φαντάστηκε την μάνα του στην εκκλησία του χωριού, εκεί θα ήταν τώρα να παρακολουθεί την λειτουργία. Ήταν η έναρξη της σαρακοστής. Έβγαλε την φλογέρα του και αφουγκράστηκε κάμποσο την νύχτα πριν αρχίσει να παίζει μια παρηγοριά. Η φωτιά τρεμόπαιξε σαν να ρίγησε στην μελωδία. Ούτε που κατάλαβε ο νέος για πότε εμφανίστηκε η όμορφη κοπελιά μπροστά του. Αναδύθηκε ονειρικά από το σκοτάδι και πλησίασε τις φλόγες. Είχε μακριά ξανθιά μαλλιά και φορούσε ένα αιθέριο κόκκινο φόρεμα. Ένα επίσης κόκκινο μαντήλι ήταν δεμένο στον λαιμό της. Η αντανάκλαση της φωτιάς δεν μπορούσε να διαπεράσει τις σκιές στο βλέμμα της. Πάγωσε στην θωριά της, σταμάτησε αμέσως να παίζει. Κατέβασε το βλέμμα του. «Γιατί σταμάτησες; Συνέχισε, παίξε μου κι άλλο» του είπε φιλικά, ψιθυριστά. Αρνήθηκε να της απαντήσει. «Πως σε λένε; Δεν θα μου πεις; Γιατί δεν μου μιλάς; Υπόσχομαι να μην σου κλέψω την λαλιά. Γιατί δεν με κοιτάς; Ούτε θα με κοιτάξεις;» «Δεν κοιτούν τις λάμιες στα μάτια.» «Και πως ξέρεις τι είμαι;» «Ξέρω.» «Είσαι έξυπνος εσύ. Φαίνεσαι. Όχι όμως αρκετά έξυπνος για να μην λαλήσεις την φλογέρα σου εδώ πάνω. Και να’μαι. Ξέρεις και τι πρέπει να κάνω τώρα;» Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και ξεροκατάπιε. «Εγώ όμως θα σου δώσω μια ευκαιρία να γλιτώσεις. Παίζεις τόσο γλυκά την φλογέρα σου που θέλω να σε ακούσω να παίζεις για μένα. Θέλω να χορέψω, να χορέψω για σένα. Αν σταματήσεις πριν κουραστώ σε έφαγα καημένε μου. Αν σταματήσω πριν κουραστείς…τότε θα γίνω δική σου. Δέχεσαι αυτό το στοίχημα;» «Αν δεν δεχτώ;» «Σε έφαγα τώρα.» «Γιατί βάζεις στοίχημα τότες;» Η λάμια γέλασε και έκανε έναν κύκλο γύρω του. «Έχουμε μείνει τόσες λίγες πια. Μαγάρισε το τοπίο ο άνθρωπος και οι νέες πίστεις. Είμαι μόνη και είσαι όμορφο παλικάρι. Έχεις δικαίωμα να ζήσεις όσο έχω δικαίωμα να σε φάγω. Τίποτα όμως δεν χαρίζεται. Δεν έχεις άλλη επιλογή.» Επικράτησε για λίγο η σιωπή μόνο, η φωτιά συνομίλησε με τα ξύλα που έσκαγαν. Ο Γιάννης κοίταξε τα πόδια της λάμιας, ήταν λεπτά και όμορφα. Σήκωσε την φλογέρα στα χείλη του και άρχισε να παίζει. Η λάμια ξεκίνησε τον χορό της γύρω από την φωτιά. Η Ανάστω πετάχτηκε από τον ύπνο της αργά μετά τα μεσάνυχτα. Την είχε ξυπνήσει η μουσική μιας φλογέρας. Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε το παντζούρι. Δεν την είχε ξεγελάσει κάποιο όνειρο. Όντως, έπαιζε μια φλογέρα μέσα στην νύχτα. Πάνω στα κεραμίδια ενός σπιτιού καθόταν ο τρελός και έπαιζε την φλογέρα του. Ήταν το κομμάτι που έπαιζε ο Γιάννης, εκτελεσμένο με την ίδια αναπάντεχη μαεστρία. Σύντομα έγινε νέο, ο Γιάννης δεν είχε φτάσει ποτέ στο χειμαδιό. Είχε χαθεί και τον έψαχναν οι πάντες στο βουνό. Η μάνα του κόντευε να τρελαθεί καθώς περνούσαν οι μέρες. Και ο τρελός ολημερίς στα κεραμίδια δεν σταματούσε να παίζει την φλογέρα. Οι χωρικοί σταματούσαν από κάτω, τον κοίταζαν, τον άκουγαν, δεν ήξεραν τι να συμπεράνουν. «Σταμάτα γρουσούζη, πανάθεμα σε!» του έσκουζε η Ανάστω χωρίς αποτέλεσμα. «Μην συνορίζεσαι τον φουκαρά Ανάστω» της είπε ο παπάς που καθόταν μαζί της στον κήπο, «Είναι χαμένος στον κόσμο του. Άκακος είναι.» «Μα από την μέρα που έφυγε ο Γιάννης μου παίζει χωρίς σταματημό. Σαν να κοροϊδεύει ο γρουσούζης.» «Έλα, ας πάμε μέσα να μην τον ακούς. Μην δηλητηριάζεις την ψυχή σου. Είναι μέρες για σύνεση και ευλάβεια.» «Δεν μπορώ παπά μου. Πώς να ησυχάσω; Κι αν μ’έχει βρει το χειρότερο; Και ο Ηλίας δεν στέλνει κάποιο μήνυμα ο ευλογημένος.» «Δεν είναι στο χειμαδιό;» «Εκεί πρέπει να’ναι τώρα.» Ο Ηλίας ανεβοκατέβαινε στο χειμαδιό, έψαχναν με τον ξάδερφο την ράχη του βουνού, το δάσος και τις ρεματιές μήπως και τους ξέφευγε κάτι. Τα κρούσματα στο κοπάδι είχαν σταματήσει. «Δεν το’πα εγώ; Δουλειά παγανού ήτανε. Δεν είχες πάρει τις σωστές προφυλάξεις ξάδερφε. Τα παγανά δεν παίρνουνται ελαφρά, θέλουν προσοχή» είπε ο τσοπάνος. Ο Ηλίας κούνησε το κεφάλι του και δεν είπε τίποτα. Ο αδελφός του ήταν χαμένος και δεν είχε όρεξη να κάνει συζήτηση τα παγανά. Είχε μέχρι την δύση του ηλίου να ψάχνει ανέλπιστα για κάποιο ίχνος του Γιάννη. Και η σαρακοστή κύλησε στο χωριό, κύλησε και στο βουνό. Και ο Γιάννης συνέχισε να παίζει την φλογέρα του και η λάμια συνέχισε να χορεύει. Σπίθες από την φωτιά χόρευαν μαζί της και ο νέος με το βλέμμα του μελετούσε κλεφτά το λυγερό της κορμί, μαγευόταν ολοένα και περισσότερο από την χάρη της. Τον κοίταζε κι εκείνη ανήμπορα γοητευμένη από τα νιάτα και την ομορφιά του. Η οικογένεια του παλικαριού έχασε πλέον κάθε ελπίδα και όταν έφτασε η Μεγάλη Εβδομάδα η Ανάστω φόρεσε τα μαύρα. Συνέχισε να παίζει και η φλογέρα του τρελού παρά το κυνήγι που του έκαναν από στέγη σε στέγη και όλες τις πέτρες που του πετούσαν για να σταματήσει. Αλλά η Ανάστω στο τέλος άρχισε να αντλεί παρηγοριά από το παίξιμο του τρελού. Φούντωσε μέσα της μια πίστη πως όσο έπαιζε ο τρελός υπήρχε ελπίδα για τον Γιάννη της. Έφτασε η Κυριακή του Πάσχα και ανέτειλε επιτέλους ο ήλιος στη σπηλιά που καθόταν μαγεμένος ο Γιάννης με την λάμια. Ο νέος ήταν εξουθενωμένος, με τα ρούχα του σκονισμένα, μούσκεμα από τον ιδρώτα του. Παρακολουθούσε την λάμια που είχε τώρα πιαστεί σε ένα υποτονικό και μόνιμο στριφογύρισμα. Μπορούσε να ακούσει την κοφτή της ανάσα, το κουρασμένο βογκητό της. Το χώμα στα πόδια της είχε γεμίσει λουλούδια. Ο Γιάννης σταμάτησε να παίζει. Στο χωριό, η φλογέρα του τρελού γλίστρησε από τα χέρια του και έπεσε κάτω στον δρόμο. Η Ανάστω, καθ’οδόν για την εκκλησία, ένιωσε την ξαφνική σιωπή σαν μαχαιριά στην καρδιά της. Της ξέφυγε μια ξαφνιασμένη, τραγική κραυγή και μαύρα μαντάτα γέμισαν το μυαλό της. Ο Γιάννης πετάχτηκε και βούτηξε πάνω στο ξωτικό, άρπαξε το κόκκινο μαντίλι και παρέσυρε την λάμια μαζί του στο χορτάρι. Κραύγασε το αερικό σαν θηρίο και πάλεψε λυσσασμένα να τον πετάξει από πάνω της. Το μαντίλι γλίστρησε από τα δάχτυλα του και πέταξε, έφυγε χορεύοντας πάνω στον άνεμο προς τον κάμπο χαμηλά. Ο Γιάννης κάθισε για τα καλά, πεισματικά πάνω στην λάμια και δεν έλεγε να την αφήσει. Έσκυψε κοντά της, πρόσωπο με πρόσωπο. Εκείνη κράτησε τα μάτια της κλειστά σφιχτά γρυλίζοντας απελπισμένη. «Κοίταξε με» της είπε. «Όχι!» ούρλιαξε εκείνη. «Άνοιξε τα μάτια σου και κοίταξε με γυναίκα!» της πρόσταξε αυτή τη φορά. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον είδε να της χαμογελάει σαν ένα αγόρι που κοίταζε μια κοπέλα που του αρέσει. Χωρίς να το καταλάβει υπέκυψε, του χαμογέλασε σαν κοπέλα που κοκκινίζει από την προσοχή ενός αγοριού. Τέλος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
month Posted March 10, 2007 Share Posted March 10, 2007 Ωραία ιστορία, μοντέρνος μύθος για τα τελευταία αερικά και ξωτικά που κυκλοφωρούνε στον κόσμο... Ένας θεός ξέρει τι θα του σούρει η μάνα του ότνα τον δει με γυναίκα να γυρίζει στο χωριό! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted March 14, 2007 Share Posted March 14, 2007 Η ώρα είναι 7 και προφανώς δεν έχω κοιμηθεί, δικαιολογίες... υποθέτω πως και να είχα και πάλι δε θα είχα λέξεις για να σου περιγράψω πόσο πολύ μου άρεσε η ιστορία σου. Εκτός από τον υπέροχο και ελληνικότατο μύθο που έχεις φτιάξει εδώ, η γραφή σου έχει μια ατμόσφαιρα που με παρέσυρε απόλυτα. Άκουγα τη φλογέρα κι έβλεπα τη Λάμια να χορεύει μπροστά στη φωτιά (που δεν έσβηνε ποτέ στην εικόνα που είχα εμπρός μου) κι από τη μικρή είσοδο της σπηλιάς να αλλάζουν οι μέρες σε νύχτες και τ'ανάποδα, ο καιρός κι η φύση. Πανέμορφο ρε συ. Απλά πανέμορφο. Δεν ξέρω σε τι σου χρειαζόντουσαν οι έξτρα σκηνές, με τη μάνα τον Ηλία κτλ. Ξέρω σε τι θα σου χρειάζονταν αν ήταν σενάριο, αλλά όχι ακριβώς τι δουλειά κάνουν στην ιστορία, παρόλο που δε με ενοχλησαν πουθενά κι ίσως ενίσχυσαν την αγωνία μου (αν είχα κάποια τέτοια γιατί νομίζω πως εξαρχής ήξερα πως θα το κερδίσει το κορίτσι, δεν ήταν αυτό που είχε σημασία, ήταν η διαδρομή). Επίσης με εντυπωσιάζει το ότι δε με ενόχλησε που χρησιμοποιείς την ορθοδοξία στρωμένη από κάτω με τη σαρακοστή. Συνήθως παθαίνω αλλεργία όταν διαβάσω κάτι του στυλ "με το Χριστό και την Παναγιά". Εδώ ομως έρχεται η φράση τόσο φυσικά μέσα στο όλο, που όχι μόνο μου πέρασε απαρατήρητη, αλλά ήταν ακριβώς αυτή που έπρεπε να ειπωθεί στο σημείο που την έχεις βάλει. Κι έχεις μπλέξει μέσα ένα σωρό πράγματα τόσο γνώριμα που τα περιγράφεις και τα μεταστρέφεις και τα δείχνεις μαγικά, το ποιηματάκι και την ιστορία με τη γιαγιά. Τη σχέση που έχεις φτιάξει με τον τρελό του χωριού και την φλογέρα και έχεις ενοποιήσει έτσι τους χώρους, τη βρίσκω εξαιρετική. Την εικόνα που δημιουργείς χτίζοντας την εμφάνιση του από τα πριν κι ανεβάζοντας τον τελικά στη στέγη να παίζει όσο κι ο Γιάννης στη σπηλιά... πσσσσ.... τι να πω? Δε θα συνεχίσω, ότι και να σου πω θα είναι λίγο πραγματικά. Υπέροχη ιστορία. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted March 14, 2007 Author Share Posted March 14, 2007 Σε ευχαριστώ Nienor για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι που σου άρεσε. Πριν αρκετά χρόνια συναντήθηκα με μια κοπέλα που ήθελε να κάνει ταινία μικρού μήκους με θέμα τον Βοσκό και την Λάμια. Υπάρχει κάποιος λαϊκός μύθος σχετικά με το θέμα που τότε αγνοούσα. Η κοπέλα μου είπε περίπου πως το ήθελε αλλά χρειαζόταν σενάριο. Μου έδωσε μάλιστα να διαβάσω κάποια βιβλία με ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας σαν οδηγό. Το έγραψα το σενάριο, το παρέδωσα και δεν ξανάκουσα από την δεσποινίδα. Μπορεί να μην της άρεσε ή απλά μπορεί το σχέδιο να μην προχώρησε. Μου έμειναν όμως τα βιβλία, που με βοήθησαν επίσης να γράψω και το «Η Δασκάλα και οι Καλικάντζαροι». Πριν καιρό κάθισα και μετέτρεψα το σενάριο σε διήγημα. Το αποτέλεσμα με απογοήτευσε γιατί πέραν του μύθου καθεαυτού, δεν είχε να πει κάτι καινούργιο. Ούτε μπορούσα να σκεφτώ τι να του προσθέσω. Το έβαλα λοιπόν σε μια άκρη. Πριν λίγες μέρες που το διάβασα τυχαία…μου άρεσε. Ίσως όσο γερνώ αρχίζω να εκτιμώ τα απλά πράγματα. Έτσι αναλλοίωτο το παρουσίασα κι εδώ. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted April 11, 2007 Share Posted April 11, 2007 Μια ιστορία που πατάει γερά στην παράδοση και καταφέρνει να την αναδείξει. Συνολικά μου άρεσε αρκετά, αν και φαίνεται έντονα ότι προέρχεται από σενάριο, κυρίως από την περιγραφή αυστηρά των πράξεων των χαρακτήρων, χωρίς σάλτσες και τα λοιπά. Θα είχε ενδιαφέρον να το δούμε και σε μια πιο 'λογοτεχνική' μορφή. Η όλη ιστορία είναι πολύ πετυχημένη, δίνει από την αρχή διάσπαρτα τα hints για το τι θα ακολουθήσει και σίγουρα θα είχε ενδιαφέρον ως ταινία. Η γραφή είναι πολύ καλή (αν και νομίζω ότι αν έσπαγες τις μεγάλες παραγράφους που περιγράφουν κάποιες σκηνές σε μικρότερες θα ήταν καλύτερο το κείμενο της απόδοσης) και η γλώσσα πολύ ταιριαστή με το περιεχόμενο της ιστορίας. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
heiron Posted April 16, 2007 Share Posted April 16, 2007 Ναι,ναι...αν και σκεφτομουν να διαβασω καποια ιστορια απο πιο οικειο προσψωπο αυτο εδω τραβηξε την προσοχη μου-ισως λογω της ομοιοτητας στον τιτλο με την ιστορια που ποσταρα χτες-καμια σχεση βεβαια αλλα τελος παντων. Συνηθως οταν καποιος βασιζεται στις παραδοσεις και γραφει μια ιστορια σχετικη το παρακανει με ντοπιολαλιες και διασπαρτα κομματια αναμνησεων απο τις βολτες στο χωριο του παπου.Εσυ δεν το κανεις κι αυτο μου αρεσε.Βεβαια καπου με μπερδευεις-εσκεμμενα πιστευω-οσον αφορα την χρονολογια που διαδραματιζεται το σκηνικο.Εκεινο με την Αθηνα πιστευω μειωνει καπως την ιστορια.Επισης καποια λαθακια οπως λεξεις που δεν ηχουν καλα στα αυτια μου("πίστεις") θα μπορουσαν να απο φευχθουν. Ωραια ιστορια και οτι πρεπει για να μου ανοιξει η ορεξη για περισσοτερες σουφουφοιστοριες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Electroscribe Posted September 8, 2007 Share Posted September 8, 2007 (edited) - Edited July 30, 2008 by Electroscribe Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted September 9, 2007 Author Share Posted September 9, 2007 Σε ευχαριστώ Electroscribe για την κριτική σου και τις διορθώσεις. Θα τα λάβω υπ’όψη κάποια στιγμή όταν κοιτάξω ξανά το διήγημα. Για τα υπόλοιπα δεν ξέρω τι να πω γιατί έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το έγραψα, και δεν θυμάμαι καν γιατί τα έγραψα έτσι κι όχι αλλιώς. Ίσως πέφτει και η άγνοια κάποιων πραγμάτων στην εξίσωση, οπότε έκανα ό,τι δυνατόν μπορούσα. Όσον αφορά το εδώ διήγημα, αλλά και το άλλο, στο οποίο ήσουν αρκετά διεξοδικός, μπορώ μόνο να σου πω μία από τις αγαπημένες μου ιστορίες: Ο Σπίλμπεργκ και ο Μπέντσλεη μάλωναν για το τέλος της ταινίας Jaws, η οποία ήταν μεταφορά μυθιστορήματος του δεύτερου. «Στήβεν» έλεγε ο συγγραφέας, «δεν μπορεί να έχεις τον ήρωα να πυροβολεί φιάλη οξυγόνου στο στόμα του καρχαρία και να προκαλεί έκρηξη. Είναι γελοίο!» «Όταν φτάσουμε σε εκείνο το σημείο της ταινίας, θα έχω το κοινό να τρώει μέσα από τις χούφτες μου που θα δεχτούν οτιδήποτε» η απάντηση του σκηνοθέτη. Πάντα σεναριογράφος, παραμυθάς και αμερικανάκι, κάνω ό,τι μπορώ να κατορθώσω το ίδιο, όταν κλατάρω σε όλα τα άλλα. (Την ελληνική ταινία που αναφέρεις δεν την ξέρω.) Με εκτίμηση, Ντίνος Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Παρατηρητής Posted April 20, 2008 Share Posted April 20, 2008 Υπέροχη ιστορία και πραγματικά είχα ανάγκη να διαβάσω κάτι τέτοιο μέρες ανοιξιάτικες που είναι (η πλάκα είναι που έσκασε και το Πάσχα στο διήγημα!). Μου άρεσε το concept όπως και οι χαρακτήρες, από τη λάμια μέχρι την κλασσική Ελληνίδα μάνα. Δεν υπάρχει κάτι μέσα στο παραμύθι που να μη θυμίζει την Ελλάδα των θρύλων και των παραδόσεων. ο ήρωας μουσικός, η φλογέρα, η μελωδία της που φτάνει στο κρυσφήγετο του θηρίου, ο τρελός ( τέλειος ο σύνδεσμος του με τον ήρωα), η αναίμαχτη πάλη με το θηρίο της ιστορίας καθώς και το περιβάλλον, το χωριό, ο δρόμος μέσα από το βουνό, η υδάτινη φωλιά του θηρίου, ο γάμος και οι μέρες του Πάσχα. Πειστική αφηγηματική φωνή, ομαλή ροή και διάλογοι που βοηθούν στην επεξήγηση των όσων δεν ανέλαβες να παρουσιάσεις ως αφηγητής (μέσα από τον πρώτο διάλογο μαθαίνουμε για τον "νεραιδοπαρμένο" Γιάννη). Και πάλυ θα πω ότι ήταν πολύ όμορφο το διήγημα αν και το τέλος κάπως με χάλασε. Μου άρεσε μεν ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεις την πάλη μετά το τέλος του τραγουδιού αλλά δεν μπορώ να πω ότι ήταν αυτό που περίμενα. Ίσως επειδή δόθηκε κάπως απότομα ή επειδή προηγουμένως με ξεγέλασες με τα μαύρα μαντάτα που ένιωσε στο μυαλό της η μητέρα του Γιάννη. Πιστεύω πως κάτι του έλειπε, έστω μια πρόταση ή μια σύντομη παράγραφος ακόμα. Όπως και να έχει όμως, το παραμύθι με μάγεψε. Ευχαριστώ για την εμπειρία!Τέτοιου είδους ιστορίες θα χαθούν σύντομα από τον τόπο μας δυστυχώς. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
kitsos Posted April 23, 2008 Share Posted April 23, 2008 Πήρα ένα μήλο το έβαλα στο στόμα μου. Έκατσα μπροστά στην οθόνη και άρχισα να διαβάζω. Λίγα λεπτά αργότερα πιάστηκε το σαγόνι μου ξεκάρφωσα το μήλο από τα δόντια μου και το ακούμπησα στο τραπέζι. Μέχρι τότε είχα ήδη ονειρευτεί μαζί με το Γιάννη, είχα γλεντήσει στο γάμο του αδερφού του, είχα σκαλίσει το καλάμι μαζί με τον τρελό και είχα τρομάξει στο μαντρί παρέα με τον τσοπάνη. Από κει και μετά ανέβηκα με το Γιάννη στο βουνό, έπαιξα μαζί του φλογέρα, χόρεψα με τη λάμια, πέταξα πέτρες στον τρελό, έψαξα με τον Ηλία στις ράχες, ένιωσα την ελπίδα της Ανάστως και τέλος χάρηκα τη γέννηση ενός έρωτα. Τι να πω τώρα; Το διήγημα ήταν από αυτά που διαβάζονται με μια ανάσα. Απλά υπέροχο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
mariposa Posted April 24, 2008 Share Posted April 24, 2008 Πάρα πολύ ωραίο διήγημα, μου θύμησε παραμύθια που διάβαζα στα παιδικά μου χρόνια. Απίθανη διασκευή, γεμάτη από εικόνες του τόπου μας. Μήπως έχεις και άλλα τέτοια με λαογραφικά στοιχεία να μοιραστείς μαζί μας; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted April 24, 2008 Author Share Posted April 24, 2008 Σας ευχαριστώ όλους για τα καλά σας λόγια. Λυπάμαι mariposa, αλλά δεν έχω άλλα τέτοια. Όπως θα διάβασες στην ιστορία της συγγραφής του, προέκυψε από ειδικές περιστάσεις. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Naroualis Posted May 26, 2008 Share Posted May 26, 2008 Προσπεράω τα συγχαρητήρια, διότι όπως λέει και μια φίλη μου είναι σα να λες στην Άλκηστη Πρωτοψάλτη "μπράβο, έχεις καλή φωνούλα". Στέκομαι μόνο λιγακι στο σημείο που ο Γιάννης σταματάει να παίζει. Εκεί δεν είναι ξεκάθαρο αν η λάμια σταμάτησε πρώτη. Αυτό το έκανες συνειδητά; Αν όχι, τότε γιατί η λάμια δεν κρατάει το λόγο της, είτε να φάει το Γιαννη, είτε να του παραδωθεί, παρά χρειάζεται και το συμβάν με το μαντήλι, για το χάπι εντ; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted May 26, 2008 Author Share Posted May 26, 2008 Στέκομαι μόνο λιγακι στο σημείο που ο Γιάννης σταματάει να παίζει. Εκεί δεν είναι ξεκάθαρο αν η λάμια σταμάτησε πρώτη. Αυτό το έκανες συνειδητά; Αν όχι, τότε γιατί η λάμια δεν κρατάει το λόγο της, είτε να φάει το Γιαννη, είτε να του παραδωθεί, παρά χρειάζεται και το συμβάν με το μαντήλι, για το χάπι εντ; Έριξα μια γρήγορη ματιά στο τέλος για να το θυμηθώ. Αυτό που κάνει ο Γιάννης είναι…σταματάει να παίζει και ορμάει αμέσως στη Λάμια. Οι δύο πράξεις συντελούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλά έπρεπε να δείξω και τι γίνεται στο χωριό μόλις σταματάει για να εντείνω το σασπένς. Έτσι ίσως μοιάζει να περνάει για τον αναγνώστη μια αιωνιότητα. Γιατί λοιπόν η Λάμια δεν πραγματοποιεί την υπόσχεση της, γιατί δηλαδή δεν ακολουθεί το στοίχημα; Γιατί αυτός ο συγγραφέας έχει βαρεθεί την μοιρολατρική φύση των λαογραφικών ιστοριών. Ξεκινάει π.χ. μια τέτοια ιστορία με μια κατάρα, και μετά την ανάγνωση δέκα ή δεκαπέντε σελίδων φτάνεις στο φινάλε που είναι η εκπλήρωση της κατάρας. Και ρωτώ, ο εγώ αναγνώστης: Γιατί το διάβασα τώρα αυτό; Αφού μου λέει το τέλος από την αρχή. Ο Γιάννης λέει «στο διάολο το στοίχημα, αφού το βλέπω πως με γουστάρεις». End of story. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Dark desire Posted August 5, 2008 Share Posted August 5, 2008 Έριξα μια γρήγορη ματιά στο τέλος για να το θυμηθώ. Αυτό που κάνει ο Γιάννης είναι…σταματάει να παίζει και ορμάει αμέσως στη Λάμια. Οι δύο πράξεις συντελούνται σε κλάσματα δευτερολέπτου αλλά έπρεπε να δείξω και τι γίνεται στο χωριό μόλις σταματάει για να εντείνω το σασπένς. Έτσι ίσως μοιάζει να περνάει για τον αναγνώστη μια αιωνιότητα. Γιατί λοιπόν η Λάμια δεν πραγματοποιεί την υπόσχεση της, γιατί δηλαδή δεν ακολουθεί το στοίχημα; Γιατί αυτός ο συγγραφέας έχει βαρεθεί την μοιρολατρική φύση των λαογραφικών ιστοριών. Ξεκινάει π.χ. μια τέτοια ιστορία με μια κατάρα, και μετά την ανάγνωση δέκα ή δεκαπέντε σελίδων φτάνεις στο φινάλε που είναι η εκπλήρωση της κατάρας. Και ρωτώ, ο εγώ αναγνώστης: Γιατί το διάβασα τώρα αυτό; Αφού μου λέει το τέλος από την αρχή. Ο Γιάννης λέει «στο διάολο το στοίχημα, αφού το βλέπω πως με γουστάρεις». End of story. Στο χωριο μου παντως οι παλιοι ελεγαν πως η δυναμη της Λαμιας ειναι στη μαντιλα που φοραει...Αν καποιος της την παρει, την κανει ο,τι θελει. "Σκλαβα αν ειναι γυναικα, κυρα αν ειναι αντρας".... Καταπληκτικη ιστορια Ντινο, οπως παντα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.