drowvarius Posted March 15, 2007 Share Posted March 15, 2007 Μάγοι Οι δύο σκοτεινές φιγούρες περπάταγαν σκυφτές. Έμοιαζαν να ψάχνουν κάτι στο έδαφος. Κάθε λίγο ο ένας από τους δύο γονάτιζε και σήκωνε μία ρίζα ή ένα λουλούδι. Κάποιες φορές έβαζε το εύρημα του σε ένα μικρό σακίδιο που είχε στην πλάτη του. Τις πιο πολλές φορές όμως το πέταγε, κάνοντας μία χειρονομία απογοήτευσης. Αν και πλησίαζε το φθινόπωρο, το κρύο επάνω στα βουνά της Ουνίλ Γκαμπόρ ήταν ιδιαίτερα τσουχτερό. Οι δύο άνδρες δεν βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο. Όμως ακόμη και στις παρυφές του Τεμπάν οποιοσδήποτε θνητός θα μπορούσε να πεθάνει από το κρύο, ακόμη και την ημέρα. Αν ο ταξιδιώτης κατάφερνε να επιζήσει στα μονίμως παγωμένα μονοπάτια του ανελέητου βουνού η νύχτα του επιφύλασσε τις πιο δυσάρεστες εκπλήξεις. Δεκάδες φυλές άγριων πλασμάτων κατοικούσαν σε κάθε γωνιά του θεόρατου πέτρινου όγκου, που προεξείχε σαν αγκάθι μέσα στη χώρα που φιλοξενούσε τη Συντεχνία των Μάγων. Τα πλάσματα αυτά δεν ήταν καθόλου φιλικά με τους ανθρώπους. Τα περισσότερα από αυτά μάλιστα είχαν δημιουργηθεί από τα λάθη των Μάγων. Κάποιο πείραμα που είχε πάει στραβά, ένα λάθος φίλτρο σε κάποιον άμοιρο ή ακόμη και λόγοι ανταγωνισμού - ή εκδίκησης - είχαν γεμμίσει το όρος Τεμπάν με αιμοδιψή πλάσματα που έστηναν καρτέρι στους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, με μόνο σκοπό το θάνατο των τελευταίων. Υπήρχαν βέβαια και τα τέρατα που είχαν κατοικήσει πρώτα το βουνό. Σε αντίθεση με τα πρώην ανθρώπινα πλάσματα, δεν είχαν ανεπτυγμένη νοημοσύνη. Τα περισσότερα τριγυρνούσαν μόνα τους, με μόνο σκοπό την επιβίωσή τους. Όχι πως αυτό τα έκανε περισσότερο φιλικά με τους ανθρώπους. Τέτοιες συναντήσεις πάντα οδηγούσαν στο θάνατο του ενός από τους δύο. Στους πρόποδες αυτού του βουνού οι δύο άνδρες συνέχιζαν να προχωρούν, ψάχνοντας για ρίζες και λουλούδια. Αν κάποιος τους έβλεπε να προχωρούν έτσι αμέριμνα στο συγκεκριμένο μέρος θα τους πέρναγε για τρελλούς ή τελείως αφελείς. Στην πραγματικότητα όμως συνέβαινε κάτι το τελείως διαφορετικό. Ο ψηλότερος από τους δύο, ονόματι Αστεραλλόθ, ήταν στην πραγματικότητα ένας ιδιαίτερα ισχυρός μάγος. Βρισκόταν ήδη στα τέλη του δεύτερου κύκλου ζωής των Μάγων, και οι εμπειρίες του ξεπερνούσαν αυτές άλλων συναδέλφων του. Ζούσε σε ένα απομονωμένο κάστρο μερικά χιλιόμετρα βόρεια της πρωτεύουσας Ουνέντ Ατζάρ. Ο Δεύτερος, ο Φρέλοθ ζούσε στην πρωτεύουσα της Ουνίλ Γκαμπόρ και ήταν από τους λεγόμενους «κοινωνικούς» Μάγους. Η ζωή στην πόλη, μαζί με τους κατοίκους τον είχε κάνει μαλθακό – όπως πίστευε ο Αστεραλλόθ. Αυτό άλλωστε το επιβεβαίωνε το βάρος του. Με τα δεδομένα ενός φυσιολογικού ανθρώπου βρισκόταν στα όρια του υπέρβαρου. Προχωρούσε σχεδόν με ανοιχτά πόδια για να μπορεί να κρατά το κορμί του σε ισορροπία και σε κάθε του βήμα αγκομαχούσε. Το να τρέξει ήταν κάτι το θεωρητικά αδύνατον. *************************************************************** Οι Μάγοι αποτελούσαν την πιο ιδιόρρυθμη κοινωνία σε ολόκληρη την Εράοθα. Οι περισσότεροι ήταν κλειστοί χαρακτήρες, που συνήθως δεν μίλαγαν στους απλούς ανθρώπους. Η δε συναναστροφή τους με τις άλλες Συντεχνίες εξαρτιόταν από το μέγεθος της αμοιβής που θα έπαιρναν για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους. Αρκετοί από αυτούς έμεναν σε κάστρα έξω από τις πόλεις. Επέλεγαν να ζουν συνήθως μόνοι τους και να ασχολούνται με τα απόκρυφα μάγια τους και με τα πειράματά τους πάνω σε νέα ξόρκια ή νέα μαγικά φίλτρα. Οι περισσότεροι όμως ζούσαν στην πρωτεύουσα της χώρας που φιλοξενούσε τη Συντεχνία τους ή στις τρεις άλλες πόλεις που υπήρχαν. Στα χωριά σπάνια έβλεπε κάποιος έναν Μάγο, καθώς οι απλοί χωρικοί δεν είχαν αρκετά χρήματα για να προσλάβουν κάποιον Μάγο που να τους προστατεύει από ληστές ή τέρατα που ζούσαν στα βουνά ή στα δάση. Οι Μάγοι που ζούσαν μακρυά από τις πόλεις θεωρούσαν τους συναδέλφους τους που έμεναν σε αυτές μαλθακούς. Πίστευαν ότι οι συναναστροφές τους με τους απλούς ανθρώπους επηρέαζαν τη σκέψη τους και τη μαγεία τους. Στην αρχή κάθε έτους οι Μάγοι δέχονταν στην Ακαδημία τους, που βρισκόταν στην πρωτεύουσα Ουνέντ Ατζάρ, τους νεοσύλλεκτους. Επρόκειτο για παιδιά ηλικίας έξι έως το πολύ 12 ετών. Στην Εράοθα η μαγεία προέρχεται από τα παιδιά. Μέχρι τα δώδεκά τους χρόνια όλα μπορούν να κάνουν κάποια περιορισμένη χρήση της μαγείας. Μία ανύψωση ενός αντικειμένου, να αιωρηθούν λίγα εκατοστά από το έδαφος, μερικές φορές ακόμη και να ανάψουν μία φωτιά με τα δάχτυλά τους. Όλα αυτά όμως μέχρι τα δώδεκα χρόνια ζωής τους. Ο λόγος ήταν απλός. Όλοι οι άνθρωποι, όταν βρίσκονται σε μικρή ηλικία πιστεύουν στη μαγεία, ακόμη και αν δεν την έχουν δει ποτέ στην πράξη. Όταν μεγαλώνουν όμως συνειδητοποιούν όμως ότι ο κόσμος δεν είναι μαγικά πλασμένος. Έτσι το υποσυνείδητό τους, τους οδηγεί στο να ξεχάσουν αυτή τη γνώση. Οι Μάγοι, το μόνο που κάνουν είναι να καλλιεργήσουν τη μαγεία στα παιδιά, και να τους υπενθυμίζουν τι δεν πρέπει να ξεχάσουν. Όσο για το που βρίσκουν τους νεοσύλλεκτους, πολλές φήμες κυκλοφορούσαν και στις επτά χώρες της Κεντρικής Ηπείρου τα βράδια στις ταβέρνες και τα πανδοχεία. Κάποιοι λένε ότι οι Μάγοι βγαίνουν το βράδυ και κλέβουν τα παιδιά από τις κούνιες τους. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η ιστορία με τα παιδιά είναι ένας μύθος κατασκευασμένος από τους ίδιους τους Μάγους. Πιστεύουν πως οι Μάγοι είναι αθάνατοι και γι’ αυτόν το λόγο δεν χρειάζονται νεοσύλλεκτους. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα οι Μάγοι – οι περισσότεροι τουλάχιστον – δεν είναι τόσο σατανικοί όσο τους παρουσιάζουν. Αντίθετα οι κυβερνήσεις και τα βασίλεια των χωρών, που φιλοξενούν τις επτά Συντεχνίες οφείλουν πολλά στην ακαδημία των Μάγων. Στο τέλος κάθε χρόνου ομάδες Μάγων επισκέπτονταν τα πολλά ορφανοτροφεία της Κεντρικής Ηπείρου και παίρνουν όσα παιδιά θέλουν να ενταχθούν στη Συντεχνία τους. Ακριβώς το ίδιο κάνουν και στις φτωχογειτονιές. Πολλά παιδιά που ζουν ως επαίτες προτιμούν τη ζωή του Μάγου, παρά αυτή της ζητιανιάς. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι φορές που μικρά παιδιά ταξιδεύουν μόνα τους στην Ουνίλ Γκαμπόρ, με σκοπό να ενταχθούν στην κοινωνία των Μάγων. Όσα επιζούν από τις επιθέσεις ληστών ή τεράτων γίνονται δεκτά στην Ακαδημία. Οι Μάγοι είναι οι μοναδικοί άνθρωποι στην Εράοθα που το νήμα της ζωής τους διαρκεί όσο τρεις ζωές απλών ανθρώπων. Κάθε μία από αυτές της ζωές ονομάζεται «Κύκλος». Όσοι καταφέρνουν να φτάσουν τον τρίτο και να τον ολοκληρώσουν, χωρίς να βρούν βίαιο θάνατο – κάτι το διόλου εύκολο – εναποθέτουν το πνεύμα τους στα χέρια κάποιου άλλου Μάγου. Έπειτα αυτό μεταφέρεται σε μία κρύπτη, την τοποθεσία της οποίας την μαθαίνουν όλοι όσοι μπαίνουν στον τρίτο Κύκλο ζωής τους. *************************************************************** «Καλά, δεν βλέπεις πως έχεις γίνει; Η ρόμπα σου ίσα που σου χωράει πια. Η κοιλιά σου έχει καλύψει πλέον για τα καλά τη ζώνη σου και τα πόδια σου με το ζόρι κρατούν όλο αυτό το βάρος που βάζεις πάνω τους. Σου το έχω ξαναπεί. Πρέπει να φύγεις από την πρωτεύουσα. Η άνετη ζωή και η καλοπέραση σε έχουν εκφυλίσει τελείως». «Αστεραλλόθ, νομίζω ότι τα παραλές. Απλά έχω πάρει μερικά κιλά τον τελευταίο καιρό». «Τον τελευταίο καιρό; Όσο σε θυμάμαι πάντα ήσουν χοντρός και δυσκίνητος. Άσε που τον τελευταίο καιρό παρατηρώ ότι έχει επηρεασθεί η μαγεία σου κατά έναν παράξενο τρόπο. Πριν από λίγο, όταν μας επιτέθηκε το μεταλλαγμένο δεν του έριξες ένα ξόρκι ώστε να το σκοτώσεις. Αντίθετα δημιούργησες μία τρύπα στο έδαφος για να το παγιδέψεις. Μα καλά, τι σκεφτόσουνα; Αφού ξέρεις πολύ καλά ότι τα συγκεκριμμένα πλάσματα μπορούν να πηδήξουν αρκετά ψηλά. Τουλάχιστον πολύ ψηλότερα από τη λακουβίτσα που δημιούργησες. Αυτό παραλίγο να στοιχίσει τις ζωές μας». Ο Φρέλοθ δεχόταν στωικά το κατσάδιασμα του φίλου του. Άλλωστε είχε δίκιο. Έπρεπε να του ρίξει έναν κεραυνό ή ένα μαγικό βέλος. Στην πιο ακραία περίπτωση θα μπορούσε να του ρίξει μία πύρινη σφαίρα. Αντί αυτού προτίμησε να κάνει κάτι το οποίο έθεσε σε κίνδυνο και τους δυο τους. Τελικά η ζωή μέσα στην πόλη, ανάμεσα στους κοινούς θνητούς τον είχε κάνει ιδιαίτερα μαλθακό. Αυτό ελπίζω να μην το πληρώσω με τη ζωή μου κάποια στιγμή, σκέφτηκε ο Φρέλοθ. Για αρκετή ώρα συνέχιζαν την αναζήτηση των απαραίτητων φυτών χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα. Πρώτος τη σιωπή την έσπασε ο Αστεραλλόθ. «Έλα τώρα υπέρβαρε φίλε μου, μην σκυθρωπιάζεις. Με αρκετή γυμναστική και με μία δόση περιπέτειας θα χάσεις τα περιττά κιλά και θα αποκτήσεις πάλι το παλιό σου μαγικό ταμπεραμέντο. Ίσως ήμουν και εγώ βέβαια λίγο απότομος και κάπως υπερβολικός, αλλά δεν θέλω να βλέπω τον μοναδικό μου φίλο να βρίσκεται στα πρόθυρα της αλλοίωσης», είπε ο Αστεραλλόθ, χαρίζοντας ένα από τα σπάνια χαμόγελά του στον άλλο Μάγο. «Εντάξει, έχεις δίκιο αλλά…» Ο Φρέλοθ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του όταν είδε από την κορυφή του απέναντι υψώματος να ξεπροβάλουν τρέχοντας αρκετές δεκάδες από κάποια πλάσματα, τα οποία δεν μπορούσε να αναγνωρίσει. Κάποια από αυτά προχωρούσαν στα πίσω πόδια ενώ άλλα χρησιμοποιούσαν και τα χέρια τους για να κινούνται. Ανεξάρτητα πάντως από τον τρόπο με τον οποίο κινούνταν αυτά τα πλάσματα, είχαν κάτι κοινό. Μεγάλα γαμψωτά νύχια και τεράστια δόντια που προεξείχαν από τα σαγόνια τους. Το ύψος τους έφθανε τα δύο μέτρα τουλάχιστον και το γκρίζο κορμί τους ήταν τελείως γυμνό από τρίχωμα, εκτός από μία σκούρα καφέ λωρίδα, που ξεκινούσε από το μέτωπό τους, διέτρεχε την σπονδυλική τους στήλη και κατέληγε σε μία φουντωτή ουρά. «Αστεραλλόθ, στο όνομα των Θεών, τι είναι αυτά τα πλάσματα;», ρώτησε έντρομος τον φίλο του. «Εάν δεν βγαίνεις συχνά από τα τείχη της πόλης δεν μαθαίνεις φίλε μου. Τα τέρατα αυτά λέγονται γκράγκλ. Είναι τα μοναδικά που ζουν σε τόσες μεγάλες αγέλες. Και είναι πολύ επικίνδυνα Όπως και να’ χει πάντως ετοίμασε τα ξόρκια σου γιατί έρχονται κατευθείαν επάνω μας». Λέγοντας αυτά τα λόγια γύρισε προς το μέρος των παράξενων αυτών πλασμάτων που έμοιαζαν με υπερμεγέθεις σκύλοι, και άρχισε να ετοιμάζει ένα ξόρκι. Ο Φρέλοθ, που στεκόταν ακριβώς δίπλα του – μετά από λίγες στιγμές αδράνειας – έκανε το ίδιο. Μόλις τα τέρατα μπήκαν στην εμβέλεια του ξορκιού του Αστεραλλόθ εκείνος τέντωσε τα χέρια του και μία μικρή πύρινη σφαίρα έφυγε από τα δάχτυλά του. Κατευθυνόμενη προς τη μάζα των αντιπάλων των δύο Μάγων. Όσο πλησίαζε τα πλάσματα τόσο μεγάλωνε. Η σφαίρα πέρασε την πρώτη σειρά των τεράτων - που όσο πλησίαζαν έβγαζαν κραυγές που έμοιαζαν με αλυχτίσματα λύκων – καίγοντας όσα πλάσματα ακουμπούσε. Ένα από αυτά βρέθηκε ακριβώς στο κέντρο της πύρινης σφαίρας. Το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να κατεβάσει το χέρι του επάνω στην κατακόκκινη στρογγυλή μάζα που το πλησίαζε, προσπαθώντας να την διαπεράσει με τα νύχια του. Τελικά το μόνο που έμεινε από το άτυχο πλάσμα ήταν λίγες στάχτες, οι οποίες ποδοπατήθηκαν από τους συντρόφους του που ακολουθούσαν. Ξαφνικά η πύρινη σφαίρα έσκασε με έναν θόρυβο που θύμιζε φύσημα ανέμου. Τα τέρατα που βρίσκονταν πλησιέστερα στη μαγική σφαίρα σχεδόν εξαϋλώθηκαν, ενώ πολλά άλλα έπαθαν σοβαρά εγκαύματα. Αμέσως η μυρωδιά της καμμένης σάρκας πλημμύρισε την ατμόσφαιρα. Παρόλα αυτά τα υπόλοιπα τέρατα δεν δίστασαν καθόλου από τον ξαφνικό θάνατο των συντρόφων τους. Τώρα ήταν η σειρά του Φρέλοθ να ρίξει το δικό του ξόρκι . Μία λεπτή ασημένια φλόγα έφυγε από τις άκρες των δαχτύλων του και έπεσε επάνω στην πυκνή μάζα των τεράτων, που συνέχιζαν να έρχονται καταπάνω τους. Αφού διαπέρασε περισσότερα από δέκα από αυτά τα άγνωστα, για τους δύο Μάγους, τέρατα έσκασε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο σε έναν βράχο, τινάζοντας τριγύρω σπίθες και κομμάτια πέτρας που έπεφταν επάνω στους επιτιθέμενους. Ούτε και αυτό όμως ήταν ικανό να ανακόψει την πορεία τους. Το ύψωμα μπροστά τους είχε γεμμίσει από αυτά τα φρικτά πλάσματα. Τώρα βρίσκονταν λίγα μόλις μέτρα μακρυά από τους δύο Μάγους. Σε λίγο θα άρχιζε η μάχη σώμα με σώμα. Ένα από τα πλάσματα, που προηγούταν των υπολοίπων επιχείρησε να επιτεθεί στον Αστεραλλόθ. Ο μάγος έβαλε τα χέρια του με ανοιχτές τις παλάμες παράλληλα με το έδαφος και τα σήκωσε ψηλά. Στην αρχή δεν φάνηκε να γίνεται τίποτα. Όταν όμως το πρώτο τέρας, και στη συνέχεια όλα τα υπόλοιπα, άρχισαν να πέφτουν κάτω μόλις πλησίαζαν τους δύο Μάγους τότε ο Φρέλοθ κατάλαβε τι ξόρκι είχε χρησιμοποιήσει ο φίλος του. Είχε δημιουργήσει γύρω τους έναν αόρατο πνευματικό θόλο που δεν επέτρεπε σε κανέναν να μπει σε αυτόν. Το κακό όμως ήταν ότι δεν μπορούσαν ούτε να ρίξουν κάποιο ξόρκι προς τα τέρατα που τους πολιορκούσαν. Στην αρχή τα παράξενα πλάσματα δεν κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβαινε και εξακολουθούσαν να ρίχνονται επάνω στο θόλο, με το ίδιο συνέχεια αποτέλεσμα. Έπειτα από αρκετές ματωμένες μύτες και μερικά σπασμένα δόντια τα εξαγριωμένα πλάσματα άρχισαν να κάνουν κύκλους γύρω από το θόλο, ψάχνοντας να βρουν ένα άνοιγμα. Κάποιο από αυτά μάλιστα άρχισε να σκάβει το χώμα, ώστε να καταφέρει να περάσει κάτω από τον αόρατο τοίχο. Αυτή η ενέργεια ήταν τελείως ανώφελη, καθώς ο Μάγος είχε φροντίσει να κλείσει τον ίδιο και τον φίλο του σε μία αδιαπέραστη σφαίρα. «Φρέλοθ, κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω τη σφαίρα για πολύ. Σε λίγο θα αρχίζω να κουράζομαι». «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι. Αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τη μαγεία μας μέσα από το θόλο θα ήταν πολύ εύκολο, αλλά είμαστε παγιδευμένοι.» Ο χοντρός Μάγος έκατσε άτσαλα στο χώμα βάζοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του προσπαθώντας να σκεφτεί έναν τρόπο ώστε να γλιτώσουν από αυτήν την κατάσταση. Στο μεταξύ η «πολιορκία» είχε ξαναρχίσει, αυτή τη φορά όμως με μεγαλύτερη ένταση. Τα τέρατα επιτίθονταν στο θόλο με λύσσα. Τα νύχια τους όμως δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τον αόρατο τοίχο που τους χώριζε από τους δύο Μάγους. Το μόνο που κατάφερναν ήταν να εξαγριώνονται ακόμη περισσότερο. Σιγά – σιγά όμως η δύναμη του Αστεραλλόθ ολοένα και αδυνάτιζε. Σε λίγο θα χρειαζόταν να εξαφανίσει το θόλο, αλλιώς θα πέθαινε από εξάντληση. «Το βρήκα», είπε απότομα ο Φρέλοθ και πετάχτηκε όρθιος. Ο Άλλος μάγος τον κοίταξε σηκώνοντας το ένα του φρύδι. «Λοιπόν», συνέχισε ο χοντρός Μάγος, «εσύ θα εξαφανίσεις το θόλο ενώ εγώ θα εξαπολύσω μία πύρινη σφαίρα με κέντρο τους εαυτούς μας, η οποία όμως θα εκραγεί προς τα έξω, χωρίς να μας επηρεάσει. Μετά θα δημιουργήσουμε πύρινους κλοιούς γύρω μας, που δεν θα επιτρέπουν σε αυτά τα…ό,τι και αν είναι τέλος πάντων, να μας πλησιάσουν. Τι λές;» «Καλή η ιδέα σου. Ίσως μας δώσει την ευκαιρία που ψάχνουμε για να γλιτώσουμε από αυτήν την άβολη κατάσταση. Είσαι έτοιμος;» «Ναι», απάντησε ο Φρέλοθ με σοβαρό ύφος. Οι δύο Μάγοι έδρασαν με συγχρονισμένες κινήσεις, σαν να το είχαν κάνει αυτό πολλές φορές στο παρελθόν. Ο Αστεραλλόθ, με μία κίνηση των χεριών του εξαφάνισε το προστατευτικό πεδίο που τους περιέβαλλε ενώ ο υπέρβαρος Μάγος άπλωσε τα χέρια του δημιουργώντας τον δολοφονικό κλοιό γύρω τους. Όσα συνέβησαν κράτησαν μόλις δύο ανάσες. Αμέσως ένα ασημένιο δαχτυλίδι σχηματίστηκε γύρω από τους δύο μάγους, το οποίο γρήγορα άρχισε να μεγαλώνει. Μόλις τα πλάσματα κατάλαβαν ότι το προστατευτικό πεδίο που φύλαγε τους δύο Μάγους είχε πέσει όρμηξαν να τους κατασπαράξουν. Το τέρας που βρισκόταν πιο κοντά στο θόλο κατάλαβε γρήγορα πόσο λάθος είχε κάνει. Ο ασημένιος δακτύλιος πέρασε από μέσα του. Με μία απορημένη έκφραση στο πρόσωπό του κοίταξε προς τα κάτω. Το τελευταίο που πρόλαβε να δει ήταν το έδαφος να πλησιάζει απότομα προς αυτό. Για λίγες στιγμές τα πόδια του, μαζί με τη λεκάνη έμειναν όρθια. Μετά όμως ακολούθησαν και αυτά τον υπόλοιπο κορμό του πλάσματος στο έδαφος. Την ίδια τύχη είχαν και όσα από τα τέρατα βρίσκονταν μέσα στην εμβέλεια της δολοφονικής σφαίρας. Ένα από αυτά προσπάθησε να σκύψει, για να αποφύγει το θάνατο αλλά άργησε, με αποτέλεσμα το κεφάλι του να χωριστεί από τους ώμους του. Ένα άλλο πήγε να πηδήξει πάνω από τον κλοιό που ολοένα μεγάλωνε. Εκεί που νόμιζε ότι τα είχε καταφέρει, προσγειώθηκε με το πρόσωπο στο χώμα. Του είχαν κοπεί τα πόδια, στο ύψος των γονάτων. Το ξόρκι του Φρέλοθ ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό. Μέσα σε λίγες στιγμές όσα από τα πλάσματα είχαν γλυτώσει, έτρεχαν πανικόβλητα να βρεθούν έξω από την εμβέλεια του μαγικού δακτυλίου. Η περιοχή γύρω από τους δύο Μάγους είχε γεμμίσει ακρωτηριασμένα πτώματα. Ταυτόχρονα οι δύο άνδρες δημιούργησαν γύρω τους ένα ξόρκι φωτιάς η οποία όμως δεν τους έκαιγε. Είχε όμως οδυνηρές επιπτώσεις στα σκυλόμορφα τέρατα. Ένα από αυτά προσπάθησε να επιτεθεί καταμέτωπο στον Αστεραλλόθ. Ο Μάγος δεν ανησύχησε καθόλου. Το τέρας έπεσε επάνω στη μαγική φωτιά με αποτέλεσμα να πάθει σοβαρά εγκαύματα, που το έθεσαν εκτός μάχης. «Καλό το κόλπο Φρέλοθ. Πρώτη φορά βλέπω πύρινη σφαίρα να κόβει κάποιον στη μέση», είπε ο Αστεραλλόθ, καθώς απέφευγε την επίθεση ενός τέρατος, που είχε πηδήξει στον αέρα, με σκοπό να βρεθεί μέσα στον πύρινο κύκλο που προστάτευε τον Μάγο. «Ευχαριστώ», απάντησε ασθμαίνοντας ο άλλος Μάγος. «Είναι μία δική μου ανακάλυψη. Ένωσα δύο ξόρκια που απ’ ότι φαίνεται έκαναν καλά τη δουλειά τους», είπε ο υπέρβαρος Μάγος με ένα βιασμένο χαμόγελο. Ο άλλος μάγος έριξε μία ματιά στο φίλο του. Τον έβλεπε, και τον άκουγε να αναπνέει με δυσκολία. Η ένταση των μαγικών ξορκιών, το κυνηγητό που είχαν υποστεί από τα τέρατα και η ένταση της μάχης – σε συνδυασμό με τα πολλά παραπανίσια κιλά που είχε ο Φρέλοθ – τον είχαν κουράσει πολύ γρήγορα. Κατάλαβε ότι ο συνάδελφός του δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Εκτός και αν σκεφτόταν κάτι γρήγορα, για να βγούν από αυτή τη δύσκολη θέση. Προς το παρόν, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να υποχωρήσουν σιγά – σιγά, πολεμώντας σε κάθε τους βήμα. Ο Αστεραλλόθ έβαλε το χέρι του μέσα στο μανδύα του και τράβηξε ένα στιλέτο. Η αλήθεια ήταν ότι έτσι δεν θα μπορούσε να του χρησιμεύσει σε κάτι. Καταρχάς, ήταν αδύνατον να μαχαιρώσει κάποιο πλάσμα γιατί εάν το πλησίαζε αρκετά ώστε να μπορέσει να το καρφώσει, ο αντίπαλός του θα είχε ήδη ψηθεί από την προστατευτική φωτιά. Ακόμη όμως και να μην είχε την πύρινη προστασία γύρω του θα το σκεφτόταν διπλά να πλησιάσει τόσο κοντά ένα από αυτά τα τέρατα. Σε μάχη σώμα με σώμα τα νύχια των σκυλόμορφων τεράτων ήταν πιο αποτελεσματικά από το μικρό μαχαίρι του. Ο Μάγος όμως δεν είχε σκοπό να κάνει τίποτα από τα δύο. Κράτησε το στιλέτο παράλληλα με το έδαφος και πρόφερε μία λέξη. Αμέσως μία φωτεινή γραμμή έφυγε από τη μυτερή του άκρη χτυπώντας ένα από τα πλάσματα στο στήθος. Εκείνο έπεσε νεκρό στο έδαφος, κρατώντας το θανατηφόρο τραύμα του, που έμοιαζε σαν να είχε δημιουργηθεί από σπαθί. Ο Μάγος επανέλαβε την ίδια κίνηση αρκετές φορές, προφέροντας την ίδια λέξη, μέχρι που η μαγική δύναμη που υπήρχε στο στιλέτο εξαντλήθηκε. Χωρίς να το σκεφτεί καθόλου ο Αστεραλλόθ το εκσφενδόνισε σε ένα από τα τέρατα, πετυχαίνοντάς το στο λαιμό. Εάν κατάφερναν να γλυτώσουν θα μπορούσε να φτιάξει εύκολα κι άλλο τέτοιο στιλέτο. Οι δύο Μάγοι ήξεραν ότι ο προστατευτικός πύρινος κλοιός που τους περιέβαλε δεν θα κρατούσε για πολύ ακόμη. Σε λίγο η κούραση θα τους κατέβαλε και θα γίνονταν βορά των τεράτων. Κάτι έπρεπε να κάνουν, και μάλιστα γρήγορα. Τα Γκράγκλ εξακολουθούσαν να επιτίθονται, παρά τις μεγάλες απώλειές τους. Άλλωστε κάποιοι είχαν καταπατήσει την περιοχή του κυνηγιού τους. Οι δύο Μάγοι όμως δεν ήταν εύκολοι αντίπαλοι. Τα σκυλόμορφα τέρατα είχαν αναπτύξει νοημοσύνη – σε σχέση με άλλα τέρατα που υπήρχαν στο όρος του Τεμπάν. Έβλεπαν ότι ο ψηλός Μάγος είναι ο φονικότερος. Τα ξόρκια του ήταν πολύ δυνατά, αντίθετα με τα ξόρκια του χοντρού Μάγου. Γι’αυτό επέλλεξαν να σκοτώσουν πρώτα τον Μάγο που θεωρούσαν πιο αδύναμο. Ο Αστεραλλόθ κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά όταν ο αριθμός των τεράτων που του επιτήθονταν ελλατώθηκε αρκετά. Αντίθετα, όλο και πιο πολλά γκράγκλ ορμούσαν στον Φρέλοθ, χωρίς να λογαριάζουν τη φλόγινη ασπίδα που τον περιέβαλλε. Ο τελευταίος ανταγκάστηκε σιγά – σιγά να υποχωρήσει, με αποτέλεσμα να αποκοπεί από τον άλλο Μάγο. Σε κανέναν από τους δύο δεν δώθηκε η παραμικρή ευκαιρία να ξεκουραστούν. Τα γκράγκλ δεν σταματούσαν να ορμάνε με λύσσα. Ο Ο Φρέλοθ δεν αντιλήφθηκε την τακτική των σκυλόμορφων τεράτων παρά μόνο όταν ήταν πια πολύ αργά. Ένοιωσε την πλάτη του να χτυπά σε κάτι σκληρό και κατάλαβε ότι τα κτήνη τον είχαν στριμώξει μπροστά σε έναν τεράστιο βράχο. Τουλάχιστον θα έχω τα νώτα μου καλυμμένα, σκέφτηκε. Δεν πρόλαβες όμως να ολοκληρώσει τη σκέψη του, όταν ένοιωσε τα γαμψά νύχια ενός γκραγκλ να του ξεσκίζουν το πρόσωπο. Ένα από τα κτήνη είχε σκαρφαλώσει στην κορυφή του βράχου και είχε πηδήξει επάνω του, αποφεύγοντας το πύρινο άγγιγμα της ασπίδας του Μάγου. Η επίθεση του τέρατος δεν κράτησε πολύ. Με ένα τίναγμα του χεριού του, ο Μάγος το έστειλε – με τη βοήθεια της μαγείας – μακρυά από το σώμα του. Το γκτάγλ βρέθηκε να πετάγεται μακρυά φλεγόμενο, καθώς είχε πρώτα περάσει μέσα από τον πύρινο κλοιό που περιέβαλλε τον Φρέλοθ. Ο Αστεραλλόθ είδε με τρόμο ότι και άλλα τέρατα ακολουθούσαν το παράδειγμα του συντρόφου τους. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο Φρέλοθ είχε καλυφθεί από μία μάζα γούνας και νυχιών που φλεγόταν. Η κραυγή που ακούστηκε απο το μέρος του χοντρού Μάγου έδωσε στον Αστεραλλόθ να καταλάβει ότι ο φίλος του είχε τεθεί εκτός μάχης, για πάντα. Τώρα ήταν μόνος του. Προσέχοντας να μην βρεθεί και εκείνος με την πλάτη κολλημένη σε κάποιον βράχο άρχισε να οπισθοχωρεί, πολεμώντας σε κάθε του βήμα. Ένοιωθε τη δύναμή του να εξασθενεί με κάθε ξόρκι που έκανε. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι γρήγορα, αλλιώς θα είχε την ίδια μοίρα με τον φίλο του. Η μόνη λύση που του έμενε ήταν ένα ξόρκι το οποίο είχε δημιουργήσει ο ίδιος, το οποίο θ αμπορούσε να τον τηλεμεταφέρει στον πύργο του. Ποτέ όμως δεν το είχε δοκιμάσει σε μεγάλη απόσταση. Ακόμη και όταν το δοκίμαζε σε απόσταση λίγων μέτρων έφτανε στα όρια της εξάντλησης. Αν το δοκίμαζε τώρα ίσως μεταφερόταν στον πύργο του, έξω από την πρωτεύουσα Ουνίλ Γκαμπόρ μόνο το κουφάρι του. Ή μπορεί ακόμη, με έναν λάθος υπολογισμό να μεταφερόταν μέσα σε έναν τοίχο, ή ακόμη και κάτω από το χώμα, με αποτέλεσμα να βρει και αυτός φριχτό θάνατο. Άξιζε όμως να προσπαθήσει. Για να καταφέρει να φέρει στο μυαλό του την κατάλληλη γητεία που θα τον μετέφερε στην ασφάλεια του πύργου του έπρεπε να κερδίσει λίγο χρόνο. Κάτι το οποίο ήταν πολύ δύσκολο. Σε μία απελπισμένη κίνηση ο Αστεραλλόθ έκανε το χώμα γύρω από τα πόδια του να εξαφανιστεί. Την ώρα που έπεφτε στην τρύπα που ο ίδιος είχε φτιάξει δημιουργούσε πάνω από το κεφάλι του έναν πνευματικό θόλο. Τουλάχιστον είχε μερικά λεπτά στη διάθεσή του για να ξεκουραστεί και να ετοιμάσει το ξόρκι της μεταφοράς του στην ασφάλεια του πύργου του. Την ώρα που έβγαζε από μία πτυχή του μανδύα του ένα φιαλίδιο το πρώτο τέρας έπεφτε πάνω στην πνευματική ασπίδα του Μάγου. Ο Αστεραλλόθ είπιε το περιεχόμενο που είχε μέσα το φιαλίδιο και αισθάνθηκε ένα μέρος από τις δυνάμεις του να επανέρχονται. Ένοιωσε και άλλα γκράγκλ να πέφτουν πάνω στην ασπίδα του. Δεν θα άντεχε για πολύ ακόμη. Την ώρα που πρόφερε τις λέξεις που θα τον μετέφεραν στην ασφάλεια του πύργου του χαμογελούσε αμυδρά. Μόλις ολοκλήρωσε το ξόρκι του αισθάνθηκε τον κόσμο να γυρίζει. Για μία στιγμή νόμιζε ότι πετάει. Ξαφνικά βρέθηκε να πέφτει με δύναμη στο πέτρινο – γνώριμο – πάτωμα του πύργου του. Λίγο πριν χάσει τις αισθήσεις του σχεδόν ευχήθηκε να βρισκόταν πίσω στο όρος Τεμπάν, μόνο και μόνο για να μπορούσε να δει την αντίδραση των σκυλόμορφων τεράτων, όταν θα ανακάλυπταν την τελευταία παγίδα του. Τα γκράγκλ που βρίσκονταν πάνω στην αόρατη ασπίδα που τους χώριζε από τη λεία τους ένοιωσαν κάποια στιγμή το «έδαφος» να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους και άρχισαν να πέφτουν. Η έκπληξή τους – αν μπορούσαν αυτά τα κτήνη να νοίωσουν έκπληξη – ήταν τεράστια όταν, αντί για το Μάγο, στη θέση του βρίσκονταν δεκάδες αιχμηρά ξύλα, τα οποία άρχισαν να τρυπούν τις σάρκες τους... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.