Jump to content

ΝΕΤΡΟΙΚΑ


Recommended Posts

Guest Mixahl

{Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΓΙΑ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΑ ΠΟΣΤ #11 ΜΕΧΡΙ #16. ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΠΡΟΤΙΜΗΣΤΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΚΔΟΧΗ}

Nienor

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όνομα Συγγραφέα: Μιχαήλ

Είδος:επιστημονικής φαντασιάς-μυστηρίου

 

Ο Τζον ακούγοντας τα λόγια του γιατρού ένιωσε να πιέζεται,ένιωσε να κολλάει στη γωνία του δωματίου.Πραγματικά η τελευταία ερώτηση του δόκτωρα Σέζιλ ήταν μία ερώτηση στην οποία χωρούσε μόνο η λογική.Και είχε μία απάντηση.

<<Δε γίνεται.>> αποκρίθηκε ο Τζον.

Αυτή τη στιγμή ο Τζον αποδεχόταν την ιδέα της τρέλας.Τα έβρισκε με αυτήν,κάτι πολύ δυσάρεστο για τον ίδιο.Ήταν γεγονός ότι μετά το ατύχημα είχε αποκαλέσει πολλές φορές τον εαυτό του τρελό.Πότε όμως δεν πίστεψε ότι μπορεί να είναι.Στην άκρη του μυαλού του πάντα υπήρχε κάτι που του έλεγε ότι η κατάσταση μπορεί να είναι αλλιώς.Ότι δεν έχει χάσει τα λογικά του,αλλά κάτι άλλο ενδέχεται να συμβαίνει.Αυτό το κάτι ένιωθε τώρα ο Τζον να σβήνει,να χάνεται...

 

-Πριν 10 ημέρες...-

 

 

Ήταν ένα βράδυ του 2203 μ.Χ.Ο Τζον για ακόμη μία φορα δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Τον είχε πιάσει ο κλασικός βραδινός πονοκέφαλος.Τα βράδια που πήγαινε να ξαπλώσει ερχόταν σαν κακός επισκέπτης και δεν τον άφηνε να βυθιστεί στον ύπνο.Έκανε μία απότομη κίνηση και τινάχτηκε από το κρεβάτι.Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και άνοιξε το ντουλαπάκι που φύλαγε η γυναίκα του,η Μπεθ, τα φάρμακα. Παυσίπονα,αναλγητικά,γάζες,χάπια για το στομάχι.

Έξω τώρα μπορούσε κανείς να ακούσει το αλύχτισμα των αδέσποτων σκυλιών.Το γαβγητό τους έκρυβε ένα παράπονο.

<<Αν είχαν φωνή να μιλήσουν αυτά τα αδέσποτα,θα έλεγαν πολλά.>> μονολόγησε ο Τζον κοιτάζοντας από το παράθυρο ένα μαύρο σκύλο να γρυλίζει.

Η οδός Κέλκιν συναντούσε την Σάιζ και έτσι στη γωνία βρισκόταν το σπίτι του Τζον Χάλιφαξ.Μια μικρή καινούρια μονοκατοικία με αυλή και γκαζόν.

Edited by Nienor
Link to comment
Share on other sites

Καλωσόρισες, Mihahl :)

 

Τι ακριβώς είναι αυτό εδώ? Είναι μια εισαγωγή για κάτι που θα ακολουθήσει ή πιστεύεις πως είναι αυτοτελές? Νομίζω πως για να σου πούμε οτιδήποτε χρειαζόμαστε κάτι παραπάνω από δύο παραγράφους.

 

 

 

 

 

 

Υ.Γ. Αν δεν είναι έτσι κι έχεις κάποιο πρόβλημα με τη μορφοποίηση ή οτιδήποτε, στείλε μου πμ.

Link to comment
Share on other sites

Guest Mixahl

Γεια σου Νienor.Είναι η αρχή του μυθιστορήματος που γράφω.Έχω γράψει 70 σελίδες και πιστεύω ότι θα μου πάρει γύρω στις 300.Απλά δεν είμαι σπίτι και δεν το έχω μαζί μου.Ότι έγραψα είναι από τη μνήμη μου.

:rolleyes:

Link to comment
Share on other sites

Guest Mixahl

Έτος το 2203 μ.Χ.Ο Τζον είναι προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών και ζει στο Λέρνετ,μιας πόλης κοντά στο Ντέινς των Η.Π.Α.Μία μέρα μετά τη δουλειά του αποφασίζει να χαλαρώσει πίνοντας το ποτό του σε ένα μπαρ.Όμως στο μπαρ αυτό θα γίνει μάρτυρας μιας κλήρωσης θανάτου.Στο μπαρ Νετρόικα 12 κληρώνεται ο θύτης και το θύμα.Ο Τζον βλέπει έναν φόνο.Ο θύτης πυροβολεί το θύμα.Έντρομος ο Τζον επιστρέφει σπίτι του.

Την επόμενη μέρα θα κάνει ένα επαγγελματικό ταξίδι.Ο Τζον πέφτει θύμα τροχαίου ατυχήματος και καταλήγει σε κώμα για 4 ημέρες.Όταν ξυπνάει διαπιστώνει σιγά σιγά ότι οι δικοί του άνθρωποι έχουν εξαφανιστεί.Η γυναίκα του,η κόρη του,ο φίλος του Τόνι δεν υπάρχουν.

Τι συμβαίνει λοιπόν στο Τζον; Έχει χάσει τα λογικά του ή όχι??? B)

Link to comment
Share on other sites

Έλα ντε, τα έχει χάσει; Αυτό θα το αποφασίσει ο συγγραφέας. Μόνο πρόσεξε Μιχαήλ: Η ιδέα "ξυπνώ - και - δεν - βλέπω - γύρω - μου - τους - ανθρώπους - που - ξέρω" δεν είναι το πιο πρωτύτυπο πράγμα στην ιστορία της φανταστικής λογοτεχνίας. Έχεις διαβάσει άλλα έργα;

Επίσης, όπως σου είπε και η Nienor, δεν πρόκειται να πάρεις κριτική για δυο παραγράφους. Αν ολοκληρώσεις ένα κεφάλαιο, πχ. το πρώτο, ανάρτησέ το να το διαβάσει ο κόσμος και να το κρίνει. Πάντως αποτελεί τεράστιο πρότζεκτ το να γράψεις απευθείας ένα μυθιστόρημα. Έχεις δοκιμάσει κάποια μικρότερα κομμάτια να μετρήσεις τις δυνάμεις σου; Αν ναι, μπορείς επίσης να τα αναρτήσεις στη βιβλιοθήκη να τα διαβάσουμε και να σου πούμε τη γνώμη μας, όπως και εσύ μπορείς να λες τη γνώμη σου για τα κείμενα των άλλων.

Link to comment
Share on other sites

Guest Mixahl

Γεια σου nikosal.Καταρχάς δεν έχω παρουσιάσει όσα έχω γράψει.Αφού δεν είναι τόσο πρωτότυπη η ιδέα μου πες μου εσύ ένα μυθιστόρημα με αντίστοιχο θεματικό άξονα.Για να δω και εγώ πόσο πρωτότυπη είναι η ιδέα μου.

Link to comment
Share on other sites

  • 8 months later...

Μιχαήλ

 

Φαντασία

 

 

 

 

 

 

 

Η δουλειά στην εταιρεία του προσέφερε έναν ικανοποιητικό μισθό για να θρέ-ψει μία οικογένεια. Οι απαιτήσεις της εργασίας όμως ήταν μεγάλες. Το στρες του είχε γίνει πλέον τρόπος ζωής και τα γκρίζα του μαλλιά δε συμβάδιζαν με την ηλικία του.

 

Ήταν μόλις 32 χρονών και είχε μία εξάχρονη κόρη, την Κάρμεν, φτυστή η μά-να της. Το πρόσωπο με τις γωνίες, τα κατάξανθα μαλλιά της και τα βαθυγάλα- ζα μάτια της, τα είχε κληρονομήσει από την Μπεθ.

 

Ο χαρακτήρας της όμως θύμιζε τον Τζον. Παρ’ όλο το μικρό της ηλικίας της, φερόταν σαν μεγάλη. Η σοβαρότητα με την οποία σκεφτόταν, μιλούσε και αντιδρούσε, ήταν στοιχεία που τα είχε και ο Τζον στα νεότερά του χρόνια.

 

Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο πατέρας της, της είχε τερά-στια αδυναμία.

 

<<Πού είναι το αγγελούδι μου;>> συνήθιζε να φωνάζει ο Τζον την κορούλα του, όταν επέστρεφε από τη δουλειά.

 

Εύκολα μπορούσες να διακρίνεις την ευτυχία στα μάτια του Τζον, όταν κοίταζε περήφανος τις δύο αγάπες της ζωής του. Την Μπεθ και την Κάρμεν.

 

 

 

2.ΝΕΤΡΟΙΚΑ 12

 

 

<<Η ζωή μας σαφώς και έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν θα δούμε πληθωρισμό, ανεργία και βία σε τρομακτικά υψηλά ποσο-στά. Και αυτό όχι μόνο στις Η.Π.Α., αλλά στην Ευρώπη και στην Ασία. Μπορεί αυτά τα προβλήματα να μην έχουν εξαλειφθεί εντελώς, όμως μειώθηκαν αισθητά. Η τεχνολογία εξελίχτηκε και η επιστήμη πλέον κάνει θαύματα. Ανία-τες ασθένειες του παρελθόντος, όπως ο καρκίνος και το AIDS, σήμερα θερα-πεύονται. Επίσης με την έκρηξη της τεχνολογίας δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας και έτσι η ανεργία στέκεται σε χαμηλά ποσοστά. Η άνοδος του βιοτι- κού επιπέδου, κυρία Βελίνσκι, είναι μία πραγματικότητα.>> είπε ο κοινωνικός αναλυτής, κύριος Στέρινγκ, κάνοντας μία σύγκριση της ανθρώπινης ζωής του 2203 μ.Χ. με αυτήν του 21ου αιώνα.

 

<<Όσον αφορά τις τρομοκρατικές και τις εγκληματικές ενέργειες, αυτές αποτε-λούν ένα μικρό ψεγάδι των κοινωνικών συστημάτων…>>

 

<<Καλημερούδια, Μπεθ. Γιατί έτσι νωρίς σήμερα, γλυκιά μου;>> ρώτησε ο Τζον μπαίνοντας στο σαλόνι.

 

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και λύγισε το κορμί του. Μόλις είχε ξυπνήσει και ή-ταν η ώρα για δουλειά.

 

<<Έχω να καθαρίσω την αυλή σήμερα, Τζον. Βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.

 

Άντε, ετοιμάσου. Έχω στην κουζίνα αυγά με μπέικον.>> αποκρίθηκε η γυναί-κα του, κλείνοντας την τηλεόραση.

 

Ο Τζον κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπό του και κοιτάχτη-κε στον καθρέφτη. Πρέπει να ήταν 2 λεπτά που σκάλιζε τα μαλλιά του, όταν παρατήρησε μία περιοχή που άρχισε να γκριζαίνει.

 

<<Σε λίγο θα γίνουν όλες γκρίζες. Δεν πειράζει, αυτή είναι η γοητεία μου.>> σκέφτηκε ο Τζον καθώς περιεργαζόταν το τριχωτό της κεφαλής του.

 

Η σκέψη του συνοδεύτηκε με ένα χαμόγελο.

 

Χτένισε βιαστικά τα μαλλιά του και σκούπισε το πρόσωπό του.

 

Η ώρα έδειχνε 7.20.

 

Ο Τζον φόρεσε το μαύρο λινομέταξο κοστούμι του και ξεπάστρεψε το πρωινό του.

 

Ναι, αυτή ήταν μία κακιά συνήθεια του Τζον Χάλιφαξ. Να κολατσίζει φορώντας

 

 

 

 

 

Ο Τζον ακούγοντας τα λόγια του γιατρού, ένιωσε να πιέζεται, ένιωσε να κολ- λάει στη γωνία του δωματίου. Πραγματικά, η τελευταία ερώτηση του δόκτωρα Σέζιλ ήταν μία ερώτηση στην οποία χωρούσε μόνο η λογική.

 

Και είχε μία απάντηση.

 

<<Δε γίνεται.>> αποκρίθηκε ο Τζον.

 

Αυτή τη στιγμή, ο Τζον αποδεχόταν την ιδέα της τρέλας. Τα έβρισκε με αυτήν, κάτι πολύ δυσάρεστο για τον ίδιο. Ήταν γεγονός ότι μετά το ατύχημα είχε απο-

 

καλέσει πολλές φορές τον εαυτό του τρελό. Ποτέ όμως δεν πίστεψε ότι μπορεί να είναι. Στην άκρη του μυαλού του πάντα υπήρχε κάτι, που του έλεγε ότι η κατάσταση μπορεί να είναι αλλιώς. Ότι δεν έχει χάσει τα λογικά του, αλλά κάτι άλλο ενδέχεται να συμβαίνει. Αυτό το κάτι, ένιωθε τώρα ο Τζον να σβήνει, να χάνεται…

 

 

 

 

Πριν 10 ημέρες

 

 

1.Ο ΤΖΟΝ

 

 

Ήταν ένα βράδυ του 2203 μ.Χ. Ο Τζον για ακόμη μία φορά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον είχε πιάσει ο κλασικός βραδινός πονοκέφαλος. Τα βράδια που πήγαινε να ξαπλώσει, ερχόταν σαν κακός επισκέπτης και δεν τον άφηνε να βυθιστεί στον ύπνο. Έκανε μία απότομη κίνηση και τινάχτηκε από το κρεβάτι.

 

Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και άνοιξε το ντουλαπάκι που φύλαγε, η γυ- ναίκα του, η Μπεθ, τα φάρμακα. Παυσίπονα, αναλγητικά, γάζες, χάπια για το στομάχι. Έξω, μπορούσε τώρα κανείς να ακούσει το αλύχτισμα των αδέσπο-των σκυλιών. Το γαβγητό τους έκρυβε ένα παράπονο.

 

<<Αν είχαν φωνή να μιλήσουν αυτά τα αδέσποτα, θα έλεγαν πολλά…>> μο- νολόγησε ο Τζον κοιτάζοντας από το παράθυρο ένα μεγαλόσωμο μαύρο σκύ-λο να γρυλίζει.

 

Από το παράθυρο της κουζίνας φαινόταν ο δρόμος της οδού Κέλκιν. Η Κέλκιν συναντούσε την οδό Σάιζ και έτσι στη γωνία βρισκόταν το σπίτι του Τζον Χάλι-φαξ. Μία μικρή καινούρια μονοκατοικία με αυλή και γκαζόν.

 

Αυτή τη στιγμή, ο Τζον έπαιρνε το παυσίπονο και επέστρεφε στο υπνοδωμά- τιο.

 

<<Είσαι καλά, αγάπη μου;>> ρώτησε η Μπεθ.

 

<<Πάλι με πονάει το κεφάλι μου. Πάει να σπάσει.>> είπε ο Τζον.

 

<<Μη ζορίζεις τον εαυτό σου, Τζον. Ψυχολογικό είναι.>>

 

Ο Τζον έπιασε το κούτελό του πριν μιλήσει.

 

<<Είναι δυνατόν να μη συγχύζομαι με όλους τους ανόητους στη δουλειά;>> είπε, υψώνοντας τώρα τον τόνο της φωνής του.

 

<<Αχ, Τζον. Στο έχω πει χιλιάδες φορές. Εσύ κοιτάς να κάνεις σωστά τη δου-

 

λειά σου. Αν οι συνάδελφοί σου είναι ανόητοι ή όχι, είναι δικό τους θέμα.>> α-ποκρίθηκε η Μπεθ, προσπαθώντας να καλμάρει κάπως τα νεύρα του άντρα της.

 

<<Δίκαιο έχεις γλυκιά μου. Ας κοιμηθούμε. Καληνύχτα.>>

 

Η γυναίκα του τον καληνύχτισε με ένα φιλί στο μέτωπο.

 

Ήταν όντως μία κουραστική μέρα για τον Τζον. Δούλευε σε μία εταιρεία προ- γραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Λέρνετ, μίας πόλης κοντά στο Ντέινς των Η.Π.Α. Από πιτσιρίκι λάτρευε τους υπολογιστές και το να γίνει προγραμματιστής ήταν όνειρο ζωής.

Edited by Nihilio
Link to comment
Share on other sites

Είχα όλη την καλή διάθεση να σχολιάσω αυτήν την ιστορία - φαίνεται όμως ότι, προς το παρόν, δεν υπάρχει ιστορία.

 

Το κείμενο είναι μισοτελειωμένο (ή ίσως μόλις άρχισε) - κόβεται σε σημείο που δεν κάνει νόημα. Το πρώτο post είναι άχρηστο, μια και το δεύτερο εμπεριέχει και συμπληρώνει το πρώτο. Υπάρχει τουλάχιστον μια φράση "Ναι, αυτή ήταν μία κακιά συνήθεια του Τζον Χάλιφαξ. Να κολατσίζει φορώντας" που δεν έχει ολοκληρωθεί. Και βέβαια η μορφοποίησή της είναι απαράδεκτη (κόβονται λέξεις με ενωτικό χωρίς λόγο). Η σύνταξη σε ορισμένες φράσεις είναι παρατραβηγμένη.

 

Θα σχολίαζα και την ιδέα αλλά... δε τη διάβασα ακόμα! Λυπάμαι πολύ...

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Σχεδόν με κάλυψε ο Τέταρτος. Υποθέτω ότι η μορφοποίηση έχει χαλάσει απ' την μεταφορά της από το word, δεν μπορώ να δικαιολογήσω αλλιώς τα ενωτικά. Η σύνταξη πάντως δεν μου φάνηκε τόσο παρατραβηγμένη, θα έλεγα ότι είναι ένα στρωτό κείμενο, που θα μπορούσε να είναι η εισαγωγή μίας μεγαλύτερης ιστορίας.

Θέλει λίγο δούλεμα, αλλά το διάβασα ευχάριστα.

Επίσης ο τίτλος μου φάνηκε πολύ δυνατός.

Edited by Arachnida
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Ο Τζον ακούγοντας τα λόγια του γιατρού, ένιωσε να πιέζεται, ένιωσε να κολλάει στη γωνία του δωματίου. Πραγματικά, η τελευταία ερώτηση του δόκτωρα Σέζιλ ήταν μία ερώτηση στην οποία χωρούσε μόνο η λογική.

 

Και είχε μία απάντηση.

 

<<Δε γίνεται.>> αποκρίθηκε ο Τζον.

 

Αυτή τη στιγμή, ο Τζον αποδεχόταν την ιδέα της τρέλας. Τα έβρισκε με αυτήν, κάτι πολύ δυσάρεστο για τον ίδιο. Ήταν γεγονός ότι μετά το ατύχημα είχε απο

 

καλέσει πολλές φορές τον εαυτό του τρελό. Ποτέ όμως δεν πίστεψε ότι μπορεί να είναι. Στην άκρη του μυαλού του πάντα υπήρχε κάτι, που του έλεγε ότι η κατάσταση μπορεί να είναι αλλιώς. Ότι δεν έχει χάσει τα λογικά του, αλλά κάτι άλλο ενδέχεται να συμβαίνει. Αυτό το κάτι, ένιωθε τώρα ο Τζον να σβήνει, να χάνεται…

 

 

 

 

Πριν 10 ημέρες

 

 

1.Ο ΤΖΟΝ

 

 

Ήταν ένα βράδυ του 2203 μ.Χ. Ο Τζον για ακόμη μία φορά δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τον είχε πιάσει ο κλασικός βραδινός πονοκέφαλος. Τα βράδια που πήγαινε να ξαπλώσει, ερχόταν σαν κακός επισκέπτης και δεν τον άφηνε να βυθιστεί στον ύπνο. Έκανε μία απότομη κίνηση και τινάχτηκε από το κρεβάτι.

 

Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα και άνοιξε το ντουλαπάκι που φύλαγε, η γυναίκα του, η Μπεθ, τα φάρμακα. Παυσίπονα, αναλγητικά, γάζες, χάπια για το στομάχι. Έξω, μπορούσε τώρα κανείς να ακούσει το αλύχτισμα των αδέσποτων σκυλιών. Το γαβγητό τους έκρυβε ένα παράπονο.

 

<<Αν είχαν φωνή να μιλήσουν αυτά τα αδέσποτα, θα έλεγαν πολλά…>> μονολόγησε ο Τζον κοιτάζοντας από το παράθυρο ένα μεγαλόσωμο μαύρο σκύλο να γρυλίζει.

 

Από το παράθυρο της κουζίνας φαινόταν ο δρόμος της οδού Κέλκιν. Η Κέλκιν συναντούσε την οδό Σάιζ και έτσι στη γωνία βρισκόταν το σπίτι του Τζον Χάλιφαξ. Μία μικρή καινούρια μονοκατοικία με αυλή και γκαζόν.

 

Αυτή τη στιγμή, ο Τζον έπαιρνε το παυσίπονο και επέστρεφε στο υπνοδωμάτιο.

 

<<Είσαι καλά, αγάπη μου;>> ρώτησε η Μπεθ.

 

<<Πάλι με πονάει το κεφάλι μου. Πάει να σπάσει.>> είπε ο Τζον.

 

<<Μη ζορίζεις τον εαυτό σου, Τζον. Ψυχολογικό είναι.>>

 

Ο Τζον έπιασε το κούτελό του πριν μιλήσει.

 

<<Είναι δυνατόν να μη συγχύζομαι με όλους τους ανόητους στη δουλειά;>> είπε, υψώνοντας τώρα τον τόνο της φωνής του.

 

<<Αχ, Τζον. Στο έχω πει χιλιάδες φορές. Εσύ κοιτάς να κάνεις σωστά τη δου

 

λειά σου. Αν οι συνάδελφοί σου είναι ανόητοι ή όχι, είναι δικό τους θέμα.>> αποκρίθηκε η Μπεθ, προσπαθώντας να καλμάρει κάπως τα νεύρα του άντρα της.

 

<<Δίκαιο έχεις γλυκιά μου. Ας κοιμηθούμε. Καληνύχτα.>>

 

Η γυναίκα του τον καληνύχτισε με ένα φιλί στο μέτωπο.

 

Ήταν όντως μία κουραστική μέρα για τον Τζον. Δούλευε σε μία εταιρεία προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών στο Λέρνετ, μίας πόλης κοντά στο Ντέινς των Η.Π.Α. Από πιτσιρίκι λάτρευε τους υπολογιστές και το να γίνει προγραμματιστής ήταν όνειρο ζωής.

 

 

 

 

Η δουλειά στην εταιρεία του προσέφερε έναν ικανοποιητικό μισθό για να θρέψει μία οικογένεια. Οι απαιτήσεις της εργασίας όμως ήταν μεγάλες. Το στρες του είχε γίνει πλέον τρόπος ζωής και τα γκρίζα του μαλλιά δε συμβάδιζαν με την ηλικία του.

 

Ήταν μόλις 32 χρονών και είχε μία εξάχρονη κόρη, την Κάρμεν, φτυστή η μάνα της. Το πρόσωπο με τις γωνίες, τα κατάξανθα μαλλιά της και τα βαθυγάλαζα μάτια της, τα είχε κληρονομήσει από την Μπεθ.

 

Ο χαρακτήρας της όμως θύμιζε τον Τζον. Παρ’ όλο το μικρό της ηλικίας της, φερόταν σαν μεγάλη. Η σοβαρότητα με την οποία σκεφτόταν, μιλούσε και αντιδρούσε, ήταν στοιχεία που τα είχε και ο Τζον στα νεότερά του χρόνια.

 

Ίσως αυτός να ήταν ένας από τους λόγους που ο πατέρας της, της είχε τεράστια αδυναμία.

 

<<Πού είναι το αγγελούδι μου;>> συνήθιζε να φωνάζει ο Τζον την κορούλα του, όταν επέστρεφε από τη δουλειά.

 

Εύκολα μπορούσες να διακρίνεις την ευτυχία στα μάτια του Τζον, όταν κοίταζε περήφανος τις δύο αγάπες της ζωής του. Την Μπεθ και την Κάρμεν.

 

 

 

2.ΝΕΤΡΟΙΚΑ 12

 

 

<<Η ζωή μας σαφώς και έχει αλλάξει προς το καλύτερο. Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν θα δούμε πληθωρισμό, ανεργία και βία σε τρομακτικά υψηλά ποσοστά. Και αυτό όχι μόνο στις Η.Π.Α., αλλά στην Ευρώπη και στην Ασία. Μπορεί αυτά τα προβλήματα να μην έχουν εξαλειφθεί εντελώς, όμως μειώθηκαν αισθητά. Η τεχνολογία εξελίχτηκε και η επιστήμη πλέον κάνει θαύματα. Ανίατες ασθένειες του παρελθόντος, όπως ο καρκίνος και το AIDS, σήμερα θεραπεύονται. Επίσης με την έκρηξη της τεχνολογίας δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας και έτσι η ανεργία στέκεται σε χαμηλά ποσοστά. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, κυρία Βελίνσκι, είναι μία πραγματικότητα.>> είπε ο κοινωνικός αναλυτής, κύριος Στέρινγκ, κάνοντας μία σύγκριση της ανθρώπινης ζωής του 2203 μ.Χ. με αυτήν του 21ου αιώνα.

 

<<Όσον αφορά τις τρομοκρατικές και τις εγκληματικές ενέργειες, αυτές αποτελούν ένα μικρό ψεγάδι των κοινωνικών συστημάτων…>>

 

<<Καλημερούδια, Μπεθ. Γιατί έτσι νωρίς σήμερα, γλυκιά μου;>> ρώτησε ο Τζον μπαίνοντας στο σαλόνι.

 

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και λύγισε το κορμί του. Μόλις είχε ξυπνήσει και ήταν η ώρα για δουλειά.

 

<<Έχω να καθαρίσω την αυλή σήμερα, Τζον. Βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.

 

Άντε, ετοιμάσου. Έχω στην κουζίνα αυγά με μπέικον.>> αποκρίθηκε η γυναίκα του, κλείνοντας την τηλεόραση.

 

Ο Τζον κατευθύνθηκε προς το μπάνιο. Έπλυνε το πρόσωπό του και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Πρέπει να ήταν 2 λεπτά που σκάλιζε τα μαλλιά του, όταν παρατήρησε μία περιοχή που άρχισε να γκριζαίνει.

 

<<Σε λίγο θα γίνουν όλες γκρίζες. Δεν πειράζει, αυτή είναι η γοητεία μου.>> σκέφτηκε ο Τζον καθώς περιεργαζόταν το τριχωτό της κεφαλής του.

 

Η σκέψη του συνοδεύτηκε με ένα χαμόγελο.

 

Χτένισε βιαστικά τα μαλλιά του και σκούπισε το πρόσωπό του.

 

Η ώρα έδειχνε 7.20.

 

Ο Τζον φόρεσε το μαύρο λινομέταξο κοστούμι του και ξεπάστρεψε το πρωινό του.

 

Ναι, αυτή ήταν μία κακιά συνήθεια του Τζον Χάλιφαξ. Να κολατσίζει φορώντας

 

 

τα καλά του ρούχα.

 

<<Αχ, βρε, Τζον! Μωρό παιδί είσαι;>> συνήθιζε να γκρινιάζει η Μπεθ.

 

Τώρα όμως ο Τζον την σκαπούλαρε. Η Μπεθ ήταν στην αυλή και ξεκινούσε το νοικοκυριό της.

 

Ο Τζον άνοιξε την εξώπορτα και έκανε ένα νεύμα προς τη γυναίκα του, που πότιζε τα λουλούδια.

 

<<Μπεθ, εγώ πάω στη δουλειά. Ξύπνα τη μικρή στις 8. Έγινε;>>

 

<<Ναι, καλέ μου, θα την ξυπνήσω. Να έχεις μία καλή μέρα στη δουλειά.>>

 

<<Αντίο.>>

 

Η ημέρα στη δουλειά ήταν κάπως χαλαρή για τον Τζον. Αντικείμενο της δουλειάς του ήταν η δημιουργία και η βελτίωση προγραμμάτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Προγράμματα, που η εταιρεία τα πωλούσε σε οικονομικές επιχει-ρήσεις, σε τράπεζες και γενικά στην ευρύτερη αγορά.

 

Το όνομα της εταιρείας ήταν Κομπλέξικον.

 

Ήταν 2 η ώρα και ο διευθυντής της εταιρείας προγραμματισμού ενημέρωσε τον Τζον ότι την αυριανή μέρα έπρεπε να επισκεφθεί τους αντιπροσώπους της εταιρείας Σέρσους στο Ντέινς.

 

Ο Τζον χάρηκε ιδιαίτερα για το ταξιδάκι που θα έκανε, το οποίο, αν και επαγγελματικό, θα του έδινε τη δυνατότητα να αλλάξει πρόσωπα και παραστά σεις, αλλά και να ξεφύγει από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.

 

Το ρολόι έδειχνε 3. Ο Τζον Χάλιφαξ τελείωσε τη δουλειά του, αποχαιρέτησε όσους συναδέλφους είχαν μείνει και έφυγε από την Κομπλέξικον.

 

Πριν πάει στο αυτοκίνητο, σκέφτηκε να περπατήσει λίγο στην πόλη. Δεν είχε κάνει περισσότερα από πενήντα βήματα, και τότε του ήρθε μία ιδέα.

 

<<Ας πάω για ένα δροσιστικό ποτάκι στο Τζόι. Εξάλλου είναι εδώ κοντά.>> σκέφτηκε ο Τζον Χάλιφαξ.

 

Ο καιρός ήταν αίθριος, ενώ λιγοστά σύννεφα στον ουρανό έσπαγαν τη μονοτονία. Ένα ελαφρύ αεράκι χάιδευε τα μαλλιά του Τζον. Το ίδιο αεράκι έδινε κίνηση στα δέντρα των πεζοδρόμων και στα λουλούδια των παρτεριών.

 

Ο Τζον περπατούσε αμέριμνος και χαλαρός, όταν το βλέμμα του εστιάστηκε σε μία φωτεινή επιγραφή.

 

<<Νετρόικα 12.>> διάβασε ο Τζον.

 

<<Το μπαρ Τζόι άλλαξε όνομα. Τι μυστήριο όνομα για μπαρ…>> σκέφτηκε όλος απορία.

 

Μπήκε μέσα. Στο μπαρ ήταν ο Στηβ, ένας χοντρός, φαλακρός, αλλά χαριτωμένος τύπος.

 

Οι θαμώνες του μπαρ συνήθιζαν να τον πειράζουν με αστεία του τύπου: <<Χοντρούλη, χωράς μέσα στο μπαρ;>> ή άλλου τύπου: << Ο Στηβ ο νεροχύτης.>>

 

Και ο Στηβ χαμογελούσε. Το χαμόγελό του όμως ίσως είχε τρεις πτυχές. Ήταν το χαμόγελο που έκρυβε θλίψη, ήταν το χαμόγελο της χαράς ή ήταν το χαμόγελο της ειρωνείας;

 

Αυτά τα είδη χαμόγελου τα γνώριζε καλά ο Τζον Χάλιφαξ, ο οποίος καθόταν τώρα στο μπαρ.

 

<<Τι χαμπάρια, Στηβ;>> είπε ο Τζον.

 

<<Όλα καλά, Τζον. Πώς πάει η δουλειά;>> ρώτησε ο Στηβ.

 

<<Σήμερα ήταν πιο χαλαρά. Θα πιω μία τεκίλα πορτοκάλι.>>

 

Ο Τζον παρατήρησε το εσωτερικό του μπαρ. Η διακόσμηση και η διαρρύθμιση ήταν η ίδια. Άσπρες μικρές καρέκλες για τα τραπεζάκια και ψηλά μαύρα σκαμπό γύρω από το μπαρ. Στους τοίχους υπήρχαν κρεμασμένες ελαιογρα

Link to comment
Share on other sites

φίες και μπρούντζινα αλογάκια με πλαστικούς αναβάτες, ενώ ο φωτισμός απαλός λευκός όπως πάντα.

 

<<Να σε ρωτήσω κάτι, Στηβ. Μόνο όνομα αλλάξατε;>> ρώτησε ο Τζον.

 

<<Ναι. Βασικά όλα τα μπαρ του Λέρνετ λέγονται έτσι, σύμφωνα με το νέο νόμο της πολιτείας.>>

 

<<Γιατί;>> ρώτησε όλος απορία ο Τζον.

 

<<Δεν ξέρω, Τζον. Δε μας ενημέρωσαν.>> αποκρίθηκε ο Στηβ με ένα ύφος άγνοιας.

 

<<Εμένα, αυτό μου φαίνεται πολύ χαζό.>> είπε ο Τζον.

 

<<Το ίδιο όνομα... Αν είναι δυνατόν...>> σκέφτηκε ο Τζον.

 

Εκτός από την αλλαγή του ονόματος του μπαρ, ο Τζον παρατήρησε και μία άλλη αλλαγή. Μία μεγάλη μαύρη πλακέ οθόνη στέκονταν πάνω στο μπαρ.

 

Η ώρα έδειχνε 4 και η μεγάλη οθόνη άνοιξε. Ξαφνικά επικράτησε ησυχία και η μουσική σταμάτησε.

 

Οι λιγοστοί πελάτες του μπαρ σταμάτησαν να συνομιλούν, βλέποντας τη μεγάλη οθόνη να ανοίγει και να απεικονίζει διάφορα ονόματα, αριθμημένα στη σειρά.

 

Καθώς διάβαζε τα ονόματα, ο Τζον είδε και το δικό του. Τζον Χάλιφαξ.

 

<<Είμαστε έτοιμοι;>> φώναξε ο Στηβ.

 

<<Ναι!>> φώναξαν ομόφωνα όλοι οι πελάτες του Νετρόικα 12.

 

<<Τι γίνεται εδώ;>> φώναξε ο Τζον.

 

Κανείς δεν του αποκρίθηκε.

 

<<Ο θύτης είναι...>> είπε ο Στηβ.

 

Τα ονόματα της οθόνης άρχισαν να αναβοσβήνουν.

 

<<Σαμ Κόρνγουελ.>> είπε ο μπάρμαν.

 

Ο Τζον δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε. Γινόταν μία κλήρωση και είχε κληρωθεί ένας πελάτης ως θύτης. Τι να σήμαινε αυτό;

 

Τα ονόματα άρχισαν να τρεμοπαίζουν πάλι, και αυτό που σταμάτησε να αναβοσβήνει έγραφε Τζένι Χόλιντ.

 

<< Τζένι Χόλιντ είσαι το θύμα!>> φώναξε ο Στηβ.

 

Μία κοπέλα στο βάθος άρχισε να κλαίει. Προφανώς ήταν η Τζένι Χόλιντ.

 

<<Εδώ είναι το πιστόλι. Σαμ Κόρνγουελ είσαι ο θύτης και πρέπει μέσα σε 5 λεπτά να πυροβολήσεις την Τζένι Χόλιντ. Αν δε γίνει αυτό σε 5 λεπτά, οι ρόλοι θα αντιστραφούν. Εσύ θα είσαι το θύμα και θύτης η κυρία Χόλιντ. >> είπε ο Στηβ σε τόνο επιτακτικό.

 

<<Τι μπούρδες είναι όλα αυτά; Μου κάνετε πλάκα, ε;>> φώναξε νευριασμένος ο Τζον.

 

<<Σε παρακαλώ, Τζον. Μη διακόπτεις τη διαδικασία. Εξάλλου θα έπρεπε να γνωρίζεις το νέο νόμο που ισχύει σε όλα τα Νετρόικα του Λέρνετ.>> αποκρίθηκε ο Στηβ.

 

Επικράτησε σιγή. Ο Τζον σάστισε βλέποντας αυτό το θέαμα που έμοιαζε με κακόγουστη φάρσα.

 

Ένας κύριος, γύρω στα 40, σηκώθηκε από το τραπέζι του και κατευθύνθηκε στο μπαρ. Έπιασε το πιστόλι και σημάδεψε την Τζένι Χόλιντ. Η κοπέλα ξέ σπασε σε λυγμούς. Ο κύριος πατάει χωρίς δισταγμό τη σκανδάλη. Μπαμ!

 

Η κοπέλα σωριάστηκε στο πάτωμα. Ο Τζον ένιωθε φόβο, οργή και τρόμο.

 

Ανάμικτα, αρνητικά και φριχτά συναισθήματα. Αυτό που έβλεπε δεν μπορούσε να συμβαίνει στην πραγματικότητα.

 

Άνοιξε αμέσως την πόρτα του μπαρ και έφυγε τρέχοντας. Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να φτάσει στο αυτοκίνητό του.

Link to comment
Share on other sites

Μπήκε στο αμάξι και έβαλε αμέσως μπρος. Καθώς οδηγούσε, οι σκέψεις δεν τον άφηναν. Σκεφτόταν όλα τα αλλόκοτα πράγματα που έγιναν στο μπαρ.

 

Η κλήρωση θανάτου, η κοπέλα που έκλαιγε, ο πυροβολισμός...

 

<<Μάλλον αρχίζω να τρελαίνομαι... Δεν εξηγείται αλλιώς...>> σκέφτηκε.

 

Έφτασε στο σπίτι μόλις σε 5 λεπτά. Βγήκε από το αυτοκίνητο και έτρεξε προς το σπίτι του. Η Μπεθ καθάριζε την αυλή και βλέποντας την έκφραση του προσώπου του Τζον τρόμαξε.

 

<<Τι συνέβη, αγάπη μου;>>

 

<<Φέρε μου λίγο νερό, Μπεθ. Δεν αισθάνομαι καλά.>>

 

Πραγματικά, κρύος ιδρώτας έλουζε το κορμί του Τζον Χάλιφαξ.

 

 

 

3.Ο ΤΖΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΜΠΕΘ

 

 

 

<<Χαλάρωσε, Τζον και πες μου τι συνέβη.>> είπε η Μπεθ.

 

Ο Τζον πήρε μία βαθιά ανάσα πριν μιλήσει.

 

<<Να, μετά τη δουλειά πήγα στο Τζόι. Ξέρεις, στο αγαπημένο μου μπαρ.>>

 

<<Μάλιστα.>>

 

<<Όμως δε λεγόταν Τζόι.>>

 

<<Και τι όνομα είχε;>> ρώτησε η Μπεθ.

 

<<Νετρόικα 12.>> αποκρίθηκε ο Τζον.

 

<<Και τι έγινε μετά;>>

 

<<Αυτό που έγινε, δε θα το πιστέψεις. Θα με περάσεις για τρελό. Ναι, αυτό εί μαι, τρελός.>> είπε ο Τζον.

 

<<Πες μου, καλέ μου, τι έγινε. Ξέρεις ότι δεν είσαι τρελός.>> είπε η Μπεθ.

 

<<Μπήκα μέσα και παρήγγειλα ένα ποτό. Στο μπαρ ήταν ο Στηβ. Πάνω από το μπαρ όμως υπήρχε μία μεγάλη οθόνη που έκανε κληρώσεις.>>

 

<<Τι κληρώσεις;>> ρώτησε γεμάτη απορία η Μπεθ.

 

<<Θανάτου, Μπεθ.>> αποκρίθηκε ο Τζον και η φωνή του έτρεμε.

 

Επικράτησε σιωπή. Το βλέμμα της Μπεθ πήρε μία μορφή παραξενιάς και απορίας.

 

<<Τι εννοείς, Τζον;>> ρώτησε η γυναίκα του.

 

<<Κληρωνόταν ο θύτης και το θύμα. Έτσι, όταν τελείωσε η κλήρωση, ένας κύριος σηκώθηκε από το τραπέζι του, πήρε ένα πιστόλι από το μπαρ και πυροβόλησε μία κοπέλα. Πώς σου φαίνεται αυτό;>> είπε ο Τζον Χάλιφαξ.

 

Η Μπεθ σκέφτηκε λίγο πριν μιλήσει. Κοίταξε το πρόσωπο του Τζον και εύκολα μπορούσε να διακρίνει το άγχος και το φόβο που τον κυρίευε. Ο ιδρώτας του έσταζε στο πρόσωπό του.

 

<<Δηλαδή, έγινε ένας φόνος στο μπαρ τον οποίο τον αποδέχονταν όλοι;>> ρώτησε η Μπεθ.

 

Ο Τζον έγνεψε καταφατικά.

 

<<Έχω φρικάρει, Μπεθ; Τι μου συμβαίνει;>> ρώτησε.

 

<<Πιστεύω, Τζον, ότι η δουλειά σε έχει κουράσει. Πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου. Η ζωή δεν είναι μόνο δουλειά.>> είπε η Μπεθ.

 

<<Λες δηλαδή ότι είμαι τρελός. Είμαι τρελός;>> είπε ο Τζον.

 

<<Όχι, αγάπη μου. Απλά, οι πολλές ώρες εργασίας θολώνουν το μυαλό του καθένα μας. Πάρε μία μικρή άδεια να ξεκουραστείς και να χαλαρώσεις.>> είπε η Μπεθ.

 

<<Αύριο θα πρέπει να πάω στο Ντέινς για δουλειές. Θα συναντήσω κάποιους αντιπροσώπους.>>

 

<<Ωραία. Έτσι το μυαλό σου θα αλλάξει παραστάσεις. Μην ξεχνάς ότι το φό

Link to comment
Share on other sites

ρτο εργασίας και η ρουτίνα κουράζουν το μυαλό.>> είπε η Μπεθ.

 

<<Έχεις δίκιο, Μπεθ. Πάω να κάνω ένα ντους. Είμαι μούσκεμα στον ιδρώ

 

τα.>>

 

 

 

4.Ο ΤΖΟΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ

 

 

Το μπάνιο κάπως κάλμαρε τα νεύρα και το στρες που είχε ο Τζον. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του και προσπάθησε να καταλάβει τι να σήμαινε αυτό που έγινε στο μπαρ.

 

Από το μυαλό του δεν μπορούσε να ξεκολλήσει ο φόνος. Έγινε ένας φόνος, τον οποίο επέβαλλε η νομοθεσία της πολιτείας.

 

Μήπως ήταν ψέματα; Μήπως η σκηνή στο μπαρ ήταν στημένη; Και πώς όλοι οι πελάτες του μπαρ δεν αντέδρασαν ακούγοντας για κλήρωση θανάτου;

 

Και η κοπέλα που κληρώθηκε γιατί δεν το έβαλε στα πόδια, ακούγοντας ότι είναι το θύμα; Γιατί αποδέχτηκε μοιρολατρικά το θάνατό της;

 

Στη συνέχεια, ο Τζον άρχισε να σκέφτεται μήπως όλο το σκηνικό ήταν γέννημα της φαντασίας του.

 

<<Μπορεί να άρχισα να τρελαίνομαι…>> σκέφτηκε.

 

Μετά του ήρθε μία ιδέα.

 

<<Μετά το ταξίδι μου στο Ντέινς θα ξαναπάω στο Νετρόικα 12. Μπορεί να μη γίνονται όντως κληρώσεις θανάτου.>> σκέφτηκε ο Τζον Χάλιφαξ.

 

 

 

5.ΤΟ ΑΤΥΧΗΜΑ

 

 

Το πρωί δεν άργησε να ‘ρθει. Παρ’ όλο το στρες της προηγούμενης ημέρας, ο ύπνος του Τζον ήταν ελαφρύς και χωρίς εφιάλτες.

 

<<Καλημέρα, Μπεθ.>> είπε ο Τζον.

 

<<Καλημέρα, Τζον. Είχες καλό ύπνο;>>

 

<<Κοιμήθηκα σαν πουλάκι, μετά το κρύο ντους που έκανα.>>

 

<<Άρχισε να ετοιμάζεσαι, αγάπη μου. Δε θέλω να καθυστερήσεις στο ραντεβού σου.>> είπε η γυναίκα του.

 

Ο Τζον φόρεσε το καλό κοστούμι του, έφτιαξε τα μαλλιά του και αποχαιρέτησε την Μπεθ με ένα γλυκό φιλί.

 

Κάτι όμως είχε ξεχάσει. Έτσι κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο της κόρης του,

 

Κάρμεν. Η μικρή κοιμόταν και ο Τζον μη θέλοντας να την ξυπνήσει, την σκέπασε με το σεντόνι και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά.

 

Η Κάρμεν όμως άνοιξε τα μάτια της και με ένα ύφος λυπημένο ρώτησε.

 

<<Μπαμπά, είσαι καλά;>>

 

<<Ναι, αγγελούδι μου, μια χαρά είμαι.>> αποκρίθηκε ο Τζον.

 

Προφανώς η μικρή είχε ακούσει τον χθεσινό διάλογο που είχαν ο Τζον με την Μπεθ.

 

<<Πού θα πας τώρα;>> ρώτησε η Κάρμεν.

 

<<Θα πάω ένα ταξιδάκι για δουλειές στο Ντέινς. Θέλεις να σου πάρω δωράκι;>>

 

<<Όχι, μπαμπά. Έχω πάρα πολλά.>> είπε η μικρή.

 

<<Εγώ πάντως θα σου πάρω ένα μικρό δωράκι από το Ντέινς. Άντε, αγγελούδι μου, φεύγω τώρα. Κοιμήσου λίγο ακόμα. Θα σε ξυπνήσει η μαμά στις 8.>>

 

<<Εντάξει, μπαμπά. Καλό ταξίδι.>>

 

Ο Τζον φίλησε την κορούλα του στο μέτωπο και κατευθύνθηκε στο γκαράζ.

 

Έξω είχε λιακάδα και η θερμοκρασία έδειχνε 24 C. Ο καιρός ήταν σε γενικές

Link to comment
Share on other sites

γραμμές πολύ καλός για Νοέμβρη μήνα.

 

Ο Τζον μπήκε στο υδροκίνητο βυσσινί Ρόβερ του και ξεκίνησε με εύθυμη διάθεση. Από το μυαλό του όμως δεν ξεκολλούσε το μπαρ Νετρόικα 12. Η σκέψη του αυτή ερχόταν και έφευγε αστραπιαία. Έβαλε ένα CD με επιλογές τραγουδιών και έβαλε μπρος τη μηχανή.

 

Το Λέρνετ ήταν μία από τις μικρές πόλεις των Η.Π.Α.,100 χιλιόμετρα μακριά από το Ντέινς. Χτίστηκε το 2098 μ.Χ. και σήμερα μετρούσε 100000 κατοίκους.

 

Η ζωή των ανθρώπων είχε γοργούς ρυθμούς. Επιχειρήσεις, πολυκαταστήματα, τράπεζες και η λαϊκή αγορά ήταν συγκεντρωμένες στο κέντρο της πόλης, κοντά στην Πλατεία Κρέσιν.

 

Η Πλατεία Κρέσιν δεν ήταν τίποτε άλλο παρά το πάρκο του Λέρνετ. Ήταν ένα μικρό δάσος, όπου μαζεύονταν οικογένειες και ζευγαράκια για να απολαύ σουν τον περίπατό τους. Ήταν το μέρος όπου μπορούσε κανείς να ηρεμήσει και να χαλαρώσει, πίνοντας το καφεδάκι του μέσα σε αυτό το φυσικό τοπίο.

 

Εκεί συνήθιζε να πηγαίνει ο Τζον με την οικογένειά του, τα σαββατοκύριακα, ύστερα από τα ψώνια.

 

Η μικρή χαιρόταν πολύ να κάνει κούνια και να παίζει με άλλα παιδάκια στο πάρκο της Πλατείας Κρέσιν.

 

Η Πλατεία Κρέσιν απείχε 5 χιλιόμετρα από το σπίτι του Τζον, το οποίο βρισκόταν στα περίχωρα του Λέρνετ. Στα περίχωρα είχε κατοικία και ο κολλητός του φίλος Τόνι. Έμενε τρία τετράγωνα πιο κάτω από τον Τζον και βγαίναν συχνά οι δυο τους για κανένα ποτό.

 

Ο Τόνι ήταν ταχυδρόμος και εργένης. Συμμαθητής του Τζον από το γυμνάσιο.

 

Τον Τόνι σκεφτόταν τώρα ο Τζον, που είχε φτάσει σχεδόν στα μέσα της δια δρομής.

 

<<Ελπίζω να τα πάω καλά στο ραντεβού με τους αντιπροσώπους και να χειριστώ σωστά το θέμα.>>

 

Η κίνηση στο δρόμο γενικά κινούνταν σε μέτρια επίπεδα και αυτή τη στιγμή ο Τζον ήταν μόνος του στο δρόμο. Ξαφνικά εμφανίζεται μία νταλίκα από το απέναντι ρεύμα και αλλάζει πορεία. Κατευθύνεται προς τον Τζον! Ο Τζον πατάει φρένο! Μπαμ!

 

 

 

6.ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

 

 

Ξαπλωμένος ο Τζον Χάλιφαξ σε ένα κρεβάτι ενός δωματίου, ανέπνεε από τον αναπνευστήρα, ένα ειδικό μηχάνημα που διοχέτευε αέρα μέσα από ένα σωληνάριο στους πνεύμονές του. Ένα άλλο σωληνάριο τοποθετημένο στο στομάχι του, του παρείχε τις κατάλληλες θρεπτικές ουσίες.

 

Ο Τζον άνοιξε τα μάτια του και έτσι το μαύρο έγινε λευκό και το σκοτάδι φως.

 

<<Πού βρίσκομαι;>> είπε ο Τζον.

 

<<Κύριε Τζον. Ξυπνήσατε;>> είπε μία γυναίκα ντυμένη στα άσπρα.

 

<<Ναι, ξύπνησα. Αλλά, πού βρίσκομαι;>> ξαναρώτησε ο Τζον.

 

<<Είστε στο νοσοκομείο του Λέρνετ, κύριε Χάλιφαξ.>> αποκρίθηκε η νοσοκόμα.

 

<<Τι μου συνέβη;>> ρώτησε ο Τζον.

 

<<Είχατε ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο. Δεν το θυμάστε;>> ρώτησε η νοσοκόμα.

 

<<Ναι… Τώρα κάτι σαν να θυμάμαι. Μία νταλίκα έτρεχε προς εμένα. Ναι…>>

 

είπε ο Τζον.

Link to comment
Share on other sites

<<Κύριε Τζον, ήσασταν σε κώμα για 4 μέρες. Πολύ χάρηκα που ξυπνήσατε και ανοίξατε τα μάτια σας.>> είπε η νοσοκόμα.

 

<<Ο Θεός είναι μεγάλος τελικά. Πού είναι η γυναίκα μου;>> ρώτησε ο Τζον.

 

<<Η γυναίκα σας;>>

 

<<Ναι, η γυναίκα μου, η Μπεθ. Δεν την ενημερώσατε;>> ρώτησε ο Τζον γεμάτος απορία.

 

<<Συγγνώμη, κύριε Τζον. Περιμένετε να φωνάξω τον γιατρό.>> είπε η νοσοκόμα.

 

Καθώς η νοσοκόμα έφευγε, ο Τζον παρατηρούσε το εσωτερικό του δωματίου.

 

Δύο πίνακες αφηρημένης τέχνης υπήρχαν πάνω στον τοίχο, ένα μικρό παραθυράκι και πάνω από το λευκό κομοδίνο ρολά υγείας.

 

<<Ώ, κύριε Χάλιφαξ. Ξυπνήσατε, ε;>> είπε ο γιατρός με έκδηλη χαρά.

 

<<Ναι, γιατρέ. Το όνομά σας;>> ρώτησε ο Τζον.

 

<<Δόκτωρ Ζιγκλ.>>

 

<<Χάρηκα, δόκτωρ Ζιγκλ. Αλλά η γυναίκα μου, που είναι; Θα έπρεπε να την έχετε ειδοποιήσει. Θα ανησυχεί η γυναίκα…>> είπε ο Τζον.

 

<<Κύριε Χάλιφαξ, ηρεμήστε. Θα πρέπει να κάνουμε κάποιες εξετάσεις στο μαγνητικό τομογράφο για να δούμε αν υπάρχει κάποια ενδεχόμενη βλάβη..>>

 

αποκρίθηκε ο δρ Ζιγκλ.

 

<<Ξαναρωτάω. Πού είναι η γυναίκα μου;>> φώναξε με θυμό ο Τζον.

 

<<Κύριε Τζον. Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχατε στην ταυτότητα, ψάξαμε και βρήκαμε ότι είστε ανύπαντρος.>> είπε ο δρ Ζιγκλ.

 

<<Ανύπαντρος; Μα τι μου λέτε; Ξέρετε τι λέτε; Πάτε καλά;>> φώναξε ο Τζον γεμάτος οργή.

 

<<Ηρεμήστε, κύριε Χάλιφαξ. Ίσως λόγω του ατυχήματος μπερδεύετε κάποια πράγματα. Χαλαρώστε και η μνήμη σας θα ξεδιαλύνει. Δε θέλω να συγχύζε στε.>> είπε ο δρ Ζιγκλ.

 

Ο Τζον δεν είπε τίποτα. Κράτησε το στόμα του κλειστό. Κάποιο λάθος σκέφτηκε θα έχει γίνει. Το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει σπίτι του και να αγκαλιάσει τη γυναίκα του και την κορούλα του.

 

<<Πότε βγαίνω από εδώ;>> ρώτησε ο Τζον σε πιο ήπιο τώρα τόνο.

 

<<Όπως σας είπα πριν, θα πρέπει να μπείτε στο μαγνητικό τομογράφο. Μετά τις εξετάσεις θα πάρετε εξιτήριο.>> είπε ο δρ Ζιγκλ.

 

<<Και πότε θα κάνω τις εξετάσεις;>> ρώτησε ο Τζον.

 

<<Αύριο το πρωί στις 8. Τώρα ξαπλώστε και ηρεμήστε. Θα τα πούμε αύριο. Γεια σας.>> είπε ο δόκτωρ.

 

<<Γεια σας.>>

 

Ο Τζον το βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόταν σε ένα ομιχλώδες το- πίο, το οποίο δεν το γνώριζε από την αληθινή του ζωή. Το έβλεπε δηλαδή για πρώτη φορά. Ξαφνικά στο όνειρο, η ομίχλη άρχισε να εξαφανίζεται και να αντικαθίσταται από μία σιγανή βροχούλα. Μπροστά του με γυρισμένη την πλάτη στεκόταν μία γυναίκα. Φαντάστηκε ότι ήταν η Μπεθ, βλέποντας τα χρυσαφένια της μαλλιά. Όμως η γυναίκα γυρίζει το κεφάλι και εμφανίζεται ένα άσχημο, γερασμένο πρόσωπο.

 

<<Τζον, γλυκιέ μου…>> ακούστηκε η γυναίκα, έχοντας την ίδια φωνή με αυτή της Μπεθ.

 

Ο Τζον πετάχτηκε από το κρεβάτι του τρομαγμένος. Έκανε κάποια δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσει ότι έβλεπε έναν εφιάλτη.

 

<<Η Μπεθ πρέπει να έχει προβλήματα… Πού είναι η Μπεθ;>> φώναξε δυνατά ο Τζον.

Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν μέχρι στιγμής με καθύλωσε και να σκεφτείς ότι απλά άνοιξα την ιστορία για να δω περί τίνος πρόκειται. Τελικά, δίχως να το περιμένω, το διάβασα μονορούφι. Ίσως ήταν αυτό το υποβόσκον μυστήριο και η φοβερή ιδεά της θανατικής κλήρωσης μέσα από την τηλεόραση. Θα το διαβάσω πιο προσεχτικά ώστε να το σχολιάσω καλύτερα. Συγχώρεσε με αλλά την παρούσα στιγμή η φασαρία είναι έντονη. Σίγουρα πάντως είναι από τις ευανάγνωστες ιστορίες που διαβάζονται πάνω από μία φορά.

Συνέχισε και (με την ευκαιρία) καλωσόρισες στο φόρουμ

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..