DinoHajiyorgi Posted March 20, 2007 Share Posted March 20, 2007 Όνομα Συγγραφέα: Ντίνος Χατζηγεωργίου Είδος: Ενήλικες Καταστάσεις Βία; Κάποια Σεξ; Ναι. Τα πάντα έχουν σχέση μαζί του. Αυτοτελής; Πρώτο Μέρος. (Από Μυθιστόρημα) Σχόλια: Δείξτε υπομονή και διαβάστε το με δόσεις. Εύχομαι να σας ανταμείψει. Πρώτον Το κομψό ζευγάρι ακολουθούσε το πεζοδρόμιο σαν να βάδιζε σε κόκκινο χαλί. Τουλάχιστον ήταν ντυμένοι για κόκκινο χαλί. Μια τουαλέτα αγκαζέ με ένα φράκο έφτασε στην είσοδο του Μετρό και πήρε τις κυλιόμενες σκάλες για τα ενδότερα. Στην ζεστή καλοκαιρινή νύχτα το αξιοπερίεργο της εμφάνισης τους τράβηξε ελάχιστη προσοχή. Ο λιγοστός κόσμος που κυκλοφορούσε γύρω τους είχε πιο μπερδεμένες και επεισοδιακές ζωές για να δώσει κάποια σημασία. Εξάλλου ο Χρήστος και η Αμαλία δεν θα έδιναν λόγο να παρεξηγηθούν ποτέ. Η γοητεία τους ήταν αναμφισβήτητη. Σαν ζευγάρι ακτινοβολούσαν. Ήταν μια οπτασία για ρομαντικά βλέμματα. Εκείνος στα πενήντα, με μούσι, κάποιες γκρίζες πινελιές στο μαλλί και γοητευτικός. Η μεγαλοπρέπεια του προσώπου του επισκίαζε οποιαδήποτε δικαιολογία για την εμφάνιση του. Εκείνη, άξιο ταίρι στο πλευρό του, ίσως πιο συνειδητοποιημένη από τον άντρα της, στα σαράντα και πολύ όμορφη. Έσφιξε το μπράτσο του για να αντλήσει σιγουριά και κοίταξε γύρω της με ένα νευρικό χαμόγελο. Η αποβάθρα δεν είχε πολύ κόσμο. ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΜΑΛΙΑ Κατέβηκε βιαστικά στο σαλόνι και άναψε το αμπαζούρ δίπλα στον καθρέπτη. Ήδη όλα τα άλλα φώτα ήταν αναμμένα. Ήθελε περισσότερο φως. Κοίταξε μελαγχολικά το είδωλο του και προσποιήθηκε ένα χαμόγελο. Τα καινούργια του μανικετόκουμπα ήταν πάνω στο μαύρο μάρμαρο μπροστά στον καθρέπτη. Ήταν μέσα σε ένα μικρό κουτί, τυλιγμένο για δώρο με φιογκάκι. «Μάλιστα» σκέφτηκε ο Χρήστος καθώς έσχιζε το περιτύλιγμα χωρίς συναισθηματισμούς. Σε λίγο κατέβηκε κι εκείνη και άρχισε να σβήνει τα περισσά φώτα σχολιάζοντας την υπερβολή. Τον ρώτησε αν του αρέσουν τα μανικετόκουμπα καθώς τον βοηθούσε να βάλει το φράκο του. Το κομπλιμέντο του για το γούστο της βγήκε πετυχημένα ζεστό αλλά από κάτω ... ήταν μηχανικό, τυπικό. Μια παραλλαγή στα κομπλιμέντα για όλα τα μανικετόκουμπα που του είχε πάρει, και ήταν πολλά. Μισούσε τις τυπικότητες, μισούσε που αναγκαζόταν να φερθεί τυπικά στην γυναίκα του και μισούσε εκείνη που τον ανάγκαζε τώρα να ... Μισούσε την Αμαλία; Όχι δεν την μισούσε. Ήταν εξοργισμένος μαζί της γιατί ήταν ερωτευμένος. Μαζί της. «Έχεις τις προσκλήσεις;» τον ρώτησε. «Εδώ στην τσέπη» της είπε γλυκά. Η γυναίκα του είχε επιτέλους καταφέρει να βυθίσει το σαλόνι στο σκοτάδι όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε εκείνη. «Εσένα θέλουν» είπε πριν του δώσει το ακουστικό. Διέκρινε την ταραχή στην φωνή της. Πρέπει να ήταν κάποια γυναικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Και ήταν η χειρότερη περίπτωση στην πιο ακατάλληλη στιγμή. Με το που άκουσε την φωνή της Τίνας την είδε με την φαντασία του καθισμένη οκλαδόν στο κρεβάτι της, στο στενόχωρο δυάρι, δίπλα στα ράφια γεμάτα βιβλία. Αμέσως μετά ήρθαν οι ερωτικές σκηνές στο μυαλό του. Το νεανικό, άγουρο σώμα, το κατάλευκο δέρμα, τα στητά εφηβικά στήθη, το κοκκινισμένο πρόσωπο της, τα μισάνοιχτα μάτια που τον μελετούσαν καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω της, παραδομένος στην δική του έξαψη. Η ηδονή μιας στιγμής που είχε γίνει η ένοχη τρέλα που επέμεινε να δηλώνει την παρουσία της. Ο Χρήστος ήξερε καλά το παιχνίδι. Ψυχραιμία και καλυμμένος τόνος φωνής. Αυτοσχεδίαζε το σενάριο καθώς έδινε στην Τίνα να καταλάβει πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Το κορίτσι είχε ήδη κομπλάρει που πέτυχε την Αμαλία στη γραμμή. «Απόψε αποκλείεται...» απάντησε ουδέτερα, «Έχουμε κανονίσει για το Μέγαρο. Πάρτε τηλέφωνο αύριο μεσημέρι και κανονίζουμε μια συνάντηση για την άλλη βδομάδα.» Όταν κατέβασε το ακουστικό ήξερε και τι θα ακολουθούσε. «Ποιος ήταν; Ήταν η Θάλεια;» τον ρώτησε. Η Θάλεια. Μια από τις παλαιότερες τρέλες. Αυτή είχε αποκαλυφθεί και είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Δάκρυα, πόνος, μεγάλος σπαραγμός. Είχε τερματίσει σχεδόν τον γάμο τους. Η Αμαλία είχε τρομοκρατηθεί. Άνοιξε το μάτι της. Έχασε την σιγουριά της. Όλες οι ερωμένες του ήταν τώρα η Θάλεια. «Η Θάλεια; Που τη θυμήθηκες τώρα;» Την πλησίασε τρυφερά και την καθησύχασε γλυκά και έμπειρα. Δεν ήταν μια χαρά οι δυο τους; Τι ήθελε και βασάνιζε το μυαλουδάκι της; Του είχε γίνει δεύτερη φύση να την καθησυχάζει. Τελικά μισούσε τον εαυτό του για όλα όσα ήταν ανίκανος να πει στην γυναίκα του. Την αλήθεια. Ή αυτό που έμοιαζε με αλήθεια αλλά πολύ πιθανό να ήταν μια ισχνή δικαιολογία των πράξεων του. Η γυναίκα του ήταν όμορφη. Πολύ όμορφη. Ήταν ακόμα κορίτσι. Πιο κορίτσι και από όλες τις κατά καιρούς ερωμένες του. Μόνο που επέμενε να φοράει τα ρούχα και τα στολίδια της μαμάς της, να σκεπάζει την γοητεία της με τα τυπικά πρέπει ενός συμβατικού γάμου. Να του αγοράζει μανικετόκουμπα. Και την αγαπούσε πολύ για να της τα πει όλα αυτά. Η Μερσεντές τους περίμενε στο γκαράζ του κήπου. Ο Χρήστος κοντοστάθηκε. Κοίταξε ψηλά στην πανσέληνο. Ο έναστρος ουρανός ήταν διαυγής σήμερα παρά τη ζέστη. Η Αμαλία προβληματίστηκε από την στάση του. Τον ρώτησε αν νιώθει καλά. Μήπως δεν είχε διάθεση να πάνε; «Δεν θέλω να οδηγήσω. Πάμε με το Μετρό;» Τα έχασε, τον κοίταξε περίεργα. «Με το Μετρό; Ντυμένοι έτσι;» είπε γελώντας. Άρχισε να γελάει μαζί της. «Γιατί, πως πρέπει να ντύνεται κανείς για το Μετρό;» «Πως σού’ρθε τώρα;» «Δεν ξέρω. Και δεν το έχουμε δει καθόλου.» «Και θέλεις να το δεις σήμερα;» «Γιατί όχι;» «Μα ... δεν ξέρω ... Ντρέπομαι...» «Κακώς. Να ένας λόγος παραπάνω να υπακούσεις στην επιθυμία μου. Ας κάνουμε κάτι που απαιτεί θάρρος και είναι και γουστόζικο. Τι θα μας κάνουν, φυλακή θα μας βάλουν;» Ακόμα δεν ήταν σίγουρη αλλά πείστηκε. «Είσαι τρελός.» «Να λοιπόν που τελικά είμαστε κατάλληλα ντυμένοι. Είναι η επίσημη μας πρώτη. Οι Μερκούρηδες στο Μετρό!» Της πρότεινε επιδεικτικά τον αγκώνα του. Τον πήρε αγκαζέ και βγήκαν πεζοί στον δρόμο. Στην αποβάθρα ο Χρήστος έδειξε στην Αμαλία ένα άλλο, νεαρό ζευγάρι, το ίδιο κομψά ντυμένο με τους ίδιους. Η θέα τους την έκανε να χαλαρώσει λίγο. «Είχες δίκιο. Καλά κάναμε» είπε στον άντρα της. Ένα απόκοσμο μουγκρητό και το σπρώξιμο δυνατού αέρα ανήγγειλε την άφιξη του τρένου. Το νεαρό ζευγάρι στεκόταν τώρα σχεδόν από πίσω τους. Ο νέος σαν να ρίγησε εκείνη την στιγμή. «Θα γίνει σεισμός» είπε. Η κοπέλα δίπλα του τον προέτρεψε να προσέχει τι λέει μην ακουστεί. Ο Χρήστος όμως είχε ακούσει τα λόγια και είχε παραξενευτεί. Η δήλωση είχε έρθει τόσο ήρεμη και σίγουρη, τόσο δεδομένη. Σαν να λεει κανείς «θα ξημερώσει». Το ζευγάρι ακολούθησε τον Χρήστο και την Αμαλία στο βαγόνι αλλά κάθισαν κάπου ξέχωρα. ΑΛΚΗΣ ΚΑΙ ΔΑΝΑΗ Ήταν σαν η μουσική να γέννησε το φως της ημέρας. Το κομμάτι που έπαιζε ο Άλκης στο πιάνο ήταν μελαγχολικό σαν το πρωινό που έδιωξε την νύχτα πάνω από την πολυτελή βίλα. Χλωμό και δροσερό πριν την επικείμενη ζέστη. Μέχρι και τα πουλάκια είχαν σιγήσει για να τον ακούσουν. Το άυπνο του βλέμμα, χαμένο κάπου στο υπερπέραν, τόνιζε την δική του μελαγχολία. Σταματούσε μόνο για λίγο να διορθώσει με μολύβι την παρτιτούρα της σύνθεσης που δούλευε από χθες το απόγευμα. Δίπλα του στο τραπεζάκι υπήρχαν έξι περίπου άδεια ποτήρια με ίχνη από γάλα. Ευτυχώς δεν ήταν καπνιστής, δεν υπήρχε ούτε ένα σταχτοδοχείο στο σαλόνι. Οι νότες φτερούγιζαν από τα δάχτυλα του θαρρείς, γέμιζαν το ακριβό αλλά τόσο ψυχρό σκηνικό που τον περιέβαλε. Πριν χρόνια είχαν αναθέσει το σπίτι, αγορασμένο από την κληρονομιά των δικών τους, σε κάποιον σχεδιαστή εσωτερικού χώρου και δεν είχαν ξανα-ασχοληθεί με το ζήτημα. Τόσο του Άλκη, τόσο και της αδελφής του, τους ήταν αδιάφορο. Δεν έφερναν κόσμο. Μοναδική εξαίρεση για εκείνον η τεράστια κουζίνα με τα πλακάκια ώχρα. Εκεί του άρεσε να χαλαρώνει μαγειρεύοντας. Η μουσική ξύπνησε την Ισμήνη που κράτησε τα μάτια της πεισματικά κλειστά. Το μικροκαμωμένο, νεαρό κορίτσι τσιτώθηκε, γύρισε και αγκάλιασε νυσταγμένα την Δανάη. Εκείνη αφουγκραζόταν την μουσική του αδελφού της, ξύπνια από ώρα. Το κομμάτι ήταν θλιμμένο, σαν κι εκείνον. Είχε παρατηρήσει αλλαγές πάνω του τον τελευταίο καιρό, αλλαγές που την προβλημάτιζαν. «Ο Άλκης παίζει;» την ρώτησε η Ισμήνη. Το «Ναι» της βγήκε αινιγματικό αφού κατά βάθος θα ήθελε να μάθει από που πραγματικά πήγαζε αυτή η μουσική. «Είναι πολύ όμορφο» βρήκε την δύναμη να σχολιάσει το κορίτσι. Ο Άλκης σταμάτησε να παίζει ξαφνικά. Κοίταξε τα χέρια του που έτρεμαν αναστατωμένος. Οι ανάσες του έγιναν κοφτές καθώς ένα υπόγειο μουγκρητό αναδύθηκε και γέμισε τα μηνίγγια του. Μια οικεία και τρομερή θεϊκή φωνή του ψιθύριζε ιερά μυστικά. Είχαν παγώσει τα σωθικά του. Το μήνυμα ήταν βαρύ. Σηκώθηκε με κόπο και τρίκλισε προς την κουζίνα. Η διακοπή της μουσικής ανησύχησε την Δανάη. Σηκώθηκε και φόρεσε την ρόμπα της. Έσπρωξε την Ισμήνη για να την ξυπνήσει για τα καλά. «Πρέπει να σηκωθείς. Θα αργήσουμε στον στίβο.» Το κορίτσι κάτι μουρμούρισε αλλά βασικά αγνοούσε παντελώς τις υποδείξεις της. Η Δανάη πήρε μαζί της τα σκεπάσματα φεύγοντας και άφησε την Ισμήνη γυμνή, να βρίζει αόριστα. Βρήκε τον Άλκη στην κουζίνα. Ήταν καθισμένος στο τραπέζι με ένα γεμάτο ποτήρι γάλα μπροστά του. Της χαμογέλασε εγκάρδια εκείνη όμως πρόσεξε τα ταλαιπωρημένα χαρακτηριστικά του. «Δεν μένεις καλύτερα σπίτι σήμερα; Θα τηλεφωνήσω να σ’αντικαταστήσουν.» Έπιασε το μέτωπο του να ελέγξει για πυρετό. «Δεν χρειάζεται. Η συναυλία δεν θα γίνει.» Δεν υπήρχε περίπτωση να τον αμφισβητήσει. Κατάλαβε πως είχε ένα νέο επεισόδιο, μια ενόραση από τις πολλές που τον τυραννούσαν στη ζωή του, κάτι όμως που δεν γινόταν συχνά. Μετά από τόσα χρόνια ήταν μια υπερφυσική πραγματικότητα που δεν είχε συνηθίσει ακόμα. Τους τρόμαζε εξίσου αλλά κι εκείνη περισσότερο γι’αυτό στο οποίο τον υπέβαλε, που τον εξαντλούσε τόσο. «Αν είναι έτσι, να κανονίσω...» «Όχι, πρέπει να πάμε» την διέκοψε. «Μα γιατί;» «Πρέπει να ακολουθήσουμε το πρόγραμμα. Είναι προκαθορισμένο.» Δεν είχε ποτέ το ψυχικό σθένος να μπει σε φιλοσοφική συζήτηση μαζί του όσον αφορά την φύση του πεπρωμένου. Προτιμούσε απλά να τον υπακούει. Έτσι όλα έδεναν και έμπαιναν στην θέση τους πιο γρήγορα. «Εσύ ξέρεις καλύτερα. Πονάει το κεφάλι σου;» Δεν χρειάστηκε να της απαντήσει. Στάθηκε από πίσω του, πήρε το κεφάλι του στο στήθος της, του έκανε μαλάξεις στους κροτάφους του. Τα χείλη της χώθηκαν στα μαλλιά του. Στον στίβο η Ισμήνη πετούσε. Το σφιχτό, μινιόν κορμί της ήταν συσσωρευμένη ενέργεια σαν ένα κουβάρι μυς από ελατήρια που θέλουν να ξεδιπλωθούν, να εκραγούν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εκεί ήταν και η δουλειά της Δανάης. Να εστιάσει αυτή την δύναμη σε μιαν ευθεία γραμμή, προς έναν ορατό στόχο, σε μια νίκη. Η Ισμήνη ήταν κακομαθημένη και μπελάς. Δύσκολη να την κουμαντάρει, να τιθασέψει στην απαιτούμενη πειθαρχία. Όταν όμως κατάφερνε να την βάλει ανάμεσα στις λευκές γραμμές τις κούρσας, τότε, τότε είχε στα χέρια της το χρυσό ζαρκάδι. Είχαν όμως δρόμο ακόμα. Παρά το γεγονός πως είχαν λασκάρει το πρόγραμμα τους τελευταία, η νεαρή αθλήτρια έδινε πολύ καλούς χρόνους. Και σήμερα το πρωί ήταν σε πολύ καλή φόρμα. Η Δανάη χαμογέλασε ικανοποιημένη αλλά κράτησε την ικανοποίηση για τον εαυτό της. Ήταν πάντα συγκρατημένη στα κομπλιμέντα. Δεν ήθελε τα μυαλά της προστατευομένης της να πάρουν αέρα. Έπρεπε να μην γίνουν λάθη. Διατροφή, άσκηση, συγκρατημένη ζωή και ιατρική παρακολούθηση. Το ένα λάθος είχε συντελεστεί ήδη χρόνια πριν όταν η ίδια, στην ηλικία της Ισμήνης τότε, είχε χάσει γόνατα και καριέρα. Ο κόσμος δεν ήξερε ακόμα για την Ισμήνη. Σύντομα όμως η νεαρή αθλήτρια θα είχε το πρώτο της διεθνές meeting και αν τα πήγαινε καλά, όπως η Δανάη ήξερε πως θα ήταν έτσι, τότε όλα τα μάτια θα στρέφονταν πάνω τους. Υπήρχε ήδη ο Κέρβερος, η Ερμιόνη, η μητέρα της Ισμήνης, να τους κρατάει στην τσίτα. Μια τρομερή γυναίκα, τρομακτικά φιλόδοξη, είχε εναποθέσει την κόρη της στα χέρια της Δανάης με αίμα στο βλέμμα της. Σημασία όμως είχε μόνο η Ισμήνη. Αυτό έπρεπε να σκέφτεται συνέχεια η Δανάη. Και αν ήταν ερωτευμένη ... Ήταν όμως; Δεν ήθελε να το ψάξει. Φοβόταν. Όχι τον κόσμο αλλά τον εαυτό της. Και τον στόχο. Ήταν κι αυτό μια ενέργεια που έπρεπε να δαμαστεί, να αποδώσει λειτουργικά. Να δώσει την απαιτούμενη εκτόνωση στην όλη πορεία. Η Ισμήνη δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά. Διάχυτη, εκδηλωτική, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, και στις αθλητικές εγκαταστάσεις. Αγκαλιές και πειράγματα. Η Δανάη έπρεπε να την συνετίζει την κάθε στιγμή. Ο κόσμος υποψιαζόταν, ήξερε, γαργάλαγε την φαντασία του και χαμογελούσε. Δεν είχε σημασία στην εποχή μας. Όχι ακόμα τέλος πάντων. Φτάνει να μην προκαλούσαν ανοιχτά, να μην εκτίθονταν. Η Αμαλία συνέχισε να αντλεί κουράγιο από το μπράτσο του άντρα της. Ήταν ενοχλημένη από το ειρωνικό βλέμμα κάποιου λαϊκού τύπου δύο θέσεις κάτω. Είχε μπει στο βαγόνι στην προηγούμενη στάση και δεν έλεγε να σταματήσει να την περιεργάζεται από την πρώτη στιγμή. Το «λαϊκός» που τον βάφτισε το θεώρησε απόλυτα δικαιολογημένο από μέρους της. Δεν είχε νόημα να υποδείξει το ντύσιμο του άντρα. Το γεμάτο αναίδεια ύφος του ήταν αρκετό. Το μειδίαμα του μόνο ήταν αρκετό για να την κάνει να σκεφτεί «Τι λιγδιάρης Θεέ μου!» Ο Τίμος, γιατί έτσι τον έλεγαν, διασκέδαζε την ανία του με τους βαρεμένους τζιτζιφιόγκους που είχαν κατέβει να μοστράρουν τα λούσα τους στο Μετρό. Ο Άλκης και η Δανάη καθόντουσαν πλάτη και έτσι δεν τους είχε προσέξει. Ήταν όμως και η Αμαλία. Τον έκανε σκληρό ανάμεσα στα σκέλια. Εκεί έπαιζε και όλο το θέατρο μέσα στο ακαλλιέργητο μυαλό του. Ήθελε να της σκίσει την τουαλέτα, να την αρπάξει από τα μαλλιά και να σπρώξει το κεφάλι της στο καυλί του. Την λουσάτη, την ξεσκισμένη. ΤΙΜΟΣ Το σπίτι ήταν τρώγλη αλλά δεν τον ενοχλούσε. Δεν ήταν το δικό του. Αυτό που μετρούσε ήταν ο σομιές στον οποίο ξαπλωμένος έκανε τώρα τσιγάρο. Μπροστά στο κρεβάτι, στο χαλάκι, ένα μωρό έπαιζε με τα πλαστικά του παιχνίδια. Το παιδί σταμάτησε και έριξε ένα βλέμμα στον άντρα με τα τεράστια του μάτια. «Τι κοιτά ρε;» φώναξε στο παιδί γελώντας και ξεροβήχοντας. Η μάνα του μικρού επέστρεψε από την κουζινίτσα με τον καφέ του Τίμου. «Γιατί δεν αφήνεις το μούλικο σε καμιά γειτόνισσα;» «Τρελάθηκες; Να κάνω βούκινο στην γειτονιά πως μπάζω γκόμενο στο σπίτι;» «Μας βλέπει το μικρό. Παίρνει ειδικά μαθήματα.» «Μπα, δεν χαμπαριάζει αυτό. Μικρό είναι ακόμα.» Την άρπαξε ξαφνικά με όσο πιο άσεμνο τρόπο μπορούσε και την έριξε στο κρεβάτι. Εκείνη αντιστάθηκε στην αρχή αδύναμα. Κατάφερε σχεδόν να την ξεγυμνώσει από την ρόμπα της. Τα χέρια του, τα δάχτυλα του την παραβίαζαν επιδεικτικά καθώς ήταν ήδη εξαντλημένος σε άλλα άκρα. «Αυτό δεν το βλέπει; Κι αυτό; Κι αυτό;» «Μη Τίμο ... Δεν θέλω άλλο ... Άσε με ρε...» Τους διέκοψε το κινητό του. Την άφησε να γλιστρήσει από τα χέρια του γελώντας τρανταχτά. Έχασε το κέφι του ακούγοντας τον ομιλητή στην άλλη άκρη της γραμμής. Σηκώθηκε να φορέσει το παντελόνι του εκνευρισμένος. «Μου βγήκε πελάτης ... Άντε για το μεροκάματο.» Φτάνοντας στο φορτηγάκι του κοντοστάθηκε και έριξε μια ματιά γύρω, στην γειτονιά. Έμοιαζε με σεληνιακό τοπίο. Παλιά ρημαγμένα σπίτια με θέα κάτι αλάνες με τσαντίρια τσιγγάνων. Έφτυσε στο χώμα πριν μπει στην καρότσα του. Η δουλειά ήταν κάπου στα Πατήσια. Κάποια γριά κότα είχε κλειδωθεί έξω από το διαμέρισμα της. Κάποιος που είχε μαγαζί δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας είχε τοποθετήσει μια καρέκλα στον δρόμο για να μην παρκάρουν εκεί αυτοκίνητα. Αυτές οι καρέκλες τον εκνεύριζαν ιδιαίτερα. Το φορτηγάκι φρέναρε στον κενό χώρο στέλνοντας την καρέκλα να κατρακυλήσει πάνω στο πεζοδρόμιο. Ο Τίμος βγήκε βαριεστημένα πίσω από το τιμόνι, έδεσε την ζώνη με τα εργαλεία στην μέση του και μπήκε στο κτίριο. Ο μπακάλης είδε την άφιξη του κλειδαρά πίσω από την τζαμαρία του αλλά δεν τόλμησε να βγει να κάνει φασαρία. Ο Τίμος είχε εκείνο το ύφος του άντρα, αυτού που ζει για τον τσαμπουκά, και αν δεν το λεει η καρδιά σου καλύτερα να μην τα βάζεις μαζί του. «Άντε παιδάκι μου! Έλα και ξεροστάλιασα!» έκραξε η γριούλα μόλις τον είδε. Δύο σακούλες ψώνια ήταν σπαρμένες στα πόδια της. «Μην μου υψώνεις τη φωνή γιαγιάκα. Ξέρεις από που έρχομαι; Αν είχες το κεφάλι σου στη θέση του δεν θα τα άκουγα τώρα εγώ!» Με ένα ειδικό αντικλείδι σε κλάσματα δευτερολέπτου η πόρτα αναστέναξε και άνοιξε. «20 ευρώ.» «20;! Τρελάθηκες παιδάκι μου; Για να ξεκλειδώσεις μια πόρτα;» «Καλά. Βρες άλλον να σου ανοίξει τσάμπα.» Ο Τίμος κλείδωσε ξανά την πόρτα και γύρισε να φύγει. Η γριούλα έσκουξε και τον σταμάτησε. Δεν είχε άλλα περιθώρια. Του ξετύλιξε το 20άρι. «Ευχαριστώ μαντάμ. Και να προσέχεις άλλη φορά» Γύρισε στο φορτηγάκι του σφυρίζοντας Καζαντζίδη. Έσκισε όσα αυτοκόλλητα ανταγωνιστών του βρήκε στον πλησιέστερο στύλο της ΔΕΗ και κόλλησε τα δικά του. Αυτή ήταν η κατά Τίμον παλιοζωή. Σε ένα μικρό οικόπεδο ανάμεσα σε δύο πολυκατοικίες είχε στρωθεί ένα μονότερμο γήπεδο. Πέντε παιδιά έκαναν παιχνίδι. Ένας τερματοφύλακας και δύο ομάδες των δύο. Ο Γιώργος, δώδεκα μόλις χρονών, πιο μικροκαμωμένος από τους συμπαίκτες του, έδινε τα ρέστα του. Ήταν ο μόνος που φορούσε φανέλα του Ολυμπιακού και ήταν σαν να ήθελε να δικαιώσει την αμφίεση του. Οι αντίπαλοι του τον κόντραραν ιδιαίτερα για την φανέλα, όχι για την ομάδα που εκπροσωπούσε αλλά μόνο για το γεγονός που εκείνος είχε μία. Γυρνώντας σπίτι, αφού πάρκαρε στο συνηθισμένο του σημείο, ο Τίμος έπεσε πάνω στο παιχνίδι. Παρακολούθησε για λίγο βουβά και μετά άρχισε να φωνάζει τις οδηγίες του. «Έλα Γιώργο! Δώσ’του! Δώσ’του να καταλάβει! Μη δίνεις πάσα! Τον έχεις! Τον έχεις! Απ’αριστερά! Μάρκαρε τον! Όχι!...» Το παιδί είχε πάψει πλέον να βλέπει την μπάλα. Άκουγε μόνο την εκνευριστική φωνή του πατέρα του. Κάποια στιγμή μια τρικλοποδιά τον έστειλε φαρδύ πλατύ στο χώμα. Σηκώθηκε χωρίς να διαμαρτυρηθεί και έκανε νόημα στους φίλους του να τον πλησιάσουν. «Παιδιά, εγώ πάω σπίτι...» Η εμφάνιση του πατέρα του Τίμου είχε κομπλάρει και τους υπόλοιπους. Δεν διαφώνησαν για τον τερματισμό του παιχνιδιού. Κατσουφιασμένο, το αγόρι βάδιζε μπροστά από τον άντρα για το σπίτι, αρνούμενο να τον κοιτάξει. Ο Τίμος το καταδιασκέδαζε. «Το τέρμα ήταν δικό σου. Τι σ’έπιασε;» Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους του. «Τι θα πει αυτό; Αυτό με τους ώμους; Απάντα σαν άντρας βρε! Κορίτσι είσαι; Γι’αυτό σε πήραν φαλάγγι τα παιδιά στην γειτονιά. Σε έχουν καταλάβει. Τι σου πήρα την φανέλα τότε; Δεν σού’παιρνα μια φουστίτσα; Μήπως θες μια φουστίτσα;» Ο Γιώργος έβγαλε την φανέλα του και την πέταξε με οργή στα πόδια του πατέρα του. «Να την πάρεις πίσω!» Το παιδί μπήκε τρεχάτο στην πολυκατοικία τους. Ο Τίμος σήκωσε την φανέλα γελώντας και φώναξε πίσω από τον γιο του. «Κοιτάξτε καλέ πως κοκκίνισε το κοριτσάκι!» Η Ελένη τηγάνιζε σαρδέλες. Ότι πιο φθηνό μπορούσε να χορτάσει έναν άντρα και τρία παιδιά. Σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και μετά έδιωξε τον ιδρώτα από το πρόσωπο της. Το δέρμα της γυάλιζε. Ήταν ατημέλητη αλλά δεν την ενοχλούσε. Λίγα την ενοχλούσαν. Ήταν μια όμορφη γυναίκα με πανέξυπνο βλέμμα. Η θέση της στο πηγμένο διαμέρισμα, στο πλευρό ενός άντρα που δεν χώνευε κανείς στην γειτονιά, ήταν το μυστήριο της. Άκουσε τον γιο της που μπήκε τρεχάτος στο σπίτι και την πόρτα του δωματίου του να βροντάει. Στο σαλόνι, τα κοριτσάκια, τα δίδυμα της, παίζανε στο πάτωμα. Την κοίταξαν περίεργα καθώς βγήκε από την κουζίνα. Η εξώπορτα είχε μείνει ανοιχτή. Μπήκε ο Τίμος. «Τι έγινε;» τον ρώτησε. «Τίποτα. Τον πείραζα λιγάκι.» Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Εκείνος χούφτωσε και πασπάτεψε δικαιωματικά τον πισινό της. «Το ξέρεις πως ο γιος σου πληγώνεται εύκολα; Πρόσεχε τι του λες καμιά φορά» τον δασκάλεψε ξέροντας πως τα λόγια της πήγαιναν στον βρόντο. «Μπα, σκληρόπετσος σαν τον μπαμπά του θα γίνει αυτός.» «Ο Θεός να το φυλάει το παιδί.» Την έσφιξε πάνω του. «Σιγά μην σου κακοπέφτω κιόλας.» Αυτή η γυναίκα με την μοναδική ψυχή ήταν το μόνο στοιχείο αρχοντιάς στην ζωή του Τίμου, ένα γεγονός τελείως αόρατο στα μάτια του άντρα. Ήταν αναγκασμένη και εκείνη να δουλεύει περιστασιακά για να τα βγάζουν πέρα. Ήξερε γραφομηχανή και παρακολουθούσε πότε-πότε κρυφά από τον Τίμο σεμινάρια για ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Είχε μυαλό και δεν της ήταν δύσκολο να βρίσκει δουλειές. Θα μπορούσε να είχε καταφέρει πολύ περισσότερα στη ζωή της αν δεν είχε παντρευτεί νωρίς, και οπωσδήποτε όχι έναν άντρα σαν τον Τίμο. Όλοι το αναρωτιόντουσαν και ποτέ κανείς δεν πήρε μιαν σαφή απάντηση. Η Ελένη δεν είχε λόγο να δικαιολογηθεί σε κανέναν. Τώρα της είχε βγει μια δουλειά, μια αρπαχτή με καλά λεφτά και δεν ήθελε να πει πολλά-πολλά στον άντρα της. Χρειαζόταν το βιβλιάριο του ΙΚΑ που είχε ξεχάσει στης μάνας της αλλά δεν μπορούσε να βγει εκείνο το βράδυ. Θα της άφηναν να φυλάξει ένα μωρό και ήθελε κάποια ειδική μεταχείριση στο πως να πείσει τον Τίμο να πεταχτεί μέχρι της μάνας της χωρίς να κάνει πολλές ερωτήσεις. Τελικά δεν ήταν τόσο δύσκολο. Οποιαδήποτε δικαιολογία για να μην είναι στα πόδια της Ελένης, ειδικά όταν ντάντευε τα μούλικα των ξένων, ήταν καλή για τον Τίμο, όταν μάλιστα η δικαιολογία προσφερόταν από εκείνη την ίδια. Έφυγε με το φορτηγάκι αλλά το πάρκαρε πιο κάτω σε μια πλατεία. Με το Μετρό θα κέρδιζε χρόνο στην αγγαρεία που του φόρτωσε η γυναίκα του και μετά θα είχε και λίγο κλεμμένο χρόνο για τον εαυτό του. Το βλέμμα της Αμαλίας βρήκε ένα σωσίβιο για να σωθεί από την παρουσία του Τίμου. Ένας ωραίος, τυφλός νεαρός με μακρύ μαλλί που είχε μπει επίσης στην προηγούμενη στάση. Με λεπτή, κομψά χορογραφημένη κίνηση είχε βρει αβίαστα μια θέση στο βαγόνι. Γύρισε και κοίταξε τον άντρα της. Ο Χρήστος ήταν απορροφημένος από το είδωλο του στο σκοτεινό τζάμι του παραθύρου τους. Επέστρεψε την προσοχή της στον τυφλό νεαρό, και θαρρεμένη από το γεγονός πως δεν την έβλεπε, άρχισε να τον τρώει ένοχα με τα μάτια της. Τα ζυγωματικά του, το σίγουρο πηγούνι, τα χλωμά του χείλη, και κυρίως, τα λεπτά, σχεδόν γυναικεία χέρια του με τα μακριά δάχτυλα όπως είχαν αγκαλιασμένο το κεφάλι του μπαστουνιού του. Ρίγησε βαθιά στο στομάχι της. ΑΛΕΞΗΣ Ονειρευόταν το όμορφο κορίτσι με τα μακριά, ξανθά μαλλιά. Το φως του ήλιου διαπερνούσε την κληματαριά και στεφάνωνε απόκοσμα το κεφάλι της. Τα χείλη της ήταν κατακόκκινα. Κάτι του ψιθύριζε, κάτι φιλήδονο. Πίσω του άκουγε την μακρινή φασαρία της παραλίας αλλά δεν ήθελε να γυρίσει να κοιτάξει. Δεν ήθελε να χάσει το κορίτσι από τα μάτια του. Ήταν τόσο εύκολο να χαθεί, σε μιαν αναπνοή να την καταπιούν τα χρώματα που πάλλονταν περίεργα γύρω τους. Ήταν μικρό παιδί, ούτε δέκα, αλλά ο πόθος του ήταν αληθινός, αντρικός. Ήθελε να προλάβει να την κατακτήσει πριν έρθει το σκοτάδι και ευχόταν, προσευχόταν να λυγίσει τις αντιστάσεις που τον δέσμευαν, να ελευθερωθεί. Μετά εισέβαλαν ανελέητοι οι καθημερινοί του ήχοι και κατάλαβε πως ήταν πλέον αργά. Το κορίτσι χάθηκε σε μια επίπονη αναλαμπή. Έπεσε το σκοτάδι και τα διεκδίκησε όλα. Είχε ξυπνήσει. Ήταν ξανά ανάμεσα στους ζωντανούς, μέσα στην τυφλή του πραγματικότητα. Νέκρωσε μέσα του. Άφησε το σώμα του να ακολουθήσει την μηχανική ρουτίνα που είχε τόσο καλά αποτυπώσει και βαρεθεί. Έκανε μπάνιο, ξυρίστηκε, ντύθηκε. Κομψό, προσεγμένο ντύσιμο. Τα ρούχα, ανά χρώμα και είδος ήταν τακτοποιημένα σε προκαθορισμένα ράφια. Τίποτα πάνω του δεν έδειχνε τυχαίο. Χτένισε με φροντίδα τα μακριά του μαλλιά πριν τα δέσει σε κότσο. Περνώντας από το σαλόνι σταμάτησε στο γραφείο του. Άνοιξε το κομπιούτερ πιέζοντας ένα πλήκτρο και μετά άρχισε να του μιλάει. «My Files! ... Al 2 ... Eye One ... Print!» Το κομπιούτερ ανταποκρίθηκε στην κάθε του εντολή και άφησε χαρακτηριστικούς ήχους σαν απάντηση της υπακοής του. Όταν άρχισε και ο εκτυπωτής ο Αλέξης άφησε το σαλόνι και κατευθύνθηκε προς την βεράντα. Πήρε μια βαθιά εισπνοή πριν σπρώξει τις κουρτίνες προς τα έξω. Τα όνειρα που έβλεπε, οι σκέψεις που έκαμνε, οι εικόνες που προσπαθούσε να συνθέσει από μνήμης στην ζωή του ήταν ο δικός του ιδιωτικός χώρος. Ζοφερός αλλά όλος δικός του. Έξω από αυτόν υπήρχε το μεγαλύτερο χάος, το σκοτάδι στο οποίο κυβερνούσε η μητέρα του, η Άννα. Η φωνή της ήταν Θεός εδώ. Από την στιγμή που έχασε το φως του, ένα τόσο δα ευάλωτο παιδάκι, μέχρι σήμερα ήταν ένας αδιάκοπος και επίμονος αγώνας αντίστασης στον έλεγχο της, στην φροντίδα, την προστασία και την αγάπη της. Με θέα έναν κήπο πνιγμένο στο πράσινο η μητέρα του είχε στήσει όπως πάντα ένα φροντισμένο σκηνικό. Ένα τραπεζάκι με πλούσιο πρωινό, με όλα όσα του άρεσαν, τοποθετημένα σε καθορισμένη διάταξη κυκλικά μπροστά στην θέση του. Ένιωθε τα μάτια της πάνω του να τον προσέχουν καθώς έπινε τον καφέ της. Τα ψεγάδια στο μονοπάτι του Αλέξη της ήταν η αποστολή, η ζωή της. Σήμερα ήταν λιγομίλητη. Προσπαθούσε μάταια με κοφτές κουβέντες να κρύψει την πίκρα από την φωνή της. Ήξερε πως ο γιος της μπορούσε να την διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο. Παρ’όλ’αυτά έκανε ότι μπορούσε να ακούγεται ψύχραιμη. Εξάλλου, το θέμα ήταν ακόμα νωπό και γνώριζαν και οι δύο τι σήμαινε για τον καθένα τους. Όπως το έβλεπε η Άννα είχε περάσει πάλι το δικό του (και πως θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς;) Ο γιος της θα εγχειριζόταν σε δύο μήνες στην Αμερική, με μια επαναστατική και πειραματική μέθοδο που θα του χάριζε το φως του. Αν αποτύχαινε ... δεν υπήρχε ποτέ ξανά καμία ελπίδα για την όραση του. Η ίδια είχε χάσει από χρόνια κάθε ελπίδα για ένα θαύμα και ο Αλέξης το γνώριζε αυτό για εκείνη, με οδύνη. Εκείνος δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να το βάλει κάτω. Αφιέρωσε την ζωή του στην αναζήτηση αυτού του θαύματος, μια αναζήτηση που στα μάτια της Άννας τον καθιστούσε τρομακτικά ευάλωτο. Έτρεμε για την ψυχική του ισορροπία. Πως θα αντιμετώπιζε μια ενδεχόμενη απογοήτευση; Δεν μπορούσε βέβαια να τον εμποδίσει να εκπληρώσει αυτό το όνειρο. Είχε αρχίσει να αναρωτιέται πόσο καλή μητέρα υπήρξε για το παιδί της όταν ο Αλέξης της έσκασε την βόμβα ανακοινώνοντας της πως δεν την ήθελε μαζί του στην Αμερική. Θα πήγαινε μόνος. Ακούστηκαν σκληρά λόγια και από τις δύο πλευρές. Το χτύπημα ήταν μεγάλο για την Άννα. Ήξερε τον γιο της. Τίποτα δεν θα του άλλαζε γνώμη. Ήταν αναγκασμένη να υποστεί αυτή την μεγαλειώδη απόρριψη. Για εκείνον ήταν μια σημαντική νίκη ενάντια στην θέληση της, μία από τις μεγαλύτερες του νίκες. Θα ήταν η αρχή μεγάλων αλλαγών στην ζωή του. Την ένιωθε να τον παρακολουθεί τώρα καθώς ξεδίπλωνε το μαντίλι για τα ψίχουλα πάνω στο γόνατο του. «Πήρε ο Μάρκος;» την ρώτησε. «Πριν μια ώρα. Όπου νά’ναι θα φτάσουν.» «Έχω τρακ.» Της ξέφυγε ένας μορφασμός. Σε λίγο θα συναντούσε το υποκατάστατο της παρουσίας της στο πλευρό του γιου της στην Αμερική. Έναν εκπαιδευμένο σκύλο για τυφλούς. Ένα εντυπωσιακό λυκόσκυλο, ο Ρατάν, μπήκε στον κήπο με κόσμια συμπεριφορά στο πλευρό του Μάρκου. Η Άννα σπάνια έβλεπε τέτοια έξαψη στο πρόσωπο του Αλέξη. Την κέντρισε η ζήλια. «Ρατάν, πες γεια στον Αλέξη, Αλέξη ... ο Ρατάν.» Το σκυλί γάβγισε χαρούμενο ενώ ο Αλέξης εξερευνούσε την γούνα του αχόρταγα. «Άσ’τον να σε μυρίσει. Τα βρήκατε κιόλας οι δυο σας.» Έκαναν μια πρώτη αναγνώριση σε ένα κοντινό πάρκο. Ο Μάρκος του εξήγησε τα βασικά προστάγματα για τον σκύλο. «Μην τον μπερδεύεις αντίθετα από αυτά που ξέρει. Εσύ θα μάθεις τους δικούς του κανόνες και όχι το αντίθετο. Έχεις μάθει μόνος και συνήθως τσιγκλάς στην καθοδήγηση των άλλων.» «Στην Βοστόνη θα είμαι τελείως εξαρτημένος...» «Θέλει όμως δουλειά. Δύο μήνες είναι και δεν είναι αρκετός χρόνος για να δεθεί μαζί σου το ζώο. Το σκυλί θα πρέπει να προβλέπει τι θέλεις σχεδόν ανεπαίσθητα.» Έφθασαν στην άκρη του πάρκου, στον δρόμο, σε διασταύρωση πεζών. Ο σκύλος σταμάτησε ξαφνιάζοντας τον Αλέξη. «Τι έγινε; Έρχεται αυτοκίνητο;» «Όχι αλλά άναψε ο Σταμάτης.» «Συνήθως τα αυτοκίνητα βλέπουν το μπαστουνάκι μου και σταματούν για να περάσω.» «Αυτά να τα ξεχάσεις.» Ο Μάρκος είχε δίκιο. Το δέσιμο με τον σκύλο ήταν αργή διαδικασία. Ο Ρατάν ήταν άρτια εκπαιδευμένος και δεν ξεγελιόταν με χάδια και παρακάλια. Και ο Αλέξης ήταν πολύ εγωιστής για να εκπαιδευτεί εύκολα σε νέους κανόνες. Το λάτρεψε βέβαια το ζώο και του έλειπε τώρα καθώς το σκεπτόταν ένοχα. Έπρεπε να διεκπεραιώσει μια δουλειά στο κέντρο στα γρήγορα και ήξερε πως ο ρυθμός του σκύλου θα τον καθυστερούσε σημαντικά. Γι’αυτό είχε πάρει το Μετρό και είχε αφήσει τον Ρατάν σπίτι, αν και ήξερε πως δεν ήταν σωστό. Ο Τίμος βαρέθηκε να κοιτάζει την Αμαλία. Έψαξε γύρω και βρήκε άλλον, καλύτερο στόχο. Μια κοπέλα, στα τριάντα, με μακριά καστανά μαλλιά, που παρά την ηλικία της θύμιζε μοντέλο. Όρθια δίπλα στις συρόμενες πόρτες έπαιζε νευρικά ένα σβηστό τσιγάρο στα δάχτυλα της. Μάξι σακάκι πάνω από μίνι φούστα και ψηλές μπότες. Συνάντησε το βλέμμα του Τίμου και την άφησε παντελώς αδιάφορη. ΑΣΠΑ Ρίγησε στο άγγιγμα του. Έσυρε τα δάχτυλα της απαλά κατά μήκος της γραμμής του και ένιωσε το σάλιο να γεμίζει τα χείλη της. Ήταν κατακόκκινο, βελούδινο στην αφή. Ποθούσε να το ακούσει να βρυχάται, να δονείται από κάτω της. Ήθελε την δύναμη του στα χέρια της, ήθελε να ενωθεί μαζί του. Ο πωλητής σήκωσε τυχαία το βλέμμα του και είδε την κουκλάρα δίπλα στην Μπε-Εμ-Βε κάμπριο. Κάτι του μύρισε όμορφα. Δεν ήταν η σιγουριά μιας πώλησης. Η κοπέλα δεν συνοδευόταν και από την πείρα του αναγνώρισε το ονειροπόλο βλέμμα της. Το κορίτσι ψώνιζε, έπαιζε με μια προοπτική, ένα όνειρο. Δεν πείραζε. Αυτό που μύρισε ήταν η σιγουριά του κυνηγού προς το θήραμα, στο αρχαιότερο παιχνίδι του κόσμου. Την πλησίασε με ένα γενναιόδωρο χαμόγελο. «Δεν είναι ένα όνειρο;» Την έβγαλε βίαια από την φαντασίωση της, αλλά μόνο για λίγο. Συνήλθε γρήγορα και τσίμπησε. «Το όνειρο κάθε γυναίκας που ξέρει τι θέλει» του απάντησε. Ο πωλητής ταλαντεύτηκε για λίγο. Το βλέμμα της ήταν φευγαλέα ονειροπόλο. Από πίσω κρυβόταν αμείλικτη σιγουριά. Καθάρισε τον λαιμό του και συνέχισε. «Ενδιαφέρεσθε;» Γύρισε το βλέμμα της πάλι στο αμάξι. Το χέρι της χάιδευε τώρα τα δερμάτινα καθίσματα. Το μάτι του άντρα ακολουθούσε σαν υπνωτισμένο την αισθησιακή κίνηση του χεριού της. «Το κύρος του είναι αναμφισβήτητο. Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε. «Το κύρος τα περιέχει όλα. Μ’αυτό το μωρό μπορείτε να είστε σίγουρη. Και εμφάνιση και περιεχόμενο» της απάντησε δασκαλεμένα. Αμέσως ένιωσε άβολα στο εξεταστικό της κοίταγμα. Τον πλησίασε τόσο όσο χρειαζόταν για να του ψιθυρίσει. «Μπορώ να το διαπιστώσω;» «Τεστ-ντράιβ; Μα φυσικά.» Πήραν τα περίχωρα της Αθήνας. Εκεί που αμπελώνες αγκάλιαζαν ξεχασμένες στέρνες και στάβλους. Ο άντρας, γαντζωμένος από το κάθισμα του συνοδηγού, προσπαθούσε να αποφύγει την ιλιγγιώδη θέα του δρόμου, να αποφύγει την σκέψη πως μπορεί να γινόντουσαν κομμάτια στην άσφαλτο ανά πάσα στιγμή. Η Άσπα είχε ενωθεί με την μηχανή, γυναίκα και αμάξι ήταν ένα και η γυναίκα ήταν δαιμονισμένη. Οι τροχοί έμοιαζαν να μην ακουμπούν τον δρόμο. Εκείνη ρουφούσε το μεδούλι της εμπειρίας αφήνοντας διαπεραστικές, οργασμικές κραυγές. Ο ιδρωμένος συνοδηγός προσπαθούσε να βρει παρηγοριά στη θέα που πρόσφεραν οι ανοιχτές γάμπες της. Ο φόβος του θανάτου και η σαγήνη της του είχαν χαρίσει μια στύση μεγαλύτερη και από τον λεβιέ ταχυτήτων που κουμάνταρε έμπειρα με το χέρι της. Το κόκκινο κάμπριο και η αίσθηση του διατηρήθηκε στο μυαλό της όλη μέρα, μια εικόνα που την βοήθησε να κουμαντάρει ένα διαφορετικό πιστόνι, κάτι ίππους μικρότερο, ανάμεσα στα σκέλια της το ίδιο βράδυ. Η χλιδή του δωματίου στο ακριβό ξενοδοχείο ήταν περιστασιακή. Ο πελάτης που αγκομαχούσε από πάνω της ήταν υπέρβαρος και μύριζε ιδρώτα. Δεν την ένοιαζε. Κρατούσε την μέση του παγιδευμένη μέσα στα τυλιγμένα της πόδια, τα χέρια της να χαϊδεύουν και να τραβούν τα ιδρωμένα του μαλλιά. Αυτός ο άντρας ήταν ο έρωτας της ζωής της. Αναστέναζε ερωτευμένα στο άγγιγμα του, τον έρανε με βαθιά, αχόρταγα φιλιά, τον ρουφούσε μέσα της. Λιγωμένη, ψιθύριζε γλυκόλογα στ’αφτί του. «Ναι αγόρι μου ... παλικάρι μου εσύ ... άντρα μου ... αυτό ... αυτό ζητούσες ... αυτό ήθελες ... Εδώ είναι ... Εδώ ... για σένα ... μόνο για σένα ... Πάρ’το ... Ξέσκισε το ... Γλύκα μου ... Λατρεία μου ... Αγόρι μου ... Είναι δικό σου ...» Ανίκανη να σταματήσει συσπάστηκε ολόκληρη από ηδονή αφήνοντας μια βαθιά κραυγή. Ο άντρας δεν μπόρεσε να αντισταθεί σ’αυτή την αποκάλυψη. Σωριάστηκε πάνω της και ολοκλήρωσε σπαρταρώντας. Ξεφώνησε το όνομα της. Η Άσπα χαμογέλασε. Τα είχε καταφέρει άλλη μια φορά. Ο άντρας είχε λυθεί σε λυγμούς, έκλαιγε σαν μωρό παιδί. Του χάιδεψε τον σβέρκο για λίγο πριν αλλάξει την σκηνοθεσία. Σηκώθηκαν να ντυθούν. Εκείνος την παρακολουθούσε συγκλονισμένος. Η Άσπα πήγε στο κομοδίνο και άρχισε να μετράει το μάτσο με τα χαρτονομίσματα. Βρήκε το ποσό παραπάνω από τα συμφωνηθέντα και τα έχασε προς στιγμής. Τον κοίταξε μην έγινε λάθος. «Από καρδιάς» της είπε, «Μου είχαν πει για σένα ... ξέρεις ... Αλλά δεν περίμενα ...» Δεν ήταν λάθος. Συνέβαινε πότε-πότε αλλά όχι συχνά. «Με βοηθάς με το φερμουάρ;» τον διέκοψε. Ήρθε από πίσω της και έκανε να την αγκαλιάσει. Εκείνη τον έσπρωξε απαλά. «Η συναλλαγή μας έχει ολοκληρωθεί.» «Αν ήθελα λίγο ακόμα παρέα ... Για κανέναν καφέ ...» «Λυπάμαι αλλά κατέβασα σημαία.» «Δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα.» «Το ξέρω, αλλά όχι.» «Μπορώ να σε ξαναδώ;» «Φυσικά. Ξέρεις την διαδικασία.» Πήρε την τσάντα της και βγήκε πρώτη από το δωμάτιο. Έτσι απλά. Ήταν κουρασμένη. Κάπνισε όλο το τσιγάρο που άναψε στον δρόμο πριν πάρει τις κυλιόμενες για το Μετρό. Εκτός από τον Τίμο την Άσπα την πρόσεξε και ένας συννεφιασμένος νεαρός, στα είκοσι, ο Πέτρος. Καθόταν λίγο πιο μπροστά από τους άλλους με τα χέρια σταυρωμένα πεισματικά στο στήθος του. Την κοίταζε για να διώξει άλλες έγνοιες, ανίκανος προς στιγμή να φέρει ερωτικές εικόνες στο κεφάλι του. Το τρένο στάθηκε σε έναν σταθμό και κατέβηκε αρκετός κόσμος ενώ στο συγκεκριμένο βαγόνι ανέβηκε μόνο ένας άντρας, σαραντάρης, μεθυσμένος. Τρίκλισε στα πρώτα καθίσματα και σωριάστηκε στην γωνία. Όλοι σχεδόν τον πρόσεξαν. Έκλεψε και την προσοχή του Πέτρου που άρχισε να τον κοιτάζει επίμονα. Το τρένο ξεκίνησε ξανά και ο Χρήστος γύρισε προς την γυναίκα του. «Η επόμενη στάση είναι δική μας» της είπε. Ο νους της Αμαλίας ήταν στον μεθυσμένο άντρα. «Κοίτα αυτόν τον άνθρωπο Χρήστο. Δεν τον ξέρεις; Πως τον λέγανε να δεις...» «Τον μεθυσμένο; Από που να τον ξέρω;» «Είναι ηθοποιός. Από τα παλιά. Που και που τον βλέπουμε κάπου.» «Δεν μου θυμίζει τίποτα.» « Πως τον λένε να δεις ... Που είχε παίξει...» Μέσα στο βαγόνι όλοι τους ήταν δώδεκα. Εκτός από τους Χρήστο, Αμαλία, Άλκη, Δανάη, Τίμο, Αλέξη και Άσπα, τον Πέτρο και τον μεθυσμένο πρώην ηθοποιό, υπήρχαν άλλοι τρεις. Μια συνεσταλμένη, παχουλή κοπέλα που καθόταν μόνη της, ένας νευρώδης άντρας με φθηνό σακάκι και ύφος σαν να υπέφερε από πονοκέφαλο και ένας εξηντάρης με λευκό μούσι, μαύρα ρούχα και κασκέτο, σαν ναυτικός. Ο Πέτρος είχε καρφώσει το βλέμμα του στον μεθυσμένο που μισοκοιμόταν στην γωνία του. Σαν να ήθελε να τον πλησιάσει αλλά ντρεπόταν. ΠΕΤΡΟΣ Στο γραφείο του Αυγερινού ο Πέτρος ήξερε πως είχε χάσει ήδη το παιχνίδι αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί να φύγει έτσι απλά. Έπρεπε να αντισταθεί, να τσιγκλήσει την ηλίθια τους λογική. Κοίταξε με καρδιά που πνιγόταν το σενάριο πάνω στο γραφείο, ανάμεσα στον ίδιο και τον πανίβλακα. «Μου λέτε πως δεν σας άρεσε;» «Ας μην μπούμε στα συγκεκριμένα σημεία γιατί επί του παρόντος δεν αφορούν την στάση μου. Δεν είναι της γραμμής του καναλιού» είπε το ρομπότ. «Μα είναι καλό σενάριο.» «Βλέπεις τηλεόραση; Στη διαφήμιση δεν δουλεύεις; Βέβαια βλέπεις τηλεόραση. Πρόσεξες τι έκανε νούμερα την περασμένη σεζόν; Φέτος το αντίπαλο κανάλι σκίζει με μια στυγνή απομίμηση!» «Και ζητάτε ένα από τα ίδια; Γιατί να μην δώσουμε στον κόσμο κάτι καινούργιο;» «Μ’αυτό;» Η ερώτηση ακούστηκε τόσο ... τόσο ... Ήθελε να ορμήσει πάνω στον άντρα να τον κάνει μαύρο, να αξίζει η απόρριψη που έτρωγε, να φύγει από το γραφείο με την υπερηφάνεια του άθικτη. Να μπορεί να αντικρίσει τις ηλίθιες γραμματείς στην έξοδο, ηλίθιες γυναίκες που υπηρετούσαν βλάκες σαν κι αυτόν, έτοιμες ανά πάσα στιγμή να πέσουν στα γόνατα να του κάνουν πίπα μπας και κερδίσουν κάτι από την δύναμη του. Ο Αυγερινός πήρε το σενάριο στα χέρια του και άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Είναι πολλά σημεία που δεν κατάλαβα. Αυτό με τις ντομάτες. Ο ήρωας πετάει ντομάτες στην ηρωίδα στην πλατεία ... Τι είναι αυτό;» «Είναι αληθινή ιστορία. Είναι η ιστορία του παππού μου. Έτσι γνώρισε την γιαγιά. Εκείνος δούλευε στην λαχαναγορά, στη Χίο, και η Χαρά, η γιαγιά μου, είχε μόλις εγκατασταθεί εκεί από Αθήνα. Ήταν αρχόντισσα και ψηλομύτα. Ο Θανάσης την είχε ερωτευτεί αλλά δεν ήξερε πως να την πλησιάσει.» «Και την άρχισε στις ντομάτες;» «Σε δύο μήνες είχαν παντρευτεί.» «Καλή και χρυσή η ... ιστορία του παππού σου αλλά ... Εγώ κάνω τηλεόραση. Δηλαδή πουλώ διαφημιστικό χρόνο. Για να δικαιολογήσω το τιμολόγιο μου έχω ανάγκη από την κυρία Ασπασία, την νοικοκυρά με το μηχανάκι της AGB να παίρνει από μένα αυτό ακριβώς που θέλει, αυτό που ξέρω δοκιμασμένα πως της αρέσει...» Το στόμα του ανδρείκελου συνέχισε να ανοιγοκλείνει αλλά ο Πέτρος έπαψε να ακούει. Τα ήξερε αυτά. Ήταν ένας μονόλογος που μπορούσε να τον γράψει ο ίδιος χίλιες φορές καλύτερο και πιο έξυπνο από την εκδοχή του ηλίθιου στην μεγάλη καρέκλα. Μήπως και ο ίδιος δεν υπηρετούσε το ίδιο τέρας, την διαφήμιση? Δεν είχε κανέναν λόγο να το υποστεί άλλη μια φορά. Σηκώθηκε αμίλητος, πήρε το σενάριο του κι έφυγε. Ο συνεργάτης του στην διαφημιστική, συνεργάτης του και στα όνειρα, τον ρώτησε πως πήγε ενώ ήξερε ήδη την απάντηση. Δεν ήταν μόνο στο ύφος του Πέτρου αλλά ο Άρης είχε προβλέψει την εξέλιξη και από τα χθες. «Χέσ’τους μωρέ! Χέσ’την την διαφήμιση! Γιατί δεν κάνουμε το ταινιάκι μας όπως τα έχουμε πει;» «Άσ’το τώρα Άρη να χαρείς.» Σαν διαολόσταλτη μπήκε μέσα στο γραφείο μια κοπέλα με χαζό χαμόγελο. «Πέτρο, ρωτούν αν έχεις έτοιμο το κείμενο για τις γκοφρέτες.» Ξεφύσησε υποταγμένος. Το τέρας πεινούσε. Ήθελε τις γκοφρέτες του. Ο Χρήστος ένιωσε τον συρμό να κόβει ταχύτητα. Ήταν μια περίεργη αίσθηση. Χωρίς φρένα, σαν να έχασε την ώθηση του. Το τρένο έφτασε σε πλήρη ακινησία στα μισά του τούνελ πολύ πριν τον σταθμό. Οι δώδεκα κοιτάχτηκαν και αναρωτήθηκαν τι να συμβαίνει. Κάποιοι κοίταξαν ενστικτωδώς τα ρολόγια τους και ας ήταν μια κίνηση που δεν είχε λόγο. Τα φώτα τρεμόπαιξαν και το βαγόνι βυθίστηκε στο σκοτάδι. Κανείς δεν είπε λέξη. Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από την παχουλή κοπέλα. Τότε ήταν που ο Αλέξης τινάχτηκε όρθιος υψώνοντας την φωνή του. «Τι είναι αυτό; Ακούστε!» Το τούνελ έμοιαζε να βογκάει. Το βαγόνι άρχισε να σείεται ανεπαίσθητα στην αρχή, μετά να ταλαντεύεται με δυνατούς κραδασμούς. «Σεισμός!» ξεστόμισε ο Χρήστος περισσότερο σαν διαπίστωση, σαν να τον περίμενε. «Σεισμός!» επανέλαβε τρομαγμένα η παχουλή κοπέλα. Μια υπόκωφη φασαρία ακούστηκε από τα διπλανά βαγόνια. Οι δώδεκα παρέμειναν σιωπηλοί να τον ζουν ανήμποροι. Η Αμαλία σφίχτηκε πάνω στον άντρα της. Η Δανάη έψαχνε ανήσυχη στο σκοτάδι τα μάτια του αδελφού της. «Είμαστε ασφαλείς εδώ» την διαβεβαίωσε σαν να άκουσε τον φόβο της. Ο Άλκης όμως δεν ήταν σίγουρος για τίποτα. Από την στιγμή που άρχισαν οι κραδασμοί τα μηνίγγια του πάλλονταν σαν τρελά, του σούβλιζαν τις σκέψεις. Στο μουγκρητό της γης άκουγε τον ψίθυρο της τρομερής του θεότητας. Ήταν πολύ για να το αντέξει. «Εμείς οι δώδεκα...» ψέλλισε ξεψυχισμένα. Ούτε η Δανάη που καθόταν δίπλα του, ούτε ο ίδιος μπορούσε να ακούσει μέσα στον θόρυβο την φωνή του. Άνοιξε τα μάτια του και τώρα μπορούσε να τους δει όλους καθαρά μέσα στο σκοτάδι. Ήταν σαν μια πινακοθήκη από πορτρέτα παλιών γνωστών. Σαν να ήξερε κάτι για τον καθένα χωρίς να ξέρει τι. Ένα ακόμα μυστικό ξεδιπλώθηκε στο κεφάλι του και του μαύρισε την ψυχή, μια αναμφισβήτητη αλήθεια που χύθηκε σαν κομμάτια παζλ όπου ελάχιστα από αυτά βρήκαν το ταίρι τους για να συνθέσουν μια κουτσουρεμένη αλλά προειδοποιητική εικόνα. «Ένας θα σκοτώσει ... Ένας θα πεθάνει ... Μέσα στους δύο μήνες...» ψέλλισε πάλι. Ένιωσε πολύ εξαντλημένος για να οργιστεί ενάντια στους θεούς. Γιατί έπρεπε να τα ξέρει αυτά? Αφού δεν μπορούσε να αλλάξει το πεπρωμένο. Η ζωή είναι τόσο πιο επίπονη όταν ξέρεις και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Γιατί λοιπόν; Ξαφνικά, ένα ανελέητο σφυροκόπημα ξέσπασε πάνω στην οροφή του βαγονιού. «Θα καταρρεύσει το τούνελ πάνω μας!» φώναξε αγανακτισμένος ο ναυτικός. Ακούστηκε ένας περίεργος ήχος σαν η γη να έστυβε το τούνελ γύρω τους. Κομμάτια από σκυρόδεμα συνέχιζαν να πέφτουν πάνω στο βαγόνι. Φωνές πανικού ξέσπασαν σε όλο τον συρμό. Η παχουλή κοπέλα άρχισε να τσιρίζει εκτός εαυτού. Ο Αλέξης ψηλάφισε προς την φωνή της και βρήκε το χέρι της. Το πήρε καθησυχαστικά στο δικό του. Εκείνη, ξαφνιασμένη, ηρέμισε αμέσως. Το άγγιγμα του είχε μια περίεργη δύναμη. Ο Χρήστος προσπάθησε να ακουστεί από τους άλλους. «Ας ηρεμήσουμε ... Θα περάσει ... Είμαστε ασφαλείς εδώ!» Η Άσπα, επηρεασμένη από τις φωνές της παχουλής κοπέλας ένιωσε έναν πανικό να φουντώνει μέσα της. Ανοίγοντας το μικρό τζαμάκι τράβηξε τον μοχλό που απελευθερώνει τις συρόμενες πόρτες αλλά δεν φάνηκε να επιφέρει αποτέλεσμα. Άρχισε να γρονθοκοπεί και να κλοτσάει τις πόρτες έξαλλη. «Δεν θα πεθάνω εδώ μέσα! Όχι εδώ μέσα!» Ο Χρήστος την πλησίασε και άπλωσε το χέρι του στο μπράτσο της. «Κυρία μου ... Δεν διατρέχουμε κανέναν κίνδυνο...» Εκείνη την στιγμή ο θόρυβος σταμάτησε όσο ξαφνικά είχε ξεσπάσει. Έπαψαν και οι ανθρώπινες φωνές. Σαν βάλσαμο άναψε εφεδρικός φωτισμός στο τούνελ και το βαγόνι. «Κοιτάξτε ... Σταμάτησε.» Η Άσπα τον κοίταξε στα μάτια. Η καρδιά της έτρεχε σαν τρελή. Το πρόσωπο του έμοιαζε θεϊκό, ήταν ο Δίας. «Ελάτε ... Καθίστε καλύτερα.» Τον ακολούθησε καθώς γύρισε δίπλα στην Αμαλία και κάθισε απέναντι τους. Σαν συγχρονισμένο μπαλέτο έβγαλαν όλοι τα κινητά τους και πήραν κάποιον αριθμό. Η διαπίστωση ήταν κοινή για όλους. Οι γραμμές ήταν μπλοκαρισμένες. Η παχουλή κοπέλα μπορούσε να δει τώρα τον όμορφο, νεαρό τυφλό που κρατούσε ακόμα το χέρι της. Φοβόταν να πει οτιδήποτε μην τυχόν και της το αφήσει. Ήταν ιδρωμένη. Παρά τα κιλά της ήταν εμφανές πως αν ήξερε να περιποιηθεί τον εαυτό της θα παρουσίαζε μια πολύ καλύτερη εικόνα από αυτήν που εσφαλμένα έδειχνε. Δεν ήταν άσχημη. «Όλα καλά;» την ρώτησε ο Αλέξης. «Ναι. Ευχαριστώ» ψέλλισε τραβώντας η ίδια το χέρι της ντροπαλά. Έβγαλε ένα μαντίλι από το τσαντάκι της και σκουπίστηκε. ΑΡΕΤΗ Της ήταν αδύνατο να σταματήσει τα αναφιλητά της. Την έκαιγε το παράπονο. Ήταν με την Κάτια στην αποθήκη για να μην τους βλέπουν οι πελάτες και, φυσικά, η προϊσταμένη. «Έλα μωρέ, ηρέμησε. Δεν είναι και το τέλος του κόσμου.» Η φίλη της δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο να της πει. Η Αρετή ήταν δύσκολη περίπτωση. Νωρίτερα η προϊσταμένη την είχε πάρει παράμερα να της πει «μερικές κουβέντες» που έκαναν την κοπέλα να χάσει εξ’αρχής το χρώμα της. «Μα μπορεί να χάσω την δουλειά μου.» «Τι σου είπε ακριβώς;» Ήταν αστείο αλλά παρ’όλη την σύγχυση της η Αρετή άρχισε να μιμείται το ύφος και την φωνή της προϊσταμένης. «Δεσποινίς Παπαχρήστου, το μαγαζί μας εκτός από βιβλία πουλάει και μια εικόνα ευπρέπειας. Ο πελάτης θέλει να εμπιστεύεται τις πωλήτριες μας. Θα βοηθούσε και την θέση σας να προσέχατε λίγο την εμφάνιση σας...» «Δεν έχει και τόσο άδικο μωρέ συ. Δεν στα έλεγα κι εγώ τόσες φορές; Βάψου λίγο ... Βάλε κάτι πιο κομψό. Το κομψό δεν χρειάζεται να είναι και ακριβό.» Η Αρετή έμεινε για λίγο συλλογισμένη ρουφώντας την μύτη της. «Είπε όμως ‘θα σας συμβούλευα να χάσετε και μερικά κιλά’. Αυτό τι το ήθελε, μου λες;» «Τι τα θες, είναι σκύλα. Αλλά κι αυτό να το έκανες δεν θα ήταν άσχημα. Εσένα δεν θα σου άρεζε;» «Το έχεις εύκολο; Εσύ και να τό’θελες δεν παχαίνεις γι’αυτό μιλάς.» «Τέλος πάντων. Να κανονίσουμε να έρθεις από το σπίτι να σου δείξω μερικά κόλπα με το μακιγιάζ. Να σε ομορφύνω λίγο.» «Σα βαμμένο γουρούνι θα είμαι.» «Άκουσε τη! Μωρέ βούρλο, πως σκέφτεσαι έτσι; Μ’αυτά τα μυαλά πως θα γυρίσει να σε κοιτάξει άντρας;» «Ναι σιγά...» Ναι σιγά. Αφελείς κουβέντες από κάποιον που δεν έζησε λεπτό στο πετσί της Αρετής. Περίμενε έναν πρίγκιπα όλη της τη ζωή και όταν κατάλαβε πως περίμενε πολλά άρχισε να ελπίζει μάταια για οτιδήποτε. Δεν ήρθε ποτέ. Ούτε εκείνο το αδηφάγο αντρικό, πεινασμένο βλέμμα που καταβροχθίζει οτιδήποτε με μουνί. Δεν το είδε, δεν το αισθάνθηκε. Κρυφά ή φανερά το έψαξε αλλά δεν το βρήκε. Μάλλον αποφεύγανε και να την κοιτάνε. Κάθε πρωί στον καθρέπτη αντίκριζε ένα πρόσωπο με παχουλά μάγουλα που μισούσε όλο και περισσότερο. Η Κάτια, και όλες οι Κάτιες του κόσμου, σύμφωνα με την έγκυρη εγκυκλοπαίδεια σεξουαλικής συμπεριφοράς, όταν ήρθε η κατάλληλη ηλικία της ερωτικής τους αφύπνισης, γνώρισαν την δεδομένη προσοχή του αντίθετου φύλου και όλα κουτσά στραβά μπήκανε στην θέση τους. Η ερωτική ζωή τους, με όλα τα σκαμπανεβάσματα της, τους ήταν, έτσι, δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι η ανάγνωση στον καθένα συγκριτικά με ένα αγράμματο άτομο. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν, και δεν θα ήθελαν να το ξέρουν με τίποτα, πως είναι να ζεις μέσα σ’αυτό το μισητό καλούπι, αυτό το σώμα. Αυτή τουλάχιστον ήταν η γνώμη της Αρετής για τον εαυτό της. Τον αδικούσε πολύ αλλά και δεν υπήρξε ποτέ κανείς να της αλλάξει γνώμη. Το απόγευμα, μετά την βάρδια της στο βιβλιοπωλείο, σταμάτησε στο βιντεοκλάμπ να διαλέξει ταινία. Κάπως έτσι έκλεινε τα μοναχικά της βράδια και τις είχε δει σχεδόν όλες. Σαν να της άρεζε να βασανίζει τον εαυτό της, ή να αντλεί μια κάποια ελπίδα, προτιμούσε πάντα τις ρομαντικές ταινίες. Ήταν το ναρκωτικό της. Όταν δεν ήθελε να ποντάρει σε κάτι άγνωστο νοίκιαζε μια σίγουρη, κάτι που είχε δει και ήξερε πως της άρεζε. Ένας αγαπημένος ηθοποιός όνειρο, ένα ζευγάρι με τέλεια χημεία και αυτό ήταν. Έτσι και τώρα πλησίασε τον γκισέ με το Fabulous Baker Boys στο χέρι. Ο νεαρός που πέρασε την ταινία στο κομπιούτερ την θυμήθηκε. Την είχε προσέξει την Αρετή και την είχε χαρακτηρίσει γλυκιά και τρυφερή κοπέλα αν και λίγο ατημέλητη. Και φυσικά η Αρετή ήταν ανίκανη να προσέξει το βλέμμα του. Κατ’αρχήν είχε την συνήθεια να αποφεύγει επαφή με τα μάτια των ανθρώπων. Πίστευε πως έτσι κρυβόταν καλύτερα, απάλλασσε τους ανθρώπους από την ασχήμια της. Όταν έμπαινε στο βιντεοκλάμπ κολλούσε τα μάτια της στα εξώφυλλα των κασετών και εξαφάνιζε τον υπόλοιπο κόσμο από το μυαλό της. Μόλις έκανε την επιλογή της βιαζόταν να φύγει από εκεί όσο γίνεται πιο γρήγορα, στην ανωνυμία του δρόμου και πίσω στο ασφαλές της διαμέρισμα. Ο νεαρός της χαμογέλασε. «Καλή επιλογή. Δεν την νοικιάζουν συχνά. Είστε θαυμάστρια του Τζεφ Μπρίτζες?» Η Αρετή κοκκίνισε μην ξέροντας τι να πει. Τι ήθελε τώρα αυτός από αυτήν; Να της πουλήσει την κασέτα; Πίσω από τον γκισέ ο τοίχος ήταν καλυμμένος με καθρέπτη. Σηκώνοντας το βλέμμα της αντίκρισε το είδωλο της. Είχε τα χάλια της. Είχε παχύνει κι άλλο ή έφταιγε ο καθρέπτης; Ένιωσε αηδία. Πήρε βιαστικά την κασέτα και έφυγε χωρίς να απαντήσει στο σχόλιο του υπαλλήλου. Λίγα μέτρα πιο κάτω τα συναισθήματα της πήραν νέα κατεύθυνση. Κοντοστάθηκε στην βιτρίνα ενός πρατήριου άρτου και άρχισε να μελετάει τις επιλογές της. Τι θα πήγαινε ωραία με την ταινία; Κρουασανάκια με μιλφέι ή κέικ σοκολάτας; Γιατί τι σημασία είχε; Ότι δοκίμασε κατά καιρούς από γυμναστική και δίαιτες δεν είχαν αφαιρέσει πόντο από πάνω της. Ήταν στα χρωματοσώματα της γραμμένο να είναι χοντρή. Και αφού ο έρωτας δεν θα ερχόταν ποτέ γιατί να στερηθεί την τελευταία απόλαυση που της είχε απομείνει; Μπήκε στο μαγαζί με καλυμμένες τις ενοχές της. Έπρεπε να ανεχτεί μόνο το βλέμμα της πωλήτριας καθώς θα άκουγε την παραγγελία της αλλά και αυτό το είχε πλέον συνηθίσει. Στο δυάρι την περίμενε μόνο ο Ψιψίκος, ο γατούλης της. Αν δεν είχε κι αυτόν να αγκαλιάζει πίστευε πως θα τρελαινόταν. Πρώτη της πράξη όπως πάντα, μετά τα χάδια, ήταν να του σερβίρει φρέσκια γατοτροφή κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Ο νεροχύτης ήταν γεμάτος άπλυτα. Αυτά τα αναλάμβανε όταν εξαντλούσε και το τελευταίο της πιάτο. Εφ’όσον δεν υπήρχε κανείς να τον ντραπεί είχε ρίξει και το νοικοκυριό στον βρόντο. Το ψυγείο είχε κυρίως συσκευασμένα τυριά, σαλαμικά και αναψυκτικά. Πρόσθεσε τώρα και ένα κέικ σοκολάτας. Ένα φάντασμα πήρε μορφή από πίσω της στην κουζίνα. Μια λιπόσαρκη γυναίκα με βαθιές ρυτίδες και μπικουτιά στο λευκό της κεφάλι. Τα χέρια της, παραμορφωμένα από αρθριτικά, ήταν σταυρωμένα πάνω από την λεπτή της ρόμπα. Σαν άγγελος εκδικητής ξεστόμισε τα λόγια της στην κοπέλα που δεν ξαφνιάστηκε καθόλου από την παρουσία της. «Έτσι φροντίζεις την υγεία σου; Είναι περιεχόμενο ψυγείου αυτά; Ούτε ένα λαχανικό ή φρούτο! Έχεις καθόλου όσπριο στα ντουλάπια σου; Και τα πιάτα; Είναι χάλι αυτό; Μπορείς να μου πεις που πας; Τι κάνεις με την ζωή σου;!» Η Αρετή έκλεισε σφιχτά τα μάτια της. Η μητέρα της δεν ήταν νεκρή. Ζούσε σε ένα ελληνικό γηροκομείο της Κωνσταντινούπολης και πότε-πότε έστελνε στην κόρη της στην Αθήνα κανένα γράμμα ρωτώντας νέα της. Αυτή ήταν όλη της η παρέμβαση. Ήθελε να μάθει αν η κόρη της ζούσε καλά. Αν έτρωγε καλά, αν πρόσεχε την υγεία της, αν είχε γνωρίσει κανένα παλικάρι. Η Αρετή την έριχνε σπάνια κανένα τηλεφώνημα όπου επιμελώς απέφευγε να απαντήσει πολλά από αυτά τα σημαντικά. «Πήγαινε στο διάολο!» ξεφώνησε τρομάζοντας τον γάτο της. Το φάντασμα χάθηκε στην ανυπαρξία από την οποία είχε έρθει, βαθιά στο μυαλό της κοπέλας. Απόλαυσε την ταινία με κέικ και κόκα κόλα, με τα φώτα σβηστά, οκλαδόν στον καναπέ της. Ο Τζεφ Μπρίτζες χάιδευε την γυμνή πλάτη της Μισέλ Φάιφερ. Το χέρι του πάνω στην κοκαλιάρικη πλάτη μιας εξίσου κοκαλιάρας ηθοποιού. Ρίγησε μαζί της. Η ψευδαίσθηση ήταν βάλσαμο και ας κράτησε μια στιγμή. Η Αρετή άνοιξε την ρόμπα της και κοίταξε το σώμα της. Το στήθος της ήταν μεγάλο και έμοιαζε να υποβαστάζεται όρθιο από την γεμάτη κοιλιά της. Ήταν όντως το καλούπι λοιπόν, είχε σχεδιαστεί να είναι παχιά. Συνέχισε να ριγεί. Άγγιξε το στήθος της. Το χούφτωσε όπως φαντάστηκε θα έκανε ένας άντρας. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε με τα χέρια της να δει τον εαυτό της μέσα από το φανταστικό άγγιγμα ενός αρσενικού. Το στήθος της έδωσε ελπίδες, το στομάχι τις σκότωσε. Για τους γοφούς και τα κωλομέρια ούτε να το σκεφτόταν. Το χέρι της πήγε κατευθείαν μέσα στην κιλότα, εκεί που ήταν το κέντρο όλου του κόσμου. Με μισάνοιχτα μάτια, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή, πάγωσε την εικόνα στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή. Συνέχισε να αυνανίζεται μέχρι που την έπιασαν τα κλάματα. Συνέχισε παρά τα δάκρυα, με τους λυγμούς ανάμικτους με αναστεναγμούς να ηχούν ψιθυριστά στο σκοτάδι. «Εντάξει, αυτό ήταν» είπε ο Χρήστος. Είχαν ακολουθήσει δύο μικροί μετασεισμοί που τους δέχτηκαν πιο ψύχραιμα. «Και τώρα;» ρώτησε αδύναμα τον Αλέξη η Αρετή. Την άκουσε και απάντησε πρώτος πάλι ο Χρήστος. Οι μισοί περίπου είχαν μαζευτεί πιο κοντά ο ένας στον άλλον. «Τώρα θα περιμένουμε. Πιθανόν και όλη την νύχτα.» Ο Τίμος τινάχτηκε όρθιος εκνευρισμένος. «Γαμώ το σταυρό του!» ξεφώνισε. «Μας χτύπησε σε άβολη ώρα» συνέχισε ο Χρήστος, «Η κρατική μηχανή μόλις είχε πέσει για ύπνο.» Ο Πέτρος έσκυψε έξω από ένα παράθυρο να κοιτάξει. Κι άλλα κεφάλια ξεπρόβαλλαν από τα διπλανά βαγόνια. Οι οδηγοί του συρμού τους έλουσαν με τους φακούς τους από την καμπίνα πλοήγησης. «Παραμείνατε στις θέσεις σας. Βάλτε τα κεφάλια μέσα» φώναξαν στους ανήσυχους επιβάτες. «Δεν θα έχουν προβλέψει για σεισμό;» ρώτησε η Αμαλία τον άντρα της. Εκείνος της χαμογέλασε καθησυχαστικά και την έσφιξε πάνω του. «Ναι βέβαια. Πολύ πιθανό» της είπε και ας μην το πίστευε. Ο ναυτικός βημάτιζε πάνω κάτω στο βαγόνι. «Έχω αφήσει την γυναίκα μου στο ξενοδοχείο. Θα έχει τρελαθεί! Δεν ξέρει καν ελληνικά!» ξεφώνισε αόριστα. «Πόσο μεγάλος λέτε να ήταν;» ρώτησε τον κανέναν ο νευρώδης άντρας με το φθηνό σακάκι. «Τι ζημιές να έγιναν έξω...» αναρωτήθηκε φωναχτά ο Πέτρος. Ο Τίμος άρχισε να ταρακουνάει τις πόρτες που είχε δοκιμάσει πριν η Άσπα. «Εγώ δεν θα καθίσω σαν μαλάκας για το πότε θα με βγάλουν αποδώ. Την κάνω και από μόνος μου» ανακοίνωσε. «Μα τι κάνετε; Δεν ξέρετε σε τι κατάσταση είναι το τούνελ! Υπάρχει και κίνδυνος ηλεκτροπληξίας...» «Άσε με μωρέ και συ!» Ο νευρώδης άντρας πλησίασε άφοβα τον Τίμο και του μίλησε με μια προβαρισμένη, επιτακτική φωνή. «Κάτσε κάτω!» «Γιατί μωρέ; Θα μ’αναγκάσεις;» Ο άντρας έβγαλε το αστυνομικό του σήμα και το κόλλησε στη μούρη του Τίμου. «Κάτσε γιατί θα σε συλλάβω!» Ο Τίμος υποχώρησε και κάθισε επιδεικτικά δίπλα στον μεθυσμένο που κοιμόταν του καλού καιρού. Πικρή χολή γέμισε το στόμα του. Είχε μια ξαφνική φαγούρα να πλακωθεί με μπάτσο αλλά υπήρχαν πολλοί μάρτυρες. Δεν γούσταρε να του λένε τι πρέπει ή δεν πρέπει να κάνει. Δεν το δεχόταν από κανέναν. Ο μεθυσμένος μισάνοιξε τα μάτια του και κοίταξε γύρω του. «Ποιος έσβησε τα φώτα;» είπε μασώντας τις λέξεις. «Δεν το βουλώνεις καλύτερα;!» απάντησε οργισμένος ο Τίμος. «Φίλε, μήπως σου βρίσκεται ένα τσιγάρο;» συνέχισε απτόητος ο άλλος. Ο αστυνόμος πήγε στην άλλη άκρη του βαγονιού και άναψε ένα τσιγάρο δίπλα στο παράθυρο. Κοίταξε έξω, στο κενό, στον καπνό που φυσούσε απ’τα πνευμόνια του πάνω στο άμορφο σκοτάδι. Έτριψε εκνευρισμένος τους κροτάφους του. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει τσιγάρο. Πονούσαν τα δόντια του. Σκέφτηκε την Καίτη. Του πέρασε προς στιγμή η ιδέα να βουτήξει, με το κεφάλι, να σκορπίσει τα μυαλά του στην άσφαλτο, να τα σβήσει όλα. Συνεχίζουν άραγε να σκέφτονται τα σκορπισμένα μυαλά; «Ποιος την βρήκε;» ρώτησε ο ιατροδικαστής μέσα από το διαμέρισμα. Τον έβλεπε από δω σκυμμένο πάνω από το πτώμα της γυναίκας, δίπλα στο κρεβάτι. «Ο άντρας της» του απάντησε. «Την μετακίνησε καθόλου;» «Πολύ πιθανό.» «Το σώμα πρέπει να έχει δεχτεί δεκαπέντε με είκοσι μαχαιριές. Έχουμε κανέναν ύποπτο;» «Τον άντρα της.» Η ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Ένα σενάριο πολύ δημοφιλές. Το ζευγάρι που τσακώνεται όλη την ώρα. Σκηνές ζηλοτυπίας. Τους ακούει όλη η γειτονιά. Στο τέλος ένας από τους δύο, πιο συνήθες ο άντρας, υπογράφει το αιματηρό φινάλε. Και μετά τα κλάματα, οι δικαιολογίες, «η κακιά ώρα», όσοι τουλάχιστον δεν έχουν το θάρρος να αποτελειώσουν το δράμα διαγράφοντας και τον εαυτό τους από την ιστορία. Μετά, το βλέμμα των παιδιών τους ... Ο Στάθης... «Είσαι καλά; Τι έχεις;» Ο ιατροδικαστής τον έβγαλε από τον στοχασμό του. «Πονάει το δόντι μου. Κάποια δόντια τέλος πάντων...» «Να δω;» Έγειρε το κεφάλι του να αποφύγει το χέρι του. Φορούσε ακόμα τα γάντια της δουλειάς. «Εσύ φρόντισε την δική σου πελατεία γιατρέ. Έχω ραντεβού με τον οδοντίατρο μου το απόγευμα.» Μπαίνοντας σπίτι άκουσε φασαρία από την κρεβατοκάμαρα. Ήταν η Καίτη, γέμιζε μια βαλίτσα με ρούχα της. Η ένταση ανάμεσα τους ήταν φαρμακερή. Την σκεφτόταν όλη μέρα, το πως θα μπορούσε να σώσει κάτι από τον γάμο τους, αλλά με το που την είδε ξανά τώρα μπροστά του αυτόματα φούσκωσε μέσα του η οργή. «Πως από δω;» Δεν του ξέφυγε ο τρόπος που τον κοίταξε. «Ήρθα να πάρω κάποια πράγματα ... Αυτά είναι τα τελευταία νομίζω.» Ήθελε να της κάνει κακό. Να την πονέσει. «Ο Στάθης;» «Στην μαμά.» «Τα βολέψατε;» Του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει, συνέχιζε να γεμίζει την βαλίτσα. «Κάπως, αλλά δεν θα μείνουμε για πολύ. Βρήκαμε σπίτι...» Σταμάτησε αμέσως μετανιωμένη που της ξέφυγε αυτή η πληροφορία. Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά του. Άρχισε να μιλάει μέσα από τα δόντια. «Μπα;! Κιόλας;! Με τι λεφτά;» «Μην ανησυχείς για μας. Θα τα καταφέρουμε.» Έκλεισε την βαλίτσα έτοιμη να βγει από το δωμάτιο. Το βλέμμα του την έπνιγε. Ήξερε πως αφουγκραζόταν την καρδιά της που χτυπούσε σαν τρελή. Μύριζε τον φόβο της. Του πρότεινε τα κλειδιά του σπιτιού τους. «Μπορείς να τα πάρεις. Δεν τα χρειάζομαι πια.» «Κράτα τα για το παιδί. Μπορεί να έρχεται αποδώ όποτε θέλει.» «Δεν νομίζω πως ο Στάθης θέλει...» Έκανε να περάσει την πόρτα μα της έφραξε τον δρόμο. «Καίτη, είπες πως δεν υπάρχει άλλος.» «Δεν υπάρχει.» Συνέχιζε να αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Η οργή του κάλπαζε. «Υπήρξα ανεκτικός σε όλα ... Σου είπα πως το μόνο που δεν θα ανεχτώ είναι το ψέμα. Με ξέρεις καλά.» Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. Είδε αμέσως πως του έλεγε ψέματα. «Δεν υπάρχει άλλος! Άσε με να περάσω!» Σχεδόν τον έσπρωξε και βγήκε. Την άφησε. Τα κλειδιά έπεσαν στο πάτωμα. Έφυγε σχεδόν τρεχάτη βροντώντας την πόρτα πίσω της. Άρχισαν να τσούζουν τα μάτια του. Έβραζε ολόκληρος. Πονούσε το στόμα του και δεν μπορούσε να ανασάνει. Η χύτρα τίναξε το καπάκι της. Γρονθοκόπησε πόρτες, έπιπλα, κλώτσησε καρέκλες, έσπασε κεραμικά, αναποδογύρισε τραπέζι, καναπέ, σωριάστηκε στο πάτωμα κατακόκκινος, μισοπεθαμένος. Έκλαψε με κοφτές ανάσες σφίγγοντας το υπηρεσιακό του περίστροφο πάνω στο στήθος του. «Είναι δύο δόντια που θέλουν άμεση βοήθεια. Έχει όμως καταστραφεί σχεδόν όλη σου η οδοντοστοιχία. Υπάρχει φθορά τριβής. Τρίζεις τα δόντια σου;» «Δεν ξέρω. Αν το κάνω δεν το καταλαβαίνω.» «Μπορεί να το κάνεις και στον ύπνο σου. Συμβαίνει σε άτομα με άγχος. Είναι και η φύση της δουλειάς σου τέτοια. Ίσως χρειάζεσαι πιο εξειδικευμένη βοήθεια.» «Δηλαδή;» «Να δεις κανέναν ... ξέρεις, ψυχολόγο.» «Τρελογιατρό; Δεν είσαι καλά!» «Όπως νομίζεις. Αν θέλεις να έρχεσαι για συντήρηση μέχρι να σε αλλάξουμε σε μασέλα ... εσύ κανονίζεις την πορεία σου.» Ο γιατρός συνέχισε την δουλειά του αμίλητος και ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να αδειάσει το κεφάλι του, να ξεφύγει από τον πόνο. Το μυαλό του ήταν ένα κουβάρι γεμάτο κόμπους. Είχε ένα μέρος, μια ευτυχισμένη γωνιά στην μνήμη του που τον ανακούφιζε, γαλήνια, δροσερή, γλυκιά, ιδανική. Ήταν το μυστικό του. Πήγαινε εκεί όποτε το είχε ανάγκη αλλά ήθελε κόλπο γιατί μόλις έμπαινε μέσα άφηνε κάθε επαφή με την πραγματικότητα πίσω του για τα καλά. Όποιος τον παρατηρούσε εκείνη την στιγμή έβλεπε έναν μαρμαρωμένο άντρα με κενά μάτια. Στην καρέκλα του οδοντίατρου δεν θα πρόσεχε κανείς την διαφορά. Το εξεταστικό φως της καρέκλας έκαιγε πάνω στα μάτια του αλλά εκείνος δεν το έβλεπε. Ήταν ήδη στην σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου που έπαιζε την αγαπημένη του ταινία, ένα μιούζικαλ. Στην αγαπημένη του σκηνή ο πατέρας του μπαίνει στο σπίτι με έναν δίσκο παραμάσχαλα. Ο Κωνσταντίνος, δέκα χρονών, μαζί με την μικρή του αδελφή είναι εκεί για να τον προϋπαντήσουν. Ο άντρας σκουπίζει τα πόδια του στο χαλάκι του χωλ κάνοντας χορευτικές φιγούρες σύμφωνα με την μουσική, κλείνει το μάτι του με νόημα στον γιο του και του τραγουδάει σε πλέιμπακ ένα τραγούδι του Φρεντ Αστέρ. Πατέρας και παιδιά τρέχουν στο σαλόνι να βάλουν τον δίσκο στο γραμμόφωνο, να ακούσουν το κομμάτι που ήδη διαποτίζει την σκηνή. Η μητέρα του μπαίνει στην σκηνή σαν άλλη Τζίντζερ Ρότζερς, στριφογυρίζει προς το μέρος τους και βοηθάει τον πατέρα να βγάλει το σακάκι του. Από κάτω, εκείνος φοράει φράκο. Το αντρόγυνο γίνεται χορευτικό ζευγάρι και λικνίζεται μέσα στο άδειο σαλόνι πριν ένα στρωμένο τραπέζι γλιστρήσει στο κέντρο από μόνο του. Γονείς και παιδιά παίρνουν τις θέσεις ταυτόχρονα, κοιτάζονται με αγάπη, όλο χαμόγελα. Ο πατέρας συνεχίζει να τραγουδάει το κομμάτι στους δικούς του που τον κοιτούν λατρευτικά. Η μουσική αγγίζει φινάλε και η εικόνα κάνει κοντινό στο προσωπάκι του δεκάχρονου, ευτυχισμένου αγοριού πριν κλείσει ο κύκλος που καταπίνει την εικόνα. Οι εφτά είχαν κάνει πηγαδάκι στην μία άκρη του βαγονιού. Ήταν οι Χρήστος, Αμαλία, Άσπα, Άλκης, Δανάη, Αρετή και Αλέξης. Η Άσπα ήταν η μόνη ανάμεσα τους με τσιγάρο. Περιοδικά δοκίμαζε ένας τους το κινητό του μήπως είχε αλλάξει κάτι αλλά πάντα χωρίς αποτέλεσμα. Η απογοήτευση μοιραζόταν απ’όλους, ήταν κάτι σαν τελετουργία. Ο ναυτικός και ο Κωνσταντίνος ήταν όρθιοι και κάπνιζαν δίπλα στα ανοιχτά παράθυρα κάπου στο κέντρο. Στην άλλη άκρη ο Τίμος και ο μεθυσμένος κάπνιζαν καθιστοί παρέα, ο καθένας στον κόσμο του. Και ο Πέτρος με τσιγάρο ήταν κάπου στο κέντρο, μόνος. Έπαιζε κάποιο βιντεοπαιχνίδι στο κινητό του. Το δέρμα τους γυάλιζε στο μισοσκόταδο από τον ιδρώτα. «Διψάω» παραπονέθηκε η Αρετή. «Όλοι διψούμε. Ας κάνουμε υπομονή» την παρηγόρησε ο Χρήστος. «Τι ζημιά να έπαθε το σπίτι;» αναρωτήθηκε φωναχτά η Αμαλία. Σαν να βασανιζόταν και ο ίδιος από παρόμοιες σκέψεις, ο Χρήστος συμπλήρωσε στον συλλογισμό της. «Το σπίτι είναι παλιό άρα ... όλα είναι πιθανά. Ανησυχώ περισσότερο για το εργοτάξιο. Εύχομαι να βάσταξε η σκεπή, αλλιώς...» «Τι εργοτάξιο είναι;» ρώτησε ξαφνικά ο Αλέξης. «Ναυπηγείο» βιάστηκε στην απάντηση της η Αμαλία. «Κατασκευές γιώτ, ταχύπλοα...» «Ωραία δουλειά» είπε χαμογελώντας ο νεαρός. «Είναι μια σχετικά μικρή επιχείρηση» αισθάνθηκε την ανάγκη να εξηγηθεί ο Χρήστος. Φοβόταν πως πάντα παρεξηγιόταν για εφοπλιστής ή μεγιστάνας. Αναλάμβαναν δύο ή τρεις παραγγελίες τον χρόνο. Ήταν γνωστοί για τον επαγγελματισμό και την ποιότητα τους και οι πελάτες περίμεναν ουρά. Άρα τα πήγαιναν πολύ καλά χωρίς όμως να υπάρχει άμεση σχέση με αυτό που μπορεί να έπλαθε η φαντασία του καθενός ακούγοντας τι δουλειά έκανε ο Χρήστος. Πάντα αισθανόταν πως πρέπει να εξηγηθεί, εκείνος ένας βουνίσιος που καμία σχέση δεν είχε στο παρελθόν του με την θάλασσα. Ένιωσε αμήχανα. Γύρισε την προσοχή του στους Άλκη και Δανάη που κάθονταν βουβοί, ένοχοι, σαν να προκάλεσαν αυτοί τον σεισμό. Ο Άλκης έδειχνε εξαντλημένος. Του απευθύνθηκε. «Συγνώμη, μου φάνηκε ή είπατε πως θα κάνει σεισμό πριν ανεβούμε στο τρένο;» Ο Άλκης και η Δανάη κοιτάχτηκαν. «Το ακούσατε; Ναι το είπα.» «Είστε μέντιουμ;» αναφώνησε η Αρετή. «Όχι, μουσικός...» Η Άσπα άρχισε να γελάει νευρικά. «Παίζω πιάνο στην ορχήστρα της Γαλάζιας Ακρόασης.» Ο Χρήστος και η Αμαλία ξαφνιάστηκαν. «Παίζατε στο Μέγαρο απόψε; Εκεί πηγαίναμε κι εμείς. Πως ξέρατε για τον σεισμό;» Ο Άλκης δεν ήξερε τι και πως να το πει. Η Δανάη που ένιωσε την εμπιστοσύνη του Άλκη προς τον Χρήστο μπήκε στη μέση. «Ο αδελφός μου έχει κάποιες εκλάμψεις πότε-πότε. Δεν συμβαίνει συχνά αλλά δεν κάνει ποτέ λάθος.» «Νομίζω πως έχει αφήσει ανεκμετάλλευτο ένα μεγάλο ταλέντο» πέταξε ειρωνικά η Άσπα. «Θα ήθελα να πιστεύω πως θα αλλάζατε γνώμη αν μ’ακούγατε να παίζω το πιάνο δεσποινίς.» «Και είδατε τον σεισμό; Εννοώ, στο κεφάλι σας;» ρώτησε η Αρετή που την γοήτευαν πάντα τέτοια θέματα. Διάβαζε ανελλιπώς το ωροσκόπιο της και ας μην έβγαινε ποτέ σωστό. Ο Άλκης πήρε μια βαθιά ανάσα και χτένισε τα μαλλιά του με τα δάχτυλα. Είχε έρθει η στιγμή να πει αυτό που έπρεπε. «Ήξερα μόνο πως θα γίνει. Αυτό που βασικά είδα ήταν η συνάντηση μας. Η μοίρα μας ήθελε εμάς τους δώδεκα στο ίδιο βαγόνι. Η γνωριμία μας μετράει ... Δεν ξέρω πως ή γιατί ... Αλλά εδώ ... ο καθένας μας από αυτή την στιγμή είναι δεμένος με τους υπόλοιπους.» Η Αμαλία κοίταξε προς τα άτομα που εκείνη την στιγμή ήταν έξω από τον κύκλο τους, και μετά ψιθύρισε στην παρέα. «Τι περίεργο. Δεν μπορεί να έχουμε όλοι κοινά μεταξύ μας.» Δεν πρόσεξε το περιφρονητικό βλέμμα που της έριξε εκείνη την στιγμή η Άσπα. Και ο Χρήστος σαν να ενοχλήθηκε από την δήλωση της γυναίκας του. «Κι όμως. Είναι δυνατόν. Τι ενδιαφέρουσα προοπτική» είπε. «Σου αρέσει λοιπόν» τον τσίγκλισε η Αμαλία. «Βεβαίως, αλλά χωρίς να βιάζεσαι να με παρεξηγήσεις αγαπητή μου.» «Δεν καταλαβαίνω όμως...» άρχισε η Αρετή και μετά κόμπασε. Μόλις είδε πως όλοι γύρισαν προς το μέρος της περιμένοντας να συνεχίσει ξεθάρρεψε. «Ελπίζουμε να μας βγάλουν απ’εδώ μέσα σύντομα έτσι δεν είναι; Μετά ... τι μπορεί να συμβεί μεταξύ μας;» Ο αναπτήρας της Άσπας φώτισε για λίγο τα πρόσωπα τους καθώς άναψε νέο τσιγάρο. Η ειρωνική της διάθεση ήταν ξανά ξέχειλη. «Σωστά μιλάει το κοριτσάκι. Θα ανταλλάξουμε τηλέφωνα; Θα έχουμε επετειακές επανασυνδέσεις για να γιορτάζουμε την αποψινή νύχτα; Η προσμονή και η νοσταλγία φουντώνουν ήδη μέσα μου.» Ο Άλκης ανασήκωσε τους ώμους του. «Μην ζητάτε όλες τις απαντήσεις από μένα. Δεν τις έχω.» Ο ναυτικός άρχισε ξανά να βηματίζει νευρικά κατά μήκος του διαδρόμου. «Να χαρείς κάτσε κάπου ακίνητος!» του φώναξε ο Κωνσταντίνος. «Συγνώμη» είπε ο άντρας και κάθισε πάλι κάτω ξεφυσώντας. Ένιωσε την «ανάγκη» να ρέει πάλι μέσα του. Έπρεπε να συγκρατηθεί. Κάποια στιγμή θα τέλειωνε κι αυτό. Δεν ήταν όμως και ότι ευκολότερο. «Από τους ανοιχτούς ωκεανούς μέσα στην μαυρίλα της γης!» Τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Είχε μιλήσει ο Πέτρος απέναντι του και ίσως δεν είχε τελείως άδικο. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του προς τον νέο και δεν είπαν τίποτα άλλο. Ήταν τόσα πολλά άλλα, μια ζωή σκέτος οχετός, που δεν μπορούσε να τα ξεκαθαρίσει με κουβεντούλα και τσιγάρο. Κοίταζε την ζωή του σαν να αντίκριζε το σπιτικό του βουτηγμένο στα σκατά και δεν ήξερε από που να αρχίσει το ξεκαθάρισμα. Έβγαλε το κασκέτο του και το κοίταξε. Ήταν όντως θαλασσινός ή το έπαιζε ένας; Ο ωκεανός ήταν περιστασιακός. Ήταν μόνο η διαφυγή του. Όχι, δεν ήταν ναυτικός ούτε για καλαμπούρι. Ήταν μια αμφίεση που του έλαχε τυχαία. Δεν μπορούσε ποτέ του να ακολουθεί ευθείες και το κύμα τον βοήθησε να ανεμοδαρθεί, να χαθεί, να γλιτώσει ... έτσι, απλά να γλιτώσει. Γιατί είχε γυρίσει όμως; Δοκίμασε ξανά το κινητό του. Οι γραμμές ήταν ακόμα μπλοκαρισμένες. ΝΙΚΟΣ Πως θα αφηγούνταν την ζωή του αν κάποτε του το ζητούσαν; Δεν ήταν τόσο απλό ούτε το να ξεκινήσει από την αρχή. Ήταν πολλά που δεν θυμόταν. Από νωρίς είχε σακατέψει την ζωή του και όσους βρέθηκαν κοντά του. Και ήταν όλα τόσο μπερδεμένα. Θα έπρεπε οπωσδήποτε να αναφέρει τα ναρκωτικά. Ήταν σίγουρα η αιτία για όλο το χάος του μυαλού του. Υπηρέτησε τα ναρκωτικά με όλες τις ιδιότητες που τα υπηρετεί κανείς, χρήστης, βαποράκι, έμπορος, χωρίς όμως ποτέ να τον παγιδέψουν θανάσιμα, αυτό κάπως το απέφυγε χωρίς ποτέ του να μπορεί να το εξηγήσει. Και ήταν από τους λίγους που κάνουν το λάθος να κάνουν χρήση οι ίδιοι του εμπορεύματος που πουλάνε. Ήταν τρελός από μικρός. Κυνηγούσε τους μπελάδες, οι μπελάδες ήταν η πρώτη του μαστούρα. Ανίκανος να πράξει αλλιώς πρόδιδε όσους τον εμπιστεύονταν, πλήγωνε όσους τον αγαπούσαν. Μπήκε στην πιάτσα νέος, γνώρισε τον υπόκοσμο και καπάτσος καθώς ήταν έπλευσε ούρια στις επιδιώξεις του. Οι επιδιώξεις του ήταν πως δεν είχε καμία. Παντρεύτηκε αργά αλλά χωρίς μυαλό, δεν φέρθηκε σαν σύζυγος ποτέ. Απέκτησε έναν γιο και δεν το έπαιξε πατέρας ποτέ. Κάποτε βρήκε την αστυνομία στο κατόπι του. Όλοι τέλος πάντων, εχθροί και φίλοι τον ήθελαν για κάτι. Ήθελαν, ζητούσαν και δεν ήθελε να δώσει τίποτα. Δεν είχε να δώσει. Βρήκε τις άκρες, μπάρκαρε και δραπέτευσε στις μεγάλες θάλασσες χωρίς να πει αντίο σε κανέναν. Δέκα χρόνια τσέκαρε το ένα λιμάνι μετά το άλλο και στο τέλος ξεμπάρκαρε εκεί που του ταίριαζε. Κάπου στην Ταϊλάνδη. Βρήκε μια τρύπα σε κάποιο κακόφημο λιμάνι και εκεί έφτιαξε έναν θρύλο όλον δικό του. Ασχολήθηκε με τα πάντα, ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο όπλων. Είχε αρχίδια, δεν φοβόταν ή λογάριαζε Χριστό και έκανε καλή μπάζα. Διέπραξε ίσως όλων των ειδών τις κολάσιμες αμαρτίες πλην του να βάψει τα ίδια του τα χέρια με αίμα, κι ας μην απέφυγε ποτέ του έναν καβγά. Την μέρα που σκότωσε ο ίδιος έναν μαχαιροβγάλτη για να σώσει μια από τις πόρνες του, μπήκε ένας ψίθυρος στην καρδιά του και τότε ήταν που άρχισε να ακούει φωνές, βαθιές εσωτερικές φωνές. Του έκαναν ερωτήσεις. Τον ρωτούσαν για την ζωή του. Του έδειχναν το μέλλον και του μιλούσαν για τον θάνατο. Μια μέρα θα πέθαινε κι ο ίδιος. Μια μέρα θα παρέδιδε την ψυχή του. Είχε μια ψυχή λοιπόν που είχε επιβιώσει αιώνες κατάχρησης, βιασμού, ανηθικότητας και διαφθοράς. Ήταν ακόμα εκεί ζωντανή, ίσως τώρα αργοπέθαινε γι’αυτό και έκανε την παρουσία της ακουστή, και ο Νίκος άρχισε να φοβάται για πρώτη φορά στην ζωή του. Κάθισε και σκέφτηκε ποιο θα ήταν το καλύτερο μέρος που θα ήθελε να πεθάνει και ταράχτηκε όταν διαπίστωσε πως δεν υπήρχε πουθενά στην μνήμη του τέτοιο μέρος. Σίγουρα δεν ήθελε να αφήσει τα κόκαλα του στο κολαστήριο που ζούσε τώρα. Τότε αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα μια και η απάντηση πρέπει να ήταν θαμμένη κάπου στο παρελθόν του. Δεν ήθελε να γυρίσει μόνος του, είχε ανάγκη από ένα στήριγμα. Παντρεύτηκε μια από τις πόρνες του, αυτήν για την οποία είχε σκοτώσει, και φθάσανε αεροπορικώς στην Αθήνα. Μέχρι να προσανατολιστεί στα αλλαγμένα του λημέρια, καταχωνιάστηκε με την Νάνση, έτσι την έλεγε, σε ένα από τα φτηνά μοτέλ για ξυπόλητους τουρίστες στο Σύνταγμα. Μπερδεμένοι και τσιτωμένοι από την ένταση του ταξιδιού ένιωθαν και οι δύο την ανάγκη να τους τρώει τα σωθικά. Ο κόσμος της λήθης ήταν η εξάρτηση που κυρίως τους έδενε μαζί. Της ζήτησε να κάνει υπομονή. Την νανούρισε όπως μόνο αυτός ήξερε πως την πιάνει και όταν την πήρε ο ύπνος βγήκε να εξερευνήσει την πιάτσα. Τα πρόσωπα, το παιχνίδι, όλα θα ήταν πλέον διαφορετικά. Έπρεπε να δει τι είχε απομείνει από τα παλιά πριν πιάσει μια άκρη. Το καφενείο ήταν ακόμα εκεί. Τα τραπέζια είχαν αλλάξει και η πελατεία ήταν νεαρότερη. Υπήρχαν όμως κι αρκετοί ηλικιωμένοι που κρατούσαν πεισματικά τις παλιές τους θέσεις, για να διατηρούν την παλιά γνώριμη θέα, αυτή της αιώνιας Ακρόπολης. Στάθηκε σε μιαν άκρη και άρχισε να μελετάει τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα ελπίζοντας σε μιαν αναλαμπή. Ξαφνικά ένας κόμπος και ο λαιμός του έπιασε φωτιά. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως το ζούσε. Δυσκολεύτηκε να πιστέψει και την ίδια του την συγκίνηση. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το τραπέζι και κοντοστάθηκε εκεί να κοιτάζει. Ο αδελφός του, ο Αλέκος, καθόταν μονάχος, έπινε τον καφέ του. Με ένα χρόνο διαφορά ανάμεσα τους, τα εξήντα πέντε χρόνια ήταν έκδηλα στα χαρακτηριστικά του. Το χέρι που κρατούσε το φλιτζάνι έτρεμε ελαφρά. Τον είδε κι εκείνος ενώ στοχαζόταν την γουλιά του αλλά δεν τον αναγνώρισε αμέσως. Αυτό που είδε στον Νίκο ήταν ένας ασπρογένης θαλασσόλυκος με στητή κορμοστασιά που τον κάρφωνε επίμονα με το βλέμμα του. Μετά ήρθε η υποψία της αλήθειας που τον χλόμιασε. Σηκώθηκε όρθιος. Κανείς τους δεν θα αγκάλιαζε τον άλλον. Κάθισαν σε λίγο αντικριστά, με το τραπέζι ανάμεσα τους. Πρώτος έλυσε την σιωπή ο Αλέκος. «Χριστός κι Απόστολος! Φάντασμα είσαι; Νόμισα πως πέθανες στα ξένα. Πως πνίγηκες. Βούλιαξε ένα καράβι που μού’παν πως μπάρκαρες...» «Μου ψάλατε τρισάγιο;» «Όχι. Εσύ δεν γλιτώνεις την κόλαση ούτε μ’ολόκληρο το Ευαγγέλιο. Γιατί γύρισες; Τον θυμάσαι τον Ζανό;» «Ζει ακόμα το καθίκι;» «Ζει ακόμα για να σε φάει αυτός. Μόλις μάθει για σένα θα ψάξει να σε σκοτώσει.» «Ας έρθει. Δεν πρόκειται να το βάλω στα πόδια. Οι δικοί μου;» «Ποιοι δικοί σου; Η Σοφία και ο γιος σου; Αν γύρισες γι’αυτούς ξέχνα το. Η φουκαριάρα καθαρίζει τουαλέτες σε σχολεία. Ο Δήμος ... μπλεγμένος στα ναρκωτικά. Σού’μοιαξε. Αν σε δουν, πολύ πιθανό να κλέψουν την ευκαιρία από τον Ζανό και να σε φάνε ζωντανό.» Ο Νίκος στοχάστηκε την Σοφία. Είδε την μικροκαμωμένη κοπέλα με τα σγουρά μαλλιά. Τον κοίταζε πάντα με παράπονο. Έκλαιγε συχνά για κάτι που της είχε κάνει. Το είχε σκάσει από την Ελλάδα χωρίς να της πει μια κουβέντα, χωρίς να την σκεφτεί μια φορά. «Εσύ πως είσαι;» ρώτησε τον Αλέκο για να αλλάξει θέμα. «Κάνε μια πιο ειλικρινή ερώτηση.» «Που θα βρω τον Θωμά;» «Α, έτσι μπράβο. Ο Θωμάς αποσύρθηκε. Πέρασε μερικά χρονάκια στη φυλακή και μάλλον έβαλε μυαλό. Και πολύ γέρος για την πιάτσα. Μένει όμως ακόμα εκεί που ήξερες. Αν τον δεις είμαι σίγουρος πως θα σου υποδείξει τους διαδόχους του.» «Στ’αλήθεια όμως, πως είσαι;» Τον κοίταξε βουβά για λίγο. «Δέκα χρόνια χήρος και περιμένω την σειρά μου. Τώρα που σε είδα ξέρω πως έφθασε η ώρα.» Όταν γύρισε στο ξενοδοχείο είχε μαζί του όλα όσα χρειαζόταν. Σύμφωνα με την συνήθεια τους, μαζί, αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι, μοιράστηκαν την γυάλινη τους πίπα καλύπτοντας το δωμάτιο με μια ονειρική αχλή από όπιο. Τα φώτα επανήλθαν φέρνοντας ανακούφιση και επιφωνήματα απ’όλους. Σε μια στιγμή ήταν σαν τα δεσμά που τους ένωσαν στο σκοτάδι να λύθηκαν από κάποιο μαγικό ξόρκι. Χαμογέλασαν ελεύθεροι. Ανέπνευσαν καλύτερα. Τους ξάφνιασε και ο Κωνσταντίνος με ένα χαμόγελο. «Εντάξει λοιπόν. Τα πράγματα δεν είναι και τόσο τραγικά!» φώναξε. Κάποιοι σηκώθηκαν και άρχισαν να τσιτώνονται. Άρχισαν κιόλας να σκέφτονται τους προορισμούς τους. Έλεγξαν πάλι τα κινητά τους με το γνωστό απογοητευτικό αποτέλεσμα. Ο μεθυσμένος άντρας ανασηκώθηκε ελαφρά και με το ένα μάτι ανοιχτό άρχισε να μελετάει τον αστυνομικό. Κατάπιε ένα ρέψιμο και βγάζοντας μια κραυγή που πάγωσε τους πάντες χίμηξε στον άντρα. Πριν καταλάβει ο Κωνσταντίνος τι συμβαίνει, ο εκτός εαυτού μεθύστακας κατάφερε να του αποσπάσει το υπηρεσιακό περίστροφο. Οπισθοχώρησε παραπατώντας με το περίστροφο σηκωμένο. «Αχ Παναγία μου!» αναφώνησε η Αρετή. Ο Χρήστος κάλυψε την γυναίκα του με το σώμα του. Κανείς δεν ήξερε τι θα επακολουθούσε. Ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε να πιστέψει πως τον πιάσανε στον ύπνο. Είχε χάσει την φωνή του. Ο μεθυσμένος άντρας τους κοίταξε όλους βουρκωμένος, ρούφηξε την μύτη του και άφησε ένα αχνό γέλιο. Παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε μία λέξη. «Αυλαία!!» Μετά έβαλε την κάνη στον κρόταφο του και πίεσε την σκανδάλη. Ούτε που κατάλαβαν τι ή πως έγινε. Ξαφνικά ο Πέτρος είχε πέσει πάνω στο χέρι που κρατούσε το όπλο, την ώρα που έσκασε η σφαίρα και διαπέρασε το κεφάλι του μεθυσμένου άντρα ακριβώς πίσω από το μέτωπο. Η κάψα χτύπησε σαν σφυρί τα δάχτυλα του νέου ενώ ο κρότος του ρήμαξε τα τύμπανα. Σωριάστηκαν και οι δύο κάτω. Ο Πέτρος κουλουριάστηκε στην άκρη κρατώντας τα αφτιά του. Κουδούνιζε το σύμπαν. Ο Κωνσταντίνος, με τον Χρήστο από πίσω, ήταν οι πρώτοι που έσκυψαν πάνω από τον πληγωμένο. Αίμα ανάβλυζε από τις δύο άκρες του μετώπου του. «Μαλάκα!» ξεστόμισε οργισμένος ο Κωνσταντίνος. Μετά, γυρνώντας στον μικρό θίασο του βαγονιού άλλαξε τον τόνο της φωνής του. «Ξέρει κανείς σας πρώτες βοήθειες?» «Εγώ!» Η Αμαλία και η Άσπα απάντησαν με μία φωνή. Η Αμαλία, που είχε φτάσει μέχρι βαθμό προϊσταμένης, ανέλαβε αμέσως. Η Άσπα τα έχασε μπροστά στο πανιασμένο πρόσωπο και το κατακόκκινο αίμα. «Τον βρήκε στο κεφάλι ... τι κάνουμε;» «Ότι μπορούμε...» Η Αμαλία γύρισε στον Χρήστο. «Πουκάμισο, μαντίλι ... Γρήγορα!» Ο Χρήστος και ο Άλκης έβγαλαν αμέσως τα πανωφόρια τους και άνοιξαν τα πουκάμισα τους σκορπώντας κουμπιά στο πάτωμα του βαγονιού. Ο Πέτρος προσπαθούσε να ανασκουμπωθεί. Ο Κωνσταντίνος έσκυψε από πάνω του και κάτι του έλεγε αλλά ακουγόταν αχνά σαν από μεγάλη απόσταση. Ο συρμός πήρε μπρος και άρχισε πάλι να κινείται. Όσοι ήταν όρθιοι πιάστηκαν από κάπου μην πέσουν. Η κίνηση του τρένου είχε χάσει την σημασία του σε αυτό το βαγόνι. Κανείς δεν είπε τίποτα. Με σταθερή ταχύτητα ακολούθησε το τούνελ προς την επόμενη αποβάθρα. Εκεί τους περίμενε μια σεισμόπληκτη πόλη. Τέλος Πρώτου Μέρους Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinoHajiyorgi Posted December 20, 2010 Author Share Posted December 20, 2010 Απερρίφθη. Είχα στείλει αυτό το “mainstream” μυθιστόρημα πριν κάτι μήνες στον Λιβάνη. Να’ναι καλά οι άνθρωποι, μου τηλεφώνησαν σήμερα το πρωί για να μου πουν ότι είχε τελειώσει η αξιολόγηση του και ότι «δεν μπορούν να το εκδόσουν.» Moving on… Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.