Jump to content

Ο Πλανήτης του Δέους


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ντίνος Χατζηγεωργίου

Είδος: επιστημονική φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αυτοτελής; Διήγημα που θα ολοκληρωθεί σε ελάχιστες συνέχειες.

 

 

 

1.

 

«Θέλεις να βρεις τον Θεό; Τον Δημιουργό αυτοπροσώπως, τον Πλάστη του σύμπαντος ολοζώντανο μπροστά στα θνητά σου τα ματάκια, να Τον δεις, να Τον αγγίξεις, να Του μιλήσεις; Να Τον ακούσεις να σου απαντάει; Ο Θεός δεν έχει πεθάνει, μην ακούς κανέναν, ο Θεός είναι αιώνιος, υπήρχε πριν απ’όλα θα υπάρχει και μετά το τέλος. Μόνο κοιμάται, το μεγαλείο Του είναι απλώς παραδομένο σε ένα μακρύ και άχρονο Σάββατο. Ξέρω που είναι. Ξέρω τον πλανήτη στον οποίο αναπαύεται ο Μεγαλοδύναμος. Έχω εδώ τους χάρτες και τις συντεταγμένες που δείχνουν το ακριβές σημείο. Δεν μπορείς να τον βρεις με κανέναν άλλο τρόπο. Δεν υπάρχει σε κανέναν άλλον αστρικό χάρτη του σύμπαντος, όλοι τους δείχνουν εκεί ένα κενό, νεκρό σημείο στο διάστημα, εκεί που κάθεται και περιμένει ο Δημιουργός, που περιμένει υπομονετικά να Τον θυμηθούν τα παιδιά Του. Καίγεσαι από την επιθυμία, έτσι δεν είναι; Θέλεις να Του θέσεις ερωτήσεις, τόσες πολλές ερωτήσεις. Και ποιος θνητός δεν το θέλει; Το επιθυμεί και Εκείνος ξέρεις, ποτέ δεν απαγόρεψε πρόσβαση στο μεγαλείο Του. Γι αυτό φταίνε οι Κάβαροι μοναχοί. Κρατούσαν αιώνες τους χάρτες κρυφούς στα μπουντρούμια τους, δεν άφηναν κανέναν να τους διαβάσει, ήθελαν τον Θεό όλο δικό τους. Για να μας γεμίζουν τρόμο και δεισιδαιμονίες, για να μπορούν να μας ελέγχουν, ήταν θέμα ισχύος για το μιαρό τάγμα τους. Πάνε τώρα όλοι τους, τους έδωσε και κατάλαβαν ο Μεγάλος Δημιουργός, έστειλε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό, τους ισοπέδωσε όλους μέσα στο άντρο τους.»

 

Ο τρελός μονόφθαλμος παπάς άρχισε να κακαρίζει σε μια διεστραμμένη εκδοχή γέλιου. Ο Άμον ένιωθε δυσάρεστα στην ενοχλητική εκείνη παρέα, δεν εμπιστευόταν απόλυτα αυτόν τον γέρο. Το νεκρό, λευκό του μάτι έμοιαζε να τον κοιτάζει πιο έντονα από το άλλο, το θολό αλλά ακόμα ζωντανό. Ίσως τα λογικά του να ήταν σαλεμένα αλλά οι χάρτες στο τραπέζι ανάμεσα τους ήταν σίγουρα αυθεντικοί. Ο Άμον μελετούσε το Καβάριο τάγμα όλη του τη ζωή, είχε ακούσει όλες τις ιστορίες, είχε διαβάσει όλα όσα είχαν γραφτεί γι αυτούς, είχε βρει και κείμενα γραμμένα από τους ίδιους σε παλιές, ξεχασμένες βιβλιοθήκες. Είχε επισκεφτεί και τον πλανήτη που ο θρύλος ανέφερε πως βρισκόταν το κέντρο τους, το κάστρο Κράκον-Ταέ, εκεί που είχε πέσει η φωτιά του Θεού, εκατό χρόνια πριν γεννηθεί ο ίδιος. Οι οδηγοί τού είχαν δείξει μια σειρά από γυάλινους αμμόλοφους και έπρεπε να πιστέψει πως αυτό ήταν ότι είχε μείνει από το επιβλητικό κάστρο των θρύλων. Και τώρα εδώ πάνω στο τραπέζι, τα ιερογλυφικά πάνω σε αυτούς τους χάρτες, η παράξενη αρίθμηση και τα ξόρκια στο περιθώριο τούς πρόδιδαν μια αυθεντικότητα, κι αν όχι μια πολύ καλοστημένη απάτη. Κυρίως όμως το ένιωθε μέσα του, μια φωνή του έλεγε πως είχε επιτέλους πετύχει αυτό που γύρευε χρόνια τώρα. Ήταν ο γέρος που του ξίνιζε το στομάχι.

 

Ο θείος του ήταν Λαπατίνος ιερέας. Από εκείνον πρωτοάκουσε για τους Κάβαρους. Τους έβαζε πότε-πότε σαν τους κακούς και παραπλανημένους στα παραμύθια που του έλεγε. Τα σφάλματα τους συνέθεταν πάντα το τελικό ηθικό δίδαγμα. Του τσίγκλησαν όμως την φαντασία εκείνες οι ιστορίες και μεγαλώνοντας άρχισε να ψάχνει και να διαβάζει για το παλιό τάγμα. Ήταν αλήθεια αυτά που έλεγαν γι αυτούς, γνώριζαν που αναπαυόταν ο Δημιουργός; Είχαν πράγματι στην κατοχή τους τον Λόγο που είχε συγγράψει ο ίδιος ο Θεός, τον Λόγο που περιείχε την δύναμη της ίδιας της Δημιουργίας; Τόλμησε να το ρωτήσει στον θείο του μία φορά μόνο. Ο ιερέας έφριξε από την βλασφημία και έβαλε τον ανιψιό του να ορκισθεί πως θα εγκατέλειπε κάθε ενδιαφέρον για το κολασμένο τάγμα. Εκείνος ο όρκος κατάφερε μόνο να του κορώσει την περιέργεια. Αυτό που τον υποκινούσε ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του αινίγματος, το ότι ούτε οι ίδιοι οι Κάβαροι παραδέχονταν να ξέρουν την απτή τοποθεσία του Θεού, ή να κατέχουν έστω τον αυθεντικό Λόγο. Αυτά τα έλεγαν όλοι οι άλλοι γι αυτούς, ακόμα και όσοι τους μισούσαν.

 

Δεν ήταν δυνατόν όλοι οι μοναχοί να ήταν μαζεμένοι στο Κράκον-Ταέ τη μέρα της καταστροφής. Εξαφανίστηκαν όμως όλοι παντού, δεν ξανάδε ποτέ κανείς άλλον Κάβαρο από τότε.

«Θέλεις να μάθεις το γιατί;» ρώτησε ο Σιβ.

Ο Άμον έσκυψε για να ακούσει όλο περιέργεια.

«Πρώτα κέρασε μας λίγη μπύρα ακόμα,» είπε ο γέρος και άρχισε να κακαρίζει πάλι.

Το ηλίθιο γέλιο αντηχούσε σε όλο το καταγώγιο αλλά δεν έδειχνε να ενοχλεί τα ύποπτα μούτρα που έφτιαχναν την πελατεία του. Ο γέρος ήταν μόνιμος θαμώνας σε αυτό το γωνιακό τραπέζι χρόνια τώρα. Ήταν η μασκότ, ο παπαγάλος που κακάριζε στο βάθος του πειρατικού αυτού καπηλειού. Καθόταν μόνιμα στο τραπέζι του, με τους χάρτες ανοιγμένους στα φανερά μπροστά του και περίμενε εκείνον που θα ερχόταν να τον βρει, να τον ακούσει και να τον πιστέψει. Σίγουρα το κεφαλόποδο πίσω από το μπαρ ήταν και ο ιδιοκτήτης, το γιατί είχε παραχωρήσει αυτό το προνόμιο σε αυτόν τον τρελό δεν μπορούσε να το μαντέψει. Ήρθε εκείνη η μέρα όμως που κάποιος άκουσε το παραλήρημα του παπά και πολύ αργότερα σε κουβέντα με τον Άμον, δέκα χιλιάδες έτη φωτός μακριά, το θυμήθηκε και το ανέφερε. Ο Άμον ταξίδεψε την απόσταση, βρήκε τον πλανήτη, την πόλη, το μπαρ, και να τώρα κερνούσε μια μπύρα στον περίεργο ιερέα.

 

«Δεν ανέφερες ακόμα ποια είναι η τιμή σου» ρώτησε ανυπόμονα ο Άμον.

Ο Σιβ έσφιξε το καλό του βλέφαρο και τον κοίταξε με το λευκό μάτι.

«Αυτό εξαρτάται από το τι θα κάνεις με τους χάρτες μου. Θα τους κρεμάσεις στο σαλόνι σου να τους συζητάτε με μουσαφίρηδες συν ποτών και ξηρών καρπών ή… θα τους ακολουθήσεις;»

Ο Άμον το είχε αποφασίσει από καιρό.

«Θέλω να πάω να δω τι υπάρχει εκεί.»

Ο παπάς χαμογέλασε ευτυχισμένος.

«Τότε οι χάρτες είναι δικοί σου φίλε μου. Δωρεάν. Με μία προϋπόθεση!»

«Το φαντάστηκα. Και ποια είναι αυτή;»

Ο γέρος ήπιε με απόλαυση αργά-αργά την μπύρα παίζοντας με την υπομονή του και μετά έγλυψε επιδεικτικά τον πλούσιο αφρό από τα χείλη του. Η φωνή του ακούστηκε γάργαρη και καθαρή.

«Θα με πάρεις μαζί σου.»

Η προοπτική δεν κάθισε καθόλου καλά με τον Άμον. Να έχεις αυτόν τον τρελό παρέα σε ένα τόσο μεγάλο και μάλλον ριψοκίνδυνο ταξίδι έκαμνε ακόμα πιο απρόβλεπτη την έκβαση του. Ήταν όμως έτοιμος να πληρώσει τόσα για τους χάρτες και τώρα αυτοί οι πόροι θα βγαίνανε χρήσιμοι αλλού.

«Θέλεις να δεις κι εσύ τον Θεό λοιπόν.»

 

Ο Σιβ έπιασε τη ρόμπα του και τραβώντας τις δύο άκρες γύμνωσε το στήθος του στον Άμον. Οι ρώγες του έλειπαν, δύο φριχτές, ρυτιδιασμένες ουλές στη θέση τους.

«Είσαι Κάβαρος μοναχός;» είπε έκπληκτος ο άντρας, «μα υπάρχει ακόμα το τάγμα;»

Ο παπάς έκλεισε και κούμπωσε πάλι την ρόμπα του.

«Όχι, δεν υπάρχει. Μετά την καταστροφή, εμείς, όλοι όσοι δεν βρισκόμασταν στο Κράκον-Ταέ τότε…ε, λοιπόν, μας έλουσε κρύος ιδρώτας. Ήμασταν σαν χαμένοι, δεν ξέραμε τι έπρεπε να κάνουμε. Σιγά-σιγά καταφέραμε να μαζευτούμε για να βγάλουμε μια απόφαση…»

«Στάσου…Στάσου. Τι μου λες; Πόσον χρονών είσαι;»

«Είμαι εκατόν εξήντα πέντε χρονών μικρέ και μην το αμφιβάλεις. Δεν ξέρω πως αλλά είμαι παγιδευμένος σε αυτά τα φριχτά γεράματα ίσως γιατί αμφισβήτησα τότε τους αδελφούς μου, την μέρα που αποφάσισαν να ταξιδέψουν στον πρώτο πλανήτη, να ζητήσουν συγχώρεση και να σώσουν το τάγμα. Τους κατάλαβα όμως, θέλανε να αναβιώσουν την παλιά δόξα και να συνεχίσουν τις παλιές μεθόδους. Βλέπεις είχαν χαθεί με το κάστρο και όλα μας τα κείμενα, όλοι μας οι θησαυροί. Είμαι ο μόνος που αρνήθηκα να πάω.»

«Δεν γύρισε όμως κανείς τους από εκεί.»

«Όχι…δεν γύρισε κανείς.»

 

2.

 

«Δέχεσαι λοιπόν;»

«Είναι ρίσκο αλλά εφόσον πληρώνεις την ταρίφα μου δεν βλέπω κανένα πρόβλημα. Έχουμε αναλάβει και χειρότερα.»

«Και εχεμύθεια. Δεν θέλω το πλήρωμα σου να διαδίδει τον προορισμό μας στα καταγώγια που συχνάζει.»

«Νομίζεις πως θα τους πίστευε κανείς;»

«Με θεωρείς τρελό λοιπόν;»

Ο Ζέρο Λακ κοίταξε τον Άμον σαν να απαντούσε καταφατικά. Δεν θα δεχόταν ποτέ παρόμοια αποστολή αν ο πελάτης δεν ήταν Γήινος. Μπορεί το δέρμα του Άμον να ήταν σκούρο αλλά είχε Γήινη καταγωγή και σ’αυτό ο Ζέρο είχε φτιάξει με τα χρόνια ένα δικό του σύστημα ηθικών κανόνων, ένα σύστημα στο οποίο υπάκουε τυφλά και το πλήρωμα του. Ο Άμον δεν προσβλήθηκε. Η στάση του καπετάνιου τον βόλευε. Δεν αντιστάθηκε όμως να ρωτήσει.

«Εσύ σε τι πιστεύεις;»

Ο Ζέρο έτριψε τον αντίχειρα του πάνω στον δείκτη για να δηλώσει το χρήμα.

«Καλώς,» είπε ο Άμον, «Συνεννοούμαστε λοιπόν.»

 

Χωρίς άλλες κουβέντες αποχώρησε από την γέφυρα του Οζυμανδύα. Το σκάφος ήταν παλιό αλλά κρατιόταν σε καλή κατάσταση. Ήταν το πιο διάσημο λαθρομεταφορικό του γαλαξία, ακούγονταν πολλές ιστορίες γι αυτά που είχε κατορθώσει, τους κίνδυνους που είχε διαφύγει. Οποιοσδήποτε άλλος από τον Άμον θα ένιωθε δέος να περπατούσε εκείνη τη γέφυρα, να συναντούσε τον ξακουστό καπετάνιο Ζέρο Λακ και το πλήρωμα του Σάιμποργκ Τζακ, Βουντού Ζου και το ρομπότ Νο-Κι. Μέχρι την απόφαση του όμως να μισθώσει σκάφος ο Άμον δεν είχε ξανακούσει για τον Οζυμανδύα.

 

Όταν οι Γήινοι άρχισαν να σκορπίζονται στο σύμπαν, έφεραν μαζί τους και διέδωσαν την πίστη στον ένα και μοναδικό Θεό, Δημιουργό του σύμπαντος. Μέχρι τότε, οι γαλαξίες ήταν γεμάτοι από όντα που, όσα είχαν κάποια θρησκεία, πίστευαν σε ντόπιες θεότητες, κάποιες χθόνιες, άλλες κρυμμένες σε αδιαπέραστα νεφελώματα, που κυρίως φρόντιζαν, ή μάλλον ρύθμιζαν την ροή των φυσικών νόμων που περιέκλειαν την εκάστοτε φυλή. Η ιδέα της μιας θεότητας υπεύθυνης για όλες τις φυλές του γαλαξία, μιας θεότητας υπεύθυνης και για την ατομική μοίρα του κάθε πιστού, αυτή η πίστη ήρθε για πρώτη φορά από τη Γη. Έπιασε γρήγορα και απλώθηκε παντού, αν και σε παρακλάδια δογμάτων, αλλά ήταν το κυριότερο επίτευγμα για το οποίο αναγνωρίζονταν οι άνθρωποι. Όλα αυτά όμως ήταν αρχαία ιστορία.

 

Ο Ζέρο Λακ ήταν άθεος, ο Σάιμποργκ Τζακ είχε οράματα για το υπέρτατο τσιπ που ελέγχει το σύμπαν και για τον Νο-Κι θεός του ήταν μόνο ο Ζέρο. Ο Βουντού Ζου ήταν βουτηγμένος σε κάποια περίεργη λατρεία που σχετιζόταν με τον παλιό πλανήτη των ανθρώπων. Διατηρούσε μάλιστα και κάποιον βωμό σε μια γωνία στο μηχανοστάσιο. Περιστοίχιζε με κεριά και αρωματικά έλαια μια ξυλόγλυπτη θεότητα με τεράστια γυναικεία στήθη.

 

«Αν ο άνθρωπος ήθελε ένα μέρος να κρύψει τον θεό του, αυτό θα ήταν το μέρος» είπε ο Ζέρο χτυπώντας επιδεικτικά το δάχτυλο του στον χάρτη, «Το Πάλο Σάλε, τα Νεκρά Άστρα. Δεν μπορείς να αποδείξεις ότι κάτι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει εκεί.»

«Είναι κακό διάστημα, Ζέρο» είπε ο Ζου σοβαρά, «ούτε οι οιωνοί δεν δέχονται να το αναγνωρίσουν. Δεν μου δίνουν κανένα σημάδι. Η Μαύρη Μάμπα παραμένει σιωπηλή, δε μου μιλάει. Κι αυτό είναι κακό, πολύ κακό.»

«Δε λέω πως δεν είναι επικίνδυνο. Ο κάθε λογικός άνθρωπος ή εξωγήινος θα υποψιαζόταν πως είναι ένα ασταθές σύστημα φορτωμένο περισσότερο της μίας νανότρυπας, γι αυτό και το αποφεύγει κάθε νοήμον καπετάνιος. Αλλά τα έχουμε ξαναπεράσει αυτά.»

Τους κοίταξε περιμένοντας κάτι θετικότερο από μέρους τους.

 

Ο Ζου μαζεύτηκε στον εαυτό του και ρούφηξε σκεφτικός τον ναργιλέ του. Το μαύρο, ξυρισμένο κρανίο του χάθηκε πίσω από ένα λευκό ντουμάνι.

«Σε ακολουθούμε και στο τέλος του γαλαξία καπετάνιε μου» σφύριξε ζωηρά ο Νο-Κι.

Ο Ζέρο περίμενε την συμπαράσταση του ρομπότ αν και αυτή τη στιγμή μπορεί να μιλούσε η μεγάλη ποσότητα μουριανού λιπαντικού που συνέχιζε να ρουφάει από την υποδοχή του τραπεζιού. Οι αριθμοί στο κοντέρ γυρνούσαν σαν τρελοί.

«Σιγά το ξύδι φίλε μου» του είπε, «δεν πληρωθήκαμε ακόμη.»

 

Γύρισε στον Τζακ. Ο πιλότος του δεν είχε πει ακόμα κουβέντα. Έπινε σαν φίδι την μία μπύρα μετά την άλλη, κατάλαβε όμως πως ο καπετάνιος του ήθελε ένα σχόλιο.

«Αν οι ηλεκτρονικοί χάρτες δεν βλέπουν τίποτα στην περιοχή τότε δεν υπάρχει τίποτα και για μένα. Τίποτα που να με απασχολεί δηλαδή.»

«Ωραία. Αύριο το πρωί θα βγάλουμε τον Οζυμανδύα από το υπόστεγο και θα ζεστάνουμε τις μηχανές στην τροχιά. Όσα χρήματα μας έμειναν θα τα φάει ο Φιν για τη στέγαση και τις επισκευές. Μετά…αυτό ήταν. Έχουμε ανάγκη τα λεφτά και ο θρησκευόμενος πληρώνει καλά.» Στην άλλη άκρη του μπαρ πρόσεξε την Ναπίνια, την κοκκινομάλλα Κατανή. Μόλις είχε κατέβει από τα πάνω δώματα και δεν την είχε αγκαζάρει κανείς ακόμα. Σηκώθηκε όρθιος και απευθύνθηκε στους δικούς του με το βλέμμα καρφωμένο στο θηλυκό.

«Τα μεσάνυχτα όλοι στις κουκέτες.» Τους κοίταξε. «Μην μεθύσετε πολύ.»

Ο Τζακ είχε επίσης δει την Ναπίνια. Σήκωσε το ποτήρι του στον καπετάνιο.

«Ο καθείς μας κανονίζει την τελευταία μέρα της ζωής του ανάλογα.»

Ήταν το έθιμο τους πριν από κάθε αποστολή. Μια γιορτή σαν να μην ήταν να επιστρέψουν ζωντανοί.

«Ξέρεις πως δεν μπορεί να σε σηκώσει κανείς όταν γίνεσαι φέσι.»

Ο Τζακ χαμογέλασε και χτύπησε κάποιο ρομποτικό κομμάτι του εαυτού του.

«Όσο και να μεθύσω, θα με κουβαλήσει ο άλλος μου μισός.»

 

Ο Ζέρο τους έγνεψε και έφυγε ανάμεσα από τα τραπέζια, πρόλαβε την αγκαλιά της Κατανής. «Πήγαινε να βρεις κι εσύ μια ζεστή αγκαλιά μισάνθρωπε,» είπε ο Ζου στον Τζακ, «γιατί αυτό είναι πράγματι το τελευταίο μας ταξίδι. Ο Οζυμανδύας δεν θα επιστρέψει από τα Νεκρά Άστρα.»

 

3.

 

«Τα περίεργα σύμβολα που στολίζουν τις γραφές των Κάβαρων δεν είναι ακριβώς σύμβολα, αλλά γράμματα. Είναι από ένα αλφάβητο αρχαιότερο του δικού τους, από την αυθεντική γλώσσα στην οποίο ο Κύριος συνέταξε τον Λόγο του. Ο ιδρυτής του τάγματος, ένας κοινός τυχοδιώκτης τότε, ανακάλυψε τον πλανήτη τυχαία και ο μεγαλοδύναμος αναπαυόταν ήδη μέσα στη κρύπτη Του. Εκεί βρήκε τον Λόγο, χαραγμένο στους τοίχους του μνημείου και τον αντέγραψε νομίζοντας πως θα του αποκάλυπτε την τοποθεσία κάποιου σπουδαίου θησαυρού. Σημείωσε την τοποθεσία στον χάρτη του και άρχισε να ψάχνει στα λιμάνια κάποιον που θα μπορούσε να το μεταφράσει. Ο θρύλος λέει πως έπεσε πάνω στον Εωσφόρο και εκείνος τον βοήθησε στην αποκρυπτογράφηση. Τα ιερογλυφικά έλεγαν με ποιον τρόπο μπορούσε να παραβιαστεί η κρύπτη και να αφυπνιστεί ο Κύριος. Αυτή ήταν η πληροφορία που χρειαζόταν ο διάβολος για να εξουδετερώσει τον Ιερότατο εχθρό του στην πιο ευάλωτη Του στιγμή. Χρειαζόταν όμως τον χάρτη και επιχείρησε να τον κλέψει από τον άνθρωπο. Εκείνος αφυπνίστηκε, η ίδια η ανακάλυψη τον μεταμόρφωσε λένε, και πολέμησε τον πρίγκιπα του σκότους, τον σατανά, και διέφυγε με τον χάρτη. Αυτά λένε οι δικές μου γραφές, και όπως βλέπεις το κείμενο είναι γραμμένο και στις δύο γλώσσες. Αν οι χάρτες σου είναι αυθεντικοί θα βρεις το μνημείο Του, αν όμως θέλεις να ανοίξεις την κρύπτη χρειάζεσαι τις μεταφραστικές μου ικανότητες.»

 

Ο Άμον άκουγε τον Αλ Καχούντ εκστασιασμένος. Η βιβλιοθήκη αυτού του περίεργου και σκοτεινού άντρα τον είχε βοηθήσει στο παρελθόν με πολλά στοιχεία στις έρευνες του. Κατείχε αρχαία κείμενα μεγάλης σπανιότητας και πηγές που δεν θα εύρισκε πουθενά αλλού. Η εμφάνιση του τόσο αναπάντεχα μία μέρα πριν τον απόπλου της αποστολής τον ξάφνιασε αλλά ο Αλ Καχούντ ήρθε φορτωμένος με τρομερά επιχειρήματα. Αν έλεγε την αλήθεια τον χρειάζονταν μαζί τους.

«Είμαι σίγουρος πως οι χάρτες μου είναι έγκυροι» είπε ο Άμον μην μπορώντας να πάρει το βλέμμα του από το ανοιχτό βιβλίο.

«Οι Κάβαροι έφτιαξαν πολλούς τέτοιους χάρτες και τους σκόρπισαν σε όλον τον γαλαξία. Ήξεραν πως ο Εωσφόρος δεν θα σταματούσε ποτέ να ψάχνει.»

 

Ο Άμον σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να βηματίζει. Έπρεπε να αποφασίσει τι ήταν τελικά αυτό που έψαχνε. Ήταν ονειροπόλος. Πίστευε όμως τον μύθο ή ήθελε να βρει τι είχε δημιουργήσει εκείνον τον μύθο; Πίστευε πως πήγαινε να συναντήσει τον Θεό αυτοπροσώπως κι αν ναι…;

«Ο Εωσφόρος ψάχνει ακόμα λοιπόν;» ρώτησε.

«Ναι» απάντησε ο Αλ Καχούντ.

«Πιστεύεις πως όντως ο Θεός κοιμάται στο Πάλο Σάλε;»

«Αν οι χάρτες είναι αυθεντικοί, ναι»

Ο Άμον σταμάτησε να βηματίζει και τον κοίταξε στα μάτια.

«Ανήκες ποτέ στο τάγμα των Κάβαρων;»

Ο άντρας μειδίασε και άνοιξε το γιλέκο του για να δείξει τις ρόγες του. Το στέρνο του ήταν λείο και άτριχο.

 

«Αυτό σημαίνει πως έχουμε να αντιμετωπίσουμε άλλον ένα κίνδυνο. Πως θα διασφαλίσω την αποστολή;»

Ο Αλ Καχούντ γύρισε τις σελίδες του βιβλίου σε κάποιο άλλο κεφάλαιο. «Υπάρχουν λόγια, εξορκισμοί. Δεν μπορεί να μας βλάψει.»

Ένα άσχημο προαίσθημα διαπέρασε τον Άμον. Πως διέφυγε τόσα χρόνια της προσοχής του διαβόλου ο τρελός παπάς και οι χάρτες του; Ήταν οι χάρτες λαθεμένοι ή έτρεχε κάτι άλλο;

«Θα ήθελα να κοιτάξεις τους χάρτες, να μου πεις αν είναι αυθεντικοί.»

Ο Άμον άνοιξε ένα συρτάρι και τους ξετύλιξε πάνω στο τραπέζι. Οι χάρτες ήταν τρεις. Ο κάθε χάρτης είχε κομμάτια που επαναλαμβάνονταν στους άλλους δύο. Τοποθετημένοι ο ένας σχεδόν πάνω στον άλλον με τρόπο που να ήξερε κάποιος τα σημεία να τους ενώσει έβγαζε έναν μοναδικό, ενιαίο χάρτη. Η αντίδραση του Αλ Καχούντ τον απογοήτευσε. Ο βιβλιοθηκάριος τους εξέτασε ψύχραιμα και είχε ένα ύφος σαν να ήταν έτοιμος να απορρίψει την ανακάλυψη. Σήκωσε επιτέλους τα μάτια του στον Άμον.

 

«Δεν βρίσκω ψεγάδι στους χάρτες. Πρόκειται για παραχάραξη μόνο αν αποδειχτεί πως λένε ψέματα για τον πλανήτη.»

«Άρα…»

«Πρέπει να τους ακολουθήσεις.»

Edited by DinoHajiyorgi
Link to comment
Share on other sites

4.

 

Ταξίδευαν μέσα στο απόλυτο σκοτάδι για έναν μήνα. Αν δεν είχαν τους πίνακες με τις ενδείξεις ταχύτητας και τις συντεταγμένες θα νόμιζαν πως στέκονταν ακίνητοι. Πέρασαν πλανήτες, φεγγάρια και αστεροειδείς αόρατους στην αιώνια νύχτα, σκιερούς, ύποπτους κόσμους. Σε έναν από αυτούς έριξαν μια βολή τηρηθίου που κατάφερε να σκορπίσει ένα φάσμα φωτοστοιχείων για λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν αρκετά για να προσέξουν ένα άγονο τοπίο με σχιστούς, κοφτερούς βράχους και όμως, υπήρχε ζωή εκεί. Τρομαγμένοι, φολιδωτοί εφιάλτες σύρθηκαν ταχύτατα στα τριχωτά τους ποδαράκια για να κρυφτούν στις τρύπες τους. Η εικόνα κράτησε κλάσμα του δευτερολέπτου αλλά εντυπώθηκε στο βλέμμα του πληρώματος, μετά την ένιωσαν να φωλιάζει βαθιά στο στομάχι τους, εκεί θα περίμενε κάποια νύχτα για να ξεμυτίσει και να τους χαρίσει τρομακτικά όνειρα και ιδρωμένα σεντόνια. Δεν ακολούθησαν άλλες βολές, θέλανε να διαπεράσουν το φριχτό σκοτάδι χωρίς να μάθουν τι κατοικούσε εκεί μέσα. Μέλημα τους έμειναν οι χάρτες και το ραντάρ.

 

Εκτός από τα απλανή σωματίδια που ήταν διάσπαρτα στην πορεία τους, έπρεπε να αποφεύγουν και τις ζώνες επιρροής της κάθε αθέατης νανότρυπας για να μην βρεθούν παγιδευμένοι σε μια δύνη από την οποία δεν υπήρχε γυρισμός. Τα ασφαλή περάσματα ήταν πολύ στενά. Ο Οζυμανδύας κλυδωνιζόταν επικίνδυνα αλλά κρατούσε γερά. Ήταν μια συνεχόμενη σχεδόν κατάσταση, να τρίζει και να τραντάζεται το σκάφος, με κάθε βίδα και μεταλλική επένδυση να παίζει βίαια σαν τρελαμένη μπάντα κρουστών σε όλο το μήκος του κήτους. Το πλήρωμα ήταν συνεχώς απασχολημένο με επισκευές και επιδιορθώσεις. Από τους τρεις παράξενους επιβάτες, ο Αλ Καχούντ και ο παπάς Σιβ είχαν παραμείνει εσώκλειστοι στις καμπίνες τους, προς ανακούφιση του καπετάνιου. Ο περίεργος βιβλιοθηκάριος φαινόταν να είναι μόνιμα απορροφημένος από αρχαία χειρόγραφα και αινιγματικούς συλλογισμούς. Ο Κάβαρος παπάς χαμένος στη γωνία του προσευχόταν συνεχώς, εκλιπαρώντας για προστασία και συγχώρεση. Ο Άμον από την άλλη πλευρά, τριγυρνούσε το σκάφος σαν φάντασμα με μία περίεργη χλομάδα στο σκούρο του δέρμα. Υπέφερε από ναυτία και δεν μπορούσε να βρει ανάπαυση στη καμπίνα του. Περπατούσε τους διαδρόμους νευρικά νομίζεις και αυτό θα έκανε το σκάφος να πετάξει γρηγορότερα. Σταματούσε πότε-πότε σε κάποια γωνία και ξερνούσε τα σωθικά του. Ο Νο-Κι ήταν συχνά απασχολημένος να καθαρίζει στο κατόπι του.

 

Δύο φορές συνάντησαν κουφάρια πλοίων που έπλεαν άψυχα στο διάβα τους, πλοία μεγαλύτερα του Οζυμανδύα. Δεν είχαν καμία εξωτερική ένδειξη για την αιτία που μπορεί να τα ακινητοποίησε. Επιβιβάστηκαν μόνο στο ένα. Δεν βρήκαν κανέναν από το πλήρωμα και τα πάντα εκεί μέσα ήταν τελείως νεκρά και άχρηστα, τίποτα αξίας για διάσωση στο διάστημα. Και οι δύο περιπτώσεις αποσιωπήθηκαν, ο Ζέρο δεν ήθελε να φρικάρει περαιτέρω τον εργοδότη τους ο οποίος ήταν φανερό πως δεν είχε ιδέα που πήγαινε να μπλεχτεί. Ο Νο-Κι και ο Τζακ δούλευαν σε αυτές τις συνθήκες φυσιολογικά, σαν να γλιστρούσε το πλοίο σε ατάραχα νερά. Ο Ζου από την άλλη είχε αποτραβηχτεί τελείως στον εαυτό του, σπάνια άφηνε το μηχανοστάσιο και σχεδόν δεν έτρωγε μαζί τους πια. Κεριά και αφιερώσεις βάραιναν τον βωμό του, η Μάμπα όμως εξακολουθούσε να μην του μιλάει.

 

Κανείς τους δεν αντιλήφθηκε τον Αλ Καχούντ να αφήνει την καμπίνα του. Στην γέφυρα του Οζυμανδύα ήταν η βάρδια του νεκροταφείου, με το μηχανικό μισό του Σάιμποργκ Τζακ στην πλοήγηση, τα ηλεκτρονικά του κύτταρα αρμονικά συνδεδεμένα με τον κεντρικό υπολογιστή του σκάφους. Το άλλο μισό, το οργανικό, ήταν παραδομένο σε ύπνο βαθύ, με το υποσυνείδητο ενεργό να παίζει όνειρα που του ήταν εφικτό να προγραμματίζει ο ίδιος από πριν. Είχε διαλέξει ένα αγαπημένο του, διακοπές σε παραλία του Μα, με τη πράσινη θάλασσα μέντας να γλύφει αισθησιακά την κάτασπρη ζάχαρη που κάλυπτε την ακτή. Μπορούσε σχεδόν να νιώσει το γλυκό κάψιμο στο λαρύγγι του καθώς μεθυστικές αναθυμιάσεις γαργαλούσαν την όσφρηση του. Από μακριά άκουγε το τραγούδι των σειρήνων του Μα, ήταν ένα όνειρο για όλες τις αισθήσεις. Ελάττωνε τις πιθανότητες να τον ξυπνήσουν οι κραδασμοί του σκάφους που τους τυραννούσαν όλους τελευταία.

 

Ο Ζέρο Λακ ξαπλωμένος στην αιώρα του προσπαθούσε να καταπολεμήσει την αϋπνία με ένα σπιτικό βαθύποτο και το μόνο που είχε καταφέρει μέχρι τώρα ήταν να νομίζει πως το κεφάλι του είχε φουσκώσει σαν μπαλόνι. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στις ημίγυμνες καλλονές που κοσμούσαν τους τοίχους της καμπίνας του, φοβούμενος πως το κεφάλι του μπορούσε να σκάσει από οποιαδήποτε αρνητική σκέψη. Τα πανέμορφα μοντέλα ήταν τυπωμένα σε ψηφιακές ζελατίνες πέντε στρώσεων, ήταν ικανά να του γνέφουν, να του στέλνουν φιλάκια, δύο μάλιστα από αυτές, κάθε τρία λεπτά, γδύνονταν αργά και προκλητικά για χάρη του. Ήταν τα κορίτσια του, τις αγαπούσε όλες και τον αγαπούσαν κι εκείνες.

 

Ο Βουντου Ζου ήταν γονατισμένος μπροστά στον βωμό του. Περνούσε άλλη μια βαθιά χαρακιά στην παλάμη του με το γυρτό λεπίδι, έχυνε το αίμα του στη φλόγα του κεντρικού κόκκινου κεριού. Τσίριζε η φλόγα από το υγρό της ζωής και μύριζε σάρκα. Λευκός καπνός χάιδεψε το ξόανο αλλά η Μαύρη Μάμπα δεν ανταποκρινόταν. Δάκρυα κάλυψαν τα μάγουλα του νέγρου. Αυτό ήταν τρομερό. Δεν ήταν μόνο ο φόβος του θανάτου, αλλά θα ήταν ένας θάνατος κενός, με την ψυχή να μην μπορεί να φύγει πουθενά, αποκλεισμένη από κάθε τι μεταφυσικό. Αν κατάφερνε τώρα να αγγίξει το θείο έστω και για λίγο, θα άρπαζε την ευκαιρία, θα έκοβε το ίδιο του το λαρύγγι για να προλάβει.

 

Ο Αλ Καχούντ ήταν εκστασιασμένος. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα δοχείο γεμάτο κόκκινη μπογιά, στο άλλο ένα μακρύ πινέλο. Τα χείλη του μουρμούριζαν ξόρκια σε μια άγνωστη ή ξεχασμένη γλώσσα. Στάθηκε μπροστά σε μια κενή μεταλλική πλάκα στον διάδρομο των κοιτώνων του πληρώματος και σχεδίασε ένα περίεργο σύμβολο. «Το σημάδι της συνείδησης. Ας έχει ο εισβολέας τον νου του» είπε. Κατέβηκε στο δεύτερο επίπεδο, στο αμπάρι. Σχεδίασε τρία παρόμοια σύμβολα στα τοιχώματα, αντικριστά. «Τα μάτια της επαγρύπνησης. Αδιαπέραστο το βήμα του κακού» συνέχισε. Τα σύμβολα κάλυψαν σχεδόν όλα τα τμήματα του Οζυμανδύα, κάθε σύμβολο φορτωμένο με το δικό του ανάθεμα. Όταν τέλειωσε, ο σκούρος άντρας γύρισε αθόρυβα στην καμπίνα του χωρίς να τον δουν.

 

Ο Νο-Κι είδε πρώτος τα κόκκινα σύμβολα. Η εξωτερική επιφάνεια του Οζυμανδύα διέθετε ράγιες στην επένδυση του, έδιναν την δυνατότητα στο λυγερόκορμο ρομπότ να βγαίνει έξω από καταπακτές συντήρησης και να σέρνεται κατά μήκος του σκάφους εν καιρώ πτήσης για έκτακτες επισκευές. Έχοντας τελειώσει το διεξοδικό ξύσιμο των παλμικών αισθητήρων από την ενοχλητική αστρόσκονη, το ρομπότ επέστρεψε στο κατάστρωμα από την μπουκαπόρτα 5 και κατευθύνθηκε προς το φωτονικό λουτρό του τομέα επισκευών και συντήρησης. Είχε μαζέψει αρκετή αστρική γλίτσα στα ευαίσθητα του κυκλώματα και είχε άμεση ανάγκη καθαριότητας. Οι οπτικοί του φακοί στριφογύρισαν γουργουρίζοντας και εστίασαν αμέσως πάνω στο πρώτο σύμβολο. Τα ηλεκτρονικά του κύτταρα έμοιαζαν να παγώνουν.

«Ω! Ω! Πω-πω!» σφύριξε ανήσυχο.

Άρχισε να κάνει βόλτες μέσα στο σκάφος, να ακολουθεί και να διαβάζει τα σύμβολα ένα-ένα.

«Ω-ω! Ω-ω! Α-πα-πα!» συνέχισε να μονολογεί ηλεκτρονικά.

 

Αυτό δεν ήταν ένα απλό ταρακούνημα. Ένα τρομακτικό τράνταγμα πέταξε τον Ζέρο Λακ στο πάτωμα, ένα δεύτερο έστειλε την μούρη του πάνω στο στητό στήθος της αμαζόνας Τάρας και πρέπει να ήταν σκληρό όσο έδειχνε γιατί άκουσε την μύτη του να ραγίζει. Καυτά δάκρυα έκαψαν τα μάτια του και ένιωσε το κεφάλι του να ξεφουσκώνει αμέσως. Κάτι είχε χτυπήσει το σκάφος ή το σκάφος είχε προσκρούσει σε κάτι. Όρμησε στην ενδοεπικοινωνία και κάρφωσε τον αντίχειρα του στον διακόπτη.

«Τζακ! Τι στο διάολο κάνεις;!!»

 

Ο Σάιμποργκ Τζακ είχε μηχανικές και οργανικές αισθήσεις σε πλήρη πανικό, κλυδωνιζόταν πάνω στα όργανα του τη στιγμή που αυτά του έφτυναν σπίθες. Ούρλιαξε στην δική του άκρη του μικροφώνου.

«Έχω χάσει κάθε έλεγχο στο τιμόνι! Η διακυβέρνηση παίρνει εντολές από το μηχανοστάσιο και ο Ζου δεν απαντάει στις κλήσεις μου! Πετάμε ανεξέλεγκτα σε ζώνη μετεωριτών!»

 

Με το αίμα να ρέει από την μύτη του ο καπετάνιος πετάχτηκε στον διάδρομο και άρχισε να τρέχει για το μηχανοστάσιο. Ήταν από εκείνες τις εκνευριστικές στιγμές που όλα κινούνται σε αργή κίνηση ενώ εσύ βιάζεσαι να προλάβεις μεγάλο κακό. Άκουγε όγκους απολιθωμένων ορυκτών να κάνουν εκκωφαντικά γκελ πάνω στο τομάρι του Οζυμανδύα, γδούπους αλλά και κοφτερές προσκρούσεις που χάραζαν ουλές στο ταλαιπωρημένο μέταλλο. Κούτρισε πάνω στον πανικόβλητο Άμον.

«Τι τρέχει;!» του φώναξε πανικόβλητος.

Ο Ζέρο τον έσπρωξε χωρίς απόκριση και συνέχισε τον αγώνα δρόμου.

 

Μόλις έφτασε στο τρίτο επίπεδο, το γνωστό σαν «πάτος», μπήκε στον διάδρομο που οδηγούσε στα «άλογα της άμαξας» όπως τα αποκαλούσε ο Ζου σε σπάνιες στιγμές ευθυμίας. Ήταν δύο τεράστιοι κύλινδροι ξαπλωμένοι σαν σαρκοφάγοι σε έναν στριμωγμένο χώρο διαδρόμων σε σχήμα σταυρού, περιτριγυρισμένοι από το κεντρικό σύστημα του Οζυμανδύα και τις σχάρες πρόσβασης. Το σκάφος θα μπορούσε να συνεχίσει από εδώ ακόμα κι αν έχανε όλη τη γέφυρα. Το αντίθετο δεν θα ήταν εφικτό.

 

Το πρώτο που είδε ο Λακ στην αρχή του διαδρόμου ήταν το τσακισμένο σώμα του Βουντού Ζου και τα αίματα. Μετά, στο βάθος, είδε τον κατεστραμμένο πίνακα ελέγχου και το ρομπότ.

«Νο-Κι! Τι συνέβη;!» φώναξε.

Το ρομπότ γύρισε και τον είδε. Ένα σφύριγμα ήχησε στο μηχανοστάσιο και ο Λακ δεν ήταν σίγουρος αλλά ακουγόταν γνώριμο. Βλακωδώς ρώτησε.

«Οπλίζεις το…;»

Πήδηξε στο πλάι την τελευταία στιγμή.

 

Το κόκκινο μάτι προσαρμοσμένο στον ώμο του Νο-Κι έσπειρε ριπές φωτονίων γεμίζοντας τρύπες και καπνό την μεταλλική επένδυση του διαδρόμου. Ο Ζέρο σύρθηκε στην σχάρα απελπισμένος, αθέατος μέσα στους καπνούς, όλο και πιο κοντά στον Νο-Κι. Δεν θα καθόταν να αναλύσει του τι είχε συμβεί, έπρεπε να σταματήσει το ρομπότ οπωσδήποτε. Όταν σήκωσε το κεφάλι του κατάλαβε πως η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Ο Νο-Κι είχε σκαρφαλώσει στο ένα αλογάκι και επιχειρούσε να διαπεράσει το ενισχυμένο του κάλυμμα με μια σταθερή ροή φωτονίων από το όπλο του. Δεν είχε ιδέα πόσο θα έπαιρνε τον Νο-Κι να το κατορθώσει με την κυψέλη ενέργειας που κουβαλούσε, αλλά τώρα έβλεπε πως το ρομπότ είχε συνδεθεί με την κεντρική ροή ενέργειας του σκάφους και η ακτίνα φωτονίου γινόταν δυνατότερη. Η διάρρηξη του ενός αντιδραστήρα θα ήταν αρκετή για να εξαερωθεί ολόκληρο το σκάφος και οι παρακείμενοι αστεροειδείς. Μια ριπή έσκασε αναποτελεσματικά στην πλάτη του Νο-Κι.

 

Ο Σάιμποργκ Τζακ μόλις είχε φτάσει στο μηχανοστάσιο και έπαιρνε προσεχτικό σημάδι κατά του τρελαμένου ρομπότ.

«Μη ρίχνεις!» του φώναξε ο Ζέρο.

«Δε βλέπεις τι κάνει;» αντιφώναξε ο πιλότος.

Ο Νο-Κι γύρισε και τους κοίταξε με δύο κατακόκκινα μάτια. Δεν ήταν δυνατόν να είναι ο Νο-Κι αυτός, σκέφτηκε ο Ζέρο. Αυτό το ρομπότ δεν το ήξερε. Τι ήταν εκείνο το χρώμα; Μίσος; Οργή; Προς ανακούφιση του καπετάνιου σταμάτησε να τρυπάει τον αντιδραστήρα και γύρισε το όπλο ξανά πάνω τους. Άρχισε να κάνει κόσκινο τον διάδρομο καθώς η κυψέλη του ρομπότ συνέχισε να ρουφάει ενέργεια από το σκάφος.

 

Ο Σάιμποργκ Τζακ προσγειώθηκε βαρύς δίπλα στον Ζέρο.

«Τι έπαθε; Μεθυσμένος είναι;»

Μόλις σήκωσαν το βλέμμα τους πρόλαβαν να δουν τον Νο-Κι να βγάζει καπνούς πριν εκραγεί σε εκατό κομμάτια από την υπερφόρτωση.

 

Όλα τα υπόλοιπα ακολούθησαν τροχάδην. Το σκάφος συνέχισε να κουτράει πάνω σε μετεωρίτες. Πρώτα κατάφεραν να αποσυνδέσουν το κατεστραμμένο σύστημα πλοήγησης και να σταματήσουν τις μηχανές. Στην συνέχεια επανέφεραν την ανεξάρτητη λειτουργία της γέφυρας και ο Τζακ γύρισε επάνω για να μανουβράρει την πορεία τους χειροκίνητα, ο Οζυμανδύας ήταν από τα λίγα σκάφη που διέθετε αξονικό τιμόνι. Θα έφερνε το σκάφος σε ασφαλή στάση πυροδοτώντας τα φισέκια τής πλώρης. Μετά έπρεπε να ελέγξουν τις ζημιές για να καταλάβουν αν υπήρχε άλλος πιο άμεσος κίνδυνος. Η γνωμάτευση του αν θα ήταν σε θέση να συνεχίσουν θα έπρεπε να περιμένει λίγο ακόμα.

 

Και έπρεπε να τα κάνουν όλα αυτά με έναν έξαλλο Άμον να τριγυρνάει πάνω από τα κεφάλια τους και να απαιτεί να μάθει. Ο Ζέρο Λακ έχασε την ψυχραιμία του και έλουσε τον πελάτη του με το βαρύτερο υβρεολόγιο που διέθετε και μπόλικο σάλιο. Ήθελε να τον αρπάξει από τον λαιμό και να τον κάνει κομμάτια. Και ο Άμον είδε και αναγνώρισε το φονικό βλέμμα, αποσύρθηκε στην καμπίνα του και βουτώντας στον καμπινέ ξέρασε τα σωθικά του. Πώς να εξηγούσε ο καπετάνιος εκείνη τη στιγμή όλα όσα είχε να φροντίσει για να σώσει τις ζωές τους, δουλειές που θα έπαιρναν το λιγότερο δύο εικοσιτετράωρα, χωρίς να έχει καθόλου καιρό να ελευθερώσει την οδύνη του, να πενθήσει δύο αγαπημένα μέλη του πληρώματος του.

Link to comment
Share on other sites

5.

 

Τύλιξαν το σώμα του Βουντού Ζου και το αποθήκευσαν σε έναν από τους θαλάμους κρυογενικής στάσης. Θα του χάριζαν μια σωστή και βαρβάτη κηδεία, σύμφωνα με όλα τα τυπικά του βουντού και μπόλικο μεθύσι, όταν και εάν επέστρεφαν ποτέ στην Κατάνη. Τις επόμενες μέρες προσπάθησαν χωρίς αποτέλεσμα να επανασυνδέσουν έναν διαζευκτικό κοχλία που είχε ξεχαρβαλώσει ο Νο-Κι. Η ζημιά μπορούσε να διορθωθεί μόνο αν γυρνούσαν στη βάση, ήταν δουλειά για εξοπλισμένο συνεργείο. Ο Άμον δεν το δεχόταν με τίποτα, όχι πως ο Ζέρο το είχε προτείνει. Σύμφωνα με τους χάρτες είχαν κάνει πάνω από το μισό της διαδρομής. Στην κατάσταση τους όμως μπορούσαν να χρησιμοποιούν μόνο έναν από τους δύο αντιδραστήρες τη φορά και θα συνέχιζαν την πορεία τους με τη μισή ταχύτητα.

 

Βρήκε τον Τζακ στην καμπίνα αναψυχής, την είχε μετατρέψει σε νεκροτομείο. Όλα τα κομμάτια του Νο-Κι που μπόρεσαν να μαζέψουν ήταν αραδιασμένα στη σειρά πάνω στο τραπέζι του μπιλιάρδου. Μέρες τώρα περνούσε τον φίλο τους από το διαγνωστικό του πλοίου κομμάτι-κομμάτι.

«Δεν υπάρχει τίποτα, δεν βρίσκω κανένα σφάλμα, ούτε βραχυκύκλωμα, ούτε ιό, ούτε κωδικοποιημένη μικροεντολή, τίποτα!»

Δεν είχε ξαναδεί τον Τζακ τόσο απελπισμένο. Με τον Ζου ήταν πρώτοι κολλητοί και τον είχε θρηνήσει βαριά αλλά είχε πάρει τον χαμό του μεταλλικού του φίλου προσωπικά. Δεν είχε λογική το κακό που είχε συμβεί και αν δεν έβρισκε μια αιτία τότε κανονικά ήταν ένα μη-συμβάν, κάτι που δεν τον αφορούσε. Είχε να κάνει με την παντελή έλλειψη δεισιδαιμονίας που τον κατείχε, δεν πίστευε ούτε καν στο τυχαίο.

«Αν συνδέσω τα καμένα τσιπ με την σαϊμπερνετική μου απόφυση ίσως βρω κάποια υπολείμματα μνήμης…»

«Όχι!» αντέδρασε ο Ζέρο, «Είναι επικίνδυνο! Σύνελθε Τζακ, μόνο εσύ μου έχεις απομείνει!»

«Μόνο ο Νο-Κι μπορεί να μας πει τι συνέβη.»

 

Έπεσε νεκρική σιγή ανάμεσα τους. Ήταν μόνο μεταλλικά κομμάτια πάνω στην τσόχα αλλά μετά τα χρόνια που είχαν περάσει μαζί ήταν τα κομμένα μέλη ενός δικού τους, η εικόνα κουβαλούσε μια μακάβρια αίσθηση.

«Ίσως να μπορεί πράγματι να μας τα πει ο Νο-Κι,» είπε ξαφνικά ο Ζέρο.

«Δηλαδή;»

«Συναρμολόγησε μόνο το κεφάλι του και χρησιμοποίησε τα σαϊμπερνετικά εμφυτεύματα που δεν χρειάζεσαι σαν συμπλήρωμα στο χαμένο λογισμικό.»

Ο Τζακ έκανε ένα κύκλο γύρω από το τραπέζι τραβώντας μια γουλιά από την μπύρα του.

«Αυτό…ίσως πιάσει.»

«Χαίρομαι, φτάνει να μας βγει σε καλό.»

Κοιτάχτηκαν. Άπιστοι και οι δύο δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τον λόγο για τον οποίο τους είχαν προσλάβει. Μήπως ο Βουντού Ζου είχε δίκιο; Και ο Βουντού Ζου ήταν νεκρός.

 

Στη μισή ταχύτητα ο Οζυμανδύας δυσκολευόταν να αποφεύγει τα μαγνητικά κύματα που διαφέντευαν τα Νεκρά Άστρα. Το σκαρί μαστιγωνόταν δεξιά κι αριστερά συχνότερα και χειρότερα από πριν. Το ταξίδι έγινε διπλά ανυπόφορο για τον Άμον. Του ήταν αδύνατο να μένει ξαπλωμένος, γινόταν ένα με την κουκέτα του, έτριζαν και τραντάζονταν τα κόκαλα του, νόμιζε πως θα έσπαζε το σώμα του σε δέκα μέρη. Τον βοηθούσε να είναι όρθιος, να περιφέρεται, αλλά δεν μπορούσε να αποφύγει με τίποτα την ναυτία. Και ο ορός κατά της ναυτίας του έφερνε ναυτία. Περπατούσε στον σκοτεινό διάδρομο αναλογιζόμενος αν θα έφταναν στον πλανήτη ζωντανοί, αν θα έφταναν ποτέ, αν εκεί στο τέρμα τους περίμενε όντως μια μεγάλη ανταμοιβή. Είδε μια σκιά να του κλείνει τον δρόμο στον διάδρομο μπροστά. Το κήτος γύρω του έκανε μεγάλο σαματά.

«Ποιος είναι;» φώναξε χωρίς να πάρει απάντηση.

Ξαφνικά τρεμόπαιξε μια στήλη μαγνησίου και επανήλθε ο φωτισμός, έστω τρεμουλιαστά. Ήταν ο γέρο Κάβαρος μοναχός, ο Σιβ, στεκόταν εκεί και κοίταζε τα κόκκινα σύμβολα στα τοιχώματα.

«Ποιος τα έκανε αυτά;» ρώτησε βραχνά.

«Ο Αλ Καχούντ…»

«Και τι παριστάνουν;»

 

Ο Άμον ένιωσε περίεργα. Μέχρι τώρα είχε φροντίσει να κρατήσει τους δύο συνεπιβάτες του χώρια, δεν είχε μπει καν στον κόπο να τους συστήσει. Από την μια φοβόταν πως ο Αλ Καχούντ δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά αν γνώριζε τον τρελό που είχε κουβαλήσει μαζί τους σε αυτή την σημαντική αποστολή και από την άλλη ανησυχούσε στο πως θα αντιδρούσε ο Κάβαρος μοναχός να συναντήσει έναν μυστικιστή που γνώριζε τόσες ενοχλητικές λεπτομέρειες για την ιστορία του τάγματος.

«Δεν αναγνωρίζεις τα σύμβολα; Είναι η γραφή του Λόγου!» είπε ο Άμον ενοχλημένος.

Ο γέρος ξαφνικά χαμογέλασε. Γύρισε να τον κοιτάξει και μια σκιά από έναν σωλήνα κάλυψε το καλό του μάτι. Για άλλη μια φορά ο Άμον βρισκόταν τετ-α-τετ με το νεκρό, λευκό μάτι του τρελού ιερέα. Μια γραμμή σάλιου άφησε τα κιτρινισμένα δόντια του γέρου.

«Γνώριζα τις εντολές του Κυρίου στην μεταφρασμένη εκδοχή τους μόνο, όπως και όλοι μας…» σκούπισε το πηγούνι του με το μανίκι, «είμαι όμως στεγνός…δεν υπάρχει μια μπύρα, οτιδήποτε να κάψω λίγο το λαρύγγι μου;»

Γύρισε την πλάτη του στον Άμον και απομακρύνθηκε σαν υπνοβάτης στο σκοτάδι.

 

Ο Άμον πάτησε για πολλοστή φορά τον διακόπτη της κλειστής πόρτας. Μπορούσε να ακούει τον ηλεκτρονικό παλμό να αντηχεί μέσα στην καμπίνα. Δοκίμασε τις γροθιές του.

«Καχούντ!» φώναξε.

Δεν υπήρχε απάντηση. Είτε ο Αλ Καχούντ απουσίαζε ή ήταν μέσα και δεν ήθελε να αποκριθεί, ή ήταν μέσα αλλά κείτονταν νεκρός. Την τελευταία πιθανότητα ο Άμον δεν ήθελε ούτε να την διανοηθεί, ήταν πολύ κουρασμένος για νέο δράμα. Στο τέλος τα παράτησε και γύρισε στην καμπίνα του.

 

Το εξαντλημένο του μυαλό είχε αρχίσει να τον τυραννάει με βαριά κατάθλιψη. Ένιωθε πως περιφέρονταν όλοι τους στο σκοτάδι για χρόνια, καταδικασμένοι στην κόλαση σε αιώνια τιμωρία. Ώρες-ώρες ξεχνούσε και γιατί έκαμναν αυτό το ταξίδι, άρχιζε να πιστεύει πως η αποστολή ήταν ιδέα κάποιου άλλου, όχι δική του. Ήθελε να τον βρει αυτόν τον άλλο και να τον σκοτώσει, αν τον σκότωνε θα λυτρωνόντουσαν, θα τέλειωνε ο εφιάλτης. Δεν ξάπλωσε, έσυρε ένα σκαμπό στη μέση της καμπίνας και κάθισε σε αυτό. Στήριξε τους αγκώνες στα γόνατα και βούλιαξε το πρόσωπο του στις χούφτες του. Παρακαλούσε για λίγο ύπνο με όνειρα, έστω και για εφιάλτες. Βδομάδες τώρα δεν έβλεπε όνειρα και αν ονειρευόταν έβλεπε τον εαυτό του να περιφέρεται μέσα στον Οζυμανδύα, συνεχόμενα, σαν να ήταν διαρκώς ξύπνιος. Είχε φτάσει πλέον στα όρια της λογικής του. Διαισθανόταν με φόβο το ταξίδι που τους είχε απομείνει, υπήρχε η πιθανότητα να το ζήσει με τα λογικά του χαμένα.

«Κανείς δεν υποπτεύεται την αντοχή που διαθέτει μπροστά στην παρουσία του Αληθινού, Ύψιστου Θεού» του είχε πει κάποια στιγμή ο Αλ Καχούντ.

Ίσως του το είχε πει για να τον παρηγορήσει.

 

«Να σε συνοδεύει η δροσιά του σε κάθε σου βήμα Γήινε» είπε ο Σιβ κατεβάζοντας μια γερή δόση της γαλάζιας μπύρας.

Ο υποδοχέας των ψυκτικών κρυστάλλων ήταν γεμάτος από το αγαπημένο ποτό του πληρώματος. Τα μποφόρ στα οποία ταρακουνιόταν ο Οζυμανδύας και το πρόσφατο πένθος είχαν κόψει απότομα τις κραιπάλες στους κοιτώνες του προσωπικού, έτσι το απόθεμα της μπύρας ήταν υψηλό. Για τον Ζέρο και τον Τζακ η κατανάλωση ήταν τώρα μια μοναχική και ενδοσκοπική εμπειρία, για να πάνε κυρίως κάτω τα φαρμάκια. Ο Σάιμποργκ Τζακ ήταν μόνος με το κεφάλι του Νο-Κι, προσπαθούσε όλη μέρα να συγκολλήσει τα εσωτερικά κυκλώματα του ψηφιακού μυαλού, όταν μπήκε ο Κάβαρος παπάς μέσα. Αναγνώρισε έναν διψασμένο συμπότη και δεν του αρνήθηκε την συντροφιά όσο περίεργη και να ήταν αυτή. Ο γέρος ήταν γερό ποτήρι. Βρισκόταν στο έκτο μπουκάλι και οι ασυναρτησίες του ήταν το ίδιο…ασυνάρτητες, με αυτές που ξεστόμιζε πριν πιει γουλιά.

«Ααχ! Το αμαρτωλό μου κουφάρι χρειαζόταν επιτακτικά πότισμα. Η γαλάζια μπύρα των Αδρών είναι το αγίασμα των οινοπνευματούχων σε σχέση με τα κάτουρα που κυκλοφορούν στα χαμαιτυπεία και τα καπηλειά του γαλαξία. Τη σνομπάρουν οι αριστοκράτες, αν μπορείς να το διανοηθείς, γιατί είναι δημοφιλής στον λαουτζίκο. Λίγοι γνωρίζουν πως παίρνει το γαλάζιο της χρώμα, και τη σπιρτάδα, από τον ιδρώτα του κτήνους Μπόρα των ορυχείων της Μεγκάνης. Κάθε καζανιά περιέχει μόνο μηδέν κόμμα δύο τα εκατό της εν λόγω έκκρισης φίλε μου. Το Μπόρα δεν ιδρώνει εύκολα, να το θυμάσαι αυτό, που να δεις τον ιδρώτα που χύνουν οι Μεγκανίτες για να βγάλουν λίγο ζουμί από αυτό το τέρας!»

 

Γέλασε, ή μάλλον κακάρισε, ανοίγοντας άλλο ένα κρύο μπουκάλι. Κατέβασε διψασμένος απανωτές γουλιές και μετά κοίταξε στο κενό σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί τι έλεγε μόλις πριν. Κακάρισε πάλι.

«Το Μπόρα…τα πλάσματα που κάθεται και σκαρφίζεται ο Κύριος! Ότι θέλει βγάζει…»

Άρχισε να παρατηρεί τον Τζακ.

«Είσαι σάιμποργκ λοιπόν.»

«Μην αρχίζεις παπά. Έχω ξανακούσει την διάλεξη.»

Ο Σιβ ρούφηξε τη μύτη του.

«Ξέρω…αλλά μην ενοχλείσαι τέκνο μου. Δεν είναι αμαρτία να στηρίζει κανείς την επιβίωση του στην τεχνολογία…φτάνει να μην επιδεικνύει υπεροψία και υπερηφάνεια για τα τεχνητά εμφυτεύματα του. Ο Παντοδύναμος σε κρίνει από την καρδιά που διαθέτεις.»

Ο Τζακ χτύπησε με την γροθιά το στέρνο του.

«Τριφασική αντλία ανοξείδωτου τιτανίου, ψηφιακό τσιπ μοντέλο τρία, της σειράς Βίτους! Το καμάρι της σαϊμπερνετικής τεχνολογίας!»

Κοιτάχτηκαν για λίγο σοβαρά πριν ξεσπάσουν και οι δύο ταυτόχρονα σε ένα ακράτητο γέλιο.

 

Τσούγκρισαν δύο νέα μπουκάλια και τα άδειασαν με απόλαυση στα άπατα λαρύγγια τους.

«Λοιπόν πάτερ, έτσι όπως πάμε…πως το λέτε εσείς οι θρησκευόμενοι, με το που θα μας δει ο Θεός, φωτιά θα πέσει να μας κάψει…»

«Ο Θεός μας καταλαβαίνει καλύτερα από όσο νομίζεις φίλε μου. Μην ακούς τους ηλίθιους ιερωμένους. Εκείνος μας έφτιαξε, εκείνος μας έκλεισε μέσα σε αυτή την αδύναμη σάρκα άρα…άρα ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε. Μην σκιάζεσαι. Δεν χρειάζεται καν να πιστεύεις στην ύπαρξη του. Όλα όσα έκανες στη ζωή σου μέχρι σήμερα δεν έχουν καμία απολύτως σημασία. Μόλις ξυπνήσει…θα διορθωθούν όλα…θα εξαγνιστεί η δημιουργία…Θα σβηστούν όλες μας οι αμαρτίες…Θα είναι μια νέα αρχή…»

«Τι θα του έλεγες; Εσύ τι θα του ζητούσες;»

«Δεν χρειάζεται να πω τίποτα που εκείνος δεν γνωρίζει ήδη.»

Ακούστηκαν δύο ηχηρά μπιπ και τα μάτια του Νο-Κι άναψαν πράσινα.

«Τζακ;…Νιώθω περίεργα.»

 

Άφησε τον παπά να μπεκροπίνει και έφερε το κεφάλι στη γέφυρα. Ο Ζέρο Λακ ήθελε να του κάνει χίλιες δύο ερωτήσεις.

«Νο-Κι! Τι συνέβη στο μηχανοστάσιο;!»

«Άουτς Ζέρο! Δεν έχω σώμα!»

«Το βλέπω φιλαράκο. Αλλά τίναξες στον αέρα τον εαυτό σου.»

«Χοντρή πατινάδα!»

«Νο-Κι…σκότωσες τον Ζου. Σκότωσες τον Βουντού Ζου.»

«Μόνο για λίγο όμως. Ήθελε να με εμποδίσει να σταματήσω τον Οζυμανδύα.»

«Γιατί να σταματήσεις τον Οζυμανδύα?»

Το ρομπότ έμεινε σιωπηλό για λίγο. Ο Τζακ νόμισε πως είχε βραχυκυκλώσει πάλι και έκανε ένα βήμα να το ελέγξει όταν ο Νο-Κι βγήκε από την μυστήρια περισυλλογή του.

«Ο Οζυμανδύας πετάει προς την καταστροφή. Αν φτάσουμε στον προορισμό μας θα είναι το τέλος για όλους.»

«Μα…πήγες να τινάξεις το πλοίο στον αέρα.»

«Το τέλος για όλους Ζέρο. Το τέλος του ίδιου του γαλαξία.»

«Και πως το ξέρεις αυτό;»

«Δεν ξέρω. Είναι όμως αποδεκτή πληροφορία.»

«Από πού πήρες αυτή τη πληροφορία;» Σύντομη παύση.

«Δεν θυμάμαι. Δεν υπάρχει στο μνημονικό μου αρχείο.»

Ο Ζέρο και ο Τζακ κοιτάχτηκαν.

«Δεν μπορεί να τον τσίμπησε πόχα στα καλά καθούμενα.»

«Δεν ξέρουμε τι επίδραση είχε στα ηλεκτρονικά του κύτταρα όλο αυτό το ταρακούνημα…»

Και έτσι ξαφνικά, σαν να ειπώθηκαν μαγικά ξόρκια, το ταρακούνημα σταμάτησε. Η απότομη σιγή του διαστήματος έπεσε σαν βόμβα στο εσωτερικό του σκάφους.

 

Ο Άμον τινάχτηκε όρθιος στην καμπίνα του. Ένιωσε το άντερο του να σφίγγεται και να ξεσφίγγεται σαν να ήθελε να τελέσει εκκένωση. Το φως κάποιου μακρινού ήλιου χάιδεψε το φινιστρίνι του. Ο άντρας γούρλωσε τα μάτια του. Έβλεπε αστέρια έξω. Τιτίβισε η ενδοεπικοινωνία πάνω από το κεφάλι του.

«Ελάτε αμέσως στη γέφυρα» είπε η μουδιασμένη φωνή του καπετάνιου.

Link to comment
Share on other sites

6.

 

Ο ήλιος που έλαμπε βρισκόταν διακόσια εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά τους. Αυτό όμως δεν ήταν το σημαντικότερο. Οι αχτίδες αυτού του ήλιου χρύσιζαν πάνω στην ώχρα επιφάνεια του πλανήτη που αντίκριζαν, μισής μέρας ταξίδι μακριά. Τα όργανα γύρω τους τραγουδούσαν ήδη από τα δεδομένα που λάβαιναν στους σένσορες τους. Ατμόσφαιρα φιλόξενη στο ανθρώπινο είδος, άνυδρος πλην κάποιον θυλάκων κάτω από την επιφάνεια, χωρίς σχεδόν καμία βλάστηση, ήταν μια ατελείωτη έρημος από πόλο σε πόλο.

 

Στέκονταν οι τέσσερις και τον κοίταζαν, Ζέρο, Τζακ, Νο-Κι και Άμον, ο τελευταίος αναρωτιόταν αν είχε γίνει κάποιο λάθος. Ήταν ακριβώς το σημείο που έδειχναν οι χάρτες αλλά είχε φανταστεί αλλιώς τον παράδεισο. Γιατί να αποσυρθεί ο Παντοδύναμος σε τέτοιο τόπο; Δεν αντιλήφθηκαν τους Σιβ και Αλ Καχούντ που μπήκαν από πίσω τους παρά μόνο όταν ο Κάβαρος μοναχός σήκωσε τα χέρια του και άρχισε να φωνάζει.

«Ω Κύριε! Νόμισα πως ποτέ δεν θα συναντούσα τούτη τη μέρα! Ωσαννά! Ωσαννά!»

Ο Αλ Καχούντ έπιασε την πτυχή της ρόμπας στο στήθος του και έμοιαζε να θέλει να κρατηθεί όρθιος από αυτή. Τελικά σωριάστηκε σε ένα κάθισμα περιμένοντας να ηρεμήσουν οι χτύποι της καρδιάς του.

 

Μπήκαν στην τροχιά και άρχισαν να σκανάρουν την επιφάνεια διεξοδικά. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής, ούτε καν έντομα. Οι θερμογραφικές οθόνες χρωμάτιζαν περίεργα τα πρόσωπα του Ζέρο Λακ και του Άμον που ήταν σκυμμένοι με προσήλωση στα όργανα, ο καθένας με τους λόγους του.

«Είσαι σίγουρος πως αυτό γύρευες;» τον ρώτησε ο καπετάνιος.

Ο Άμον δεν μπορούσε να απαντήσει. Άφησε την ηλεκτρονική οθόνη και πήγε να κολλήσει το κούτελο του στο φινιστρίνι.

«Εδώ είναι. Εδώ πρέπει να είναι!» είπε απεγνωσμένα.

Δεν του είχαν μείνει πόροι να μισθώσει το σκάφος πέραν αυτού του σημείου. Πίσω του τα όργανα άλλαξαν μουσική.

«Ένα λεπτό…» άκουσε τον Ζέρο να λέει έκπληκτος.

Ο Άμον χαμογέλασε και δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια του. Κάτι υπήρχε εκεί κάτω. Ένας τεχνικά δομημένος όγκος, ένα κτίσμα, και ήταν τεράστιο.

 

Διακτινίστηκαν τέσσερις στην επιφάνεια. Ο Ζέρο Λακ, ο Άμον, ο Σιβ και ο Αλ Καχούντ. Η διακτίνιση ήταν επίπονη στους τρεις που δεν ήταν μαθημένοι, ήταν σαν να τρυπιόταν το κάθε κύτταρο τους από μια καρφίτσα, αλλά ο πόνος εξαφανίστηκε σαν παλιά ανάμνηση αμέσως μόλις τέλειωσε η διαδικασία. Δεν είχαν καν την ευκαιρία να παραπονεθούν, αντίκριζαν ήδη το γιγάντιο μαυσωλείο. Ξεπρόβαλε από την άμμο σαν ένα περίεργο, λίθινο πρίσμα, πεντάεδρο, με δύο κεκλιμένες τριγωνικές πλευρές να αντικρίζουν βορρά και νότο αντίστοιχα. Εκατόν πενήντα μέτρα μήκος στη βάση και πενήντα μέτρα ύψος ως την πυραμοειδή σκεπή του, είχε τεράστια ανοίγματα σαν φέτες, κατά διακεκομμένα διαστήματα στις μακριές πλευρές του. Ήταν σαν είσοδοι μιας αλλόκοτης πέτρινης κιβωτού που έπλεε σε ταραγμένους αμμόλοφους.

 

Ο Οζυμανδύας διέθετε αισθητήρες που μπορούσαν να διαπεράσουν την επιφάνεια ενός πλανήτη από τροχιά, μέχρι και σε χίλια μέτρα βάθος, ανάλογα και με τη σύσταση του κάθε πετρώματος. Τους στάθηκε αδύνατο να διαπεράσουν την πυραμίδα και δεν υπήρχε καμία εξήγηση γι αυτό. Οι πέτρες που συνέθεταν το κτίσμα ήταν από γηγενή γρανίτη. Ο καπετάνιος γύρισε και παρατήρησε τους επιβάτες του. Και οι τρεις κοίταζαν αμίλητοι, σαν τρομαγμένοι. Γύρισε και το κοίταξε ο ίδιος. Κάτι υπήρχε τελικά εδώ. Ίσως να μην ήταν ο Θεός, βρίσκονταν όμως στα πρόθυρα κάποιας ανακάλυψης. Τώρα το αισθανόταν και ο ίδιος, εκείνη η παλιά διαίσθηση, η εσωτερική σειρήνα κινδύνου που μπορούσε να ακούει μόνο εκείνος, στρίγκλιζε πάλι από κάπου μακριά και όλο δυνάμωνε.

 

Η βορειοδυτική πλευρά του μαυσωλείου ήταν σκεπασμένη από την άμμο. Έκαναν ένα μεγάλο κύκλο για να φτάσουν στην άλλη πλευρά που ήταν πιο γυμνή και προσβάσιμη. Η άμμος ήταν καθαρή και ελαφριά σαν πούδρα, έκανε το κάθε τους βήμα κοπιαστικό. Αυτό που παρατήρησαν πάντως ήταν πως δεν είχε τη ζέστη που θα δικαιολογούσε την εικόνα του πλανήτη. Υπήρχε ένα ελαφρό αεράκι που σήκωνε πέπλα άμμου από τους μυτερούς λόφους γύρω τους και αυτό μόνο. Το κλίμα έμοιαζε να τους καλωσορίζει. Έφτασαν στο πρώτο άνοιγμα και χώθηκαν στη σκιά του εσωτερικού.

 

Οι άνεμοι της ερήμου είχαν σπρώξει με τον καιρό αρκετή άμμο και εδώ μέσα. Μόνο που το μέσα έδειχνε να είναι το έξω ενός άλλου, μικρότερου σκευοφυλακίου. Η εξώτερη σκεπή κάλυπτε μιαν άλλη, εσωτερική, το ένα τρίτο του μεγέθους της μεγάλης. Είχε ίδιο σχήμα αλλά χωρίς ανοίγματα, ερμητικά κλειστή και καλυμμένη από ιερογλυφικά. Ήταν τα σύμβολα που είχαν χαραχτεί πάνω στους αρχαίους χάρτες, τα σύμβολα των εξορκισμών που κοσμούσαν τώρα τον Οζυμανδύα.

 

Ο Άμον γύρισε στον Αλ Καχούντ.

«Τα αναγνωρίζεις;»

Ο μυστικιστής έγνεψε καταφατικά.

«Είναι ο Λόγος» είπε και ξεροκατάπιε.

Άνοιξε το φλασκί του και ήπιε νερό σαν να έσβηνε η ζωή του από την δίψα.

«Ο Λόγος φανερώνει πώς να ανοίξουμε την πύλη. Πώς να ξυπνήσουμε τον Πανάγαθο!» φώναξε ο Σιβ.

«Μπορείς να το μεταφράσεις;» ρώτησε πάλι τον Αλ Καχούντ ο Άμον.

Ο μυστικιστής διέτρεξε τις πέτρινες χαρακιές με τρελαμένα μάτια, έδειχνε μπερδεμένος.

«Θέλω χρόνο να τα μελετήσω πρώτα. Οι διατάξεις των συμβόλων είναι περίεργες. Η σύνταξη μοιάζει κρυπτογραφημένη.»

 

Ο Άμον άρχισε να παίρνει φωτογραφίες των γραφών με τον φασματογράφο του. Προτιμούσε να κάνουν τη δουλειά στην ασφάλεια του σκάφους. Αυτό το μέρος τον τρόμαζε. Ένιωθε έναν αδικαιολόγητο πανικό να φουντώνει μέσα του. Ο Σιβ γονάτισε και ακούμπησε το πρόσωπο του στο πέτρινο κάλυμμα.

«Κύριε, ο αρχαιότερος πιστός Σου είναι πάλι εδώ. Μετά από τόσον καιρό…επέστρεψε ο ένας και πραγματικός άσωτος, αμαρτωλός υιός Σου. Ξεχειλίζω από αιώνια αγάπη για Σε, ήρθα να μου στεγνώσεις τα δάκρυα, να χαρίσεις γαλήνη στη καρδιά μου, να με απαλλάξεις από την οδύνη…»

 

Ο Ζέρο ακολούθησε την περιφέρεια της εσωτερικής πυραμίδας και σε λίγο επέστρεψε κοντά τους. Πλησίασε τον Άμον που συνέχιζε να φωτογραφίζει και ξερόβηξε για να τραβήξει την προσοχή του.

«Έλα μαζί μου,» του είπε.

Τον οδήγησε στο βόρειο τμήμα της ιδιόμορφης εκείνης «σαρκοφάγου του Θεού». Σε έναν χώρο αρκετά μεγάλο, υπήρχαν μαζεμένοι καμιά διακοσαριά ανθρωπόμορφοι σκελετοί. Κάθονταν αμφιθεατρικά στην άμμο αντικρίζοντας το μικρό πεντάεδρο, σαν να περίμεναν άδικα να ξεκινήσει κάποια παράσταση.

Ο Άμον γούρλωσε τα μάτια του.

«Οι Κάβαροι, οι τελευταίοι του τάγματος!» ψέλλισε.

«Λες να βρήκαν αυτό που έψαχναν;» ρώτησε ο Ζέρο.

Ήρθε και ο Σιβ να δει τα χαμένα του αδέλφια.

«Ηλίθιοι. Παραπλανημένοι ηλίθιοι» είπε με πίκρα.

Έσκαψαν την άμμο γύρω από τα κουφάρια ψάχνοντας κάποια αντικείμενα που πιθανόν να τους έδιναν ένα στοιχείο για το τέλος τους. Εκτός από υπολείμματα ράσων δεν βρήκαν τίποτα. Παρά τις διαμαρτυρίες των άλλων ο Ζέρο διακτίνισε μαζί τους και έναν σκελετό.

 

Έπρεπε να ψάξει την αιτία θανάτου των μοναχών αν ήθελε να διαφυλάξει τις δικές τους ζωές. Η ψηφιακή επεξεργασία και θερμογραφική νεκροψία δεν φανέρωσε τίποτα. Ο μοναχός ήταν υγιέστατος. Έμοιαζε να είχε καθίσει στην άμμο και να περίμενε να πεθάνει από ασιτία, δίψα, το κρύο ή τη ζέστη, όποιο από τα τέσσερα τον προλάβαινε πρώτο.

 

Την ώρα που ο Άμον περίμενε τον Αλ Καχούντ να μεταφράσει τα μυστικά του Λόγου οι αισθητήρες του Οζυμανδύα είχαν άλλη μια έκπληξη.

«Εκεί» είπε ο Τζακ χτυπώντας το δάχτυλο του στο γυαλί της οθόνης. «Ένα χιλιόμετρο δυτικά του τάφου. Είναι θαμμένο στην άμμο.»

«Είναι σκάφος;»

«Αυτοί οι μοναχοί δεν ήρθαν εδώ χτυπώντας τα φτερά τους Ζέρο.»

«Ίσως στον υπολογιστή του να διασώζεται κάποιο ημερολόγιο πτήσης, οτιδήποτε θα ρίξει λίγο φως σε αυτή τη κατάσταση. Μπορείς να με διακτινίσεις κατευθείαν στην γέφυρα του;»

«Οι αισθητήρες μας διαβάζουν εξονυχιστικά τη δομή του σκάφους. Δεν είναι πολύ βαθιά, νομίζω πως γίνεται.»

«Μην πεις κουβέντα στους άλλους. Δεν θέλω να μάθουν τίποτα πριν το μάθω εγώ πρώτος!»

 

Το σκάφος των Κάβαρων έγερνε στο ένα πλάι και ο Ζέρο ήταν αναγκασμένος να σέρνεται πάνω στα όργανα ελέγχου της γέφυρας του. Από κάπου έπρεπε να είχε υπάρξει διαρροή ενεργειακού πλάσματος και τώρα το εσωτερικό βρόμαγε αποσύνθεση. Άνοιξε το πακέτο με τις κυψέλες που είχε κουβαλήσει από τον Οζυμανδύα και κατάφερε να τις συνδέσει με το απαρχαιωμένο σύστημα του σκάφους. Τα στεγνά κυκλώματα ρούφηξαν νέα ζωή και άρχισαν να βομβούν ενεργά. Άναψαν οι οθόνες μπροστά στα γόνατα του και δεν άργησε να ανακαλύψει το αρχείο του πλοηγού. Υπήρχε μόνο μία καταγραφή.

 

Το πρόσωπο στην οθόνη ήταν ενός κουρασμένου άντρα με βαθιές, ηλιοκαμένες ρυτίδες. Στο βλέμμα παρόλα αυτά κυριαρχούσε η σπίθα της πίστης, η σκληρότητα της πειθαρχίας, χαρακτηριστικά ανίκανα να λυγίσουν στο βάρος που τον συνέθλιβε.

 

«Είμαστε είκοσι μέρες στον πλανήτη. Καταβεβλημένοι από την οδύνη μας δεν σκεφτήκαμε να καταγράψουμε αυτό που ζούμε εδώ, αυτά που ανακαλύψαμε… Σκέφτηκα όμως να αφήσω κάτι πίσω. Ίσως να μην είμαστε οι τελευταίοι που φτάνουμε ως εδώ…Κανείς μας δεν ονειρεύεται πλέον στον ύπνο του, ξυπνάμε όλο και πιο εξαντλημένοι. Μας είναι όμως φανερό το γιατί…Οι αδελφοί μοναχοί καταλήγουν ο ένας μετά τον άλλο στα στοιχεία…»

Κόμπιασε λίγο, κοίταξε πέρα από τον φακό σαν να ατένιζε κάτι, γύρισε πάλι το βλέμμα του στον Ζέρο.

«Δεν μας νοιάζει. Δεν μας φοβίζει ο θάνατος. Βρισκόμαστε ήδη στην αγκαλιά του Κυρίου μας. Ξεγελαστήκαμε όλοι από τον διάβολο, τον Πρίγκιπα του Σκότους. Δεν ήταν ο Παντοδύναμος που έριξε τη φωτιά στο Κράκον-Ταέ, όχι Εκείνος. Τώρα ξέρουμε πως δεν θα το έκανε ποτέ αυτό. Ας μας συγχωρεθεί η δυσπιστία μας. Διαδώστε την αλήθεια στον γαλαξία…Αποκρυπτογραφήσαμε τον Λόγο έγκαιρα και γνωρίζουμε τώρα την σημασία του. Μην επιχειρήσετε το ίδιο, θα παραπλανηθείτε…Ο Πανάγαθος θα μείνει Μακάριος στον δοξασμένο Του ύπνο να μας προστατεύει όλους. Ο Σατανάς ποθεί να έρθει εδώ και να καταστρέψει την πλάση, ζηλεύει ακατάπαυστα την δημιουργία και θέλει να την καταλύσει. Σκορπίσαμε πίσω μας πολλούς παραπλανητικούς χάρτες αλλά και όσους αληθινούς χάσαμε τους έχουμε στιγματίσει με τα ιερά σύμβολα. Ο κακόβουλος δεν δύναται να τους ακολουθήσει μόνος του, είναι εξορκισμένος. Ξέρουμε μόνο πως μια μέρα θα βρει τον τρόπο και θα φτάσει εδώ. Στον ύπνο Του ο Κύριος είναι στην πιο ευάλωτη Του φάση. Μη τολμήσει κανείς να ανοίξει το φυλάκιο! Αν περνάει από το χέρι σας εμποδίστε το με οποιονδήποτε τρόπο! Και με την ίδια σας τη ζωή…»

 

Η εικόνα άρχισε να κάνει παράσιτα. Δεν ακούγονταν πλέον τα λόγια του μοναχού. Ο Ζέρο προσπάθησε να επαναρυθμίσει την ροή ενέργειας από τις κυψέλες του αλλά ξαφνικά σπίθες έσκασαν γύρο του βυθίζοντας το ταμπλό στο σκοτάδι. Μύρισε έντονα καθώς λευκός καπνός άρχισε να αναδύεται στη γέφυρα. Κατάλαβε πως είχε καρβουνιάσει ολόκληρο το κύκλωμα του υπολογιστή. Το μήνυμα του μοναχού είχε χαθεί αμετάκλητα.

 

Γύρισε στον Οζυμανδύα εκνευρισμένος. Τίποτα από αυτά δεν είχε μια λογική έστω πτυχή. Όλα, και η μέγγενη που ένιωθε να τους στραγγαλίζει αργά-αργά, ήταν εμποτισμένα στην θρησκευτική πίστη. Ο Ζέρο έστυβε το μυαλό του να μαντέψει πως θα έπραττε αν ήταν πιστός. Στη γέφυρα, ο Σάιμποργκ Τζακ τον κοίταξε περίεργα.

«Τι τρέχει;» τον ρώτησε όπως τον είδε να μπαίνει.

Εκείνος ξέσπασε.

«Δεν τα έμαθες; Βρήκαμε τον Θεό, είναι εκεί κάτω, ακριβώς κάτω από τα πόδια μας, προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τον ξυπνήσουμε και να ζητήσουμε την θεία του χάρη!»

Ο Τζακ ανοιγόκλεισε τα ταλαιπωρημένα του βλέφαρα και έκανε μια γκριμάτσα. Τα μάτια του ήταν κόκκινα.

«Έχεις τα χάλια σου» είπε ο Ζέρο ηρεμώντας τον τόνο του.

«Πρέπει να δυσλειτουργούν κάποιες από τις τροφοδοτικές μου συνδέσεις. Προσπάθησα να ρίξω λίγο ύπνο αλλά το υποσυνείδητο λογισμικό κόλλησε στο βλάβη.»

«Δεν είχες όνειρα λοιπόν.»

«Ούτε καν τα οργανικά, τα μπερδεμένα.»

«Ίσως ο πλανήτης εκπέμπει κάποια ακτινοβολία…»

«Οι αισθητήρες δεν πιάνουν τίποτα.»

«Θα πρέπει να επαναρυθμίσουμε τους αισθητήρες…»

«Έχω να σου δείξω κάτι άλλο, πιο σημαντικό.»

Τον πήγε στην οθόνη δεδομένων προσέγγισης.

«Αρχίσαμε να λαβαίνουμε τις πρώτες πληροφορίες από τον Σπιούνο.»

 

Είχαν στείλει έναν ανιχνευτικό δορυφόρο να κάνει τον κύκλο όλης της τροχιάς.

«Βασιλεύει το φως της ημέρας και στις δύο πλευρές του πλανήτη. Ένας δεύτερος, αν και πιο αδύναμος ήλιος καλύπτει την αντίθετη όψη. Θα είμαστε εκεί σε τρεις ώρες περίπου.»

Ο Οζυμανδύας ακολουθούσε την τροχιά μόνιμα κολλημένος πάνω από το σημείο του μαυσωλείου.

«Κοίτα…»

Ο Ζέρο ξαφνιάστηκε. Η αντίθετη όψη έμοιαζε να βράζει.

«Τι είναι αυτό;»

«Αμμοθύελλα. Μια τεράστια, βαρβάτη αμμοθύελλα που καλύπτει ολόκληρο το αντίθετο ημισφαίριο!»

Σύννεφα άμμου φούσκωναν, ξεφούσκωναν, στροβιλίζονταν, έδιναν σε ολόκληρο τον πλανήτη μια φρικτή γκριμάτσα που τους κοίταζε σαν θηρίο που ανοιγόκλεινε τα σαγόνια του απειλητικά.

 

Ο Αλ Καχούντ έδωσε μια κλοτσιά στο ράφι και έριξε τα βιβλία στο πάτωμα. Με την ανάποδη του χεριού του σκόρπισε τις φωτογραφίες σε όλη την καμπίνα.

«Δεν βγάζει νόημα! Τίποτα δεν βγάζει νόημα πλέον!»

Ο Άμον τον κοίταζε αποσβολωμένος.

«Δεν ανταποκρίνονται με τις γραφές των κειμένων σου;»

«Δεν καταλαβαίνεις!» ούρλιαξε ο άντρας γδέρνοντας το κεφάλι του με τα νύχια.

Ήταν σαν να προσπαθούσε να αρπάξει τα μυαλά του για να τα λειώσει στα δάχτυλα του.

«Δεν μπορώ να διαβάσω ούτε τα δικά μου βιβλία! Βλέπω μόνο ασυναρτησίες! Τυχαία σύμβολα αραδιασμένα στη σειρά χωρίς νόημα! Σαν τα ορνιθοσκαλίσματα ενός μικρού παιδιού!»

Ο Άμον όρμησε πάνω του, τον άρπαξε από τον λαιμό και τον κόλλησε στον τοίχο.

«Τότε φταις εσύ! Έχασες την ικανότητα σου!»

«Δεν είμαι εγώ…»

«Ο Θεός σε εμποδίζει να κατανοήσεις τον Λόγο Του! Αναρωτιέμαι γιατί;!»

Ο Αλ Καχούντ έσπρωξε τον Άμον και άρχισε να παραπαίει σαν δαρμένος.

«Όχι…Δεν ξέρω…Προσπαθώ να συγκεντρωθώ αλλά μου είναι δύσκολο. Γλιστράω μέσα κι έξω από την αλήθεια…Δεν γνωρίζω τίποτα πια…Δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ…Πρέπει να φύγουμε…»

Ο Άμον μάζεψε όλες τις φωτογραφίες με τα ιερογλυφικά και βγήκε φουριόζος από την καμπίνα.

«Στο εξής μην μπλέκεσαι στα πόδια μου!» φώναξε.

 

Ο Ζέρο και ο Τζακ έσκυψαν πάνω από το σβησμένο κεφάλι του Νο-Κι.

«Καμιά τύχη με τον φίλο μας από δω;»

«Δεν είναι θέμα τύχης Ζέρο. Τα τσιπ με τις απαντήσεις που χρειαζόμαστε έχουν καεί τελείως. Θα του προσθέσω μερικά δικά μου για να έχει αρκετό χώρο στο κεφάλι του να ανακυκλώσει τα δεδομένα. Ίσως δημιουργήσει κάποια λογικά συμπεράσματα για ότι συνέβη.»

«Ας το ελπίσουμε.»

Ο Άμον μπήκε στη γέφυρα και ο Ζέρο ετοιμάστηκε για την ένταση. Ο πελάτης όμως είχε κάτι διαφορετικό πάνω του. Τους κοίταξε σαν να ήταν έτοιμος να βάλει τις φωνές αλλά δίστασε. Άφησε τις φωτογραφίες μπροστά τους.

«Δεν μπορούμε να τα μεταφράσουμε αυτά… Μήπως αν τα περνούσατε από τον υπολογιστή σας; Θα βρίσκατε ίσως μια λογική, συντακτική συνέπεια….Κάτι, οτιδήποτε θα ξεδιάλυνε αυτό το αλφάβητο.»

Οι Ζέρο και Τζακ κοιτάχτηκαν. Μόλις είχαν ακούσει από τον πελάτη τους, για πρώτη φορά, μια παράκληση.

«Μπορούμε να το κάνουμε αυτό» απάντησε ο καπετάνιος, «αλλά θα πάρει λίγο καιρό.»

«Καταλαβαίνω…ότι χρειαστεί» είπε ο Άμον κουρασμένα, «θα επιστρέψω στην καμπίνα μου, έχω ανάγκη να ξαπλώσω λίγο…»

Τους γύρισε την πλάτη και βγήκε από την γέφυρα σαν ηττημένος.

 

Ήταν πράγματι πολύ κουρασμένος, ήταν όμως μια κούραση διαφορετική, πέραν αυτής που θα έπρεπε να νιώθει φυσιολογικά. Δεν ήταν το ταξίδι, δεν ήταν οι φοβίες και οι ανασφάλειες που είχε βιώσει, δεν ήταν ο ενθουσιασμός και η έξαψη της ανακάλυψης, ούτε που είχε μερόνυχτα να κοιμηθεί, ήταν κάτι άλλο, ήταν το βάρος του σύμπαντος στους ώμους του, ήταν απελπισία. Κάτι του σκάλιζε βαθιά το μυαλό, σαν προειδοποίηση για κάποιο σφάλμα που είχε διαπράξει.

 

Το σκάφος ήταν ήσυχο πλέον αλλά σκοτεινό, ο φωτισμός είχε πρόβλημα. Κάποιοι τομείς ήταν μόνιμα βυθισμένοι στο σκοτάδι, άλλοι είχαν μόλις μια βασική ηλεκτροδότηση με ανεπαρκείς συνδέσεις. Οι στήλες μαγνησίου τρεμόσβηναν εκνευριστικά και το βήμα του ήταν ασταθές, σταματούσε κάθε τόσο μην χτυπήσει το κεφάλι του σε κάποιες από τις πολλές σωληνώσεις που ξεπρόβαλαν χαμηλά στον διάδρομο. Ήταν σίγουρος πως το σκάφος δεν είχε βγει από το εργοστάσιο έτσι αλλά χρόνια επειγόντων επισκευών και δημιουργικής ανακαίνισης του είχε δώσει μια αναγκαστικά εκκεντρική εικόνα. Στάθηκε και αφουγκράστηκε την ησυχία, δεν ήταν απόλυτη. Υδραυλικές διαζεύξεις φυσούσαν πεπιεσμένο ατμό μακριά σε κάποια γωνία, ακούγονταν σαν ερπετά που σέρνονταν στην κοιλιά του Οζυμανδύα.

«Η κοιλιά του κήτους…» ψιθύρισε στον εαυτό του.

Έτσι ακριβώς αισθανόταν και τώρα, παγιδευμένος σε μια κατάσταση όπου δοκιμαζόταν η πίστη του. Οι Λαπατίνοι είχαν μια παραβολή για τον Βονά, που τον κατάπιε μαζί με το σκάφος του το τέρας Μεθάσαλο, του την είχε πει ο θείος του κάποτε. Πως είχε καταφέρει να γλιτώσει εκείνος ο αρχαίος αστροπατέρας; Ο Άμον δεν πρόλαβε να συλλογιστεί την απάντηση. Βγήκε η σκιά και του έκοψε τον δρόμο.

«Τι θέλεις;» είπε σκιαγμένος.

«Αυτό ακριβώς που θέλεις κι εσύ. Δεν θέλεις να δεις τον Κύριο; Να Του μιλήσεις επιτέλους;»

«Μα…πως;»

«Σηκώνοντας την πέτρα που τον κρατάει μακριά από τα παιδιά Του.»

«Μα, νόμιζα πως εσύ δεν μπορούσες…»

«Δεν χρειάζεσαι τον Λόγο για να ελευθερώσεις τον Πατέρα μας. Θέλει μόνο πίστη. Πιστεύεις;…Πες μου, πιστεύεις;»

«Ναι, πιστεύω…» απάντησε ο Άμον με έναν λυγμό.

Link to comment
Share on other sites

7.

 

Το φωτάκι αναβόσβηνε στην άκρη του ταμπλό απαρατήρητο για αρκετά λεπτά. Δεν θα σκεπτόταν κανείς να κοιτάξει προς την κατεύθυνση του. Ο Τζακ ήταν απορροφημένος στις συγκολλήσεις που επιχειρούσε στον εγκέφαλο του Νο-Κι και ο Ζέρο περνούσε τις φωτογραφίες των ιερογλυφικών στον υπολογιστή, γραμμή προς γραμμή.

«Ζέρο…»

Ο Τζακ το είχε δει πρώτος.

«Κάποιος διακτινίζεται εκτός σκάφους.»

«Ποιος;! Πως;!»

Ο Ζέρο βούτηξε προς την κατάλληλη οθόνη για να πάρει πληροφορίες.

«Δύο άτομα! Η γενετική υπογραφή είναι διαγραμμένη. Όποιος το λειτούργησε παρέκαμψε το πρωτόκολλο ασφαλείας!»

Κοιτάχτηκαν.

«Μας ξεγέλασε ο άτιμος…όλο ευγένειες και…»

«Πως ήξερε τους κωδικούς;»

«Δεν ξέρω! Θα πάω στον μεταφορέα να μάθω…Εσύ πήγαινε να δεις ποιος από τους τρεις είναι ακόμα στο σκάφος.»

«Ζέρο! Σε λιγότερο από μια ώρα η αμμοθύελλα θα καταπιεί το μαυσωλείο.»

Ο Ζέρο κοντοστάθηκε, κοιτάχτηκαν, έφυγε τρέχοντας χωρίς σχόλια.

«Βραχυκύκλωμα!» έβρισε ο Τζακ πριν τον ακολουθήσει εκτός γέφυρας.

Το κεφάλι του Νο-Κι έμεινε πάνω στο μικρό, πλοηγικό ταμπλό, ακόμα συνδεδεμένο με το κύκλωμα τροφοδοσίας. Ένα αχνό πράσινο φως αναδύθηκε στους φακούς των ματιών του, ηλεκτρονικοί παλμοί τιτίβισαν στο μηχανικό του λαρύγγι.

 

Ο θάλαμος διακτίνισης ήταν ήσυχος. Δεν υπήρχαν περισσότερες πληροφορίες ούτε στον υπολογιστή μεταφοράς. Αν είχαν κατεβεί δύο στον πλανήτη κάποιος τρίτος έπρεπε να είχε λειτουργήσει το σύστημα. Τι άλλο είχε σκοπό να κάνει αυτό το άτομο σε βάρος του σκάφους; Ο Ζέρο έφτυσε κατάρες καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει την επόμενη του κίνηση. Τι τον ένοιαζε η τύχη αυτών των ηλιθίων; Είχε πάρει τα μισά λεφτά της μίσθωσης και τώρα είχε να την μοιράσει μόνο στα δύο. Αν οι πελάτες χάνανε την ζωή τους εκεί κάτω, κακό του κεφαλιού τους. Θα κλείδωναν τον τρίτο σε κάποιο μπουντρούμι και θα έπαιρναν τον δρόμο του γυρισμού.

 

Ένα παγωμένο χέρι άγγιξε βαρύ τον ώμο του από πίσω. Τινάχτηκε μακριά και γύρισε έτοιμος για μάχη. Αυτό που αντίκρισε δεν τον καθησύχασε καθόλου. Αντίθετα γκρέμισε εκείνο το φράγμα στο μυαλό που του διασφάλιζε την λογική στεγνή και ασφαλή. Καταποντίστηκε τώρα μέσα στην απελπισμένη αμφιβολία. Ο Βουντού Ζου στεκόταν εκεί απέναντι του, τον κάρφωνε με το θολό του βλέμμα, πάσχιζε να κρατήσει το τσακισμένο του σώμα όρθιο.

«Καπετάνιε…» γαργάρισε η φωνή του.

«Ζου…είσαι νεκρός!»

Ο μαύρος μηχανικός χαμογέλασε.

«Δεν ήμουν καν ποτέ αληθινά ζωντανός… ήμουν μόνο μια ψευδαίσθηση…άρα δεν μπορώ και να πεθάνω. Κανείς μας ποτέ δεν πεθαίνει… Ήρθε ο διάβολος να δεις και με ξύπνησε. Το ήξερες πως είχαμε τον διάβολο στο σκάφος καπετάνιε; Μόνο έτσι μπορούσε να φτάσει εδώ, σαν επιβάτης…σαν προσκεκλημένος…Ήθελε το λεπίδι μου, το γυρτό μου λεπίδι…για να βγάλει αίμα…όλα τα άλλα όπλα που διαθέτουμε καυτηριάζουν άμεσα τις πληγές που ανοίγουν…Το αίμα…πρέπει να χυθεί…»

 

Ο Ζέρο ξεροκατάπιε.

«Μπορεί ο διάβολος να σκοτώσει τον Θεό;»

«Να σκοτώσει τον Θεό; Ο διάβολος δεν θέλει να σκοτώσει τον Θεό καπετάνιε…Θέλει να σκοτώσει όλους εμάς…να αφανίσει την ίδια την δημιουργία. Ο διάβολος θέλει τον Θεό όλο δικό του, να είναι ο ένας και μοναδικός αγαπημένος πιστός Του.»

«Μπορώ να σταματήσω τον διάβολο;»

Το χαμόγελο του Ζου πλάτυνε κι άλλο.

«Γιατί δεν δοκιμάζεις να δούμε;»

Το κεφάλι έγειρε πίσω, ακούστηκε ένας εσωτερικός κρότος, και σαν μαριονέτα που τις έκοψαν τους σπάγκους ο Ζου σωριάστηκε σαν δερμάτινο σακί γεμάτο κόκαλα.

 

Πρώτα πήγε στην καμπίνα του Αλ Καχούντ. Αν και η πόρτα ήταν κλειδωμένη και ο Τζακ αναγκάστηκε να την παραβιάσει για να μπει, δεν βρήκε κανέναν μέσα. Στο χέρι του κρατούσε έτοιμο ένα ακτινοβόλο και δεν θα δίσταζε καθόλου να το χρησιμοποιήσει στην υποψία και μόνο κινδύνου. Συνέχισε για τις άλλες δύο καμπίνες αν και κάπως ήξερε πως δεν θα έβρισκε κανέναν κι εκεί. Θα έπρεπε να ψάξει και το υπόλοιπο σκάφος και σκεφτόταν πως όλα αυτά ήταν υπολογισμένα για να τον κρατούν άσκοπα απασχολημένο, η αληθινή ζημιά, το πραγματικό κακό συντελούνταν κάπου αλλού.

 

Το κεφάλι του Νο-Κι είχε μόνο μία θέα στην διάθεση του. Την πίσω δεξιά γωνία της γέφυρας, τους υπολογιστές που επεξεργάζονταν τις γραφές της σαρκοφάγου. Τα ιερογλυφικά κυλίονταν πάνω στις οθόνες λέξη-λέξη, τα σύμβολα τους χωρίζονταν, σκανάρονταν, επανατοποθετούνταν σε άλλη σειρά, συνεχόμενα, τα πάντα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Οι πληροφορίες εντυπώνονταν και στον φρέσκο εγκέφαλο του ρομπότ που είχε αμέσως την απάντηση στον γρίφο.

 

Ο Ζέρο διακτινίστηκε στην αρχική τοποθεσία της πρώτης επαφής. Ήταν αδύνατο να σταλεί κατευθείαν μέσα στο κτίσμα, κανένα είδος μορίων ή νετρονίων δεν μπορούσε να το διαπεράσει. Αυτή τη φορά κάτι άλλο, πιο συγκλονιστικό από το μαυσωλείο του Θεού ταρακούνησε το βλέμμα του. Ένα τεράστιο κύμα άμμου κάλυπτε όλον τον ορίζοντα, ένα θεϊκό τσουνάμι έτοιμο να τους καταπιεί από στιγμή σε στιγμή. Υπήρχε ήδη ένα πέπλο άμμου στον αέρα, του τσιμπούσε τα μάτια και την γλώσσα, του έκαιγε το λαρύγγι. Δεν είχε πολύ καιρό. Άρχισε να τρέχει προς την κοντύτερη είσοδο, πράγμα καθόλου εύκολο όπως βούλιαζαν τα πόδια του στο κάθε βήμα.

 

Έφτασε μέχρι τις αποθήκες. Στην τελευταία τους περιπέτεια ήταν γεμάτη αμφορείς με Φρατιλιανό κρασί, παράνομο σε πέντε συστήματα λόγω της δηλητηριώδους συστάσεως του. Δύο στους πέντε πότες έπεφταν νεκροί από το μεθύσι. Είχαν πάρει την απόφαση τους και είχαν καθίσει και οι τρεις σε έναν κύκλο, ο Σάιμποργκ Τζακ, ο Ζέρο και ο Ζου, ένας αμφορέας ανοιχτός ανάμεσα τους, τρία ποτήρια γεμάτα στα ιδρωμένα τους χέρια. Τελικά, τρεις ολόκληρους αμφορείς μετά, αποδείχτηκαν οι τρεις στους πέντε που την γλίτωσαν. Αυτές ήταν περιπέτειες άξιες ενός Οζυμανδύα, να τις μοιράζεσαι στα καπηλειά με άλλα αποβράσματα και να νιώθεις το νέκταρ της ζωής, του να είσαι ζωντανός. Ενώ αυτή η τωρινή αποστολή…βρώμαγε σαρκική αποσύνθεση, ήταν μια σκέτη απελπισία. Δεν έπρεπε να την είχαν δεχτεί ποτέ. Ο Τζακ θεώρησε απίθανο να είχε τρυπώσει ο επιβάτης τους στην άδεια αποθήκη αλλά ήταν το τελευταίο μέρος που δεν είχε κοιτάξει.

 

Περνώντας την είσοδο ο Ζέρο σκόνταψε πάνω στο πτώμα. Στην αρχή νόμισε πως το κεφάλι του Άμον ήταν χωμένο στην άμμο, όμως έκανε λάθος. Ήταν ακέφαλος.

 

Τα τοιχώματα της αποθήκης είχαν γύρω σειρές από διχτυωτές αιώρες, από κάτω μέχρι επάνω, για να κρεμούν εύθραυστα εμπορεύματα που θέλανε να προστατεύουν από κραδασμούς. Τα πόδια του Αλ Καχούντ ήταν πλεγμένα σε μια τέτοια αιώρα, κρεμόταν με το κεφάλι κάτω και τον λαιμό του κομμένο. Ο Σαίμποργκ Τζακ μόλις είχε πατήσει μέσα στη λίμνη αίματος που κάλυπτε όλο το πάτωμα.

 

Πλησίασε τον Κάβαρο ιερέα από πίσω, με το όπλο σηκωμένο. Ο Σιβ δεν τον αντιλήφθηκε, μουρμούραγε κάποια προσευχή και ήταν απορροφημένος στο μακάβριο έργο του. Κρατούσε το δοχείο του Αλ Καχούντ και ράντιζε τα ιερογλυφικά με αίμα. Ο Ζέρο έμεινε έκπληκτος με αυτό που είδε. Το αίμα έσταζε και γέμιζε τις εσοχές των σκαλισμένων ιερογλυφικών, τα μαλάκωνε σαν να ήταν χαραγμένα σε άμμο, και εκείνα τρέχανε πηχτά και κατακόκκινα, άφηναν τον γρανίτη γυμνό και ματωμένο.

«Τι κάνεις;!!» φώναξε οργισμένος, σαν να είχε εξαπατηθεί κυρίως εκείνος.

«Αυτό που βλέπεις» απάντησε ο Σιβ χωρίς να σταματήσει να ραντίζει.

«Σβήνεις τον Λόγο; Θέλεις να καταργήσεις την Δημιουργία σβήνοντας τον Λόγο;!»

«Αυτό νομίζεις πως κάνω;»

Ο Κάβαρος σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει με το ένα του μάτι. Άρχισε να κακαρίζει, η φάτσα του μια φρικτή καρικατούρα. Ο Ζέρο συνέχισε να τον σημαδεύει.

«Εσένα τι σε νοιάζει. Εσύ δεν πιστεύεις» συνέχισε ο γέρος ειρωνικά.

«Πες μου ποιος στο διάολο είσαι!» γρύλισε μέσα από τα δόντια του ο Ζέρο.

«Α, με υποψιάστηκες ήδη» συμπλήρωσε ο άλλος.

Μετά σήκωσε το χέρι του και του έδειξε την πέτρα.

«Κοίτα. Κοίτα ανόητε.»

 

Όλα τα σύμβολα είχαν σβήσει πάνω στον κόκκινο γρανίτη που αντίκριζαν. Όλα εκτός από ένα.

«Δεν υπήρχε ποτέ ο Λόγος άπιστε μου φίλε, δεν ήταν παρά μια ψευδαίσθηση. Υπήρχε μόνο αυτό το ένα σύμβολο…»

Το πλησίασε με το δάχτυλο του να το σημαδεύει. Πριν τον καταλάβει, ο ιερέας το είχε πιέσει. Ακούστηκε ένα υπόκωφο σπάσιμο.

«Μόνο η σφραγίδα που ανοίγει το σκευοφυλάκιο.»

Ο Ζέρο και ο Σιβ έκαναν πίσω καθώς όλη η πλευρά της εσωτερικής σκεπής που αντίκριζαν άρχισε να ανασηκώνεται με το μουγκρητό τεραστίων, υπόγειων τροχαλιών.

 

 

(Ολοκληρώνεται στο επόμενο κεφάλαιο.)

Link to comment
Share on other sites

Και τότε ο Θεός γύρισε πλευρό και τους τσάκισε με το σώμα του.

Τέλος.

Link to comment
Share on other sites

8. (τελευταίο)

 

Μια άλλη, εξίσου τρομακτική βοή κάλυψε τα ουράνια πάνω από τα κεφάλια τους. Τα πρώτα ραπίσματα της αμμοθύελλας άρχισαν να σκάνε πάνω στη μεγάλη σκεπή. Ο Ζέρο όμως δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το άνοιγμα της καταπακτής, το χάσμα που έχασκε μπροστά του. Φοβόταν να κάνει ένα βήμα εμπρός για να δει καλύτερα. Ήξερε πως υπήρχε ένα απύθμενο κενό εκεί κάτω, τόσο τεράστιο που αν κοίταζε και το έβλεπε, το κεφάλι του θα γίνονταν κομμάτια ανίκανο να το χωρέσει στον μικρό νου του. Πίσω από την πέτρα που ανασηκώθηκε και πάνω από το χάσμα κρεμόταν ένας κυλινδρικός κώδωνας. Ο Ζέρο προσπάθησε να μαζέψει τα λογικά του, να συγκεντρωθεί και ενθυμούμενος τον Σιβ σήκωσε ξανά το όπλο για να τον σημαδεύει.

 

Ο γέρος δεν χαμογελούσε πλέον.

«Κόψε το σχοινί» είπε στον Ζέρο.

Εκείνος κοίταξε τον κώδωνα και είδε πως ήταν δεμένος στην εσωτερική οροφή με ένα απλό σχοινί. Ψήγματα άμμου χτυπούσαν την κυλινδρική μεταλλική επιφάνεια και έβγαζαν έντονους, καθαρούς κροταλισμούς. Κατάλαβε πως η συσκευή ήταν το εργαλείο με το οποίο υποθετικά θα αφυπνίζονταν ο Θεός. Η επιφάνεια του κώδωνα θα πρέπει να ήταν απίστευτα ευαίσθητη. Γιατί του έλεγε ο γέρος να κόψει το σχοινί;

 

Ο Σάιμποργκ Τζακ γύρισε στη γέφυρα και βρήκε τον Νο-Κι σε πλήρη, πανικόβλητη λειτουργία.

«Τζακ! Που είναι ο Ζέρο;!»

«Νο-Κι! Λειτουργείς!»

«Που είναι ο Ζέρο;!»

«Κάτω στον πλανήτη. Στο μαυσωλείο.»

«Μπορεί να είναι πολύ αργά…Κάλεσε τον! Κάλεσε τον τώρα!»

 

Τι θα έκανε κάποιος θρήσκος; Ο Κάβαρος ιερέας στο μήνυμα του τον είχε εξορκίσει να εμπόδιζε την αφύπνιση του Κυρίου ακόμα και με κόστος της ζωής του. Ο γέρος όμως δεν χτυπούσε τον κώδωνα. Αντίθετα, ήθελε να τον αχρηστέψει.

«Κόψε το σχοινί» ξαναείπε ο Σιβ.

«Τη βαρέθηκα όλη αυτή τη φάση» είπε ο Ζέρο και πάτησε την σκανδάλη.

Ο γέρος χαμογέλασε πάλι και ο Ζέρο ούρλιαξε από φριχτό πόνο. Ένιωσε τα χέρια του να ζαρώνουν, να γίνονται ξύλινα σαν αφυδατωμένης μούμιας. Το όπλο του έπεσε στην άμμο.

 

Αν υπάρχει Θεός, σκέφτηκε, ας τον αναλάβει Εκείνος. Βούτηξε προς το άνοιγμα και χτύπησε τον κώδωνα με τον ώμο του. Ο ήχος που προκλήθηκε ήταν τεράστιος. Απλώθηκε σαν έκρηξη και ταρακούνησε όλο το κτίσμα, άκουσαν την οροφή από πάνω τους να τρίζει από το γκελ. Ανίκανος να λυγίσει τα χέρια του, έπεσε στην άμμο και κάλυψε τα αφτιά του με τους αγκώνες. Τα ηχητικά κύματα σκορπίστηκαν και επαναλήφθηκαν με αμείωτη ένταση. Είδε τον γέρο ιερέα να σηκώνει τα χέρια του εκστασιασμένος και να φωνάζει κάτι που δεν ακουγόταν κάτω από την μεταλλική εκείνη κλαγγή.

 

Μετά, το κουδούνισμα καταλάγιασε, ακολούθησε πλήρης ηρεμία. Ήταν όντως έτσι ή είχε κουφαθεί; Είχε μειωθεί και η βοή της θύελλας. Τον αφύπνισε ο ηλεκτρονικός παλμός του διαβιβαστή στο μπράτσο του. Ήταν η φωνή του Τζακ.

«Ζέρο…Ζέρο μ’ ακούς;…Βρήκα τον Αλ Καχούντ! Δολοφονημένο! Έχω και τον Νο-Κι εδώ…λέει διάφορα τρελά…Έλα Ζέρο!»

Ο Ζέρο ανακάθισε, δεν μπορούσε όμως να πατήσει το κουμπάκι στο μπράτσο για να απαντήσει. Τα δάχτυλα του έμοιαζαν με τσακισμένα κλαδάκια. Ο Σιβ στεκόταν στην θέση του ακίνητος, παρακολουθούσε ασυγκίνητος σαν να έβλεπε κάποιο θεατρικό δράμα που έβρισκε αδιάφορο.

 

Ακολούθησε η φωνή του Νο-Κι.

«Ζέρο! Μην ανοίξεις την κρύπτη!»

Πολύ αργά, σκέφτηκε ο άντρας. Με λίγο κόπο σηκώθηκε και ήρθε δίπλα στο άνοιγμα, τόλμησε να κοιτάξει στο χάσμα. Ήταν το απόλυτο μαύρο κενό. Το τίποτα. Ο Νο-Κι συνέχισε.

 

«Η οντότητα που κοιμάται μέσα στο μαυσωλείο, αυτή που αποκαλείτε Θεό, ονειρεύεται. Ονειρεύεται το σύμπαν, την δημιουργία, όλους εμάς. Συμμετέχει και ο Ίδιος στην καθημερινή ζωή κρατώντας κάποιον χαρακτηριστικό θνητό ρόλο για τον εαυτό του, μπορεί να είναι ο καθένας μας ή όλοι μαζί ταυτόχρονα. Ο Αλ Καχούντ πρέπει να ήταν η πιο συνειδητοποιημένη του προσωποποίηση αν και δεν θα μπορούσε να έχει επίγνωση του ποιος είναι και του ότι συμμετέχει σε κάποιο όνειρο, όπως συμβαίνει σε όλους εσάς τους οργανικούς. Ακόμα κι εγώ το ρομπότ είμαι πρωταγωνιστής του θεϊκού ασυνείδητου, τώρα το γνωρίζω. Καθώς δεν γνωρίζει πάντα πως ονειρεύεται, ο Θεός δεν έχει συχνά και έλεγχο των όσων συμβαίνουν. Πριν αποκοιμηθεί όμως σκέφτηκε κάποια σύμβολα, σαν προειδοποιητικούς φάρους, που όταν θα τα συναντούσε στα όνειρα θα αφύπνιζαν το συνειδητό Του και θα ήξερε πως ονειρευόταν, θα μπορούσε να πάρει τα πράγματα στον έλεγχο Του, κυρίως για να προστατέψει την δημιουργία. Τα ανθρωπόμορφα, σάρκινα κυρίως πλάσματα, έχουν αδύναμους εγκεφάλους και δεν κατανοούν πάντα τα σύμβολα. Όχι όμως και τα εγκεφαλικά κύτταρα ενός ρομπότ. Αναγνώρισα αμέσως τα σύμβολα μόλις τα είδα. Ήξερα ποιος ήμουν, τι συνέβαινε, τι έπρεπε να κάνω για να μας σταματήσω. Απέτυχα όμως Ζέρο, δεν τα κατάφερα…μην κάνεις εσύ το ίδιο λάθος…»

 

Ακολούθησαν κάποιοι στατικοί ήχοι.

«…καταλαβαίνεις τι θα συμβεί αν ξυπνήσει…»

Το μαυσωλείο καλύφτηκε από μια άγρια κουβέρτα άμμου και το εσωτερικό βυθίστηκε στις σκιές. Μπορούσε ακόμα να διακρίνει την σιλουέτα τον Σιβ.

«Εσύ; Τι σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι ασφαλής;» τον ρώτησε.

Το τυφλό μάτι του ιερέα φωσφόριζε κόκκινο στο σκοτάδι.

«Εγώ προϋπάρχω της Δημιουργίας άπιστε!» απάντησε.

 

Ο Ζέρο έπιασε μια κίνηση αριστερά του. Ερχόταν μέσα από την κρύπτη, περίεργα ορατή μέσα στη μαυρίλα. Έμοιαζε σαν να σηκωνόταν ένα πέπλο, σαν βλέφαρο, αποκαλύπτοντας μια υγρή, φωτεινή επιφάνεια απίστευτων, παλλόμενων χρωμάτων. Στο κέντρο, μια μικρή μαύρη τρύπα συστελλόταν και διαστελλόταν σαν παλλόμενη καρδιά. Ήταν ένας τρομακτικός καθρέπτης και ο Ζέρο γνώριζε πως αντίκριζε την ίδια του την ψυχή. Τον κοίταζε ο Θεός.

 

Γύρισε και φώναξε προς τον Σιβ.

«Τώρα θα ε

Link to comment
Share on other sites

Καλά ξυπνητούρια Dino. Ελπίζω να κοιμήθηκες καλά, και τα όνειρά σου να ήταν γλυκά.

Link to comment
Share on other sites

Μηνά, έχουμε χάσει κάποιο επεισόδιο? Τα δύο ποστς σου στο τόπικ αυτό είναι σχόλια για την ιστορία του Ντίνο? (Την οποία ξεκίνησα να διαβάζω τώρα που τελείωσε και γω).

Link to comment
Share on other sites

Ξεκίνησα και εγώ μόλις να τη διαβάζω. Οπότε σχόλια... χμ.... αργότερα.

Ντίνο το τέλος είναι οκ? Ηθελημένα τελειώνει απότομα;

Link to comment
Share on other sites

Ξεκίνησα και εγώ μόλις να τη διαβάζω. Οπότε σχόλια... χμ.... αργότερα.

Ντίνο το τέλος είναι οκ? Ηθελημένα τελειώνει απότομα;

Ηθελημένα. Έτσι τελειώνει.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..