Jump to content

ΔΩΔΕΚΑ


DinoHajiyorgi

Recommended Posts

Πέμπτον

 

 

Το Σούπερ Νόβα σκόρπισε την ύλη του με μία βίαιη εκσπερμάτωση και το σύμπαν άρχισε να παίρνει ξανά μορφή στο ταβάνι της κρεβατοκάμαρας. Ξαπλωμένοι σε ανάκατα σεντόνια, γυμνοί σαν τους πρωτόπλαστους, παρατηρούσαν στο σκοτάδι νεφελώματα, γαλαξίες και αστερισμούς να γλιστρούν και να ταξιδεύουν πάνω στους τοίχους, τις κουρτίνες, στα γύψινα και τα φωτιστικά. Το μηχάνημα του το είχε φέρει κάποιος φίλος από την Σουηδία. Με αυτό τώρα είχε μετατρέψει το δωμάτιο του σε πλανητάριο, ένα χώρο χαλάρωσης μετά την διεκπεραίωση της συναλλαγής του με την Άσπα.

«Πριν από τρισεκατομμύρια χρόνια και βάλε, όλα όσα βλέπεις γύρω σου, αυτό το σπίτι, το τραπέζι, το κρεβάτι, τα σεντόνια, ακόμα εγώ κι εσύ ήμασταν το ίδιο υλικό. Αστρόσκονη. Υλικό ενός ακόμα παλαιότερου σύμπαντος που εξαντλήθηκε και χάθηκε σε μια έκρηξη. Ίσως υπήρχε ένας Πέτρος και μία Άσπα και σε εκείνη την πραγματικότητα. Και να τώρα, τρισεκατομμύρια χρόνια και βάλε μετά, εσύ κι εγώ είμαστε εδώ και επαναλαμβάνουμε μια κωμική πράξη, γιατί πρέπει να το παραδεχτούμε, από κοσμολογικής άποψης το σεξ είναι η τρανή απόδειξη πως ο Θεός έχει αίσθηση του χιούμορ...»

Γύρισε προς το μέρος της και άρχισε να κάνει κύκλους με το δάχτυλο του πάνω στο στήθος της.

«Αυτό το υπέροχο στήθος ήταν κάποτε αστρόσκονη που έπλεε στο σύμπαν, μέχρι που η ύλη άρχισε να περιστρέφεται και να συμπυκνώνεται σ’αυτό το γεμάτο ... στητό αποτέλεσμα...»

Το πήρε στο στόμα του να το γευτεί ξανά αχόρταγα. Δεν ήταν σίγουρος πότε η Άσπα θα τερμάτιζε τον χρόνο τους. Εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά.

«Είσαι πολύ παράξενος.»

«Εγώ είμαι παράξενος;»

«Σε κατάλαβα από την πρώτη στιγμή που μου μίλησες, στο νοσοκομείο.»

«Γοητεύτηκες;»

«Επιεικώς ... μου άναψες την περιέργεια.»

«Αλλά δεν θα πήγαινες μαζί μου δωρεάν.»

«Αυτό ποτέ.»

«Ποτέ-ποτέ;»

«Ποτέ και με κανέναν. Το έδωσα τσάμπα νωρίς στην ζωή μου και τι κατάλαβα; Η Άσπα το έμαθε το μάθημα της.»

«Θα μου πεις κι εμένα;»

«Λυπάμαι. Η ταρίφα δεν το περιλαμβάνει.»

«Και ο Φραγκάκης ήταν πελάτης σου; Γιατί πήγες να τον δεις στο νοσοκομείο;»

Ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι της και την μιμήθηκε κι εκείνος. Πήρε την τσάντα της από το κομοδίνο να ψάξει για τα τσιγάρα της.

«Συνήθως τους θυμάμαι όλους. Αυτόν τον είχα ξεχάσει. Δεν τον θυμήθηκα ούτε όταν φρόντιζα το τραύμα του. Ήθελα να βεβαιωθώ. Δίνω σημασία σ’αυτά ... στη μνήμη για παράδειγμα.»

«Δεν σου είχε κάνει εντύπωση όταν τον είχες πελάτη;»

«Ήταν μια βίζιτα που δεν κατέληξε πουθενά.»

«Ναι, αλλά ήταν ο Σταύρος Φραγκάκης ο ηθοποιός!»

«Δεν τον είχα δει ποτέ μου. Δεν βλέπω ταινίες.»

«Αστειεύεσαι...»

Ο Πέτρος πετάχτηκε από το κρεβάτι και καμπούριασε σε ένα ράφι με ταξινομημένες βιντεοκασέτες, η εκλεκτική του συλλογή από αγαπημένες ταινίες. Άρχισε να ψάχνει ετικέτες. Η Άσπα ξεφύσησε τον καπνό της και τον κοίταξε σαν να είχε τρελαθεί. Κατά κάποιο τρόπο το μυαλό του Πέτρου ήταν εκείνη την στιγμή σε άλλη τροχιά, σε άλλες γι άλλες αγαπημένες εμμονές.

«Πρέπει να σου δείξω ... για να καταλάβεις ... Τα τελευταία χρόνια σπαταλήθηκε σε δύο-τρεις ηλίθιες ταινίες και μετά ένα χαζό σήριαλ ... αλλά κάποτε ήταν μεγάλος...»

Βρήκε την κασέτα που έψαχνε και την έβαλε στη μηχανή. Με δύο κοντρόλ στο χέρι, ένα για την τηλεόραση και ένα για το βίντεο, επέστρεψε δίπλα της ενθουσιασμένος. Αυτό της ήταν σίγουρα καινούργιο.

«Θα δούμε ταινία τώρα;» τον ρώτησε.

«Θέλω να σου δείξω μια σκηνή μόνο ... ‘Το Σκοτεινό Λιμάνι’ γυρίστηκε το `82 από τον Πετρίδη σε ασπρόμαυρο. Ήθελε να δώσει μια νέα πνοή στα παλιά μελό, να τονίσει τις αληθινές ανθρώπινες αξίες που ακόμα τόσο μας συγκλονίζουν αλλά αρνούμαστε να παραδεχτούμε, μια ιδέα που φυσικά δεν εκτιμήθηκε ποτέ ... Δεν τα πήγε καθόλου καλά στο Φεστιβάλ αλλά είναι κατά την γνώμη μου μια από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Τυχαίνει να είναι και η τελευταία ταινία του Ορέστη Λαζαρίδη. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του παλιού κινηματογράφου και ο Σταύρος Φραγκάκης είχε την τύχη να τον προλάβει για συμπρωταγωνιστή...»

Προσηλωμένος στο τηλεκοντρόλ έψαχνε την σκηνή που ήθελε να της δείξει. Η Άσπα άρχιζε να το διασκεδάζει. Δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο της καθώς τον παρατηρούσε.

«Το έργο είναι μια παραλλαγή του μύθου του κόμη Μοντεχρήστου. Ξέρεις τον ‘Κόμη Μοντεχρήστο’; ... Τέλος πάντων ... Ο Σταύρος παίζει κάποιον που φυλακίστηκε άδικα για τον φόνο που έκανε κάποιος άλλος. Όταν βγαίνει από την φυλακή ανακαλύπτει πως ο κάποιος άλλος του έχει πάρει την γυναίκα που αγαπούσε. Αλλά αυτό δεν είναι το ζουμί της ιστορίας. Το ζουμί είναι πως ο πατέρας του Σταύρου, που τον ερμηνεύει ο Λαζαρίδης, έχει πιστέψει την ενοχή του γιου του. Τον έχει για στυγνό μαχαιροβγάλτη. Εδώ ο Σταύρος, μετά την αποφυλάκιση του, έρχεται στο μαγαζί που παίζει ο πατέρας του, ο ρεμπέτης, και χορεύει μπροστά του ένα ζεϊμπέκικο.»

Σήκωσε το κοντρόλ του βίντεο και πάτησε το PLAY.

 

Η κομπανία άρχισε να παίζει έναν μικρασιάτικο, ρεμπέτικο σκοπό. Αυτό ήταν το σύνθημα για την είσοδο του. Κατέβηκε τις σκάλες αργά, διστακτικά, στο μικρό, καπνισμένο κουτούκι. Λίγα τραπέζια, λιγοστοί πελάτες, μεθυσμένα βλέμματα. Η ορχήστρα ήταν ένας απλός πάγκος σε μια εσοχή του τοίχου. Λουσμένοι σε έντονο φωτισμό ήταν τέσσερις οργανοπαίκτες και μία κορδωμένη κοπέλα με αλύγιστο λαιμό. Καθόντουσαν στην σειρά σε ξύλινες καρέκλες. Κεντρικό μπουζούκι ο Ορέστης Λαζαρίδης, με παχύ μουστάκι. Έδειχνε γερασμένος, τσακισμένος από τα χρόνια. Έπαιζε το μπουζούκι του με πόνο καρδιάς. Κοντοκουρεμένος, με καθαρό, αθώο πρόσωπο και ζωηρό βλέμμα, ο Σταύρος κοίταξε επίμονα τον πατέρα του, σαν να του φώναζε να τον προσέξει. Εκείνος τον αντιλήφθηκε, ταράχτηκε αλλά συγκρατήθηκε, συνέχιζε να παίζει. Αγνοημένος, ο γιος άρχισε να χορεύει το ζεϊμπέκικο μπροστά στην ορχήστρα. Οι κινήσεις του γεμάτες πάθος, πείσμα, ένταση. Μην μπορώντας να αντέξει άλλο, ο Ορέστης σταμάτησε και πετάχτηκε όρθιος μπροστά στο παιδί του. Τον κατακεραύνωσε με ένα ανελέητα σκληρό βλέμμα. Η φωνή του έτρεμε από την συγκίνηση.

«Άκου να σου πω ... Αυτό το μαγαζί το έχτισαν τίμιες, ξεριζωμένες ψυχές με άσπιλο κούτελο. Δεν υπάρχει θέση για φονιάδες εδώ. Σου ζητώ να φύγεις ρεμάλι.. Μου μολύνεις τον αέρα που αναπνέω. Δεν παίζω για μαχαιροβγάλτες!»

Κάθε του λέξη κι ένα χαστούκι. Ο Σταύρος κατάπιε την πίκρα επίπονα, κοίταξε τον γέρο πληγωμένος.

«Δεν υπάρχει μια θέση στην καρδιά σου πατέρα για έναν άσωτο γιο; Πως μπορεί η μεγάλη, δίκαιη καρδιά σου να με καταδικάζει τόσο εύκολα;»

«Δεν είσαι ο μόνος που φυλακίστηκε για το έγκλημα σου. Φυλακίστηκα κι εγώ εδώ έξω μαζί σου, αναγκασμένος να ζω με τις συνέπειες της πράξης σου. Μάρτυρας στα δάκρυα και τον πόνο που έσπειρες με το φονικό. Εσύ ... ο γιος μου! Το παιδί μου ... ο εγκληματίας!»

Ο ηλικιωμένος άντρας συγκλονίστηκε από τα ίδια του τα λόγια. Έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του και πήγε να πέσει. Η κομπανία του τον πλαισίωσε αμέσως προστατευτικά, τον στήριξε. Πήγε και ο Σταύρος να συγκρατήσει τον πατέρα του αλλά τον εμπόδισε ένας ρεμπέτης. Ο Ορέστης ξεκούμπωσε το πουκάμισο του. Ανάσαινε με δυσκολία.

«Φύγε ... Δεν έχω γιο ... δεν υπήρξα ποτέ πατέρας ... Είσαι κάποιος που μου στέρησε την υπερηφάνεια μου. Φύγε!»

Ήταν η σειρά του Σταύρου να συγκλονιστεί. Κανείς δεν μπορούσε να αποδώσει έναν διάλογο καταπέλτη σαν τον Ορέστη, ήταν μοναδικός. Πόσο το είχε ξεχάσει, πόσο του είχε λείψει ... Καυτά δάκρια ανάβλυσαν στα μάτια του. Τι συνέβαινε εδώ; Ποιος ήταν; Τι είχε συμβεί; Που είχαν χαθεί όλα;

 

«Τα λόγια σου με καίνε ... με σκοτώνουν πατέρα ... Ρε Ορέστη ... Συγνώμη...»

Τα είχε χάσει. Σκούπισε τα μάτια του και κοίταξε αριστερά του. Εκεί ήταν, γύρω από την κάμερα, όλη η παλιοπαρέα, ο Πετρίδης, ο Φιλήμωνας, το συνεργείο, σαν φαντάσματα στο μισοσκόταδο, να τον κοιτούν χαμογελαστοί, όλο συμπάθεια.

«Συγνώμη παιδιά αλλά ... Δεν ξέρετε πόσο μου λείψατε.»

Κοίταξε ξανά τον Ορέστη. Εκείνος είχε βγει πια από τον ρόλο του σκληρού πατέρα και τον κοιτούσε κι εκείνος γελαστός, με μάτια ζωηρά, όπως τα θυμόταν από τότε, στις χαμένες, αγαπητές μέρες.

«Ορέστη ... Τι έγινες Ορέστη ... γιατί μας άφησες τόσο νωρίς; Έμεινα μόνος ... τόσο μόνος. Νά’ξερες πως κατάντησα...»

Ο Ορέστης άφησε τους άλλους ρεμπέτες και τον πλησίασε στοργικά.

«Και έπρεπε να πας να φυτέψεις μια σφαίρα στο κεφάλι σου;»

«Ήμουν σε αδιέξοδο. Δεν ξέρετε τι σκληρός που έχει γίνει ο κόσμος. Χάθηκαν όλα όσα ξέραμε, όλα όσα ελπίζαμε...»

«Και εμείς αγαπήσαμε την δουλειά μας αλλά αγαπάμε την τέχνη γιατί πρωτίστως αγαπάμε την ζωή. Είμαστε ηθοπλάστες Σταύρο. Πόσοι άνθρωποι που πάνε καθημερινά σε μια δουλειά που μισούν μπορούν να πουν πως αγαπάνε την ζωή τους; Εσύ έτσι ... αρχίζεις με το πιοτό και τελειώνεις με ένα ‘μπαμ’ και κάτω;! Αναιρείς όλα όσα προσέφερες στον κόσμο με μια χαζομάρα;»

«Και τι να έκανα;»

Τους πλησίασε ο Φιλήμωνας, ο πατερούλης όλων τους, με την χαρακτηριστική βραχνάδα του.

«Ζήσε. Ερωτέψου. Γίνε πατέρας.»

«Σταμάτησες να ζεις στο παρόν και γαντζώθηκες από το παρελθόν» συμπλήρωσε ο Ορέστης πριν συνεχίσει ο Φιλήμωνας.

«Το παρελθόν είναι νεκρό.»

«Σαν κι εμάς.»

«Ατένιζε το μέλλον. Δεν είναι αργά.»

Τους κοίταξε με δυσπιστία.

«Δεν είναι;»

Ο Ορέστης ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Σταύρου.

«Ξέρεις εσύ.»

«Αυτά που σου λέμε, νομίζεις πως τα ακούς από μας;» φώναξε ο Φιλήμωνας.

«Στο νοσοκομείο είσαι καημένε! Αναίσθητος σαν συναγρίδα. Είναι όλα στο κεφάλι σου» τον βεβαίωσε ο Ορέστης.

«Κι εσείς; Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω χωρίς εσάς παιδιά...»

Ο Ορέστης έβαλε το χέρι στο στήθος του.

«Εμείς είμαστε εδώ. Δεν είπαμε και να μας ξεχάσεις ε; Ηθοπλάστες Σταύρο!»

Ξαφνικά έσβησαν τα φώτα και το πλατό βυθίστηκε στο σκοτάδι. Χάθηκαν όλοι τους. Τώρα άκουγε μόνο την καρδιά του να χτυπάει φοβισμένα. Άρχισε να κρυώνει. Η τρεμάμενη φωνή του αντήχησε μοναχική μέσα στο απόλυτο κενό.

«Ορέστη! Φιλήμωνα! Φοβάμαι...!»

 

Το φως της μέρας ήταν χλωμό, και ψυχρό, παρά την ζέστη που πρόβλεπαν για άλλη μια φορά οι μετεωρολόγοι. Όλοι τους ένιωθαν άβολα, ο καθένας για τον προσωπικό του λόγο φυσικά. Το κάθε δευτερόλεπτο ήταν βασανιστικό και ασήκωτο. Ο δικηγόρος ξερόβηξε για να διώξει την αμηχανία του. Σαν θάλαμος εκτελέσεων ήταν εκεί μέσα. Ήταν η πρώτη του φορά και αναλογίστηκε στις πόσες φορές το συνηθίζεις κάτι τέτοιο. Δίπλα του, η πελάτισσα του έτρεμε ολόκληρη, κατακόκκινη από το κλάμα. Οι άλλοι τρεις, αυτοί που σίγουρα είχαν φάει τον θάνατο με το κουτάλι εκεί μέσα, ο γιατρός, η νοσοκόμα και ο διευθυντής του νοσοκομείου, κοίταζαν με ευλάβεια το πάτωμα προφανώς για να κρύψουν από τους υποφέροντες την αδιαφορία τους. Ο ασθενής ήταν κάτασπρος σαν το σεντόνι, χαμένος ποιος ξέρει που, ανήξερος αποφάσεων που πάρθηκαν σε βάρος του. Η τεχνητή αναπνοή φυσούσε και ξεφυσούσε για λόγου του με έναν εκνευριστικό, αρρωστημένο ήχο.

«Δε τελειώνουμε;» σκέφτηκε ο δικηγόρος και σχεδόν το ξεστόμισε φωναχτά.

Καπάκι, νά’ναι ευλογημένος, ο γιατρός απευθύνθηκε στην Ζήνα.

«Είστε έτοιμη; Να προχωρήσουμε;»

Εκείνη, ανήμπορη να απαντήσει, ξεφύσησε σπαραχτικά στο χαρτομάντιλο της και κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Ο γιατρός έκανε νόημα στην νοσοκόμα η οποία πλησίασε το μηχάνημα δίπλα στον ασθενή και άρχισε να κλείνει ένα-ένα τα κουμπιά. Ο δικηγόρος αναρωτήθηκε γιατί δεν τραβούσαν απλώς την πρίζα. Η Ζήνα γαντζώθηκε από το κιγκλίδωμα του κρεβατιού και άφησε τα δάκρια της ελεύθερα. Άρπαξε επίπονα το στήθος της όταν η αδελφή άρχισε να αφαιρεί καλώδια και σωληνώσεις από τον αδελφό της. Τραβώντας έναν ορό το χέρι του Σταύρου αιωρήθηκε για ένα δευτερόλεπτο πριν πέσει πάλι ξερό και πανιασμένο στο σεντόνι. Η εικόνα κατάφερε να τους ταράξει κάπως, και τους πιο σκληρόπετσους. Ο διευθυντής του νοσοκομείου θυμήθηκε μια από τις αγαπημένες ταινίες με τον Φραγκάκη και κατάλαβε πως δεν θα ξανάβλεπε αυτά τα έργα με το ίδιο μάτι. Η νοσοκόμα έκανε πίσω. Ο Σταύρος ήταν εκτεθειμένος, γυμνός από κάθε υποστήριξη. Η μόνη ένδειξη που συνέχισε να χτυπάει στα μηχανήματα ήταν ο παλμός της καρδιάς του. Τώρα περίμεναν. Το μοιραίο. Ένας ρόγχος ξέφυγε από το στόμα του αναίσθητου άντρα. Ο δικηγόρος αναπήδησε τρομαγμένος. Το σώμα του Σταύρου άρχισε να συσπάται καθώς αγωνιζόταν να αναπνεύσει. Οι ηλεκτρονικοί ήχοι της καρδιάς του έχασαν τον ρυθμό τους. Η Ζήνα βογκούσε πλέον απροκάλυπτα, γοερά. Οι υπόλοιποι προσπαθούσαν να σταθούν ψύχραιμοι. Ο δικηγόρος έστρεψε το βλέμμα του στο παράθυρο. Τότε ακολούθησε αυτό που δεν περίμενε κανείς. Το στήθος του Σταύρου άρχισε να ανεβοκατεβαίνει, να εισπνέει, να εκπνέει. Το σώμα χαλάρωσε, έμεινε αναίσθητο αλλά ανάπνεε. Τα μπιπ στο μηχάνημα σταθεροποιήθηκαν άλλη μια φορά. Κοιτάχτηκαν σαν να ρωτούσαν ο ένας τον άλλον με τα μάτια «τι έγινε;» Η Ζήνα ένιωσε αμέσως το θαύμα, έπεσε στα πόδια του κρεβατιού, χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, έκλαιγε, ευχαριστούσε την Παναγιά για την χάρη της. Οι τρεις του νοσοκομείου ένιωσαν μια αναπάντεχη συγκίνηση καθώς αυτό δεν τους είχε ξανατύχει. Ο δικηγόρος τα είχε τελείως χαμένα και δεν ήξερε πως να νιώσει.

 

Ο Πέτρος είχε επιτέλους ξεραθεί στον ύπνο, κανόνια δεν θα τον ξυπνούσαν όπως θα έλεγε ο παππούς του. Η Άσπα ντύθηκε και κατέβηκε αθόρυβα στο σαλόνι. Προς έκπληξη της έπεσε πάνω στον Θανάση που έστρωνε το τραπέζι για πρωινό. Την κοίταξε ερωτηματικά.

«Καλημέρα κοπέλα μου. Φεύγεις; Σας ετοίμασα πρωινό.»

«Καλημέρα ... Ο Πέτρος κοιμάται και εγώ πρέπει να φύγω, έχω ένα ραντεβού...»

«Ανοησίες. Πως θα ξεκινήσεις την μέρα χωρίς να ανακτήσεις τις δυνάμεις σου; Και πως θα φύγεις; Ο εγγονός μου δεν σ’έφερε χθες;»

Ένιωθε άβολα στην παρουσία αυτού του άντρα με την αρχοντική ψυχή.

«Θα σταματήσω κανένα ταξί...»

«Δεν περνούν από δω τέτοια ώρα. Είναι δύσκολη περιοχή. Κάτσε πιες έναν χυμό, άλειψε λίγο βούτυρο και μέλι στην φρυγανιά σου, κι εγώ θα καλέσω ραδιοταξί. Ότι βλέπεις στο τραπέζι είναι Χιώτικο και θα προσβληθώ αν μου αρνηθείς.»

Παραδόθηκε, συνήθως ήταν ο ευκολότερος τρόπος να ξεγλιστρήσεις.

«Όπως νομίζετε.»

Πήρε θέση μπροστά στο καθαρό, ευωδιαστό τραπεζομάντιλο και έφαγε το αβγουλάκι της σαν καλό κορίτσι.

 

Ο Ζανό είχε συνέλθει. Ανέπνεε αργά, τρομαγμένος. Φοβόταν. Το νήμα της ζωής του είχε κοπεί και του το είχαν ξαναδέσει με έναν πρόχειρο, ισχνό κόμπο. Δεν το είχε δει ποτέ έτσι μέχρι τώρα. Είχε γεράσει, ήταν άλλος ένας φοβισμένος γέρος που είχε χάσει τελεσίδικα και τον τουπέ του, αυτό το σκήπτρο που πάσχιζε να διατηρήσει όλη του την ζωή. Η ματαιότητα όλων ... Άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Νίκος. Κράτησε την απόσταση του από το κρεβάτι. Ανάμεσα τους έπαιζε ένα βουβό έργο, αποσπάσματα από κοινά λάθη, τόσο οργή και τυφλό μίσος, σε μουσείο ανήκαν τώρα. Ο Ζανό κατάφερε και τον πρόλαβε, έσπασε πρώτος την μεταξύ τους αμηχανία κερδίζοντας κάποιο χαμένο έδαφος αξιοπρέπειας. Του δινόταν η ευκαιρία να κάνει το σωστό, το αντρικό κι αντρίκειο, και ο Νίκος του το παραχώρησε.

«Γιατί το έκανες; Γιατί μ’έσωσες;» ρώτησε φοβούμενος ταυτόχρονα και την απάντηση.

«Δεν ξέρω. Εκείνη την στιγμή δεν το σκέφτηκα. Ίσως το έκανα για μένα. Θέλω να ησυχάσω από σένα.»

«Ας μ’άφηνες να πεθάνω.»

«Αν πέθαινες δεν θα ησύχαζα ποτέ! Τώρα η ζωή σου είναι δική μου και απαιτώ να με αφήσεις ήσυχο.»

Ο Ζανό πήρε μια βαθιά εισπνοή με κόπο. Η αναπνοή του ήταν σφυριχτή και δύσκολη.

«Δεν έχω πια τίποτα μαζί σου. Οι δυο μας έχουμε τελειώσει.»

Δεν υπήρχε να ειπωθεί τίποτα άλλο. Του γύρισε την πλάτη και βγήκε από το δωμάτιο. Ο Νίκος ήταν η πρώτη και τελευταία επίσκεψη που θα είχε στο νοσοκομείο. Ο Ζανό κατάλαβε πως είχαν τελειώσει όλα, η ζωή του ήταν πλέον το απόλυτο κενό, είχε χαθεί και ο τελευταίος σκοπός της ύπαρξης του. Βρισκόταν ήδη στην κόλαση.

 

Στον διάδρομο έπεσε πάνω στην Ζήνα. Έπλενε το πρόσωπο της στην βρύση και ρουφούσε την μύτη της καθώς της είχαν τελειώσει τα χαρτομάντιλα. Πλησίασε και της προσέφερε ένα από τα δικά του. Τον ευχαρίστησε αδύναμα. Στο βάθος, ο διευθυντής και ο γιατρός έδιναν συνέντευξη σε ένα τσούρμο δημοσιογράφων, ήταν και οι δύο υπερήφανοι για την αποδοτική φροντίδα του νοσοκομείου τους σε μια δύσκολη περίπτωση σαν αυτή του Σταύρου Φραγκάκη. Κοίταξε καλά την Ζήνα.

«Είσαι η αδελφή του ηθοποιού που πυροβολήθηκε στο Μετρό;»

Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

«Πως είναι;»

«Καλύτερα. Υπάρχει ελπίδα. Είναι ακόμα σε κώμα αλλά αναπνέει χωρίς τα μηχανήματα.»

Ο Νίκος κούνησε το κεφάλι του και της χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι εκείνη αν και υγράνθηκαν τα μάτια της άλλη μια φορά.

«Είναι καλός οιωνός» της είπε.

«Ναι είναι» είπε κι εκείνη με τρεμάμενη φωνή.

Την χαιρέτησε τραβώντας ελαφρά τον γείσο του κασκέτου του και γύρισε να φύγει με ελαφρύ βήμα. Υπήρχαν οιωνοί παντού, λαλίστατοι οιωνοί και όλοι τους ήταν καλοί.

 

Έσκυψε και τον φίλησε στο μάγουλο πριν μπει στο ταξί. Γύρισε στο σαλόνι με το μάγουλο του να μυρμηγκιάζει ηδονικά. Συνάντησε τον αγουροξυπνημένο εγγονό του που τον κοίταζε σαν χαμένος.

«Έφυγε;»

«Βιαζόταν. Κάτσε να φας.»

Κάθισε βαρύς και κοίταξε το κενό. Δεν πεινούσε καθόλου.

«Έχω να συναντήσω τον Άρη. Θα πάρω έναν καφέ έξω...»

«Ωραία κοπέλα. Η ομορφότερη απ’όσες σε έχω δει μαζί.»

«Ναι είναι όμορφη.»

«Μήπως λίγο μεγάλη;»

Δεν ήταν σίγουρος για την ηλικία της ο Πέτρος. Εκείνο το βλέμμα της, οι εμπειρίες που πρόδιδε, τα τόσα κρεβάτια ... Ανατρίχιασε. Της έδιναν ίσως μια λανθάνουσα ωριμότητα. Ήταν και ο κυνισμός της που κέρδιζε τις εντυπώσεις, ο κυνισμός πάντα τους κέρδιζε...

 

Το φως ήταν εκτυφλωτικό. Δύσκολα θα έβρισκες φάτσα χωρίς γυαλιά ηλίου. Για τους οπαδούς της πλατείας ήταν ακόμα νωρίς για την παραλία. Το παιχνίδι στηνόταν τώρα, στο φλερτ, στις νέες γνωριμίες, στον συντονισμό των παλιών, όλα για το μεταμεσημεριανό πρόγραμμα. Κάθε τραπέζι και παγωμένο φραπέ κάθε φραπέ και κινητή τηλεφωνία. Ο Άρης είχε ήδη τον φραπέ του όταν έφτασε ο Πέτρος. Πέταξε το κινητό του στο τραπέζι, δίπλα στο άλλο, και κάθισε στην ψάθινη καρέκλα. Ο Άρης αδημονούσε για νέα, ήθελε να μάθει για το χθεσινό βράδυ του φίλου του, τη βίζιτα καρέ-καρέ με όλες τις λεπτομέρειες.

«Να παραγγείλω κάτι πρώτα»ήταν η πρώτη κουβέντα του Πέτρου στο επίμονο βλέμμα του Άρη.

«Θα με σκάσεις. Λέγε πριν έρθουν τα κορίτσια.»

«Ποια κορίτσια;»

«Η Μίνα και η Ηρώ. Δεν σου τό’πα;»

Το είχε ξεχάσει τελείως, ίσως έφταιγε πως δεν είχε κοιμηθεί αρκετά το βράδυ. Ίσως ήταν κάτι άλλο. Από την μια ήθελε να έρθει να μοιραστεί την εμπειρία του με τον κολλητό του, να πουν κι ένα καλαμπούρι να γελάσουν, από την άλλη ... κάτι έλειπε. Την όλη ιστορία την είχε κλείσει εκείνη κι όχι εκείνος.

«Πάρε κι αυτό το πουρμπουάρ κορίτσι μου, ήσουν και γαμώ! Τώρα συγνώμη αλλά έχω ένα ραντεβού, θέλεις να σου φωνάξω ταξί; Αν χρειαστεί ξανά ... έχω το τηλέφωνο σου.»

Αυτό είχε σκοπό να της πει, έτσι ήθελε να κλείσει ο ίδιος την ιστορία. Στο άγγιγμα της όμως είχαν χαθεί όλα, πέσανε όλες οι προστατευτικές του μάσκες και ήταν ο Πέτρος το παιδί, γεμάτος ανασφάλειες και αφέλεια. Δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πόσο της είχε ανοιχτεί, πόσες από τις άγνωστες, προσωπικές πτυχές του εαυτού του της είχε αποκαλύψει. Τώρα, μακριά από την σαγήνη της ένιωθε πικρή μεταμέλεια. Δεν μπορούσε να μοιραστεί τίποτα από αυτά με τον Άρη.

«Τι έχεις ρε συ; Ήταν καλό ή όχι;»

Τουλάχιστον υπήρχε το σεξ δόξα τω Θεώ, και μπορούσε να μιλήσει γι αυτό χωρίς να πει καθόλου ψέματα.

«Καλύτερο από ότι μπορείς να φανταστείς. Ξέρεις πως στις ταινίες οι πόρνες και οι βιζιτούδες έχουν πάντα κάτι το ψυχρό, το κυνικό, σαν να σιχαίνονται αυτό που κάνουν; Καμία σχέση. Αυτή το απολαμβάνει, το ευχαριστιέται περισσότερο κι από σένα, τη βρίσκει με την όλη φάση. Και είναι καλή. Είναι πολύ καλή. Σου φέρεται σαν να βρήκε τον έρωτα της ζωής της. Σαν παλιά ερωμένη ξέρει τι θέλεις πριν το ζητήσεις και δεν σου αρνείται τίποτα...»

«Ακόμα και...»

«Ακόμα και! Τα μισά προκαταρτικά με την Ηρώ είναι τα παρακάλια μου κι εσύ με ρωτάς τι έχω; Τέτοια γυναίκα...»

«Θέλει τα ευρώ της.»

«Μην μου το θυμίζεις ... Αλλά τα αξίζει!»

Εκείνη την στιγμή έφτασαν και τα κορίτσια προς απογοήτευση του Άρη. Η Μίνα του και η Ηρώ του Πέτρου. Αντάλλαξαν φιλάκια και κάθισαν δίπλα τους με κάποια αναγκαία φασαρία στην επέκταση του στριμωγμένου, περιορισμένου χώρου που τους αναλογούσε στο πεζοδρόμιο, με μπόλικες συγνώμες προς τα διπλανά τραπέζια. Η Ηρώ άρχισε αμέσως να τον ρωτάει γιατί είχε κλειστό το κινητό του όλο το βράδυ. Δεν είχε έτοιμη κάποια δικαιολογία και ξεφούρνισε κάτι αόριστο της στιγμής. Δεν τον πολυένοιαζε. Η σχέση του μαζί της ήταν της τσιχλόφουσκας, έτσι την αποκαλούσε.

«Τι λες τα φτιάχνουμε; Έχεις φάση.»

Κάπως έτσι είχε ξεκινήσει, από μέρους της, κι αυτό τα έλεγε όλα. Το «επόμενο επίπεδο» ήταν χώρος άγνωστος για εκείνη. Ο ίδιος δεν είχε λόγους να παραπονιέται βέβαια, πρόσφατα χωρισμένος και κουρασμένος από τις σοβαρές σχέσεις έπλευσε με τα νερά της και όπου έβγαζε, εγγυημένα στο πουθενά. Δεν είχε ακουστεί το «σ’αγαπώ» από τα χείλη τους, αν και εκείνη επέμενε να τον αποκαλεί «αγαπουλίνι».

«Δεν αφήνουμε το χθες βράδυ για να σκεφτούμε τι θα κάνουμε απόψε;» επενέβη σωτήρια η Μίνα.

Τότε μόνο θυμήθηκε την πρόσκληση ο Πέτρος.

«Ωχ, γαμώτο! Έχω να πάω σε συναυλία απόψε!»

Δεν την είχε ρωτήσει, αλλά υπήρχε πιθανότητα να είναι και η Άσπα εκεί. Η παρέα έμεινε εμβρόντητη, τους ήταν καινούργιο αυτό. Υπήρξε μια μικρή απογοήτευση στο σπάσιμο της παρέας.

«Ποια συναυλία;» ρώτησε κατσουφιασμένη η Ηρώ. Οι συναυλίες δεν βγαίνουν ξαφνικά, αποφασίζονται και μοιράζονται από τα ζευγάρια. Τους εξήγησε την ιστορία με τον μπλε φάκελο και την συναυλία με τους σεισμοπαθείς.

«Γνώρισα τον πιανίστα της ορχήστρας και μας έχει καλέσει μετά στο σπίτι του...»

«Ποιους έχει καλέσει; Τους σεισμοπαθείς;»

«Είναι μεγάλη ιστορία. Ούτε εγώ έχω πολυκαταλάβει. Η πρόσκληση είναι για δύο άτομα πάντως. Θέλεις να έρθεις;»

Ήλπιζε να ακούσει το όχι αλλά η Ηρώ δέχτηκε αμέσως, και με κάποιον εκνευριστικό ενθουσιασμό. Η μουσική της Γαλάζιας Ακρόασης δεν ήταν καθόλου του γούστου της, όπως δήλωσαν ευθέως για το άτομο τους ο Άρης και η Μίνα.

Link to comment
Share on other sites

Το καφενείο ήταν παλιό και σκοτεινό, με ασβεστωμένη πρόσοψη. Τα εξωτερικά τραπεζάκια έκλειναν τον μισό δρόμο αλλά δεν είχε σημασία, ήταν ασήμαντος μαχαλάς και δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα. Ο Τίμος μοιραζόταν ένα τραπέζι με τον Αργύρη κάτω από τον μεγάλο πλάτανο δίπλα στον δρόμο. Οι γουλιές του καφέ και οι τζούρες εναλλάσσονταν μηχανικά, άγευστα. Οι δύο άντρες μιλούσαν την ίδια γλώσσα και τους περίσσευε μπόλικη χολή για τον άδικο κόσμο.

«Δεν μου φτάνουν όλα τα άλλα, να έχω και στο κεφάλι μου την Ελένη και τα παιδιά που ξεροσταλιάζουν μέσα στο αντίσκηνο...»

«Γιατί δεν πάτε στην μάνα της;»

«Σε μια τρύπα ζει κι αυτή. Με το ζόρι χωράει η ίδια.»

Μαυριδερός, αξύριστος, κίτρινος στις γωνίες από την νικοτίνη, με σχιστά, μισόκλειστα μάτια, ο Αργύρης θα απωθούσε οποιονδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο στο πλησίασμα του. Ήταν το είδος του άντρα που θα σου πουλούσε χρυσό ρολόι στον δρόμο και αυτόματα θα φανταζόσουν το χέρι που το φορούσε μέχρι πρότινος άψυχο σε κάποιο χαντάκι. Ψιθύριζε σφυριχτά το κελεπούρι που προσέφερε στον συνομιλητή του και μόνο ένας Τίμος θα έστηνε αφτί και θα έδινε βάση.

«Ε λοιπόν, μπορώ να σε βοηθήσω. Τίποτα το σπουδαίο, λίγο στριμώκωλα για σας ... Έχω ένα δυαράκι, τώρα σε κανά δύο μέρες αδειάζει. Και το νοίκι μη σε απασχολεί. Αυτά θα τα βρούμε μεταξύ μας. Έρχονται κάτι δουλειές...»

«Κάτι καλό;»

Έσκυψε κοντύτερα για να ψιθυρίσει ακόμα χαμηλότερα αν ήταν δυνατόν.

«Πολύ καλό. Δουλειά απλή σαν να τρως λουκούμι και πολύ χρήμα. Είναι νωρίς για να σου πω περισσότερα, όλα εν καιρώ.»

«Το διαμέρισμα όμως είναι σίγουρο;»

«Ετοίμασε τα μπογαλάκια σου. Άντε με το καλό.»

Ρούφηξαν ταυτόχρονα τα φλιτζάνια τους.

 

Το ταξί άφησε την Αμαλία στο εργοτάξιο και έφυγε. Έψαξε με το βλέμμα της τον Χρήστο μέσα στην αιωρούμενη σκόνη αλλά δεν μπόρεσε να τον εντοπίσει. Τόλμησε μερικά βήματα πιο κοντά στο υπόστεγο με τα ψηλοτάκουνα στο χαλίκι. Από μέσα την είδε ο Ντίνος. Ταράχτηκε από την παρουσία της. Ανομολόγητοι πόθοι τον τσίγκλησαν άλλη μια φορά. Στο πρόσωπο της έβλεπε μια θεά, μια γυναίκα από αυτές που ο ίδιος δεν θα είχε ποτέ το προνόμιο να αποκτήσει. Μια ζωντανή φαντασίωση για να στοιχειώνει τις νύχτες του, να μουσκεύει τα σεντόνια του. Πόσες φορές δεν είχε ψιθυρίσει το όνομα της στο σκοτάδι τόσο οικεία ...

«Κυρία Μερκούρη!»

Την πλησίασε όσο πιο εγκάρδια μπορούσε. Του χαμογέλασε.

«Ο κύριος Χρήστος δεν είναι εδώ. Πετάχτηκε στο λιμάνι. Στο σκάφος.»

«Ω, να πάρει! Έδιωξα και το ταξί.»

«Ένα λεπτό να φέρω το αμάξι και σας πάω όπου θέλετε.»

«Με πετάς ως το λιμάνι;»

 

Το σκάφος ήταν τόσο παλιό όσο και ο γάμος τους. Γαμήλιο δώρο του πεθερού του. Ήταν δυνατό να κατασκευάζει γιωτ για τους άλλους και να μην έχει το δικό του; Πάνω σ’αυτό είχαν πλεύσει τα πρώτα, καλύτερα χρόνια της ζωής του με την Αμαλία. Ερωτευμένοι και άφοβοι εξερευνούσαν τα ελληνικά νησιά, όρμο-όρμο, έκαναν έρωτα σ’αυτό, έκαναν δύο παιδιά. Στο ίδιο σκάφος γεύτηκαν πρώτη φορά την θάλασσα ο Μηνάς και η Αθηνά, εδώ απόκτησαν τον ενθουσιασμό της ιστιοπλοΐας. Τα τελευταία χρόνια, και ειδικά αφού έφυγαν τα παιδιά έξω, ο Χρήστος έχασε το μεράκι του, κρέμασε το κασκέτο του καπετάνιου, βαρέθηκε, έπαψαν οι εκδρομές στα νησιά. Έπαψε να της αποζητάει και η Αμαλία. Παραμελήθηκε και η συντήρηση του, στρείδια και μύκητες άρχισαν να βαραίνουν το σκαρί. Η υπόσχεση του στον Άλκη ήταν μια φρέσκια πνοή σε μια παλιά, ξεχασμένη αγάπη. Άρχισε καθαρίζοντας πρώτα την καμπίνα. Είχαν πετάξει κατά καιρούς πολλές κούτες με άχρηστα εκεί μέσα, χρησιμοποιώντας το σαν εύκαιρη αποθήκη. Θα έστρωνε πρώτα τους εσωτερικούς χώρους, να γίνουν ανθρώπινοι, να ξεμυρίσουν, να μπορεί να ξαποσταίνει κάπου από την πιο δύσκολη δουλειά που θα επακολουθούσε. Για φέτος τουλάχιστον θα έπεφτε κάποιο αναγκαίο τσεκάρισμα της μηχανής, έλεγχος στα πανιά και τους κάβους, μια πινελιά βερνίκι, ότι θα κάλυπτε μια ασφαλή, αξιοπρεπή πλεύση στα γύρω λιμανάκια. Από χειμώνα θα έβγαζε επιτέλους και το σκαρί έξω και θα έβαζε ένα συνεργείο να το κάνει σαν καινούργιο. Στοίβαξε τις κούτες στην άκρη της κουπαστής και στάθηκε να ξαποστάσει. Αγνάντεψε προς τον Σαρωνικό μέσα από ένα δάσος κατάρτια. Δεν του ξέφυγε και μια κίνηση στο διπλανό σκάφος. Μια ιδέα μπικίνι σε μαυρισμένο, γυμνασμένο κορμί. Η νεαρή κοπέλα τον είδε και του χαμογέλασε.

«Δεν έρχεστε συχνά. Σας χάσαμε.»

Του ήταν γνωστή λοιπόν αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει από που. Σαν να διάβασε την σκέψη του.

«Είμαι η κόρη του κυρίου Ρηγόπουλου. Σας έχω δει στον όμιλο δύο-τρεις φορές.»

Η Μαριάνα, τώρα την θυμήθηκε.

«Πετάξατε μπόι από την τελευταία φορά που σας είδα νομίζω. Σας θυμόμουν κοριτσάκι και βλέπω μια γυναίκα.»

«Ευχαριστώ. Εσείς δεν αλλάξατε καθόλου. Γοητευτικός όπως πάντα.»

«Με τη σειρά μου, ευχαριστώ για την φιλοφρόνηση.»

«Θα βγείτε;»

«Όχι σήμερα. Πέρασα να συμμαζέψω λίγο. Το έχω παραμελήσει.»

«Εμείς θα πάμε στην Αίγινα με την παρέα.»

«Καλά κάνετε. Ο καιρός είναι ότι πρέπει.»

Κουβέντες θαλάσσης. Σαν το ποδήλατο, δεν ξεχνάς την τεχνική τους.

 

Ο Ντίνος άφησε την Αμαλία στην είσοδο της μαρίνας. Επέμεινε να την περιμένει για το ενδεχόμενο να μην βρει τον Χρήστο στο σκάφος. Είδε και έπαθε μέχρι να τον πείσει να γυρίσει στο εργοτάξιο. Προφασίστηκε πως είχε ανάγκη να περπατήσει, να κάνει βόλτα. Το βλέμμα αυτού του ανθρώπου την ενοχλούσε αφάνταστα. Είχε αντιληφθεί τα πεινασμένα του μάτια και πως την κατέτρωγαν όποτε την κοιτούσε αλλά δεν ήθελε να το κάνει θέμα, ήταν ένας πολύτιμος συνεργάτης για τον Χρήστο. Η θέα της μαρίνας την συγκίνησε, είχε καιρό να περπατήσει στο λιμάνι. Πόθησε αμέσως ένα ταξίδι, μια μοναχική παραλία μακριά από τις έγνοιες. Αναθάρρησε βλέποντας την πόρτα της καμπίνας ανοιχτή, δεν υπήρχε όμως ίχνος του Χρήστου. Σταμάτησε δίπλα στην σανίδα που συνέδεε το σκάφος με την αποβάθρα. Φώναξε το όνομα του.

 

Μόλις είχε ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί και γέμιζε το ποτήρι της Μαριάνας. Η φωνή της Αμαλίας τον τάραξε, παραλίγο να τα χύσει. Ένιωσε αυτόματα ένοχος χωρίς να έχει κάνει τίποτα. Ίσως να μην ήταν αθώος στις σκέψεις του, αλλά οι κουκέτες ήταν στρωμένες και ανέγγιχτες, και μοιραζόταν απλώς λίγο κρασί με μια γειτόνισσα, μια νεαρή, όμορφη κοπέλα με εξαίσιο κορμί σε μικροσκοπικό μπικίνι. Η Αμαλία θα το έπαιρνε θεόστραβα έτσι και τους έπιανε μαζί.

«Η γυναίκα μου. Μαριάνα, κάνε μου τη χάρη, κάτσε εδώ και μη βγάλεις τσιμουδιά. Η Αμαλία είναι φιλύποπτο άτομο και δεν θα ήθελα να την αναστατώσω χωρίς λόγο. Μην έχουμε τίποτα σκηνές...»

Η Μαριάνα δεν είπε τίποτα, χαμογέλασε συγκαταβατικά. Ο Χρήστος βγήκε στο κατάστρωμα την στιγμή που η Αμαλία περνούσε στο σκάφος. Τώρα, με το ψέμα ενεργό, ήταν όντως ένοχος.

«Τι έκπληξη. Πως απ’εδώ;»

Φιλήθηκαν. Έμεινε κρεμασμένη από τους ώμους του.

«Σκέφτηκα να πάμε κάπου μαζί για μεσημεριανό. Εσύ τι κάνεις εδώ;»

«Καθαριότητα, μερεμέτια ... Λέω να το σαλπάρω αυτές τις μέρες με έναν φίλο.»

«Έχουμε καιρό να πάμε κι εμείς κάπου. Μαζί.»

«Ναι, έχεις δίκιο. Γιατί όχι; Μαζί.»

«Είσαι έτοιμος για ένα διάλειμμα ή να κατέβω να σε περιμένω;»

«Όχι, είναι άνω-κάτω στην καμπίνα και γεμάτο σκόνη, θα λερωθείς. Ένα λεπτό να πάρω το σακάκι μου και φεύγουμε.»

Η Αμαλία πέρασε ξανά στην αποβάθρα και ο Χρήστος ανάσαινε ανακουφισμένος. Κατέβηκε στην καμπίνα. Η Μαριάνα είχε στήσει αφτί και είχε καταδιασκεδάσει την ψυχραιμία του. Τον βρήκε διαβολικά γοητευτικό. Την κοίταξε συνένοχα.

«Θα κλείσω χωρίς να κλειδώσω. Περίμενε λίγο και φύγε μετά. Πιες λίγο κρασί ... Συγνώμη γι αυτό, η έγγαμη ζωή!»

Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα μεθυστικό, υγρό φιλί. Του δάγκασε ελαφρά το κάτω χείλος πριν τον αφήσει.

«Αυτό νομίζω πως το κέρδισα» του είπε.

Πήρε το σακάκι του και γύρισε στην γυναίκα του. Βάδισαν αγκαζέ κατά μήκος της μαρίνας, όπως παλιά.

 

Οι δύο ένστολοι αστυνομικοί ανέβηκαν τροχάδην τις σκάλες σέρνοντας τον κρατούμενο που ήταν κλειδωμένος πισθάγκωνα με χειροπέδες. Ο άντρας κοίταζε γύρω του σαν σαστισμένος, τα μάτια του κατακόκκινα από το ξενύχτι. Μια ομάδα από τηλεοπτικά συνεργεία ήταν στο κατόπι τους, βομβάρδιζαν τον φονιά με ερωτήσεις.

«Γιατί το έκανες;»

«Το έχεις μετανιώσει;» και άλλα τέτοια πρωτότυπα.

Οι αστυνομικοί σταμάτησαν έξω από μια πόρτα την στιγμή που βγήκε να τους υποδεχτεί ο Κωνσταντίνος. Ένστολος κι ο ίδιος, κοίταξε περιφρονητικά τους ρεπόρτερ.

«Φέρτε τον μέσα.»

Έκλεισαν την πόρτα πίσω τους, κατάμουτρα στις κάμερες. Μέσα στο γραφείο κάθισαν τον κρατούμενο σε μια καρέκλα. Οι δύο αστυνομικοί έμειναν όρθιοι δίπλα στην πόρτα ενώ ο Κωνσταντίνος πήρε μια θέση δίπλα του.

«Ο εισαγγελέας θα έρθει όπου νά’ναι.»

Ο άντρας τον κοίταξε με ένα τραγικό, απελπισμένο βλέμμα. Ο Κωνσταντίνος έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα από το τσεπάκι του πουκαμίσου του. Κοίταξε στραβά τον κρατούμενο.

«Καπνίζεις;»

Του έβαλε ένα τσιγάρο στα χείλη.

«Ευχαριστώ» ψέλλισε με σπασμένη φωνή.

Άναψε και για τους δύο με τον αναπτήρα του και απευθύνθηκε στους άντρες του.

«Ανοίξτε κανένα παράθυρο.»

Κοίταξε ξανά τον άντρα ξεφυσώντας τον καπνό του σφυριχτά. Δεν ήξερε αν έπρεπε να λυπηθεί τον μαλάκα ή να τον πλακώσει στα χαστούκια. Τους είχε βάλει στην πρίζα με τα καμώματα του. Τον είχαν προσάγει στην ασφάλεια πριν τρεις μέρες και κατάφερε να δραπετεύσει από τις τουαλέτες στον φωταγωγό κάνοντας τους ρόμπα στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης. Είδαν και έπαθαν να τον ξαναπιάσουν και να σώσουν κάτι από το κύρος τους. Μαλάκωσε λίγο την φωνή του.

«Πες τα ήρεμα ... πες την αλήθεια και ίσως φανεί πιο μαλακός απέναντι σου. Αν και τα καμώματα σου τον τσάτισαν λίγο...»

«Ήθελα να δω τα παιδιά μου. Η πεθερά μου δεν τ’αφήνει να τα δω.»

«Σκότωσες την μάνα τους. Είκοσι μαχαιριές ήταν αυτές.»

Ο άντρας ξέσπασε σε λυγμούς. Του έπεσε το τσιγάρο. Του το σήκωσε και το κράτησε.

«Λατρεύω τα μωρά μου! Πρέπει να το μάθουν αυτό! Η γιαγιά τους θα τα δηλητηριάσει εναντίον μου!»

«Με το δίκιο της!» φώναξε εκνευρισμένος ο ένας από τους αστυνομικούς.

«Ήταν ατύχημα ... Σας το είπα ... Δεν σταματούσε να με βρίζει. Εγώ την μαχαίρωνα κι αυτή συνέχιζε να με βρίζει. Αν με είχε παρακαλέσει να την λυπηθώ ... αν μου έλεγε μια παρακλητική κουβέντα ... Το πολύ να την είχα τραυματίσει...»

Συνέχισε να κλαίει. Ο Κωνσταντίνος του έβαλε πάλι το τσιγάρο στα χείλη και πήγε να καπνίσει το δικό του δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο. Δεν ήθελε να κοιτάει άλλο μέσα. Ήθελε να δει έξω, τον ουρανό, κανένα πουλί να φτερουγίζει πάνω από τις ταράτσες. Τελικά η ψυχή του ανθρώπου ήταν τόσο ακάθαρτη όσο και τα εντόσθια του. Ένιωσε έναν φόβο. Αυτός ο άνθρωπος τον τρόμαζε και τον έπιανε πανικός μην αντιληφθεί το γιατί.

 

Καθόντουσαν στην κουζίνα και έτρωγαν σάντουιτς. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα υλικά. Τρία είδη ψωμιού, πίκλες, λαχανικά, σαλαμικά, ποικιλίες μουστάρδας και μαγιονέζας. Ήταν κάτι σαν επιτραπέζιο παιχνίδι που μοιράζονταν οι δυο τους από πάντα. Πρώτα ο Άλκης, επικαλούμενος τα υλικά έφτιαχνε το δικό του σάντουιτς. Μετά η Δανάη ακολουθούσε με τον δικό της συνδυασμό. Στην συνέχεια το κάθε σάντουιτς κοβόταν σε δύο μισά και ο καθένας τους έπαιρνε από το ένα μισό του άλλου. Δοκίμαζαν και μοιράζονταν κριτική και συγχαρητήρια. Ήταν ένα παιχνίδι χωρίς χαμένους. Σπάνια πέφτανε έξω στην καλή γεύση και τρώγανε μέχρι να σκάσουν. Η όλη διασκέδαση ήταν στην τσαπατσουλιά, κάτι που δεν το έβλεπες πουθενά αλλού στο σπίτι ή την ζωή τους. Η κουβέντα τους διεξαγόταν με γεμάτο στόμα, κέτσαπ στα δάχτυλα, μουστάρδες στο πηγούνι.

«Θυμήθηκες το φράκο μου;»

«Είναι στην κρεμάστρα.»

«Του είχε πέσει ένα κουμπί νομίζω...»

«Το έραψα.»

«Δεν θα έπρεπε να είχαν έρθει από το κέτερινγκ;»

«Ηρέμησε. Είναι οργανωμένοι. Σε μια ώρα στήνουν τον μπουφέ, τα τραπέζια, τα σερβίτσια, όλα. Το είχα δει στης Ισμήνης. Είναι καταπληκτικοί.»

«Απλώς ... Μην πάει κάτι στραβά.»

«Γιατί ανησυχείς τόσο; Ένα απλό δείπνο είναι. Με ανθρώπους που μας είναι άγνωστοι βέβαια, αλλά όχι και να χάσουμε τον ύπνο μας.»

Στάθηκε να παρατηρήσει τον αδελφό της.

«Θα έρθουν όλοι λες;»

Σκούπισε το στόμα του.

«Όσοι μπορέσουν. Δεν νομίζω πως θα έρθουν όλοι.»

«Πέρασε ήδη ένας μήνας από τον σεισμό.»

«Το ξέρω.»

«Μας μένει άλλος ένας μήνας...»

«Ή και λιγότερο...»

«Η κατάσταση του Φραγκάκη εξελίσσεται αισιόδοξα.»

«Δεν είμαι σίγουρος για κανέναν.»

«Ξέρεις ... άνθρωποι είμαστε. Το μοιραίο μπορεί να συμβεί στον καθένα μας. Το ποιος από τους δώδεκα θα πεθάνει είναι ανοικτό για όλους, έτσι;»

Συμφώνησε μαζί της.

«Αλλά να σκοτώσεις ... Ποιος και πόσοι έχουν τον φονιά μέσα τους; Αυτό σκεφτόσουν όταν τους κάλεσες; Θέλεις να δεις ποιος είναι αυτός που θα διαπράξει το έγκλημα;»

«Αυτός ή αυτή μπορεί να μην έρθει. Τον έναν, τον ναυτικό, τον θυμάσαι; Τον ψάχνει η αστυνομία, για ναρκωτικά νομίζω.»

«Να ένας λοιπόν.»

«Μην ξεχνάς όμως ... Είναι μοιραίο να γίνει. Δεν μπορούμε να το εμποδίσουμε.»

Κοίταξαν και οι δύο για λίγο το κενό. Είχαν χορτάσει και δεν είχαν καμία διάθεση να συμμαζέψουν.

 

Οι τρεις γυναίκες, με πανομοιότυπες μπλε ποδιές, καθόντουσαν στον αυλόγυρο του σχολείου και έκαναν τσιγάρο. Πήραν ένα διάλειμμα από τις σφουγγαρίστρες τους, έσυραν τρεις καρέκλες στον χώρο με τις μπασκέτες και κάθισαν να παρακολουθήσουν τον ήλιο που έδυε. Η Σοφία άκουγε αμίλητη τα κουτσομπολιά των άλλων δύο, η ίδια δεν είχε να μοιραστεί τίποτα από την άχρωμη ζωή της.

«Του λέω άσε αυτά που ξέρεις και πρόσεχε την γυναίκα σου που ούτε εγώ δεν ξέρω ποιους μπάζει στο σπίτι όταν λείπεις. Όταν εγώ είχα τον Μάνθο μου, το τίμαγα το στεφάνι μου!»

Ιστορίες λαϊκού σεξ, ήταν πάντα το σεξ ...

«Καλά του είπες!»

«Καλέ εσείς ... Ποιος είναι αυτός; Μας κοιτάει περίεργα ώρα τώρα.»

Κοίταξαν και οι τρεις σκιαγμένες προς τα κάγκελα. Ο άντρας στα μαύρα, με το κασκέτο, ήταν στο πεζοδρόμιο απ’έξω και τις κοιτούσε κατάματα, τις μελετούσε. Μία από τις γυναίκες έβγαλε το κινητό από την ποδιά της.

«Θα πάρω τον Ηλία, σε πέντε λεπτά θα είναι εδώ...»

«Άσε, τον ξέρω» τους ξάφνιασε η Σοφία.

Έσφιξε την γροθιά της στον κόρφο της να καταπνίξει το σκίρτημα. Σηκώθηκε και πλησίασε τα κάγκελα, στάθηκε απέναντι του. Ενώ ήξερε ποιος ήταν, είχε έναν άγνωστο μπροστά της. Αυτόν είχε παντρευτεί μια φορά κι έναν καιρό; Γι αυτόν είχε χύσει τόσα δάκρυα; Πως μπορούσε να μισεί έναν ξένο;

«Το έμαθα από την αστυνομία πως γύρισες. Μόλις που παρηγοριόμουν πως είμαι χήρα. Σε προτιμώ πεθαμένο. Υπομένω την πίκρα καλύτερα. Τι θέλεις; Δεν έχω τίποτα για σένα, ούτε θέλω.»

Άρχισε να τρέμει, έτοιμη να κλάψει. Είχε προβάρει να του πει αυτά ακριβώς τα λόγια τόσες και τόσες, αμέτρητες φορές. Της φαινόταν σαν ψέμα που τα άκουσε να απελευθερώνονται επιτέλους από τα χείλη της. Της έφυγε ένα τεράστιο βάρος που δεν ήξερε πόσο τεράστιο ήταν μέχρι που ελάφρωσε η ψυχή της.

«Σοφία ... Έκανα καλή μπάζα στα ξένα ... Μπορώ να σου δώσω κάτι...»

Σκέφτηκε να αρχίσει με κάτι πρακτικό και κατανοητό, κάτι δίκαιο, δεν θα μπορούσε να την ξεγελάσει με γλύκες.

«Είμαι ακόμα άντρας σου. Άφησε με να σε βοηθήσω και ... Έχεις δίκιο σε όλα όσα λες...»

«Μόνο άντρα μην αποκαλείς τον εαυτό σου. Όχι άντρα μου, ούτε καν άντρα! Μου ήρθες με λεφτά και τι έγινε; Πρώτη φορά είναι που μου κουνάς τα μάτσα τα δολάρια στη μούρη καθώς γυρνάς από δεν ξέρω κι εγώ που; Πόσο θα κρατήσουν ως συνήθως; Νομίζεις πως δεν βλέπω που θα πάνε; Γυαλίζει το μάτι σου απ’την αρρώστια. Χρόνια τώρα βλέπω αυτό το βλέμμα στο παιδί μας. Τον κατέστρεψες κι αυτόν...»

Ξαφνικά ζωντάνεψαν όλα στο μυαλό του. Ο γάμος του με την Σοφία. Δεν του είχε μιλήσει ποτέ έτσι, θυμήθηκε όμως όλα όσα της είχε κάνει εκείνος, ο πόνος που της έδωσε, τα κλάματα, οι κενές συγνώμες του. Θυμήθηκε το κορίτσι που ερχόταν με τις φίλες της στην πλατεία, να τον παρακολουθεί από απόσταση να παίζει μπιλιάρδο στου Τζόνι, να τον ακολουθεί ερωτευμένη στο κάθε του βήμα, μέχρι να τον κερδίσει και να παντρευτούν.

«Μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτόν, κάτι για τον Δήμο...»

«Άσε μας μωρέ Νίκο! Άντε πήγαινε! Άντε στο διάολο!»

Το ευχαριστήθηκε που τό’πε. Του γύρισε την πλάτη και έκανε να φύγει.

«Θα σου ανοίξω λογαριασμό! Αύριο κιόλας! Τη Δευτέρα!» την πρόλαβε.

Εκείνη κοντοστάθηκε.

«Πες ότι θέλεις για μένα. Αυτά τα λεφτά όμως στα χρωστάω. Το ξέρεις. Όλα τα λεφτά του κόσμου δεν μπορούν να ξεπληρώσουν ότι σου χρωστάω αλλά είναι αρκετά για να ξαποστάσεις λίγο. Θα βρω και καμιά δουλειά και θα κάνω ότι μπορώ για σένα και τον Δήμο. Όσο και αν αμφιβάλλεις για μένα δεν μπορείς να του στερήσεις αυτήν την ευκαιρία.»

Τον κοίταξε. Είχε δίκιο, δεν ντρεπόταν καθόλου να του πάρει αυτά τα λεφτά.

«Την Δευτέρα. Θα πάω στην τράπεζα πρωί-πρωί.» του πέταξε.

«Πρωί-πρωί» της ορκίστηκε.

«Δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο. Συνάντησε με στις εφτά εδώ και βλέπουμε» του συμπλήρωσε απότομα.

Εκείνος έσκυψε και σήκωσε μια σακούλα από τα πόδια του. Την πέρασε από τα κάγκελα στην Σοφία.

«Αυτό είναι για σένα. Ένα φόρεμα και παπούτσια. Δεν ξέχασα τα νούμερα σου.»

Κοίταξε μέσα στην σακούλα με έναν φόβο να φτερουγίζει στην καρδιά της, φόβο μην ηττηθεί άλλη μια φορά.

«Το μόνο σίγουρο νούμερο είσαι εσύ. Δεν με γλυκαίνεις με κάτι τέτοια. Θα τα κρατήσω όμως γιατί μου αξίζουν καθίκι!»

Η τελευταία της φράση προδόθηκε, βγήκε ανάμικτη με αναφιλητά. Ο Νίκος ήθελε να την αγκαλιάσει αλλά τον εμπόδιζαν τα κάγκελα.

«Φύγε! Φύγε από δω!» του φώναξε οργισμένη.

Επέστρεψε στις άλλες γυναίκες που έτρεξαν δίπλα της για συμπαράσταση. Η μία τους κοίταξε απειλητικά προς τον Νίκο. Δεν είχαν ακούσει κουβέντα από τον διάλογο του ζευγαριού αλλά τα φαινόμενα τους ήταν αρκετά.

«Δίνε του γιατί θα φωνάξω την αστυνομία!»

Ο Νίκος έκανε στροφή και απομακρύνθηκε με αργό βήμα.

 

Ήταν ξενοδοχείο πέντε αστέρων, το δωμάτιο πολυτελή σουίτα. Βλέμματα την ακολούθησαν από την ρεσεψιόν στο ασανσέρ. Κανείς δεν θα μπορούσε να την αποκαλέσει «του δρόμου», ήταν ντυμένη άψογα αλλά όχι σαν κυρία, σαν μοντέλο. Έμοιαζε αυτές τις οπτασίες που έβλεπες στην πασαρέλα και πουθενά αλλού. Όταν το ήθελε τραβούσε το μάτι, την φαντασία, τον πόθο τον αντρών, τραβούσε την προσοχή. Όλοι λίγο πολύ έπεφταν μέσα στις πιθανολογίες τους. Ραντεβουδάκι μοντέλου και καναλάρχη για να πάρει εκπομπή, γραμματέως και αφεντικού για να πάρει προαγωγή, δεύτερης φωνής και στελέχους δισκογραφικής για δικό της σι-ντι. Η Άσπα τα ήξερε όλα και δεν την ενοχλούσε. Η φαντασία του πελάτη ήταν αυτό που μετρούσε. Αυτό το βράδυ πελάτης της ήταν ένας κύριος Βανδής, πλοιοκτήτης, η δεύτερη τους φορά. Είχε βγάλει το σακάκι του και απολάμβαναν από ένα ποτήρι ουίσκι. Ήξερε να διηγείται αστείες ιστορίες για να χαλαρώνει την ατμόσφαιρα, όχι πως εκείνη το χρειαζόταν. Άφηνε όμως το μπαλάκι σε εκείνον, έτσι, παιχνίδι να γίνεται. Γελούσαν τώρα μαζί, εκείνη περισσότερο από τις τιράντες του και πόσο γελοίες έδειχναν παρά από το καλαμπούρι του.

«Σου έχω μια έκπληξη» της είπε, «κάτι έξτρα...»

Άφησε το μάτσο με τα λεφτά πάνω στα γόνατα της. Αυτό την έβγαλε γρήγορα από την ζαλάδα της και άρχισε να βαράει ένα καμπανάκι στο κεφάλι της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ήταν αυτή η διαδικασία και η κίνηση του ήταν ύποπτη. Το είδε και στο βλέμμα του. Τα μέτρησε στα γρήγορα και είδε πως το ποσό ήταν διπλό. Ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα και ένας ακόμα άντρας μπήκε στο δωμάτιο. Στα πενήντα και αυτός, «κύριος» στην εμφάνιση. Κοιτάχτηκε με τον Βανδή και μετά οι δύο εκείνη. Η θερμοκρασία στο δωμάτιο έπεσε κατακόρυφα. Η Άσπα έμεινε ατάραχη. Άφησε τα λεφτά πάνω στο κομοδίνο.

«Το πουρμπουάρ είναι γενναιόδωρο και με το παραπάνω, η τιμή όμως δεν περιλαμβάνει δύο πελάτες.»

«Μπορούμε να προσθέσουμε όποιο πριμ θεωρήσεις κατάλληλο.»

«Η συμφωνία στο τηλέφωνο νομίζω ήταν ξεκάθαρη. Εάν είχατε αναφέρει αυτήν την ιδιαιτερότητα θα είχατε άλλη κοπέλα. Δεν πάω με δύο άντρες την ίδια βραδιά. Ούτε ταυτόχρονα, ούτε καν χώρια.»

«Τώρα όμως είσαι εδώ και θέλουμε εξυπηρέτηση.»

«Η συμφωνία...»

«Αλλάζουμε την συμφωνία. Δεν πρόκειται να ζημιωθείς. Και το θέλουμε ταυτόχρονα.»

Η καλή διάθεση είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπο του κύριου Βανδή. Την κοίταζε σαν ξαναμμένος τράγος που έπρεπε να επιβληθεί.

«Στις εμπορικές συναλλαγές ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» πρόσθεσε ο άλλος με αναίδεια καυλωμένου σχολιαρόπαιδου.

«Δεν θα ήθελες να παραπονεθούμε στον κύριο Ζάχο. Από μας βρίσκει τους καλύτερους πελάτες.»

«Κάνε λοιπόν μια εξαίρεση σε δύο πολύ καλούς φίλους.»

Η Άσπα τους άκουγε ψύχραιμα. Άναψε ένα τσιγάρο. Τους μίλησε αργά, σαν σε ανήλικα.

«Μπορεί να είναι μια εμπορική συναλλαγή ... αλλά κατά βάθος έχει σχέση και με κάτι πιο ουσιώδες. Το γαμήσι. Ένα καλό γαμήσι. Δεν πρόκειται να βάλω τις φωνές αλλά ούτε πρόκειται και να αφήσω έναν σας να με αγγίξει. Μπορείτε να με απειλήσετε όσο θέλετε. Μπορείτε να εξασκήσετε βία και να πάρετε αυτό που ζητάτε αλλά παραδεχτείτε το ... θα γαμάτε μια άψυχη κούκλα. Αξίζει τα λεφτά στο τραπέζι; Θα παίρνατε μεγαλύτερη ικανοποίηση γαμώντας μια μορταδέλα. Ενώ ένας από σας ... Ένας! ... Θα μπορούσε να έχει την νύχτα της ζωής του. Ξέρετε εσείς κύριε Βανδή. Ο άλλος ας πάρει σειρά για αύριο βράδυ. Λοιπόν ... πόσο φίλοι είστε ... φίλοι;»

Οι άντρες κοιτάχτηκαν. Για μια στιγμή δεν ήξεραν τι να κάνουν. Ο Βανδής έκανε νόημα στον άλλον να τον ακολουθήσει στο άλλο δωμάτιο. Χάθηκαν εκεί και η Άσπα άκουγε την πνιχτή τους φιλονικία καπνίζοντας ήρεμα το τσιγάρο της. Σε λίγο βγήκε φουριόζος ο δεύτερος κύριος που εγκατέλειψε την σουίτα χωρίς να της ρίξει ούτε μία ματιά. Ακολούθησε ο κύριος Βανδής που κλείδωσε την πόρτα της σουίτας και γύρισε σε εκείνη με χαμηλωμένο το κεφάλι, την κοίταξε πλάγια σαν μαλωμένο παιδί. Η Άσπα έσβησε το τσιγάρο της και του χαμογέλασε γλυκά. Σήκωσε τα χέρια της προς εκείνον.

«Έλα μωρό μου, έλα σε μένα.» Άρχισαν να γελούν και οι δύο.

 

Η νύχτα βρήκε την Αρετή μπροστά στον καθρέπτη, παρέα με την Κάτια. Ο κόπος τους είχε δικαιωθεί τρανά, η μεταμόρφωση ήταν εντυπωσιακή.

«Κούκλα!» αναφώνησε η φιλενάδα.

«Το εννοείς;»

«Ναι μωρέ συ. Μακάρι και να μπορούσε να σε δει.»

«Θα ταιριάζω όμως δίπλα του;»

«Θα είστε αχτύπητο ζευγάρι.»

Τις ξάφνιασε το κουδούνι. Τσίριξαν ταυτόχρονα.

«Αυτός είναι, ήρθε!»

Άρπαξε βιαστικά την εσάρπα και την τσάντα της.

«Καλέ στάσου, τι τρέχεις; Λίγο αξιοπρέπεια. Άσ’τον να περιμένει.»

«Δεν μπορώ. Όχι αυτόν.»

«Θεότρελη!»

Βγήκε από το διαμέρισμα της τρεχάτη. Την περίμενε στις σκάλες της πολυκατοικίας, ντυμένος στην τρίχα, το μαλλί του σε αλογοουρά, κρατώντας ένα μπαστούνι με ασημί κεφαλή. Δεν ήλπιζε να ακούσει κομπλιμέντο από μέρους του αλλά τον ξάφνιασε το νέο άρωμα που είχε δοκιμάσει.

«Μυρίζεις υπέροχα, σου πάει πολύ» της είπε και την φίλησε στο μάγουλο.

Στο πεζοδρόμιο ήταν παρκαρισμένη λιμουζίνα με σοφέρ που τους κράτησε τις πόρτες για να επιβιβαστούν. Πρόσεξε κεφάλια να τους κοιτούν από τα γύρω παράθυρα και μπαλκόνια και ένιωσε γλυκά, μεθυστικά. Το βράδυ που δεν είχε τολμήσει να φανταστεί ποτέ ήταν εδώ και τώρα, ήταν η Σταχτοπούτα και είχε τον πρίγκιπα ολοζώντανο δίπλα της, να της κρατάει το χέρι, όπως τότε, στο Μετρό.

 

Η λιμουζίνα μπήκε στην κυκλοφορία. Της ξέφυγε ένα σύντομο γέλιο.

«Τι έγινε;»

«Τίποτα. Είμαι χαρούμενη.»

«Νόμισα πως κάτι είχα. Μήπως πετάνε τα μαλλιά μου;»

«Όχι, είσαι πολύ όμορφος ... εννοώ άψογος. Μην ανησυχείς...»

«Εσύ θα μου πεις έτσι; Αν βγάλω ξαφνικά κέρατα ή λεκιαστώ...»

«Μην ανησυχείς Αλέξη, και βέβαια!»

«Μπορείς να μου πεις πως είσαι; Τι φοράς;»

«Ένα μαύρο φόρεμα, χωρίς μανίκια και ανοιχτή την πλάτη. Με κεντητά τριαντάφυλλα επίσης σε μαύρο ... Διάφανη εσάρπα, μαύρη τσάντα και γόβες...»

«Τι όμορφη εικόνα. Τα μαλλιά σου;»

«Τα έχω μαζεμένα, πάνω...»

«Είσαι όμορφη Αρετή.»

Ένιωσε τον εαυτό της να κοκκινίζει.

«Ερώτηση ήταν αυτή;»

«Όχι. Δεν ήταν ερώτηση. Αλλά θα ήθελα να δω το πρόσωπο σου. Αν μου επιτρέψεις να σε αγγίξω.»

Ξαφνικά το στομάχι της έγινε κόμπος.

«Ναι, πως ... Αλέξη ξέρεις ... υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν στα έχω πει...»

«Τι πράγματα;»

«Να ... Δεν είμαι ακριβώς ... θέλω να πω ... Έχω ανάγκη από λίγη δίαιτα. Ίσως και πολύ δίαιτα...»

«Έχεις παραπανίσια κιλά; Το ξέρω.»

«Πως το ξέρεις;»

«Είναι στην φωνή σου. Στους φθόγγους. Στην συχνότητα της αναπνοής σου. Στο βάρος του βαδίσματος σου.»

«Δεν το πιστεύω! Γιατί δεν είπες τίποτα;»

«Δηλαδή; Τι να πω;»

Δεν ήξερε τι να πει, την έπιασαν τα γέλια. Άρχισε να γελάει μαζί της.

«Να δω το πρόσωπο σου;» την ξαναρώτησε.

Αντί να του απαντήσει πήρε το χέρι του και το κατεύθυνε στο πρόσωπο της. Τα δάχτυλα του διέτρεξαν τις λεπτομέρειες της σαν γλύπτης που επιθεωρούσε το έργο του. Έκλεισε τα μάτια της και ρίγησε στην εμπειρία της αφής του. Ήταν ο πρώτος άντρας που την άγγιζε τόσο οικεία. Άρπαξε το χέρι του και το φίλησε, το πίεσε στα χείλη της, το έβρεξε με τα δάκρυα της. Με το ελεύθερο του χέρι την τράβηξε προς το μέρος του. Τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Η καρδιά του χτυπούσε πιο δυνατά από την δική της. Κάποτε του είχαν περιγράψει το ερωτικό φιλί και προσπάθησε να το εφαρμόσει όσο πιο καλά μπορούσε. Ευτυχώς εκείνη το είχε μελετήσει σε αμέτρητες ρομαντικές ταινίες. Άνοιξε πετυχημένα τα χείλη του με την γλώσσα της και γνώρισε το βελούδινο άγγιγμα της δικής του. Ώστε έτσι ήταν η πραγματική αίσθηση του φιλιού. Σταμάτησαν για να ανασάνουν. Άφησαν τα κούτελα τους ενωμένα, ψιθύριζαν.

«Το πρώτο μου φιλί ... Δεν με έχουν φιλήσει ποτέ.»

Το απαλό του δέρματος της τον είχε τρελάνει.

«Και το δικό μου πρώτο φιλί. Δεν έχω ξαναφιλήσει ποτέ.»

Αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ως δια μαγείας η κυκλοφορία αραίωσε ξαφνικά και η λιμουζίνα έμοιαζε να πετάει αθόρυβα πάνω στην άσφαλτο.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..