iliosporos Posted May 9, 2007 Share Posted May 9, 2007 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Ηλίας Είδος: Τρόμος και Αηδία Βία; Μόνο ένα μικρό ατύχημα Σεξ; Ναι - Ατομικό όμως Αριθμός Λέξεων: Ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες Αυτοτελής; Ναι Σχόλια: Θέλω να προσθέσω 222 + 444 Η κατσαριδομάνα Τα περισσότερα βράδια αργούσε να πέσει για ύπνο. Έμενε ξύπνιος μέχρι να μην ακούει την τηλεόραση από το δωμάτιο των γονιών του, σημάδι πως είχαν κοιμηθεί, και ύστερα έβγαζε πίσω από τους σωλήνες του καλοριφέρ τον φάκελο με τα πορνοπεριοδικά του και χάζευε ερεθισμένος τις αιθέριες υπάρξεις με τα λάγνα βλέμματα, τα πλούσια στήθη και τα ορθάνοιχτα πόδια. Προσπαθούσε να μην αγγίζει καθόλου το πέος του καθώς διάβαζε τα περιοδικά, γιατί ήξερε πως ακόμα και η παραμικρή επαφή θα είχε πάντα την ίδια κατάληξη. Τον εαυτό του πάνω από τη λεκάνη της τουαλέτας να παίζει μανιασμένα με το διογκωμένο του όργανο έχοντας στο μυαλό του την πιο πρόστυχη από τις φωτογραφίες που μόλις είχε κοιτάξει. Και όταν πια ένοιωθε ότι το γενετικό του υλικό πλησίαζε στην έξοδο με το απολαυστικό του μουδιασμένο αποκορύφωμα, έπαιρνε μια τελευταία ρουφηχτή ανάσα και ύστερα έστρεφε το μελανιασμένο πλέον άκρο του προς τα κάτω και σημάδευε την λευκή πορσελάνη της λεκάνης ακούγοντας τον βαρύ ήχο από το παχύρρευστο υγρό, που χτυπούσε με δύναμη τα παγωμένα, χιλιοχεσμένα τοιχώματα της. Ύστερα γυρνούσε στο δωμάτιό του, ξανάβαζε τα περιοδικά πρώτα στον πράσινο φάκελο και ύστερα πίσω από το καλοριφέρ και αφού έπινε ένα ποτήρι νερό στην κουζίνα έπεφτε για ύπνο, ήρεμος και ανακουφισμένος χωρίς να νοιάζεται για τις σχέσεις με το αντίθετο φύλο. Στο κάτω-κάτω ήταν και πολύ μικρός, μόλις δεκατριών χρονών, και να νοιαζόταν δεν θα τις καταλάβαινε, όσο και να προσπαθούσε. Πλησίαζε το καλοκαίρι και ήδη ο καιρός ήταν πολύ ζεστός. Τις νύχτες έπεφτε για ύπνο με τα εσώρουχά του και σκεπαζόταν μόνο με μια ελαφριά κουβέρτα. Όμως δεν ήταν μόνο η αλλαγή του καιρού που σηματοδοτούσε την έναρξη του καλοκαιριού, υπήρχε κάτι ακόμα. Κάτι που συναντούσε αργά τις νύχτες, ειδικά από την άνοιξη και μετά, όταν ο καιρός άρχιζε να ζεσταίνει. Το συναντούσε στα ντουλάπια της κουζίνας, στο μπάνιο και την αποθήκη. Ήταν καφέ, μικρό, φτερωτό, αηδιαστικό και δεν ήταν ένα αλλά δεκάδες. Ήταν οι κατσαρίδες που απ’ότι είχε παρατηρήσει στις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις του στο σπίτι, βρίσκονταν παντού. Η μάνα του είχε την εντύπωση ότι δεν υπήρχαν έντομα στο σπίτι. Πότε-πότε βέβαια ψέκαζε καμιά γωνιά της αποθήκης, ή έριχνε λίγο ποντικοφάρμακο, ήταν όμως σίγουρη ότι όλα αυτά ήταν παραπάνω από αχρείαστα. Το σπίτι ήταν καθαρό από κάθε είδους ‘ζωντανά’ προβλήματα. Αυτός όμως γνώριζε την αλήθεια αν και ποτέ δεν το ανέφερε. Ήταν το μυστικό που είχε με το σπίτι. Γνώριζε πως οι κατσαρίδες αλώνιζαν στα ντουλάπια της κουζίνας, πως κρύβονταν κάτω από το ψυγείο κάθε φορά που άναβε το φως τη νύχτα, ή πως σαν μανιακοί αναγνώστες γιγαντιαίων βιβλίων τριγυρνούσαν πάνω στις σκονισμένες εγκυκλοπαίδειες του πατέρα του στην αποθήκη. Τις είχε δει να κάνουν το γύρο της λεκάνης στην τουαλέτα και να σκαρφαλώνουν στο βουρτσάκι καθαρισμού ανάμεσα σε κομματάκια από σκατά. Ήξερε μερικά πράγματα για τις κατσαρίδες κυρίως από άρθρα που είχε διαβάσει τυχαία σε περιοδικά. Έντομα με παγκόσμια γεωγραφική εξάπλωση και περίπου 3000 διαφορετικά είδη. Τρέφονταν με τα πάντα, αναπαράγονταν συνέχεια και τα αυγά τους εκκολάπτονταν πολύ γρήγορα. Ήταν απίστευτα σκληρά και ανθεκτικά πλάσματα , τόσο που πιθανώς να ήταν τα μόνα που θα επιβίωναν από μια ενδεχόμενη πυρηνική καταστροφή, αυτές και ένα περίεργο πολύχρωμο φυτό που είναι το μόνο ζωντανό είδος που συνεχίζει να υπάρχει στα νησιά του ειρηνικού, εκεί που οι αμερικάνοι κάνουν τις πυρηνικές δοκιμές τους. Φαντάστηκε έναν κατεστραμμένο κόσμο γεμάτο κατσαρίδες να τρέφονται από πτώματα και αρρωστημένα, πολύχρωμα άνθη να φύονται μέσα από τα σάπια σώματα των τελευταίων νεκρών του τελευταίου πολέμου της γης. Μπορεί να τις σιχαινόταν αλλά γενικά αδιαφορούσε για την ύπαρξή τους. Δεν του προκαλούσαν τίποτα πέρα από αηδία. Δεν τις μισούσε ούτε και ήθελε να τις ξεκάνει κάθε φορά που έβλεπε κάποιες από αυτές αρκεί βέβαια να μην τον ακουμπούσαν ή να μην τον πλησίαζαν πολύ. Ένα λοιπόν ζεστό βράδυ όταν όλα τα φώτα του σπιτιού έσβησαν και η τηλεόραση στην κρεβατοκάμαρα των γονιών του έκλεισε, εκείνος άναψε μια μικρή λάμπα στο γραφείο του, έβγαλε τον πράσινο φάκελο με τα πορνοπεριοδικά πίσω από το σώμα του καλοριφέρ και πήγε να κλειδωθεί στην τουαλέτα όπου είχε ραντεβού όπως τόσα και τόσα άλλα βράδια με τις γυμνές και επίπεδες ερωμένες του. Ακούμπησε πάνω στο πλυντήριο ένα τεύχος με εξώφυλλο τη μελαχρινή “Βερόνικα” που κρατούσε τα πλούσια στήθη της και αμέσως στη θέα του κορμιού της ένιωσε κάτι να σαλεύει κάτω από το εσώρουχό του. Παρόλο που είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην το ξανακάνει, κατέβασε το σλιπάκι του στους αστραγάλους και άρχισε να αυνανίζεται μανιασμένα με τα μάτια καρφωμένα ανάμεσα στα πόδια της Αλεξάντρας από την Πάτρα που κοσμούσε τις πρώτες σελίδες του περιοδικού, ενώ από το φανταστικό κρεβάτι του πέρασαν και η Τζίνα από το Λονδίνο, η Σαμάνθα από το Μαϊάμι και φυσικά η Βερόνικα στη σκέψη της οποίας ο οργασμός του ήρθε τόσο γρήγορα και απρόσμενα που δεν πρόλαβε να τρέξει ως τη λεκάνη μέσα στην οποία συνήθιζε να ολοκληρώνει αλλά απλά έστριψε το σώμα του και έχυσε με δύναμη πάνω στα πλακάκια του τοίχου. Παρατήρησε τα λευκά ρυάκια του σπέρματος να κυλάνε προς το πάτωμα αλλά τη ίδια στιγμή έπιασε μια ανεπαίσθητη κίνηση με την άκρη του ματιού του πίσω από τη λεκάνη. Έστρεψε το βλέμμα του και είδε μια τεράστια κατσαρίδα να τρέχει πάνω στα πλακάκια του δαπέδου κατευθυνόμενη προς τα πόδια του. Χωρίς να σηκώσει το κατεβασμένο του εσώρουχο έκανε δυο βήματα στο πλάι για να αποφύγει την πορεία του σιχαμερού εντόμου και για να πάρει ένα εντομοκτόνο σπρέι κάτω από το νιπτήρα. Ήθελε να τη ψεκάσει ώστε να κολλήσει το φάρμακο πάνω της και να το μεταφέρει στη φωλιά μπας και ψοφήσουν και άλλες μαζί της πριν ξεψυχήσει η ίδια. Έσκυψε και έπιασε ένα μπουκάλι τόσο παλιό που ίσα-ίσα μπορούσε να διακρίνει το κόκκινο χρώμα του κάτω από το στρώμα σκουριάς που το περιέβαλε. Γύρισε να κοιτάξει που βρίσκεται η κατσαρίδα και την είδε να κατευθύνεται προς τα ρυάκια σπέρματος που κυλούσαν από τον τοίχο και είχαν σχηματίσει μια λιμνούλα στο πάτωμα. Το έντομο κουνώντας συνεχώς τις κεραίες του που αποτελούν τα αισθητήρια της γεύσης και της αφής πλησίασε προς το λευκό παχύρρευστο υγρό και άρχισε λαίμαργα να το καταναλώνει. Εκείνος δεν σκεφτόταν ποτέ τον αυνανισμό ως σπατάλη γενετικού υλικού αλλά όταν είδε την κατσαρίδα να τρέφεται από το σπέρμα του και φαντάστηκε χιλιάδες σπερματοζωάρια να χάνονται μέσα της με κάθε μπουκιά, το πήρε προσωπικά. Έβγαλε αθόρυβα το μαύρο καπάκι από το εντομοκτόνο, έβαλε το δάχτυλό του στο κουμπί ψεκασμού, πλησίασε αργά το στόμιο του σπρέι γύρω στα 20 εκατοστά από το σιχαμερό δικτυόπτερο και πάτησε με μίσος τη βαλβίδα. Με έναν έντονο συριστικό ήχο το θανατηφόρο χημικό εκτινάχτηκε πάνω στην κατσαρίδα, η οποία άρχισε να κάνει σαν τρελή κύκλους γύρω από τον εαυτό της και προσπάθησε να τρέξει μακριά αλλά τα πόδια της ήταν κολλημένα μέσα στο γαλακτόχρωμο υγρό. Συνέχισε να αδειάζει το περιεχόμενο της φιάλης πάνω της μέχρι που το σίχαμα σταμάτησε να κινείται. Έσκυψε από πάνω της για να την περιεργαστεί. Παρατήρησε πως κουβαλούσε ένα κουκούλι με τα αβγά της. Σκέφτηκε το σπίτι να βρίθει από κατσαριδάκια ταϊσμένα με το σπέρμα του. Ξαφνικά δεν τον ένοιαζε αν θα μετέφερε το εντομοκτόνο στη φωλιά της για να σκοτώσει και άλλες, ήθελε να την αποτελειώσει. Άφησε τη φιάλη του εντομοκτόνου, έβγαλε τη σαγιονάρα του, την κράτησε σφιχτά στο χέρι και την κατέβασε με δύναμη πάνω στην ανήμπορη πια κατσαρίδα. Άκουσε το σώμα της να σπάει, ένοιωσε το θώρακά της να συνθλίβεται κάτω από το βάρος και την ταχύτητα του χτυπήματος αλλά καθώς η επιφάνεια της σαγιονάρας ήταν μεγάλη, πλατάγισε πάνω στο υγρό πάτωμα και σταγόνες από σπέρμα και εντομοκτόνο τινάχτηκαν παντού. Ένοιωσε ένα φρικτό πόνο καθώς μία σταγόνα μπήκε στο δεξί του μάτι. Άφησε τη σαγιονάρα να πέσει στο πάτωμα και άρχισε να τρίβει με μανία το μάτι του καθώς το κάψιμο που ένοιωθε μεγάλωνε, η όρασή του χανόταν και το μάτι του δάκρυζε ανεξέλεγκτα προσπαθώντας να καθαρίσει. Έτρεξε στο νιπτήρα, άνοιξε τη βρύση και άρχισε να ρίχνει άφθονο νερό στο πρόσωπό του. Άρχισε να νοιώθει καλύτερα, το τσούξιμο υποχώρησε αλλά η όραση του ήταν ακόμα θολή. Σκουπίστηκε και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Το μάτι του ήταν κατακόκκινο, έτοιμο να στάξει αίμα. Ανέβασε το εσώρουχο από τους αστραγάλους του που ήταν κατεβασμένο τόση ώρα, τύλιξε γύρω από το χέρι του λίγο χαρτί υγείας και πήγε να μαζέψει τα χάλια που είχε δημιουργήσει. Γονάτισε πάνω από το μισοπατημένο έντομο και καθώς πήγαινε να το πιάσει με τη χαρτοπετσέτα και να το τυλίξει εκείνο άνοιξε τα φτερά του, ένα ολόκληρο και ένα τσακισμένο και φτερούγισε με δύναμη προσπαθώντας να ανασηκωθεί. Εκείνος τρόμαξε από την αναπάντεχη κίνηση και έκανε απότομα πίσω. Θύμωσε με τον εαυτό του που φοβήθηκε, και μέσα στην οργή του ύψωσε το πόδι του για να λιώσει την κατσαρίδα, ξεχνώντας πως είναι ξυπόλητος. Η φτέρνα του προσγειώθηκε με δύναμη λίγα εκατοστά δίπλα της, γλίστρησε πάνω στα ίδια του τα χύσια κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του, να σηκωθεί στον αέρα και να σκάσει με το κεφάλι στο πάτωμα ραγίζοντας ένα πλακάκι. Έκανε μια προσπάθεια να ανασηκωθεί αλλά ήταν αδύνατο. Βρισκόταν πεσμένος στα παγωμένα πλακάκια του μπάνιου με το κεφάλι του γερμένο στο πλάι, το ένα του μάτι σχεδόν τυφλό και κανένα έλεγχο των λειτουργιών του. Δε μπορούσε να κουνηθεί καθόλου. Αναρωτήθηκε πόσο σοβαρό ήταν το χτύπημα. Είδε την κατσαρίδα να σέρνεται με τα μπροστινά της ποδάρια πίσω από τη λεκάνη, εκεί που ο σωλήνας της αποχέτευσης περνούσε μέσα από τον τοίχο και επικοινωνούσε με το φωταγωγό. Μάλλον θα είχε μπει από εκείνη την τρύπα, σκέφτηκε. Θα έχει ολόκληρη φωλιά στο φωταγωγό. Το περιορισμένο οπτικό του πεδίο που ήταν κατά κύριο λόγο λευκό από τα πλακάκια που έβλεπε, άρχισε να γίνεται κόκκινο και κατάλαβε ότι ήταν το αίμα που ένοιωθε να κυλάει από το τραύμα στο κεφάλι του και απλωνόταν στο δάπεδο. Την ώρα που αναρωτιόταν τι θα πουν οι γονείς του για την τσόντα πάνω στο πλυντήριο έχασε τις αισθήσεις του. Όταν ξανάνοιξε τα μάτια του βρισκόταν σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου με τους γονείς στο πλάι του. Τον αγκάλιασαν γεμάτοι ανακούφιση και χαρά. Ο μοναχογιός τους ήταν καλά. Του έκαναν χιλιάδες ερωτήσεις και παρόλη τη ντροπή του τα είπε όλα. Δεν είχε κάνει και τίποτα κακό άλλωστε. Απλά είχε σταθεί τρομερά άτυχος σε μια τρομερά ακατάλληλη στιγμή. Η μάνα του τον πληροφόρησε ότι μετά τις πρώτες βοήθειες για το τραύμα στο κεφάλι του κάνανε πολλές εξετάσεις για να διαπιστωθούν τυχόν εσωτερικά προβλήματα. Η μαγνητική τομογραφία δεν βρήκε κάποιο αιμάτωμα, η αξονική δεν εντόπισε ισχαιμία και η παρακέντηση δεν έδειξε επερχόμενη μηνιγγίτιδα. Πέρα από το τεράστιο καρούμπαλο και την πληγή ψηλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού ήταν απολύτως υγιής αν και όπως του είπαν, σύντομα θα χρειαζόταν να επαναλάβει μερικές από τις εξετάσεις για την περίπτωση που κάποια κάκωση θα παρουσιαζόταν σταδιακά. Έδειχνε χαρούμενος και χαμογελούσε για να μην αισθάνονται άσχημα οι γονείς του, και κυρίως για να αποφύγει άλλες ερωτήσεις, όμως ένοιωθε περίεργα και ανυπομονούσε να μείνει μόνος του. Και ήρθε η ώρα λύτρωσης και λήξης επισκεπτηρίου. Και οι γονείς του έφυγαν αφού εξάντλησαν κάθε χρονικό περιθώριο να μείνουν μαζί του. Και έμεινε μόνος σε ένα δωμάτιο άσπρο και σκοτεινό. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι του είχε συμβεί. Προσπάθησε να αισθανθεί τυχερός μέσα στην ατυχία του που τη γλίτωσε και δεν έπαθε κάτι χειρότερο αλλά δεν τα κατάφερε. Ένας απροσδιόριστος φόβος είχε φωλιάσει μέσα του, ένα αίσθημα πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Ένοιωθε πως εκείνο το βράδυ είχε συντελεστεί κάτι κακό. Είχε ξεκινήσει μια διαδικασία που δεν έπρεπε, και αργά ή γρήγορα θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις συνέπειες. Έβαζε το μυαλό του να δουλέψει, ανακαλούσε στη μνήμη του όλες τις στιγμές εκείνης της νύχτας αλλά δε μπορούσε να βρει από πού πήγαζε ο φόβος που ένοιωθε. Μέσα από τις σκέψεις αποκοιμήθηκε και τα όνειρα ήταν άσχημα και βαριά. Ξύπνησε ιδρωμένος και καταπονημένος χωρίς να θυμάται τίποτα. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε πως ξημέρωνε, και καθώς ο ήλιος έβγαινε ζεστός και λαμπερός και μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα άρχιζε, εκείνος ένοιωσε άσχημα. Πέρασε μερικές ακόμα μέρες στο νοσοκομείο μέχρι να ολοκληρώσει τις εξετάσεις του. Οι γονείς του τον επισκέπτονταν κάθε μέρα και του έφερναν βιβλία, γλυκά και περιοδικά, αν και όχι σαν αυτά που διάβαζε τα βράδια. Του έκαναν συντροφιά και συζητούσαν μαζί του και αυτός παρόλο που δεν είχε όρεξη προσπαθούσε πολύ να μην το δείχνει. Κάθε φορά που θυμόταν με πόσο ηλίθιο τρόπο αυτοτραυματίστηκε, ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Και εκείνο το δυσοίωνο προαίσθημα της επερχόμενης καταστροφής δεν τον είχε εγκαταλείψει, αλλά ούτε και είχε καταφέρει να βρει από πού πήγαζε. Ένοιωθε όλο και χειρότερα και ανυπομονούσε να γυρίσει σπίτι. Δεν του άρεσε η παραμονή στο θάλαμο με τόσους γιατρούς γύρω του. Πολλές φορές νόμιζε ότι το περιβάλλον του νοσοκομείου ήταν που τον έκανε να αισθάνεται έτσι περίεργα. Η τόσο κοντινή επαφή με την αρρώστια και το θάνατο του είχε δημιουργήσει κάποιες εμμονές και ήταν μια απολύτως λογική εξήγηση, μέχρι που έφτασε η στιγμή να γυρίσει στο σπίτι του. Τα πρώτα του συναισθήματα δεν αποτέλεσαν η ανακούφιση, η νοσταλγία και η θαλπωρή, παρά μόνο η απειλή, ο φόβος και κυρίως η παρουσία του κακού τόσο συμπαγής και αποπνικτική που ένοιωθε να τον τυλίγει λες και ήταν μια ζεστή βρεγμένη κουβέρτα. Έψαξε ένα-ένα τα δωμάτια αναζητώντας την αιτία του κακού προαισθήματος αλλά δεν την εντόπισε. Μόνο όταν έφτασε στο μπάνιο και τα θυμήθηκε όλα με κινηματογραφική ροή και ταχύτητα το βάρος στο στήθος του έγινε μεγαλύτερο. Κάτι τον παρακολουθούσε και τον περίμενε, κάτι που ο ίδιος είχε προκαλέσει. Καθώς έφευγε από το μπάνιο, το μάτι του έπεσε στο πλακάκι που είχε χτυπήσει με το κεφάλι του πέφτοντας και όταν έσκυψε να το δει από κοντά, ξεραμένο αίμα γέμιζε τις αυλακώσεις της ραγισματιάς. Τα βράδια πλέον δεν κοιμόταν εύκολα. Άρχισε να φοβάται το σκοτάδι και πριν πέσει για ύπνο έκλεινε τις ντουλάπες για να μη βγει τίποτα από μέσα και σκεπαζόταν καλά για να μην του πιάσει κανείς το πόδι και τον τραβήξει κάτω από το κρεβάτι. Τα πρωινά που έμενε μόνος του στο σπίτι, έψαχνε όλα τα δωμάτια για κάτι ασυνήθιστο. Το σπίτι δεν του προσέφερε πλέον την ασφάλεια που αποζητούσε. Μέσα του φώλιαζε το χειρότερο συναίσθημα. Κάτι που ο ίδιος είχε δημιουργήσει τον καραδοκούσε και παραφύλαγε. Ήταν σίγουρος ότι αργά η γρήγορα θα συναντούσε αυτό το κάτι αλλά δεν είχε ιδέα τι θα είναι και αυτό τον τρέλαινε. Η φοβία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα και ο ίδιος γινόταν όλο και πιο νευρικός όλο και πιο καχύποπτος. Έβλεπε τους γονείς του να συμπεριφέρονται φυσιολογικά και τρελαινόταν. Πως είναι δυνατόν να μην νοιώθουν τίποτα; Πως μπορούν και κυκλοφορούν τόσο άνετα; Δεν ήθελε να τους μιλήσει για αυτά που σκεφτόταν γιατί θα τον ξαναέστελναν στο νοσοκομείο για εξετάσεις. Κάπου πήρε το αυτί του σε μια από τις συζητήσεις της μάνας του με ένα γιατρό ότι υπήρχε πιθανότητα να έχει πειραχτεί ο βρεγματικός λοβός που αποτελεί το κέντρο των συναισθημάτων και αν ήταν έτσι ίσως να παρουσίαζε ψυχικές διαταραχές. Έτσι τα κρατούσε όλα για τον εαυτό του. Δεν ήθελε να τους δώσει το παραμικρό δικαίωμα ότι δεν ήταν σώος ψυχολογικά. Ένα απόγευμα, μπήκε στην τουαλέτα που αποτελούσε πλέον το χειρότερό του δωμάτιο και αφού έπεσε στα τέσσερα και έψαξε προσεκτικά όλες τις γωνίες και άνοιξε όλα τα ντουλάπια για να δει πως τίποτα δεν κρυβόταν μέσα άρχισε να πλένει τα χέρια του όταν άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Ερχόταν από έξω. Πλησίασε το μοναδικό παράθυρο του μπάνιου που έβλεπε στο φωταγωγό και αφουγκράστηκε. Ήχος από κάτι βαρύ που σέρνεται. Ησυχία, και ύστερα κάτι που έμοιαζε με φτερούγισμα μεγάλου πτηνού. Γεμάτος φόβο άνοιξε το παράθυρο και κοίταξε κάτω στο πυθμένα του φωταγωγού. Μολονότι βρισκόταν στον πρώτο όροφο ήταν πολύ σκοτεινά και δε μπορούσε να δει καθαρά. Καθώς όμως κοιτούσε και τα μάτια του συνήθιζαν τη μαυρίλα του φάνηκε πως κάτι εκεί μέσα στο σκοτάδι σάλεψε. Κάτι μεγάλο σε όγκο γιατί η κίνηση φάνηκε να προκαλείται σε όλο το χώρο, μα όσο πιο προσεκτικά και να κοίταξε δεν είδε τίποτα παραπάνω και έτσι έκλεισε και μαντάλωσε το παράθυρο και γύρισε στον ασφαλή φωτισμό του σαλονιού και την καθησυχαστική εικόνα της τηλεόρασης. Άρχισε να πλάθει παρανοϊκά σενάρια με το μυαλό του. Ιστορίες για κακές ανομολόγητες πράξεις του που δεν είχαν γίνει καν αλλά παρόλα αυτά ζητούσαν εκδίκηση. Περνούσε κάθε μέρα του καλοκαιριού μόνος μέσα στο δωμάτιό του με την πόρτα κλειδωμένη σε μια προσπάθεια να κρατήσει απ’έξω τα αποκυήματα τις φαντασίας του και την πιθανότητα να πάρουν σάρκα και οστά. Απέφευγε όλο και πιο πολύ την τουαλέτα γιατί την αισθανόταν σαν την πηγή της αρνητικής ενέργειας και την φοβόταν περισσότερο από τα άλλα δωμάτια. Αναγκάστηκε εξαιτίας του φόβου του να ζορίζει τον οργανισμό του τόσο ώστε να πηγαίνει μόνο αν είναι απολύτως απαραίτητο. Και παρόλο που ήταν καλοκαίρι και το σώμα του μύριζε, έκανε μπάνιο με το ζόρι μια φορά την εβδομάδα και πάντα κατά τη διάρκεια της μέρας. Αν οι γονείς του ήταν πολύ θρησκευόμενοι πιθανώς θα κατέτασσαν την περίπτωσή του στην κατηγορία του δαιμονισμού και θα καλούσαν κάποιον παπά που θα επιχειρούσε να τον εξορκίσει με αμφίβολα αποτελέσματα αλλά σίγουρα με το αζημίωτο. Μα οι γονείς του θεωρούσαν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του, πύλη προς μια ακόμα χειρότερη εφηβεία που ερχόταν και δεν έδειχναν να προβληματίζονται. Μεγαλωμένοι με σταθερές αναμφισβήτητες αρχές οι γονείς έβλεπαν ως κάτι δεδομένο το γεγονός ότι οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι ήταν περιττοί σε μια κοινωνία μιας και δεν προσέφεραν τίποτα αλλά επιβίωναν επειδή είχαν καταφέρει να πείσουν όλο τον κόσμο ότι τους χρειάζεται. Τέλη Αυγούστου. Εκείνος ξύπνησε απότομα στη μέση της νύχτας με τα ρούχα του μούσκεμα από τον ιδρώτα και αμέσως εισέπνευσε τη άσχημη σωματική του οσμή. Η κύστη του κόντευε να σπάσει και την ένοιωθε να πάλλεται από την πίεση των ούρων. Έπρεπε να πάει στην τουαλέτα άμεσα. Κάτω από το φως του δωματίου που σπάνια έσβηνε τη νύχτα κοίταξε την ώρα. Ήταν πέντε και είκοσι. Δεν πήγαιναν 2 ώρες που τον είχε πάρει ο ύπνος. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε τις σαγιονάρες του και βάδισε βιαστικά προς την τουαλέτα. Έξω από την πόρτα κοντοστάθηκε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν είχε όμως χρόνο να το σκεφτεί. Η κύστη του εξέπεμπε σήματα κινδύνου πως θα εκραγεί και είχε την εντύπωση πως το συκώτι του είχε ήδη φορέσει σωσίβιο και απομακρυνόταν από την περιοχή. Αναγκάστηκε να παραμερίσει προς στιγμή το φόβο που έτρεφε για το συγκεκριμένο δωμάτιο, και το κακό προαίσθημα της στιγμής που άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που το ένοιωθε, άναψε το φως, μπήκε και έκλεισε πίσω του την πόρτα. Δεν είχε χρόνο να περιεργαστεί το χώρο όπως τις άλλες φορές απλά πήγε στη λεκάνη κράτησε το όργανό του με το αριστερό χέρι και παρόλη την αγωνία του άρχισε να ουρεί. Τελείωσε ανακουφισμένος και τράβηξε την αλυσιδίτσα από το καζανάκι. Το νερό ξεχύθηκε ορμητικά, ανακατεύτηκε με τα ούρα του, στριφογύρισε στη λεκάνη και άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω. Βουλωμένη αποχέτευση στις 5 το πρωί είναι μια τρομερή ατυχία, αλλά αποφάσισε πως δεν είναι δική του δουλειά. Το επίπεδο των υγρών είχε φτάσει κοντά στο χείλος της λεκάνης και έμεινε στάσιμο. Έριξε μια ματιά και έκανε να φύγει όταν άκουσε μια ανατάραξη στο συσσωρευμένο νερό. Ξανακοίταξε και είδε φυσαλίδες να ανεβαίνουν και να σκάνε στην επιφάνεια ενώ η στάθμη κατέβηκε λίγο. Ξεβουλώνει, σκέφτηκε όταν πρόσεξε κάτι να κινείται ανάμεσα στις φυσαλίδες που συνέχιζαν να έρχονται από το κάτω μέρος της πορσελάνης. Πήρε το βουρτσάκι το έχωσε μέσα και άρχισε να σπρώχνει και να πιέζει ενώ παράλληλα σκεφτόταν ότι ήταν αδύνατο να υπάρχει κάτι εκεί πέρα. Μέσα στο περιορισμένο άνοιγμα στον πάτο της λεκάνης το βουρτσάκι χωρούσε ίσα-ίσα αλλά εκείνος έσπρωχνε με δύναμη και ταρακουνούσε την πλαστική λαβή για να στείλει πίσω εκεί από όπου ήρθε, αυτό που νόμιζε πως είχε δει. Πλατσούριζε και πετούσε παντού νερά αλλά δεν τον ένοιαζε. Προς στιγμήν είχε ξεπεράσει το φόβο που τον κυβερνούσε πριν μπει στην τουαλέτα και ένοιωθε μια φοβερή ενέργεια να τον κατακλύζει. Σταμάτησε να ανεβοκατεβάζει το βουρτσάκι και πήγε να το τραβήξει για να το βάλει στη θέση του αλλά κάπου είχε κολλήσει. Σκέφτηκε πως με τόση δύναμη που έσπρωχνε λογικό είναι να σφήνωσε. Έπιασε και με τα δύο χέρια την πλαστική του λαβή και τράβηξε με δύναμη. Αργά-αργά κέρδιζε πόντους και το τραβούσε προς το μέρος του, ενώ η στάθμη του νερού κατέβαινε με ένα ρουφηχτό ήχο. Έβαλε το πόδι του στο χείλος της λεκάνης για αντίσταση και βάζοντας όλη του τη δύναμη έριξε το βάρος του πίσω. Όπως ήταν υγρά τα χέρια του γλίστρησαν από την λαβή, έφυγε με φόρα προς τα πίσω και χτύπησε πρώτα στον τοίχο και μετά παραπάτησε και κατακάθισε στο πάτωμα ξαφνιασμένος. Πριν καν καταλάβει τι έγινε είδε τη λαβή από το βουρτσάκι να τινάζεται έξω από τη λεκάνη και άκουσε όλο το συσσωρευμένο νερό να κατεβαίνει με ένα ρουφηχτό ήχο. Ήταν ακόμα καθισμένος στο πάτωμα και δεν είδε αλλά άκουσε. Κάτι πέταξε έξω το βουρτσάκι, κάτι που τόση ώρα με την παρουσία του είχε κλείσει την αποχέτευση, κάτι που μετακινήθηκε και βγήκε, ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Δεν ήταν μόνος του στην τουαλέτα γιατί κάτι υπήρχε στη λεκάνη. Δεν ήθελε να κοιτάξει αλλά έμεινε στο πάτωμα, με τα μάτια καρφωμένα, γεμάτα αγωνία, σε ότι θα έβγαινε από εκεί μέσα. Δεν είχε ιδέα τι μπορεί να είναι και γιατί τον κυνηγούσε. Ναι τον κυνηγούσε ήταν πλέον σίγουρος για αυτό. Δεν ήταν κάτι που απλά του έτυχε, ήταν κάτι σχεδιασμένο. Όλη αυτή η τρομακτική ατμόσφαιρα στο σπίτι, το αίσθημα ότι τον παρακολουθούν, ο ανεξήγητος φόβος, η απειλή. Να που τελικά δικαιωνόταν για όλα και έμενε μόνο μία ερώτηση αναπάντητη: Γιατί σε εκείνον; Τι κακό είχε κάνει και του συνέβαιναν όλα αυτά; Ψέματα! Έμενε άλλη μία τελευταία ερώτηση: Τι στο καλό βρισκόταν μέσα στη λεκάνη;; Το μυαλό του δούλευε σαν μοτέρ από παπάκι δεκαεξάχρονου. Έφτιαχνε και στιγμιαία διέγραφε υποθέσεις για το τι μπορεί να βγει από τη λεκάνη. Πάσχιζε απεγνωσμένα να βρει μια λογική εξήγηση πριν δει με τα μάτια του, γιατί μετά δεν θα υπήρχε λογική. Ένοιωθε πως πλησίαζε στην απάντηση. Κάτι σχετικό με εκείνο το χτύπημα στο κεφάλι. Προσπαθούσε να θυμηθεί περισσότερα αλλά το περιστατικό έμοιαζε θολό, ένα σύννεφο κάλυπτε τις λεπτομέρειες όσων είχαν διαδραματιστεί. Και τότε ένα μικρό μαύρο χέρι γράπωσε το χείλος της λεκάνης. Θα μπορούσε να είναι χέρι παιδικής κούκλας μα δεν ήταν ανθρώπινο γιατί αντί για δάχτυλα είχε κάτι που έμοιαζε με κλαδιά ενωμένα μεταξύ τους με σκουρόχρωμη ημιδιαφανή μεμβράνη. Κοκάλωσε στη θέση του με τα μάτια να εστιάζουν στις απόκοσμες λεπτομέρειες αυτού του άκρου που βρισκόταν γαντζωμένο στη λεκάνη, μέσα στο σπίτι του, σε λιγότερο από δύο μέτρα απόσταση. Ένα δεύτερο πανομοιότυπο χέρι έκανε την εμφάνισή του πολύ κοντά στο πρώτο και ύστερα ένα τρίτο και ένα τέταρτο. Και τα τέσσερα χέρια φάνηκαν να σφίγγονται για να σηκώσουν το βάρος του σώματος που κρεμόταν και ακολουθούσε. Κεραίες εντόμου αλλά μεγάλες σαν αστακού και μαύρες. Κατέληγαν σε ένα φρικιαστικό κεφάλι που έμοιαζε να ανήκει σε παιδί. Ένα πρόσωπο εντόμου με τρία ζευγάρια μάτια ανθρώπινα καστανά να τον κοιτάνε και στόμα με καφέ σκούρα χείλη και πράσινα υγρά να στάζουν από μέσα. Το πλάσμα σκαρφάλωσε στο χείλος της λεκάνης τέντωσε το αδύνατο κορμί του, πάνω στο οποίο μπορούσε να διακρίνει πλευρά κάτω από το δέρμα κέλυφος που τα περιέβαλε. Με μια απότομη κίνηση δυο ζευγάρια φτερά, με παλλόμενες πράσινες φλέβες ξεδιπλώθηκαν από την πλάτη του και άρχισαν να ανεβοκατεβαίνουν. Το τζάμι που έβλεπε στο φωταγωγό έσπασε με κρότο και καθώς τα θραύσματα σκόρπιζαν παντού ένα πανομοιότυπο πλάσμα εισέβαλε πετώντας μέσα στην τουαλέτα διέγραψε δυο κύκλους στον αέρα και προσγειώθηκε άτσαλα στη μπανιέρα με ένα γδούπο. Από τα έγκατα του υπονόμου ένα δεύτερο πλάσμα είχε αρχίσει να ξεπροβάλει μέσα από τη λεκάνη, πίσω από το πρώτο, το οποίο κουνούσε με μανία τα φτερά του και ετοιμαζόταν να πετάξει. Και πέταξε κατευθείαν πάνω στη λάμπα. Παγωμένος και ακίνητος άκουσε το τσιτσίρισμα όταν η βρεγμένη μαλακή κοιλιά του πλάσματος άγγιξε το καυτό γυαλί της λάμπας, και όταν η λάμπα έσπασε από το χτύπημα, όλα βυθίστηκαν στο σκοτάδι. Ρουφηχτοί ήχοι, ανατριχιαστικά συρσίματα και απόλυτο σκοτάδι. Ένοιωθε κινήσεις γύρω του αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Είχε τρομοκρατηθεί. Ήθελε να φτάσει στην πόρτα, να την ανοίξει και να τρέξει μακριά αλλά δεν μπορούσε. Παρέμενε καθηλωμένος στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο. Τα αισθανόταν να πλησιάζουν να τον κυκλώνουν. Το μυαλό του δούλευε με φρενήρεις ρυθμούς αλλά το σώμα του δεν συνεργαζόταν. Ένας ξαφνικός άνεμος πήρε μακριά το σύννεφο που κάλυπτε τις λεπτομέρειες του περιστατικού που του είχε συμβεί και όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό του. Όλα μπήκαν σε μια σειρά. Η μεγάλη κατσαρίδα που κουβάλαγε αβγά, το σπέρμα του, το χημικό εντομοκτόνο, η κακιά η ώρα και η ώρα της εκδίκησης. Δεν ήταν δυνατό να έχει συμβεί αυτό. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να γίνει αυτή η αρρωστημένη ένωση αρσενικού θηλυκού μεταξύ δύο οργανισμών από διαφορετικούς κόσμους. Σίγουρα ονειρευόταν, ήταν ακόμα στο κρεβάτι. «ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ» είπε μεγαλόφωνα και τη ίδια στιγμή κάτι βαρύ, υγρό και δυσώδες προσγειώθηκε στο κεφάλι του. Νόμισε πως το άκουσε να του ψιθυρίζει «Μπαμπά» λίγο πριν λιποθυμήσει… Edited May 9, 2007 by iliosporos Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
darky Posted May 20, 2007 Share Posted May 20, 2007 (edited) Μετά από δεύτερη σκέψη έβαλα το σχόλιο σε spoiler tag γιατί η ιτσορία ενέχει και το στοιχειο του μυστηρίου σε κάποιο βαθμό και αυτά που γράφω προδίδουν την εξέλιξη(or just to be on the safe side) Χεχε.. σοκαριστικό σίγουρα. Μια καλή εκμετάλευση της ενοχής του αυνανισμού, αλλά... αυτό λίγο αντίκτυπο έχει σε σχέση, με την κατσαρίδα. Η κατσαρίδα είναι πανίσχυρη. Το λάτρεψα εξαιτίας της κατσαρίδας και μόνο. Βέβαια ο τίτλος ψιλοπροδίδει τι γίνεται και υπάρχει χώρος για λίγο μυστήριο, όπως περίμενα με κρυφή χαρά να δω κανά μισοφαγωμένο σκυλί ή γατί έξω από την πόρτα του σπιτιού ή κάτι τέτοιο που να δικαιολογεί την φοβία και την παρανοϊκή συμπεριφορά, αλλά ξέρω ότι το έγραψες για το διαγωνισμό και μάλλον υπήρχε και πρόβλημα μεγέθους του κειμένου(και για να μη γραφω και μαλακίες είναι ξεκάθαρο και ότι όλα αυτά μπορεί να τα έφτιαξε το βαρεμένο κεφάλι του -απλά εγώ, σαν αναγνώστης, θέλω να πιστεύω ότι συνέβη). Τιναλεμε. Η ιστορία τα σπάει. Edited May 20, 2007 by darky Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
voodoo4 Posted May 28, 2007 Share Posted May 28, 2007 Φίλε iliospore respect! Φοβερή ιστορία για τα έντομα που αγαπώ να μισώ. Μου θύμισε ένα καλοκαίρι στο χωριό όταν ήμουν 12 που ξύπνησα μες τα άγρια μεσάνυχτα με ένα από αυτά τα σιχάματα σκαρφαλωμένο στο μηρό μου (όχι τις κόκκινες τις μικρές της πόλης, μιλάω για μαύρη κατσαρίδα, αγροτική). Μπρρρ... Εντάξει, η ιστορία φαίνεται που θα καταλήξει, ωστόσο δεν παύει να είναι ένα δυνατό, σοκαριστικό διήγημα για το έντομο που έχει προκαλέσει τα περισσότερα ουρλιαχτά στον πλανήτη. Επίσης λάτρεψα τη φράση: Η κύστη του εξέπεμπε σήματα κινδύνου πως θα εκραγεί και είχε την εντύπωση πως το συκώτι του είχε ήδη φορέσει σωσίβιο και απομακρυνόταν από την περιοχή Συμφωνώ με το darky: η ιστορία τα σπάει! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
iliosporos Posted May 29, 2007 Author Share Posted May 29, 2007 Ένα μικρό χιουμοριστικό παρασκήνιο... Την ιστορία την έγραψα όταν ένας φίλος μου που μένει στην Κυψέλη μου λέει τα εξής: Κατα λέξη... "Ηλία, χθες βράδυ λίγο πριν κοιμηθώ μπαίνει απο το παράθυρό μου πετώντας μια υπερφυσική κατσαρίδα. Δηλαδή δεν ήταν απλή κατσαρίδα, ήταν Κατσαριδομήτωρ. Μιλάμε ότι παίζει να είχε πιλότο μέσα και όταν άνοιγε το στόμα να έβγαιναν απο μέσα άλλα μικρότερα κατσαριδάκια! Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλές τέτοιες στην Αθήνα. Πρέπει να είναι μόνο 3-4 και να κανονίζουν κάθε βράδυ να πηγαίνει και κάθε μία σε διαφορετική γειτονιά!!!" Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να αρχίσω να γράφω Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Namris Posted May 30, 2007 Share Posted May 30, 2007 Αγαπητέ iliospore δεν θα πω πόσο πολύ μου άρεσε η ιστορία σου. Αρκεί να αποκαλύψω πως η πρώτη ψήφος που είχες πάρει στον διαγωνισμό ήταν δική μου. Απλά θέλω να συμβάλω στις εμπειρίες περι κατσαρίδων με ένα είδος που συνάντησα στην Ινδία. Και μάλιστα όχι μόνο ένας, αλλά τέσσερις εκπρόσωποι του συγκεκριμένου είδους είχαν αράξει στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες, αλλά το είδος αυτό ούτε περπατούσε, ούτε πετούσε αλλά πηδούσε. Δεν ξέρω αν θα με πιστέψετε, αλλά ορκίζομαι στον Κρομ και όπου αλλού θέλετε ότι τα πισινά τους πόδια έμοιαζαν, λύγιζαν, και πηδούσανε σαν του βατράχου. Προσπαθούσα να τις χτυπήσω με ένα περιοδικό, και αυτές πηδούσανε δεξιά αριστερά σαν τον Bugs Bunny. Για δύο ώρες μετά την εξολόθρευση τους έκανα φύλλο και φτερό το δωμάτιο, αλλά ευτυχώς δεν εντοπίστηκαν άλλοι άποικοι (εκτός αν έκριναν σκόπιμο βάση της εξελιγμένη τους νοημοσύνης να παραστήσουν την αφανισμένη φυλή). Δεν θα μιλήσω για τον Πελοπίδα, την Ερμιόνη, και τον Τζούνιορ (τις δύο τεράστιες αράχνες και το μικρό τους) που είχαν κατασκηνώσει στο μπάνιο μου γιατί ανήκουν σε διαφορετικό είδος. Και άλλη μια πραγματική ιστορία, με ένα Ρώσο ναυτικό που άρχισε κάποια στιγμή να πονάει φοβερά το αυτί του για μέρες, μέχρι που ανακάλυψαν μία κατσαριδούλα που μεγάλωνε μέσα του. Η μαμά της κατσαρίδας είχε γεννήσει προφανώς μέσα στο αυτί του την ώρα που κοιμόταν. Και μια τελευταία ιστορία, που διάβασα σε ένα μέιλ που έλαβα πριν από δύο-τρείς μήνες. Μία κοπέλα ένιωθε πόνο στην γλώσσα της η οποία παράλληλα πρηζόταν κάθε μέρα και περισσότερο, και όταν πήγε σε χειρούργο και της έκανε μία τομή, πετάχτηκε από μέσα – τί άλλο – μια τεράστια κατσαρίδα.Το έπαθε το κακό κόβοντας την γλώσσα της, την ώρα που σάλιωνε ένα φάκελο. Όπως αναφερόταν στο μέιλ, η κόλα που περιέχουν τα γραμματόσημα και οι φάκελοι αποτελούν αγαπημένο έδεσμα των κατσαρίδων, γιαυτό και στις αντίστοιχες στοίβες (στις αποθήκες όπου φυλάσσονται) οι κατσαρίδες κάνουν πάρτυ, και φυσικά γεννοβολούνε. Οπότε η κοπέλα μόλις έκοψε την γλώσσα της, το αυγουλάκι χώθηκε μέσα. Αντε και καλή όρεξη Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted June 7, 2007 Share Posted June 7, 2007 Την είχα διαβάσει την ιστορία για το διαγωνισμό και μου είχε αρέσει πόλυ. Είναι γραμμένη με σπιρτάδα και βγάζει ένα αρκετά γκροτέσκο αποτέλεσμα, παίζοντας έξυπνα με το ταμπού του αυνανισμού και με τη φοβία για τις κατσαρίδες, αν και νιώθω ότι σε σημεία θέλει λίγο "πείραγμα" για να στρώσει. (ανταπόδοση κριτικής) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Adinol Doy Posted May 18, 2008 Share Posted May 18, 2008 Φίλε μου, η ιστορία σου είναι απαίσια. Είναι μια από τις πιο απαίσιες και σιχαμένες ιστορίες που έχω διαβάσει ποτέ. Φυσικά, αυτό μόνο ως έπαινος μπορεί να θεωρηθεί σε μια ιστορία τρόμου. Τολμώ να πω πως πρόκειται για ένα αριστούργημα, που θα πρέπει να μεταφραστεί, για να δουν μερικοί-μερικοί ξένοι συνάδελφοι πώς γράφεται μια πραγματικά απαίσια και τρομαχτική ιστορία. Σε παλιότερη συζήτησή μας, σού είχα πει πως στην τέχνη δεν υπάρχουν θέματα-ταμπού. Το απέδειξες μ' αυτό το διήγημα. Διαβάζοντάς το ένιωσα αμηχανία και φρίκη. Ο λόγος προφανής: υπάρχει αδυσώπητη αλήθεια, χωρίς παραμορφώσεις και προσωπεία. Φαντάζομαι πως κι άλλοι αναγνώστες θα ένιωσαν έτσι. Σε θαυμάζω, φίλε μου. Συνέχισε! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
tetartos Posted May 20, 2008 Share Posted May 20, 2008 Πραγματικά απαίσια ιστορία! Μπράβο! Με καθήλωσε όσο τη διάβαζα, κάποια στιγμή μάλιστα έπιασα τον εαυτό μου να... αγχώνεται! Παρότι μας έκανες το "δώρο" να ξέρουμε την κατάληξη, η πορεία ήταν αηδιαστικά διασκεδαστική! Άντε, θέλουμε και... σήκουελ! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
DinMacXanthi Posted June 22, 2011 Share Posted June 22, 2011 My dearest new members, my esteemed Great Old ones, a breath of your time if you will. Κάτω από το holodeck... από τα Τρεκ φόρουμ... από τις χαριτωμενιές στα status messages... τα παιχνιδάκια και τους διαγωνισμούς... Περιμένουν. Ιστορίες θαμμένες και ξεχασμένες για καιρό... ήρθε η ώρα να σηκωθούν, να τινάξουν το χώμα από πάνω τους και να σας φρικάρουν. Διαβάστε. Αν τολμάτε. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 23, 2011 Share Posted June 23, 2011 Να τι παθαίνεις όταν δεν ξέρεις τι πας να διαβάσεις, μετά το φαγητό... Απαίσια, αηδιαστική και ανατριχιαστική... πολύ καλή δουλειά. Διαβάζεται με την τρίχα κάγκελο... Να κι ένα fact, για να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια: Μέσα σε ένα χρόνο, κάθε άνθρωπος τρώει, κατά μέσο όρο, οχτώ έντομα, κατά τη διάρκεια του ύπνου του. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Stanley Posted June 23, 2011 Share Posted June 23, 2011 Να τι παθαίνεις όταν δεν ξέρεις τι πας να διαβάσεις, μετά το φαγητό... Να κι ένα fact, για να κοιμόμαστε ήσυχοι τα βράδια: Μέσα σε ένα χρόνο, κάθε άνθρωπος τρώει, κατά μέσο όρο, οχτώ έντομα, κατά τη διάρκεια του ύπνου του. Έτσι εξηγείται που τα πρωινά δεν πεινάω και τόσο. Ελπίζω μόνο να μην δουλεύει το υποσυνείδητό μου, γιατί θα τρώω περισσότερα εγώ... Την διάβασα την ιστορία, διασκεδαστική ήταν, πλάκα είχε. Δεν αηδίασα ιδιαίτερα, περισσότερο την διάβασα εύκολα και απολαυστικά. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 28, 2011 Share Posted June 28, 2011 Αηδίασα! Κοιτάζω γύρω γύρω στο δωμάτιο μήπως και εντοπίζω τίποτα να κινείται... Μπράβο σου. Είχε καιρό να με κρατήσει σε αγωνία ιστορία τρόμου. Το τέλος σου είναι τραγικό, συνταρακτικό και πάνω απ όλα μου έφερε μια τρελή ανατριχίλα.Ήθελα να σε ρωτήσω από που την εμπνεύστηκες την ιστορία αλλά παρατήρησα ότι απαντάς σ αυτό σε κάποιο παραπάνω post. Απλά χίλια μπράβο. Νομίζω θα πρέπει να περάσω το υπόλοιπο βράδυ μου στη βιβλιοθήκη ποίησης του sff για να μη σκέφτομαι τεράστιες κατσαρίδες. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
iliosporos Posted July 6, 2011 Author Share Posted July 6, 2011 Eυχαριστώ τον αγανακτισμένο στο Silent Hill και φίλτατο Din McXanthi που ξέθαψε την ιστοριούλα μου, και όλους εσάς που τη διαβάσατε για τα καλά σας λόγια! Δυστυχώς ακόμα στο ίδιο σπίτι στα Πατήσια μένω, και έχουν αρχίσει πάλι τώρα με τις ζέστες να σουλατσάρουν στα ντουλάπια μου! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lampros Jedimentat Posted July 6, 2011 Share Posted July 6, 2011 Απ' την αρχή μέχρι το τέλος σε κρατάει σε αγωνία και ειδικά όταν συνειδητοποιείς το τι πρόκειται να ακολουθήσει το διαβάζεις με μια ανάσα, η οποία είναι και κομμένη! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
iliosporos Posted June 12, 2012 Author Share Posted June 12, 2012 Μόλις σκότωσα 2 στην κουζίνα ανεβάζοντας το φετινό bodycount σε καμιά 35αριά συν πλην 5!! Αθάνατα Πατήσια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 13, 2012 Share Posted June 13, 2012 (edited) Ήμουν σίγουρη ότι είχα αφήσει κάνα-δυο λόγια εδώ... Περίεργο... Να 'ναι τα αισθήματά μου προς το απεχθές αυτό έντομο που με έκαναν να σωπάσω; Νά 'ναι ότι όταν το διάβασα, δεν ήξερα ακριβώς αν μου άρεσε (δεν μπορείς να πεις "μου άρεσε" σε κάτι τέτοιο! ) ... -> αλλά ναι, μου άρεσε, πάω καλά; Από αυτά που τα διαβάζεις μία φορά και τα θυμάσαι για πάντα. Edited June 13, 2012 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 16, 2012 Share Posted June 16, 2012 Ήμουν σίγουρη ότι είχα αφήσει κάνα-δυο λόγια εδώ... Περίεργο... Να 'ναι τα αισθήματά μου προς το απεχθές αυτό έντομο που με έκαναν να σωπάσω; Νά 'ναι ότι όταν το διάβασα, δεν ήξερα ακριβώς αν μου άρεσε (δεν μπορείς να πεις "μου άρεσε" σε κάτι τέτοιο! ) ... -> αλλά ναι, μου άρεσε, πάω καλά; Από αυτά που τα διαβάζεις μία φορά και τα θυμάσαι για πάντα. Ισχύει όμως...! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted June 17, 2012 Share Posted June 17, 2012 Σιχαμερό. Μπράβο, πολύ καλογραμμένο και πετυχημένη η ατμόσφαιρα τρόμου. Ιδιαιτέρως μπράβο επειδή έγραψες ιστορία τρόμου με κάτι που δεν είναι και τόσο τρομαχτικό (τουαλέτα, κατσαρίδες κλπ δεν είναι και δράκοι που βγάζουν φωτιά). Κι εγώ είχα μαντέψει το τέλος αλλά δε με πείραξε. Μου θυμίζει ένα εντελώς κουφό ποιηματάκι που είχαμε κάνει στη σχολή και έλεγε για ένα έντομο που είχε τσιμπήσει πρώτα τον άντρα και μετά τη γυναίκα και έτσι (έλεγε ο άντρας) το αίμα τους έχει ενωθεί και είναι σαν να έχουν κάνει σεξ, άρα πρέπει εκείνη να δεχτεί να τον παντρευτεί. Και μετά λέει ότι το έντομο μένει και έγκυος Πολύ χαζό φαίνεται τώρα που το γράφω, αλλά σας ορκίζομαι ότι είναι ποίημα αγγλικό του 15ου αιώνα or so. The flea ή κάτι τέτοιο. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 18, 2012 Share Posted June 18, 2012 [...] Ιδιαιτέρως μπράβο επειδή έγραψες ιστορία τρόμου με κάτι που δεν είναι και τόσο τρομαχτικό (τουαλέτα, κατσαρίδες κλπ δεν είναι και δράκοι που βγάζουν φωτιά). Μην το λες αυτό. Για μερικούς ανθρώπους (ίσως και για τους μισούς γύρω μας) μια κατσαρίδα είναι πολύ πιο τρομακτική από έναν δράκο! Επιπλέον, έχει το χαρακτηριστικό στοιχείο του τρόμου, να μετατρέπει έναν χώρο του σπιτιού -και κατ' επέκταση το ίδιο το σπίτι- σε τόπο επικίνδυνο. Αυτό είναι αληθινός τρόμος για μένα: να φοβάσαι σε οικείο περιβάλλον. Τώρα, ως προς την ιστορία, που μόλις σήμερα αξιώθηκα να διαβάσω μετά από τόσα χρόνια, ναι, ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΗ! Κρίμα που οι εμφανίσεις του Ηλία στο φόρουμ είναι τόσο αραιές. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted June 24, 2012 Share Posted June 24, 2012 Φίλε μου η ιστορία σου είναι η πρώτη που διάβασα μετά από 3 χρόνια αποχής από αυτό το forum. Και αμέσως μετάνοιωσα για όλα αυτά τα χρόνια που ήμουν μακριά και πόσες άλλες ιστορίες έχασα. Είναι πολύ απλά απίθανη. Ανατριχιαστική, Σιχαμερή, Αηδιαστική, Εξωπραγματική, Τέλεια. Μου θύμισε αρκετές φορές ιστορίες και σενάρια από τα βιβλία του αίματος του Barker, αλλά το προσωπικό σου στυλ διαφαίνεται παντού. Θα κάνεις κι ένα για τα σιχαμερά κουνούπια? Τόσο αίμα μας έχουν πιει, γιατί να πάει χαμένο τόσο DNA ? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
AlienBill Posted November 28, 2012 Share Posted November 28, 2012 Μπα, εγώ δεν θα άλλαζα τίποτα. Τη βρήκα υπέροχη, κυρίως όσον αφορα το ύφος/γραφή. Εκεί που πραγματικά αηδίασα ήταν όταν περιγράφεις τον τρόπο που ο μικρός πήγε να σκοτώσει την πρώτη (μικρή) κατσαρίδα και το ατυχημα που είχε. Το τέλος ήταν όλα τα λεφτα, διότι δεν το περίμενα με τίποτα! Ο τρόμος βασίζεται στο κλισέ και ως τότε, αλλου πηγαινε το μυαλό μου για το τέλος. Αυτό που έγινε τελικά, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που φανταζόμουν! Μπράβο, μπραβο! πολύ ωραία ιστορία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.